μὲν εἰς τὴν Ἀσίαν διαβιβάσας τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἠλευθέρου , μεσολαβηθεὶς δ ' ὑπὸ τῆς πεπρωμένης τηλικαύτας καὶ τοιαύτας δυνάμεις
αὐτὴν οἰκίζων οἰκήτορας ἀντεποιήσατο μὲν τῆς τῶν Σικελῶν ἡγεμονίας , μεσολαβηθεὶς δὲ νόσῳ τὸν βίον κατέστρεψε . Συρακόσιοι δὲ πάσας
5802458 μεθηκε
βασιλέα τοσαύτῃ κατεχρήσατο παρρησίᾳ , ὡς ὁ βασιλεὺς ἤδη καὶ μεθῆκε τὴν ψυχήν , καὶ πάντα γε συνεχώρησεν ὅσα Κλέαρχος
Κἢν μὲν ὀλίγον ἔῃ τὸ λυπέον , τῇ τρίτῃ ἡμέρῃ μεθῆκε τρόπῳ τῷ αὐτῷ , τὰς δὲ δύο ἔχει συνεχέως
5632157 ἐλεηλατησεν
καὶ ὀχλούμενος , ἄκων ἐσέβαλεν ἐς τὴν Μιθριδάτου γῆν καὶ ἐλεηλάτησεν ἐπὶ πόλιν Ἄμαστριν , οὐδενὸς οὔτε κωλύοντος αὐτὸν οὔτε
, τὴν μὲν πόλιν ἑλὼν ἐξηνδραποδίσατο , τὴν δὲ χώραν ἐλεηλάτησεν . ὁμοίως δὲ τὸ καλούμενον Τριόπιον ἐκπολιορκήσας εἰς τρισχιλίους
5616906 προϊουσαν
τῆς σκηνῆς δείκνυται τὰ ἔνδον πραττόμενα , ὁ δὲ ἔξω προϊοῦσαν αὐτὴν ὑποτίθεται : τὴν Φαίδραν ἐκβάλλουσα : τὸ συνηγμένον
ἐπιστήμη ἐκ τῶν ἀτελῶν τε καὶ κοινοτέρων ἐπὶ τὰ τελειότερα προϊοῦσαν καὶ εἰδικώτερα . αὐτή τε γὰρ ἡ φύσις ἐν
5604942 καιριως
νενόηκα . παρὸ καὶ τῆς προαιρέσεως ἀγάμενος αὐτὸν ὁμολογεῖ τελεσφορήσειν καιρίως ἃ ᾐτήσατο . τούτῳ μὲν οὖν ἡ ἀπόκρισις ἔπαινον
ἃ δεῖ αὐτοὺς διαπερᾶσαι . ἄνυσιν δέ , ἀστείως καὶ καιρίως ταύτῃ τῇ λέξει ἐχρήσατο : ἀνύσαι γὰρ κυρίως τὸ
5439057 διωκομενος
καταληφθεὶς περὶ τὴν Χίον ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἐχόντων εἴκοσι ναῦς , διωκόμενος ἐν γαλήνῃ , κύκλῳ τῶν ὁλκάδων φεύγων , ταχύτερα
ἑαυτοῖς κακά . Ἐρήμη δίκη : ὅταν μὴ ἀπαντήσας ὁ διωκόμενος καταδικασθῇ . Ἑστίᾳ θύει : ἐπὶ τῶν πολλὰ ἑστιώντων
5424938 ἁλυσεως
ἁλύσει δέδεται . Ὁ οὖν ἡγούμενος ἀδίκως δεδικάσθαι ἐπιλαμβάνεται τῆς ἁλύσεως , καὶ ἕλκει τὴν θυρίδα , καὶ ὁ βασιλεὺς
καὶ τὸ πρῶτον ἐξεργασάμενος ἐπάξει τὸ δεύτερον ἐχόμενον αὐτοῦ καὶ ἁλύσεως τρόπον συνηρμοσμένον ὡς μὴ διακεκόφθαι μηδὲ διηγήσεις πολλὰς εἶναι
5366279 Πευκης
ἔσχατον τὴν ἐπιστήμην : παραινετικὴ πρὸς τὸ σπουδάζειν ἀεί . Πεύκης τρόπον : ἐπὶ τῶν πανωλεθρίᾳ ἀπολλυμένων : ἐπεὶ ἡ
σοφίαν ἔλαχε : παρόσον οἱ πένητες πολλὰς τέχνας ἐπιτηδεύουσιν . Πεύκης τρόπον : ἐπὶ τῶν πανωλεθρίᾳ ἀπολλυμένων . παρόσον ἡ
5314035 ἀδαμαντος
οὐδὲ μίνυνθα βροτῶν ἄνσχοιτο πελάσσας , οὐδ ' εἴ οἱ ἀδάμαντος ἐληλάμενον κέαρ εἴη : ἀλλά με πικρὴν δαῖτα κατ
! ! ! ! ! ! ] ης δ ' ἀδάμαντος ? ? ? ? [ ἐπὶ ] ? σπιλάδεσσι
5308755 ἠθεων
' ἀπὸ χώρων ποταμῶν τ ' ἐργομένα πενθεῖ μὲν οἶκτον ἠθέων , ξυντίθησι δὲ παιδὸς μόρον , ὡς αὐτοφόνως ὤλετο
ἀστῶν ἔλαβε πόθος τε καὶ οἶκτος τῆς πόλιος καὶ τῶν ἠθέων τῆς χώρης , ψευδόρκιοι δὲ γενόμενοι ἀπέπλεον ὀπίσω ἐς
5296673 ἀντιστησομεν
] ὅμως δὲ ἐπ ' αὐτῷ τῷ Ἀμφιαράῳ ἀντιτάξομεν καὶ ἀντιστήσομεν πυλωρὸν , ἤγουν φύλακα τῶν πυλῶν , ἄνδρα ἐχθρόξενον
, κρατηθῆναι τὴν ναῦν ὑπὸ τοῦ χειμῶνος ἤ τινα πρόνοιαν ἀντιστήσομεν τῷ κλύδωνι ; ἐμοὶ μὲν τοῦτο δοκεῖ καὶ τοῦτο
5287185 αἰδουμενη
νέα , ἡ δὲ πρεσβῦτις . καὶ ἡ μὲν προβεβηκυῖα αἰδουμένη νεωτέρῳ αὐτῆς πλησιάζειν , διετέλει , εἴποτε πρὸς αὐτὴν
σὺν φθόνῳ ταῦτα περιιόντες ἐκεκράγεσαν . ἅπερ ἡ βουλὴ μάλιστα αἰδουμένη ἐς τὸν νόμον ἐνεδίδου : καὶ ὁ δῆμος αὐτὸν
5285126 οἰστρου
ἐστιν ἐντεῦθεν ] ἐκ τούτου τοῦ τόπου οἰστρήσασα ] ὑπὸ οἴστρου ἐκβακχευθεῖσα τὴν ] εἰς παρακτίαν ] τὴν παραθαλασσίαν κέλευθον
οἰστροπλήξ ὁ πλήσσων οἶστρος , οἰστρόπληξ δὲ ὁ ὑπὸ τοῦ οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων ,
5269380 ἀτιμασθεις
τὴν ἀρχήν . ὁ δ ' ὡς ἀπῆλθε κινδυνεύσας καὶ ἀτιμασθείς , βουλεύεται ὅπως μήποτε ἔτι ἔσται ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ
ἀπέστειλε λόγον , ἵνα κόσμῳ φανῇ , ὃς ὑπὸ λαοῦ ἀτιμασθείς , διὰ ἀποστόλων κηρυχθείς , ὑπὸ ἐθνῶν ἐπιστεύθη .
