ἂν ἡμᾶς ἐνταῦθα κραιπαλώσας ἴδοι : ἀλλ ' ὑπὸ ταῖς μυρρίναις ἢν ἰδοὺ τὸ χωρίον ὡς ἔνδροσόν ἐστιν ἐν κύκλῳ
πέντε καταλιπών , ἁγὼ μόλις στεφανηπλοκοῦς ' ἔβοσκον ἐν ταῖς μυρρίναις . Τέως μὲν οὖν ἀλλ ' ἡμικάκως ἐβοσκόμην :
5751173 δοκοις
; τί δ ' ἄλλο γ ' ἢ διαλεπτολογοῦμαι ταῖς δοκοῖς τῆς οἰκίας ; οἴμοι : τίς ἡμῶν πυρπολεῖ τὴν
ἐπάνω τοῦ στύλου πόλεις δεκαδύο , καὶ τούτων ἑκάστη τριάκοντα δοκοῖς ἐστεγασμένη , καὶ περὶ μίαν ἑκάστην αὐτῶν τρέχουσι γυναῖκες
5692386 ῥιζαις
, καὶ τῶν φυκίων δὲ τῶν βαφικῶν τὰ πρὸς ταῖς ῥίζαις χλωρὰ καὶ πρὸς τούτοις τὰ ἐν ταῖς πέτραις τῆς
προσπεπηγὸς δάκρυον ὅμοιον τῷ λιβανωτῷ πρὸς τοῖς καυλοῖς καὶ ταῖς ῥίζαις . τοῦ δ ' ὀποῦ διαφέρει ὁ ἐν Σαρδόνι
5589599 κεφαλαις
, Ἀθάνα . Τὸν παρθενίοις ὑπό τ ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς Ἄϊε λειβόμενον Σχάσον ] Στῆσον . Προχεόντων ] Πεμπόντων
πιαινόμενοι , εὐτραφεῖς δὲ τρίχας ὁμοίας τῷ ὑακίνθῳ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς αὐτῶν φέρουσι . Τῶν Ἰνδῶν δὲ οἱ μὲν τοῦ
5560217 ὠμαις
: πυριᾶν δὲ χρὴ καὶ τοῖς καταπλάσμασιν , ἐμπλάσσοντας ταῖς ὠμαῖς λύσεσιν ἀρτεμισίαν , ἀμάρακον , ἴριν ἢ ἕτερόν τι
δὲ πλῆθος παράκειται , καὶ βδέλλαις κενοῦντα καὶ ταῖς κοιναῖς ὠμαῖς λύσεσι καταπλάττειν . Οἱ ἄπρακτα μόρια ἔχοντες πρὸς ἀφροδίσια
5528808 ποαις
ἔτι πλέον ἡ Πραισίων χώρα , ὅπερ οὖν ἐμπῖπτον ταῖς πόαις καὶ ταῖς τῶν ἑλείων καλάμων κόμαις , νομὰς τοῖς
σταγόνα λεῖβον δι ' εὐνομίαν τῶν μελιττῶν . ὅταν γὰρ πόαις ἀγαθαῖς ἐντυχοῦσαι κυΐσκωσι , περιπληθῆ τὰ κηρία γίνεται καὶ
5425468 ἀμπελοις
τοὺς ἑαυτῶν κωμήτας κακολογεῖν , ὅτε καὶ τὴν λυμαινομένην ταῖς ἀμπέλοις αἶγα ἆθλον τῆς ᾠδῆς προετίθεντο καὶ οἱ νικήσαντες ἐνήλλοντο
καλάμους . Γ τὰς χάρακας ] καλάμους πεπηγότας ἐν τοῖς ἀμπέλοις ἔκαιεν : ἤγουν τὰς ἀμπέλους ἀπὸ μέρους . ἐξέχει
5304440 ποταμιαις
ἀμπέλου μηδ ' εἰς πυρὰν σπένδοντας ἀλλὰ πολυπόνου καρπὸν μελίσσης ποταμίαις πηγαῖς ὁμοῦ : ἄβατον δὲ τέμενος παισὶ ταῖσδ '
. τούτῳ δέ φησι τῷ φαρμασσομένῳ σὺ τὸν γλήχωνα ταῖς ποταμίαις νύμφαις τεύξαις κυκεῶνα : τουτέστι γλήχωνα μετὰ ὕδατος γληχώ
5275431 τραπεζαις
' ἴοντες ἐξοπτῶντες σφᾶς αὐτοὺς ἂν παρέκειντ ' ἐπὶ ταῖσι τραπέζαις . ζωμοῦ δ ' ἔρρει παρὰ τὰς κλίνας ποταμὸς
καὶ ὁ Κάλανος , ἀκόλαστος ἄνθρωπος , καὶ ταῖς Ἀλεξάνδρου τραπέζαις δεδουλωμένος : τοῦτον μὲν οὖν ψέγεσθαι , τὸν δὲ
5273195 ὁπλαις
θωύξας γένει , ὁ τὴν πόδαργον Ψύλλαν ἡνιοστροφῶν καὶ τὴν ὁπλαῖς Ἅρπινναν Ἁρπυίαις ἴσην . τὸν δ ' αὖ τέταρτον
Θ τινὲς δὲ κοππατίαν ἐξηγήσαντο τὸν κόπτοντα καὶ κοιλαίνοντα ταῖς ὁπλαῖς τὸ ἔδαφος , οὐδὲν ὄντως ὑποτιθέμενοι : οὐδὲ γὰρ
5270901 ῥισιν
μανθάνεις ; ἐψυγμένα . ἀτμὸς γὰρ οὕτως οὐχὶ προσπηδήσεται ταῖς ῥισίν , ἀλλ ' ἄνω μάλ ' εἶσι καταφυγών .
μανθάνεις ; ἐψυγμένα . ἀτμὸς γὰρ οὕτως οὐχὶ προσπηδήσεται ταῖς ῥισίν , ἀλλ ' ἄνω μάλ ' εἶσι καταφυγών .
