| : οὐδὲν γὰρ ἴδιον οὐδὲ διάφορον ἐν τῷ μαστεύειεν ἢ μεταθεῖν ἐπιδεικνύουσιν , πλήν γε δὴ εἴ τις ἐθέλοι περὶ | ||
| δὲ ἐπιρρώνυνται , καὶ διώκειν ἐκείνους τοῦτο δὴ τὸ ποιητικὸν μεταθεῖν τὰ ἀκίχητά ἐστιν . ὅταν γε μὴν ὁ θῆλυς |
| προσώπῳ , τὸ πρόσωπον περιχρίει , ἐπεντρίβει , καλλιγραφεῖ , φύκει πυρσαίνει , ψιμυθίῳ λευκαίνει , τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπογράφει , | ||
| ἤρκεσε φρύνης , λιμναίης φρύνης πολυηχέος ἥ τ ' ἐπὶ φύκει πρῶτον ἀπαγγελέουσα βοᾷ θυμάρμενον εἶαρ . ναὶ μὴν τοῖς |
| αὐτοῦ . . τὸ πρᾶγμα ] τὸν ἡμέτερον ἀφανισμόν . ἐπισπέρχει θεὸς ] ἐπισπεύδει ἡ τύχη , ἢ ὁ Ἀπόλλων | ||
| ] τὸν ἡμέτερον ἀφανισμόν . θ ἐπισπέρχει ] σπουδάζει . ἐπισπέρχει ] κινεῖ . Ξ ἐπισπέρχει ] σπεύδει . ἐπισπέρχει |
| ἐρωτήσαντος , ἐφ ' ὅτῳ γελᾷ , ἐκεῖνος ἔφη , Γελοῖόν μοι εἶναι ἔδοξεν , εἰ σὺ ἀπὸ τοῦ πώγωνος | ||
| αὐτοῦ διαλέγεσθαι οὐδὲ πείθειν τὸν παντελῶς μηδὲν εἰδότα . ρκηʹ Γελοῖόν γ ' ἂν Γελοῖον , φησὶ , τὸ σκέμμα |
| καὶ ῥυθμοῦ καὶ μέλους καὶ φυλάττειν σχῆμα καὶ ἐμμέλειαν μὴ παρατρέπειν καὶ ἀποπληροῦν τῶν διδαχθέντων τὴν ἀπαίτησιν , φύσεως δῶρα | ||
| , γοητεύειν , ἀπατᾶν ἐξαπατᾶν , παρακρούεσθαι , παράγειν , παρατρέπειν , ποικίλλειν , κακουργεῖν , φενακίζειν , πανουργεῖν , |
| ἄλλοι πόνοι μᾶλλον : ποτὶ καὶ ἐκλύϲιεϲ δυνάμιοϲ , ὑπολύϲιεϲ γουνάτων : καυϲώδεεϲ , διψαλέοι , ἀϲώδεεϲ : ναυτίη μελάνων | ||
| ναυτίλοισι χείματος λιμὴν φανεὶς Ἀγαμέμνονος παῖ , πρός σε τῶνδε γουνάτων οἴκτιρον ἡμᾶς ὧν ἐπισκοπεῖς τύχας , πράσσοντας οὐκ εὖ |
| οἱ παῖδες , τὰ πολλὰ κλαυμυριζόμενος καὶ ὠρυόμενος διατελεῖ , ταυρηδόν τε ὑποβλέπεται καὶ ὑπαφρίζει τῷ στόματι , καὶ τοὺς | ||
| εἶναι δὲ τοῖς θηρίοις τούτοις ἐπὶ μετώπου κέρας , ᾧ ταυρηδόν τε καὶ οὐκ ἀγεννῶς μάχονται , καὶ ἀποφαίνειν τοὺς |
| καθ ' ὃ χαρακτηρίζεται τὸ ἡμέτερον εἶδος . δόξει δὲ ἀνοηταίνειν , εἰ εἴπῃ ὅτι εἴωθεν ἡμῖν ὁ κύων νοσήματα | ||
| ἀλλὰ μόνα ταῦτα : πονηρεύεσθαι , πανουργεῖν , μισολογεῖν , ἀνοηταίνειν , ἀμαθαίνειν : τὸ δ ' ἀφραίνειν ποιητικώτερον . |
| κἀγὼ πονηρός εἰμι . Ἐὰν δὲ μὴ ταύτῃ γ ' ὑπείκῃ , λέγ ' ὅτι κἀκ πονηρῶν . Οὐκ αὖ | ||
| καὶ φόβους καὶ ἀλγηδόνας καὶ λύπας μὴ διαπονῇ καρτερῶν ἀλλὰ ὑπείκῃ , τότε οὐ τιμᾷ ὑπείκων : ἄτιμον γὰρ αὐτὴν |
| χρὴ καὶ δακτύλοιϲ ἀποθλίβειν τὸ ἐγκείμενον ταῖϲ ῥιϲὶ γλινῶδεϲ , ἀποκαθαίρειν τε καὶ τὸ ϲτόμα καὶ τοὺϲ τῶν ὤτων πόρουϲ | ||
| γλίσχρασμα καὶ δακτύλοις ἐκθλίβειν τὸ ἐγκείμενον ταῖς ῥισὶ γλοιῶδες , ἀποκαθαίρειν δὲ τὸ στόμα καὶ τοὺς τῶν ὤτων πόρους , |
| θαυμαστοί . ὅλους δ ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας μαλακοὺς χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοι πρὸς τοὔψον | ||
| τοῖς φύλλοις τοῖς ἐκθλιβεῖσι κατάχριε τὸ δῆγμα . τῇ ἀσπίδι προσένεγκε ἁλικακάβου ῥίζαν , καὶ ὑπνώσει . τρίβολον βοτάνην λειώσας |
| παρατρέπειν , ποικίλλειν , κακουργεῖν , φενακίζειν , πανουργεῖν , δολοῦν , τεχνάζειν , ψεύδεσθαι , καταπεπλάσθαι , καπηλεύειν , | ||
| παραλογίζεσθαι , φενακίζεσθαι , σοφίζεσθαι , τεχνάζειν , γοητεύειν , δολοῦν , κλέπτειν , παρατρέπειν , σκευωρεῖσθαι . ἀλλὰ καὶ |
| ἣ μὲν γὰρ καταπλήξασθαι δύναται τὴν διάνοιαν , ἣ δὲ ἡδῦναι , καὶ ἣ μὲν συστρέψαι καὶ συντεῖναι τὸν νοῦν | ||
