| μετάσχοι τῆς τύχης , τὰς φύσεις ὑμῶν δεδοικὼς καὶ τὸν αὐτοδὰξ τρόπον , πρὶν παθεῖν τι δεινὸν αὐτός , ἐξέφλεξε | ||
| τῶν ἀνδρῶν λόγους . ὡς ἄν : Ὅπως ἄν . αὐτοδὰξ ὠργισμένων : Πάνυ ὠργισμένων . ἵνα μήποτε φάγῃ : |
| οἱ παῖδες , τὰ πολλὰ κλαυμυριζόμενος καὶ ὠρυόμενος διατελεῖ , ταυρηδόν τε ὑποβλέπεται καὶ ὑπαφρίζει τῷ στόματι , καὶ τοὺς | ||
| εἶναι δὲ τοῖς θηρίοις τούτοις ἐπὶ μετώπου κέρας , ᾧ ταυρηδόν τε καὶ οὐκ ἀγεννῶς μάχονται , καὶ ἀποφαίνειν τοὺς |
| ἐφ ' ὃ ἡ χρεία ἀναφέρεται , οἷον Διόγενες Κυνικὲ φιλόσοφε , ἰδὼν μειράκιον πλούσιον ἀπαίδευτον , εἶπας , οὗτός | ||
| γνῶναι , εἰ ὠφέλησαι ; φέρε σου τὰ δόγματα , φιλόσοφε . τίς ἐπαγγελία ὀρέξεως ; μὴ ἀποτυγχάνειν . τίς |
| βαλλέτω ὡς ἐθέλει : πάλιν Ἄρτεμις ἄμμιν ἀρήγει . οὐ φεύγεις τὸν Ἔρωτα , τὸν οὐ φύγε παρθένος ἄλλη . | ||
| δὴ σοί , ὦ Εὐθύφρων , τίς ἡ δίκη ; φεύγεις αὐτὴν ἢ διώκεις ; Διώκω . Τίνα ; Ὃν |
| γε ἢ ἐκείνοις ἐστὶν οὓς ἂν αὐτὴ προτιμήσασα ἡ Ἶσις καλέσῃ σφᾶς δι ' ἐνυπνίων . τὸ δὲ αὐτὸ καὶ | ||
| ἕπεταί τις , ὥστε μαρτυρεῖ , ἵνα αὐτοὺς εἰς δίκην καλέσῃ . υ υ υ : ἐπίρρημα θαυμαστικόν : ὡς |
| ὑμᾶς αἱ πόλεις ὧν ἤρχετε ἠγριωμένους ἐπ ' ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας , πάντ ' ἐμηχανῶντ ' ἐφ ' ὑμῖν τοὺς | ||
| βου - λεύονται ἔργα ἄδικα , εἰ δὲ ἀναπεπταμένους καὶ σεσηρότας ἔχοιεν , πέπρακται αὐτοῖς ἀθέμιτα ἔργα . τοὺς δὲ |
| Σύ τοι λέγεις νιν , οὐκ ἐγώ : σὺ γὰρ ποεῖς τοὔργον , τὰ δ ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται | ||
| ταῦτα ποιεῖς χἀτέραις πείθει γυναιξί ; Κἀμέ τ ' ἄχθεσθαι ποεῖς αὐτή τε λυπεῖ . Μὴ πρόσαγε τὴν χεῖρά μοι |
| λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . Λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . πολλῶν μαθητῶν γενομένων ἐμοί , Λύκε | ||
| τῇ πρὸς τὸ ἀνὰ μέσον ἀρετῆς καὶ κακίας ἀδιαφορίᾳ . φίλησον τὸ ἀνθρώπινον γένος . ἀκολούθησον θεῷ . ἐκεῖνος μέν |
| , ἐγὼ δὲ πρὸς ἑκάτερον οὐκ ὀκνῶ καὶ ἀθυμεῖν ὅτε σιγᾷς καὶ γεγραφέναι μὲν πολλάκις , εἶναι δὲ ἐν ταῖς | ||
| οὐδαμῶς . τί δέ : ὅταν σιγᾷς , οὐ πάντα σιγᾷς ; ναί . οὐκοῦν καὶ τὰ λέγοντα σιγᾷς : |
| , καὶ οἱονεὶ σχών , ἀκαμπῆ ψυχήν , ἐπικότως καὶ ὀργίλως δάμναται καὶ δαμάζει τὴν οὐρανίαν γένναν : οὐδὲ παυθήσεται | ||
| , ἤτοι τοῖς ὁδοιπόροις θάνατον προσπελάσσει καὶ ἐμβάλλει , ἄγαν ὀργίλως θυμουμένη . * ἄιδα : θανάσιμα , ἀπὸ τοῦ |
| πολλοὺς αὐτῶν μηδὲ εἰς γῆρας ἀφικνεῖσθαι , ζῆν δὲ νοσημάτων γέμοντας , ἃ μηδὲ ὀνομάσαι ῥᾴδιον , τὴν δὲ γῆν | ||
| Καιροσπάθητον ἀνθέων ὕφασμα καινὸν Ὡρῶν . Λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους ἀνθέων γέμοντας . Ἀπὸ τῆς τραπέζης τουτονὶ τὸν στήμονα ἄττεσθ ' |
| βρέξω τὸ ὄμμα , ἐπεὶ καὶ , ὅτε ὤλλυτο , ἔκλαυσα : ὡς φίλος φησὶ τὸ κερδᾶναι : κέρδος γὰρ | ||
| πάντας θρηνοῦντας καὶ κλαίοντας καὶ κακὸν πένθος τοὺς ἁμαρτωλούς . ἔκλαυσα κἀγὼ ὁρῶν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων οὕτως κολαζομένους . |
