εὑρεθήσεται ὁ φυγών : φήμη γὰρ περὶ αὐτοῦ εὐθέως ἔρχεται μηνύουσα αὐτόν . Σελήνη συνοδεύουσα τῷ Ἡλίῳ ἢ πανσεληνιάζουσα ἐκτοπίζει | ||
ἡ διϊστῶσα ἀπὸ τῶν ὁμοίων : ἡ ἰδιότης δὲ ἡ μηνύουσα τὸ ἴδιον τοῦ ὑποκειμένου πράγματος : καὶ οὗτος τοίνυν |
διὰ τοῦ Ἡνιόχου φέρεται ἡ ζώνη τὸ χύμα ἠρέμα ἀραιότερον ἐμφαίνουσα , καὶ ὁ μὲν ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ ὤμου , | ||
γεωργῷ ἐπιμελοῦ μου ; ἀλλ ' αὐτὴ δι ' αὑτῆς ἐμφαίνουσα , ὅτι ἐπιμεληθέντι λυσιτελήσει αὐτῷ , ἐκκαλεῖται πρὸς τὴν |
, παιδικά , στεργόμενος στεργομένη , φιλούμενος φιλουμένη , ἀγαπώμενος ἀγαπωμένη . καλὸς ὑπέρκαλος πάγκαλος , ἐπέραστος , ὡραῖος , | ||
τοῖς σιτίοις χρωμένους . Ἄνευ δὲ τούτων ἡ μὲν ἅπαξ ἀγαπωμένη τοῦ κάλλους αὐτῇ πρὸς τὸ παρὰ σοῦ φίλτρον ἀρκέσαι |
γόμφοισιν ἐμπρίων † μιμούμενος † λυμεῶνι σώματος θαλάσσαι : ἤδη θρασεῖα καὶ πάρος λάβρον αὐχέν ' ἔσχες ἐμ πέδαι καταζευχθεῖσα | ||
. ἡ δὲ ἑρμηνεία καὶ πάνυ πως ἁρμόζει , εἰ θρασεῖα εἴη καὶ τετολμημένη , καὶ ἥ τε λέξις πολλὴν |
ἡτέρα ἀμφίκρανον βρυαζούσης λέαιν ' ὥς ψυχὴ γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον κρείσσων σοφιστοῦ παντός ἐστιν εὑρέτις βραχεῖ λόγῳ δὲ | ||
λίσσομαι σιγᾶν πέρι . ὁρᾶις ; φρονεῖς μὲν εὖ , φρονοῦσα δ ' οὐ θέλεις παῖδάς τ ' ὀνῆσαι καὶ |
ὅτ ' ἐστρατήγει τῆς πόλεως : τοῦτο δέ ἐστι τρόπος ἄδολος . . . Εἰ δὲ τοῦτον ἴδοις δικαστικῶν θρόνων | ||
δοκιμάζεται δ ' ὕδατι διατριβόμενος τοῖς δακτύλοις : ὁ γὰρ ἄδολος ἀνίεται καὶ γαλακτοῦται . Πάνακες Ἀσκλήπιον καὶ Χειρώνειον ἀνίησιν |
θεὸς ὁ πάσης κακίας ἀμέτοχος , ἀλλὰ καὶ πατὴρ καὶ ὀθνεῖος ἄνθρωπος μὴ τελείως ἀρετῆς ἄγευστος , εἰ τοιαῦτα ἀκούοι | ||
ἀναγκαῖον τὸ σπούδασμα . ὁ γὰρ τῷ γάμῳ τελούμενος οὐκ ὀθνεῖος τῶν λόγων , οὐδὲ τὴν γνώμην ἀλλότριος , ἀλλὰ |
ἰαίνω , τὸ τέρπω , * * * διαχέω , ἴαινος , ὁ διαχέων τὴν ψυχήν , καὶ ἀφαιρέσει τοῦ | ||
αἶνος καὶ ὁ ἔπαινος προπερισπωμένως . καὶ ῥῆμα διαχέω , ἴαινος καὶ αἶνος . Αἶνος δὲ καὶ πόλις Θρᾴκης , |
γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ | ||
ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις |
οὖσα ἀληθευτικὴ νοῦς , ὡς δὲ τὰ ἐκ τῶν ἀρχῶν ἀποδεικνύουσα ἐξ αὐτῶν τῶν ἀρχῶν ἐπιστήμη . ὑπεραίρων δὲ αὐτὴν | ||
ἐπαναβέβηκεν ἡ πρώτη φιλοσοφία , ἅτε δὴ τὰς ἀρχὰς αὐτῶν ἀποδεικνύουσα . ἐντεῦθεν κατὰ μέρος προερχόμενος ἦλθεν εἰς ἔννοιαν τῆς |
τοῦ βίου , ὦ φίλε Σώκρατες , ἔφη ἡ Μαντινικὴ ξένη , εἴπερ που ἄλλοθι , βιωτὸν ἀνθρώπῳ , θεωμένῳ | ||
πίναξ τις ἔμπροσθεν τοῦ νεώ , ἐν ᾧ ἦν γραφὴ ξένη τις καὶ μύθους ἔχουσα ἰδίους , οὓς οὐκ ἠδυνάμεθα |
Λύχνος ὁ Μεγαπένθους παρέστων . εὖ γε ἐποίησαν ὑπακούσαντες . Εἴπατε οὖν ὑμεῖς ἃ σύνιστε Μεγαπένθει τούτῳ : προτέρα δὲ | ||
καὶ πάντα τὰ ἔθνη , Θεὸς εἰς ἄνδρα ὑποκρινόμενος . Εἴπατε οὖν ταῦτα τοῖς τέκνοις ὑμῶν μὴ ἀπειθεῖν αὐτῷ . |
, ἐν τῷ διαμασᾶσθαι ἐκκαίων τὴν γεῦσιν : ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν , ὄζουσα λιβάνου . Ἄλλη λιβανωτὶς πάντα ἐοικυῖα τῇ | ||
τούτων ἕκαστον τμητέον , καὶ ὅπη τὰ αὐτὰ κεφάλαια πᾶσιν ὕπεστιν , καὶ ὅπη ἑκάστῳ ἁρμόττει χρήσασθαι , ἐφεξῆς [ |
