τοῦ καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς τούτων γενέσεως ἐπίληπτον εἶναι , μειρακιώδους ἀκρασίας ἀνάπλεων , ἣν τολμῶσιν οὐκ εὐαγῶς προσάπτειν ταῖς
ἐπιβουλῆς ἢ δι ' ὕβριν , ἀλλ ' ὑπὸ φιλοτιμίας μειρακιώδους γεγονότα ἐπιδεικνύμενος , δι ' ἣν πολλὰ μὲν αὐτῷ
5638994 κιθαριζοντα
ἀναφωνεῖ τὸ μέλος ἐκεῖνο . ὅπερ φασὶν εἰρηκέναι τὸν Κύκλωπα κιθαρίζοντα τὴν Γαλάτειαν : εἰσάγει γὰρ ὁ Φιλόξενος ἐν τῷ
ἔχει ὅτε οὐ κιθαρίζει τότε κιθαρίζειν , ὡς ἅμα εἶναι κιθαρίζοντα καὶ μὴ κιθαρίζοντα . ἀλλὰ φανερὸν ὅτι οὐ καλῶς
5618878 ἐποθει
. πεπληγμένος ] τετρωμένος . ποθεῖν ] ἤγουν λέγεις ὅτι ἐπόθει ἡ γῆ τὸν στρατόν . ὡς ] ὥστε .
ὁ δὲ ἐλέφας τῆς συνηθείας διαμαρτάνων καὶ οὐχ ὁρῶν ἣν ἐπόθει γυναῖκα , ὥσπερ οὖν ἐραστὴς ἐρωμένης ἀποτυχὼν ἐξηγριώθη :
5599487 θρασυτατον
μεγάλως . Ὁ δὲ βοηλάτης αὐτῇ ταῦτα λέγει : Ὦ θρασύτατον κτῆμα κακῶν πραγμάτων , ἵνα τί οὕτω σὺ κατακράζεις
γοῦν ἀποφορᾶς οὐκ ἄν ποτε ἀνασχέσθαι ὑπομείνειεν , κἂν ᾖ θρασύτατον τῶν ἑρπετῶν . Οὕτω κομιδῇ πονηρόν καὶ λίαν δυσχερὲς
5577503 τυραννει
καὶ μὴ τοῖς ὅπλοις . καί ποτε ἐρωτηθεὶς διὰ τί τυραννεῖ , ἔφη , “ ὅτι καὶ τὸ ἑκουσίως ἀποστῆναι
θεῶν ; εἴ μοι θέμιςθέμις δὲ τἀληθῆ λέγειν , Διὸς τυραννεῖ πλευμόνων , ἄνευ δορός , ἄνευ σιδήρου : πάντα
5543998 παγχαλεπον
οὐ πάνυ χαλεπὸν , τοῦ δὲ μὴ ἀδικεῖσθαι κτήσασθαι δύναμιν παγχάλεπον : καὶ οὐκ ἔστιν αὐτὸ τελέως ἔχειν ἄλλως ἢ
ἐκ προσώπου μεταναστῆναι βασιλέως θνητοῦ χαλεπόν ἐστι , πῶς οὐ παγχάλεπον τὴν θεοῦ φαντασίαν καταλιπόντα οἴχεσθαι , μηκέτι εἰς ὄψιν
5523403 ἐπιχαρτον
γοῦν ἐν μὲν Δράμασιν ἢ Κενταύρῳ ἔφη ἐν κωμήτισι καπηλοῖς ἐπίχαρτον , ἐν δὲ Λυσιστράτῃ πλὴν ἥ γ ' ἐμὴ
χάλυβος λιθοκόλλητον στόμιον παρέχους ' , ἀνάπαυε βοήν , ὡς ἐπίχαρτον τελέους ' ἀεκούσιον ἔργον . Αἴρετ ' , ὀπαδοί
5519917 ἐσιωπα
Φ . . : ἡ Νιόβη διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν λύπην ἐσιώπα , καὶ οἷον τὸ τοῦ Ἀχιλλέως , ὅταν ἐστάλησαν
μήλῳ κέχρημαι : ἐκεῖνο Ἔριδος , τοῦτο Ἔρωτος , ἐκεῖνο ἐσιώπα , τοῦτο φθέγγεται . μὴ ῥίψῃς , μὴ φάγῃς
5492161 ἐμπλαστικης
μέν ἐστιν ἀδήκτου καὶ μετρίως ξηραντικῆς , οὐσίας δὲ παχυμεροῦς ἐμπλαστικῆς . Καννάβεως ὁ καρπὸς ἄφυσός τε καὶ ξηραντικός ἐστιν
τὰς θερμὰς φλεγμονὰς ἐμψύχει . Κόμμι ξηραντικῆς τέ ἐστι καὶ ἐμπλαστικῆς δυνάμεως : καὶ δῆλον ὅτι καὶ τραχυτήτων ἰατική .