| πονοῦνται , φροντίζοντες οὐ γεῦσιν , ὅπερ ἀναγκαῖον ἦν , ἡδῦναι μόνον , ἀλλὰ καὶ ὄψιν τῇ καθαριότητι . * |
| Ταύτην δ ' ἡμῖν ἀποπέμπει . Ἀλλ ' , ὦ Κρονικαῖς λήμαις ὄντως λημῶντες τὰς φρένας ἄμφω , ὁ Ζεὺς | ||
| πτερυγίζεις ] κοῦφα διαλέγῃ φρονοῦντας ] νουθετοῦντας χαλεπὸν ] δύσκολον Κρονικαῖς ] ἀρχαίαις ] ἑλλανοδίκαι . ἀνεκήρυττεν ] ἐξύμνει . |
| Ἡράκλεις ; οὐ σπογγιᾷ τίς μου παρελθὼν τὸ πρόσωπον ἐκκαθαρίσει μεμολυσμένον μαγγανείαις πολλαῖς ; ἢ οὐκ οἴδατε καὶ τὸν καλὸν | ||
| φοβερὸν ὄναρ , ὅτι νυκτὸς εἶδεν αἵματι τὸν οἶκον αὐτῆς μεμολυσμένον . πιληθεῖσα : ἀναπαγεῖσα ἡ γῆ . αἰνυμένη : |
| παράπαν τῆς Ἑλλάδος ᾖ ἀπεστερημένος . Κατεφάνη δὲ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν ἐπιστάμενος , καὶ τοὺς ἀγαγόντας αὐτὸν ἐκέλευσε μάστιγάς τε | ||
| καταμαθεῖν ὧδε , ἵνα μή τι καὶ νῦν ἡμᾶς ἔτι τεχνάζειν ὑπονοῇς : αὐτός τε γὰρ ὁ βασιλεὺς σὺ τῷ |
| τε γὰρ ἄντλος ἐκκέχυται καὶ ὁ ἱστὸς ὤρθωται καὶ ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται καὶ τῶν κωπῶν ἑκάστη τετρόπωται , κωλύει τε | ||
| , διαπνέῃ δὲ τοῦ θώρηκοϲ τὴν θέρμην . ἄριϲτον δὲ ὀθόνη παλαιή . πάϲϲειν δὲ αὐχένα καὶ κληῗδαϲ ἀλφίτοιϲι καὶ |
| . ἐρικυδέα μεγαλόδοξα . ἐριούνιος ἐπίθετον Ἑρμοῦ , ὁ μεγάλως ὀνίσκων , τουτέστιν ὠφελῶν . οἱ δὲ νεώτεροι τοῦ χθονίου | ||
| εἰσι καὶ ἀπέριττοι , καθάπερ οἱ πετραῖοι καλούμενοι καὶ τῶν ὀνίσκων οἱ ἐκ καθαρᾶς θαλάσσης , εἰς ταριχείαν εἰσὶν ἐπιτήδειοι |
| μάλιστα λύουσιν . τὸ δὲ λευκὸν φλέγμα διὰ τὸ τῶν πομφολύγων πνεῦμα χαλεπὸν ἀποληφθέν , ἔξω δὲ τοῦ σώματος ἀναπνοὰς | ||
| λέλυνται , ὥστε περὶ τῶν ἐπιμεινασῶν ἐπὶ πολὺ δεῖ σκέπτεσθαι πομφολύγων , καὶ τὰς ἐπὶ ταύταις δεῖ μανθάνειν αἰτίας τε |
| μετά τινος ἀσήμου φωνῆς ἐφεῖναιδιώκειν , μεταθεῖν , μετιέναι , κυνοδρομεῖν , ἐφέπεσθαι κατὰ πόδας , ἐπιγίνεσθαι ταῖς κυσίν , | ||
| δὲ οὕτω διὰ τοῦ ἴχνους πυκνῶς διᾴττωσι , μὴ κατέχοντα κυνοδρομεῖν , ἵνα μὴ ὑπὸ φιλοτιμίας ὑπερβάλλωσι τὰ ἴχνη . |
| τοὺς ὀφθαλμοὺς κολλώδεις : δάκρυον γλίσχρον , σκληρότης ἄρθρων : πρόπτωσις ἕδρας μετὰ τεινεσμωδῶν προθυμιῶν : ἀφρὸς περὶ τὸ στόμα | ||
| σκληρότερα ᾖ καὶ αὐτὸς ὁ ὀφθαλμὸς δυσκίνητος καὶ ἐνερευθής . πρόπτωσις δέ ἐστιν , ὅταν ὁ ὀφθαλμὸς κινητὸς μετὰ φλεγμονῆς |
| προβολὴν ἔχωσι τοῦ ἡλίου : ἅμα δὲ καὶ τῷ μὴ πολύρριζα τυγχάνειν οὐκ ἐνοχλοῦνται κατὰ τὰς τροφάς . Εἰ γὰρ | ||
| τῶν καυλῶν ἀποφύσεις ἔχει πλὴν κυάμου : τὰ δὲ σιτηρὰ πολύρριζα πολλοὺς μὲν ἀνίησι βλαστούς , ἀπαράβλαστοι δὲ οὗτοι , |
| μαραϲμοῦ μέντοι καὶ γάλα ἰητήριον καὶ θρέψαι καὶ ἀλεῆναι καὶ ὑγρῆναι γαϲτέρα καὶ κύϲτιν πρηῧναι . ἀτὰρ ἠδὲ κατόχοιϲι τωὐτὰ | ||
| ἀφόδοισιν , θάλψει , ψύξει , ὑγροῖσι , ξηροῖσιν , ὑγρῆναι , ξηρῆναι , χρίσμασιν , ἐγχρίσμασιν , ἐπιπλάστοισιν , |
| τύχης Γ τοῦ Φειδίου . Γ τὸν αὐτοδὰξ : τὸν δάκνοντα , τὸν ἐμπεσόντα . Γ τὸν αὐθάδη , ὀργίλον | ||
| ἐμοῦντα συμφέρει συνεχέστερον τοῦ ὕδατος ἐπιρροφεῖν , μὴ ὀξύνοντα καὶ δάκνοντα λήσῃ τὰ ἐμούμενα . ἐμετικὸν δὲ καὶ τὸ μὴ |
| καὶ τήμερόν τί μου ποθεῖν δημιούργημα , παρακαλέσαιμ ' ἂν προσεπιδεῖν τι τῶν ἤδη προειργασμένων . οὐ δεήσει δέ , | ||
| τὰ μέσα , ἄλλοτε πρὸς τὰ περὶ τὴν κνήμην : προσεπιδεῖν δὲ καὶ τὰ πλησίον πάντα ἔνθεν καὶ ἔνθεν , |
