κινεῖν τὴν συνεχῆ κίνησιν τῶν βλεφάρων , ἃ δὴ τὸ μύειν παρέχουσιν . τὸ δὲ σκαίρω ἀποβολῇ τοῦ σ καίρω
ἀλλήλων , ἵνα προϲομιλῇ τῷ ϲώματι τὸ βοήθημα , προϲτάττων μύειν τὸ ϲτόμα , ἵνα διὰ τῶν μυκτήρων ϲφοδρῶϲ ἐπιϲυρόμενοι
6329790 ἀσκαρδαμυκτος
ἀλλαντοπώλην . ΓΘ ἀσκαρδαμύκτως ] ἀτενῶς , ἀναιδῶς . Γ ἀσκαρδάμυκτος ] μὴ μύσας τοὺς ὀφθαλμούς , ἤγουν ἀναιδῶς .
Ἀριστοφάνει καὶ σκαρδαμύσσειν ἐν Ἱππεῦσι : ” βλέψον εἰς ἐμὲ ἀσκαρδάμυκτος ” . . , : σκαρθμός : παρὰ τὸ
5940902 ὑπερμηκεις
ἁπασῶν τῶν δυνάμεων εἰς χειμασίαν . Τοῖς εἰς τὰς ἱστορίας ὑπερμήκεις δημηγορίας παρεμβάλλουσιν ἢ πυκναῖς χρωμένοις ῥητορείαις δικαίως ἄν τις
μὲν καὶ οἱ ξύμμετροι , βελτίους δὲ τούτων οἱ μὴ ὑπερμήκεις , ἀλλὰ μικρὸν τῶν ξυμμέτρων εὐμηκέστεροι , τὸ γὰρ
5898723 ψηλαφαν
ποδῶν καὶ χειρῶν ὁμοίως . ψατάλλειν καὶ ψαθάλλειν : τὸ ψηλαφᾶν καὶ μαλάττειν αἰσχρῶς . ψιλῆται : οἱ ἐν μάχῃ
. ὄνον ἄρρωστον λύκος ἐπεσκέπτετο καὶ ἤρξατο τὸ σῶμα αὐτοῦ ψηλαφᾶν καὶ ἐξετάζειν , ποῖα μᾶλλον μέρη αὐτοῦ ἐπόνουν .
5873342 λαειν
: οἱ γὰρ τυφλώττοντες ἀλῶνται . ἢ κατὰ στέρησιν τοῦ λάειν , ὅ ἐστι βλέπειν . Ἀλωή , τὸ σύνδενδρον
, τὸ μὴ βλέπον , ἢ τὸ μὴ βλεπόμενον . λάειν γὰρ τὸ μὴ βλέπειν . ὅθεν ὁ λαὸς ὁ
5829622 λυμαινεσθαι
δὲ καὶ ἀπὸ τῶν δόλῳ καὶ ὑποκρίσει φιλίας πειρωμένων ἑτέρους λυμαίνεσθαι . κύων καταδιώκων λύκαιναν ἐφρυάττετο τῇ τε τῶν ποδῶν
γυναῖκα ἐκ τούτων καὶ ἀφικομένην ἐπὶ τὴν λίμνην τὴν Τριτωνίδα λυμαίνεσθαι τοὺς προσοίκους , ἐς ὃ Περσεὺς ἀπέκτεινεν αὐτήν :
5766734 διαστρεφεσθαι
' ὑπερβολὴν δειλῶν . ῥικνοῦσθαι : τὸ διέλκεσθαι καὶ παντοδαπῶς διαστρέφεσθαι κατ ' εἶδος : λέγεται δὲ καὶ [ ῥικνοῦσθαι
ἢ παρ ' ἀτροφίαν ἢ παρὰ καχεξίαν ἢ παρὰ τὸ διαστρέφεσθαι τὸν σχηματισμὸν ἢ διὰ παρασπασμόν . Διοκλῆς ἀγόνους τοὺς
5599590 δυσειδεις
οἱ τοῦ φυσικοῦ καὶ ἀληθοῦς ἐστερημένοι κάλλους , ὁποῖοι οἱ δυσειδεῖς καὶ τὴν ὄψιν αἰσχίονες ὄντες καταχρωννύοντες ἑαυτοὺς ἐπιτρίμμασι σπεύδουσι
μὲν δίκην ἔχει ἡ γένεσις , αὐτοὶ δὲ θηριόμορφοι καὶ δυσειδεῖς ; Καίτοι εἰ σαρκοειδεῖς μόνον ἔλεγον αὐτοὺς καὶ αἷμα
5572567 κλειειν
χρόνον χορηγῇ τὰς ὕλας , ἐν δὲ τῷ λοιπῷ παντὶ κλείειν ἀκριβῶς τὰ στόματα μηδενὶ τῶν ἐκπεμφθέντων ἐπανέρχεσθαι συγχωροῦντας .
ὠθεῖν ἑκατέρωθεν ὅλην τὴν γένυν ἅμα τῷ κελεῦσαι τῷ κάμνοντι κλείειν τὸ στόμα . οὐκ ἀκίνδυνος μὲν οὖν οὐδὲ ἡ
5566270 σκαρδαμυσσειν
συνεχεῖ κινήσει τῶν βλεφαρίδων . . . . . . σκαρδαμύσσειν : σκαρδαμύσσειν : παρὰ τὸ μύω μύσσω γίνεται παράγωγον
, συνθέντες ἄρθρα στόματος : οὐδὲ πνεῖν ἐῶ , οὐ σκαρδαμύσσειν οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα , ὡς μὴ ' ξεγερθῆι τὸ
5530817 ἐξαιρουσα
ὄγκον , ἀλλὰ διὰ μέγεθος ἀρετῆς , ἣ τὸ φρόνημα ἐξαίρουσα πέραν οὐρανοῦ ταπεινὸν οὐδὲν ἐᾷ λογίζεσθαι . διακείμενος δ
καὶ ἐν ταῖς σιαγόσιν ὠμὰ τὰ σώματα σιτουμέναις μετεωρίζουσα καὶ ἐξαίρουσα καὶ ἁρπάζουσα ἐκ τῶν Διρκαίων τόπων , ἤτοι ἀπὸ
5514444 δακνειν
παρὰ τὸ ἐπῆρθαι τὰς παρειάς . φασὶ δὲ αὐτὸν μὴ δάκνειν ἢ καὶ δάκνοντα μὴ λυπεῖν . μέμνηται δὲ αὐτοῦ
ὥϲτε τὸν ὀπόν τε καὶ τῶν φύλλων τὸν χυλὸν μὴ δάκνειν μόνον ἢ ῥύπτειν ϲφοδρῶϲ , ἀλλὰ καὶ ἑλκοῦν καὶ
5501028 ἀσαρκα
οὐ μὴ βλάβη γένηται στομωθὲν τὸ τοιοῦτον : ἐστὶ γὰρ ἄσαρκα καὶ ὑδατώδεα , μύξης πλέα , ὅπου δὲ καὶ
μίαν ἐξ ἀμφοῖν . ” λέγεται γὰρ κρέα γλίσχρα τὰ ἄσαρκα καὶ δερματώδη . τινὲς δὲ γλίσχρον τὸ ἐπίπονον καὶ
5499213 ἀγχειν
κρατεῖν φιλονεικοῦσι τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν
, δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον
5468472 πυκνως
δὲ τὸν τοῦ Δαρείου τεθρίππου ζυγὸν ἐπέχοντες ἵπποι , τραυματιζόμενοι πυκνῶς καὶ διὰ τὸ πλῆθος τῶν περὶ αὐτοὺς σωρευομένων νεκρῶν
ὀαρίζετον ἀλλήλοιιν : ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ἐπανάληψιν , ὅτι πυκνῶς ἐν Ἰλιάδι . ὀαρισμὸς δέ ἐστιν ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς
5434638 ἀμβλυωττειν
' ἐπιτίθησιν εὐθὺς ὁ τῆς ἕω προστάτης ἰδίαν ἀνάγκην μὴ ἀμβλυώττειν πρὸς τὴν ἑσπέραν , πρὸς δὲ καὶ οἱ Σωκράτους
σκαιὸν ὄμμα παραβαλὼν θύννου δίκην : τῶι γὰρ ἑτέρωι δοκοῦσιν ἀμβλυώττειν . . Π . ζώιων : . . .