5484901 ἀμελητεα
τῆς στρατιᾶς γεγαμηκό - τες : καὶ τούτων ἔγνω οὐκ ἀμελητέα εἶναί οἱ Ἀλέξανδρος , ἀλλ ' ἐκπέμπει γὰρ αὐτοὺς
εἴκαζον . Πυθομένῳ δὲ Ἀλεξάνδρῳ τὰ τῶν Θηβαίων οὐδαμῶς ἐδόκει ἀμελητέα εἶναι , τήν τε τῶν Ἀθηναίων πόλιν δι '
5465563 κατεφρονησας
: „ λέγε μοι , ὦ κατάρατε , οὕτω μου κατεφρονήσας , ὡς εἰς τὸ ταμιεῖον εἰσελθεῖν καὶ τὰ ἑτοιμασθέντα
: „ λέγε μοι , ὦ κατάρατε , οὕτω μου κατεφρονήσας , ὡς εἰς τὸ ταμιεῖον εἰσελθεῖν καὶ τὰ ἑτοιμασθέντα
5460934 προσεκυνει
τὸν Στρυμόνα . Ἄλλως . καὶ ὁ πάνυ ἀσεβὴς τότε προσεκύνει τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν . . ἁγνοῦ ]
καλὸν φανῆναι τὸν Κῦρον . πρόσθεν δὲ Περσῶν οὐδεὶς Κῦρον προσεκύνει . ἐπεὶ δὲ προῄει τὸ τοῦ Κύρου ἅρμα ,
5429774 ἑταιρις
ἐπίσημος ἐκεῖ ἐγένετο καὶ ἐφιλήθη ὑπὸ πάντων καὶ περιβόητος ἦν ἑταιρίς . ὡς δὲ ἕτεροι λέγουσιν ὅτι ἅμα Ἀλεξάνδρῳ ἐπεδήμησεν
ὑποκοριστικὰ ἔχοντα ἐν ἴσαις συλλαβαῖς τὴν παραγωγὴν ὀξύνεται : θεραπαινίς ἑταιρίς λυρίς . τὸ δὲ Ἶφις ἀπὸ τοῦ ἶφι γενόμενον
5426631 συγγενομενου
Οὐρανοῦ καὶ Γῆς γεγεννῆσθαι , Ὠκεανοῦ τῇ ἑαυτοῦ ἀδελφῇ Τηθύι συγγενομένου πηγάς τε καὶ ποταμοὺς προελθεῖν . Ξ Τηθύος ]
ἔχοντες μεθ ' ἑαυτῶν τὸν τοσοῦτον ἠγνόησαν , ἀτύφως αὐτοῦ συγγενομένου καὶ ἀνεπιτηδεύτως αὐτοῖς καὶ δείξαντος ὅτι δύναται καὶ ἄνευ
5419615 ἐθαυμαζε
' ὁ κῆρυξ τὰ ὅπλα τῶν ἀπὸ τῆς πόλεως Ἀμπρακιωτῶν ἐθαύμαζε τὸ πλῆθος : οὐ γὰρ ᾔδει τὸ πάθος ,
νέος ὢν καὶ τραφεὶς ἐν βασιλικῷ τύφῳ , πολλάκις δὲ ἐθαύμαζε καὶ ἐζηλοτύπει τῆς τε ἀνδρείας τοῦτον καὶ τῆς καρτερίας
5417130 Σαρων
ἥτις νῦν καλεῖται Ζεφύριον . Σάρωνος ναυτικώτερος : οὗτος ὁ Σάρων δαίμων ἦν ναυτικώτατος : ἐξ οὗ καὶ πέλαγος Σαρωνικὸν
ἐπίσημα ἔχει τρίαιναν καὶ Ἀθηνᾶς πρόσωπον . μετὰ δὲ Ἄλθηπον Σάρων ἐβασίλευσεν . ἔλεγον δὲ ὅτι οὗτος τῇ Σαρωνίδι τὸ
5408713 Νοσον
τὸ δ ' οἷον αἶσχος ἐγγιγνόμενον . Οὐκ ἔμαθον . Νόσον ἴσως καὶ στάσιν οὐ ταὐτὸν νενόμικας ; Οὐδ '
λογίζεσθαι καλῶς . Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου . Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν . Νέος ὢν
5403444 κολακευουσα
ἐχθρᾶς μητρὸς παραιτεῖται τὴν αἴτησιν : ἄλλως : ἡ μὲν κολακεύουσα συγγενικῷ ὀνόματι ἐχρήσατο , ἡ δὲ παραιτουμένη τὴν κολακείαν
γλυκὺ πάθος ἐλπίς , οὐ τῇ ἐπιτυχίᾳ δελεάζουσα μόνον , κολακεύουσα δὲ καὶ τὸ ἀπότευγμα , δι ' ἣν οὐδενὸς
5399297 εἰκαζομεν
αὐτῆς ἐκόμπαζεν : καὶ ἡμεῖς τοιαῦτα ἀπεκρινάμεθα , ἐξ ὧν εἰκάζομεν εὐφρανεῖσθαι αὐτήν . Τότε μὲν οὖν ἀπελθόντες ἐπὶ ναῦν
αἰσθήσει καὶ πάθεσι καταλαμβανόμεθα , ταῦτα δὲ μαντείαις καὶ δόξαις εἰκάζομεν , ἐν αἷς πολὺ τὸ ἀπατηλόν : καὶ ὅτι
5388768 Τευθραντα
' ἐλπίδα τὴν ἀρχέτυπον μορφὴν ἀναλαβὼν , τὸ ὄρος μετωνόμασε Τεύθραντα . Γεννᾶται δ ' ἐν αὐτῷ λίθος ἀντιπαθὴς καλούμενος
μητρός , γάμῳ δὲ τῷ ταύτης ἐξοικειωσάμενος τὸν ὑποδεξάμενον αὐτὸν Τεύθραντα ἐνομίσθη τε ἐκείνου καὶ παρέλαβε τὴν Μυσῶν ἀρχήν .
