εἰπὼν περὶ πάντων ἐδήλωσεν . οὐ γὰρ δήπου , ὦ Θεόμνηστε , εἰ μέν τίς σε εἴποι πατραλοίαν ἢ μητραλοίαν
ἐμῶν ἐρώτων κρίσις , ἤδη φέρε . Παιδιᾶς , ὦ Θεόμνηστε , καὶ γέλωτος ἡγῇ τὴν διήγησιν ; ἡ δ
8111415 γραυ
κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων . ζωμὸν ποιῶ θερμὸν ἰχθὺν ἐπαναπλάττων ,
Πρόσφερε δεῦρο δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν .
8078433 χεσειν
ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι .
' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω
8071110 φιλησον
λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . Λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . πολλῶν μαθητῶν γενομένων ἐμοί , Λύκε
τῇ πρὸς τὸ ἀνὰ μέσον ἀρετῆς καὶ κακίας ἀδιαφορίᾳ . φίλησον τὸ ἀνθρώπινον γένος . ἀκολούθησον θεῷ . ἐκεῖνος μέν
7995358 πυθηαι
: Ἀντίλοχ ' εἰ δ ' ἄγε δεῦρο διοτρεφὲς ὄφρα πύθηαι λυγρῆς ἀγγελίης , ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι . ἤδη
' ὀΐω ῥιγήσειν πόλεμόν γε καὶ εἴ χ ' ἑτέρωθι πύθηαι . Ὣς ἔφαθ ' , ἣ δ ' ἀλύους
7964284 Τειρεσια
κρᾶτα σεῖσαι πολιόν ; ἐξηγοῦ σύ μοι γέρων γέροντι , Τειρεσία : σὺ γὰρ σοφός . ὡς οὐ κάμοιμ '
βαίνων ἤλυσιν μόλις περῶ . θάρσει : πέλας γάρ , Τειρεσία , φίλοισι σοῖς ἔσθ ' ὁρμίσαι σὸν πόδα :
7856466 Αὐλει
σφάττουσιν ἡμῶν δέλφακα . Θύννων τε λευκῶν Σικελικῶν ὑπήτρια . Αὐλεῖ γὰρ σαπρὰ αὕτη γε κρούμαθ ' οἷα τἀπὶ Χαριξένης
σφάττουσιν ἡμῶν δέλφακα . Θύννων τε λευκῶν Σικελικῶν ὑπήτρια . Αὐλεῖ γὰρ σαπρὰ αὕτη γε κρούμαθ ' οἷα τἀπὶ Χαριξένης
7843853 ἀνασταντος
κάθηται καὶ ἄλλη πάλιν προχειρίζεται ἡ λέγουσα ὅτι Σωκράτης , ἀναστάντος αὐτοῦ , οὐ κάθηται . εἰ δὲ καὶ δῶμεν
ἵνα προθείη τὴν δοκιμασίαν τῶν νόμων . θορύβου δ ' ἀναστάντος οἱ παρεσκευασμένοι τὰ ξιφίδια ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς ὑπάτους ἀντιλέγοντας
7805408 διακονησω
οὔτε προΐσασιν οὐδὲν οὔτε λέγουσιν . Γ βαλανεύσω Γ : διακονήσω , ὑπουργήσω . Γ βαλανεύσω : ἐγχέω ἐμαυτῷ τῶν
. ≌ . . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . :
7801473 ἀνωμεν
. Καὶ μὴν ὁμοῦ ' στιν ἤδη . Μή νυν ἀνῶμεν , ἀλλ ' ἐπεντείνωμεν ἀνδρικώτερον . Ἤδη ' στὶ
κοινωνὸς εἶναι τετορήσω : σαφηνίσω , φράσω ξύλλαβε : βοήθει ἀνῶμεν : ἐνδῶμεν , ἐάσωμεν μυριάμφορον : πολύτιμον ἰπνόν :
7793620 νουθετεις
λόγους . σὺ δ ' ἐκτὸς ὤν γε συμφορᾶς με νουθετεῖς . ὁ πολλὰ δὴ τλὰς Ἡρακλῆς λέγει τάδε ;
ὢν καὶ ταῖς ἄλλαις ἁπάσαις ὡς ἀνεπίληπτος εἰς πονηρίαν οὕτω νουθετεῖς . Ἀχθομένῳ σοι βαρέως ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς τελευτῇ
7790944 ἀκυλους
συκάμινος συκάμιν ' , ὁρᾷς , φέρει , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . ἀσυμβόλου
συκάμινος συκάμιν ' , ὁρᾷς , φορεῖ , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . Πίνους
7775592 Λεγεις
ἡμῖν παρέσονται ἱππεῖς μὲν τετρακισχίλιοι , πεζοὶ δὲ δισμύριοι . Λέγεις σύ , ἔφη ὁ Κῦρος , ἱππέας μὲν ἡμῖν
προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι τρόπον τινὰ καλῶς εἰσιν εἰρημένοι . Λέγεις εὖ : πειρῶ δ ' ἔτι σαφέστερον ἡμῖν σημῆναι
7773246 στραγγευομαι
ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ ,
⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα
7764704 Λεγ
Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ
μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή
7761724 ἀφησω
οὐδέν . τὸ γὰρ ὡς καὶ αὐτὸς ὑβρίζομαι , τούτοις ἀφήσω : πάλαι γὰρ τοῦτο αὐτοῖς ἐν μελέτῃ . σπινθῆρα
με ἀπελθόντες καταλίποιτε , βρόχον πλεξαμένη τὴν ψυχήν μου οὕτως ἀφήσω . ” ἐγὼ δὲ ὡς ταῦτα ἤκουσα , τὸ
7759766 ὠλεναισι
ὑποσκίοισιν ἐν ψυκτηρίοις . Εὐριπίδης Φαέθοντι : ψυκτήρια δένδρεα φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . καὶ ὁ τὸν Αἰγίμιον δὲ ποιήσας εἴθ
ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος ἄγωνον ⌊
7757682 κουρευς
κεφαλὴν καὶ εὑρὼν αὐτὴν ψιλὴν ἔφη : Μέγα κάθαρμα ὁ κουρεύς : πλανηθεὶς γὰρ ἀντὶ ἐμοῦ τὸν φαλακρὸν διύπνισεν .