5251850 ῥιπτουσα
ὄχλῳ : οὐ μὴ φθέγξῃ ταῦτα μεταξὺ πλήθους μανιώδεις λόγους ῥίπτουσα . ἔδοξε γὰρ αὐτῇ τὰ ῥηθέντα ἀσχήμονα εἶναι καὶ
οὐ μὴ παρ ' ὄχλωι τάδε γηρύσηι , μανίας ἔποχον ῥίπτουσα λόγον ; πέμπετέ μ ' εἰς ὄρος : εἶμι
5245008 ἐστρεφεν
ἐμὲ ζηλῶσαι προτρεπομένων . ἔτι δὲ τῶν ἀδικημάτων τὸ πλῆθος ἔστρεφεν αὐτοῦ τὴν ψυχὴν πολλὰς ἀπειλούντων αὐτῷ τιμωρίας . τὰς
πράττειν καὶ πανουργίας ὅ τι εἶχεν , ἐπὶ τὸν Παλαμήδην ἔστρεφεν . ἐπὶ τούτοις ὁ Πρωτεσίλεως τοιαῦτα ἀπαγγέλλει : τὸν
5239901 προσδεθεις
νέου δέλφακος φωνήν . Ἄγριος ταῦρος ἀτρεμεῖ καὶ πρᾳΰνεται συκῇ προσδεθείς . Ἵππος ὑπὸ λύκου βρωθεὶς ἀγαθὸς ἔσται καὶ ποδώκης
νέου δέλφακος φωνήν . Ἄγριος ταῦρος ἀτρεμεῖ καὶ πρᾳΰνεται συκῇ προσδεθείς . Ἵππος ὑπὸ λύκου βρωθεὶς ἀγαθὸς ἔσται καὶ ποδώκης
5226355 ταλαεργον
ἄνθρωποι . ἐπιβρίσαντες : δεσμήσαντες . Οὐρήων : ἡμιόνων . ταλαεργόν : ἐργοπόνον , ἀχθοφόρον : γράφεται τίνων ταλαεργῶν .
ἄνθρωποι . ἐπιβρίσαντες : δεσμήσαντες . Οὐρήων : ἡμιόνων . ταλαεργόν : ἐργοπόνον , ἀχθοφόρον : γράφεται τίνων ταλαεργῶν .
5225112 βλαστοντα
ἄλλο τι οὐ λέγεται ἄνθρωπος . Νεοβλαστῆ : τὰ νεωστὶ βλαστόντα , τὰ νεωστὶ γεννηθέντα . σάκος : ἀσπίς :
, φησὶ καὶ ἡ τραγῳδία , τὰ δὲ ἀπὸ αἰθερίου βλαστόντα γονῆς εἰς αἰθέρα . διὰ τί οὖν οὐχ ὁρῶμεν
5180231 δρακεις
ἔπαθον , αἱ Λοκρίδες ᾖδον καὶ καθύμνουν τὸν Ἱέρωνα . δρακεῖς ' ἀσφαλές : ἐλεύθερον βλέπουσα . Ἀναξίλας γὰρ καὶ
παρθένος ἀπύει , πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖς ' ἀσφαλές : θεῶν δ ' ἐφετˈμαῖς Ἰξίονα φαντὶ
5172881 ἐχθροξενον
καὶ ἀντιστήσομεν πυλωρὸν , ἤγουν φύλακα τῶν πυλῶν , ἄνδρα ἐχθρόξενον , ἤτοι ἐχθρὸν ὄντα τοῖς ἐξ ἀλλοδαπῆς ἐλθοῦσι πρὸς
ἀπὸ ξένης ἐλθόντων . ἐχθρόξενον ] ἐχθρὸν τοῖς πολεμίοις . ἐχθρόξενον ] τὸν ἐχθρὸν τοῖς ξένοις . ἐχθρόξενον ] τῶν
5159907 κοκκοβαφη
ὑπόσιμον δ ' ἐστὶ καὶ δουλεύει ἑταίραις , ὑπεζωσμένον χιτῶνα κοκκοβαφῆ . Ἐκ δ ' ἀστρονομίας ὀνόματα ἀστρονομική , ἀστρονόμος
πρὸς ἑαυτόν , περιῄει τὰς τῆς Ἀσίας πόλεις , τὰ κοκκοβαφῆ ὑποδησάμενος πέδιλα . Οἱ γοῦν πολῖται ὡς βασιλεῖ Ῥωμαίων
5149689 τριετη
τριῶν παρελθόντων παρέλαβε τὴν τῶν Λατίνων βασιλείαν , καὶ κατασχὼν τριετῆ χρόνον ἐξ ἀνθρώπων ἠφανίσθη καὶ τιμῶν ἔτυχεν ἀθανάτων .
ηʹ καὶ διὰ τῶν ἴσων ἐπισφίγγειν πάλιν ; ὅταν δὲ τριετῆ γένηται τὰ στελέχη , ὀρύξαι παρὰ τὴν ῥίζαν τοῦ
5146325 ἐλεεινην
αἱ κακῶς πενθοῦσαι . ἀλεγεινήν : φευκτὴν , ἀλγεινὴν , ἐλεεινὴν , χαλεπὴν , καὶ πένθος κακὸν καὶ ἐλεεινόν .