5376103 πρωτοτοκια
οἰησίσοφος ὁ λέγων „ τὰς ἐμὰς εὐλογίας καὶ τὰ ἐμὰ πρωτοτόκια εἴληφεν „ : οὐ γὰρ τὰ σά , ὦ
ἀδελφά . [ Ὅθεν ἐπάγει Καὶ ] ἐφαύλισεν Ἠσαῦ τὰ πρωτοτόκια . Χρησμὸς καὶ τοῦτ ' ἐστὶ θεσπέσιος , τῷ
5366214 ἀγλαισμα
τἄδικον τοῦτ ' ἔστ ' ἐμόν . ἣ δ ' ἀγλάισμα δωμάτων ἐμόν τ ' ἔφυ , θυγάτηρ ἄνανδρος πολιὰ
. ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει . οὐ Σύριον ἀγλάισμα δώμασιν λέγεις ; ἀλλ ' εἶμι κἀν δόμοισι κωκύσους
5357970 κυηματα
τοῦ δος κλίνεται , καὶ σημαίνει τὰ μικρὰ τῶν φθειρῶν κυήματα . Τὰ εἰς ρις καὶ αὐτὰ διὰ τοῦ δος
. Τοιαῦτα ἄττα λιτανεύειν ἄν τις ὑποτοπάσειε τὰ τῆς ἑαλωκυίας κυήματα . Ἐπειδὰν οὖν αἴσθηται οὐκ ἀνύοντα οὐδὲν οὐδὲ καρδίαν
5349929 ἐπιθυμητην
. ἆρά γ ' οὖν καὶ τὸν φιλόλογον λόγων φήσομεν ἐπιθυμητὴν εἶναι , οὐ τῶν ἐνθένδε ἢ τῶν ἐνθένδε ,
ὡς Νικόδημον ἀνελὼν πρότερον , ὡς Ἀρίσταρχον πείσας τῶν ὁμοίων ἐπιθυμητὴν γενέσθαι : ταῦτα οὖν πάντα καὶ τῷ κατηγόρῳ συντελοῦντα
5341554 περιστειλαι
ἵνα μή μου δειλίαν ὁ ἐρώμενος καταψηφίσηται , καὶ φυλάξηται περιστεῖλαί με νεκρόν , καὶ μάλα γε ἀσχημονοῦντι προσελθεῖν οὐ
, ἵνα μή μου δειλίαν ὁ ἐρώμενος καταψηφίσηται καὶ φυλάξηται περιστεῖλαί με νεκρόν . αἰδεσθῆναι μὲν οὖν ἄνθρωπον ὄντα φανῆναι
5341156 Ζωντι
γυναικὸς εἰπούσης αὐτῷ : Ἐὰν ἀποθάνῃς , ἀπάγξομαιἀναβλέψας εἶπε : Ζῶντί μοι τοῦτο χάρισαι . Μισογύναιος γυναῖκα ἔχων γλωσσώδη καὶ
: Ἐάν τι πάθῃς , ἀπάγξομαιἀναβλέψας πρὸς αὐτὴν εἶπε : Ζῶντί μοι τοῦτο χάρισαι . Μισογύναικος ἀρρωστῶν καὶ τῆς γυναικὸς
5330543 ἐξηρτητο
λήξεως . τίς γὰρ οὕτω τῶν γεγηρακότων τῆς θεῶν τιμῆς ἐξήρτητο ; τίς οὕτως ἐνθέως προφητῶν τε καὶ ἱερέων πρὸς
. τὸν γὰρ λευκὸν ἱμάντα ἐξ οὗ ἡ ἀργυρᾶ λήκυθος ἐξήρτητο , Σπαρτιάτην γραπτὰν ἔφη κύρβιν ἢ Σπαρτιᾶτιν σκυτάλην .