| υἱὸς Ἀχιλλῆος πῆλεν δόρυ πατρὸς ἑοῖο : ἀλλ ' ἄλλῃ τρέπε θυμόν , ἐπεὶ Θέτις ἀγλαόπεπλος ἁζομένη Κυθέρειαν ἀπέτραπεν υἱωνοῖο | ||
| κάλλιστόν ἐστί σοι , καὶ πορίζεις τὸν βίον : ἢ τρέπε τὸν ἐπηρμένον σου λογισμὸν ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων κτημάτων τρέψας |
| μετὰ πολλῆς χαρᾶς κατῆλθεν εἰς τὸν ὑποδειχθέντα αὐτῷ τόπον δρομαίως ψηλαφῶν τὸ χρυσίον . περιτυχὼν δὲ ἐκεῖσε λῃσταῖς συνελήφθη ὑπ | ||
| Ξέρξης ἢ αὖθις καὶ πάλιν ἄγχι παμφαλώμενος καὶ περιβλέπων καὶ ψηλαφῶν μόσυνα φηγότευκτον ἤτοι ναῦν , οὕτω δὲ ψηλαφῶν ναῦν |
| : ἀπὸ τοῦ ἀλοῶ , τὸ συντρίβω , ἀλοιῶ ὡς ποῶ ποιῶ ἀλοιήσω ἠλοίησα , ὅθεν καὶ πατραλοίας . . | ||
| , ὀκνῶ δὲ δεῖξαι : πατέρα γὰρ τοῦ παιδίου αὐτὸν ποῶ σχεδόν τι τοῦτον προσφέρων μεθ ' οὗ συνεξέκειτο . |
| ὅτι πρῶτον κατὰ μικρόν , εἶτα συνεχῶς λέγε . Γ δεφόμενος ] ξυνουσιάζων , ἀποδέρων τὸ αἰδοῖον . δεφόμενος ] | ||
| . Γ δεφόμενος ] ξυνουσιάζων , ἀποδέρων τὸ αἰδοῖον . δεφόμενος ] ἤγουν τοῦ μορίου ἁπτόμενος . οἱ γὰρ ἁπτόμενοι |
| ἑλισσόμενος . πηλὸς ἐφυράθην , οὐ ψεύσομαι . ἀλλ ' ἐφίλησα , ὦ ξεῖν ' , ὀστρακέων δύσμορον ἐργασίην . | ||
| , ὡς ἂν διαδὺς κατεφίλησά σε : καὶ τὴν χεῖρα ἐφίλησα ἄν , εἰ μὴ τὸ στόμα ἤθελες . μήκων |
| πλήρης λέων δὲ μοῦνος προὐκαλεῖτο θαρσήσας αὑτῷ μάχεσθαι . “ μεῖνον ” εἶπε “ μὴ σπεύσῃς ” ἅνθρωπος αὐτῷ , | ||
| δὲ μὴ δυνηθῇς , φησιν , ἀντιβαλεῖν τὸ ὀστοῦν , μεῖνον , ἵνα σαπῇ καὶ πέσῃ . καὶ πόθεν ἔχω |
| ' ὑπερβολὴν δειλῶν . ῥικνοῦσθαι : τὸ διέλκεσθαι καὶ παντοδαπῶς διαστρέφεσθαι κατ ' εἶδος : λέγεται δὲ καὶ [ ῥικνοῦσθαι | ||
| ἢ παρ ' ἀτροφίαν ἢ παρὰ καχεξίαν ἢ παρὰ τὸ διαστρέφεσθαι τὸν σχηματισμὸν ἢ διὰ παρασπασμόν . Διοκλῆς ἀγόνους τοὺς |
| δὲ αὐτῶν καὶ συμπατούμενοι διαφθείρονται καὶ ἄλλα μὲν τῶν μελῶν ἡμίβρωτα φέρει [ δὲ ] τὸ ἔδαφος εἰσέτι ζῶντα καὶ | ||
| συστρέφεται . ἡμιδάϊκτα : ἡμίκοπα , ἡμίτμητα , ἡμιμέριστα , ἡμίβρωτα . Εἰσέτι : ἀκμὴν , καὶ ἕως οὗ . |
| . λαβὼν ] ἀπελθεῖν σε μετὰ τοῦ υἱοῦ σου . διδάσκω ] ἵνα διδάσκω αὐτόν , οὔ , παιδεύω . | ||
| δι ' αἰτίων καὶ προτάσεων . πάλιν δ ' οὐδένα διδάσκω λέγει ἀντὶ τοῦ οὐδενὶ ἐντίθημι τὰ δόγματα : οὐ |
| ἕως ἂν ἀποτρεφθῇ : καὶ τὰ μὲν ἔμπροσθεν τῆς κεφαλῆς θέρμαινε , τὰ δ ' ὄπισθεν ψῦχε : καὶ ἐπήν | ||
| * γάστρῃ : ἀγγείῳ χύτρᾳ * θάλπε : καῖε ἕψε θέρμαινε * κατασπέρχων : ἐπειγόμενος κατατρίβων συστρέφων * θάλπε κατασπέρχων |
| . εἴ σοι δεινὸν εἶναι φαίνεται ἂν λάβω ξύλον , ποήσω τὰ δάκρυ ' ὑμῶν ταῦτ ' ἐγὼ ἐκκεκόφθαι . | ||
| ἡμμένην . κἀγώ τιν ' αὐτῶν τήμερον δοῦναι δίκην ἐμοὶ ποήσω , κεἰ σφόδρ ' εἴς ' ἀλαζόνες . ἰοὺ |
| προσκυνοῦντες οὕτως ἀπίθανον κολοσσόν , ἡμισταδιαίαν γυναῖκα , γιγάντειόν τι μορμολύκειον . ἐγὼ δὲ ἐνενόουν μεταξὺ οἷοι ὄντες αὐτοὶ νέοις | ||
| κωμικά . Γ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ ἀφ ' οὗ κωμῳδικὸν μορμολύκειον ἔγνων . Γ ἀλλ ' ἢ κατεγέλων Γ : |
| ' ὧν ἐδόξαζον φρενί , μή μοι νεῶρες προσπεσὸν μᾶλλον δάκοι . ὅστις δ ' ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν βροτῶν , σοφὸς | ||