5253239 φοινικας
τῇ μὴ ὑομένῃ τῆς Λιβύης ἄλλα τε πλείω φύεσθαι καὶ φοίνικας μεγάλους καὶ καλούς : οὐ μὴν ἀλλ ' ὅπου
δὲ τὰς προδιαθέσεις , ὅτι ὁ αὐτὸς οἶνος τοῖς μὲν φοίνικας ἢ ἰσχάδας προφαγοῦσιν ὀξώδης φαίνεται , τοῖς δὲ κάρυα
5227164 βοταναις
. β . θλάσας τὸ πέπερι καὶ βαλὼν σὺν ταῖς βοτάναις , βρέχε ὅλην νύκτα : ἕωθεν δὲ ἑψήσας ἕως
τοῖς ὁμοίοις ἀναφαίνεται : ὑδατώδη δὲ ὁποία ἐν λαχάνοις καὶ βοτάναις καί τισι καρποῖς ἢ ῥίζαις ἀναφαίνεται , κατὰ μηδὲν
5203907 μελισσαις
μύρον γοῦν ἀνθρώποις μὲν ἥδιστον φαίνεται , κανθάροις δὲ καὶ μελίσσαις δυσανάσχετον : καὶ τὸ ἔλαιον τοὺς μὲν ἀνθρώπους ὠφελεῖ
Ἀσενὲθ ἐπὶ τὰ χείλη . Καὶ εἶπεν ὁ ἄνθρωπος ταῖς μελίσσαις : ὑπάγετε δὴ εἰς τοὺς τόπους ὑμῶν . Καὶ
5203491 λαγοσιν
τοῖς βουσὶ πάσχοντες , ἡνίκα ὁ οἶστρος αὐτοῖς ἐν τοῖς λαγόσιν ἐγχρίψει : καὶ γὰρ τηνικάδε οὔτε βουκόλων φροντίζουσιν ,
τῆς νάρκης : ἡ νάρκη δύο κέντρα ἔχει ἐν ταῖς λαγόσιν αὐτῆς , καὶ εἴ τις αὐτῇ ἐπιψαύοι , νεκροῦται
5196269 μελιτταις
σῖτος . καὶ δὴ ποδεῖα τριμίτινα ἀστραγαλωτή μάστιξ ὄνος ἐν μελίτταις ἐξ ὅτου ἦλθον ὁ γὰρ χρόνος μ ' ἔκαμψε
. θάλλει τὸ δένδρον καρποῖς : οὕτω καὶ ” βρύων μελίτταις “ : τοῦ ἀγροῦ γάρ ἐστι τὸ ἔχειν πλῆθος
5184538 χρυσα
, καὶ ὅτι ἐκαλεῖτό ποτε καὶ Χρυσῆ νῆσος διὰ τὰ χρυσᾶ μέταλλα , ὧν καὶ Ἡρόδοτος μέμνηται . . .
καὶ τὰ ἐν Δελφοῖς δὲ ἀναθήματα τὰ ἀργυρᾶ καὶ τὰ χρυσᾶ ὑπὸ πρώτου Γύγου τοῦ Λυδῶν βασιλέως ἀνετέθη : καὶ
5122801 ζωμου
, ὄψον δὲ ἰχθὺϲ τρυφερόϲ , ὄρνιϲ κατοικίδιοϲ ἐκ λευκοῦ ζωμοῦ : ϲυνουϲίαϲ δὲ ἀπεχέϲθω . κεφαλῆϲ δὲ ϲφόδρα θερμανθείϲηϲ
ἀπὸ πάθους γινόμενον καὶ πάθος ποιοῦν , ὡς ἡ τοῦ ζωμοῦ γλυκύτης : αὕτη γὰρ καὶ ἀπὸ πάθους ἐγένετο ,
5094893 ὑποδεδεμενοι
δὲ εὐσταλεῖς τε τῇ ὁπλίσει καὶ τὸν ἀριστερὸν μόνον πόδα ὑποδεδεμένοι ἀσφαλείας ἕνεκα τῆς πρὸς τὸν πηλόν . κατὰ οὖν
. ἀλλ ' ὥσπερ οἱ στρατιῶται ἕτοιμοί εἰσι τῷ στρατηγῷ ὑποδεδεμένοι ἐνδεδυμένοι ὡπλισμένοι , εἰ δ ' ἔδει περιερχόμενον τὸν
5057949 συκαις
αὐτά . διὸ καὶ οἱ γεωργοὶ περιάπτουσι τὰ ἐρινᾶ ταῖς συκαῖς , καὶ ἐγγὺς τῶν συκῶν ἐρινεοὺς φυτεύουσι . γίνεται
ψῆνας . Τούτων οἱ γεωργοὶ λαβόντες ἀφάπτουσι τῶν κλάδων ταῖς συκαῖς , ὅπως αὐτῶν ὁ καρπὸς μὴ ἀποῤῥέῃ . Ἐνδυόμενον
5042415 ὀξυλαπαθου
ὡς δυσεντερίας καὶ διαρροίας ἰᾶσθαι , καὶ μάλιστα τὸ τοῦ ὀξυλαπάθου . Λευκοΐου καὶ σύμπας μὲν ὁ θάμνος ῥυπτικῆς ἐστι
ἢ τῆϲ θριδακίνηϲ ἢ ἀνδράχνηϲ ἢ ϲτρύχνου ἢ ϲέρεωϲ ἢ ὀξυλαπάθου ἢ ὄμφακοϲ . οὗτοϲ δὲ οὐ μόνον ψύχει ,
5033456 πελανοι
αὐτός φησιν : θύματα οὐκ ἦν τοῖς θεοῖσι ζῷα , πέλανοι δὲ καὶ καρποὶ μέλιτι δεδευμένοι . Διονύσιος Θρᾷξ :
. εἰσὶ δὲ καὶ λαγαρώδεις παρὰ τὸ λαγαρόν . καὶ πέλανοι παρ ' Εὐριπίδῃ . Γ ἐλατήρ : πλακουντῶδες πέμμα
5032259 κομαις
ζυγὸν ὅταν θέλωσι , νυμφίους ἀρνούμεναι , τοὺς Ἑκτορείοις ἠγλαϊσμένους κόμαις , μορφῆς ἔχοντας σίφλον ἢ μῶμαρ γένους , ἐμὸν
νοῦς δέ σου παρὼν ἀποδημεῖ . Νοῦς οὐκ ἔνι ταῖς κόμαις ὑμῶν , ὅτε μ ' οὐ φρονεῖν νομίζετ '
5028850 πηγαις
τί δῆτα μᾶλλον θεᾶς ἄγαλμ ' ἁλίσκεται ; πόντου σε πηγαῖς ἁγνίσαι βουλήσομαι . ἔτ ' ἐν δόμοισι βρέτας ἐφ
ἄνθος ἔχει τὸ νοεῖν πατρικὸν νοῦν καὶ νόον ἐνδιδόναι πάσαις πηγαῖς τε καὶ ἀρχαῖς καὶ δινεῖν αἰεί τε μένειν ἀόκνῳ
5026458 βολβιτοις
ἐπίθεμα δὲ τὸ διὰ σπερμάτων , ἢ τοὺς βολβοὺς τοῖς βολβίτοις καὶ τῷ νίτρῳ προσ - πλέκων κατάπλασσε . Εἰ
, θεῖναι αὑτὸν εἰς τὸν ἥλιον καὶ κελεύειν τοὺς παῖδας βολβίτοις καταπλάττειν : οὕτω δὴ κατατεινόμενον δευτεραῖον τελευτῆσαι καὶ ταφῆναι
5025305 ἑστιαται
. . . . . . . . ] : ἑστιᾶται ? ? [ ] δ ' ὑπὸ βούκερω ]
τοὺς προσιόντας , θανοῦσα δέ ἐστιν ἐδώδιμος ⋮ Ὁ πολύπους ἑστιᾶται μὲν καὶ ἄλλαις τροφαῖς : ἔστι γὰρ καὶ φαγεῖν
5012378 πομπαις
πηχῶν ἕξ . Πολλῶν οὖν καὶ ποικίλων εἰρημένων ἐν ταῖς πομπαῖς ταύταις , μόνα ἐξελεξάμεθα , ἐν οἷς ἦν χρυσὸς