5330331 Εὐμηδην
μὲν Κομάτας κόρην ἐρωμένην Ἀλκίππην , ὁ δὲ ἕτερος ἐρώμενον Εὐμήδην . ἐπιγράφεται μὲν τὸ εἰδύλλιον τοῦτο Αἰπολικὸν καὶ Ποιμενικόν
Κομάτας κόρην ἀγαπωμένην Ἀλκίππην τοὔνομα , ὁ δὲ Λάκων ἐρώμενον Εὐμήδην . ἀλλήλους δὲ προκαλοῦνται περὶ εὐμουσίας ἐρίζοντες καὶ ἔπαθλον
5326386 εὐημερει
πικρὰ γίγνεται καὖθις φίλα . Καὶ ταῖσι Θήβαις εἰ τανῦν εὐημερεῖ καλῶς τὰ πρὸς σέ , μυρίας ὁ μυρίος χρόνος
. προστάταις ] ἄρχουσιν , ἀντιστάταις . καλῶς ἔχει ] εὐημερεῖ , εὐτυχεῖ . Ξ καλῶς ] εὐτυχῶς . θ
5320632 κολασθεντα
. πρόσθεν ἄλλων ] πρότερον . . δαμέντ ' ] κολασθέντα . ἀκαμαντοδέτοις ] μεγάλαις καὶ ἰσχυραῖς . . Τιτᾶνα
τις ἴδῃ διὰ τὰς αὐτὰς πράξεις τὸν μὲν ὡς ἀδικοῦντα κολασθέντα πικρῶς οὕτως , τὸν δ ' ὡς εὐεργέτην ἔτι
5318307 ἀποτεκῃ
ἀρετῆς σπερμάτων κυοφορεῖ καὶ ὠδίνει καλὰς πράξεις : ἃς ὅταν ἀποτέκῃ , τὰ κατὰ τῶν ἀντιπάλων αἴρεται βραβεῖα καὶ νικηφόρος
ἐχούσης αὐτὸν τῆς μητρός , μὴ συγγενέσθαι αὐτῇ ἄχρις ἂν ἀποτέκῃ . τοῦτο δ ' ἐσήμανεν ὡς οὐ δι '
5317500 μεταλαμβανοντα
καθαίροντος , ἀλλὰ καὶ τῆς οὐσίας προσιζούσης ἐν τῇ διόδῳ μεταλαμβάνοντα μεγάλως βλάπτονται . χρήσιμος οὖν χυλὸς τῆς πτισάνης ἐπιρροφούμενος
, καθειργμένα δὲ ἄρα καὶ τοῦ χιλοῦ τοῦ νέου μὴ μεταλαμβάνοντα τοιαῦτα εὑρίσκεται , καὶ τοῦτο μᾶλλον φιλεῖ παρακολουθεῖν τοῖς
5317147 γνουσα
ὧιπερ νῦν , ἄναξ , ἐκάμνομεν . Ἑκάβη δὲ παιδὸς γνοῦσα θανάσιμον μόρον λόγωι με τοιῶιδ ' ἤγαγ ' ,
αὐτά . πολλῶν οὖν ζῴων ἀναλωθέντων ἀλώπηξ τὸ τέχνασμα τοῦτο γνοῦσα παρεγένετο πρὸς αὐτὸν καὶ στᾶσα ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου ἐπυνθάνετο
5302909 παλαιως
ψήφους . ὧν ὁ τὰ παλαιὰ καινῶς καὶ τὰ καινὰ παλαιῶς ἐπαγγελλόμενος διδάσκειν λέγειν νῦν οὔτε τὰς ἀρχαίας πράξεις οὔτε
μεγάλως εἰπεῖν τὰ δὲ μεγάλα σμικρῶς καὶ τὰ μὲν καινὰ παλαιῶς τὰ δ ' αὖ παλαιὰ καινῶς . [ ,
5297511 νοσουσα
κυνὸς πίνει . Τίγρις νοσοῦσα κόπρον ἀνθρωπείαν ἐσθίει . Κάμηλος νοσοῦσα δρυὸς φύλλα χλωρὰ ἐσθίει καὶ ἐμεῖ χολὴν μέλαιναν .