νεανίου μὲν πρῶτον , εἶτα τοῦ φύσαντος , τὴν μὲν ἐλεεινὴν οὐ διέφυγε θέαν , ἀλλοτρίᾳ δὲ χειρὶ περιπίπτων ὁμοίαν
5142152 ἡττηθεισα
μήτε οἴκτων μήθ ' ὑπό τινος ἄλλης ἔχθρας μηδὲ φιλίας ἡττηθεῖσα παρὰ τὴν τοῦ νομοθέτου τάξιν ἐθέλειν ἂν τἀλλήλων ἐγκλήματα
ἔδοξαν καθυπερτερεῖν τὸν Κρόνον καὶ μᾶλλον ἴσχυσαν . Ἡ δὲ ἡττηθεῖσα οὕτως εἶχε τὸ θέμα . Ἄλλη . Ἥλιος Ἑρμῆς
5135955 ἀπαρχος
φέρειν γὰρ χρὴ τὸ δούλιον ζυγόν : νεῶν τ ' ἄπαρχος Ἰλίου τ ' ἀναστάτης οὐκ οἶδεν οἵα γλῶσσα ,
] ἀλλὰ δυστυχῶς . εὐψυχίαν ] τόλμην , ἀνδρείαν . ἄπαρχος ] ἐξαίρετος : ἀπὸ τοῦ ἀπαρχή γὰρ γίνεται .
5131381 ἡμιθανης
ὅ γε πρὶν θανέειν ἀναδύεται , ἀλλ ' ἐπὶ παισὶν ἡμιθανὴς προβέβηκε , μέλει δέ οἱ οὔτι μόροιο τόσσον ,
: χάριν παίδων . παίδων : παισίν . Ἡμιδαμής : ἡμιθανὴς , ἡμίκοπος . ἡμιδαής : ἡμίτμητος , ἡμιμέριστος ,
5126619 ἀναβοασω
τίνα τούτων στεναγμὸν μετὰ δακρύων , ὦ δόμος δόμος , ἀναβοάσω . ἢ τὸ προσῳδόν ἐξ ὁλοκλήρου τὸν θρῆνον νοητέον
φερομέναν δίναισι βῶλον ἐξ Ὀλύμπου , ἵν ' ἐν θρήνοισιν ἀναβοάσω γέροντι πατρὶ Ταντάλῳ . τάν οἱ πατὴρ : τὴν
5121583 περιειδες
κἀμὲ καὶ σωφροσύνην καὶ τοὺς πάντων γάμους : οὐ γὰρ περιεῖδες ἄνδρα ἰδιώτην ἐπιβουλευθέντα ὑπὸ ἡγεμόνος , ἀλλὰ ἐκάλεσας ,
ἦς ἐν τῇ πατρίδι , ἅτε ἐνδομάχης ἀλέκτωρ , οὕτως περιεῖδες ἂν φυλλοροοῦσάν σου τὴν ἀρετὴν , τουτέστι μαραινομένην .
5120279 καλλυνει
καὶ τὴν βάσιν τοῦ νεὼ ἐν πηγῷ καὶ λευκῷ πλόκῳ καλλυνεῖ καὶ κοσμήσει . Πρίαμος γὰρ ἐν τῷ τοῦ Ἑρκείου
Ὁ δ ' ἀμφὶ τύμβῳ τἀγαμέμνονος δαμεὶς κρηπῖδα πηγῷ νέρθε καλλυνεῖ πλόκῳ , ὁ πρὸς καλύπτρης τῆς ὁμαίμονος τάλας ὠνητὸς
5113680 ἀναλαμβανει
μεταλαμβάνει , δέχεται , ἀναῤῥοφεῖ , λαμβάνει , ἀναῤῥοφᾷ , ἀναλαμβάνει , ἀναλέγεται . Μεταχεύεται : μετὰ ταῦτα δὲ πάλιν
μήτρας , δι ' οὗ κενοῦται μὲν τὸ καταμήνιον , ἀναλαμβάνει δὲ πρὸς ἑαυτὴν ἡ μήτρα ἐν ταῖς συνουσίαις τοῦ
5108250 Λεαρχον
ἡ Κάδμου συνελθοῦσα Ἀθά - μαντι δύο ἐγέννησε παῖδας , Λέαρχον καὶ Μελικέρτην , καὶ θυγατέρα Εὐρύκλειαν . Οὗτοι ὑπὸ
: Ἀθάμας τρέφων τὸν Διόνυσον Ἥρας ὀργῇ μανεὶς τὸν παῖδα Λέαρχον ἀναιρεῖ , εἶτα καὶ Ἰνὼ μανεῖσα ἀφῆκε τοῦτον εἰς
5097545 ψιθυρον
πόθεν ; Ἐξηκεστίδης ἔχων λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς ὡς
κοπία διδούς , ἐπιστάμενος τὴν τύχην μὴ οὖσαν παράμονον . ψίθυρον καὶ διάβολον ἄνδρα , εἰ καὶ ἀδελφός σού ἐστι
5078478 ἡρπαξεν
δὲ ἐκλήθη , ὅτι θύοντος τοῦ ἱερέως ἱερείου κωλῆν ἱέραξ ἥρπαξεν καὶ ἐπ ' ἐκείνῳ τῷ τόπῳ ἐπεκαθέσθη : ὅθεν
ὄρεξεν ὑπεὶρ ἁλός : αὐτὰρ ὅ γ ' ἄτην καρπαλίμως ἥρπαξεν , ὁ δ ' ἔσπασεν ἀμφοτέρῃσι θερμὸς ἀνήρ ,
5072384 οἰνοφλυγιας
πηρωθείη τὴν ὄψιν , ἐλεεῖται , ἐὰν δ ' ἐξ οἰνοφλυγίας πάθῃ τοῦτο , μισεῖται . εἰ οὖν αἱ ἐν
τρεφούσης , οὕτω τὴν πηγήν , ἀφ ' ἧς τὸ οἰνοφλυγίας ὀμβρεῖ | κακόν , ὁ δημιουργὸς τῆς ἀκρασίας πιέζει
5064604 πεπιλημενος
, καὶ πᾶς οὗτος ὑπὸ τοῦ προσβάλλοντος ἀεὶ κύματος σκληρῶς πεπιλημένος , ὥστε ὁμογενοῦς ὄγκου καὶ μίαν φύσιν ἔχοντος διὰ
, καὶ πᾶς οὗτος ὑπὸ τοῦ προσβάλλοντος ἀεὶ κύματος σκληρῶς πεπιλημένος , ὥστε ὁμογενοῦς ὄγκου καὶ μίαν φύσιν ἔχοντος διὰ
5063149 σιδαρου
κοίταισι παρ ' αὐλᾶι ἔριδας [ θάμ ' ἀμειβόμενοι ] σιδάρου [ τ ' εἰρεσίαι ] σφαγᾶι [ τε δῆλον
πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει , τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου . μακˈρά μοι νεῖσθαι κατ ' ἀμαξιτόν : ὥρα