γοῦν Φιλύλλιος ἐν Πόλεσιν ἀνθρακοπώλης , κοσκινοποιός , κηπεύς , κουρεύς . φῷδες δὲ αἱ ἀπὸ τῆς φλογὸς φλύκταιναι ,
7752668 γιεʹ
ιβʹ , καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις μιᾶς ὥρας τὸ γιεʹ . Ἡ δὲ Προκόννησος [ ] ἔχει τὴν μεγίστην
∠ ʹγ , καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς ἀνατολὰς ὥρᾳ μιᾷ γιεʹ . Τῶν δὲ τῆς Καρμανίας διασήμων πόλεων : ἡ
7750704 Γυναι
Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ
πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς
7750637 δρασειεις
λοιποὶ προπαροξύνουσιν , ὡς ὁ Τίμαιος . ὦ Ζεῦ τί δρασείεις : ἀντὶ τοῦ “ δρᾶν διανοῇ ” . τί
σου τεθηγμένη . Ὦ δέσποτ ' Αἴας , τί ποτε δρασείεις φρενί ; Μὴ κρῖνε , μὴ ' ξέταζε :
7747069 ἀποσοβησον
ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι
καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος
7746091 Χαιρεα
εἰκόνα τὴν Χαιρέου καὶ καταφιλοῦσα “ ἀληθῶς ἀπόλωλά σοι , Χαιρέα ” φησί , “ τοσούτῳ διαζευχθεῖσα πελάγει . καὶ
ἀλύοντι “ κἀμοὶ ” φησὶν “ υἱὸς ἦν , ὦ Χαιρέα , σὸς ἡλικιώτης , πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν
7741986 τυπτησειν
: τούς τε προσερχομένους εἰς τὸ τεῖχος εἰς τὰ ψιλὰ τυπτήσειν καὶ αὐτοὺς εὐχερῶς ὑπεξελεύσεσθαι καὶ πάλιν τὰς ἀποχωρήσεις ἀσφαλῶς
Ἕλληνες . τῖφυν Ἀττικοί , ἐφιάλτην ἢ ἐπιάλτην Ἕλληνες . τυπτήσειν Ἀττικοί , παίσειν Ἕλληνες . τροπίαν καὶ ἐντροπίαν Ἕλληνες
7739934 γλυκυτατ
χοῦς κεκραμένου οἴνου : λαβὼν ἔκπιθι τοῦτον . ἐπεφαρμάκευσο , γλυκύτατ ' , ἀναλυθεὶς μόλις . εὖ ἴσθι , κἀγὼ
οἷ ' αὐτὸς ἐργάζει κακά . Ἀλλ ' , ὦ γλυκύτατ ' Εὐριπίδη , τουτὶ μόνον , δός μοι χυτρίδιον
7734187 βαλανευσω
: ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας
. Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων
7730766 καθου
ἠγρηγόρειν καὶ ἐγρηγόρειν ἡμίγραφον , ἡμιλάσταυρον , ἡμιφυές ἡμιώριον Ἰκόνιον κάθου καλαθίσκος κατάστικτον κατεγνυπωμένως κνύειν κοιτών κολλυβιστής κουρίδα κύμινον Κυραννή
ἐμβολήν . οὐχ ὅτι γ ' ἐκεῖνος ἔλαχεν . οἰμώζων κάθου . σὺ δ ' οὐκ ἀνεῖχες σαυτὸν ὥσπερ εἰκὸς
7727265 χεσαι
ἀπάρτι . χεσείω ] ὀρέγομαι χεσεῖν : αἰολικῶς , ἐπιθυμῶ χέσαι . , παίζω . . ⌈ χεσείω ⌈ αἰολικὸν
. καὶ εἰ εὐσεβές ἐστι καὶ εἰ μὴ εὐσεβές , χέσαι ἔχω . ὡς ὑπὸ τοῦ φόβου προειλημμένος καὶ μὴ
7722066 καταγελᾳς
τὰ πρήγματα ὑμέων καὶ αὐτοὶ ὑμέες . Πῶς λέγεις ; καταγελᾷς ἡμῶν ἁπάντων καὶ παρ ' οὐδὲν τίθεσαι τὰ ἡμέτερα