ἐσθίουσι . Αἶγες νοσοῦντες σκαμμωνίαν ἢ τιθύμαλλον ἐσθίουσι . Κορώνη νοσοῦσα ἀνθρωπείαν ἐσθίει κόπρον . Κορυδαλλὸς νοσῶν ἄγρωστιν ἐσθίει καὶ
5295011 κλαυσας
ἠὲ κασίγνητον ὁμογάστριον ἠὲ καὶ υἱόν : ἀλλ ' ἤτοι κλαύσας καὶ ὀδυράμενος μεθέηκε : τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν
εἰμι ἀπὸ τοῦ νῦν . Καὶ ἀναστὰς κατεφίλησεν αὐτοὺς καὶ κλαύσας εἶπεν : Ἀκούσατε , ἀδελφοί μου , ἐνωτίσασθε Ῥουβὴμ
5287110 ἐπεμελετο
ἀγαθῶν ἔργων , ταῦτα τῷ μὲν Κύρῳ ἔπαινον παρεῖχεν ὅτι ἐπεμέλετο ὅπως ἀσκοῖτο ἡ ἀρετή : τοῖς μέντοι ἀρίστοις οἱ
. καὶ ἅρμα ἤλαυνεν ἑκκαίδεκα ἵππων ὁμοῦ . καὶ παιδείας ἐπεμέλετο Ἑλληνικῆς , διὸ καὶ τῶν ἱερῶν ᾔσθετο τῶν Ἑλληνικῶν
5286083 ἐπεπυστο
Ῥωμαίων στρατηγός , εἰ καὶ τάδε ἐς τὸ ἀκριβὲς οὔπω ἐπέπυστο , ἀλλὰ προμηθείᾳ γε πλείστῃ χρώμενος καὶ φθάνειν ἀεὶ
τῶν πόλεων διατρίβουσα , ἐπεὶ περὶ τῆς νόσου τοῦ υἱοῦ ἐπέπυστο , ὡς δεινή τις καὶ δυσαπάλλακτος αὕτης ὑποτοπάσασα ,
5272413 ἑνοποιον
καὶ δοκοῦσι πολλὰ εἶναι , ἕν τι ὑπάρχουσι διὰ τὴν ἑνοποιὸν αὐτῶν δύναμιν , καὶ λοιπὸν ἀπόρροιαι ἐκεῖθεν ἐρχόμεναι καὶ
εἶναι . καὶ γὰρ τῶν ἀριθμῶν ἕκαστος ἕν τι : ἑνοποιὸν μὲν γὰρ τὸ ἓν αὐτό , διχοποιὸς δὲ ἡ
5269445 εὐδιοικητα
πάσης τῆς διαθέσεως , τὰ δὲ σιτία εὐανάδοτα ἔστω καὶ εὐδιοίκητα : μεριστέον δὲ τὴν τροφὴν καὶ μάλιστα ἐπὶ τῶν
εὐκόμιστα , εὔτακτα , εὐσύνθετα , εὐσύντακτα , εὐπόριστα , εὐδιοίκητα , εὐκατέργαστα , εὐδίδακτα , εὐκαταγώνιστα , εὐκαθαίρετα .
5267251 ὑπειληφας
, ἀλλ ' ἔτι ? ? τι ἐνδεῖν τῷ λόγῳ ὑπείληφας ? ? ? ; Ἰκανώτατα μὲν οὖν ἔχειν ὑπολαμβάνω
μόνος ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας : τοῦ καταρᾶσθαι χεῖρον τὸ ὀνομάζειν ὑπείληφας ; οὐ γὰρ ἂν τὸν μὲν βαρύτατον ἀσέβημα εἰργασμένον
5264476 πυθομενη
δ ' Ὀμφάλη ἀποδεχομένη τὴν ἀνδρείαν τὴν Ἡρακλέους , καὶ πυθομένη τίς ἐστι καὶ τίνων , ἐθαύμασε τὴν ἀρετήν ,
Ὀλυμπιάδος ἐξαποσταλεῖσι στρατιώταις ἔφθασε τῶν παρόδων κυριεύσας . Ὀλυμπιὰς δὲ πυθομένη Κάσανδρον μετὰ μεγάλης δυνάμεως πλησίον εἶναι τῆς Μακεδονίας ,
5263262 ἀγαπηθηναι
ὁπόση ψυχῆς τε καὶ σώματος , ὅθεν ἀγαπῆσαί τε καὶ ἀγαπηθῆναι . τό τοι διομνύναι τὸν Ἡρακλέα οὔπω ξύνηθες τοῖς
εὐπρεπῆ γὰρ ὄντα τὸν τούτου πατέρα μεγάλως ὑπὸ τῆς βασιλίσσης ἀγαπηθῆναι καὶ τοῦ βασιλέως διὰ τῆς γυναικὸς δολοφονηθέντος εἰς τοῦτον
5261931 χρησμῳδια
Ἰοῦς εἰσι δεκατρεῖς εὐξήμβητος ] εὔγνωστος , εὐκατάληπτος , εὐνόητος χρησμῳδία ] ἡ μαντεία καὶ μηδὲ ] ἤγουν ἐπεὶ ἃ