| τῶν εὖ παθόντων εἶναι . καὶ τοῦτο δ ' ἂν δάκοι καρδίαν : φίλοι τε ἡμῖν ἀδελφῶν τεθνᾶσι κρείττονες τῶν |
| , τί ποιεῖς ; οὐ μὴ καταβήσει . ἀνάβαιν ' ἁνύσας κατὰ τὴν ἑτέραν καὶ ταῖσιν φυλλάσι παῖε , ἤν | ||
| τοίνυν ἕτερον . Ἴθι πέραινε σύ , Αἰσχύλ ' , ἁνύσας : σὺ δ ' εἰς τὸ κακὸν ἀπόβλεπε . |
| καὶ πρόσωπα τύπτει καὶ [ ] πλοκαμοὺς ? ? ? σπαράσσει . νῦν ἔμαθον ἀληθῶς , ὅτι [ πλεῖον ] | ||
| με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] λόγον . |
| δ ' ἄρκυες τούτων μὲν ἐλάττους εἰσὶ τοῖς μεγέθεσι , κεκρυφάλῳ δ ' ἐοίκασι κατὰ τὸ σχῆμα , εἰς ὀξὺ | ||
| ἔπειτα ὀθόνιον ἄνοδμον περιθεῖσα περὶ αὐτὰς τὰς τρίχας πεπλυμένον , κεκρυφάλῳ πεπλυμένῳ ἢ μηδενὸς ὄζοντι καταδησάσθω τὸ ὀθόνιον ἐπιθεῖσα πρῶτον |
| ? ? ! [ οἲ ] ἐγώ ? : τί θροεῖς ; ὠλόμαν [ [ ! ! ! ! ! | ||
| ῥόος ῥέω ῥέεις , νόος νοῶ νοεῖς , θρόος θροῶ θροεῖς : ἐπειδὴ οὖν τὸ γόος ἔχει ῥῆμα ἀντιπαρακείμενον τῆς |
| φιλήσοντός μου , τοὺς δ ' ἀγαθοὺς καταφιλήσοντος , θαρρῶν δίδασκε τῶν φίλων τὰ θηρατικά . καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη | ||
| τῷ Ἀπόλλωνι . Πῶς δέ ; ἔφη ὁ Κῦρος : δίδασκε : πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις . Ὅτι πρῶτον μέν |
| ἂν παῖς μηδέπω ὑποπτήσσων : Διὰ τί δή , ὦ πάππε , τοῦτον οὕτω τιμᾷς ; καὶ τὸν Ἀστυάγην σκώψαντα | ||
| ἀντίους , ἤρετο : Ἦ οὗτοι , ἔφη , ὦ πάππε , πολέμιοί εἰσιν , οἳ ἐφεστήκασι τοῖς ἵπποις ἠρέμα |
| φέρων πάρειμι ; κήρυκας , κτένας , βολβοὺς μέγαν τε πουλύπουν ἰχθῦς θ ' ἁδρούς . ἡ δὲ πηλαμὺς πολύτροφος | ||
| : παρὰ τὸ ποὺς γὰρ γέγονεν . τὴν δὲ αἰτιατικὴν πουλύπουν φασίν , ὡς Ἀλκίνουν καὶ Οἰδίπουν . καὶ τρίπουν |
| τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ . | ||
| μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα |
| τε . ἐντεῦθεν πάλιν εἶπεν ὁ Ξενοφῶν : Ἐπεὶ τοίνυν διανοῇ ἀποδιδόναι , νῦν ἐγώ σου δέομαι δι ' ἐμοῦ | ||
| εἰ κυνὸς τροφὴν ἐσθίεις , τῷ ὁμογενεῖ καὶ ὁμοιοτρόπῳ μάχεσθαι διανοῇ ; λέγει δὲ ἑαυτὸν κυνοκέφαλον διὰ τὸ ἀναιδὴς εἶναι |
| ἐποίησας : Χαιρέας , ὁ μηδὲ δοῦλον μηδέποτε πλήξας , ἐλάκτισε καιρίως με τὴν φιλοῦσαν : εἶτά με τυμβωρύχων χερσὶ | ||
| τινὸς θαυμάσαντος , εἰπεῖν , “ εἰ δέ με ὄνος ἐλάκτισε , δίκην ἂν αὐτῷ ἐλάγχανον ; ” καὶ ταῦτα |
| αὐτὸ ἔξω ζητεῖτε ; ἐν σώματι οὐκ ἔστιν . εἰ ἀπιστεῖτε , ἴδετε Μύρωνα , ἴδετε Ὀφέλλιον . ἐν κτήσει | ||
| , ἦ μὴν οὐκ ἐγερεῖσθαι τὸ τεῖχος . εἰ δὲ ἀπιστεῖτε , τοὺς ἀρίστους ἐκπέμψατε κατασκόπους ἐμὲ κατασχόντες . οἱ |
| γὰρ ἄλλους νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς . τὸ δεῖνα δ ' ἐσθίεις ; τουτι κακόνωτα πλοῖα Κωπᾷδας λέγεις ; ἀγρίως γε | ||
| γε μὴν χυλὸν αὐτῶν εἰ παραμιγνύων ἐπτισμένῃ καὶ ἡψημένῃ κρίθῃ ἐσθίεις , ἤ τινι τοιούτῳ ἐδέσματι , μάλιστα δὲ τῷ |
| ἑπτακτύπου καὶ ἑπταχόρδου φόρμιγγος θέλων καὶ ἀποδεχόμενος , ἄθρησον καὶ ἐπίσκεψαι , εἰ ἄριστόν ἐστιν , ἀντόμενος καὶ συναντώμενος , | ||
| , ὦ Σιμωνίδη , εἰδέναι ὅτι ἀληθῆ λέγω , ὧδε ἐπίσκεψαι . βεβαιόταται μὲν γὰρ δήπου δοκοῦσι φιλίαι εἶναι γονεῦσι |