ἐκπλήττωνται καθάπερ ἐπὶ τοῖς ἀσαφέσι τῶν χρησμῶν . ὁρᾷς ; καταγελᾷς μου καὶ σὺ ἐν τῷ μέρει . Οὐ τοσοῦτον
7721953 κατακειμαι
τέθνηκας ζητῶν ἐμὲ , ἐγὼ δὲ ζῶ καὶ τρυφῶ , κατάκειμαι δὲ ἐπὶ χρυσηλάτου κλίνης μετὰ ἀνδρὸς ἑτέρου . πλὴν
ἔστιν , ἡ δ ' οὐ φαίνεται . ἐγὼ δὲ κατάκειμαι πάλαι χεζητιῶν , τὰς ἐμβάδας ζητῶν λαβεῖν ἐν τῷ
7721944 ἐδιδαξας
ἰχθῦς ἀνέκυψεν . Εἶτ ' αὖ λαλιὰν ἐπιτηδεῦσαι καὶ στωμυλίαν ἐδίδαξας , ἣ ' ξεκένωσεν τάς τε παλαίστρας καὶ τὰς
, φέρε , ἴδωμεν τὴν θείαν φωνήν , καὶ ἃ ἐδίδαξας τὸν Λυκοῦργον : Ἥκεις εὐνομίην διζήμενος , αὐτὰρ ἐγώ
7721706 πιθι
ὑμῶν φαίνηται , κατατρώξομαι ὦ στρατιῶται . Τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβὼν ἤδη , καὶ τοὔνομά μ ' εὐθὺς ἐρώτα
. εἶτά ἐστι τὸ μὲν Ἰακὸν λαγός ‚ λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον , ‚ τὸ δὲ λαγώς Ἀττικόν .
7715291 ἀποθνῃσκω
ὄντι ὡς ἂν δύνωμαι βέλτιστος ὢν καὶ ζῆν καὶ ἐπειδὰν ἀποθνῄσκω ἀποθνῄσκειν . παρακαλῶ δὲ καὶ τοὺς ἄλλους πάντας ἀνθρώπους
ἐποχοῦμαι , ὀργίζομαι , ὀλισθαίνω , λαλῶ , τήκομαι , ἀποθνῄσκω , ἐν φόβῳ ἐγώ , πρὸς φόβου σύ ,
7712288 φρενωλεις
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν
7710131 Ἠκουσας
ὁ Θέρσανδρος μικρὸν ἀναχωρήσας λέγει πρὸς τὸν Σωσθένην : “ Ἤκουσας ἀπίστων ῥημάτων , γεμόντων ἔρωτος ; ὅσα εἶπεν :
. Οὐ καταβαλεῖς τὰ κῴδι ' , ὦ θυηπόλε ; Ἤκουσας ; Ὁ κόραξ οἷος ἦλθ ' ἐξ Ὠρεοῦ .
7709879 Αἰβοι
σκόπει τὰ πρόσωφ ' , ἵνα γνῷς τὰς τέχνας . Αἰβοῖ τάλας . Ἐκεινονὶ γοῦν τὸν λοφοποιὸν οὐχ ὁρᾷς τίλλονθ
; Σὺ μέντοι νὴ Δί ' . Υἱὸς Λαμάχου . Αἰβοῖ . Ἦ γὰρ ἐγὼ θαύμαζον ἀκούων , εἰ σὺ
7706297 ϲαυτον
. ἀμφίβληϲτρον . ἀναργυρία . ἀνωφέλητοϲ καὶ θεοῖϲ ἐχθρόϲ . ϲαυτὸν δ ' ἀποφαίνειϲ κενότερον λεβηρίδοϲ . ] φανῆναι [
προϲέχειν δεῖ ἀεὶ τῶν ϲφυγμῶν ἐφαπτόμενον , ὡϲ μήποτε λάθοιϲ ϲαυτὸν ἀντὶ λειποθυμίαϲ θάνατον ἐργαζόμενοϲ . Περὶ ἀρτηροτομίαϲ Γαληνοῦ .
7704102 δουλευσω
' οὐχ ἑκὼν μεθήσομαι . [ ἄρχειν παρόν μοι τῶιδε δουλεύσω ποτέ ; ] πρὸς ταῦτ ' ἴτω μὲν πῦρ
φεῦ . τῶι δ ' ἁ τλάμων ποῦ πᾶι γαίας δουλεύσω γραῦς , ὡς κηφήν , ἁ δειλαία , νεκροῦ
7701886 δυστυχεστατε
, οὐ περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν
οὐ κέκλοφα . οὐκ : Ὄψει ἐμὲ οὕτως ἔχοντα , δυστυχέστατε . Θ . . . χρηστοὺς : Ἀγαθούς .
7700106 δυσκολαινεις
, στρέφει ἀττικῶς , μὴ ἠρεμῶν ἐν τῇ κλίνῃ . δυσκολαίνεις ] δυσχεραίνεις . τὴν νύχθ ' ] κατά .