' ἄλλαισιν γοναῖς . ἥδ ' οὐκέτ ' εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία . καὶ μηδὲ σαυτῆς ἐκμαθεῖν ζήτει πόνους . μή
5256771 ἠκουεν
, ὅτε ἐν τῷ θείῳ ὄρει γενόμενος χρησμῶν θεοῦ νομοθετοῦντος ἤκουεν . ἀλλ ' οὐ μόνον ὅλῃ τῇ γαστρὶ ἀποτάττεται
φίλος δὲ φήσας μετεβέβλητο , τάχ ' ἂν ταῦτά τις ἤκουεν : ἐπειδὴ δ ' οὐ τοιοῦτ ' ἐστίν ,
5252817 ἡγεμονις
τῷ μεσαιτάτῳ τῶν ἀκρεμόνων ἱδρυμένην , ὑφ ' ὧν οἷα ἡγεμονὶς ὄντως ἐν κύκλῳ δορυφορεῖται . τοιαύτην δ ' ἔχει
ἁρμονίας ἀποτελεῖ , σχεδόν τι τῆς κατὰ μουσικὴν ὀργανοποιίας ἁπάσης ἡγεμονὶς οὖσα . . . § : κατά τε μουσικὴν
5247931 νεωνητος
ἀλλήλας οὐκ ἀγεννῶς ἠμφισβήτουν περὶ τοῦ τίνι τούτων νυμφίος ὁ νεώνητος ἔσται . τῆς δὲ τοῦ Ξάνθου γυναικὸς εἴσω κληθῆναι
ἐμαυτῇ . “ καὶ ἐξέρχεται καί φησιν ” ποῦ ὁ νεώνητος ; “ ἐπιστραφεὶς ὁ Αἴσωπος λέγει ” ὧδε ,
5246664 ἐπιληπτον
ἐστίν : ” οὐκ ἐπιθυμήσεις . ” Πᾶν μὲν πάθος ἐπίληπτον , ἐπεὶ καὶ πᾶσα ἄμετρος καὶ πλεονάζουσα ὁρμὴ καὶ
μὴ ἐᾶν : εἰ δὲ μή , ἐντεῦθεν κίνδυνος καὶ ἐπίληπτον γενέσθαι τὸ παιδίον καὶ ἕτερόν τι παθεῖν οὐκ ἐπιτήδειον
5245839 φασκουσα
πρότερον ἀνῆκε πρὶν ἢ ἔπεισεν αὐτὸν τὰ μὲν παραμυθουμένη καὶ φάσκουσα ἐκείνου κήδεσθαι ὅπως μὴ κακοπαθῇ γυμνὸς τοῦ χειμῶνος καὶ
δώσειν : ἣ δὲ οὐ προσεῖτο τὴν δόσιν , ἑταιρικὸν φάσκουσα εἶναι μίσθωμα τὸ ἑαυτὴν παραβαλεῖν ἀνδρὶ ἀγνῶτι καὶ ὥσπερ
5245816 ἐπιδιωκων
Ἥφαιστος . καὶ γεννᾶται μὲν οὕτως ἐξ αὐτῆς Ἀθηνᾶ , ἐπιδιώκων δ ' αὐτὴν Ἥφαιστος ἀποσπερμαίνει μὲν εἰς τὸν ταύτης
, τῷ πολυκεφάλῳ θηρίῳ : ὁ δὲ πρᾶξιν καὶ θεωρίαν ἐπιδιώκων τὰ ἑαυτοῦ ἀγαθὰ μεταδιώκει , καὶ ἔστι τοῦτο μέγιστον
5234766 γεννησασα
ξείνης γαίης ἔπι : ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας . τεκοῦσα : γεννήσασα , γεννήματα . Ἀσπασίως : χαριέντως , περιχαρῶς ,
ἀγελαστικὸν γὰρ καὶ σύννομον ζῷον τὸ ἡμερώτατον ἄνθρωπον ἡ φύσις γεννήσασα πρὸς ὁμόνοιαν καὶ κοινωνίαν ἐκάλεσε , λόγον δοῦσα συναγωγὸν
5233108 βουκολικα
. ὅτι εἰδύλλια , ἀλλ ' οὐ διαλόγους καλοῦσι τὰ βουκολικὰ ποιήματα : καίτοι διαλέγεται ἐνταῦθα πρόσωπα , ὥσπερ κἀν
βοῶν εἴληφεν ἐπιγραφὴν ὡς κρατιστεύοντος τοῦ ζῴου : διὸ καὶ βουκολικὰ λέγονται πάντα . εἴρηται δὲ βουκόλος παρὰ τὸ τὰς
5231764 ἠλεγξεν
: ἠπόρησε γὰρ μόνον ὅτι οὔκ εἰσιν , οὐ μὴν ἤλεγξεν . Ὅπερ ἀπορεῖ διὰ τῶν ἐνταῦθα λεγομένων , τοιοῦτόν
ἐσθίειν , τάς τε Ἀμαζόνας , ὅτι εἶεν γυναῖκες , ἤλεγξεν . ἅπαντα δὲ ταῦτα ἔπραττεν ἑπομένης αὐτῷ τύχης .