γόους ἀγαγεῖν ἡμᾶς . πόμπιμον ] τὸν ἐν τοῖς ἐξοδίοις πομπαῖς γινόμενον . θ πόμπιμον ] προπέμπουσαι γὰρ τοὺς νεκροὺς
4989457 ἑλκωσεσιν
δυσηκοΐαις αἰγὸς οὖρον καὶ χολὴν ἐγχυμάτιζε : χρονίαις ὀδύναις καὶ ἑλκώσεσιν ὤτων ἐψιλωμένου χόνδρου κυκλαμίνου χυλοῦ ἢ λινοσπέρμου μέρη δύο
τὰς τρίχας ἀπρεπείαις ἀλισκομένη , ἀλωπεκίαις , ὀφιάσεσι , διαφόροις ἑλκώσεσιν . ἐγκαύσεως μὲν οὖν καὶ ψύξεως καὶ τῆς ἀπὸ
4987497 σιτος
ταῖς δὲ ναυσὶ μακρὰν ἐφεδρεύειν , ὅπως αὐτοῖς μὴ παρακομισθῇ σῖτος . οὗ συντελεσθέντος , οἱ μὲν Ἀθηναῖοι εἰς δεινὴν
οὐκ ἐλάσσονας σίτου διαπέμψαι καὶ πολίτην γεγονέναι . Γλυκέρας ὁ σῖτος οὗτος ἦν : ἔσται δ ' ἴσως αὐτοῖσιν ὀλέθρου
4981857 ῥοδα
λεκάνην . τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος . καταπύγων εἶ κἀναίσχυντος . ῥόδα μ ' εἴρηκας . καὶ βωμολόχος . κρίνεσι στεφανοῖς
γε λευκὰ πικρὰ καὶ κακώδη παλαιούμενα καὶ οὐχ ὥσπερ τὰ ῥόδα διατηρεῖ τὴν εὐοσμίαν ἀποξηραινόμενα μέχρι οὗ ἂν ἐκλίπῃ :
4964366 λεπη
οὕτω καλεῖται καὶ κογχυλίων κόγχους καὶ ὀστρέων κόγχας καὶ ἰχθύων λέπη καὶ καράβων ὄστρακα καὶ κρεῶν ὀστᾶ καὶ ὀπώρας μίσκους
εὐτρεφέος ] θρεπτικοῦ νέα δὲ τέρφη : ἀντὶ τοῦ χλωρὰ λέπη καστάνου τοῦ εὖ τρέφειν δυναμένου νέα τέρφη ] ἁπαλοὺς
4956681 μυιαις
. ] πρακτος † τοῖς κεκτημένοις . Ὁμοίως δὲ καὶ μυίαις ἀντιπάσχει ἄκρως : ἐαν γὰρ [ γάλακτι καὶ μέλιτι
οὐκ ἐγγίνεται , τοῖς μὲν ὅλως , ὥσπερ εὐλαῖς καὶ μυίαις καὶ ἐμπίσι , τοῖς δ ' ἀμυδρῶς καὶ ὀλίγων
4952544 παραπλεκεσθω
ἂν ἁρμόττῃ . ἀνωδύνου δ ' ὄντος τοῦ ἕλκους , παραπλεκέσθω σμύρνης , ἴρεως , ἀριστολοχίας ἀνὰ ⋖ γ ,
καὶ μᾶλλον τοῦ κριθίνου ἀλεύρου . τούτοις δὲ σῦκον ἑφθὸν παραπλεκέσθω , ποτὲ δὲ καὶ περιστερᾶς ἄφοδος . καὶ συνεχέστερον
4939977 χνου
ἐμπλαϲτικὰ ϲυντιθέμενα διά τε τῆϲ φρυκτῆϲ ῥητίνηϲ καὶ ἀλεύρου πυρίνου χνοῦ καὶ γύψου , καὶ ὅϲα τοιαῦτα , ᾠοῦ τῷ
κύκλῳ περιαλείψαντας ἀμόργῳ : ἔστω δὲ τὰ μὲν δύο μέρη χνοῦ , τὸ δὲ ἓν ἄμμου εἰς τὸν πηλὸν ἐμβεβλημένα
4932837 ἀλεκτορος
κυνὸς θαλασσίας κατάχριε , ἢ ῥαφάνου χυλῷ ἢ χολῇ τοῦ ἀλέκτορος . ἄλλο . λαβὼν χυλὸν τῆς ῥοίας καὶ ἐν
. [ Περὶ τῶν ἀκουσίως ἐνουρούντων . ] Κόψον γούλαν ἀλέκτορος καθώς ἐστι μετὰ τοῦ λάρυγγος καὶ καύσας καὶ τρίψας
4928577 ὀθοναις
καὶ ὄξει , τὰ δ ' ἄλλα προβολαῖς ἱματίων ἢ ὀθόναις κεχαλασμέναις τῆς φορᾶς ἀνέλυον ὅλως τε οὐδὲν προθυμίας ἀνδρὶ
δαπάναις κατεσκευάζετο ἡ σκηνὴ τριωρόφοις οἰκοδομήμασι , πεποικιλμένη παραπετάσμασι καὶ ὀθόναις λευκαῖς καὶ μελαίναις , βύρσαις τε παταγούσαις καὶ χειροτινάκτῳ
4913206 μυροις
διηνέχθη τισὶ περὶ τῆς ἐκλογῆς τῶν τριῶν γυναικῶν . καὶ μύροις ἐλούετο καὶ ἔφασκεν ὅτι : κἀν βακχεύμασιν οὖς '
, οἷς ἂν γαίης πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , καὶ στακτοῖσι μύροις ἀγανοῖς χαίτην θεράπευε , καὶ σμύρνην λίβανόν τε πυρὸς
4895194 πορφυριδας
κωμῳδοῖς χορηγῶν . σύνηθες ἐν κωμῳδίᾳ παραπετάσματα δέρρεις ποιεῖν οὐ πορφυρίδας . Μυρτίλος ἐν Τιτανόπασι τὸ * * * “
μεταξὺ ἐπαιδεύετο . τὴν δὲ ἐσθῆτα τὴν ποικίλην καὶ τὰς πορφυρίδας ἐκείνας ἀπέδυσαν αὐτὸν ἀστείως πάνυ τὸ ἀνθηρὸν ἐπισκώπτοντες τῶν
4893744 ὀπτῳ
κιμωλίαν ποιήσαντες μεθ ' ἁλὸς παρατρίβουσιν , ὁμοίως καὶ μαρμάρῳ ὀπτῷ μετ ' ἀνίσου . ὁμοίως δὲ καὶ κριθὰς μετὰ
, ἢ θείῳ ἀπύρῳ , ἢ ἀφροσελήνῳ , ἢ τιτάνῳ ὀπτῷ ἢ στυπτηρίᾳ τῇ ἀπὸ Μήλου , ἢ ἀρσενίκῳ ,
4885690 ἀρταβας
τῶν καθαρῶν πεντακοσίας ἀρτάβας : κριθαμίνων δὲ καθαρῶν ἀλεύρων χιλίας ἀρτάβας : καὶ τῶν δευτέρων χιλίας ἀρτάβας . σεμιδάλεως πεντακοσίας
: τοῦτο δέ ἐστι κεραμεοῦν ἄγγος , ἐπιδεχόμενον ὡς εἴκοσιν ἀρτάβας : ἐν ᾧ πολλὰ μὲν τῶν ἀγριμαίων ἔγκειται πεπονημένα
4876762 φυλλοις
ὀργάνοις . Καρύα τὸ δένδρον ἔχει μέν τι κἀν τοῖς φύλλοις κἀν τοῖς βλαστοῖς στυπτικόν , ἐνεργὲς δὲ καὶ πλεῖστον
στόμαχον σπόγγους ὄξει δριμυτάτῳ θερμῷ βεβρεγμένους ἐντίθει : ἢ κισσοῦ φύλλοις ἑφθοῖς ἐν οἴνῳ κατάπλασσε . [ Περὶ λυγμοῦ .