5060227 καταφερομενος
γὰρ τοιοῦτος , πρὸς τὴν ἐργασίαν τῆς ἀμπέλου οὐ μακρόθεν καταφερόμενος , ἀλλὰ πρόσγειος ὤν , ἀπονητὶ ἐργάσεται . Τοὺς
φέρεσθαι τὸν τροχόν : καὶ ἔστιν οὗτος ἀεὶ ἀνακυκλούμενος καὶ καταφερόμενος , ταύτην τιννύων τιμωρίαν . Δίψει δὲ λέγει κολάζεσθαι
5056614 μετιον
τὸ ταῖς ὑδροθηρίαις γένος συμβιοῦν καὶ τὰς ὑποδύσεις τὰς κατωτάτω μετιὸν μελαίνουσι τὰς ἑαυτῶν βάσεις καὶ τὰ κοῖλα τῶν χειρῶν
ἢ φυτοῦσθαι διάλλαξιν λοιπὸν ἐπὶ θάτερον καὶ ἐνάλλαξιν ἐπιδέχεται , μετιὸν ἀπὸ δυνάμεως εἰς ἐνέργειαν . εἰ δὲ δύναμις παντὸς
5053841 τρωθεις
βέβληται ἀβλής ἀβλῆτος , τέτρωται ἀτρώς ἀτρῶτος , ὁ μὴ τρωθείς . . . . , . ἄβρα : οὔτε
, ἤγουν τοῖς αὐτοῖς περιπεσὼν δικτύοις . πληγεὶς ] + τρωθείς , θανατωθείς . μάστιγι ] + τιμωρίᾳ . παγκοίνῳ
5047340 παγιδος
εὔνοιαν ἀλλὰ διὰ τὸ ἑαυτοῖς συμφέρον . ἀλώπηξ ὑπό τινος παγίδος τὴν οὐρὰν ἀποκοπεῖσα ἐξ αἰσχύνης ἀβίωτον τὸν βίον ἡγεῖτο
Μεσήνης , ἀρέσκειν . . . . ἀνδίκτης : εἶδος παγίδος : παρὰ τὸ δίκειν , τὸ βάλλειν , ἔνθεν
5036634 κατεστρεψε
παροιμίαν χωρῆσαι : ἑβδομήκοντα γὰρ πρὸς τοῖς ἓξ βιοὺς ἔτη κατέστρεψε τὸν βίον ἄνοσος καὶ ὑγιὴς διατελέσας . Ζητῶν ὄψον
οὐδὲ τροφῆς μετέδωκεν , ἀλλὰ κατὰ τὴν χώραν ἀλώμενος λιμῷ κατέστρεψε τὸν βίον . , . . ) Ὅτι Ἀρσάκης
5028209 οἰστροπληξ
] ἀνέλπιστος . αἰφνίδιος μόρος ] ἐξαίφνης θάνατος . . οἰστρόπληξ ] οἰστρόπληξ , ὁ ὑπὸ οἴστρου πλησσόμενος . καὶ
τὸν βοῦν πλήσσων . . οἰστροπλήξ ὁ πλήσσων οἶστρος , οἰστρόπληξ δὲ ὁ ὑπὸ τοῦ οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλήξ
5027666 κρατουμενος
πέτραις τὴν μὲν ἡμέραν διὰ τὸ πνῖγος οὐχ ὁρᾶται , κρατούμενος ὑπὸ τοῦ περὶ τὸν ἥλιον φέγγους , τῆς δὲ
' ἄκρατος ὢν τὴν ὀργήν : ἤτοι ἀκαταπόνητος , μὴ κρατούμενος . * : ἀπροσδόκητος ] Οὔτε τὸ πῶς εἰς
5019323 καταπτηξας
ἐξαναστὰς τοῦ θάκου ἐδίωκεν αὐτόν , τὸ μὲν θηρίον μὴ καταπτήξας , περιεχόμενος δὲ τῆς δέλτου ἰσχυρῶς . ἐπεὶ δὲ
παραχωρήσῃ λοιδορούμενος . ΓΘ ἄλλως : 〚 ἀπάτῃ 〛 ἀπατηθῇ καταπτήξας τὰς λοιδορίας Κλέωνος . ΓΘ θαλφθῇ : καταθελχθῇ ,
5016192 Βορεας
' ἐρᾶν καὶ κατεσθίειν : σὺ δὲ κάρτα φείδηι . Βορέας : τὸ Δάτιδος μέλος [ ! ! ! !
αὐτοὺς ἑκὼν ψυχῇ προσηνεστάτῃ ταχέως ἐκέλευσεν ὁ τῶν ἀνέμων βασιλεὺς Βορέας . ἴσως δὲ τὰ ὀνόματα πεποιημένα ἀπὸ τοῦ πατρός
5005020 ὑφοραται
μήπω σφάξῃς σαυτόν : σίγα νῦν : ὡς γυναιξί : ὑφορᾶται τὰς τοῦ χοροῦ : ἐνόμιζε γὰρ ἐχθρὰς αὐτὰς εἶναι
ἐκεῖνος ἑκὼν προσίεταί με καὶ προσκαλεῖται , ἡ Ἀθηνᾶ δὲ ὑφορᾶται ἀεί , καί ποτε ἐγὼ μὲν ἄλλως παρέπτην πλησίον
4993551 κατεχομενη
τῶν ἄνω καὶ ἠρεμεῖν οὐκ ἀνέχεται καὶ ὀδυνᾶται ὡς ἔτι κατεχομένη ἐνταῦθα , ἐφιεμένη δὲ ἐκείνων . Ὅρα δὲ πόσαις
ψυχὴ ἐνταῦθα ἐπιθυμεῖ μὲν τῶν ἐκεῖ καὶ ἔχει ἔρωτα , κατεχομένη δὲ ὑπὸ τῆς γενέσεως ἔτι εἰκότως ὀδυνᾶται : ὅθεν
4993240 φυντ
ὅπλοις κοσμήσας Πάτροκλον καὶ παραθαρρύνας ἔπεμψεν εἰς τὸν πόλεμον . φύντ ' ἀρετᾷ : τὸν φύντα πρὸς ἀρετὴν σὺν θεοῦ
φησί : Χωρεῖ δ ' ὀπίσω τὰ μὲν ἐκ γαίας φύντ ' εἰς γαῖαν , τὰ δ ' ἀπ '
4991880 αὐραν
ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου , καὶ ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε : σύνδικος δ ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος
εἶπε : καὶ ἑτέρωθι : ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνα παρέχει . ὁ δὲ ἀγὼν Διός : καλεῖται
4990241 ταπεινωθεις
δὲ ταὐτὸν πολλάκις πάσχων ὁ πονηρὸς τῆς ὕβρεως λήξῃ , ταπεινωθεὶς ἕπεται ἤδη τῇ τοῦ ἡνιόχου προνοίᾳ , καὶ ὅταν
ᾤχετο , ταῖς δ ' εἰς ἐμὲ τοῦ βασιλέως τιμαῖς ταπεινωθεὶς ἐπανήρχετο , καὶ ἧκέ τις μετὰ τῶν συμπρέσβεων βασίλειον
4984243 συνωριδα
ἅρματα , ἵππους δὲ δύο καὶ ἀναβάτας , ἔτι δὲ συνωρίδα χωρὶς δίφρου καταβάτην τε μικράσπιδα καὶ τὸν ἀμφοῖν μετ
τριακοστῆς τε καὶ ἑκατοστῆς ὀλυμπιάδος , τῆς δὲ Βελιστίχης τὴν συνωρίδα ὀλυμπιάδι πρὸ ταύτης τρίτῃ . πέμπτῃ δὲ ἐπὶ ταῖς
4981208 κελαινου
, παλίντιτα πνεύματ ' ἐπάξεις θήσεις δ ' ἐξ ὄμβροιο κελαινοῦ καίριον αὐχμὸν ἀνθρώποις , θήσεις δὲ καὶ ἐξ αὐχμοῖο
ἔπη χθονί καρπὸν φέροντα πάντα μὴ πράσσειν καλῶς . κοίμα κελαινοῦ κύματος πικρὸν μένος ὡς σεμνότιμος καὶ ξυνοικήτωρ ἐμοί :
4979477 μαιμωωσα
βάλε δ ' ὦμον ὄπισθεν : αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο μαιμώωσα πρόσσω ἱεμένη : ὃ δ ' ἄρα πρηνὴς ἐλιάσθη
ἄρα μηρὸν ἀριστερὸν ἔγχεϊ μακρῷ βεβλήκειν , αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα ὀστέω ἐγχριμφθεῖσα , πατὴρ δ ' ἔτι λοιγὸν ἄμυνεν
4966604 ἀξοντα
ἐφίλησε : καὶ πάλιν Ἐρέβεος Ἐρέβευς , Θ ἐξ Ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῦ Ἀΐδαο , ἀντὶ τοῦ ἐκ τοῦ Ἐρέβους
λαβὼν χεῖρα , Ν Ἰδομενεῦς μένος , Θ ἐξ Ἐρέβευς ἄξοντα . Ἐγνωσμένης οὖν τῆς κατὰ τὰς διαλέκτους διαφόρου κλίσεως
4963510 ἀκαμπτος
δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ πετρῶν συμπαγεὶς τὸν νοῦν
ἀνένδοτος . σιδηρόφρων ] ἀνδρεῖος . σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος . θ θυμὸς ] αὐτῶν . θ θυμὸς ]
4958898 βεβλησθαι
ἡδυπάθειαν ταύτην τέλος εἶναι ἔφη καὶ ἐν αὐτῇ τὴν εὐδαιμονίαν βεβλῆσθαι : καὶ μονόχρονον αὐτὴν εἶναι , παραπλησίως τοῖς ἀσώτοις
βλητοὺς αὐτοὺς ὀνομάζουσι παρὰ τὸ κατὰ θείαν μῆνιν ὑπὸ ἐναντίας βεβλῆσθαι δυνάμεως . Καὶ τὸ τῶν ἐπιλήπτων δὲ πάθος οὐκ
4952691 Δηιδαμειᾳ
ὃς εἴη , ἔκπυστος γίγνεται τῷ τε Λυκομήδει καὶ τῇ Δηιδαμείᾳ . ταῦθ ' ἡ τέχνη βραχεῖ τούτῳ γράμματι ἀναδιδάσκειν
, ὥς * τινες * φασίν , Ἀχιλεὺς τὸν παῖδα Δηιδαμείᾳ ἐν Σκύρῳ τῇ νήσῳ . Τρυφιόδωρος δὲ καὶ οἱ
4947644 τοξευθεις
Ἰσμηνός , Ἀμφίονος καὶ Νιόβης παῖς , ὑπ ' Ἀπόλλωνος τοξευθεὶς καὶ ἀλγηδόνι συνεχόμενος ἑαυτὸν ἔβαλεν εἰς τὸν προειρημένον ποταμόν
. . , : Ὅτι ὑπὸ Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρτέμιδος ἐτελεύτησε τοξευθεὶς , Φερεκύδης φησίν . Ἐπάγει δὲ καὶ αὐτὸς ,
4941804 διαμενων
: αὐτὸς ἄρα ἐξ ἑαυτοῦ ἀίδιός ἐστι καὶ αὐτοτελὴς καὶ διαμένων τὸν πάντα αἰῶνα , καὶ δι ' αὐτὸ τοῦτο
εὐδαίμων : ἀναίτιος μὲν παρὰ τοῖς θεοῖς , ὡς ἀνέγκλητος διαμένων διὰ τὸ σκοπὸν ἔχειν πάντα δίκαιον , δύο δὲ
4939188 καταπιμπλαται
. Ταῦτα ποιήσαντι ὑγιείη ἐγγίνεται . Ἄλλη νοῦσος : ἑλκέων καταπίμπλαται τὴν κεφαλὴν , καὶ τὰ σκέλεα οἰδίσκεται ὥσπερ ἀπὸ
ὑφ ' ἧς ὅλη δι ' ὅλων εὐθυμίας ἡ ψυχὴ καταπίμπλαται , γεγηθυῖα μὲν ἐπὶ τῷ πατρὶ καὶ ποιητῇ τῶν
4929620 ἐχραε
ἐρέοντο : πῶς ἦλθες , Ὀδυσεῦ ; τίς τοι κακὸς ἔχραε δαίμων ; ἦ μέν ς ' ἐνδυκέως ἀπεπέμπομεν ,
. κοῖτον : θάνατον * οἱ : τῷ Κανώβῳ * ἔχραε : παρεῖχε ἐβάρησε , ἐβάρυνε * ἔχραε κοῖτον :
4923808 πολυπραγμονει