5230839 ἀναζητησας
ᾧ φύεται . ἐγερθεὶς οὖν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ τὴν βοτάνην ἀναζητήσας καὶ τρίψας τό τε σῶμα τοῦ Πτολεμαίου κατέπλασε καὶ
ἀπὸ τῶν θρεμμάτων , ἃ δὴ τυφλὸς ἔλαχεν ἡνιοχεῖν , ἀναζητήσας τὴν θείαν ἀγέλην μέρος οὐ μεμπτὸν αὐτῆς γίνεται ,
5230342 συντρεφομενος
παῖς ἡβάσκων , ἡλικιώτης τοῦ θεοῦ , συναθύρων αὐτῷ καὶ συντρεφόμενος : ὁ δὲ τέως μὲν ὑπὸ ἀσθενείας ἦν τιθασός
ἄρτι ἡβάσκων , ἡλικιώτης τοῦ θεοῦ , συναθύρων αὐτῷ καὶ συντρεφόμενος : ὁ δὲ τέως μὲν ὑπὸ ἀσθενείας ἦν τιθασός
5223500 ἀγαθοτης
λέγεται τὸ δεδεγμένον σῶμα τὴν ἀγαθότητα καὶ μετέχον αὐτῆς , ἀγαθότης δὲ οἷον οὐσία καὶ ὕπαρξίς τις οὖσα . Πέμπτον
ταύτην ἐφίστησι καὶ φρουρητικὴν δύναμιν ἡ τοῦ πρὸ πάντων ἑνὸς ἀγαθότης . οἱ δὲ διὰ τί φήσουσι τὸ ἓν καὶ
5219597 περιεχυθη
Καὶ ὡς ἤκουσεν Ἀσενὲθ τὰ ῥήματα τοῦ πατρὸς αὐτῆς , περιεχύθη αὐτῇ ἱδρὼς ἐρυθρὸς πολὺς καὶ ἐθυμώθη ἐν ὀργῇ μεγάλῃ
ὠκεανὸν ἰδεῖν ἠξίωσεν , εἰ μὴ τὴν ἐν μέσῳ φυγὼν περιεχύθη τῆς γῆς τοῖς τέρμασι . τίς δ ' ἂν
5212755 ἀκορεστου
καὶ Ἕλλην λόγος πρὸς Ἕλληνα ἄνδρα ἐπὶ ὕβριν σαρκῶν ὑπὸ ἀκορέστου ἐπιθυμίας ὁρμηθέντα , ὅταν αὐτὸν ἐπισπάσηται φήμη κάλλους κατορωρυγμένου
χόλον ] μανίαν , ὀργήν θερμῆς ] καυστικῆς ἀπλήστου ] ἀκορέστου Ἀπλήστου ἀκορέστου , ἀκρατήτου : τὸ γὰρ πῦρ εὑρὸν
5211254 στυγεις
τὸν Ἥφαιστον εἰς θυμόν . ἔχθιστον ] ἐχθρότατον . οὐ στυγεῖς ] οὐ μισεῖς . . ἔχθιστον ] ἀπὸ τοῦ
σύμβουλον δέχῃ , ἐάν τε νουθετῇ τις εὐνοίᾳ λέγων , στυγεῖς πολέμιον δυσμενῆ θ ' ἡγούμενος . Ὅμως δὲ λέξω
5197396 ὀρεγομενῳ
' ἧς ἂν μάλιστα ἐνόμιζον παιδευθῆναι τὰ προσήκοντα ἀνδρὶ καλοκαγαθίας ὀρεγομένῳ : νῦν δὲ πῶς οἴει με ἀθύμως ἔχειν ,
τὰ καθ ' ἕκαστα ἑκούσια . διότι γὰρ ἐπιθυμοῦντι καὶ ὀρεγομένῳ περιγίνεται , οὐκέτι φησὶ τὴν ἀκολασίαν ἑκούσιον εἶναι ,
5196504 πρωιον
φῖτυ πρῷον λέγω . ὅ ἐστι πρώϊμον καὶ ὥριμον . πρῶιον ] οὕτω δισυλλάβως ἀναγνωστέον . τὸν ὄλυνθον . λέγει
φῖτυ πρῷον λέγω . ὅ ἐστι πρώϊμον καὶ ὥριμον . πρῶιον ] οὕτω δισυλλάβως ἀναγνωστέον . τὸν ὄλυνθον . λέγει
5186120 καταφωρος
: ὁ δὲ Κουρίων , ἵνα μὴ ἄφνω μετατιθέμενος γίγνοιτο κατάφωρος , εἰσηγεῖτο βαρυτάτας ὁδῶν πολλῶν ἐπισκευάς τε καὶ κατασκευὰς
ὑποκρίνονται καὶ ἀπατῶσιν . ὅθεν δὴ ἔσται αὐτῶν ἡ γοητεία κατάφωρος , πρῶτος Ἀριστοτέλης ὄργανον ἐμηχανήσατο . Τί οὖν ἐγὼ
5184336 ξυγγενομενος
ἐρομένου ” νὴ Δί ' ” εἶπεν „ ἤν γε ξυγγενόμενος μὴ καλόν τε καὶ ἀγαθὸν εὕρω αὐτόν . „
γὰρ οὐκ ἂν διακρίναιμι αὐτούς . Ὁ μὲν χθὲς ἡμῖν ξυγγενόμενος ἐκεῖνος Κάστωρ ἦν , οὗτος δὲ Πολυδεύκης . Πῶς