τόκου ἐνεχυράσεσθαί φασιν . ἐτεόν , ὦ πάτερ , τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ ' ὅλην ; δάκνει μέ
7697301 σημιαν
' ἢ μίαν , τί σοὶ διαφέρει τοῦτο ; παράθες σημίαν . οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν , οὐδ ' οἷα
ἢ μίαν , τί σοι διαφέρει τοῦτο ; παράθες [ σημίαν . ] οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν οὐδ ' οἷα
7695296 δεομενοιϲ
διαθέϲειϲ . πυκνωτικὸν καὶ ἐμπλαϲτικόν : προϲάγομεν οὖν αὐτὸ τοῖϲ δεομένοιϲ τονοῦϲθαι μορίοιϲ καὶ ϲφίγγεϲθαι καὶ θερμαίνεϲθαι μετρίωϲ . Ϲτυράκινον
ϲιτίοιϲ κατὰ τὸ ἁρμόττον χρωμένοιϲ : ἀρκεῖ δὲ τοῖϲ πολλοῖϲ δεομένοιϲ ποτὲ ψυχθῆναι μειζόνωϲ ἐννήξαϲθαι θέρουϲ ὥρᾳ νέουϲ ὄνταϲ καὶ
7694310 Ἐχ
μὴ λέγ ' , ὦ πόνηρε , ταῦτ ' . Ἔχ ' ἥσυχος . Ἐγὼ γὰρ ἀποδείξω σε τοῦ Διὸς
χορδὴν φέρε . Φέρε , τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον . Ἔχ ' , ἀντέχου , παῖ . Καὶ σύ ,
7690145 ηὐφρανας
λαβών ; ὁ ἐπαγγειλάμενος ἀπε - κρίνατο οἷς με σὺ ηὔφρανας λόγοις , τοῖς αὐτοῖς κἀγώ σε : ὁποιαοῦν δέδωκας
: ὅσον τόδε διαφέρει , τοσοῦτον καὶ σὺ φανεὶς ἐμὲ ηὔφρανας , ὥστε καλλίων εἶ παρὼν ἢ ἀπών . τόσσον
7688187 κατεφαγες
οὐδὲν ἐξέφερον τῆς θυσίας . ὁμοία τῇ : Αὐτῷ κανῷ κατέφαγες πάντα . Ἔσχατος Μυσῶν πλεῖν : οἱ δὲ τὸ
ὁ Ἀναγυράσιος οὗτος . Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν
7687887 βαρβαρε
' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα
ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . .
7687220 ποησει
ὦνδρες , ἥκει ἄγων ὁ δεσπότης , ὃς ὑμᾶς πλουσίους ποήσει . Ὄντως γὰρ ἔστι πλουσίοις ἡμῖν ἅπασιν εἶναι ;
ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας ; Οὗτος μὲν οὐ μή σοι ποήσει ζημίαν . Ἀλλ ' αἶρέ μοι τοῦτόν γε τῆς
7682884 Πανταπασιν
ὅτι ποτ ' εἴη τὸ κυβερνώμενον ὑπ ' αὐτοῦ ; Παντάπασιν τοῦτό γε ἀληθὲς εἴρηκας , ὦ ξένε : τοὐπὶ
ἐφαπτομένη : καὶ τοῦτο αὐτῆς τὸ πάθημα φρόνησις κέκληται ; Παντάπασιν , ἔφη , καλῶς καὶ ἀληθῆ λέγεις , ὦ
7682775 ὀκως
. τὸ δεύτερόν σοι , Πυρρίη , πάλιν φωνέω , ὄκως ἐρεῖς Ἔρμωνι χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν
τις οὐχὶ σύνδουλον αὐτὸν σπαράσσειν ἀλλὰ σημάτων φῶρα . ὀρῆις ὄκως νῦν τοῦτον ἐκ βίης ἔλκεις ἐς τὰς ἀνάγκας ,
7681953 ὀτρυνει
γὰρ Πίνδαρος ἄντικρυς Νεμεακὸν εἶναί φησιν : ἅρμα δ ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ' ἔργμασι νικαφόροις . ζητεῖται δὲ
ἀνδρὶ μάχεσθαι ἄνδρα γέροντα δύῃ ἀρημένον : ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός , ἵνα πληγῇσι δαμείω . ἀλλ ' ἄγε
7678979 ἐπιγλωσσᾳ
καταβοᾷς . . σὺ θὴν ἃ χρῄζεις , ταῦτ ' ἐπιγλωσσᾷ Διός ] ὁ χορὸς ἀκούων τοῦ Προμηθέως κακὰ προλέγοντος
Διὸς ἃ βούλῃ γενέσθαι αὑτῷ . ἔστι δὲ τὸ “ ἐπιγλωσσᾷ Διὸς ” κατ ' ἐρώτησιν . . χρῄζεις ]
7676068 προσμεινον
καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι
χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι .
7672436 ῥυπτεται
οὐχ , ὡς νῦν , δύο . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς τοὺς ἑαυτοῖς τὰ ὠφέλιμα λαμβάνοντας * *
καὶ πατουμένων . καὶ γὰρ οὔροις καὶ τοῖς ἄλλοις ταῦτα ῥύπτεται , καὶ πλυνόμενα περιυβρίζεται καὶ πατούμενα . πέλαγος ἡ
7664392 λαλεις
σιγὴν ἔχω ; γύναι , τί μοι τραχεῖα κοὐκ εἰθισμένως λαλεῖς ; ἄπολις ἄοικος , πατρίδος ἐστερημένος , πτωχὸς πλανήτης
. Οὐκὶ μὴ λαλῆσι σύ . Κατάρατο , τολμᾷς ἀποτανουμένη λαλεῖς ; Ὦ παρθέν ' , οἰκτίρω σε κρεμαμένην ὁρῶν
7661279 Ἐασον
καταθῦσαι ταύτην . Ἡ δὲ ἐθρήνει ταῦτα οὕτως βοῶσα : Ἔασόν με ζῆν , κυνηγέτα περδίκων , ὅπως σοι κἀγὼ
καταθῦσαι . Ἡ δ ' ἱκέτευεν αὐτὸν λέγουσα οὕτως : Ἔασόν με ζῆν , κυνηγέτα περδίκων , κἀγὼ δέ σοι
7655540 ψεγεις
σοι τοὺς πέλας , καὶ σὺ χρῶ αὐτοῖς . ἃ ψέγεις , μηδὲ ποίει . μηδείς σε πειθέτω ποιεῖν τι
ὥστ ' , εἰ παρῆσθα , τὸν θεὸν τὸν νῦν ψέγεις εὐχαῖσιν ἂν μετῆλθες εἰσιδὼν τάδε . ξυνήλθομεν δὲ βουκόλοι
7650381 συναγωγιμον
δοτέον ἔτι , πλακοῦντος ἁπτέον . Κατάκεισο κἀκείνας κάλει . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης
ἐστί σου πάλαι . καὶ Ἔφιππος ἐν Γηρυόνῃ : καὶ συναγώγιμον συμπόσιον ἐπιπληροῦσιν . ἔλεγον δὲ συνάγειν καὶ τὸ μετ
7650365 δερκομαι
Εὐριπίδῃ , . τά τ ' ἄστρα καὶ τὸν Ὠρίωνα δέρκομαι : ὁ γὰρ ποιητὴς διὰ τὸ μέτρον ἐξέτεινε τὸ
θεῶμαί σε , ὀσσόμενος πατέρ ' ἐσθλόν , λεύσσω , δέρκομαι , ὀπτεύω . καὶ δοκεῖ μοι τὰ τῆς συντάξεως
7647089 παρανοησαντος
. συγγνώμην ] συγχώρησιν , συμπάθειαν . , ἄφεσιν . παρανοήσαντος ] γρ . παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα
παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα διδασκάλου τοῦ Σωκράτους . παρανοήσαντος ] μωροῦ φανέντος . ἀδολεσχίᾳ ] ὀλιγωρίᾳ . ,
7646841 φαγροις
πλευρόν , ἡμίκραιρ ' ἀριστερά . ὀρφῷσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βορά . Σώκρατες ἀνδρῶν βέλτιστ ' ὀλίγων , πολλῶν
γάρ , γραῦ , συγκατῴκισεν σαπρὰν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . Ἀριστοτέλης δ ' ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων
7644890 Λαερτιαδεω
δὲ καὶ μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής : “ ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος , ἦ τοι ὅ γ ' οὐ σάφα
γάρ τιν ' ἀναιρήσεσθαι ὀΐω , ἐλθόντ ' ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος . ἀλλ ' ἄγετ ' , οἰνοχόος μὲν
7639701 Κνημων
' ὁ ποιμὴν καὶ καλεῖται γλυκύτατος . βούλει τι , Κνήμων ; εἰπέ μοι . Ἥλιε , σὲ γὰρ δεῖ
διακονεῖ κόρηι : πονηρόν . ἀλλά ς ' , ὦ Κνήμων , κακὸν κακῶς ἅπαντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί . ἄκακον
7637177 γεραιον
τε φίλην † ὑπὸ σειραίοις ποσὶν † ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ ' Ἡρακλέους . δύστηνος ἐγώ , δακρύων ὡς
μᾶλλον δὲ μέρος τοῦ ἔπους οὔτε σχέτλιον καλεῖν ἀνεχόμενος οὔτε γεραιὸν προσειπεῖν καρτερῶν ὅνπερ εὐχόμην νέον ἰδεῖν . Ἥκει δὴ
7636763 σακιταν
λέγουσι . σακίταν : ἐν τῷ σηκῷ , λιπαρόν . σακίταν : τὸν ἐν τῷ σηκῷ ἤγουν τῇ μάνδρᾳ τιτθιζόμενον
κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται , ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας : αἰ δέ κ ' ἀρέσκῃ τήναις
7635457 ἀναγιγνωσκε
κληρονόμους τῶν Εὐκτήμονος . Ταῦτα τοίνυν ὡς ἀληθῆ λέγω , ἀναγίγνωσκε τὰς μαρτυρίας . Μετὰ ταῦτα τοίνυν ὁ Φιλοκτήμων τριηραρχῶν
' ὡς ἀληθῆ λέγω , λαβέ μοι τὰς μαρτυρίας καὶ ἀναγίγνωσκε . Ὅτι τοίνυν οὐκ ἄπορος ἦν ὁ Μοιριάδης ,
7634904 χαριζομαι
καρποῖς ἡ πάχνη λυμαίνεται , καὶ τοὺς ἱδρῶτας τοῖς ἀνέμοις χαρίζομαι . ἄνδρες δικασταί φθεγγομένους διηνεκῶς ἡ τῶν γεωργῶν τάξις
πράξω δὲ ὅμως τὸ τοιοῦτον , εἰ καὶ μὴ πᾶσι χαρίζομαι . σπουδάζουσιν εἰς ὑπεροχὴν ἔχειν : διὸ οὐδ '
7633360 ὑπομονητον
θ οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀπρόσψαυστον . ὁμιλητὸν ] φορητὸν καὶ ὑπομονητόν . ὁμιλητὸν ] ὁμιλίαν παραδεχόμενον . δείσασα ] φοβηθεῖσα
. εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής . . νικῶσα .