| ; ἂν μέτριον , μενῶ : ἂν λίαν πολύν , ἐξέρχομαι . τούτου γὰρ μεμνῆσθαι καὶ κρατεῖν , ὅτι ἡ | ||
| δῷς , ἀλλ ' ἀπόδος . καὶ δὴ φέρους ' ἐξέρχομαι . Ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσθόμην τότε . Παραγεύσεταί σοι |
| προβολὴν ἔχωσι τοῦ ἡλίου : ἅμα δὲ καὶ τῷ μὴ πολύρριζα τυγχάνειν οὐκ ἐνοχλοῦνται κατὰ τὰς τροφάς . Εἰ γὰρ | ||
| τῶν καυλῶν ἀποφύσεις ἔχει πλὴν κυάμου : τὰ δὲ σιτηρὰ πολύρριζα πολλοὺς μὲν ἀνίησι βλαστούς , ἀπαράβλαστοι δὲ οὗτοι , |
| δ ' αὐχέσιν τεύχη φέρονται κενά , βορᾶς κεχρημένοι , κρωσσούς θ ' ὑδρηλούς . ὦ ταλαίπωροι ξένοι : τίνες | ||
| Κρατίνῳ οὐδ ' ὀξύβαφον οἰνηρὸν ἐπικεκτήσεται . καὶ Αἰσχύλος μήποτε κρωσσούς μήτ ' οἰνηροὺς μήθ ' ὑδατηρούς λιπεῖν ἀφνεοῖσι δόμοισιν |
| κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , | ||
| , ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν |
| . τοιοῦτόν τι καὶ σὺ ὑπομίμνῃσκε σεαυτόν , ὅτι θνητὸν φιλεῖς , οὐδὲν τῶν σεαυτοῦ φιλεῖς : ἐπὶ τοῦ παρόντος | ||
| . . . . . . . . Στράτιε , φιλεῖς δήπου με . μᾶλλον τοῦ πατρός : ὁ μὲν |
| . μῆλά τε γάρ τοι ἐγώ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ ' ἀγˈρούς τε πάντας , τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων | ||
| δ ' ὄντ ' ἀποδίδωμι τῆι κόρηι : τροφεῖ ' ἀφίημ ' , οὐδὲν ἀξιῶ λαβεῖν . εὑρισκέτω τὸν πατέρα |
| ἄλλους δέ τινας κόσμους ὀνομάζουσιν οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι , λῆρον , ὀχθοίβους , ὄλεθρον , ἑλλέβορον , πομφόλυγας , βάραθρον , | ||
| κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν |
| . Θεαίτητος δὲ τοὺς κηροὺς τοὺς ἔχοντας τῶν κηφήνων τοὺς γόνους , οἵτινες ἡδὺ ποιοῦσι βρῶμα . οἱ δὲ κοινότεροι | ||
| ἑρπετῶν , τὸν δ ' ἰχνεύμονα τῶν κροκοδείλων παρατηροῦντα τοὺς γόνους τὰ καταλειφθέντα τῶν ὠιῶν συντρίβειν , καὶ ταῦτ ' |
| τι κεράμου κλάσμα μικρόν : εἶτ ' ἐπ ' ἐκείνῳ πάσσαλον τιθέασιν εἰς τὸν βόθρον ὁρῶντα καὶ τῷ πασσάλῳ κεράμου | ||
| ἐν αὐτῷ καὶ ἐπαγαγὼν καλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην σου „ , πάσσαλον συμβολικῶς φάσκων τὸν ἐξορύσσοντα λόγον τὰ κεκρυμμένα τῶν πραγμάτων |
| κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν βαθύν , ψιμύθιον , | ||
| οἱ κριταί , καὶ τῷ νικήσαντι μὴ ταινίας ἀλλὰ φιλήματα ἀναδήματα παρὰ τῶν κριτῶν γενέσθαι . ἐπεὶ δὲ ἐξέπεσον αἱ |
| μεταστήσειε τὰ φυτὰ ἀπὸ τῶν ἀρουρῶν τῶν σπειρομένων . Γ τριαινοῦν : ἠρέμα σκάπτειν καὶ ἐπισύρειν τὰς βώλους ὑπὲρ τοῦ | ||
| ἔγωγ ' ἤδη ' πιθυμῶ καὐτὸς ἐλθεῖν εἰς ἀγρὸν καὶ τριαινοῦν τῇ δικέλλῃ διὰ χρόνου τὸ γῄδιον . Ἀλλ ' |
| δεινῶς καὶ δυσθεράπευτα ἔχοντας τὰ σώματα ἁλισπάρτους καλεῖ . . ἁλοᾶν δασύνεται , τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν : ἀλοιᾶν | ||
| κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν καὶ |
| παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον . τὰ μέγιστα δ ' οὐκ εἴρηκα τούτων . | ||
| παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς ' οὐδεὶς μνημονεύσειέν ποτε |