5431434 κεκλεισμενα
μήτε νεφέλη μήτε ἀχλύς . ὡς γὰρ οὐχ ἡδὺ θέαμα κεκλεισμένα ὄμματα , οὕτως οὐδὲ γένεια καλοῦ κομῶντα . εἴτε
ὑστεραίας ἦλθεν ἐπὶ τὰ βασίλεια , ζητῶν τὴν γυναῖκα . κεκλεισμένα δὲ ἰδὼν καὶ πολλοὺς ἐπὶ θύραις τοὺς φυλάσσοντας περιῄει
5425586 καυματωδη
τὰ δὲ ἑπόμενα καυσώδη καὶ λοιμικά , τὰ δὲ βόρεια καυματώδη καὶ φθαρτικά , τὰ δὲ νότια κρυσταλ - λώδη
καὶ λοιμικὰ μάλιστα τετραπόδων , καὶ τὰ μὲν πρὸς βορρᾶν καυματώδη καὶ φθαρτικά , τὰ δὲ πρὸς νότον κρυμώδη καὶ
5423508 ὑστερη
, καὶ ἐσθίει καὶ ἐξελκοῖ τὰ αἰδοῖα , καὶ ἡ ὑστέρη ἀνελκοῦται , καὶ τὰ πέριξ καὶ τοὺς μηροὺς καὶ
, μάλιστα δὲ τῆς ὑστέρης . Καὶ ἢν τεκούσῃ ἡ ὑστέρη ἐξανεμωθῇ , ἧπαρ ὄϊος ἢ αἰγὸς ἐς τέφρην κρύψαι
5422891 λεαινεσθαι
. τῶν ὀδόντων λέγονται , διὰ τὸ ἐπ ' αὐτῶν λεαίνεσθαι , ἤτοι τρίβεσθαι τὴν τροφήν . Μασχάλη . ἀπὸ
, ὃς τοὺς θαυμαστοὺς ὑμῖν νόμους συνέγραψεν , ὡς χρὴ λεαίνεσθαι καὶ παρατίλλεσθαι καὶ πάσχειν καὶ ποιεῖν ἐκεῖνα , εἰ
5418801 ἐρεθιζειν
δ ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος : Ἀρίσταρχος ἐπὶ τοῦ ἐρεθίζειν ἀκούει , τάττεσθαι δέ φησι καὶ ἐπὶ τοῦ ταράττειν
: μὴ ἀνατρέφειν φρόνημα , ἐὰν δὲ ἀνατρέφῃ , μὴ ἐρεθίζειν , ἀλλὰ τιθασῶσαι . ὥστε ὁ μὲν Εὐριπίδης συμβεβούλευκε
5410548 ἀποδυσαι
ὁ ἀποδὺς καὶ ὁ ἀποδεδυκώς , ἐκείνοις ὑπεναντία , καὶ ἀποδῦσαι καὶ ἀπολωπίσαι ὡς Σοφοκλῆς , καὶ περιλωπίσαι , ὅπερ
καταθοῦ : ὅπερ ἐποίουν ἐπὶ τῶν μυουμένων τὰ μυστήρια : ἀποδῦσαι δὲ αὐτὸν βούλεται . ὡς μέλλων δὲ ἐκεῖνος τύπτεσθαί
5408627 γλαυκους
μικρὰ ἔχοντας , ἔσθ ' ὅτε μαδαροὺς τὸ γένειον ἢ γλαυκοὺς τοὺς ὀφθαλμούς , τὴν δὲ φάρυγγα ἐξέχουσαν ἔχοντας καὶ
καὶ δυσειδεῖς καὶ αὐχμηροὺς ποιεῖ , Ἄρης δὲ ξανθούς , γλαυκοὺς τοὺς ὀφθαλμούς , τετανότριχας , γοργούς , ὦτα μικρὰ
5380744 θεασθαι
εἰδέναι , αὐτοὶ δὲ αὑτοὺς ἐξ ἡμῶν αὐτῶν οὐ δυνάμεθα θεᾶσθαι , εἰ δὴ ἡδὺ τὸ γινώσκειν καὶ βλέπειν ἑαυτούς
, ἔστε γ ' ἂν ποιήσω καὶ σὲ ἐμὲ ἡδέως θεᾶσθαι . τότε δὴ καὶ ἐκπεμφθεὶς ὑπὸ τοῦ Κυαξάρου τά
5373392 ψοφειν
τῆς λέξεως διαίρεσιν . διαψαίρειν δὲ τὸ ἡσυχῆ διακινεῖσθαι καὶ ψοφεῖν καὶ ψαίρειν ἱστίον λέγομεν . [ πλεκτάνην δὲ ,
τὸ , τίς ἔσθ ' ὁ κόψας τὴν θύραν ; ψοφεῖν δὲ , ὅταν ἐξερχόμενός τις αὐτὴν ὑπανοίγοι καὶ ἦχον
5372984 συνδεδεμενα
οὐκ ἄν τις περιλαλήσαι . βαρυρρήμονα , 〚 σκληρὰ καὶ συνδεδεμένα ἔπη λέγοντα 〛 . φάκελοι γὰρ τὰ βαρέα 〚
μοι δοκεῖ τεκμαρίοις φανερὸν ἦμεν . συμπνείουσα γὰρ αὐτῷ καὶ συνδεδεμένα τὰν ἀρίσταν τε ἅμα καὶ ἀναγκαίαν ἀκολουθίαν ὀπαδεῖ ῥύμᾳ
5363401 νομικα
πᾶσι δίκαια δοκεῖ τὰ αὐτά : ὥστε πάντα τὰ δίκαια νομικὰ εἶναι καὶ οὐδὲν φυσικόν . πρὸς δὴ ταῦτα ἐκεῖνο
δεξιὰ φύσει φαίνεται κρείττων εἶναι τῆς ἀριστερᾶς : τὰ δὲ νομικὰ δίκαια κατὰ συνθήκην τηρούμενα ὅμοιά ἐστι τοῖς μέτροις ,
5356883 μυκτηρας
εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς διαδίδοται . ἐντεῦθεν δὲ καὶ εἰς τοὺς μυκτῆρας ἀποφύσεις ἤρτηνται , δι ' ὧν τε ὀσφραινόμεθα καὶ
καστόριον μετ ' ὄξους λεῖον , καὶ διαχρίειν αὐτῷ τοὺς μυκτῆρας , ἢ χαλβάνην ὁμοίως καὶ σαγάπηνον καὶ ὄξος δριμύτατον
5323190 νωτους