ἐπιστήμῃ χορηγήσει , φύσις δεξιά , μάθησις ἀκριβής , ἄσκησις ἐπίπονος , ἅπερ καὶ τὸν Παιανιέα τοιοῦτον ἀπειργάσατο . πῶς | ||
ἡ κατὰ τὰς ὁμοίας , ἡ δὲ κατὰ τὴν ἀνδρείαν ἐπίπονος : πλὴν κατὰ τοσοῦτον ἡδεῖα , ὅσον ἡ ἀναφορὰ |
κόσμει : τὰς δὲ Μυκήνας ἡμεῖς ἰδίᾳ . πριστοῖσι λόγχης θέλγεται ῥινήμασιν λοχαῖον σῖτον ψυκτήρ ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον | ||
τὸ ὄργανον σκινδαψός . ὁ δὲ ὑπέχει τὰ ὦτα καὶ θέλγεται , καὶ κατὰ μικρὸν τὴν τροφὴν προσίεται . Διώκονται |
γυναῖκας τὰς νῦν τοιαύτας εἶναι προῄρησθε . Μελανίππη τις ἦν σοφή : διὰ τοῦτο ταύτην ὁ Λυσίστρατος ἐδημιούργησεν : ὑμεῖς | ||
τιμή τὴν τιμήν , ἡ Ἀφροδίτη τὴν Ἀφροδίτην , ἡ σοφή τὴν σοφήν . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Ὦ |
ἐπιστολάς , διαλεκτικούς , κάλλος ἐπῶν : ὧν τοῖς μὲν ἐγκωμιάζεις , τοῖς δὲ πείθεις , τοῖς δὲ ἀναγκάζεις , | ||
μὲν ἔλαττον ὄνειδος σοὶ φέρει : φιλοσοφία δὲ , ἣν ἐγκωμιάζεις ἀεὶ καὶ ἀτίμως φῂς ὑπὸ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων φέρεσθαι |
τὸ μέντοι μυθῶ καὶ ἀπειθῶ περισπῶνται , ὅτι μῦθος καὶ ἀπειθής . Τὰ εἰς ΘΩ δισύλλαβα ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους | ||
ἄρχεσθαι ὑπό τινος . ἀναρχίαν ] ἤγουν ἄναρχος δοκοῦσα καὶ ἀπειθής . δεινὸν τὸ κοινόν : χαλεπὴ καὶ βίαιος ἡ |
θυγάτηρ καὶ Ἀλκιδίκης παρὰ Κρηθεῖ [ τῷ Σαλμωνέως ἀδελφῷ ] τρεφομένη ἔρωτα ἴσχει Ἐνιπέως τοῦ ποταμοῦ , καὶ συνεχῶς ἐπὶ | ||
ἡ λοιδορουμένη κακῶς ὑπὸ τῶν πολλῶν γαστὴρ τρέφει τὸ σῶμα τρεφομένη καὶ σώζει σωζομένη , καὶ ἔστιν ὡσεί τις ἑστίασις |
ἐν τοῖς ἧττον ἐλέγχεσθαι δυναμένοις μέρεσιν ἀπέκρυψεν . ἡ δὲ παρεστῶσα πλησίον ἡμῶν ζάκορος ἀπίστου λόγου καινὴν παρέδωκεν ἱστορίαν : | ||
ἐὰν ἐξαναστῇ . τῆς δὲ γυναικὸς [ ἐτύγχανε γὰρ αὐτῷ παρεστῶσα ] πυνθανομένης : „ καὶ πόθεν αὐτὰ ἀποδώσεις „ |
Ἀκρασία , ἡ δὲ τρίτη Ἀπείθεια , ἡ δὲ τετάρτη Ἀπάτη . αἱ δὲ ἀκόλουθοι αὐτῶν καλοῦνται Λύπη , Πονηρία | ||
καὶ Μοῦσαι καὶ Ὧραι καὶ Μιθάκου Νύμφαι καὶ Πλειάδες καὶ Ἀπάτη καὶ Μέθη καὶ Ὄκνος καὶ Φθόνος . ἀλλὰ ταῦτα |
δύναμις περιγίγνεται διὰ τούτου , ἀλλ ' ἀπέχθεια μᾶλλον καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός : ὧν ἴσως οὐκ ἔδει φροντίζειν : | ||
, δεινόν ἐστι θάνατος , δεινόν ἐστι φυγή , δεινὸν λοιδορία , δεινὸν πενία : φεύγετε ἄνδρες , πάρεισιν οἱ |
ἀνέσχεν ὁ ἥλιος καὶ τὸ φάσμα διαλύεται . Οὕτω γραὸς μυθολογία τὸ θρυλλούμενον καὶ πιθανὸν οὐδέν . Εὖ λέγειν μοι | ||
μακρηγορία . λογοποιός , λογοποιία , λογοποιοῦσιν . ἀπελογίζετο . μυθολογία , διαμυθολογοῦντες . λογογραφία , λογογράφος , λογογραφικὴ ὡς |
τῶν Γαλατῶν πόλιν ἑλόντος καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ λαφυροπωλοῦντος , Κράτων τις ὄνομα γεγονὼς φιλορώμαιος καὶ διὰ τοῦτο πολλὰς ὕβρεις | ||
ὥστε ἔμβαινε . καὶ σὺ τὸν πλοῦτον ἀποθέμενος , ὦ Κράτων , καὶ τὴν μαλακίαν δὲ προσέτι καὶ τὴν τρυφὴν |
εἰ ζῇ : ἐγὼ πρὶν τοῦ ἀποθανεῖν ὑπὸ τῶν κακῶν τέθνηκα : ἄπαγε καλύψας τοῖς ἱματίοις διὰ τὸ κόσμιον : | ||