| ; ” . κτύπον δέδορκα ] κατανοῶ . ὃ γὰρ κατανοῶ , τοῦτο δέδορκα τοῖς τοῦ νοῦ ὀφθαλμοῖς . πάταγος | ||
| γίνεται . ὅταν με καλέσῃ πλούσιος δεῖπνον ποιῶν , οὐ κατανοῶ τὰ τρίγλυφ ' οὐδὲ τὰς στέγας , οὐδὲ δοκιμάζω |
| σμινύης καὶ ἐρρωμένως τῇ γῇ ἐμβάλλειν , ἀνακύψαντα δὲ „ λυπῶ σε ” , φάναι ” ὦ Δημήτριε , τὸν | ||
| . Ἡνία , ὁ χαλινὸς , ἀπὸ τοῦ ἀνιῶ τὸ λυπῶ , κημὸς ἀπὸ τοῦ κάμνω , φιμὸς ἀπὸ τοῦ |
| εἴχετο χείλευς : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὺ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις , ἁνίκα δὴ καὶ σαῦρος ἐν αἱμασιαῖσι καθεύδει , | ||
| αὐτός φησι : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις ; ἔνιοι δὲ τὸ Σιμιχίδα ἐπώνυμον εἶναι λέγουσιδοκεῖ γὰρ |
| οὐχὶ Ἀθηναίων μόνον ἢ Λακεδαιμονίων ἢ Νικοπολιτῶν , εἶτα καὶ δέρεσθαι δεῖ τὸν εἰκῇ ἐξελθόντα , πρὸ δὲ τοῦ δαρῆναι | ||
| ἐπειδὴ μέσου δευτέρου ἀορίστου ἐστίν . προπαρωξύνθη δὲ ὁμοίως τῷ δέρεσθαι καὶ φέρεσθαι ἐνεστῶτος : οὕτως καὶ ἐπὶ τοῦ λιτέσθαι |
| τοῦ αὐτοῦ σοφιστοῦ συγκείμενος . Λέγει γὰρ ὡς οὐδέν ἐστιν ἀδικώτερον φήμης , ἀγοραῖα τεκμήρια καὶ παντελῶς ἀκόλουθα τῷ αὑτοῦ | ||
| πάντα κελεύουσιν ὑπηρετεῖν προσδεδωκότες , οὗ τί γένοιτ ' ἂν ἀδικώτερον ; διότι σε νοσήσαντα χαλεπῶς οὕτως ἀνέστησα , διὰ |
| ἔργῳ δηλώσῃς τὴν νόσον : εἰ τὸ μηδὲν ἄξιον φόβου φοβῇ , πάντα ἂν φοβηθεῖσαν γνῶθι σαυτήν : φοβοῦμαι μὴ | ||
| ' ὥς ς ' ἀπαλλάξω φόβου : μὴ κατὰ τοῦτο φοβῇ . καὶ γὰρ ἦλθον ἵνα σε ἀπαλλάξω φόβου . |
| , ἢ ἐκείνη ἡ θεὸς ἡ Ἀθηνᾶ λέγει : Ἐκεῖσε βλέψον : ὁρᾷς τουτὶ τὸ ὑπὲρ κεφαλῆς θέαμα , τὸ | ||
| χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . . πολισσοῦχοι χθονὸς |
| τὸ συνέδριον . βίον ἀνδρικὸν πωλῶ , βίον ἄριστον καὶ γεννικόν , βίον ἐλεύθερον : τίς ὠνήσεται ; Ὁ κῆρυξ | ||
| παρθένους ἐπὶ τοῖς λαμπροτάτοις τῶν κατορθωμάτων , ὅπου τι καὶ γεννικόν ἐστιν ἐπίταγμα καὶ τῆς Ὁμηρικῆς θειότητος ἄξιον , οὐκ |
| κεφαλὴν καὶ εὑρὼν αὐτὴν ψιλὴν ἔφη : Μέγα κάθαρμα ὁ κουρεύς : πλανηθεὶς γὰρ ἀντὶ ἐμοῦ τὸν φαλακρὸν διύπνισεν . | ||
| γοῦν Φιλύλλιος ἐν Πόλεσιν ἀνθρακοπώλης , κοσκινοποιός , κηπεύς , κουρεύς . φῷδες δὲ αἱ ἀπὸ τῆς φλογὸς φλύκταιναι , |
| μ ' οὔπω δύνασαι περὶ τούτου , ἀλλὰ φλυαρεῖς καὶ πτερυγίζεις . Καὶ πῶς φεύγουσί ς ' ἅπαντες ; Ὅτι | ||
| καὶ ταῦτα ἀδίκως ἐκ τῶν κοινῶν , γίνονται ἄδικοι . πτερυγίζεις : ἀντὶ τοῦ “ μάταια καὶ κοῦφα διαλέγῃ ” |
| δει διὰ διφθόγγου γράφονται , οἷον ἀκηδεί , ἀσπουδεί , ἀφειδεί πλὴν τοῦ προκληδί , πασσηδί , ἐνθαδί , τοιαδί | ||
| δει διὰ διφθόγγου γράφονται , οἷον ἀκηδεί , ἀσπουδεί , ἀφειδεί πλὴν τοῦ προκληδί , πασσηδί , ἐνθαδί , τοιαδί |
| , πρόσεχ ' οἷς φράζω . χάσκεις οὗτος ; βλέψον δευρί : πῶς αὐτὰ φράσεις ; αὐτίκ ' ἐρῶ σοι | ||
| ἴσμεν μανθάνω ; οὐδὲν μὰ Δί ' , ἀλλὰ κατακλινεὶς δευρί τί δρῶ ; ἐκφρόντισόν τι τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων . |
| τὸν ἄρνα συλλαβών τε καὶ τρώγων “ ἀλλ ' οὐκ ἄδειπνον ” εἶπε “ τὸν λύκον θήσεις , κἂν εὐχερῶς | ||