4868635 λευκαις
δ ' εἰπεῖν , Ἰνδοὺς ἐσθῆτι λευκῇ χρῆσθαι καὶ σινδόσι λευκαῖς καὶ καρπάσοις , ὑπεναντίως τοῖς εἰποῦσιν εὐανθέστατα αὐτοὺς ἀμπέχεσθαι
τὰς φρένας οὗτος εἶπεν . Λευκαῖς φρεσὶν ] * Τὸ λευκαῖς φρεσὶν ἐκαινοτόμησε Πίνδαρος ἀπὸ τοῦ Ὁμηρικοῦ : εἰ γὰρ
4853707 μυρα
ἐπὶ κυπρίνου καὶ ἀμαρακίνου . δύναμιν δὲ τὰ μὲν ἁπλᾶ μύρα τὴν τῶν ἐμβαλλομένων ἐν αὐτοῖϲ εἰδῶν , ἢ ἐξ
ὅσων χαρίτων πλῆρες . ᾠδαὶ σκώμματα πότος εἰς ἀλεκτρυόνων ᾠδὰς μύρα στέφανοι τραγήματα . ὑπόσκιός τισι δάφναις ἦν ἡ κατάκλισις
4851093 μυρτοις
ἐν τῷ ὄρει καὶ καρπὸς ἀκάνθης , ταῖς λευκαῖς παραπλήσιος μύρτοις : ὃν ὅταν τις τρίψας ἐλαίῳ καταχρίσαι τὸ σῶμα
Θεόφραστος δὲ τὸν νάρκισσον καλεῖ λείριον . Ἀνακρέων δὲ καὶ μύρτοις στεφανοῦσθαί φησι καὶ κοριάννοις καὶ λύγῳ καὶ Ναυκρατίτῃ στεφάνῳ
4847768 κυαθοις
καὶ κύμινον τρίψας ἐν τῷ αὐτῷ δὸς πιεῖν ἐν ὀξυμέλιτος κυάθοις Ϛ ὁλκὴν μίαν : ἢ ἀμπέλου φύλλα ἢ ἕλικας
κυάμῳ ἴσον . ἔδοσάν τινες ἀφρονίτρου κοχλιάριον α ἐν τρισὶ κυάθοις μελικράτου . καστορίου , πεπέρεως , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ,
4838887 σφραγισιν
] ἐπιμελείας . Γ τοῖς σημείοισιν ἐπούσῃ Γ ] ταῖς σφραγίσιν Γ ἐπικειμένῃ . ἔδομεν ταύτην : ἐκδίδομεν αὐτήν ,
] ἐπιμελείας . Γ τοῖς σημείοισιν ἐπούσῃ Γ ] ταῖς σφραγίσιν Γ ἐπικειμένῃ . ἔδομεν ταύτην : ἐκδίδομεν αὐτήν ,
4831127 λεγουσαις
ἀποτελεῖσθαι , τὰ δ ' ἄρισθ ' ὅσαις προσήκει νικᾶν λεγούσαις . Ὁπόσαι δ ' ἐξαπατῶσιν παραβαίνουσί τε τοὺς ὅρκους
ταῖς κοιναῖς δόξαις ἐναντιούμεθα , κοινὰ τὰ τῶν φίλων εἶναι λεγούσαις εἴτ ' ἀγαθὰ εἴτε πονηρά , ἄλλως τε καὶ
4829811 ἀρτους
πυγῇσιν : ἀλλὰ θύμον καὶ σκόρδα φέρει καὶ σῦκα καὶ ἄρτους . ἐξ ὧν οὐ πολεμοῦσι πρὸς ἀλλήλους περὶ τούτων
δὲ διὰ βάθους ἐστὶν ὠμά . μετὰ δὲ τοὺς πυρίνους ἄρτους οἱ ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς
4823047 ὑλαις
. ποτὲ μὲν οὖν δεῖ πλέον ἐπεμβάλλειν ὕδατος ταῖς προειρημέναις ὕλαις , καὶ ταύτας δεῖ ἐναλλάττειν κατὰ τὸ ποσόν :
τοὺς μὲν ἐντιμοτάτους ὑλοβίους φησὶν ὀνομάζεσθαι , ζῶντας ἐν ταῖς ὕλαις ἀπὸ φύλλων καὶ καρπῶν ἀγρίων , * ἐσθῆτος φλοιῶν
4818876 σαρξιν
εὔχυμα : οἱ δ ' ἀδένες πεφθέντες καλῶς ὁμοίως ταῖς σαρξὶν εὔχυμοι . καρδία οὐ κακόχυμος . βελτίους οἱ πόδες
τῶν δηγμάτων πληγὰς , εἴ τι δέ που περιλέλειπται ταῖς σαρξὶν ὀδὰξ ἐμφυόμενον , χαμαὶ πίπτειν εὐθὺς αὐτοκύλιστον . Μακρόβιον
4815817 Αἰγυπτιαις
ἑὴν ἀσπάζεται Ἠῶ . Ἀνδριὰς γὰρ ἵστατο ἐν Θήβαις ταῖς Αἰγυπτίαις Μέμνονος , διά τινος μηχανῆς ἕωθεν προσφωνῶν τὴν ἰδίαν
. : Ἑλλάνικος δ ' ὁ Λέσβιος ἐν Θήβαις ταῖς Αἰγυπτίαις ἱστορεῖ σπήλαιον ἐν ἄστει εἶναι , καθ ' ὃ
4786465 ἐκβολαις
ἐλεφάντων πρισθέντας ἀποξύουσιν , ἄλλοι δὲ ἐπὶ ταῖς προόδοις ἢ ἐκβολαῖς τῶν ξηροποτάμων ἢ τὴν γλαυκὸν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ
ἐπὶ νεὼς τὸ ἄγαλμα καὶ γενόμενον ἐν ταῖς τοῦ Θύμβριδος ἐκβολαῖς ἔστησε θείᾳ δυνάμει τὸ σκάφος . ἐπὶ πολὺ δὲ
4780277 καρπου
κάτω προσδεδεμένου , βρόχος ἀνισότονος τῷ πήχει περιτιθέσθω πλησίον τοῦ καρποῦ , οὗ αἱ ἀρχαὶ ἀναγέσθωσαν καὶ ἀποδεδέσθωσαν ἑνὶ κλιμακίῳ
δὲ κοινὸν ἐπὶ πάντων ἀπόρημα τί δή ποτε ἀπὸ τοῦ καρποῦ τῆς χειρὸς ἥδιστα φαίνεται , διὸ καὶ οἱ μυροπῶλαι
4779370 ἀρτεμισιαν
μετὰ δὲ τὰ μαλακὰ εἴδη καὶ τὰ ἰσχυρότερα προσάγειν , ἀρτεμισίαν , κόνυζαν , καλαμίνθην , γλήχωνα , ἀμάρακον ,
χρῖσον καὶ θέρμανον καὶ δὸς ῥοφῆσαι νήστει . ἄλλο . ἀρτεμισίαν ἑψήσας μετὰ μελικράτου δὸς πιεῖν . ἄλλο . ὁ
4775704 τροφαλιδα
ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον , τὴν δὲ Τυρὼ τροφαλίδα , τὸ δ ' ἄστυ σῦκα . Ἕξιππα καὶ
ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον , τὴν δὲ Τυρὼ τροφαλίδα , τὸ δ ' ἄστυ σῦκα . . .
4768482 κλωνας
αὐτὸν ἔστεφε περιθέων ἐν κύκλῳὡς κισσὸς ἦν ὁ χαλκὸς εἰς κλῶνας καμπτόμενος καὶ τῶν βοστρύχων τοὺς ἑλικτῆρας ἐκ μετώπου κεχυμένους
δραχ . βʹ πηγάνου χλωροῦ . . . . . κλῶνας εʹ μέλιτος . . . . . . .
4760208 ἀρτος
φαρμάσσων , οὐδ ' ἀττανίτας κηρίοισιν ἐμβάπτων . ΚΗΡΙΟΝ πλακοῦς ἄρτος , ὃν Ἀργεῖοι παρὰ τῆς νύμφης πρὸς τὸν νυμφίον
καθ ' ἧπαρ καὶ λίθους ἐν νεφροῖς γεννῶντα . Ἄριστος ἄρτος εἰς ὑγείαν ἐστὶν ἀνθρώπῳ μήτε νέῳ μήτε γυμναζομένῳ ὁ
4754869 θριξιν
' ἀπὸ τοῦ σώματος οἷον φλοιὸν ἢ τὰ βάλλοντα ταῖς θριξίν , οἷον αἱ ὕστριχες . . . . Μασσαγέται
, ἐπὶ μὲν ὑστερικῶν πνιγμῶν καστορίῳ ὄξει πεφυρμένῳ , κεκαυμένοις θριξίν , ἐρίοις κεκαυμένοις , σπόγγῳ ὁμοίως , ἐλλυχνίῳ ἄρτι
4745050 μαστιχην
γὰρ πονῶν τι καὶ φίλοις ψευδῆ λέγων πεινῶντ ' ἔοικε μαστίχην μασωμένῳ . Πλανᾷς ἅπαντας , ἄλλα δ ' ἐξ
. [ Πρὸς ὀδόντας μέλανας . ] Φοινίκων ὀστᾶ καὶ μαστίχην καὶ μέλι τρῖβε , τοὺς ὀδόντας ἐπὶ ἡμέρας ζʹ
4734129 θυου
τε καὶ ἐς ἕνα , ὅθεν εὔχονται αὐτῷ καὶ ἀγῶνα θύου - σιν , ὅτε δὴ θερμὸν οὕτω καὶ ἐναγώνιον
ἅψηται τῶν ἀνθῶν ἀποκάει , δι ' ὃ καὶ μάντεις θύου - σιν ὥστε μὴ ἐκβῆναι καί φασι κωλύειν .
4731119 θαλπε
δαμάσαιο τοκῆας ἄμμιγα δὲ ῥίζας ἠρυγγίδας , ἢ καὶ ἐπαρκές θάλπε βαλὼν χύτρῳ σκαμμώνιον . οἷσι κορέσκων ἀνέρα καὶ θανάτοιο
ἄγευστον , εἰ καὶ μή γε πικρίας . Τὸ σῶμα θάλπε χλανίσιν ἐν τῷ ψύχει , Καὶ τὴν κεφαλὴν ,
4731001 καρυοις
ἢ καὶ περιττῶν . ταὐτὸν δὲ τοῦτο καὶ κυάμοις ἢ καρύοις ἢ ἀμυγδάλαις , οἱ δὲ καὶ ἀργυρίῳ πράττειν ἠξίουν
καστάνια ὀνομαζόμενα : φησὶ γὰρ περὶ αὐτῶν Ξενοφῶν παῖδας σεσιτευμένους καρύοις ἑφθοῖς . ἔνιοι δὲ ταῦτα καὶ Διὸς βαλάνους ὑπὸ
4713214 ᾠα
μύλλου κρείσσων . τὰ μέντοι τῶν ἰχθύων καὶ τῶν ταρίχων ᾠὰ πάντα δύσπεπτα , δύσφθαρτα , μᾶλλον δὲ τὰ τῶν
καὶ πανοῦργον , ἔτι δὲ ἀφροδισιαστικόν . διὸ καὶ τὰ ᾠὰ τῆς θηλείας συντρίβει , ἵνα ἀπολαύῃ τῶν ἀφροδισίων .