| μάθῃ , στρόβιλος ἀμφάκανθον εἱλίξας δέμας κεῖται δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀμήχανος . τῶν δὲ λεπάδων , φησὶν ὁ Δίφιλος | ||
| ἡ δ ' Ἀγαύη περιβάλλειν μὲν τὸν υἱὸν ὥρμηκε , θιγεῖν δὲ ὀκνεῖ . προσμέμικται δ ' αὐτῇ τὸ τοῦ |
| σισύρνα δέρμα ἄτριχον πολλοῖς τισι , μᾶλλον δὲ μονασταῖς μοναχοῖς φορούμενον ὡς ἱμάτιον . σισύρα δὲ μαλλωτὰ ἐπιβλήματα στρωμναῖς χρησιμεύοντα | ||
| ποιοῦσι . τὸ δὲ στόμα αὐτοῦ σὺν τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ φορούμενον ποιεῖ πρὸς ὁδοιπορίας νυκτερινάς . ἀπελαύνει γὰρ δαίμονας καὶ |
| : καὶ σπληνὸς δὲ αὐξητικὸν καὶ ἥπατός ἐστιν , ὁκόταν πεπυρωμένον ᾖ : καὶ ἐγκλυδαστικόν τε καὶ ἐπιπολαστικόν : βραδύπορόν | ||
| τῆς ὑγρᾶς ἀναθυμιάσεως συναθροιζόντων δὲ τὸν ἥλιον : ἢ νέφος πεπυρωμένον . Οἱ Στωικοὶ ἄναμμα νοερὸν ἐκ θαλάττης . Πλάτων |
| , τοῦ χρώματος δ ' ἐμπρησθέντος ἢ ἑλκωθέντος μισεῖσθαι . τηλέφιλον : ῥιζίον τι θαμνῶδες , κάτωθεν δὲ ἀναβαίνει τρίκλωνον | ||
| ὅκα μοι , μεμναμένῳ εἰ φιλέεις με , οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα , ἀλλ ' αὔτως ἁπαλῷ ποτὶ |
| πάλιν ὕδατος τριβόμενος καὶ ἀπηθούμενος καὶ συνεψηθεὶς καὶ γενόμενος ὅμοιος ἀλητῷ κολλώδης τε καὶ στρυφνότητα ἔχων καὶ τὰς κοιλίας ἱστὰς | ||
| πάλιν ὕδατος τριβόμενος καὶ ἀπηθούμενος καὶ συνεψηθεὶς καὶ γενόμενος ὅμοιος ἀλητῷ κολλώδης τε καὶ στρυφνότητα ἔχων καὶ τὰς κοιλίας ἱστὰς |
| ' ὑπερβολὴν δειλῶν . ῥικνοῦσθαι : τὸ διέλκεσθαι καὶ παντοδαπῶς διαστρέφεσθαι κατ ' εἶδος : λέγεται δὲ καὶ [ ῥικνοῦσθαι | ||
| ἢ παρ ' ἀτροφίαν ἢ παρὰ καχεξίαν ἢ παρὰ τὸ διαστρέφεσθαι τὸν σχηματισμὸν ἢ διὰ παρασπασμόν . Διοκλῆς ἀγόνους τοὺς |
| ἂν ἀπ ' αὐτοῦ πνεῖν , ἀναπνεῖν , ἀποπνεῖν , ἐκπνεῖν , διαπνεῖν , πνέων , ἀποπνέων , ἐκπνέων , | ||
| μέσα ἐκπυροῦσθαι , ἄτακτον εἶναι σφυγμόν , δυσπνοεῖν , ψυχρὸν ἐκπνεῖν . Τὸ ὑδροκέφαλον γίνεται πάθος , ἀφυῶς τῆς κεφαλῆς |
| εἰς κοιλοτέραν ζωὴν καὶ εἰς ἐξέτασιν τοῦ Λυσίου λόγου . Ἀτὰρ Λυσίας ἦν Ἀκόλουθον ῥήτορι καὶ κάλλος ζητοῦντι φαινόμενον ἐν | ||
| ὀμφαλόν , κεἰ μὴ φυλάξεις , χορτάσω τὸν κάνθαρον . Ἀτὰρ ἐγγὺς εἶναι τῶν θεῶν ἐμοὶ δοκῶ : καὶ δὴ |
| ἐσχάρια καρπεύειν κηρύκιον κύπασσις κωνῆσαι μυρίδιον νεβρίδα παραλοῦται σπινός τέλειον φήληξ οὐ γὰρ τίθεμεν τὸν ἀγῶνα τόνδε τὸν τρόπον ὥσπερ | ||
| . φήληξ , ὄλυνθος , σῦκον καὶ ἰσχὰς διαφέρει : φήληξ γὰρ τὸ ἄγριον σῦκον λέγεται , ὄλυνθος δὲ τὸ |
| τοῦ ῥοδίνου χορηγίαν . καὶ ταῖς σιαγόσι δ ' ἄλλο κεκηρωμένον σπληνίον προστιθέσθω . ἔπειτα κατὰ τοῦ σπληνίου τοῦ τῇ | ||
| ἄλλων ϲχημάτων : ἰητρείη δὲ βραχείη ἀρκέϲει , ϲπλῆνα προϲτιθέντα κεκηρωμένον χαλαρῷ ἐπιδέϲμῳ ἐπιδεῖν . ἀϲφαλέϲτερον δὲ χειρίζειν ἔϲτιν ὕπτιον |
| ἡδυπαθείας ὄψα καὶ ἐσδέσματα 〚 〛 ἐσθίειν , τρυφᾶν . κιχλίζειν ] γελᾶν ἢ τρυφᾶν . ἴσχειν ] κρατεῖν , | ||
| λέγουσι κῆπον . ὀψοφαγεῖν : τὸ τρυφᾶν τραπέζαις . οὐδὲ κιχλίζειν : ἀντὶ τοῦ ” λιπαρὰς ὄρτυγας τρώγειν , κίχλας |
| κηρός , γόμφοι , κῶπαι . ἐρεῖς δὲ γομφοῦν καὶ πηγνύειν καὶ ἁρμόζειν , πακτοῦν καὶ πάκτωσις . μέρη δὲ | ||
| ἐν τῷ οἴκῳ ἀναστρεφομένοις κολοιοῖς καὶ τοῖς ἄλλοις ὀρνέοις παττάλους πηγνύειν ἐν τοῖς τοίχοις , ὡς ἂν εἰς αὐτοὺς ἅλλοιντο |