7632988 φλυαρεις
τρυφαίνειν ἀλλοτρίοις πόνοις δοκεῖ , συλλεξάμενον δ ' αὐτόν . φλυαρεῖς , Γοργία . οὐκ ἄξιον κρίνεις σεαυτὸν τοῦ γάμου
δεῖνα , Μοσχίων : ἐγὼ τότε μικρὸν ἔτι μεῖνον . φλυαρεῖς πρός με . μὰ τὸν Ἀσκληπιόν , οὐκ ἔγωγ
7626852 φυλλεια
κοὐ πρόσειμ ' ἔτι : εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός . Ἀπολεῖς μ ' . Ἰδού σοι .
φύλλα τῶν λαχάνων . τοιαῦτα γὰρ οἱ πτωχοὶ ἐσθίουσιν . φυλλεῖα καλεῖται καὶ τὰ τῆς θριδακίνης φύλλα . ἢ πάντων
7623994 Ποδαπος
δέ φασιν εἶναι ταύτην καὶ κατὰ τῶν ἐμπορίαν ἀδικούντων . Ποδαπός ; Ἀντὶ τοῦ ὁποῖος . Ἐπίληπτος . Ὁ ἐπιλαμβανόμενος
δέ φασιν εἶναι ταύτην καὶ κατὰ τῶν ἐμπορίαν ἀδικούντων . Ποδαπός ; Ἀντὶ τοῦ ὁποῖος . Ἐπίληπτος . Ὁ ἐπιλαμβανόμενος
7619583 ποησω
. εἴ σοι δεινὸν εἶναι φαίνεται ἂν λάβω ξύλον , ποήσω τὰ δάκρυ ' ὑμῶν ταῦτ ' ἐγὼ ἐκκεκόφθαι .
ἡμμένην . κἀγώ τιν ' αὐτῶν τήμερον δοῦναι δίκην ἐμοὶ ποήσω , κεἰ σφόδρ ' εἴς ' ἀλαζόνες . ἰοὺ
7619358 Πειρω
Τυρώ , ἐξ ἧς καὶ Κρηθέως Νηλεύς , ἐξ οὗ Πειρώ , ἐξ ἧς Ἀλφεσίβοια . Κυθέρειαν : τὴν Ἀφροδίτην
εἰς Καρίαν τῆς Ἰώνων ἀποικίας , ἧς τὸ κύριον ὄνομα Πειρώ φασιν εἶναι . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἐλεγαίνειν τὸ
7618763 ξενοϲ
οὐκ [ ἐγὼ ξυνέδηϲά ϲ ' , ἀλλ ' ὁ ξένοϲ ὁ τὸν κυκεῶ πιών [ . δίκαια [ ]
] ? ! ? ? ' ωϲ ? ? ὁ ξένοϲ ! ! [ ! ! [ ] ! !
7617023 Ποσοι
ἀμφοτέρους , εἰ λάβοι μέ ποτε μετ ' αὐτοῦ . Πόσοι δὲ καὶ ἄλλοι ταῦτα ἀπειλοῦσιν ; οὐκοῦν ἀνέραστος σὺ
σιωπὴ λόγου ἐπιφερομένου , ἢ διάστημα δύο λόγων βραχύτατον . Πόσοι τρόποι τῆς ἀναγνώσεως ; πέντε : ἀναλογία , ἐτυμολογία
7615498 ἀγανοισιν
' , ὡς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθοιμεν δώροισίν τ ' ἀγανοῖσιν ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν . καὶ πείθεται τούτοις ὁ Ἀγαμέμνων
δ ' αἶψα πορεῖν , αὐτοσχεδόν . ἡ δ ' ἀγανοῖσιν ἀντομένη μύθοισιν ἐπειρύσσασα παρειάς κύσσε ποτισχομένη , καὶ ἀμείβετο
7615042 Λιγεια
ἀρσενικοῦ εἰς οὐδέτερον . Τέρινατινὲςνῆσον αὐτήν , εἰς ἣν ἐξεβράσθη Λίγεια ἡ σειρήν . × . * Τέρεινα πόλις Ἰταλίας
εἰς ἣν ἐξεβράσθη Λίγεια ἡ Σειρήν , ὡς Λυκόφρων ” Λίγεια δ ' εἰς Τέριναν ἐκναυσθλώσεται ” . ὁ πολίτης
7613961 ἐπιμειδησας
ὡς μὴ πάντες ὄλωνται ὀδυσσαμένοιο τεοῖο . τὴν δ ' ἐπιμειδήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς ” θάρσει τριτογένεια , φίλον τέκος
σὲ δὲ νήπιοι οὐδὲν ἔτιον . ” τὸν δ ' ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ θάρσει , ἐπεὶ δή
7612121 φασκωλος
. φάκελος φορτίον ξύλων , σφάκελος σπασμὸς μετὰ φλεγμονῆς . φάσκωλος ἱματιοφορίς , φασκώλιον δερμάτιον . φράσον τὸ εἰπέ ,
. ὦ Ζεῦ πολυτίμηθ ' οἷον ἐπέπνευς ' ὁ μιαρὸς φάσκωλος εὐθὺς λυόμενός μοι τοῦ μύρου καὶ βακκάριδος . ξυρόν
7611987 ἀπεσθιειν
φιλῶ , χαίρω λαγώοις ἐπ ' ἀμύλῳ καθημένοις . ὅτι ἀπεσθίειν τὸ μὴ ἐσθίειν ὁ κωμικός που Θεόπομπός φησιν .