| . Ψακάδος ] ἐπειδὴ προσέρραινε τοὺς ὁμιλοῦντας διαλεγόμενος . ἀπέλυσεν ἄδειπνον : ἀπέκλεισε δείπνων . ἀντὶ τοῦ ἀπεστέρησε τοὺς μισθούς |
| δὲ τοῦ ; σόν , φησιν ? [ ] . ἀπόλωλας : φενακίζεις με . ἐγώ ; εἰδότα γ ' | ||
| καὶ πολλῶν ἐπαίνων ἀξία τῆς εὐγενοῦς προαιρέσεως , οἴχῃ καὶ ἀπόλωλας οὐχ ὑπομείνασα τυραννικὴν ὕβριν , ἁπάσας ὑπεριδοῦσα τὰς ἐν |
| εἰπὼν περὶ πάντων ἐδήλωσεν . οὐ γὰρ δήπου , ὦ Θεόμνηστε , εἰ μέν τίς σε εἴποι πατραλοίαν ἢ μητραλοίαν | ||
| ἐμῶν ἐρώτων κρίσις , ἤδη φέρε . Παιδιᾶς , ὦ Θεόμνηστε , καὶ γέλωτος ἡγῇ τὴν διήγησιν ; ἡ δ |
| ; πάλιν λέγω : ὁ δεσπότης ἐν τῶι φρέατι . Σώστρατε , ἔξελθε δεῦρ ' : ἡγοῦ , βάδιζ ' | ||
| ' ἴσως μᾶλλον παρ ' ἡμῖν . οὐκ ἐθελήσει , Σώστρατε . σύμπεισον αὐτόν . ἂν δύνωμαι . δεῖ πότον |
| θορύβει . μὴ τοίνυν τὰ τοιαῦτα φλυάρει , ἀλλ ' ἀπόρριψον καὶ ἔα καὶ μὴ μέμνησο πολέμων καὶ μαχῶν . | ||
| . Ἰδού σοι ὁ πλοῦτος ἀπέρριπται . Καὶ τὸν τῦφον ἀπόρριψον , ὦ Λάμπιχε , καὶ τὴν ὑπεροψίαν : βαρήσει |
| . . . . . , . καὶ Δημοσθένης δὲ κωφὸν καὶ φαλακρόν που λέγει , ὡς τοῦτον ὄντως ἔγραψεν | ||
| ἐποίησε τοὺς πολίτας καὶ ὀκτὼ μέρη τὴν πόλιν . παρὰ κωφὸν ἀποπέρδειν : παροιμία ἐπὶ ἀναισθήτων . παραλοῦμαι : παροιμιακῶς |
| αὑτῷ πονεῖ . Τῷ γάρ με μᾶλλον εἰκὸς ἢ ' μαυτῷ πονεῖν ; Σὸν ἆρα τοὔργον , οὐκ ἐμὸν κεκλήσεται | ||
| ἀγαθὸν τύχω τοῦ κακοδαίμονος . ΓΘ φέρε νῦν ἐγὼ ' μαυτῷ : μόνος γενόμενος καὶ μηκέτι κωλυόμενος ὑφ ' ἑτέρου |
| : ἐπὶ τῶν ἐξαπατᾶν βουλομένων τοὺς ὁμοίους . Ἀλώπηξ οὐ δωροδοκεῖται : ἐπὶ τῶν οὐ ῥᾳδίως ἁλισκομένων . Ἄλλως ᾄδεις | ||
| οὐκ ἔστιν αὐτῷ : ἐπὶ τοῦ ἀηδοῦς . Ἀλώπηξ οὐ δωροδοκεῖται : ἐπὶ τῶν οὐ ῥᾳδίως ἁλισκομένων . Ἀεὶ φέρει |
| ἀπόσχῃ , μὴ ἀφῇς . μωλύειν : τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν . καὶ μωλύον κρέας λέγεται τὸ ἠρέμα | ||
| καὶ τὴν δύναμιν μεγάλην ἔχειν , τὸ μέντοι στόμα μὴ διέλκειν : ὃ ποιεῖν τοὺς πολλὰ μὲν λαλοῦντας , ἀδύνατα |
| : τύπτων λοιδορεῖσθαι : ὑβρίζειν πρῖνος : εἶδος ξύλου οὐκ ἀναδύομαι : οὐ φοβοῦμαι , οὐ παραχωρῶ ἐμμέλειαν : τὴν | ||
| , καὶ σφόδρα ὢν ἐγγὺς ἤδη καὶ πρὸς αὐτῶι παντελῶς ἀναδύομαι . καὶ τῶν πρότερόν μοι μεταμέλει μηνυμάτων : λέγει |
| ἐμπεριπατήσειεν ; Ἐπεὶ δὲ ἐν τοῖς ἄλλοις καὶ τὸν Ὅμηρον ἐπρίω πολλάκις , ἀναγνώτω σοί τις αὐτοῦ λαβὼν τὴν δευτέραν | ||
| σύνοιδ ' αὐτῷ κακά . Τί δαί ; κυνίδιον λεπτὸν ἐπρίω τῇ θεᾷ εἰς τὰς τριόδους ; Ἆισον δή μοι |
| ἔσται καὶ τὰ ἐνθάδε οὐκ ἐπικωλύσει , ἢν ὑμεῖς ὀρθῶς βουλεύησθε . οἱ γὰρ πατέρες ἡμῶν τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ | ||
| σωφρονῆτε καὶ καλῶς καὶ ὑπὲρ ὑμῶν αὐτῶν καὶ τῆς πόλεως βουλεύησθε : ἀλλὰ δέξεσθε ⌈ ⌉ τὴν ἀγαθὴν τύχην , |
| , ἐσθίει μέχρι ἂν διδῷ τις ἢ λάθῃ διαρραγείς . τοιοῦτ ' ἔχει ταμιεῖον ὥσπερ οἰκίας . μὰ τὴν Ἀφροδίτην | ||
| μόνον ποιεῖτε τοῖς ὀπτοῖσι μήτ ' ἀνειμένον , τὸ γὰρ τοιοῦτ ' οὐκ ὀπτὸν ἀλλ ' ἑφθὸν ποιεῖ : μήτ |
| λαβόντα θερμοὺς ἐσχαρίτας , πῶς γὰρ οὔ ; τούτους ἀνειλίττοντα βάπτειν εἰς γλυκύν . καὶ Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : καὶ | ||