ταῖς διώξεσι μὴ διαλύειν τὴν τάξιν αὐτῶν , εὐκόλως τοὺς νώτους αὐτῶν προδιδόασι τοῖς κατ ' αὐτῶν ὑποστρέφουσιν . Ὥσπερ
γινώσκουσιν μὴ ἐγκρύμματά εἰσιν ἐχθρῶν ἢ δένδρα ἵστανται κατὰ τοὺς νώτους αὐτῶν πεπρισμένα , ἐγγὺς ὄντα καὶ σχηματικῶς ἱστάμενα ,
5310163 φριττειν
οὐδένας ἄλλους , κἂν ἀκούσωσι κιθάρας ὁποιασοῦν , ἐξεστάναι καὶ φρίττειν κατὰ μνήμην τὴν Ὀρφέως . εἶναι δὲ τῷ τρόπῳ
δοκῇ τῷ θεῷ , ὥστε καὶ τοὺς ἰατροὺς οὐδὲν κωλύει φρίττειν , ἐπειδὰν ἀκούωσι πολλὰ τῶν ἔργων . πότερ '
5304050 σευεσθαι
σικυούς φησι Δημήτριος ὁ Ἰξίων ἐν πρώτῃ Ἐτυμολογουμένων ἀπὸ τοῦ σεύεσθαι καὶ κίειν : ὁρμητικὸν γὰρ ὑπάρχειν . Ἡρακλείδης δ
ποιήεντα . Πασσυδία . παρὰ τὸ ὁμοῦ πάσσεσθαι , καὶ σεύεσθαι . Προμνηστῖνοι . ἀπὸ τοῦ μένω μένιστος . δύναται
5303786 λυπουντας
. ἀφαιρετέον οὖν τὰ νοσήματα ἠρέμα καὶ ὡς μὴ σφόδρα λυποῦντας μηδὲ ἐνδιδόντας , ἀλλ ' ὥσπερ οἱ ἰατροὶ τὸ
ὀργώ - σης τῆς ἐκκριτικῆς δυνάμεως , ἐπὶ τῷ τοὺς λυποῦντας τῶν χυμῶν ἀπώσασθαι , πρόφασις ἡ διάρροια εὑρεθεῖσα ,
5288703 ἐξερχομενα
οὕτω λέγεται τὰ βοτρύδια τὰ μετὰ τὸ πατεῖσθαι τῶν στεμφύλων ἐξερχόμενα . ταῦτα δὲ οὐ χρήσιμα . Ἄλλως . .
τῶν παιδίων . νυκτὸς δὲ ἐρχόμενον λαλεῖ τὰ ὀνόματα καὶ ἐξερχόμενα τὰ παιδία καταβιβρώσκονται ὑπ ' αὐτοῦ . Πολίτης τὴν
5268745 ξηραινεσθαι
, εἰς ὃ τιθέασιν οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους ἐπὶ τῷ ξηραίνεσθαι : ἄλλοι δὲ τηλίαν τὸ τῆς καπνοδόχης πῶμα ,
γεγενῆσθαι . ἀζαλέην καὶ ὀπταλέην , ἐπεὶ δοκεῖ πρῶτα μὲν ξηραίνεσθαι , εἶτα ὀπτᾶσθαι . σφετέροισι τέκεσσι , τοῖς ἑαυτοῦ
5265920 φλεγεσθαι
γὰρ τὸ πνεῦμα προσαγορεύειν ἔοικε , τοῦτο δὲ ἐκτείνεσθαι καὶ φλέγεσθαι ἐπὶ τῶν θυμουμένων οἴεται . πάλιν δὲ αὖ τὸ
γένους καὶ ὁ Πυριφλεγέθων : εἴρηται γὰρ ἀπὸ τοῦ πυρὶ φλέγεσθαι τοὺς τελευτῶντας , ὡς Ὅμηρός φησιν Οὐ γὰρ ἔτι
5251448 βαινειν
, τουτέστι τὰς καμίνους καίειν . ἢ βάναυσος ἀπὸ τοῦ βαίνειν ἐν τῷ αὔσῳ , καὶ τῷ πυρί : ἀπὸ
, οὐ ταχὺς γινόμενος : ἥ τε ἀναβάδισις ἀναγκάζουσα στερεώτερον βαίνειν καὶ ἐπ ' ἄκρων τῶν ποδῶν ὑπὲρ τοῦ μὴ
5250084 ἐκπνειν
ἂν ἀπ ' αὐτοῦ πνεῖν , ἀναπνεῖν , ἀποπνεῖν , ἐκπνεῖν , διαπνεῖν , πνέων , ἀποπνέων , ἐκπνέων ,
μέσα ἐκπυροῦσθαι , ἄτακτον εἶναι σφυγμόν , δυσπνοεῖν , ψυχρὸν ἐκπνεῖν . Τὸ ὑδροκέφαλον γίνεται πάθος , ἀφυῶς τῆς κεφαλῆς
5242432 σεσηροτας
ὑμᾶς αἱ πόλεις ὧν ἤρχετε ἠγριωμένους ἐπ ' ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας , πάντ ' ἐμηχανῶντ ' ἐφ ' ὑμῖν τοὺς
βου - λεύονται ἔργα ἄδικα , εἰ δὲ ἀναπεπταμένους καὶ σεσηρότας ἔχοιεν , πέπρακται αὐτοῖς ἀθέμιτα ἔργα . τοὺς δὲ
5241192 βαλια
, δυσωδίαν . Βαλιῇσιν : καταστίκτοις , ἢ ταχείαις : βαλιὰ ἡ κατάστικτος ἔλαφος ἢ ἡ ταχεῖα : οὕτως καὶ
, δυσωδίαν . Βαλιῇσιν : καταστίκτοις , ἢ ταχείαις : βαλιὰ ἡ κατάστικτος ἔλαφος ἢ ἡ ταχεῖα : οὕτως καὶ
5239894 πτωχευειν
ἐπὶ τὸ θέατρον , οὗ τὸ τοῦ Ἀποτροπαίου ἵδρυται . πτωχεύειν δέ τις ἐνταῦθα ἐδόκει γέρων ἐπιμύων τοὺς ὀφθαλμοὺς τέχνῃ
πτωχῷ βέλτερόν ἐστι κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ ' ἀγροὺς δαῖτα πτωχεύειν : δώσει δέ μοι ὅς κ ' ἐθέλῃσιν .