, τέθνηκα ἡμιθνής ἡμιθνῆτος : τοῦτο δέ , φημὶ τὸ τέθνηκα , τῇ μὲν φωνῇ ἐστιν ἐνεργητικόν , τῷ δὲ |
πολὺ μέρος εἴργαστο καθάπερ ταῖς ἄλλαις φορμορραφίσιν , ἡ δὲ λαβὴ ἦν κοίλη ὥσπερ στυρακίον ἢ . . . . | ||
ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ . Μυκήνη . μύκης ἐστὶν ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους , καὶ ἀπὸ τοῦ μύκητος τοῦ ξίφους |
ἐστὶν ” τὸ ἐντελές . Γ Εὐφημίου : ⌈ ὅτι Εὐφήμιος Γ [ οὗτος ] τῶν ἄγαν ἐπὶ κολακείᾳ διαβαλλομένων | ||
διὰ τῆς ει διφθόγγου : Αἴνιος : Φήμιος , καὶ Εὐφήμιος : Λάϊος : ἄγριος : Αἴλιος : μάντιος : |
πτέρναν ” . διὰ τίνα αἰτίαν χωρὶς ἀπολογίας καταρᾶται τῷ ὄφει , κελεύων ἐν ἑτέροις ὡς εἰκὸς „ στῆναι τοὺς | ||
, ἀλλὰ βοῇ τοὺς ἄλλους ἐπικαλουμένη , τότε ἐναντιοῦται τῷ ὄφει . Λεῖψιν μυρμήκων βουλόμενοι σημῆναι , ὀρίγανον ἱερογλυφοῦσιν : |
ἐστι φρόνησις ἀπηλλαγμένη πανουργίας καὶ οἷον ἁπλῆ τις οὖσα , μωρία δὲ ἐρημία φρενῶν . λαμβάνεται δὲ πολλάκις καὶ ἡ | ||
οἱ ἐξ αὐτοῦ γεννώμενοι γνωρίζουσι τὸν πατέρα . τι - μωρία μὲν δὴ καὶ τοῖς ἀλόγοις ἐπ ' ἀνδροφονίᾳ παρὰ |
λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν | ||
λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν |
τῆς ἀκεσίας . Ὅστις γελάσας καὶ τοὺς ὀδόντας θήξας : Ἀρκεῖ σοι μισθός , ἔφη , τοῦτο καὶ μόνον ὅτι | ||
δ ' ἐγώ , καὶ πολλά , σμικρά γε . Ἀρκεῖ , ἔφη . ἆρ ' οὖν δοκεῖς οἷόν τέ |
πολύφωνος , ἡδύφωνος , χαλκόφωνος , βαρβαρόφωνος , βαρύφωνος , ὁμόφωνος , γυναικόφωνος ὡς Ἀριστοφάνης , καὶ στενόφωνον ὄργανόν τι | ||
δὲ ἡ δοτικὴ εἰς Η λήγει , τότε οὐκ ἔστιν ὁμόφωνος : λήγει γὰρ αὐτὴ εἰς Α : ἡ δὲ |
οἵγε οὐδὲ αὐτοὶ ἑαυτοῖς ἀρέσκονται . Μήτε ἀκούσιος ἐνέργει μήτε ἀκοινώνητος μήτε ἀνεξέταστος μήτε ἀνθελκόμενος : μήτε κομψεία τὴν διάνοιάν | ||
τῶν ἰδίων δικῶν κοινωνεῖν κατὰ δύναμιν ἅπαντας : ὁ γὰρ ἀκοινώνητος ὢν ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν ἡγεῖται τὸ παράπαν τῆς πόλεως |
ταλάσσει καὶ κυβερνῆσαι τάλας αὐτουργότευκτον βᾶριν , ἐς μέσην τρόπιν εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένην . ἧς οἷα τυτθὸν Ἀμφίβαιος ἐκβράσας τῆς | ||
φιλοσοφίᾳ ἐπολέμει . Φέρ ' ἐπαμύνωμεν τῷ λόγῳ , μὴ εἰκαῖα φλυαρῶμεν . Καὶ δή μοι δοκῶ βούλεσθαι μὲν ταῦτα |
ἁφὴν καὶ τὴν γεῦσιν πάντ ' ἔχει , καὶ μάλιστα κοινοτάτη πασῶν ἡ ἁφή , ὡς ἐν τοῖς Περὶ ψυχῆς | ||
ἡ γὰρ θρεπτικὴ καὶ τοῖς ἄλλοις ὑπάρχει καὶ πρώτη καὶ κοινοτάτη δύναμίς ἐστι ψυχῆς , καθ ' ἣν ὑπάρχει τὸ |
καὶ ὑστριχίς , τάχα δὲ καὶ κῴδιον καὶ κῳδάριον καὶ ἀρνακίς , καὶ βακτήριον , καὶ σάκκος , καὶ λυχνίς | ||
περιδέραιον καὶ περιδερὶς ὀνομάζεται : ἔνδοθεν δ ' αὐτῷ ὑπερράφθω ἀρνακίς , ὡς μὴ τρίβοιτο ὑπὸ τοῦ λώρου ἡ δειρὴ |
γοῦν ἐν μὲν Δράμασιν ἢ Κενταύρῳ ἔφη ἐν κωμήτισι καπηλοῖς ἐπίχαρτον , ἐν δὲ Λυσιστράτῃ πλὴν ἥ γ ' ἐμὴ | ||
χάλυβος λιθοκόλλητον στόμιον παρέχους ' , ἀνάπαυε βοήν , ὡς ἐπίχαρτον τελέους ' ἀεκούσιον ἔργον . Αἴρετ ' , ὀπαδοί |
ἥ τε προσεχὴς τῷ κρημνῷ νάπη πυκνοῖς καὶ μεγάλοις δένδρεσιν ἐπίσκιος . ἔνθα βωμὸν ἱδρυσάμενοι τῷ θεῷ τὴν πάτριον θυσίαν | ||