| ἄκρα γε μὴν τὰ ὦτα λασίους . θηρίον δὲ τοῦτο ἁλτικὸν δεινῶς , καὶ κατασχεῖν βιαιότατά τε καὶ ἐγκρατέστατα καρτερόν | ||
| προσθίους ἐμποδίζοντα διὰ τὴν ἐκείνων εἰς τὸ εἴσω παράλλαξιν . ἁλτικὸν δ ' ἐστὶ καὶ πη - δητικὸν τὸ ζῷον |
| κάρα . κρόταφος : ἀπὸ τοῦ κηρύσσειν τὸν τάφον . φενάκη : τὸ προκόμιον , οἷον τοῦ φαινομένου κρανίου τὸ | ||
| νᾶπυ ] δριμὺ καὶ ὀργίλον . φενακισμοῖσιν ] ἀπατήμασι . φενάκη γάρ ἐστι προσθετὴ κόμη . Γ φενακισμοῖσιν ] ἀπατήμασι |
| . [ ” καρηκομόοντες Ἀχαιοί “ . ] ⌈ ” ἱππάζεται “ δὲ ἀντὶ τοῦ ἐπὶ ἑνὸς ἵππου ὀχεῖται : | ||
| δὲ κόμην ἔχων : ἦσαν γὰρ οἱ ἱππεῖς καρηκομόωντες . ἱππάζεται : κελητίζει , ἵππῳ ἑνὶ ἐποχεῖται . ξυνωρικεύεται : |
| κάρχαρον κεχαραγμένον ἐκ τῶν ὀδόντων , ὀξυόδοντα , διακεχαραγμένον . κάρχαρον ἕρκος : τοὺς ὀδόντας λέγει , τραχύτατον , κεχαραγμένον | ||
| ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : σιαγόνες , στόματα . κάρχαρον : κάρχαρος ἐπὶ κυνὸς , χαυλιόδους ἐπὶ συὸς , |
| ' ἐρυθρόχρων ἐσθίειν ἔτι τρίγλην οὐδὲ τρυγόνος οὐδὲ δεινοῦ φυὴν μελανούρου . Ναυσικράτης δ ' ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐπαινεῖ τὰς Αἰξωνικὰς | ||
| ἐσθίειν ἔτι τρίγλην , οὐδὲ τρυγόνος , οὐδὲ δεινοῦ φυὴν μελανούρου . Οὐ σῖτον ἄρασθ ' , οὐχ ὕπνου λαχεῖν |
| , κινεῖται , πηδᾷ . ὀρχηστῆρι . λείπει ἀνθρώπῳ . πανείκελος : πάντα ὅμοιος , καὶ λίαν ὅμοιος , ὅμοιος | ||
| εἶναι κικλήσκειν πέτρην , ὅτι τοι τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει λευκοῖο πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ . πεῖρα δέ τοι καὶ τοῦδε παρέσσεται |
| τῷ λευκῷ τοῦ ὀφθαλμοῦ παρὰ φύϲιν πάντα , τὰ μὲν ἀνώδυνα , ἐφ ' ὧν τρίχεϲ πολλάκιϲ ἐκπεφύκαϲι καὶ τὰ | ||
| χυλοῦ περδικιάδος . καλῶς ποιεῖ καὶ ἀποξηραίνει καὶ ἀφλέγμαντα καὶ ἀνώδυνα τὰ ἕλκη διατίθησι . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ |
| βιάοιο ] ἀνάγκασον , βιάζου βύβλου ] παπύρου στρεπτόν ] στρεβλόν ἐπιγνάμψαιο ] ἐπίκαμψον κακῶν ] τῶν κακούντων ἐρυτῆρα ] | ||
| καὶ τὸ διηγγελμένον ἢ ἀγγυλώμενος . ἀγκύλον : σκολιόν . στρεβλόν . ἀγκύρισμα : εἶδος παλαίσματος καὶ ἀγκυρίσας ἀντὶ τοῦ |
| ἀργυραμοιβικῶς δὲ τῶν λεγομένων ἕκαστα ἐξετάζοντας , ὡς τὰ μὲν παρακεκομμένα εὐθὺς ἀπορρίπτειν , παραδέχεσθαι δὲ τὰ δόκιμα καὶ ἔννομα | ||
| οὐχὶ τὴν πόλιν λέγω , ἀλλ ' ἀνδράρια μοχθηρά , παρακεκομμένα , ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα , ἐσυκοφάντει : |
| κωμῳδικὸν μορμολυκεῖον ἔγνων . ἀκραιφνὲς ὕδωρ ἱερὸν συμβουλή πλεκτὴν σχοῖνον τυφλότερος λεβηρίδος ἀναφλᾶν καὶ ἀνακνᾶν ἀνθρωπίζεται ἠντεβόλησε ῥόπτρον καὶ νὴ | ||
| . Τριχῇ δὲ ἀναγράφουσι τὴν παροιμίαν , καὶ οἱ μὲν τυφλότερος λεβηρίδος , οἱ δὲ κενότερος , οἱ δὲ γυμνότερος |
| ⌈ ὁ Ἀριστοφάνης . . . θρασεῖς . τὸ δὲ βλέπος ἀντὶ τοῦ βλέμμα καὶ ὅρασις . τὴν ἕνην . | ||
| . θρασεῖς καὶ ἑτοίμους προδήλως εἰς τὸ ἀδικεῖν . ἀττικὸν βλέπος : ἀττικόν . . . βλέπος ⌈ ἤτοι τὸ |
| ἐκάθευδεν . ἐπεὶ δὲ διυπνίσθη καὶ ἐθεάσατο τὸν Κῦρον , περιπλακεῖσα αὐτῷ κατὰ τὸν συνήθη τρόπον ἐφιλοφρονεῖτο αὐτόν . ὃ | ||
| Ἀχιλλέως ἱκέτευσεν λαβεῖν τὸ τοῦ Ἕκτορος σῶμα . Πολυξένη δὲ περιπλακεῖσα τοῖς ποσὶ τοῦ Ἀχιλλέως ἐδέετο δουλεύειν αὐτῶι καὶ παραμένειν |