5231561 βουβωνας
, καὶ μάλιστα τὴν ὀσφὺν καὶ τὴν ῥάχιν καὶ τοὺς βουβῶνας , τά τε ἄρθρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν σκελέων
καὶ ἀναΐσσει , καὶ ὀδυνᾶται τό τε ἦτρον καὶ τοὺς βουβῶνας καὶ τὰς ἰξύας καὶ παραφάσιας , καὶ ταχὺ θνήσκουσιν
5222828 μεταθειν
: οὐδὲν γὰρ ἴδιον οὐδὲ διάφορον ἐν τῷ μαστεύειεν ἢ μεταθεῖν ἐπιδεικνύουσιν , πλήν γε δὴ εἴ τις ἐθέλοι περὶ
δὲ ἐπιρρώνυνται , καὶ διώκειν ἐκείνους τοῦτο δὴ τὸ ποιητικὸν μεταθεῖν τὰ ἀκίχητά ἐστιν . ὅταν γε μὴν ὁ θῆλυς
5221378 εὐθεα
' οὐδὲν τὰ νῦν στρογγύλα καλούμενα εὐθέα κεκλῆσθαι τά τε εὐθέα δὴ στρογγύλα , καὶ οὐδὲν ἧττον βεβαίως ἕξειν τοῖς
οὐκ ἦν ἐν τῷ μείζονι κύκλῳ κυρτά , ἀλλ ' εὐθέα , ἀλλὰ τῷ κυρτότερα γενέσθαι αὐτὰ τὰ πρότερον ὄντα
5218567 ἑταιρικα
. μὴ τοίνυν , ὦ Χαρίκλεις , ἀκολάστου βίου συμφορήσας ἑταιρικὰ διηγήματα γυμνῷ τῷ λόγῳ τῆς σεμνότητος ἡμῶν καταπόμπευε μηδὲ
μὴ ἀποστραφῆναι καὶ ἁπτομένου μὴ δυσχερᾶναι καὶ φιλοῦντος ὑπομεῖναι , ἑταιρικὰ εὖ μάλα μαθήματα καὶ διδάγματα καὶ γυναικῶν καπηλικῶς τῷ
5212855 θλιβειν
τὸ δέρμα τοῦ μετώπου καὶ τῶν κροτάφων καὶ διὰ τοῦτο θλίβειν τε τὰ ἀγγεῖα καὶ ἀπολαμβάνειν τὴν ἐπιρροὴν τοῦ αἵματος
θλασμάτων ἢ τραυμάτων γενομένων , μὴ βουλόμενοι ἅμμασιν ἀνωμάλοις σκληροῖς θλίβειν τὰ σώματα , σχιστῷ ἐπιδέσμῳ χρώμεθα ὀκτασκελεῖ : ὁ
5208162 ἀποτυγχανειν
ἀκωλύτως ἀναστρέφεσθαι . τοῦτο δὲ τί ἐστιν , μήτε ὀρεγόμενον ἀποτυγχάνειν μήτ ' ἐκκλίνοντα περιπίπτειν . πρὸς τοῦτο οὖν καὶ
. ἐξ οὗ περίεστι τοῖς συστησαμένοις αὐτὸ ἐν ὀρέξει μὴ ἀποτυγχάνειν , ἐν ἐκκλίσει δὲ μὴ περιπίπτειν , ἀλύπως ,
5205703 ἐκδιδοται
τήκοντες ἔλαιον ποιοῦνται , πῦρ δὲ ἄρα τοῦ ἐλαίου τούτου ἐκδίδοται καὶ στέγει αὐτὸ πλὴν ὑελοῦ οὐδέν . ἁλίσκεται δὲ
ἡ πηγὴ τοῦ οἴνου , ὡς κοίλη αὐτὸν ἡ ναῦς ἐκδίδοται καὶ ἀντλεῖται . ἀλλ ' ἐπὶ τοὺς Τυρρηνοὺς ἴωμεν
5200218 πυραυγη
πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν , ἀλλὰ μαρμαρυγὰς καὶ λόφους ἀλεκτρυόνων καὶ πυραυγῆ τινα , ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνασπᾶσθαι τὰ ὑποχόνδρια καὶ
, αἱ φλέβες αἱ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἔνογκοι γίνονται , πυραυγῆ φαντάσματα ὁρῶσι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τὰ τοιαῦτα .