εἶπον ἐγώ , δύσβατός γέ τις ὁ τόπος φαίνεται καὶ ἐπίσκιος : ἔστι γοῦν σκοτεινὸς καὶ δυσδιερεύνητος . ἀλλὰ γὰρ |
γε μητρὸς ἥ ς ' ἐγείνατο . φιλεῖ γὰρ ἡ δύσκλεια τοῖς φθονουμένοις νικᾶν ἐπ ' αἰσχροῖς ἢ ' πὶ | ||
ἐπίρρητος καὶ ἐπίψογος : καὶ τὰ πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια , δυσφημία , ἀγνωσία , καταβοὴ ὡς Θουκυδίδης . |
δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή : τὸν γὰρ ἐν τοῖς | ||
σοῦ , καλὴ μὲν ἡ ἐπιστολή , τὸ δὲ ἔγκλημα βεβαιοῦσα . Ἁρμόνιος οὑτοσὶ χρηστὸς ὢν τὰ τῶν πεπονηρευμένων πάσχει |
ἐστιν ὁμοιωτικὴ πράγματος τοῖς ὑποκειμένοις παράθεσις πρὸς δήλωσιν ἐντελεστέραν . ἰητήρ : ἰατρός . πολυμήχανος : πολύπειρος . ἕλκος : | ||
νοστήσειν καὶ ἐμεῖο μένος καὶ χεῖρας ἀλύξειν ; Ἐσσὶ μὲν ἰητήρ , μάλα δ ' ἤπια φάρμακα οἶδας , τοῖς |
ἠξίουν ἐπανελθεῖν καὶ συνεχῶς ἔλεγον , ὁ Διὸς Κόρινθος ὑμᾶς ποθεῖ , ὁ Διὸς Κόρινθος δι ' ὑμᾶς λυπεῖται , | ||
οὓς περὶ τῆς συνθέσεως τῶν ὀνομάτων πεπραγματεύμεθα , πάντα ὅσα ποθεῖ τῶν ἐνθάδε παραλειπομένων εἴσεται . ἐγὼ δὲ τῇδέ πῃ |
ὀργιζομένη τὸν ἄνδρα , ἀναιδής , μήτε λόγῳ μήτε ἔργῳ πειθομένη τῷ ἀνδρί , ἀλλὰ λοιδοροῦσα καὶ ὀνειδίζουσα αὐτόν , | ||
γυναικὸς κρατεῖν . σωφρονοῦσα μὲν οὖν καὶ πάντα τῷ γεγαμηκότι πειθομένη γυνὴ κυρία τοῦ οἴκου τὸν αὐτὸν τρόπον ἦν , |
ἀντιποιεῖσθαι καὶ μηδὲν εἰς τὸ λειτουργεῖν βεβλάφθαι τὴν πόλιν , μανία σαφὴς ἂν ἦν ταῦτα κωλύειν αἱρεῖσθαι , ἃ μήτε | ||
ἤδη : τίς ς ' , ὦ τλῆμον , προσέβη μανία ; τίς ὁ πηδήσας μείζονα δαίμων τῶν μακίστων πρὸς |
ἡσυχία , πλουσίων ἐπιτήδευμα , [ πενήτων ἀδολεσχία ] , καθημερινὴ μελέτη . Αἰώνιος ὕπνος , ἀνάλυσις σώματος , ταλαιπωρούντων | ||
] μείζονα χρημάτων αὐτοῖς εὐπορίαν ὑποτίθεται : ὁ γὰρ μισθὸς καθημερινὴ δόσις ἐστὶ χρημάτων , τὰ δὲ θεωρικὰ ταῖς ἱερομηνίαις |
ὑπὸ τῶν ἐραστῶν , ἣν Σαπφὼ μὲν ἡ τῶν μελῶν ποιήτρια καλεῖ Δωρίχαν , ἐρωμένην τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς Χαράξου γεγονυῖαν | ||
χοριαμβικῶν ἑφθημιμερῶν τῶν εἰς τὴν ἰαμβικὴν κατάκλειδα , ἡ αὐτὴ ποιήτρια , ὄλβιε γαμβρέ , σοὶ μὲν δὴ γάμος , |
ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ . ἦν δὲ αὐτῇ παιδίσκη Αἰγυπτία , ᾗ ὄνομα Ἄγαρ . εἶπε δὲ Σάρα | ||
ὁδῷ Σούρ . καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος κυρίου : παιδίσκη Σάρας , πόθεν ἔρχῃ , καὶ ποῦ πορεύῃ ; |
δυστυχής : “ εἶπε , ” πηλίκον κίνδυνον ὀβολοῦ διαφυγεῖν ἐδύνασο . “ κρεῖττον ἔλεγε , καθά φησιν Ἑκάτων ἐν | ||
καὶ ἀσθενὴς ἄτεκνός τε προσέτι ἥδεσθαι τοῖς ἐν τῷ βίῳ ἐδύνασο . Τὸ μὲν πρῶτον ἅπαντα ἐδυνάμην : ἔτι καὶ |
εὑρεθέντων σιτίων ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ : σὺν παντὶ δηλονότι . μανιώδης . . . : σημείωσαι μανιώδης ὑπόσχεσις ʃ ἀντὶ | ||
αὐτούς . καὶ ἀπὸ τοῦδε ἦν οἶστρος ἄλογός τε καὶ μανιώδης , οἷον ἐν τοῖς βακχείοις πάθεσί φασι τὰς μαινάδας |
με : ὑπερβαλλόντως ἀπώλεσέ με . ὑπερβάλλει πάντα λόγον ἡ ἀτυχία : ἑαυτὸν λέγει δεικτικῶς : ὁ χρόνος με θεραπεύσει | ||
ἀδίκως καὶ ἀθέως διαφθαρέντα ὑπ ' αὐτῶν . Ἥ τε ἀτυχία ἀδικεῖται ὑπ ' αὐτοῦ , ἣν προϊστάμενος τῆς κακουργίας |