4698347 λευκοις
δὲ χρῆσθαι λευκῇ καὶ καθαρᾷ , ὡσαύτως δὲ καὶ στρώμασι λευκοῖς τε καὶ καθαροῖς . εἶναι δὲ τὰ στρώματα ἱμάτια
, ἀπὸ τῆς εὐρυχόρου χθονὸς , καλυψάμεναι τὸ καλὸν πρόσωπον λευκοῖς ἱματίοις . Αἱ δὲ χαλεπαὶ λύπαι , αἱ ἀπὸ
4697369 ῥινημα
: τὰ δίυγρα καὶ ἱκανὴν ἔχοντα ἰκμάδα . ἰχθύημα : ῥίνημα ἢ πρίσμα . ἱππάκη : ἵππιος τυρός . ἶνες
μετὰ νάρδου καὶ οἴνου . Καὶ τοῖϲ τὸ τοῦ μολίβδου ῥίνημα ἢ πλύμα πιοῦϲιν ϲυνεδρεύει τε τὰ παραπλήϲια καὶ βοηθεῖ
4689454 εὐωδεστατου
μηνός . Ἰανουάριος φλέγμα γλυκὺ κυριεύει . ἁρμόζει οἴνου καλοῦ εὐωδεστάτου λαμβάνειν ῥοφήματα τρία μικρά , ἀλλὰ μὴ ἀτάκτως :
, τρίψας πάντα καὶ ἑνώσας , ἐπιχέας οἴνου λευκοῦ ὡς εὐωδεστάτου κοτύλας δύο , διηθήσας , χλιήνας , κλύσον τούτῳ
4687533 κωμαις
ψύχους . ἡ πλείστη δὲ πεδιὰς οὖσα καὶ ἄξυλος πολλαῖς κώμαις διείληπται . αὗται δὲ τὰς τῶν οἰκιῶν στέγας ἔχουσιν
πρεσβύτεροι : οἱ δὲ νεώτεροι ἐν ταῖς ὑπὸ τὸ ὄρος κώμαις ηὐλίζοντο . καὶ ὁ Σεύθης καταμαθὼν ἐκέλευσε τὸν Ξενοφῶντα
4670222 πανιου
εἰς φιάλην ὑέλινον : καὶ τὸ στόμα αὐτῆς φράξον μετὰ πανίου καὶ γύψου καλῶς : καὶ χῶσον ἐν κόπρῳ ἱππείᾳ
λαβὼν ἀπὸ τῆς τοιαύτης ζύμης ὅσον βούλει , βάλον ἐντὸς πανίου λευκοῦ μεταξωτοῦ , καὶ σφαιροποίει εἰς ὃ ἂν βούλει
4668218 ἑλιξιν
σειόμενον καὶ κινούμενον ἐν φύλλοις καὶ ἀργυραῖς κάμαξιν , ἤγουν ἕλιξιν , ἢ χάραξι καταβαρούμενον σταφυλαῖς , αἳ μέλαιναι ἦσαν
ἐπὶ πηχυαῖα βάθη τὰ ἐδάφη τῶν ἀνδρώνων ἐμπεπετασμένων δικτύων τοῖς ἕλιξιν . ἱστορεῖ δὲ καὶ αὐτὸν τὸν Ἀντώνιον ἐν Ἀθήναις
4667970 προσμιγε
Καρατζία , ἔχων τοὺς μετὰ σεαυτοῦ καὶ διαβὰς τὴν τάφρον πρόσμιγε τῷ κατὰ σὲ παρερρηγμένῳ τοῦ τείχους καὶ βιασάμενος τοὺς
. Ϛʹ , λειώσας τὸ ἀρσένικον πάνυ ὡς χνοῦν , πρόσμιγε τὸ μέλαν τὸ σκυθικὸν , καὶ συνλείου : γίνεται
4663944 προβοσκισιν
κεκρύφαλον ἐχῖνον ἤνυστρον . σηπίαι δὲ καὶ τευθίδες δύο νέμονται προβοσκίσιν : οὐ γάρ τοι χεῖρον οὕτως ὀνομάσαι καὶ ἐκ
, τῶν δὲ τοῖς ὀδοῦσιν ἀνασχιζομένων , ἐνίων δὲ ταῖς προβοσκίσιν ἀναρριπτουμένων . συχνοῦ δὲ πλήθους νεκρῶν σωρευομένου καὶ τοῦ
4663113 χλωρους
καὶ σπυρίδων λευκοί τε καὶ ἐπιτήδειοι ὦσιν οἱ θαλλοί , χλωροὺς ἔτι ἀπὸ τῶν βαΐων ἐκτίλωμεν αὐτούς , καὶ ἐν
γινομένας θριδακίνας οἰνομέλιτι ἐπότιζεν ἑσπέρας καὶ ὑπὸ τὴν ἕω λαμβάνων χλωροὺς ἔχειν ἔλεγε πλακοῦντας ὑπὸ τῆς γῆς ἀναπεμπομένους αὐτῷ .