5194638 ξυνειναι
ἐποιεῖτε , ταῦτα λέξω . βίᾳ γὰρ ὑμῖν ἐφάσκετέ με ξυνεῖναι καὶ διαλέγεσθαι , καὶ πάντα ποιοῦντες οὐκ ἔχειν ὅπως
δὲ ἐς Σικελίαν τε καὶ τὸν πορθμὸν ἀπεώσατο , καὶ ξυνεῖναι τότε ὑπὲρ ὅτου ἐκέλευσεν αὐτὸν πεζῇ κομίζεσθαι . Τὰ
5189930 αἰδουμεθα
φεῦ τλήμων . μαῖα , πάλιν μου κρύψον κεφαλήν , αἰδούμεθα γὰρ τὰ λελεγμένα μοι . κρύπτε : κατ '
. αἰδοῖα : παρὰ τὴν αἰδῶ : γυμνῶσαι γὰρ ταῦτα αἰδούμεθα αἰδοῖα . οὕτως Ὠρίων . . . . αἰδοιέστατον
5189861 βλεποντας
ἄφρονες . διὰ τοῦτο καὶ τοὺς προφήτας ἐκάλουν πρότερον τοὺς βλέποντας : καὶ ὁ ἀσκητὴς ἐσπούδασεν ὦτα ὀφθαλμῶν ἀντιδοὺς ἰδεῖν
ἐκλογέα , οὐ τοὺς καταράτους πευθῆνας , οὐ τοὺς κακῶς βλέποντας ὀφθαλμούς . διαθρυλεῖται ἡμῶν τὰ ὦτα , ὁδὶ μὲν
5187972 πολυρριζα
προβολὴν ἔχωσι τοῦ ἡλίου : ἅμα δὲ καὶ τῷ μὴ πολύρριζα τυγχάνειν οὐκ ἐνοχλοῦνται κατὰ τὰς τροφάς . Εἰ γὰρ
τῶν καυλῶν ἀποφύσεις ἔχει πλὴν κυάμου : τὰ δὲ σιτηρὰ πολύρριζα πολλοὺς μὲν ἀνίησι βλαστούς , ἀπαράβλαστοι δὲ οὗτοι ,
5183388 ὀφθαλμια
παρά τινοϲ τῶν νεωτέρων μανθάνειν ἀναγκαῖον ἡμῖν , ὡϲ καὶ ὀφθαλμία καὶ | ὠταλγία περιοδίζουϲιν , ἀλλὰ παρὰ τοῦ εὑρόντοϲ
ἀπολαβὼν σκόπει . νοσεῖ που ἄνθρωπος ὀφθαλμούς , ᾧ ὄνομα ὀφθαλμία ; Πῶς γὰρ οὔ ; Οὐ δήπου καὶ ὑγιαίνει
5180750 παλαμασθαι
οὐκοῦν τοὺς θηρῶντας τοὺς ὄφεις ἐν τῇ πλησίον Λιβύῃ τοιαῦτα παλαμᾶσθαι . ἡμερώσαντες ἄγουσιν ἐς θαῦμα οἵδε οἱ γόητες τῶν
προβουλεύεσθαι μὲν ἀνθρώπου φρονήσει , ταῖς δὲ χερσὶ τὸ δέον παλαμᾶσθαι , ἵππου δὲ τάχος ἔχειν καὶ ἰσχύν , ὥστε
5179513 ἀπερυκειν
τὰ δ ' ὑπὲρ αὐτὸ προύχοντα , ὡς τὸν ὄμβρον ἀπερύκειν , προτεγίσματα . εἶτα ὑπερῷα οἰκήματα , τὰ δ
: κυρίως γὰρ ἄλη , ἡ ἐν θαλάση ταραχή . ἀπερύκειν κωλύειν : κατέχειν : κρατεῖν : ἀπὸ τοῦ ἔραν
5174535 ἀποματτειν
τῶν ὤτων πόρους , διαστέλλειν δὲ καὶ τὰ βλέφαρα καὶ ἀπομάττειν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔλαιον αὐτοῖς ἐνστάζοντα , διαστέλλειν δὲ δακτύλοις
τύπον αἴρειν τινά . ἐκ δὲ τούτου τοῦ μάττειν καὶ ἀπομάττειν τὸ ἀποσπογγίζειν , ἀναμάττειν δὲ τὸ ἄνω ποιεῖν τοῦτο
5159542 μεζεα
ἀπέτεμεν * Οὐρανοῦ * τὰ παιδογόνα * μορία * . μέζεα δὲ λέγονται τὰ αἰδοῖα ἅρπη δὲ τὸ θέριστρον .
παρὰ Καλλιμάχῳ : † ἕζεσθαι θερμότατον ῥιζοῦχε Ποσειδῶν † . μέζεα δὲ ὡς μήδεα . αἱ δ ' οὐραὶ ὡς
5157226 ἀκουστικους
τε καὶ ἰατρικὴν καὶ μαντικήν . σιωπηλοὺς δὲ εἶναι καὶ ἀκουστικοὺς καὶ ἐπαινεῖσθαι παρ ' αὐτοῖς τὸν δυνάμενον ἀκοῦσαι .
ὦτα μῦς προχρίειν ἐλαίῳ , καθιέναι δὲ καὶ εἰς τοὺς ἀκουστικοὺς πόρους καὶ εἰς τοὺς μυκτῆρας ἔλαιον ὑπὲρ τοῦ μὴ
5149427 δουλικα
γε τοιούτῳ διὰ τὴν συντροφίαν ἐστὶν ἀναγκαῖον κάτω βλέπειν εἰς δουλικὰ ἄττα διακονήματα . τὸ γὰρ ἄνω αὐτῶν καὶ εὐθύ
, ᾧ ἀνεμέσητον εὐήθει δοκεῖν καὶ οὐδενὶ εἶναι ὅταν εἰς δουλικὰ ἐμπέσῃ διακονήματα , οἷον στρωματόδεσμον μὴ ἐπισταμένου συσκευάσασθαι μηδὲ
5133591 κνασθαι
κατὰ τὸ κάταγμα , δι ' ἃς μὴ μόνον ἀσωδῶς κνᾶσθαι συμβαίνει τισίν , ἀλλὰ καὶ διαβρωθέντος ὑπὸ τῆς τῶν
τὴν χροιὰν καὶ ὑπόστασις ψαμμώδης καὶ ψωροειδὴς καὶ προσέτι φιλοῦσι κνᾶσθαι τὸ αἰδοῖον ἢ διατείνειν αὐτὸ βιαίως καὶ πολλάκις καὶ
5132697 ψοφους
μία αἴσθησις καταγίνεται ἡ ὄψις : καὶ πάλιν περὶ τοὺς ψόφους ἑτέρα μία αἴσθησις καταγίνεται ἡ ἀκοή , καὶ περὶ
' ἣν τῶν μὴ φωνηέντων ἃ μὲν καθ ' ἑαυτὰ ψόφους ὁποίους δή τινας ἀποτελεῖν πέφυκεν , ῥοῖζον ἢ σιγμὸν
5118474 καλυμματα
στόμα . ὅταν οὖν ἐπιτεῖναι βούλῃ , περιελόντα δεῖ τὰ καλύμματα θεῖναι τὸ πλινθίον ἐπὶ κρόταφον ὑποθέντα τι ὑπόθεμα στερεόν
ἰδιότητας τῶν μελλόντων ἀφίεσθαι βελῶν ἁρμοζούσας . αὗται δὲ εἶχον καλύμματα διὰ μηχανῆς ἀνασπώμενα , δι ' ὧν ἀσφάλειαν ἐλάμβανον
5109571 ὀδοντοφυει
ἔκφυσιν τῶν ὀδόντων παντελῆ : τὸ γὰρ ἀνωτέρω φάτνιον οὐκ ὀδοντοφυεῖ , ἀλλ ' ὅσοι τομίαι τῶν ὀδόντων κατ '
. ὀδοὺς δὲ ἀλώπεκος περιαφθεὶς ἐσχάρας ὠφελεῖ καὶ παῖδας ἀνωδύνως ὀδοντοφυεῖ . μετὰ δὲ ἀσφάλτου καὶ ἐλαίου ὀμφακίνου προλειωθέντων ὀνύχων
5108444 ϲυμφερει
καὶ ϲιδηριζόντων καί , εἰ οἷόν τε , ψυχρῶν : ϲυμφέρει δὲ αὐτοῖϲ μάλιϲτα καὶ πινόμενα . καὶ ἡ τῆϲ
παρείη μετὰ δακρύου θερμοῦ ἐπιρροῆϲ , τὸ ἑκατοντάρχιον ὑδαρέϲτερον ἐγχυματίζειν ϲυμφέρει , εἰ μὴ ἡλκωμένοϲ εἴη ὁ ὀφθαλμόϲ . καὶ
5104319 σαπρα
τὸ α , οἷον χήρα , θύρα , μοῖρα , σαπρά , μικρά , πονηρά , μυσαρά , καὶ ὅσα
γ ' ἐγὼ παρέξω . Ἐμοὶ σὺ λουτρόν , ὦ σαπρά ; Καὶ ταῦτα νυμφικόν γε . Ἤκουσας αὐτῆς τοῦ
5103317 αὐχμωντα
κοινὸν αὐτόν . Ἀπαγέτωσαν : ἄλλον παράγωμεν . Βούλει τὸν αὐχμῶντα ἐκεῖνον , τὸν Ποντικόν ; Πάνυ μὲν οὖν .