ἔχει πρὸς τὴν ὀσφὺν τοὺς ὄρχεις , καθάπερ τῶν διπόδων ἀλεκτρυών , τῶν δὲ τετραπόδων σαῦρος . τὰ μακροσκελῆ ζῷα | ||
δὲ ζῷα ἀνθρώπων ἠράσθη : Σεκούνδου μέν τινος βασιλικοῦ οἰνοχόου ἀλεκτρυών : ἐκαλεῖτο δὲ ὁ μὲν ἀλεκτρυὼν Κένταυρος , ὁ |
] ἡ ⌈ κατ ' οἶκον διάκονος , ⌈ ἡ θεράπαινα . οἱ δὲ ὄνομα . ἡ σηκὶς : σηκίδα | ||
οἷς ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ εὔμορφος , ἀλλ ' ἡ |
ἔσω ἐστὶν ὁ παῖς . Σοφοκλῆς τὴν διαφορὰν [ ] συγχεῖ : φησὶ γοῦν ἐν Τραχινίαις γυναῖκες , αἵ τ | ||
δὲ δόξα νικητήριος τοῖς εὐπλοοῦσιν ἀντιπνεύσας ' ἡ τύχη ἅπαντα συγχεῖ , κᾆτα ναυαγεῖν ποιεῖ σὺ δ ' , ὦ |
. Ἀνταία : ἡ Ῥέα παρὰ τὸ ἀντῶ οὖν γίνεται Ἀνταία . . . . ἄντην : παρὰ τὸ ἄντω | ||
συγκοπήν : ἀνστήτην , . , . . , . Ἀνταία : ἡ Ῥέα ὅτι τοῖς Τελχῖσιν ἐναντία ἐγένετο : |
μᾶλλον ὅταν τί ἑ κῆδος ἱκάνῃ : ἀνδρὶ γὰρ ἀσχαλόωντι παραίφασίς ἐστιν ἄκοιτις . λεῖπε δέ οἱ τὰ θύρηφι , | ||
κέν οἱ σὺν δαίμονι θυμὸν ὀρίναις παρειπών ; ἀγαθὴ δὲ παραίφασίς ἐστιν ἑταίρου . εἰ δέ τινα φρεσὶν ᾗσι θεοπροπίην |
. . εὐανθὴς γλῶσσα ἡ ἄκρως ἠττικισμένη ὁμιλία καὶ πολλῶν γέμουσα χαρίτων καὶ μουσικῶν ἀπηχημάτων ἀπόζουσα . , . . | ||
ὁ ὄρχις ὠφελεῖ , φησι . Σάϊς δὲ πόλις Αἰγύπτου γέμουσα ἱπποποτάμων . * Σάϊν : Σάϊς ἡ Ἀθηνᾶ ὄνομα |
μίξεων τὸ κυρίως ἐνδεχόμενον συνάγεσθαι , εἰ μὴ τύχῃ ἡ συμπλεκομένη τῇ ἐνδεχομένῃ προτάσει καθόλου ἀποφατικὴ ὑπάρχουσα πάντως ἢ ἀναγκαία | ||
τρόπον καὶ ἐπὶ τούτων οὐ τῷ εἶναι ἀλλὰ τῷ τρόπῳ συμπλεκομένη τὴν ἀπόφασιν ποιήσει : ἡ ἄρα Σωκράτη δίκαιον μὴ |
τις πρὸς ταύτην διαλεγόμενος , ἀλλὰ γὰρ εἰ καὶ φωνὴν ἐνέθηκεν ὁ ζωγράφος αὐτῷ , οὐ ῥᾴδιον τὰ λεγόμενα πολὺ | ||
τὸν ἀδελφόν , τὰ σώμαθ ' ἡμῶν εἰς τὰς χεῖρας ἐνέθηκεν παρακαταθήκην ἐπονομάζων , τὴν μὲν ἀδελφὴν Δημοφῶντι καὶ δύο |
γνώμη καὶ ἐνθύμησίς ποτε ὅτι ἐγὼ φοβηθεὶς ἕνεκα τοῦ Διὸς θηλύνους γενήσομαι . . : λιπαρήσω ] Λιπαρῶ τὸ παρακαλῶ | ||
. εἰσελθέτω σε μήποθ ' ὡς ἐγὼ Διὸς γνώμην φοβηθεὶς θηλύνους γενήσομαι , καὶ λιπαρήσω τὸν μέγα στυγούμενον γυναικομίμοις ὑπτιάσμασιν |
δὲ μόνον ὁ κατάγελως : ὁ γὰρ χλευασμὸς καὶ ἡ χλευασία καὶ τὸ διασύρειν δηλοῖ , ὥσπερ καὶ ὁ χλευαστικὸς | ||
, ἄνεσις προσώπου , καγχασμός : καὶ ἑτέρας χρείας χλευασμός χλευασία , κατάγελως . γελᾶν , μειδιᾶν ὑπομειδιᾶν ἐπιμειδιᾶν , |
. . α . * . Ἀρισκυδής : ἡ ἄγαν ὀργιζομένη , ἡ ὀργίλη : Καλλίμαχος ἐν τῷ τρίτῳ τῶν | ||
ἐκεῖνος ἐμοίχευεν , ὡς ἐγὼ ὕστερον ἤκουον : αὕτη δὲ ὀργιζομένη καὶ ἀδικεῖσθαι νομίζουσα , ὅτι οὐκέτι ὁμοίως ἐφοίτα παρ |
γινόμενος διορίζει τὸν μὲν ἔνθεν , τὸν δὲ ἔνθεν : ἀπόλωλε : παρὰ τὰ Ἡσιόδου [ . ] λευκοῖσιν φαρέεσσι | ||
τοι αὔτως οὔατ ' ἀκουέμεν ἐστί , νόος δ ' ἀπόλωλε καὶ αἰδώς . οὐκ ἀΐεις ἅ τέ φησι θεὰ |
δ ' ἑπέσθω , ἤτοι ἀνδρεία δὲ αὐτῷ καὶ ῥώμη ἑπέσθω ἴσως τῷ τοῦ λέοντος θυμῷ : ἢ οὕτως : | ||
Φωκέας πραγμάτωνκαὶ μηδεὶς ὑμῶν ἐξαίφνης ἀκούσας ἐκπλαγῇ , ἀλλ ' ἑπέσθω τῷ λόγῳ καθάπερ ψήφους τιθεὶς ἀεὶ τὸ δεύτερον τῷ |