ὁ δ ' ἐξ ἑαυτοῦ ζητεῖ τε καὶ σκέπτεται καὶ πολυπραγμονεῖ , μετὰ σπουδῆς ἐρευνῶν τὰ φύσεως , ἀδιαστάτῳ χρώμενος
τοῦ Δάφνιδος ἔλεγεν : οὐδεὶς ταῦτα , δέσποτα , ἐραστὴς πολυπραγμονεῖ : ἀλλ ' ἐν οἵῳ ποτε ἂν σώματι εὕρῃ
4916583 ζαλην
καὶ εἰς δάκρυα ἐμβάλλομαι διηγουμένη τὴν ἐκ θεῶν ἐπελθοῦσάν μοι ζάλην καὶ τὸν κλύδωνα τῶν συμφορῶν καὶ τὴν ἀλλοίωσιν τῆς
. κρημναμέναν ] ὑπερκειμένην . θ νεφέλαν ] θόρυβον , ζάλην . νεφέλαν ] θλῖψιν . νεφέλαν ] τὴν τῆς
4916484 ἐπιχαιρεκακιαν
τὸ μὴ τοῖς ἀβουλήτοις τῶν ἐχθρανάντων ἐφήδεσθαι , βαρύμηνι πάθος ἐπιχαιρεκακίαν εἰδώς , ἀδελφὸν ὁμοῦ καὶ ἀντίπαλον φθόνου , συγγενὲς
καὶ Σκίρωνος λύπην , φόβον , ἐπιθυμίαν , φθόνον , ἐπιχαιρεκακίαν , φιλαργυρίαν , μαλακίαν , ἀκρασίαν . ταῦτα δ
4914745 τιτρωσκομενον
ἐν τῷ δειπνεῖν . διὸ καὶ ποιεῖ αὐτὸν ὑπὸ Μενελάου τιτρωσκόμενον κατὰ τὴν γαστέρα : φησὶν δ ' ὁ Σκήψιος
αὐτὸν εἰσάγουσι τὸν βασιλέα Ταρκύνιον ἀγωνιζόμενον ἀφ ' ἵππου καὶ τιτρωσκόμενον , ἄνδρα ἐνενήκοντα ἔτεσι προσάγοντα . πεσόντος δὲ Τίτου
4912298 ὀμμαθ
λέκτρα μητρώιων γάμων ὁ πάντ ' ἀνατλὰς Οἰδίπους παθήματα ἐς ὄμμαθ ' αὑτοῦ δεινὸν ἐμβάλλει φόνον χρυσηλάτοις πόρπαισιν αἱμάξας κόρας
” Ὧς φάτ ' ἀπηλεγέως . ὁ δ ' ἐσέδρακεν ὄμμαθ ' ἑλίξας , ὥστε λέων ὑπ ' ἄκοντι τετυμμένος
4911359 ῥυθμιζεται
κατὰ μουσικὴν ὑπὸ δυεῖν , ὄψεώς τε καὶ ἀκοῆς . ῥυθμίζεται δὲ ἐν μουσικῇ κίνησις σώματος , μελῳδία , λέξις
τῆς ψυχῆς καίπερ λογικῶς οὐχ οἷόν τε ὂν ὑπὸ λόγου ῥυθμίζεται . κατὰ μέντοι τὴν σωματικὴν ἄλογον οὐσίαν τὸ ἐλλεῖπον
4909452 κτεινεται
ὅστις Ἀμίλκας σύμπασαν εἷλε τὴν Ἰβηρίαν , δόλοις ἐπιθεμένων δὲ κτείνεται τῶν Ἰβήρων . τὸν πάντα τούτου γὰρ στρατὸν φεύγειν
διαφθείροντας τὸ ὄνομα ἢ διὰ τὴν πατρίδα τῶν Ἀτρειδῶν , κτείνεται , ταῦτα ἔτι μανθάνων , ὑπὸ τοῦ Πτολεμαίου ,
4902395 ἀλωμενον
στρατοῦ , καὶ ὁ Δέκμος ἐπέστελλε τῇ βουλῇ τὸν Ἀντώνιον ἀλώμενον κυνηγετήσειν ναυτικῶν περ ἤδη γεγονότων . Οἵ τε Πομπηιανοὶ
γῆς εἰλήφει μοῖραν οὔτε ὠφελείας . τοῦτο ἀνέστιον καὶ πτωχὸν ἀλώμενον ἐχθρὸν ἐκ τοῦ ἀναγκαίου τοῖς κρείττοσιν ἦν καὶ νεωτερίζειν
4900180 ἀνομοιομερων
ἐκείνου προείρηται καὶ περὶ τούτου χρὴ γινώϲκειν . Ἀϲπάλαθοϲ ἐξ ἀνομοιομερῶν ϲύγκειται δριμέων γε καὶ ϲτυφόντων καὶ τοῖϲ μὲν δριμέϲιν
λόγοι τῶν ἐν τῷ σώματι κράσεων τῶν τε ὁμοιομερῶν καὶ ἀνομοιομερῶν πολλοὶ καὶ παντοδαποί , συμβήσεται γοῦν πολλὰς τὸν ἕνα
4899240 τεκνοποιησασθαι
Ἑρμοκράτους , κατὰ τὴν ἀπόστασιν τῶν ἱππέων ἀνῃρημένης , ἔσπευδε τεκνοποιήσασθαι , διαλαμβάνων τῇ τῶν γεννηθέντων εὐνοίᾳ βεβαιότατα τηρήσειν τὴν
ἑκάστης μίαν συνεύναζε θυγατέρα : ἐσπούδαζε γὰρ πάσας ἐξ Ἡρακλέους τεκνοποιήσασθαι . Ἡρακλῆς δὲ μίαν νομίζων εἶναι τὴν ἀεὶ συνευναζομένην
4895830 προματωρ
Ἀφροδίτη ἐγέννησε τὴν Ἁρμονίαν ἣν ἔσχε γυναῖκα ὁ Κάδμος . προμάτωρ ] ἐξ Ἄρεος γὰρ καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου
. ἐναργῶς ] φανερῶς . θ καὶ Κύπρις ἅτε γένους προμάτωρ : Κύπρις ἡ Ἀφροδίτη λέγεται : ταύτης δὲ καὶ
4893255 ἀϊσσονται
ἄπληστον κλύζονται ἐνιέμεναι ὑδάτεσσιν : Ἢ λίμνην πέρι δηθὰ χελιδόνες ἀΐσσονται γαστέρι τύπτουσαι αὔτως εἰλεύμενον ὕδωρ : ἢ μάλα δείλαιαι
: ὑψοῦ δὲ κάρη ἔχει , ἀμφὶ δὲ χαῖται ὤμοις ἀΐσσονται : ὃ δ ' ἀγλαΐηφι πεποιθὼς ῥίμφά ἑ γοῦνα
4891991 ἀλαστορος
: καὶ ἐγὼ βακχείων γόων κατάρχομαι , ἀλλ ' ἐξ ἀλάστορος καὶ ἀνηδόνου δαίμονος : οὐ γὰρ ἡδονὴν ἔχει ὁ