τὰ πάντα καὶ μοχθεῖν καὶ τὸ σῶμα καταναγκάζειν ῥυπῶντα καὶ αὐχμῶντα καὶ πᾶσι δυσαρεστοῦντα καὶ λοιδορούμενον , συνεχὲς ἐπιρραψῳδῶν τὰ
5101872 ὀσφραινομενα
ὡς ἄνθρωπος ὅ γε καὶ νοῦ μετειληχώς . τὰ δὲ ὀσφραινόμενα μὲν μὴ ἀκούοντα δὲ ἀτελῆ . εἰ δὲ καὶ
ἵνα μὴ τῇ τοῦ ἀνέμου καὶ τῇ τοῦ στρατοῦ κινήσει ὀσφραινόμενα τὰ ζῷα , ὥς εὐαίσθητα , πρὸ πολλοῦ τῆς
5100056 περιχριειν
, μυρσίνη , σχῖνος , βάτος καὶ τὰ ὅμοια : περιχρίειν δὲ τὸ ἦτρον καὶ τοὺς βουβῶνας ἀκακίαν καὶ ὑποκυστίδα
ὑφαιρέσει τῆς ἐκμυζήσεως . τὸ γὰρ πικροῖς τισι καὶ δυσώδεσι περιχρίειν τὰς θηλὰς καὶ ἀθρόως ἀπογαλακτίζειν αὐτὸ βλαβερὸν διὰ τὸ
5092062 σπιλους
φακούς , λειχῆνας , λέπρας , ἀλφούς , μελανίας , σπίλους τοὺς ἐπὶ προσώπου καὶ τοῦ λοιποῦ σώματος : τὸ
τις καὶ Ἰνδική , ἔχουσα διαφύσεις λευκὰς καὶ κιρρὰς καὶ σπίλους ὁμοίως πυκνούς : πλὴν βελτίων ἡ πρώτη . ἔνιοι
5089841 περιαιρουντες
ὁπωσοῦν γεγονότας , ἐὰν μέγας λίαν ὁ τύλος ᾖ , περιαιροῦντες ἀνασκευάζομεν . οἷς δὲ ἐποχὴ οὔρου διὰ τὸ πλῆθος
θεά τις αὐτῷ συνῆν . Οἱ δὲ τὰ μυθώδη πάντα περιαιροῦντες ἐκ τῆς ἱστορίας πεπλάσθαι φασὶν ὑπὸ τοῦ Νόμα τὸν
5089636 ἀποσοβειν
ὅλας τὰς δικτύας πρὸς τὸ ψοφεῖν τοὺς κώδωνας , καὶ ἀποσοβεῖν τὰ ὄρνεα , ὅπως μὴ καθίζῃ ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ
τῶν τειχῶν : προσαμβάσεις : ἐπαναβάσεις . ὅ ἐστιν : ἀποσοβεῖν τῶν τειχέων τὰς ἐπαναβάσεις : καὶ ξυστρατήγους : στρατηγοὺς
5088217 διικνεισθαι
δὲ τρόπος μετάληψις . λαμπρὰς δὲ τὰς ᾠδὰς διὰ τὸ διικνεῖσθαι ὡς τὸ πῦρ . ὁ δὲ Δίδυμος ἀντὶ τοῦ
ἂν πέσοιεν χαμαὶ , ἀλλὰ τοὐναντίον ἐνδόξων καὶ δυναμένων πανταχοῦ διικνεῖσθαι . χαμαιπετῆ δὲ κυρίως ἐστὶ δόρατα ἢ βέλη ,
5082537 Ὁσῃσι
καὶ τὰς πυρίας κλύζειν τοισίδε ἅσσα ἐναντία τῇ προφάσει . Ὅσῃσι δὲ τὸ στόμα ἀπεστραμμένον ἐστὶ καὶ προσπεπτωκὸς πρὸς τὸ
κυΐσκηται , ἀνδράχνην καὶ χηνὸς ἔλαιον μίσγειν καὶ προστιθέναι . Ὅσῃσι δὲ ἑκταῖα καὶ ἑβδομαῖα τὰ ἀπὸ τοῦ ἀνδρὸς κατασηπόμενα
5079816 οὐρειν
. οὕτως Ἡρακλείδης ὁ Ποντικός . Οὐρανός . ἀπὸ τοῦ οὐρεῖν καὶ φυλάττειν πάντα , καὶ κηπωρὸς , καὶ θυρωρὸς
' ἐν προχοῇς ποταμῶν ἅλαδε προρεόντων μηδ ' ἐπὶ κρηνάων οὐρεῖν , μάλα δ ' ἐξαλέασθαι : μηδ ' ἐναποψύχειν
5079207 πατουμενα
γὰρ τῶι μέσωι τῆς νυκτὸς μόναις Ἐριννύσιν ἀπάρχονται θύειν . πατούμενα ] ἤγουν ἀνατετραμμένα . ἐξαλύξας ] ἐκφυγών . ἀρκυσμάτων
πεπιλημένοι , ἀπὸ τοῦ στείβειν , ὅ ἐστι πατεῖν . πατούμενα γὰρ ἐν τῷ πλύνεσθαι τὰ ἱμάτια συμπεπιλημένα πλέον γίγνεται
5066782 διελκειν