χώραν , μνησικακοῦντες τοῖς δεσπόταις , οὐκ ἐμπιπλάμενοι δὲ τῶν ἀνελπίστων εὐτυχημάτων : οἱ δὲ ἐντὸς τῶν τειχῶν δοῦλοι νοσοῦντες | ||
τὸν φόρτον . μὴ σπεῦδε θ ἀπολυθήσῃ τῆς συνοχῆς ἐξ ἀνελπίστων ι μὴ λάβῃς ἣν θέλεις γυναῖκα : συμφέρει γάρ |
ἀναλίσκει καὶ ποιεῖ τῶν πενθούντων σκυθρωπότερον , οὐχ ὅτι αὐτῷ προσέπεσέ τι κακόν , ἀλλ ' ὅτι τῷ πέλας ἧκέ | ||
ἀναλίσκει καὶ ποιεῖ τῶν πενθούντων σκυθρωπότερον , οὐχ ὅτι αὐτῷ προσέπεσέ τι κακόν , ἀλλ ' ὅτι τῷ πέλας ἧκέ |
τῆς Συρίας . τὸ ἐθνικὸν Λιβανίτης . Λιβύη , χώρα πολυώνυμος , ὡς πολυίστωρ „ γῆ Ὀλυμπία Ὠκεανία Ἐσχατιά Κορυφή | ||
νομοθετική : πάντα γὰρ ταῦτα ὁ πολύφημος ὡς ἀληθῶς καὶ πολυώνυμος σοφὸς κεχώρηκεν , εὐσέβειαν , ὁσιότητα , φυσιολογίαν , |
ποικιλίας στεφάνωι πλακέντι ἐκ τῶν Φαρμουθικῶν ἀνθῶν . καὶ τότε ἠλλοιώθη ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου μου ὥστε καταπεσεῖν ἐπὶ τῆς | ||
ἄξιον λόγου βηξάσῃ , παρελύθη παραπληγικῶς , ἄλλο δὲ οὐδὲν ἠλλοιώθη , οὔτε πρόσωπον , οὔτε γνώμην , οὐ μὴν |
: τῶν ζωγράφων μὲν ἡ καλὴ χειρουργία ἐν τοῖς πίναξι κρεμαμένη θαυμάζεται : αὐτὴ δὲ σεμνῶς ἐκ λοπάδος ἁρπάζεται ἀπὸ | ||
κάτω . εἰ γὰρ ἄνω εἴη ἢ κάτω , ὡς κρεμαμένη φαίνεται ἡ χεὶρ καὶ ὀδύναι παρακολουθοῦσιν . , , |
περικαλλοῦς καὶ περιμαχήτου ἡδονῆς ἐστι τὰ μεγάλα μυστήρια : ἅπερ ἑκοῦσα ἀπεκρύψατο δέει τοῦ μὴ γνόντα σε ἀποστραφῆναι τὴν εἰς | ||
: κοὐδέποθ ' ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι . κοὐδέποθ ' ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι . Ἐὰν δέ μ ' ἄκουσαν |
αἱ τετυψόμεναι , τὰ τετυψόμενα [ λόγος δ ' ἐστὶν πεζὴ ] λέξεων σύνθεσις ? [ ] [ διάνοιαν αὐτοτελῆ | ||
καίτοι καὶ τὴν καυσίαν τῆς κεφαλῆς ἀφελών . ἡ μέντοι πεζὴ στρατιὰ σώα πρὸς Ἀντίπατρον ἐκ τοῦ πολέμου παρεγένετο , |
εἴδωλα τῶν θεῶν παρακαλοῦσα καὶ δυσωποῦσα αὐτοὺς ἢ ἄλλο τι πράξω ; ἐπειδὴ τὸ πότερα δύο τινῶν ἔμφασιν ἔχειφαμὲν γὰρ | ||
παθητικοῦ παρακειμένου βαρύνονται : ποιήσω ποίησις , γνώσω γνῶσις , πράξω πρᾶξις , πέφανσαι φάνσις , μεμίανσαι μίανσις . τὸ |
. . . 〚 Ἄλλως . σαρκασμοπιτυοκάμπτης συνετέθη παρὰ τὸ σαρκασμὸς καὶ τὸ πίτυς καὶ τὸ κάμπτω . ἔστι δὲ | ||
σαρκασμὸς καὶ τὸ πίτυς καὶ τὸ κάμπτω . ἔστι δὲ σαρκασμὸς εἰρωνεία δακνηρὰ καὶ βαρύτης , ὅθεν καὶ τὴν κλῆσιν |
! φολοις ? πων ! [ ! ! ! ] τέλεσον ? [ τελέαν ] ἐπαοιδήν ? [ ] . | ||
τάχος ὀτˈρύνει με τεύχειν ναῒ πομπάν . τοῦτον ἄεθˈλον ἑκὼν τέλεσον : καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι πˈροήσειν . |
παθεῖν ὑποπτεύειν τὸ δρᾶσαι δύνασθαι . τί τοίνυν ; ὁ φαρμακεύς ἐστι λῃστὴς ὡμολογημένος προτείνων τέχνην ἀδικημάτων , ἄσκησις ἐπιβουλῆς | ||
μοιχός μου κρατεῖ πανταχοῦ : δοκῶ , ὁ λῃστὴς καὶ φαρμακεύς ἐστι . Μελίτη φιλεῖ , Λευκίππη φιλεῖ . ὄφελον |
: περὶ δὲ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον καὶ τὰς πράξεις ἀψευδής τις ἀπὸ ταὐτομάτου πλανᾶται φήμη κατὰ τὴν πόλιν , | ||
. τῷ ἀσέμνως τὸ ἄσεμνος παράκειται , τῷ ἀψευδῶς τὸ ἀψευδής , τῷ ἀκλαυτί τὸ ἄκλαυτος , τῷ ἀθεωρητί τὸ |
Ἡδεῖα μὲν τεττίγων ἠχή , γλυκεῖα δὲ ὀπώρας ὀδμή , τερπνὴ δὲ ποιμνίων βληχή . Εἴκασεν ἄν τις καὶ τοὺς | ||