| λαβόντα θερμοὺς ἐσχαρίτας , πῶς γὰρ οὔ ; τούτους ἀνειλίττοντα βάπτειν εἰς γλυκύν . Θάσιον ἔγχει . . ὃ γὰρ |
| συλλαβὰς , διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , πλύνω : δύνω : μολύνω : κρατύνω : φαιδρύνω : | ||
| μακρῷ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : δύνω θύνω πλύνω φύνω μηκύνω πλατύνω ταχύνω τραχύνω . σεσημείωται τὸ βυνῶ |
| , τοῦ χρώματος δ ' ἐμπρησθέντος ἢ ἑλκωθέντος μισεῖσθαι . τηλέφιλον : ῥιζίον τι θαμνῶδες , κάτωθεν δὲ ἀναβαίνει τρίκλωνον | ||
| ὅκα μοι , μεμναμένῳ εἰ φιλέεις με , οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα , ἀλλ ' αὔτως ἁπαλῷ ποτὶ |
| καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι καὶ κύλικ ' εὔζωρον , ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ . τὴν εἰρεσιώνην ] | ||
| μέλι τε ὡς κάλλιστον λειχέτω , καὶ οἶνον αὐτίτην πινέτω εὔζωρον . Ἢν δὲ τοῦ εἰλεοῦ ἀφέντος πυρετὸς αὐτὸν ἐπιλάβῃ |
| , ψιμύθιον , μύρον , κίσηριν , στρόφι ' , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραι ' , ὑπογράμματα | ||
| βαθύν , ψιμύθιον , μύρον , κίσηριν , στρόφον , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραια , ὑπογράμματα , |
| ἄελλα μὲν ἄημα συνεστραμμένον , θύελλα δὲ ἄελλα θύουσα καὶ ὁρμῶσα . ἆθλος καὶ ἆθλον διαφέρει . ἀρσενικῶς μὲν γὰρ | ||
| ἄτονος ᾖ , ὑπὸ τῶν στυφόντων ῥωννυμένη καὶ πρὸς ἔκκρισιν ὁρμῶσα . ἐὰν δέ τις τὸ ἀνάπαλιν πράξῃ καὶ προλάβῃ |
| Ἀριστοφάνης [ ἐν Σφηξίν : “ ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον : βέμβικες ἐγγενέσθων ] ? ” . ἔνιοι ? [ ] | ||
| καὶ φερόμενον εἰς τὰς κοίλας καθίπταται δρῦς . καὶ αἱ βέμβικες δὲ τῶν σφηκωδῶν εἰσιν εἶδος μελισσῶν , ἃς ἔνιοι |
| ' ἐπ ' ἀκταῖς νομάδα κυματοφθόρον ἁλιαίετον : τὸν παῖδα χερσεύειν μόρος . εἰ μὲν γὰρ ἐκ γῆς εἰς θάλασσαν | ||
| ὁμοίως ἀρδευομένη δαψίλειαν οἴνου τοῖς ἐγχωρίοις παρασκευάζει . οἱ δὲ χερσεύειν ἐάσαντες τὴν χώραν τὴν ἐπικεκλυσμένην καὶ τοῖς ποιμνίοις ἀνέντες |
| ἀλλοτρίας ἐπινοίας αὐτοῖς αὐλοῖς ὁρμᾷ καὶ γλωττοκομείῳ . εἰ μὴ τεθέασαι τὰς Ἀθήνας , στέλεχος εἶ , εἰ δὲ τεθέασαι | ||
| μὴ τεθέασαι τὰς Ἀθήνας , στέλεχος εἶ , εἰ δὲ τεθέασαι μὴ τεθήρευσαι δ ' , ὄνος , εἰ δ |
| οὗ μέλλων εἰδήσω : τοῦ εἰδῶ παράγωγον εἴδημι , ὡς τιθῶ τίθημι , δεύτερον πρόσωπον εἴδης , ἐπεκτάσει εἴδησθα , | ||
| θ ' οἷ θέλεις σπεύδῃς , ἐγώ τε τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ . Αὐτοῦ γε πρῶτον βαιὸν ἀμμείνας ' , ὅπως |
| Ζωρότερον ὁ ποιητής , σὺ δὲ λέγε εὔζωρον κέρασον καὶ εὐζωρότερον , ὡς Ἀριστοφάνης καὶ Κρατῖνος καὶ Εὔπολις . Χειρσὶν | ||
| . Δίφιλος δὲ τὸν ἄκρατον νοεῖ : ἔγχεον πιεῖν . εὐζωρότερον . τὸ γὰρ ὑδαρὲς ἅπαν τοῦτ ' ἔστι τῇ |
| , προπερισπῶνται . Πᾶν μονοσύλλαβον προστακτικὸν μακροκαταληκτούμενον περισπᾶται : θλᾶ κλᾶ ζῆ τῆ . βραχυκατάληκτον δὲ ὀξύνεται : σπές σχέ | ||
| ἐμαυτόν . Ἀφ ' οὗ κωμῳδικὸν μορμολυκεῖον ἔγνων . Μὴ κλᾶ ' . ἐγώ σοι βουκέφαλον ὠνήσομαι . Ψῆχ ' |