ἀπόσχῃ , μὴ ἀφῇς . μωλύειν : τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν . καὶ μωλύον κρέας λέγεται τὸ ἠρέμα
καὶ τὴν δύναμιν μεγάλην ἔχειν , τὸ μέντοι στόμα μὴ διέλκειν : ὃ ποιεῖν τοὺς πολλὰ μὲν λαλοῦντας , ἀδύνατα
5054276 πταρμους
σκιλλητικῷ καὶ ὑπαλείψεσι τοῖς ὀξυδέρκοις ἐπαγγειλαμένοις . συμφέρει δὲ καὶ πταρμοὺς κινοῦν τι καθ ' ἡμέραν , χρίειν δὲ τὸ
ἐλλέβορον μέλανα , καὶ ζωμὸν ὀρνιθείων πίονα θερμὸν , καὶ πταρμοὺς ἰσχυροὺς καὶ πολλοὺς ἐμποιέειν , καὶ πυριᾷν : ὁκόταν
5052536 αὐτοδαξ
μετάσχοι τῆς τύχης , τὰς φύσεις ὑμῶν δεδοικὼς καὶ τὸν αὐτοδὰξ τρόπον , πρὶν παθεῖν τι δεινὸν αὐτός , ἐξέφλεξε
τῶν ἀνδρῶν λόγους . ὡς ἄν : Ὅπως ἄν . αὐτοδὰξ ὠργισμένων : Πάνυ ὠργισμένων . ἵνα μήποτε φάγῃ :
5050700 ὀρεγειν
Δαμάστην ἐπιμεμπτέον κελεύοντα παραχρῆμα τῷ βρέφει τὴν μητέρα τὸν μαστὸν ὀρέγειν , ὡς διὰ τοῦτο καὶ τῆς φύσεως τὸ γάλα
πιόντα τῆς ἀθανασίας ἄγε οἰνοχοήσοντα ἡμῖν διδάξας πρότερον ὡς χρὴ ὀρέγειν τὸν σκύφον . Ἑώρακας , ὦ Ἄπολλον , τὸ
5044854 ἐχεως
καὶ δίδου πρὸς δύναμιν ἐν κράματι # γ . Πρὸς ἔχεως καὶ τῶν ἄλλων δηγμάτων κατάπλασμα . Σικύου ἀγρίου φύλλα
ὀδύνας ἀμβλυτέρας παρασκευάζουσι γίγνεσθαι , ἤ περ τὸ δῆγμα τοῦ ἔχεως παρέχειν τοῖς ἐξ αὐτῶν πληγεῖσιν ὀδύνην πέφυκεν . Οὐ
5044671 ἀποδεχομενους
ἀμφισβητήσοντες . Ἐγὼ δ ' εἰ μὲν ἑώρων ὑμᾶς μᾶλλον ἀποδεχομένους τὰς διαμαρτυρίας ἢ τὰς εὐθυδικίας , κἂν μάρτυρας προὐβαλόμην
αὐχμηρᾷ διαίτῃ χρῶνται . τινὲς δὲ Πυθαγοριστὰς μὲν λέγουσι τοὺς ἀποδεχομένους τὰ Πυθαγόρου , μὴ ὄντας δὲ τῆς ἐκείνου δόξης
5044178 ὀργιλως
, καὶ οἱονεὶ σχών , ἀκαμπῆ ψυχήν , ἐπικότως καὶ ὀργίλως δάμναται καὶ δαμάζει τὴν οὐρανίαν γένναν : οὐδὲ παυθήσεται
, ἤτοι τοῖς ὁδοιπόροις θάνατον προσπελάσσει καὶ ἐμβάλλει , ἄγαν ὀργίλως θυμουμένη . * ἄιδα : θανάσιμα , ἀπὸ τοῦ
5041441 συγκαλυπτειν
καλύπτεσθαι μέχρι τῶν ἀγκώνων , καὶ ὄπισθεν τὸν νῶτον ἅπαντα συγκαλύπτειν : τὸ δὲ οὖς τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου θιγγάνει
ἐνέργειαν , κάλλιστε τῶν σοφῶν . Ἔθος γὰρ τοῖς ἀρχαίοις συγκαλύπτειν τὴν ἀλήθειαν καὶ τὰ πάντη τοῖς ἀνθρώποις εὔδηλα ,
5027413 οἰδαινειν
ἐπικρατοῦντοϲ τῆϲ χολῆϲ ϲυνιϲταμένουϲ διακρινοῦμεν ἀπὸ τῶν ληθαργικῶν τῷ μήτε οἰδαίνειν μήτε πελιδνὸν ἴϲχειν τὸ χρῶμα καθάπερ οἱ ληθαργικοί ,
ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμούς . συμβαίνει γὰρ τοῖς ἀγρυπνοῦσιν ὡς ἐπίπαν οἰδαίνειν τὰ κύλα : ὅπερ οἱ πολλοὶ ἀναγκαίως δι '
5025471 διαχεαι
Σκιάδα Θεοδώρου τοῦ Σαμίου φασὶν εἶναι ποίημα , ὃς πρῶτος διαχέαι σίδηρον εὗρε καὶ ἀγάλματα ἀπ ' αὐτοῦ πλάσαι .