ἄδελφέ μου Τρωίλε , ὦ σκύμνε καὶ βασιλικώτατον γέννημα , τερπνὴ περιπλοκὴ τῶν ἀδελφῶν ὃς τρώσας τὸν Ἀχιλέα τῷ ἐρωτικῷ |
οὔτε ἕτερα τῷ γένει . καθόσον μὲν γὰρ τὸ ἐπιεικὲς ἐπαινεῖται μᾶλλον τοῦ δικαίου , καὶ ὁ ἐπιεικὴς ἀνὴρ τοῦ | ||
δεῖ καὶ ἐφ ' οἷς προσήκει καὶ ὧν ἕνεκα : ἐπαινεῖται γὰρ ὁ ἐλευθέριος οὐκ ἐν τοῖς πολεμικοῖς οὐδ ' |
ἀήρ . . ῥιπὴ ] ὁρμή . . τεύχουσα ] κατασκευάζουσα . . ὦ μητρὸς ἐμῆς σέβας ] περιφραστικῶς , | ||
ἐκ παίδων ἁρμονίαις τὰ ἤθη καὶ τὸ σῶμα ῥυθμοῖς ἐμμελέστερον κατασκευάζουσα . τὴν γὰρ δὴ τῶν σφόδρα νέων ἡλικίαν οὔτε |
. . , : ἅτινα καὶ ἐν ταῖς τοῦ Δίκτυος ἐμφέρεται συγγραφαῖς , ὅπερ πόνημα μετὰ πολλὰ ἔτη Ὁμήρου τελευτῆς | ||
τὸ περὶ τῆς ἱερᾶς ἑβδόμης , ᾧ μυρία καὶ ἀναγκαῖα ἐμφέρεται , τὰ εἴδη τῶν ἑορτῶν , αἱ τῶν φύσει |
' αὐτὸ τῆς ὥρας τὸ χειμέριον , ὅτε τοῖς ὀφθαλμοῖς ἄμοχθος ἡ τῶν ἰχνῶν θεωρία πρόκειται , τοῦτο μὲν τῇ | ||
κακῶς πράσσουσιν ἡδὺ καὶ βραχὺν χρόνον λαθέσθαι τῶν παρεστώτων κακῶν ἄμοχθος γὰρ οὐδείς : ὁ δ ' ἥκιστ ' ἔχων |
. . λέγει Δ . τῶν ζώωιν μόνον τὸν λέοντα ἐκπεπταμένοις τίκτεσθαι τοῖς ὀφθαλμοῖς ἤδη τρόπον τινὰ τεθυμωμένον καὶ ἐξ | ||
μυὸς εἴρηται . Ἐκ τοῦ Αἰλιανοῦ . Ὅτι ὁ λαγὼς ἐκπεπταμένοις τοῖς βλεφάροις καθεύδει . κατηγορεῖ δὲ αὑτοῦ τὰ ἔτη |
λόγοις αὐτοῦ τούτοις . Καὶ ἐκαιόμην τοῖς σπλάγχνοις ἀναγγεῖλαι ὅτι πέπραται : ἀλλ ' ἐφοβούμην τοὺς ἀδελφούς μου . Καὶ | ||
ἐξανίσταμαι τὸν ἀμφιτάπητα συστορέσας , καὶ Ἀλκιβιάδου δὲ ἀμφιτάπης τις πέπραται . Ὁμήρου δὲ τὴν αἰγίδα ἀμφιδάσειαν εἰπόντος , ἔστι |
; καὶ κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ . † καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις κάλωρα κωλύουσαν θωσμένειν ἔρῳ , † καὶ παρθένων | ||
ὄλβιον πάροιθε . τῆι δὲ νῦν τύχηι βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν , τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν |
. ” ὣς ἔφατ ' Ἀλκίνοος , τοῖσιν δ ' ἐπιήνδανε μῦθος . οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος : | ||
. ” ὣς ἔφατ ' Ἀμφίνομος , τοῖσιν δ ' ἐπιήνδανε μῦθος . ἐλθόντες δ ' ἐς δώματ ' Ὀδυσσῆος |
καὶ πρεσβύτατοι γενεῆς ἢ δημογέροντες . Μὴ μὲν ἐπ ' ἄρσενι παιδὶ τρέφειν πλοκάμους ἐπὶ χαίτης . μὴ κορυφὴν πλέξηις | ||
χρονιωτέρη τούτου εἵνεκεν ἐπὶ τῇ θηλείῃ γίνεται ἢ ἐπὶ τῷ ἄρσενι . Ἀναβήσομαι δὲ αὖθις ὀπίσω ὅθεν ἀπέλιπον . Ὁκόταν |
ἡ παλαιγενὴς ] ἡ γηραιά διῆλθε ] διηγήσατο , εἶπεν Τιτανὶς ] ἡ ἐκ Τιτάνων καταγομένη ἡμέτερα † ἐν τοῖς | ||
Ἡρακλῆς . κλεινός ] Ὁ Ἡρακλῆς . . . : Τιτανὶς ] Ἡ μία τῶν Τιτάνων . : Τιτᾶνες ἐκαλοῦντο |
[ ] . παραυτὰ δὲ [ ἰδών με ] Παττίκιος παρέστη ? [ καὶ ] κατεφίλησεν [ καὶ περιεπτύξατο - | ||
Ἀγαμέμνονα . ἔθιγε ] ἡ δὲ Διὸς θυγάτηρ ἡ Δίκη παρέστη ἐν τῆι πρὸς Αἴγισθον μάχηι καὶ ἐφήψατο τοῦ ξίφους |
Θηβαῖος δὲ ὁ Ἰόλαος . καλλίων δέ ἐστιν αὕτη ἡ ἐκδοχὴ , ἵνα ἐπαμφοτερίζοντα τὸν λόγον νοήσωμεν : ἐκεῖνοι γὰρ | ||
. οὐκ ἔστι δὲ , ἀλλ ' ἐκείνη βελτίων ἡ ἐκδοχὴ , λαμβανομένη ἀπὸ τοῦ ποιητικοῦ προσώπου . ἀνὰ δ |