| δὲ νόσους , τῶν δὲ νοσερῶν ἀπέχεσθαι μὴ δυνάμενον , ἐκπεπληγμένον δὲ τὸν θάνατον , καὶ πάντας ἐπιβουλεύειν αὐτῷ νομίζοντα | ||
| πῶς ἀξία πιστεύεσθαί ἐστιν ; ὑπό τε γὰρ τοῦ κινδύνου ἐκπεπληγμένον αὐτὸν οὐκ εἰκὸς ἦν τοὺς ἀποκτείναντας γνῶναι , ὑπό |
| κελεύουσι γοῦν , ὅταν τις μεταφυτεύῃ τὰ σέλινα , πάτταλον κατακρούειν ἡλίκον ἂν βούληται ποιεῖν τὸ σέλινον : τιθέναι δὲ | ||
| , τῇ πτέρνῃ . οἱ δὲ πλείους τῷ ἀγκῶνι . κατακρούειν : κατασχίζειν . κνιπότητα : ξηροφθαλμίαν . | καμμάρῳ |
| τῶν λόγων αὐτέων ὑπὸ ἀσυνεσίης , τὸν δὲ Μελίσσου λόγον ὀρθοῦν . Περὶ μὲν οὖν τουτέων ἀρκέει μοι τὰ εἰρημένα | ||
| ὅστις γυναῖκ ' οὐ λαμβάνω . Οὐ λυποῦντα δεῖ παιδάριον ὀρθοῦν , ἀλλὰ καὶ πείθοντά τι . Υἱῷ προθίμως τἀξιούμενον |
| οὐ διεφθάρη . τὸν πατέρ ' αὑτοῦ δήσας ] ὅτι παιδοκτόνος ἦν . αἰβοῖ τουτὶ καὶ δὴ : γελᾷ ὁ | ||
| ἀγνοεῖν συνέφερε , καὶ τότε πατὴρ ἀναγορεύομαι , ὅτε καὶ παιδοκτόνος εὑρίσκομαι . . . ἔα με μόνην τὴν μοιχείαν |
| σφυρῷ προσπαλαίουσι καὶ τὴν χεῖρα στρεβλοῦσι προσόντος τοῦ παίειν καὶ ἐνάλλεσθαι : ταυτὶ γὰρ τοῦ παγκρατιάζειν ἔργα πλὴν τοῦ δάκνειν | ||
| . ἀπὸ τῶν τὰς ἐλαίας πατούντων . οἱ δὲ τὸ ἐνάλλεσθαι τῇ κοιλίᾳ καὶ τύπτειν εἰς τὴν γαστέρα : κόλον |
| Γ γυλιαύχενας Γ : αὐχένας οὐκ ἔχοντας , καθάπερ ὁ γύλιος . Γ γυλιαύχενας : μακροτραχήλους : γύλιος γὰρ πλέγμα | ||
| ὅλον σῶμα , καὶ μόνον τὸν τράχηλον μακρόν . Γ γύλιος πλεκτόν τι σκεῦος στρατιωτικὸν στενόστομον , ἐν ᾧ τὰ |
| ἀπολήψει , φρενῶν ἐντάσιες , ἢ πνευμάτων προστάσιες , ὀρθοπνοίης ξηρῆς , οἷσι μὴ πῦον ὕπεστιν , ἀλλὰ ὑπὸ πνεύματος | ||
| οὐ ζοφερῆς ἔχιός τε καὶ ἀλγεινοῖο κεράστου τύμματα , καὶ ξηρῆς διψάδος οὐκ ἀλέγοι . σκορπίος οὐκ ἐπὶ τήνδε κορύσσεται |
| ῥικνοῖς : ῥυσοῖς . πίνῳ τέ οἱ : τῷ δὲ ῥύπῳ ὁ κατεσκληκὼς αὐτοῦ χρὼς ἐρρυπαίνετο . τὸ δέρμα ἐντὸς | ||
| λεῖον ἐν πεσσῷ προστεθὲν ἔμμηνα ἄγει . πινόμενον δὲ σὺν ῥύπῳ μοῦλας ἀπὸ τοῦ ὠτίου ἀτόκιόν ἐστιν . σὺν ἀνηθελαίῳ |
| νέους ὅρπηκας ” . . . . . δαιμόνιοι , μαίνεσθε . † ) θαυμάσιοι ἐπὶ κακῷ . . . | ||
| πρήγματι , εἰ ἀμπελίνῳ καρπῷ , τῷ περ αὐτοὶ ἐμπιπλάμενοι μαίνεσθε οὕτως ὥστε κατιόντος τοῦ οἴνου ἐς τὸ σῶμα ἐπαναπλέειν |
| οἷός τε ἦν , καὶ σφόδρα πικρὴ τὰ πολλά : φλεβοτομίη ἔλυσεν , ὑδροποσίη , μελίκρητον , ἐλλεβόρων πόσιες : | ||
| , καὶ τὰ ἐναντία ταῦτα , οἷον κεφαλῆς κάθαρσις , φλεβοτομίη , ὅτε οὐκ εἰκῆ ἀφαιρέεται . Αἱ ἀποστάσιες , |
| τουτέων δὲ αὐτέων ὁ ὠχρὸϲ κακίων μέν , πολλὸν δὲ κρέϲϲων ὁ τῷ ξυνήθεϊ μεμειγμένοϲ : ξυνήθηϲ δὲ ἐρυθρὸϲ μὲν | ||
| μίαν . ἄριϲτοϲ δὲ καὶ χυλὸϲ ὄμφακοϲ . ἢν δὲ κρέϲϲων ἡ ξυμφορὴ τῶνδε γίγνηται , κηκίδα λείην καὶ βάτου |
| τε καὶ λεπτῶν καὶ θερμῶν , ὡϲ διαβιβρώϲκειν τε καὶ κεντεῖν καὶ νύττειν τὰ αἰϲθητικὰ τῶν ϲωμάτων . καὶ ἐφ | ||
| ῥόδων χαίρομεν , ὅτι ἐξ ἀγρίου θάμνου καὶ λυπεῖν καὶ κεντεῖν εἰδότος γελῶσιν ἐν τοῖς ῥόδοις . ἄνθος δέ ἐστι |
| , καὶ ἀναλαμβάνειν . Ταῦτα δὲ ἐπίδεσις κακὰ ποιέει . Ἴησις , ἀλήτῳ ξὺν μάννῃ , ἢ θείῳ ξὺν κηρωτῇ | ||
| καταστρέψας τὴν χεῖρα , ἢν δὲ κάτω , ὑπτίην . Ἴησις , ὀθονίοισιν . Ὅλη δὲ ἡ χεὶρ ὀλισθάνει ἢ |
| πρὸς ἑσπέρην δὲ τῆς Ἰνδῶν γῆς ὁ ποταμὸς ὁ Ἰνδὸς ἀπείργει ἔστε ἐπὶ τὴν μεγάλην θάλασσαν , ἵναπερ αὐτὸς κατὰ | ||
| κίνδυνον εἰπών ” ξύλον ἄιδ ' ἐρύκει “ . οὐκοῦν ἀπείργει . ὁ δὲ ποιητὴς οὐκ εἰς ἅπαξ παρορίζει τὸ |