4657677 θρυον
νηός , ᾧ ἐπιβαίνουσιν οἱ κυβερνῆται . καὶ ὑποπόδιον . θρύον : φυτόν , πόαν . πόλιν . θυμός εʹ
προπαροξύτονα , διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , θρύον : βρύον : πτύον : θύον , ὃ καὶ
4657424 κριθινος
ἐν μὲν τῷ καιρῷ τῶν καθαρσίων εὐέκκριτοι παραλαμβανέσθωσαν : ἄρτος κρίθινος ἢ πύρινος συγκομιστὸς ἢ μᾶζα ἐξ ἀλφίτων εὖ κατωπτημένων
ἐν γʹ Περσικῶν φησιν οὕτως : ἐστὶ δὲ ποτίβαζις ἄρτος κρίθινος καὶ πύρινος ὀπτὸς καὶ κυπαρίσσου στέφανος καὶ οἶνος κεκραμένος
4648830 στεφανους
δ ' ἄνθος καὶ τῇ ὄψει καλόν , ὥστε καὶ στεφάνους ποιεῖν ἐξ αὐτοῦ , καὶ φαρμα - κῶδες ,
αὐτῶν χορεύειν κοῦφα σκιρτῶσα πρὸς μέλος : Ἔρωτες δὲ ῥόδων στεφάνους πλεξάμενοι , οὓς ἐξ Ἀφροδίτης κήπων ὅταν θέλωσι δρέπονται
4646320 κρεα
καὶ τὰ ἄλλα ὅσα ἄνω προείρηται : καὶ ὠμὰ δὲ κρέα ἐπεχείρησε φαγεῖν , ἀλλ ' οὐ διῴκησεν . κατέλαβέ
. φησί που Εὔβουλος : παρέσται σοι θύννου τέμαχος , κρέα δελφακίων χορδαί τ ' ἐρίφων ἧπαρ τε κάπρου κριοῦ
4642432 πινεσθαι
κτήνεσιν ἐφύετο διαρκής , τῶν τε ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν , τὰ δ ' ὑπελίμπανε θέρους ,
. Εἰ δὲ εἴη ὑδατῶδές τε καὶ πλεῖον τοῦ προστασσομένου πίνεσθαι , σημαίνει μὴ πείθεσθαι τὸν ἄνθρωπον , ἀλλὰ πλέονι
4642389 κλαδοις
: τῆς ὥρας ἤδη τῆς χειμερινῆς ἐπελθούσης , δένδρον τι κλάδοις τε καὶ φύλλοις ἀλλοτρίοις ἐπικαλύψαντες καί τινας μεταξὺ τῶν
: θάνατον γὰρ σημαίνει . στεφανοῦν δὲ θεοὺς ἄνθεσι καὶ κλάδοις τοῖς προσήκουσι καὶ νενομισμένοις ὁσίοις εἶναι ἀγαθὸν πᾶσιν ,
4642305 κισσου
καὶ τὰς κώπας ἐποίησεν ὄφεις , τὸ δὲ σκάφος ἔπλησε κισσοῦ καὶ βοῆς αὐλῶν : οἱ δὲ ἐμμανεῖς γενόμενοι κατὰ
ἐν ἡλίῳ καὶ πυρὶ συστρέφεται . Βήχιον φύλλα ἔχει καθάπερ κισσοῦ , μείζονα δέ , ἓξ ἢ ἑπτὰ ἀπὸ τῆς
4633706 Νυμφαις
ἔθους ὄντος κατὰ Σικελίαν θυσίας ποιεῖσθαι κατὰ τὰς οἰκίας ταῖς Νύμφαις καὶ περὶ τὰ ἀγάλματα παννυχίζειν μεθυσκομένους ὀρχεῖσθαί τε περὶ
, ὁ πρεσβύτης ἐγώ , ὃς πολλὰ μὲν ταῖσδε ταῖς Νύμφαις ᾖσα , πολλὰ δὲ τῷ Πανὶ ἐκείνῳ ἐσύρισα ,
4632604 στεμφυλα
λεγόμενον πυρίεφθον . εἶτα κρίμνα , μᾶζα , κόλλυρα , στέμφυλα , κυρήβια : τὰ γὰρ φαυλότερα τῶν πυρῶν κυρήβια
. Γλυκύτερα ποιήσεις τὰ σκόρδα , ἐν τῷ φυτεύειν συνεπιβάλλων στέμφυλα τῶν ἐλαΐνων . ἄνοσμα δὲ ἔσται . ἐὰν καὶ
4626849 σταγοσι
, καὶ γραμμὰς ἔχει μελαίνας , καὶ μεταξὺ τούτων κυαναῖς σταγόσι κατέστικται . Τῷ δὲ σαύρῳ τῷ ἐκεῖθι τὸ μὲν
. ὁμοῦ δὲ κάμψας πλευρὰ καὶ νηδὺν τάλας σὺν αἱματηραῖς σταγόσι Πολυνείκης πίτνει . ὁ δ ' , ὡς κρατῶν
4624728 καστορος
γενέσθαι καὶ λέγεσθαι . * πάνακες : εἶδος βοτάνης * κάστορος : ζῷόν ἐστιν ζῷόν τι οὐλοὸν ὄρχιν : ἢ
πεδανὰς ἀπαμέργεο βλάστας , νάρδον , λιμναίου τε χαδὼν ἀπὸ κάστορος ὄρχιν : ἢ ὀδελὸν κνηστῆρι κατατρίψαιο χαρακτῷ σιλφίου ,
4621304 βοτρυς
αἰτιατικῇ τῶν πληθυντικῶν τῇ συνῃρημένῃ τῇ οἱ βότρυς καὶ τοὺς βότρυς κεχρήμεθα σπανίως εὑρημέναις ; λέγομεν ὡς ἐκείνας μὲν οὐδεὶς
τὸν ὅρκον ἡμῶν . ὄψει δὲ χειμῶνος μέσου σικυούς , βότρυς , ὀπώραν , στεφάνους ἴων . . . κονιορτὸν
4621097 βωλοις
ἐσήμηνεν αὐτοῖς μάχεσθαι . ἐνταῦθα δὴ οἱ μὲν ἔβαλλον ταῖς βώλοις καὶ ἔστιν οἳ ἐτύγχανον καὶ θωράκων καὶ γέρρων ,
καὶ γείτοσιν οὐκ ἀγαθὸς πάροικος . βάλλεις γοῦν ἡμᾶς ταῖς βώλοις καὶ ταῖς ἀχράσι καὶ μέγα κέκραγας ἰδὼν ἄνθρωπον ὡς
4618148 Ὡραις
δὲ Κρατῖνος Σεριφίοις φησὶ δοῦλον καὶ πτωχόν , ἐν δὲ Ὥραις ἡταιρηκότα , εἰ ἄρα τὸν αὐτόν : Τηλεκλείδης δὲ
διδάσκειν οὐδ ' ἂν εἰς Ἀδώνια . ἐν δὲ ταῖς Ὥραις : ἴτω δὲ καὶ τραγῳδίας ὁ Κλεομάχου διδάσκαλος μετ
4611424 μαχαιραις
κάλους ὧν ἐξήρτηντο τὰ τὸ φῶς ἐν νυκτὶ παρέχοντα , μαχαίραις ἐξέκοπτον δεικνύντες , ὅτι δεῖ τὸν ἐν τῇ πόλει
διαθέσεσιν . ἐπὶ δὲ κεφαλῆς ἀφαιρεῖν πρῶτον τὰς τρίχας δεήσει μαχαίραις , εἶτα ξυρᾶν , εἶτα καὶ τῇ ἀναξυρήσει χρῆσθαι
4608574 ἐθυμιατο
κύκλῳ τῆς χώρας ἁπάσης . ὅτι στύραξ ἐν ταῖς ὀρχήστραις ἐθυμιᾶτο τοῖς Διονυσίοις . ὅτι τὸ ἀρχαῖον ἡ μουσικὴ προτροπὴ
αὐτῷ ἐκέλευσε παρεσκευάσθαι , καὶ κατακλιθέντι θυμιατήριον παρέθηκε , καὶ ἐθυμιᾶτο αὐτῷ : οἱ δὲ λοιποὶ εἱστιῶντο , καὶ ἦν
4605527 σελινων
πόμα καὶ ἡ τροφὴ πᾶσα γινέσθω λεπτύνουσα , οἷον ἀπὸ σελίνων τε καὶ πράσων ἢ καυκαλίδος ἢ γιγγιδίου , ἔσθ
ἐπὶ τούτων ἁρμόζει καὶ ἡ κράμβη καταπλαττομένη κοπανισθεῖσα καὶ τῶν σελίνων τὰ φύλλα , ὁμοίως δὲ καὶ τῆς κονύζης .