ἡ παρὰ τῶν πολιτῶν τε καὶ πολιτίδων τιμὴ ζώσῃ τε παρακολουθοῦσα τὸν βίον εὐδαίμονα ποιήσει , καὶ μετὰ τὴν τελευτὴν | ||
ἐστι καὶ ἡ εὐσέβεια ἤτοι μέρος οὖσα τῆς δικαιοσύνης ἢ παρακολουθοῦσα : ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δικαιοσύνῃ καὶ ἡ ὁσιότης καὶ |
ἄν τις τὰ πολλὰ λέγοι ; ἔτι γὰρ καὶ νῦν ἐναργὴς ἡ κίνησις τοῦ θεοῦ . τοῦτο μὲν , ὡς | ||
καὶ τρυφῇ δεδωκὼς καὶ βραχὺ φροντίζων εὐκλείας , ἦν ἀπόδειξις ἐναργὴς τοῦ μεστὸν αἰσχύνης εἶναι πρᾶγμα τοὺς μίμους . οἷος |
δ ' ἡ τῶν λόγων χάρις , ἂν ᾖ μὴ προσήκουσα , ἔργῳ ζημία γίγνεται , αἰσχρόν ἐστι φενακίζειν ἑαυτούς | ||
δὲ καὶ τούτου μεμέληκεν , ὑγρά τε καὶ θερμὴ ἡ προσήκουσα δίαιτα , εἴ γε καὶ τὸ τεθηλέναι τοῖς φυτοῖς |
εἰπεῖν τὰς ἐν αὐτῷ προθυμίας προτρέπει εἰς πάντα μὲν τὰ μαθή - ματα , πάσας δὲ τὰς ἐπιστήμας , πάσας | ||
ἐστὶν ἡ προσήκουσα , καὶ διανομὴν ἐφ ' ἑκάστοις τοῖς μαθή - μασιν ὡς πέφυκεν ἕκαστα αὐτῶν μεταλαμβάνειν . εἰ |
τοῦ θεοῦ καὶ τὸν νόμον αὐτοῦ „ , παρελθὼν ὁ δοκησίσοφος Ἰοθόρ , τῶν μὲν θείων ἀμύητος ἀγαθῶν , τοῖς | ||
, Ἀντιφῶν δὲ καὶ εἴσοπτοι . . . . . δοκησίσοφος , ὡς Ἀ . ἔφη . . . δυσάνιος |
ἁρπαγαί , ψευδομαρτυρίαι , ὑποκρίσεις , διπλοκαρδία , δόλος , ὑπερηφανία , κακία , αὐθάδεια , πλεονεξία , αἰσχρολογία , | ||
, τὸ πληγῆναι πολλάκις , εἰς δὲ τὴν τύχην αὐτὴν ὑπερηφανία , βαρύτης , μικρολογία . ἀδικώτατά μοι δοκοῦσιν ἐγκαλεῖν |
δὴ αὐτῶν ταῖς γλυκεραῖς κοίταις ἐπέραστον ἔβαλεν αἰδῶ , κοινὸν ἁρμόζουσα τὸν μιχθέντα γάμον τῷ θεῷ καὶ τῇ τοῦ Ὑψέως | ||
τῶν ὁμοίων παράθεσις : Τί ἔστιν ἐτυμολογία ; ἀνάπτυξις λέξεων ἁρμόζουσα τὴν φωνὴν πρὸς τὴν τοῦ ὑποκειμένου πιθανότητα . Τί |
τευθίς : αὕτη δὲ καριδοῖ τὸ σῶμα καμπύλη τ ' ἄγκυρά τέ ἐστιν ἄντικρυς τοῦ σώματος φησί που Ἀναξανδρίδης : | ||
τοῦ πράγματος . Ἱερὰ ἄγκυρα : ἡ μεγάλη βοήθεια . ἄγκυρά ἐστιν ἐν τῇ νηῒ ἱερὰ καλουμένη , καὶ ὅτε |
αἰτίου , καταψύχονται σφοδρῶς , ὡς μήτε ἀναπνεῖν αἰσθητῶς μήτε σφύζειν τὰς ἀρτηρίας : παχέος δὲ ὄντος ἢ δριμέος , | ||
ἥπατι . τούτων οὖν φλεγμαινόντων τῶν ὑποχονδρίων , ἐν τῷ σφύζειν οὐ δύναται ἀβιάστως ἐν τῷ κατὰ φύσιν διασταλῆναι , |
τε φωσφόρου λύχνου σέλας . τελέως μ ' ὑπῆλθεν ἡ κατάρατος μαστροπός , ἐπομνύουσα τὰν Κόραν , τὰν Ἄρτεμιν , | ||
γὰρ πηγὴν ἀνεύρηκα τοῦ μεγάλου τολμήματος , καὶ οὗτος ὁ κατάρατος ἄνθρωπος ἐπίσταται γυναῖκα μιαρὰν συμπράξασαν τῷ φόνῳ . ” |
φρόνημα καὶ γνώμην , πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ . ἐμοὶ γὰρ ὅστις πᾶσαν εὐθύνων πόλιν μὴ | ||
. εὑρησιεπής ] ἐπῶν ἐφευρετὴς ψευδῶν . περίτριμμα δικῶν ] ἐντριβὴς τῶν κρίσεων . περίτριμμα ] περίεργος , ὃν οὐκ |
καὶ θυσίαι ἀγγέλων . ὥρα θʹ καλεῖται * ἐν ᾗ εὐχὴ ἀνθρώπων ἐν ᾗ οὐδὲν τελεῖται . ἐννάτῃ δέησις καὶ | ||
ἐπιδείξῃ φίλας καὶ συγγενεῖς οὔσας : ἡ δὲ συναγωγὸς αὐτῶν εὐχὴ μεγάλη καλεῖται . διὰ τί δὲ ταύτης ἔτυχε τῆς |
αἰτίαν καὶ τὸ συμβὰν περὶ τὸν παῖδά σου : τὸ ἐπαναλαμβάνειν τοὺς αὐτοὺς λόγους ἐν τῷ θρηνεῖν σφόδρα σχετλιαστικὸν καὶ | ||
ἔγκειται τὸ αἴδειν , ὅπερ λέγεται ἐπὶ τοῦ τὰ αὐτὰ ἐπαναλαμβάνειν . Μένανδρος : ἡ πόλις ὅλη γὰρ αἴδει τὸ |