ἥρπασε τὸν καιρὸν βουλιμιῶν , οὐ συμπαρηνέχθη τῇ φορᾷ τοῦ ἀλάστορος , οὐ ῥῆμα ἀφῆκεν ἀδικουμένου , ἀλλὰ τὴν ὀργὴν
4889530 Λαγων
ἁλλόμενος ἀποδημίαν δηλοῖ : ἄλλως : ἀγαθὰ πολλὰ σημαίνει . Λαγὼν εὐώνυμος ἁλλόμενος εὐφρασίαν δηλοῖ πᾶσιν . ἄλλως : ἐργασίαν
δηλοῖ . Κοιλίας δεξιὸν μέρος ἁλλόμενον νόσον ὀλιγοχρόνιον δηλοῖ . Λαγὼν δεξιὸς ἁλλόμενος ἀποδημίαν δηλοῖ : ἄλλως : ἀγαθὰ πολλὰ
4884509 παραπληξ
ῥήματος ἐξ οὗ γίνονται , οἷον πλήξω οἰστροπλήξ οἰστροπλῆγος , παραπλήξ παραπλῆγος , λαοπλήξ λαοπλῆγος , ἀκανθοπλήξ ἀκανθοπλῆγος , βουπλήξ
οἷον , ἁρματοπήξ : κλινοπήξ : ξυμπήξ : ἀκανθοπλήξ : παραπλήξ : μολυβδοτήξ : κεραμοτήξ : εὐθήξ : φιλοθήξ :
4883620 φοινιας
, κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγὴν βάλλει μ ' ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου , χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γάνει σπορητὸς
ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ , ἴδεσθέ μ ' οἷον ἄρτι κῦμα φοινίας ὑπὸ ζάλης ἀμφίδρομον κυκλεῖται . Οἴμ ' ὡς ἔοικας
4880198 κλαζει
τινὰ κτύπον ; οὔκ , ἀλλὰ δεσμὰ πωλικῶν ἐξ ἀντύγων κλάζει σίδηρον : κἀμέ τοι , πρὶν ἠισθόμην δεσμῶν ἀραγμὸν
ὄρνιν , ὁμογλώσσοιο συνέμπορον ἠθάδα θήρης : ἡ δὲ λίγα κλάζει ξουθὸν μέλος , οἱ δ ' ἀΐοντες πάντες ἐπισπέρχουσι
4877859 ἐτοξευθη
Ὦπιν μίαν τῶν ἐξ Ὑπερβορέων παραγενομένων παρθένων ὑπ ' Ἀρτέμιδος ἐτοξεύθη . Ποσειδῶν δὲ Ἀμφιτρίτην [ τὴν Ὠκεανοῦ ] γαμεῖ
, καὶ πῦον οὐ φαίνεται . Ἀρίστιππος ἐς τὴν κοιλίην ἐτοξεύθη ἄνω βίῃ χαλεπῶς : ἄλγος κοιλίης δεινόν : καὶ
4867329 ἰηλα
δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω , περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα χρύσεον ἄρρηκτον ; σὺ δ ' ἐν αἰθέρι καὶ
δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω , περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα χρύσεον ἄρρηκτον , σὺ δ ' ἐν αἰθέρι καὶ
4863942 ἀνεδραμε
ποθέοντες ἀέθλους πολλάκις ἠρήσαντο μολεῖν θαλαμηπόλον ὄρφνην . Ἤδη κυανόπεπλος ἀνέδραμε νυκτὸς ὀμίχλη ἀνδράσιν ὕπνον ἄγουσα καὶ οὐ ποθέοντι Λεάνδρῳ
τῆς Λιβύης ὄρος ὡς χάλκειος καὶ ὑψηλὸς κίων εἰς οὐρανὸν ἀνέδραμε , πυχνοῖς καὶ ἰσχυροῖς νέφεσι καλυπτόμενος . Ἀρχὴν δὲ
4863341 Λαδωνα
καὶ Ἀκραίων . ὁ δ ' Ἀλφειὸς παραλαβὼν τόν τε Λάδωνα καὶ τὸν Ἐρύμανθον καὶ ἄλλους ἀσημοτέρους διὰ τῆς Φρίξης
ὀμμάτων φαίνεται . Σύριγξ νύμφη διωκομένη ὑπὸ Πανὸς εἰς τὸν Λάδωνα ποταμὸν αὑτὴν ἔρριψε , καλάμων δὲ φυέντων Πᾶν τεμὼν
4862403 ἐδησατο
φύκεσιν εἰλομένους λᾶας βάλεν , ἀμφὶ δὲ ποίας εἰναλίας στομίοισιν ἐδήσατο , τῇσι γάνυνται σάλπαι τ ' ἠδ ' ὅσσοι
ἐν ἀνθρώποισιν ἔχῃσιν . ” ὣς εἰποῦς ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , ἀμβρόσια χρύσεια , τά μιν φέρον
4859217 κατακλεισθεις
σιτία καὶ τὰ ποτὰ τοῖσι πλείστοισιν : ἀνατρέχει γὰρ ὁ κατακλεισθεὶς ἀὴρ , ὁκόταν ἀναῤῥήξῃ τὰς πομφόλυγας , ἐν ᾗσι
τῆς λείας ὅσῃ ἐπέτυχεν ἀφυλάκτῳ περιβαλόμενος ἀπήλασεν . ὕστερον δὲ κατακλεισθεὶς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων εἰς πολιορκίαν , τά τε φρούρια
4859122 γηραιος
οὐδαμῶς . . ἀνὴρ ] ἀντὶ τοῦ ἄνθρωπος , ἀλλὰ γηραιός . τὸν νόμον ] τὸ ἐλεεῖν τοὺς παῖδας ,
γυμνικὸν ὑπό τε καύματος καὶ δίψους καὶ ἀσθενείας , ἤδη γηραιός . καὶ αὐτοῦ ἐπιγέγραπται τῶι μνήματι [ . .