| φρενίτιδες , στραγγουρίαι , δυσεντερίαι , ληθαργίαι , ἐπιληψίαι , σηπεδόνες , ἄλλα μυρία . πᾶς ὁ καθ ' ἑαυτὸν | ||
| δίκαιον οὕτως . Αἱ δὲ νομαὶ θανατωδέσταται μὲν ὧν αἱ σηπεδόνες βαθύταται , καὶ μελάνταται , καὶ ξηρόταται : πονηραὶ |
| : Οὕτως ἔλεγον τὸ παρὰ φύσιν τὰ μέλη ἐκτείνειν , σκορδινᾶσθαι . γίνεται δὲ περὶ τοὺς ἐγειρομένους ἐξ ὕπνου , | ||
| ἀποτεῖναι , ἀποτάδην . τὸ δὲ μετὰ χάσμης ἀποτείνειν ἑαυτὸν σκορδινᾶσθαι λέγουσιν . Ἐφ ' ὧν Πλάτων λέγει τὸ ταὐτὸν |
| , ὅς ' ἂν τύχῃ τις εἰπών , ταῦτ ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπαντα . καὶ καλοῦσι μ ' οἱ νεώτεροι | ||
| ὅς ' ἂν μόνον τύχῃ τις εἰπών , ταῦτ ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπαντα . καὶ καλοῦσί μ ' οἱ νεώτεροι |
| μυῖαί τινες δυσγενεῖς , ὡς οὐδὲ τῷ ἀττικῷ οὐδὲ τούτῳ ἱζῆσαι δυνάμεναι , ὅμως λάθρᾳ σὺν ὁμοτρόποις περιιπτάμεναι περιβομβοῦσιν ἀνήκουστά | ||
| ἥδιον γὰρ ἂν τούτων ἀκούοιμι . ξυγχωρεῖς δέ που καὶ ἱζῆσαι ; Ξυγχωρεῖ ὁ ἥρως χρηστὸς ὢν ξενίζων τουτοισὶ τοῖς |
| καλὰ κεκτημένους ; Πάνυ γε . Ἀλλὰ μὴν Ἔρωτά γε ὡμολόγηκας δι ' ἔνδειαν τῶν ἀγαθῶν καὶ καλῶν ἐπιθυμεῖν αὐτῶν | ||
| , εἴτε ὅταν ἐπίστῃ εἴτε ὅπως βούλει : ἀεὶ γὰρ ὡμολόγηκας ἐπίστασθαι καὶ ἅμα πάντα . δῆλον οὖν ὅτι καὶ |
| - νην ἀλθαίαν : ἀλλὰ πλεονεκτεῖ τῶν ἀμφοτέρων ἐν τῷ σμήχειν : ἁλμώδη γάρ τινα ποιότητα κέκτηται , ἄλλως τε | ||
| τὸ σῶμα λεπτύνειν τε τὰς τρίχας καὶ ἀλφοὺς καὶ λέπρας σμήχειν : χρησίμη δὲ καὶ ζωγράφοις εἰς πλείονα παραμονὴν χρωμάτων |
| μυωπίασις , γάγγραινα , σηπεδὼν , ἕλκος , σῦριγξ , ξηροφθαλμία , ψωροφθαλμία , σκληροφθαλμία , πρόπτωσις , ἀτροφία . | ||
| ἐρυθρὸς ᾖ , ἀλλὰ καὶ ὅταν πολὺ δάκρυον ἐκκρίνῃ . ξηροφθαλμία δέ ἐστιν , ὅταν οἱ κανθοὶ ἑλκώδεις καὶ τραχύτεροι |
| Κλέων . ΓΓΘ βλίττεις ] ἀμέλγεις . Γ βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . ΓΓ | ||
| τρυγᾶνἔστι γὰρ τὸ καρπῶν ἀποδρέπεσθαι πόνων ἀμοιβὴ δίκαιοςἐξαιρέτως δὲ ἐθέλω βλίττειν τὰ σμήνη . ἔχων οὖν , σίμβλους ὑπὸ τῇ |
| μάλιστα τῶν ἄλλων τεχνῶν φιλοσοφίαν διαφέρειν πεπιστευκώς , ὅτι μὴ κέχηνε πρὸς δόξας ἀνθρώπων , μηδὲ τὰς ἀκοὰς ποιεῖται κριτὰς | ||
| τῷδε ἠδέλφισται : τότε γὰρ μάλιστα τὸ στόμα τῶν μητρέων κέχηνε , καὶ τετανόν ἐστι μετὰ τὰς καθάρσιας , καὶ |
| τε ἔχουσα οὐδὲν ἡμερωτέρους θηρίου καί οἱ τῶν χειρῶν εἰσιν ἐπικαμπεῖς οἱ ὄνυχες : ἐπίγραμμα δὲ ἐπ ' αὐτῇ εἶναί | ||
| : ταπεινοί * ὑπένερθεν : κάτωθεν ὑποκάτωθεν * ἀγκύλοι : ἐπικαμπεῖς ἢ σκολιοί καμπύλοι , ἰσχυροί * γναθμοῖς : σιαγόσι |
| ἢ ἑτέρῳ μύρῳ : τὰ ξηρὰ οἴνῳ λειοῦται . Σύγχρισμα ὀπισθοτονικοῖς κυνικῶς σπωμένοις τὸ διὰ τοῦ μέλιτος . Ἰρίνου ἐλαίου | ||
| τὰς τῶν ἄρθρων κατοχάς , ἃς ἀγκύλας καλοῦμεν : ποιεῖ ὀπισθοτονικοῖς καὶ πρὸς πᾶσαν νευρικὴν συμπάθειαν : ἔστι δὲ καὶ |
| τῶν κουρέων . μινυρίζειν μὲν λέγουσι τὸ ἠρέμα προσᾴδειν , μινύρεσθαι δὲ τὸ θρηνεῖν : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ | ||
| ἀλύω . παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν |
| , καὶ μύλη καὶ μύλη σιτοποιὸς καὶ μυλήκορον , καὶ παυσικάπη , ἣν καὶ καρδοπεῖον ὠνόμαζον , ὡς ἐν Ἥρωσιν | ||