αὐτοῦ μέρος θερμάναι τε δι ' ὅλου τοῦ σώματος καὶ διαχέαι τὰς ὕλας , ὁμαλῦναι τὰς ἀνωμαλίας , ἀραιῶσαι τὸ
5024715 ὀρτυγας
ἤτοι κυβευτικὰ ὄργανα , ἢ τραχηπίθου , ἐν ᾧ τοὺς ὄρτυγας καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας ἔβαλλον μάχεσθαι . Ἄπεισιν ἐκ τοῦ
καὶ τοῦ Θαμύρα , βλέποι δ ' αὐτὸν ἀλεκτρυόνας ἢ ὄρτυγας θεραπεύοντα καὶ τρέφοντα καὶ μετὰ τῶν τοιούτων ἀνθρώπων ὡς
5015940 πελια
δὲ πυρία συνεχὴς διὰ ὕδατος θερμοῦ . ταῦτα πρὸς τὰ πέλια τῶν ὑπωπίων : ἐφ ' ὧν δὲ αἱματώδη εἰσὶν
χυλῷ ῥαφάνου ἀναλειφθεῖσα : ἄκρως ποιεῖ πρὸς τὰ πρόσφατα καὶ πέλια τῶν ὑπωπίων σπόγγος ἐν ἅλμῃ ἀποβαπτόμενος καὶ συνεχῶς προστιθέμενος
5015899 αὐειν
πόλιν . πολισσούχων ] τῶν τὴν πόλιν συνεχόντων . θ αὔειν λακάζειν : ταῦτα ἐπὶ τῶν ὀρνέων λέγεται : ἀλόγοις
ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν , ὅτι παρὰ τὸ τὰς βαλάνους αὔειν , τουτέστι τὰς δρῦς : οὕτως γὰρ καλοῦνται †
5014322 πολυποδας
βλαστήματα , τῶν πέριξ πόρων τῆς ῥινὸς ἐχόμενα κατὰ τοὺς πολύποδας . τούτοις ἥτε εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοὴ προσέχεται , κἄν
καὶ δῶρα πέμπουσιν οἱ προσήκοντες , ὡς ἐπιτο - πλεῖστον πολύποδας . λέγεται ἐπὶ τῶν καθαιρομένων : καὶ Λυσίας ἐν
5012684 κατεσθιειν
ἀπωθεῖν [ καὶ ] μέγα καὶ λαμπρόν , τὸ δὲ κατεσθίειν ἅ τις νέμει , θαυμαστὸν οὐδέν . Οὕτω μέν
σκαιὸς ἦν ἅνθρωπος , ἀλλ ' ἠπίστατο γραὸς καπρώσης τἀφόδια κατεσθίειν . Ταῦτ ' οὖν ὁ θεός , ὦ φίλ
5008789 σειειν
: σήθω : παρὰ τὸ σῶ , ὃ δηλοῖ τὸ σείειν ἐν τῷ κοσκίνῳ : ἀπὸ δὲ τούτου τὸ σήθω
, ἀλλὰ σίλουρον ; ὠνόμασται γὰρ καὶ οὗτος ἀπὸ τοῦ σείειν συνεχῶς τὴν οὐράν . ΒΕΜΒΡΑΔΕΣ . Φρύνιχος Τραγῳδοῖς :
5008659 ἀποφευγειν
πάλιν καταβαίνουσιν : ἐλαφροὶ γὰρ ἦσαν ὥστε καὶ ἐγγύθεν φεύγοντες ἀποφεύγειν : οὐδὲν γὰρ εἶχον ἄλλο ἢ τόξα καὶ σφενδόνας
αὐτὸν ἀδικοῦντα , οὐδ ' ἂν αὐτὸς ἠξίωσε τοιαῦτα ἀπολογούμενος ἀποφεύγειν , νυνὶ δὲ περὶ τῶν τῆς πόλεως κρινόμενος οἰήσεται
5006177 σκυθρωπου
ἐπειδὴ τὴν ἐκκλησίαν φρουρουμένην εἶδεν , ἐφ ' ἡσυχίας ἦν σκυθρωποῦ : ὁ δὲ Σκιπίων , τοὺς εἰς τὸ μέσον
δὲ ἕλκουσι καὶ παράγουσι . καὶ ἀκούσῃ ἕωθεν ἀνδρὸς κακηγόρου σκυθρωποῦ τε καὶ συννεφοῦς , ὅτι πράγματα ἔσχεν ἐν τῇ
5004439 ἀμυδρους
τὸν πάσχοντα λιποψυχεῖν τε καὶ ὠχριᾷν , καὶ μικροὺς καὶ ἀμυδροὺς καὶ πυκνοὺς ἴσχειν τοὺς σφυγμοὺς , ἀλύειν τε καὶ
κινοῦσι τὰ βλέφαρα καὶ τοὺς σφυγμοὺς ἀραιοὺς καὶ μικροὺς καὶ ἀμυδροὺς ἴσχουσιν . οὕτω μὲν οὖν εὐχερές ἐστι διαγινώσκειν αὐτούς
5001786 ὑλακτειν
πάρεστιν ὁ κατήγορός σου ” , ἐν ἤθει . Γ ὑλακτεῖν ] συνηγορεῖν τῷ ⌈ κυνί Γ [ δικαίῳ ]
ἔχθραν δὲ καὶ θυμὸν πρὸς θῆρας μόνους τρέφειν διδασκέσθωσαν , ὑλακτεῖν μέντοι καὶ ἀπομανθανέτωσαν : οὐ γὰρ θεμιτὸν τοῦτο θηρατικῷ
5001540 παχυτερους
ἡ γὰρ ἐπὶ πλέον αὐτῶν χρῆσις ἔτι μᾶλλον ξηροτέρους καὶ παχυτέρους ἐργάζεται τοὺς χυμούς . ἀσφαλέστερον δὲ καὶ πέψεως ἤδη
δὲ γίνεται ἐξ αὐτῶν χυμός , διότι τὰ μὴ κατεργαζόμενα παχυτέρους ἕξει χυμούς , παχυτέρους δὲ ἔτι μᾶλλον αὐτοὺς ποιεῖ
4997994 σπινθηρας
φασὶν ἀναφαινόμενον αὐτὸν ὁρᾶσθαι μὲν ἄνθρακι παραπλήσιον τῷ πυρωδεστάτῳ , σπινθῆρας δ ' ἀφ ' ἑαυτοῦ μεγάλους ἀπορρίπτειν , καὶ
χαλκοῖς τισιν ὀργάνοις κατεσκευασμένοις ἐφειλκύσαντο τοὺς ἀπὸ τῶν μετεώρων φερομένους σπινθῆρας , κατὰ τὰς μεσημβρίας ἐναντία τῷ ἡλίῳ τὰ ὄργανα
4997955 μαξαι
πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , αἵνειν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι , τὸ τελευταῖον παραθεῖναι . ὁ δὲ
πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , ἁνεῖν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι , τὸ τελευταῖον παραθεῖναι . καὶ ἐκ
4993016 ὠπας
. οὕτω Φιλόξενος . Λύπη : παρὰ τὸ λύειν τοὺς ὦπας , ἤγουν τοὺς ὀφθαλμούς : ἢ παρὰ τὸ λύω
πλεονασμὸν τοῦ α : εἴρηται γὰρ παρὰ τὸ στεριάκειν τοὺς ὦπας τὸ ὁρᾶν διὰ τῆς ἀντιτύποσης λαμπηδόνος . Ἀζηχής ,
4988116 ἐπιδεσμα
ᾗπερ οὖν περιλιχμώμενοι τὸ τρωθὲν μέρος ἐς ὑγίειαν ἐπανάγουσιν , ἐπίδεσμα καὶ σπληνία καὶ κράσεις φαρμάκων μακρὰν χαίρειν εἰπόντες κύνα
λουτήριον , σικύα , ὑπόθετον , λεκανίς , σπογγία , ἐπίδεσμα , σπληνίον , λαμπάδιον , ποδοστράβη , κλυστήρ :
4986986 ἀπομυττεσθαι
ἔτι καὶ νῦν ἐστι Πέρσαις καὶ τὸ πτύειν καὶ τὸ ἀπομύττεσθαι καὶ τὸ φύσης μεστοὺς φαίνεσθαι , αἰσχρὸν δέ ἐστι
σώματα στερεοῦσθαι . νῦν δὲ τὸ μὲν μὴ πτύειν μηδὲ ἀπομύττεσθαι ἔτι διαμένει , τὸ δ ' ἐκπονεῖν οὐδαμοῦ ἐπιτηδεύεται

Back