, καλὲ ὀνοματοθήρα , ἀλλὰ μὴ ἐσθίειν : τὸ γὰρ ἀπεσθίειν οὕτως εἴρηκεν ἐν Φινεῖ ὁ κωμῳδιοποιὸς Θεόπομπος : παῦσαι
7604722 Παγκρατιον
[ Δόλιχον , ] Δίαυλον , Ὁπλίτην , Πυγμὴν , Παγκράτιον καὶ τὰ λοιπά : ἀφ ' ὧν εἰρῆσθαι πάντα
καὶ σοὶ φίλτατον καὶ ᾧ μὴ χαριζόμενος αἰσχυνοίμην ἄν , Παγκράτιον τὸν ἄρχειν ἐπιστάμενον καὶ λέγειν καὶ ᾧ τὸ τιμᾶσθαι
7604502 τρεσηις
τῶιδε , τἄλλα γ ' εὐτυχῶς πεπραγότες . μή νυν τρέσηις ἔτ ' ἐχθρὸν Ἀργείων δόρυ : ἐγὼ γὰρ αὐτὴ
χρήσωνται τύχηι ; οἵδ ' οὐ προδώσουσίν σε , μὴ τρέσηις , ξένοι . τοσόνδε γάρ τοι θάρσος , οὐδὲν
7601055 παυστηρ
ἔσται φύσιν ; ὕπνος , βροτείων , ὦ κόρη , παυστὴρ πόνων . Εὔβουλος δ ' ἐν Σφιγγοκαρίωνι τοιούτους γρίφους
ἔσται φύσιν ; ὕπνος , βροτείων , ὦ κόρη , παυστὴρ πόνων . οὐδ ' ἐν Τριβαλλοῖς ταῦτά γ '
7600878 προσπτυξατο
ἀπηύρα νῆα μέλαιναν , ἦε ἑκών οἱ δῶκας , ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ . ” τὸν δ ' υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων
δεῖπνον . ἐπιίστορας : μάρτυρας . ὀνοτήν : μεμπτήν . προσπτύξατο : περιέλαβε . παρὲκ νόον Αἰήταο : μὴ βουλομένου
7598256 βωλοκοπειν
συκᾶς συκάζειν : ἐπὶ δὲ πάσης ὀπώρας τὸ ὀπωρίζειν , βωλοκοπεῖν , ὀνηλατεῖν , ἀμπελουργεῖν , καὶ ὄνῳ κοπροφόρῳ ἕπεσθαι
καὶ ἀμπελοστατεῖν , κηπουρεῖν , ἀλσοκομεῖν , ἐλαιοκομεῖν : καὶ βωλοκοπεῖν δὲ Ἀριστοφάνης λέγει . τὰ δὲ ἐν μέρει τούτων
7596347 μετανιπτριδ
δ ' ἦν Δαίμονος Ἀγαθοῦ μετάνιπτρον . Νικόστρατος Ἀντερώσῃ : μετανιπτρίδ ' αὐτῷ τῆς Ὑγιείας ἔγχεον . ΜΑΣΤΟΣ . Ἀπολλόδωρος
καὶ παρ ' Ὤκιμον χαλκώματα . Κἀγώ , φιλτάτη , μετανιπτρίδ ' αὐτῷ τῆς ὑγιείας ἔγχεον . λαβὲ τῆς ὑγιείας
7594297 Φερ
. Συνεπόμνυθ ' ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι ; Νὴ Δία . Φέρ ' ἐγὼ καθαγίσω τήνδε . Τὸ μέρος γ '
' αὖ γυνὴ ὡραιοτάτη τις . Ποῦ ' στι ; Φέρ ' ἐπ ' αὐτὴν ἴω . Ἀλλ ' οὐκέτ
7592343 Πειθου
ῥᾳότερον τὸ ψέγειν . Νῷ πείθου : Ὁμοία τῇ , Πείθου θεῷ . Νηφάλια ξύλα : τὰ μὴ ἀμπέλινα ,
εἶναι , πρὸς δ ' ἔμ ' ἀψευδεῖν ἀεί . Πείθου λεγούσῃ χρηστά , κοὐ μέμψῃ χρόνῳ γυναικὶ τῇδε ,
7590732 ποειϲ
] μαχα ? ? ? ? [ ὦ φίλτατ [ ποεῖϲ δικ ! ! [ οὐθὲν τοιοῦτ [ ! !