| τοῖς ἔνδον ἐργαζομένοις ὑπὲρ τοῦ μὴ κάπτειν τῶν ἀλφίτων περιτιθέμενον παυσικάπη ὀνομάζεται , τροχοειδὲς μηχάνημα τῷ τραχήλῳ περιαρμοζόμενον ὡς ἀδυνατεῖν |
| : τρέφειν δὲ δεῖ τὰς ὑγρὰς τροφὰς , οἷον πτισάνην θριδακίνην . Ἐπὶ μὲν οὖν τῶν συνεχῶν ἐν ταῖς παρακμαῖς | ||
| δ ' αὐτοῖς τὰ ψύχοντα καὶ ξηραίνοντα : μήτε οὖν θριδακίνην προσαγέτω τις μήτε φακὸν τὸν ἐπὶ τῶν τελμάτων ὡς |
| καὶ τελευτήσει τάχιστα κατὰ τῶν κροτάφων τε καὶ τῆς κεφαλῆς βαλλομένη . Καὶ τὰς χελώνας δὲ τῇ τε ἄγρᾳ λυμαινομένας | ||
| μή τι πάθῃσι . . . . . . πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεί καὶ φάλαρ |
| , θεραπεύειν ὑπερθεραπεύειν , ὑπιέναι , ὑπάγεσθαι , ὑπέρχεσθαι , ὑποτρέχειν , ὑποπίπτειν , ὑποκεῖσθαι , κατεπᾴδειν , κατακηλεῖν , | ||
| , εἶτα τοῦ δρόμου ἄρχονται . ὑποθεῖν οὐκ ἐῶ : ὑποτρέχειν καὶ ὑποσκελίζειν καὶ ἐμποδὼν ἵστασθαι . ΓΘ ἄπιτον ] |
| καὶ εὐϲτόμαχόν ἐϲτιν ὠμὸν ἐϲθιόμενον : καλοῦϲι δὲ αὐτὸ ἔνιοι ϲέριν ὅ ἐϲτι πικρίϲ . ἐπιτήδειοϲ δὲ καὶ ὁ τῆϲ | ||
| γάλακτόϲ τι πεμμάτων μετά τινοϲ τῶν ϲτυφόντων : λαχάνων δὲ ϲέριν , κιχώριον , ἀρνόγλωϲϲον ἑφθὰ ϲὺν ὠμοτριβεῖ ἐλαίῳ καὶ |
| πρὸς ὅ τι ἂν προσίῃ . χρὴ δὲ εἶναι τὰς ποδοστράβας σμίλακος πεπλεγμένας , μὴ περιφλοίους , ἵνα μὴ σήπωνται | ||
| τρισπίθαμον , περίφλοιον , πάχος παλαιστῆς . ἱστάναι δὲ τὰς ποδοστράβας διελόντα τῆς γῆς βάθος πεντεπάλαστον , περιφερὲς δὲ τοῦτο |
| : περὶ Τροιζῆνα οὔτε τὸν ἱερὸν καλούμενον πολύπουν οὔτε τὸν κωπηλάτην πολύπουν νόμιμον ἦν θηρεύειν , ἀλλ ' ἀπεῖπον τούτων | ||
| μηδὲ παῖδα βάσκανον , μηδὲ κύνα τινὸς , μηδὲ λάλον κωπηλάτην : παραινεῖ μὴ εἰς ἄχρηστα ἀναλίσκειν . Μικρὸν κακὸν |
| αἰσθήσεσι τὴν κρίσιν τἀληθοῦς ὑπάρχειν οὕτως : στεινωποὶ μὲν γὰρ παλάμαι κατὰ γυῖα κέχυνται , πολλὰ δὲ δείλ ' ἔμπαια | ||
| ἅπαντα γάρ ἐστι θεῶν ἥσσω : λίθον δὲ καὶ βρότεοι παλάμαι θραύοντι : μωροῦ φωτὸς ἅδε βουλά . οὐ γὰρ |
| ὑπόχριε . Τὰ δὲ λεπρώδη τῶν βλεφάρων ὑγιάζει συκῆς ὀπὸς καταχριόμενος . ἁλὸς ἄχνῃ λείᾳ χρῶ . Μυελὸν μόσχειον καὶ | ||
| πυριωμένη , ἡδύοσμον σὺν ἀλφίτῳ καταπλασθέν , κρόκος σὺν γάλακτι καταχριόμενος , ἄλευρον κυάμινον καθ ' ἑαυτὸ καὶ σὺν ἀλφίτῳ |
| παροξυσμοῦ κατέχεται , κατὰ δὲ τὸν παροξυσμὸν αὐτὸν εἰς ἔμετον ἀνακόπτεται , κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὸ σπέρμα βεβαίως | ||
| ὅτι παῖδας ἀγαθοὺς ἀπολώλεκε . κἀντεῦθεν ἡ ἡδονὴ τῆς εὐδαιμονίας ἀνακόπτεται , ἥτις αὐτῷ ἐκ τῶν ἀγαθῶν ἐνεργειῶν περιγίνεται . |
| εὐθεῖα γραμμὴ ἦκται ἡ ΕΑΖ : ὅπερ ἔδει ποιῆσαι . Παντὸς τριγώνου μιᾶς τῶν πλευρῶν προσεκβληθείσης ἡ ἐκτὸς γωνία δυσὶ | ||
| γωνίαν ἡ μείζων πλευρὰ ὑποτείνει : ὅπερ ἔδει δεῖξαι . Παντὸς τριγώνου αἱ δύο πλευραὶ τῆς λοιπῆς μείζονές εἰσι πάντῃ |
| αἴτησις . Ἐπισκύσαι , τὸ χαλεπῆναι : ἀπὸ τοῦ τὸ ἐπισκύνιον καθελκύσαι τοὺς χαλεπαίνοντας . Ἐρίηρες . παρὰ τὸ ἄγαν | ||
| : πᾶν δέ τ ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται . 〚 ἐπισκύνιον ξυνάγων : Ὅμηρος [ . Ρ , ] πᾶν |
| Τῷ Ἰαννουαρίῳ μηνὶ χρὴ τὰς ἀναδενδράδας κλαδεύειν , φυλαττομένους τὰς ἑωθινὰς καὶ δείλης ὀψίας ὥρας . Τῷ αὐτῷ μηνὶ χρὴ | ||
| , οὐδὲν ἐμποδὼν μὴ καθαρθῆναι μετρίως . τὰς δ ' ἑωθινὰς καθάρσεις μετ ' ὀξυμέλιτος ποιῆσαι , τῶν ἁλῶν προσμίσγων |
| ' ] τύπτοντ ' . . τύπτειν ] σέ , δαίρειν . . εὐνοεῖν ] ἀγάπης τεκμήριον , τὸ ἀγαπᾶν | ||