4605207 ἐγκυοις
πᾶν ὁμοιωθέντα . διελθόντος δὲ τοῦ κατὰ φύσιν χρόνου ταῖς ἐγκύοις , τὸν μὲν Δία πρὸς τὴν Ἡρακλέους γένεσιν ἐνεχθέντα
τοῦ δὲ θέρους ἡ ἀρχὴ ἔαρι ἔσται ὁμοία . ταῖς ἐγκύοις γυναιξὶν ἐπικίνδυνον ἔσται τὸ ἔτος . Δημόκριτος δέ φησιν
4599646 ἱερουργιαις
παρθένοι στρατηγοί τε καὶ τῶν ἄλλων πολιτῶν οὓς παρεῖναι ταῖς ἱερουργίαις θέμις εἴδωλα μορφαῖς ἀνθρώπων εἰκασμένα , τριάκοντα τὸν ἀριθμὸν
τῆς τῶν ὅλων φύσεως , ἔπειθ ' ὅπως ἐν ταῖς ἱερουργίαις συλλειτουργῇ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῷ : πρεπωδέστατον δὲ τὸ
4582876 ῥοδου
, ἔν θ ' ὑακίνθωι , ἔν τε ἴωι θαλέθοντι ῥόδου τ ' ἐνὶ ἄνθεϊ καλῶι ἡδέι νεκταρέωι , ἔν
βλέπουσά γε τὸν χθὲς μὲν ἄκανθαν , σήμερον δὲ τοῦ ῥόδου ἔσχον ὑγίειαν τῶν ποθούντων φαρμάκων . Γλυκὺ Θησέως τὸ
4574802 αἰξιν
: τράγοι . ἐφιππεύουσι : καλλικεύουσιν . χαμαίραις : ταῖς αἰξίν . Θαμαληπολέοντι : δουλέοντι . Ἄρμενα ἁρμόδια . ἔξοχα
προσελθόντα τῷ χάσματι καὶ κατιδόντα οἷόνπερ ἦν ταὐτὸ παθεῖν ταῖς αἰξίν : ἐκείνας τε γὰρ ὅμοια ποιεῖν τοῖς ἐνθουσιάζουσι καὶ
4571820 ἐσθησιν
δὲ τὸ πᾶν μὲν πορφυρᾶν , ἔνθα δὲ ταῖς ἄλλαις ἐσθῆσιν ἡ χώρα τῆς πορφύρας , ἐκεῖ χρυσὸς ἦν .
ἐλεφαντίναις ἢ χελώνης ἢ χρυσοῦ πεποιημέναις καὶ στρωμναῖς ἀνθοβαφέσι καὶ ἐσθῆσιν ἁλουργίσι καὶ πεμμάτων μελιπήκτων περιεργίαις καὶ τραπεζῶν πολυτελείαις .
4571112 πορφυρας
Περσίδος . ταῶσι ] τοῖς κόλποις τοῖς πεποικιλμένοις , ὅτι πορφύρας ἔχουσι καὶ τιάρας : τοιοῦτοι γὰρ Πέρσαι ἀλαζόνες .
ἐκβρασμάτιον τῶν Ἰνδικῶν καλάμων , τὸ δὲ βαφικόν ἐστιν ἐπανθισμὸς πορφύρας ἐπαιωρούμενος τοῖς χαλκείοις , ὃν ἀποσύραντες ξηραίνουσιν οἱ τεχνῖται
4567785 λιμναις
τοῖόσδε . τῶν βασιλέων τῶν Ἀσσυρίων τοὺς τάφους ἐν ταῖς λίμναις τε εἶναι τοὺς πολλοὺς καὶ ἐν τοῖς ἕλεσι δεδομημένους
ἰχθύες ὀλίγου δεῖν ἅπαντες εὔχυμοι πλὴν τῶν ἐν ἕλεσι καὶ λίμναις καὶ ποταμοῖς ἰλυώδεσι διαιτωμένων , καὶ μάλιστα ὅταν ἐκ
4565666 Κηρον
: ἐπὶ τῶν λαιμάργων : ἄπληστον γὰρ τὸ ζῷον . Κηρὸν τοῖς ὠσὶν ἐπαλείφεις : ἐπὶ τῶν παραιτουμένων ἀκοῦσαί τινων
τηλίνου τὸ ἀρκοῦν . Ὁ Ἐννεαφάρμακος πεσσὸς πρὸς φλεγμονάς . Κηρὸν λευκὸν , τερεβινθίνην , στέαρ χήνειον καὶ βόειον ,
4562130 ἀντιπαθης
καὶ κατὰ μέσου . Θεραπεία οὖν εὑρίσκεται ἑτέρα φυσικὴ καὶ ἀντιπαθής , ᾗ καὶ Δημόκριτος μαρτυρεῖ : παρθένος ὥραν ἔχουσα
βλάπτεσθαι ὑπὸ φαρμάκων . Ὁ χυλὸς αὐτῶν ἐν ὕδατι λαμβανόμενος ἀντιπαθής ἐστι βωλίταις καὶ δηλητηρίοις . εἰ δέ τις χυλῷ
4555481 ἁρμαμαξαις
ὁ Ῥοδανός , τινὰ τῶν ἐντεῦθεν φορτίων πεζεύεται μᾶλλον ταῖς ἁρμαμάξαις , ὅσα εἰς Ἀρουέρνους κομίζεται καὶ τὸν Λίγηρα ποταμόν
τοῖς νομάσιν , ὥστ ' ἐκείνους μιμούμενοι τὰ οἰκεῖα ταῖς ἁρμαμάξαις ἐπάραντες ὅπῃ ἂν δόξῃ τρέπονται μετὰ τῶν βοσκημάτων .
4554940 φοινικων
καταφαγὼν καὶ λαβὼν τῶν τε ἀμυγδάλων τὰ κελύφη καὶ τῶν φοινίκων τὰ ὀστᾶ ταῦτα ἐπί τινος βωμοῦ ἔθηκεν εἰπών :
καὶ τῶν ἀπίων τῶν ξηρῶν καὶ τῶν μύρτων καὶ τῶν φοινίκων , πάντα αὐτῶν τὰ ἀποβρέγματα ἧσσον τὸ γλοιῶδες ποιεῖ
4553180 ψελια
Κυαξάρη , μᾶλλόν σε ἐκόσμουν , εἴπερ πορφυρίδα ἐνδὺς καὶ ψέλια λαβὼν καὶ στρεπτὸν περι - θέμενος σχολῇ κελεύοντι ὑπήκουόν
κάνδυες καὶ οἱ στρεπτοὶ οἱ περὶ τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια τὰ περὶ ταῖς χερσίν , ἐν Πέρσαις δὲ τοῖς

Back