| . φῦ φῦ : Φυσᾷ πάλιν . εἰ τὼ μὲν ξύλω : Δυϊκῶς πάλιν τὼ ξύλω . λέγει δὲ ἃ | ||
| Νικόλαοι : πρόσκειται χωρὶς τῶν οὐδετέρων , ἐπειδή ἐστι τὼ ξύλω καὶ τὼ δένδρω ἡ εὐθεῖα τῶν δυϊκῶν , καὶ |
| ἐξ ἀποφθέγματος . Αἰθίοπα σμήχεις : ὁμοία τῇ : Χύτρας ποικίλλεις . Ὠὸν τίλλεις . Αἰσχρόν τοι δῆρόν τε μένειν | ||
| πάντα κινούντων καὶ μηδὲν περαινόντων . ἴση τῇ : Χύτραν ποικίλλεις Ὑπερδεᾶ δῆμον : τὸν ὑπερβαλλόντως ἐνδεᾶ , ἐλλιπῆ ὄχλον |
| ὑός : ὡς ναὶ τὸν Ἑρμᾶν , αἴπερ εἱξεῖτ ' οἴκαδις ἄπρατα , πειρασεῖσθε τᾶς λιμῶ κακῶς . Ἀλλ ' | ||
| κάκιστ ' ἀπολουμένα ; Πάλιν τυ ἀποισῶ ναὶ τὸν Ἑρμᾶν οἴκαδις . Κοῒ κοΐ . Αὕτα ' στὶ χοῖρος ; |
| ἀγαθῶν , ἢ ὅτι ἡμεῖς διὰ σὲ ζῶμεν . . διδάσκου : Μάνθανε τοῦτο ἐξ ἐμοῦ . Θ . . | ||
| . . φίλτατ ' ] προσφιλέστατε . , ἠγαπημένε . διδάσκου ] μάνθανε . . σοι ] παρέλκον ἀττικῶς , |
| . τὸ δεύτερόν σοι , Πυρρίη , πάλιν φωνέω , ὄκως ἐρεῖς Ἔρμωνι χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν | ||
| τις οὐχὶ σύνδουλον αὐτὸν σπαράσσειν ἀλλὰ σημάτων φῶρα . ὀρῆις ὄκως νῦν τοῦτον ἐκ βίης ἔλκεις ἐς τὰς ἀνάγκας , |
| κρατεῖν φιλονεικοῦσι τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν | ||
| , δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον |
| κυρτίδι ] ὑλιστῆρί τινι ἐκ σχοίνων πεπλεγμένῳ κατὰ τοὺς ἰχθυβόλους κύρτους νοτέουσαν ] τὴν ὑγράν . τὴν μοσχεύματα φύουσαν κατὰ | ||
| ἀέρα τῆς θήρας ἐστὶν ὁδός , καὶ λεπτὰ λίνα καὶ κύρτους φέρειν ὑπὸ μάλης ἐλαφροτάτους , ἔστι δ ' ὅτε |
| μέντοι οὐδὲν λέγω . Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὠγαθέ , ἐννενόηκά τι σμῆνος σοφίας . Ποῖον δὴ τοῦτο | ||
| τίνος σοι φῶμεν μάλιστ ' εἰρῆσθαι τοῦτον τὸν λόγον ; Ὠγαθέ , καὶ αὐτὸς ἐμαυτοῦ νυνδὴ κατεγέλασα . ἀποβλέψας γὰρ |
| κομίζει προσπόλων ὅδ ' ἐγγύθεν . Αἶρ ' αὐτόν , αἶρε δεῦρο : ταρβήσει γὰρ οὔ , νεοσφαγῆ που τόνδε | ||
| δέδρακεν , ὀρχούμενος ὅστις ἀπήλλαξεν χορὸν τρυγῳδῶν . Αἶρ ' αἶρε μᾶζαν ὡς τάχος τῷ κανθάρῳ . Ἰδού . Δὸς |
| στρόφον , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραια , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' | ||
| , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραι ' , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' |
| τὸν τελευταῖον . Ἡ δ ' ἐλθοῦσα πλησίον τούτου , ἔδακεν εὐθὺς τὴν ῥίνα ταύτης , καὶ δακὼν ἀπέκοψεν εἰς | ||
| συμμαχούντων ὅτε τὴν ὕδραν ἀνῄρει , ἐκ τῆς λίμνης ἐκπηδήσας ἔδακεν αὐτοῦ τὸν πόδα , καθάπερ φησὶ Πανύασις ἐν Ἡρακλείᾳ |
| τὰ πρῶτα , μέϲφι ἂν ἡ φλεγμαϲίη [ ἢ ] πιέζῃ , εὖτε καὶ πόνοι μέζονεϲ καὶ ῥίγεα , καὶ | ||
| ἂν ἡ σανὶς , ᾗ μάλιστα ἐξέστηκε , ταύτῃ μάλιστα πιέζῃ ἐπιτεθεῖσα . Ὅταν δὲ ἐπιτεθῇ , τὸν μέν τινα |
| τῆλε δ ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα , ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ ' , ὅ | ||
| χρυσάμπυκας ἵππους ” φησίν . ὅταν δὲ λέγῃ “ ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε , ” κόσμον τινὰ ἔοικε περὶ τὴν κεφαλὴν |