| ἀγαπᾶν , εὔνουν φίλον εἶναι , σοί . τύπτειν ] δαίρειν . , σέ . πῶς ] ἀπαθὴς κακῶν . |
| , ταῦτα ἀποβαλοῦνται , ἀλλὰ τὴν καθ ' ἡμέραν ζωὴν εὐκόπως εὑρήσωσι : μέθυσοι : εὐσεβεῖς δὲ αἱ πράξεις αὐτῶν | ||
| ῥήγνυσθαι μήτε ἐπέκτασιν λαμβάνειν : δύναται δὲ μετὰ τὴν χρείαν εὐκόπως ἐξαιρεθεὶς ὁ τόνος ἐκ τοῦ πλινθίου τίθεσθαι εἰς ἔλυτρον |
| οὐχ , ὡς νῦν , δύο . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς τοὺς ἑαυτοῖς τὰ ὠφέλιμα λαμβάνοντας * * | ||
| καὶ πατουμένων . καὶ γὰρ οὔροις καὶ τοῖς ἄλλοις ταῦτα ῥύπτεται , καὶ πλυνόμενα περιυβρίζεται καὶ πατούμενα . πέλαγος ἡ |
| ὡς νεμῶ νεμέσω καὶ τελῶ τελέσω , ἐντεῦθεν ἀκεστρίς καὶ ἀκέστρια καὶ ἐπίθετον ἀνήκεστος , οἷον : ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος | ||
| ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων : παρὰ τὸ ἀκῶ ἐντεῦθεν ἀκεστής καὶ ἀκέστρια καὶ ἐπίθετον ἀνήκεστον , οἷον : ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος |
| , εἶτα τέμοι τὸ ζῷον εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν ὑπερβὰς τὸ πεζόν . ἔστι δὲ τοῦτο κακία ὁρισμοῦ | ||
| δὲ ξηρῶν φαρμάκων ἀδήκτωϲ οἶδά ποτε τῷ διφρυγεῖ δαπανηθέντα τὸν πολύπουν . εὐδοκιμεῖ δὲ ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον |
| ξηρὸν πολλῷ ῥοδίνῳ ἐκλύσας ἐπιτίθει διὰ μοτῶν , καὶ γὰρ ἐκτυλοῖ καὶ καθαίρει τὰ ἕλκη . εἰ δὲ μὴ φέρειεν | ||
| ἴκτερον ἰᾶϲθαι . ἡ δὲ ῥίζα περιεξεϲμένη καὶ ϲύριγξιν ἐντεθεῖϲα ἐκτυλοῖ αὐτάϲ : εἰϲ δὲ τὰϲ κοιλίαϲ ὁ χυλὸϲ τοῦ |
| καὶ εὐμενεῖς εἴητε . οἷον ἀπέφυγον κίνδυνον , τῶν τρισκαταράτων ἐρανιστῶν λέβητά μοι ζέοντος ὕδατος ἐπιχέαι βουληθέντων . ἰδὼν γὰρ | ||
| γίνεσθαι , ὥσπερ ἡ τῶν θιασωτῶν κοινωνία καὶ ἡ τῶν ἐρανιστῶν . ἡ μὲν γὰρ θυσίας ἕνεκα γίνεται , ἡ |
| ἐπὶ τοῦ ἀνθεῖ , βλύει δὲ ἐπὶ τοῦ ἀναβάλλει . βρύκειν καὶ βρύχειν διαφέρει . βρύκειν μὲν γὰρ διὰ τοῦ | ||
| . ? Βροῦχος : εἶδος ἀκρίδος . εἴρηται παρὰ τὸ βρύκειν , ὃ σημαίνει τὸ ἐσθίειν : Ἀριστοφάνης Ὄρνισι : |
| γὰρ τῶι μέσωι τῆς νυκτὸς μόναις Ἐριννύσιν ἀπάρχονται θύειν . πατούμενα ] ἤγουν ἀνατετραμμένα . ἐξαλύξας ] ἐκφυγών . ἀρκυσμάτων | ||
| πεπιλημένοι , ἀπὸ τοῦ στείβειν , ὅ ἐστι πατεῖν . πατούμενα γὰρ ἐν τῷ πλύνεσθαι τὰ ἱμάτια συμπεπιλημένα πλέον γίγνεται |
| κρατεῖν φιλονεικοῦσι τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν | ||
| , δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον |
| λευκὸν ἀνασπάσας ἦρχεν . Κυβευτικὸς φιμός , πλέγμα ἦν οἰσύϊνον τροχοειδές , ὃ τιθέασιν ἐπ ' ἄβακος ὑπὲρ τοῦ μὴ | ||
| Ἡρακλεωτική φύλλον ἔχει ἐμφερὲς ὑσσώπῳ , σκιάδειον δ ' οὐ τροχοειδές , ἀλλ ' ὥσπερ διερρινημένον καὶ ἐπ ' ἄκρῳ |
| τῶν χαύνων φαγεῖν . ὑπευθύνους δὲ λέγει τοὺς καταδίκους . ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖς . Γ ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖν , ἀφ | ||
| εἰ ὠμὰ ἢ πέπειρα . καλῶς οὖν ἐπήνεγκε τὸ “ ἀποσυκάζεις πιέζων ” , ἐπεὶ ἀποθλίβει τοὺς συκοφαντουμένους καὶ πιέζει |
| κουφίζεσθαι , ἀλλ ' ἵνα δοκῶν ἐπιψαύειν τῆς γῆς , λανθάνῃ κλέπτων τὸ μὴ κατὰ γῆς ἐπερείδεσθαι . . . | ||
| ποιῶν πονηρὰ χρηστά τις λαλῇ καὶ τὸν παρόντα πλησίον μὴ λανθάνῃ , διπλάσιος αὐτῷ γίνεθ ' ἡ πονηρία . εἶτά |