πάλιν ϲτέλλει διδοὺϲ τὰϲ ϲυμβολὰϲ εἰ μή τι κακὸν ἡμᾶϲ ποεῖϲ ; λῆροϲ : κελεύϲω τοῦτον ἐπὶ δεῖπνον πάλιν τὸν
7590584 ἀποφερε
ᾧ ἐφύρα , οὗτος λέγει . ἐς κόρακάς γε : ἀπόφερε τὴν ἀντλίαν καὶ σεαυτόν . ὑμῶν δέ γ '
ἀνθύπατος . τίνι νομίσματι χρῆται ; ἀργυρίῳ . δεῖξον καὶ ἀπόφερε ὃ θέλεις . ἐλήλυθεν μοιχός . τίνι νομίσματι χρῆται
7589600 Λυσια
Ἄτεγκτος ὁ Λυσίας ἐστίν . Ἀμέλει καὶ ἔλεγον , ὦ Λυσία . Φέρειν οὖν ἐθέλεις , ὦ Πυθιάς , Ἰόεσσαν
μοι χαλέπαινε . πλὴν τὸ δεῖνα , ὅρα , ὦ Λυσία , μή τινι εἴπῃς τὸ περὶ τῆς κόμης .
7589461 σπαρασσει
καὶ πρόσωπα τύπτει καὶ [ ] πλοκαμοὺς ? ? ? σπαράσσει . νῦν ἔμαθον ἀληθῶς , ὅτι [ πλεῖον ]
με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] λόγον .
7589156 ἐγκαναξον
, ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν
ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε .
7588183 ὑπαγ
κέχρηται τῇ λέξει Εὔπολις ἐν Βάπταις : σὺ δ ' ὕπαγ ' εἰς τοὔμπροσθεν . τὸ ἰχθυᾶσθαι τοῦ κυνηγετεῖν διαφέρει
ταῖς κοχώναις καὶ τιθεῖς ἄνω σκέλη . Σὺ δ ' ὕπαγ ' εἰς τοὔμπροσθεν . Ἀναρίστητος ὤν κοὐδὲν βεβρωκώς ,
7586513 δισταζω
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα
7582624 κορ
[ ογ ? [ ξ ? [ προ ? [ κορ ? [ μα [ τοσ ? ? [ κελ
! [ ] [ ] [ ] ε ? [ κορ ! ! [ ] αι τουϲ [ κοιτ ?
7581766 ἀνεγειρεις
τις ἔκλεψεν αὐτόν ; τὴν πέρυσι βουλὴν ἐφεστώς . ὀκτώπουν ἀνεγείρεις . ἀπέφρησαν ἀρκυωρός δίλογχον κακόδουλος κύβηβον Ἀκέστορα γὰρ ὅμως
. . Ο . : ὀκτώπουν Κρατῖνος Θράιτταις : ὀκτώπουν ἀνεγείρεις , ἀντὶ τοῦ σκορπίον . παροιμία γάρ : σκορπίον
7580171 Μἀλλα
Ζεῦ : καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ ' ἂν λαλῶσι ; Μἀλλὰ πλεῖν ἢ μαίνομαι . Τί δὲ τοῖς θύραζε ταῦτα
; Αὖθις εἰς τὸ πρόσθεν οἴχεται . Οὐκ ἐγγεταυθί . Μἀλλὰ δεῦρ ' ἥκει πάλιν . Ἰσθμόν τιν ' ἔχεις
7579911 προσελθ
ἔστι δὲ Ἀττικόν . λείπει οὖν ἡ σὺν πρόθεσις . πρόσελθ ' : πλησίασον , ἐγγὺς ἐλθέ . Γ ξυναυλίαν
, πῶς ἔχεις ; Κακῶς καθάπερ σύ . Δεῦρο δὴ πρόσελθ ' , ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ
7573985 πολυποδαϲ
κινείτω τὰ ἔμμηνα . ἐϲθιέτω δὲ τευθίδαϲ , ϲηπίαϲ , πολύποδαϲ , καὶ ὅϲα τοῦ αὐτοῦ γένουϲ ἐϲτί : τοῦ
καὶ ξηραινούϲηϲ , ὧν ἡ ὕλη τοιαύτη . Ξηρίον πρὸϲ πολύποδαϲ καὶ ὀζαίναϲ . ϲτυπτηρίαϲ ϲχιϲτῆϲ ϲμύρνηϲ ϲανδαράκηϲ ἀνὰ ⋖
7573645 νωτοπληγα
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ
7572361 ἐκταγας
τάχιστα ] λίαν ταχέως . τὰ πρυτανεῖ ' ] τὰς ἐκταγὰς ἤτοι τὰς δεκάτας , τὰς κρίσεις , τὰς ἐγκλήσεις
τάχιστα ] λίαν ταχέως . τὰ πρυτανεῖ ' ] τὰς ἐκταγὰς ἤτοι τὰς δεκάτας , τὰς κρίσεις , τὰς ἐγκλήσεις

Back