4856180 ἐνεχθεις
γῆς δένδρων , ἀλλ ' ὑπὸ φύσεως λογικῆς καὶ σπουδαίας ἐνεχθείς . παρὸ καὶ ἡ τεκοῦσα αὐτὸν φύσις ” στῆναι
, ὑπὸ τούτου μὲν ἀφεθείς , ὑπ ' ἐκείνου δὲ ἐνεχθείς : καὶ ὁ μὲν ἐτεθνήκει : τὴν γῆν δὲ
4855505 ἐκκλινει
, ὁμαλοῖς . ὀλισθηρόν ἐστι τὸ σῶμα αὐτῆς , καὶ ἐκκλίνει τὸν δεσμὸν τοῦ πολύποδος περιπλεκομένου τὰ αὐτῆς νῶτα τὰ
φοβερόν , διότι τοῦ εἶναι ἡμᾶς ἀποστερεῖ καὶ οὐδὲν οὔτε ἐκκλίνει ὁ τεθνεὼς ὡς κακὸν οὔθ ' αἱρεῖται ὡς ἀγαθόν
4854773 θηρευων
τις οὖν ἄν σοι δοκεῖ θηρευτὴς εἶναι , εἰ ἀνασοβοῖ θηρεύων καὶ δυσαλωτοτέραν τὴν ἄγραν ποιοῖ ; Δῆλον ὅτι φαῦλος
αἰνὸν ἄμυνεν . Ἰξευτὰς ἔτι κῶρος ἐν ἄλσεϊ δενδράεντι ὄρνεα θηρεύων τὸν ἀπότροπον εἶδεν Ἔρωτα ἑσδόμενον πύξοιο ποτὶ κλάδον :
4850370 συνεφυγε
ἦν ἐκ νέου καὶ ὑμῶν τῷ πλήθει ἑταῖρός τε καὶ συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην καὶ μεθ ' ὑμῶν κατῆλθε .
δ ' ἔνδον Διονύσιος μὲν ὁ φρούραρχος εἰς τὴν Μουνυχίαν συνέφυγε , Δημήτριος δ ' ὁ Φαληρεὺς ἀπεχώρησεν εἰς ἄστυ
4845163 Ὁν
ὃ νοεῖς μὲν οἶδεν , ὃ δὲ ποιεῖς βλέπει . Ὃν γὰρ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος . Ὅμοια πόρνη δάκρυα
, τίν ' ἐξήνεγκας , ὦ τέκνον , λόγον ; Ὃν οὐχ οἷόν τε μὴ τελεσθῆναι : τὸ γὰρ φανθὲν
4844543 ἱεραξ
χεῖρα καὶ πρόσωπον καὶ ἕτερα τοιαῦτα . ὁ μὲν οὖν ἱέραξ αὐτοῖς σημαίνει πάντα τὰ ὀξέως γινόμενα , διὰ τὸ
καὶ αἱ ταύταις παραπλήσιαι : ἀπὸ δὲ ζώων καρκίνος , ἱέραξ , κριὸς , λαγωὸς , χελώνη : ἀπὸ δὲ
4839556 προσδεχθεις
ἀποικίας μετά τινων λαῶν κατέπλευσεν εἰς τὴν Ῥόδον , καὶ προσδεχθεὶς ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων αὐτοῦ κατῴκησε . γενόμενος δὲ βασιλεὺς
τῶν θυγατέρων : καταπλεύσας δὲ τῆς Ῥοδίας εἰς Λίνδον καὶ προσδεχθεὶς ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων , ἱδρύσατο τῆς Ἀθηνᾶς ἱερὸν καὶ
4837137 ἀισσων
ὥραν . † τε † ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος Βορέας ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς ἐγκρατέως πεδόθεν †
ὥραν , ἅθ ' ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος βορέας , ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς ἐγκρατέως παιδόθεν φυλάσσει
4829791 συστατον
ἐριπών : καὶ εἰ τὸ πεσών οὐκ ἔχει παθητικόν , συστατὸν δέ ἐστιν φάναι πεσόντι , δῆλον ὅτι καὶ τὸ
οὐ προσλαμβάνουσαι ὑποτακτικὰ ἄρθρα , ἀσύναρθροι εἰρήσονται : οὐ γὰρ συστατὸν τὸ λέγειν ἐμὸς ὃς ἔδρασεν , εἰ μὴ προσθείημεν
4829414 βερεθρον
, ἐπεὶ χάος εὐρὺ τέτυκται μέχρις ἐπ ' Ἀιδονῆος ὑπερθύμοιο βέρεθρον : ἀλλὰ τὰ μὲν μακάρεσσι πέλει θέμις εἰσοράασθαι .
τὸ τόξευμα . Κατὰ δὲ τὸν μυχὸν τῆς λίμνης εἰς βέρεθρον ἐμπεσὼν , ἐκ πολλοῦ ἐνεχθεὶς ὑπόγειος ἀνατέλλει κατὰ τὴν
4827562 Ἰνους
μόνοι δέ εἰσιν Ἑλλήνων Μεγαρεῖς οἱ λέγοντες τὸν νεκρὸν τῆς Ἰνοῦς ἐς τὰ παραθαλάσσιά σφισιν ἐκπεσεῖν τῆς χώρας , Κλησὼ
μᾶλλον : ἐς τοῦτο τὸ ὕδωρ ἐν τῇ ἑορτῇ τῆς Ἰνοῦς ἐμβάλλουσιν ἀλφίτων μάζας . ταύτας ἐπὶ μὲν αἰσίῳ τοῦ
4826109 χρηματιζοντα
ὡς κατὰ μαρτυρίαν , καὶ μάλισθ ' ὅταν ἐπίκεντρα ἢ χρηματίζοντα τὰ ζῴδια εὑρεθῇ . Ἄλλη . Ἥλιος Ζεὺς ὡροσκόπος
αὐτὸν εὐωχεῖσθαι τὰ πολλὰ ἐφ ' ἡσυχίας οὔτε τοῖς εὐχομένοις χρηματίζοντα οὔτε ὑπὸ τῶν τἀναντία αἰτούντων ἐνοχλούμενον οὔτε βροντῶντα ἢ
4825078 βασταζομενος
Ἀντὶ τοῦ , πόσα σκεύη ἔχετε . γελοίως δὲ ὁ βασταζόμενός φησιν , ἀσθενῶς δὲ ἐρεῖ . ἡ δραχμὴ δὲ
Ἀντὶ τοῦ , πόσα σκεύη ἔχετε . γελοίως δὲ ὁ βασταζόμενός φησιν , ἀσθενῶς δὲ ἐρεῖ . ἡ δραχμὴ δὲ
4813322 εὐωχουμενος
καὶ ἡ εἰκὼν τῷδε κατὰ τιμήν , κατάκειται δὲ ὁ εὐωχούμενος . Ἀναλγὴς ὁ μὴ ἀλγῶν , ἀνάλγητος ὁ ἀνεπίστρεπτος
ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ . Δαιννύμενος : εὐωχούμενος . τέχνῃσιν : δόλοις . πανουργίαις . ἑλών :
4810212 ἀγχομενος
καὶ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ λευκὰ πελιδνὰ , καὶ ἐξορᾷ ὡς ἀγχόμενος : ἐνίοτε καὶ τὴν χροιὴν μεταβάλλει , καὶ ἐκ
αἰὲν ὀρούων , ὁπποῖος περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ . οἱ δ ' ἄρ

Back