5184285 ἰσωνυμον
κρότωνος συμμίγδην πετάλοισι μελισσοφύτοιο δασείης , ἠὲ καὶ ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον ἔρνος ἥ θ ' Ὑπεριονίδαο παλινστρέπτοιο κελεύθους τεκμαίρει γλαυκοῖσιν
, ἐπίκλησιν δὲ Λοκροῦ . μάτρωος δ ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν : ἡσθεὶς οὖν ἐκάλεσεν αὐτὸν τοῦ πρὸς μητρὸς
5182951 περιεπουσι
ἑαυτοῖς τοῦθ ' ὑπάρχει ἀλλὰ τῷ ἀλόγῳ . ὃ γὰρ περιέπουσι καὶ ὃ τρέφουσι καὶ πιαίνουσιν , ἐκεῖνο καὶ δοκοῦσιν
ὅμοια δρῶσι γηράσκουσαν . Ὥσπερ δὲ παῖδες φιλοπάτορες τὸν τεκόντα περιέπουσι πρὸς ἔσχατον ἤδη γῆρας ἐλάσαντα ὡς ῥικνωθῆναι μὲν τὰ
5165127 διεσωσατο
καλῶς ὑπ ' αὐτῶν ἀχθεὶς ᾐσχύνθη καί τινα πρᾳότητος τύπον διεσώσατο , τῇ δὲ οὐκ ἠδυνήθη τὴν τοῦ πράγματος φύσιν
τῆς πόλεως ἐκείνης ἀγαθὴ μοῖρα μόνη τοῦ γένους τὸ ζώπυρον διεσώσατο καὶ παρέπεμψεν ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ἑστίαν τῶν Αἰνεαδῶν ,
5162654 ἀγροικως
ἀμφιβάλλου σφυροῖς : οὐ καθήσεις , τάλαν , μηδ ' ἀγροίκως ἄνω γόνατος ἀμφέξει ; Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον τὸν
βουκόλος ὢν ἐθέλεις με κύσαι , τάλαν ; οὐ μεμάθηκα ἀγροίκως φιλέειν , ἀλλ ' ἀστικὰ χείλεα θλίβειν . μὴ
5161241 καταναλισκει
, οὐ μέχρι παντὸς ἄπτερός τε μένει καὶ ἐν ἀγνοίᾳ καταναλίσκει τὸν βίον : ἀλλ ' ἐπειδὰν ἴδῃ τι τῶν
δέ φησι : κόλαξ μὲν οὐδεὶς ἀρκεῖ πρὸς φιλίαν . καταναλίσκει γὰρ ὁ χρόνος τὸ τοῦ προσποιήματος αὐτῶν ψεῦδος .
5160682 ἐνεγκουσα
συγγίνεται . εἶτα , συγγενομένου αὐτῇ μετὰ κεραυνῶν , μὴ ἐνεγκοῦσα ἡ Σεμέλη τοὺς κεραυνοὺς ἀπέθανεν . ὁ οὖν Ζεὺς
? [ ] εἰλήφει . ἁρπαγέντος ? δὲ αὐτοῦ οὐκ ἐνεγκοῦσα τὴν συμφορὰν ἱκέτις ἐκκατ ? [ ! ! !
5155483 ἐπιθυμησαι
ἐκδοὺς αὐτὸς τῷ ἀνδριαντοποιῷμὴ γὰρ οὕτω μανείην , ὡς τοιούτων ἐπιθυμῆσαι κτημάτωνἀλλὰ Περίλαος ἦν τις ἡμεδαπός , χαλκεὺς μὲν ἀγαθός
περί τινος κακοῦ , ἢ θεασάμενον τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀλλοτρίαν γυναῖκα ἐπιθυμῆσαι . Σολομὼν μὲν οὖν , ὁ βασιλεὺς καὶ προφήτης
5155110 μνησθεισα
ὡς σοφός τις εἶ , καὶ ἅμα ταῦτα εἰποῦσα καὶ μνησθεῖσα τοῦ Λύκου οὕτως ἐφλέγετο , ὡς καὶ λύχνον ἀπ
: Εἰρηκυῖα τὸν ἕνα στίχον . . . . . μνησθεῖσα ὅτι χωρίζεται τοῦ ἀνδρὸς , λέγει τὸ ὑπολύεταί μου
5153305 ποτιμωτερα
τὴν αὐτὴν δ ' αἰτίαν καὶ τὰ ἐν τοῖς ὄρεσι ποτιμώτερα τῶν ἐν τοῖς πεδίοις : ἧττον γὰρ μέμικται τῷ
δὲ τῆς μελέτης κατὰ τὸν Πολέμωνα ἐρρωμένα καί που καὶ ποτιμώτερα , τὰ δὲ τῆς εὐροίας οἷα τοῖς ἀλύπως ἀναγιγνώσκουσι
5147347 χαλεποτης
τοῖς Πυθαγορείοις τὰ ὀνείρατα , τῷ Πλά - τωνι ἡ χαλεπότης τῶν δογμάτων , ἡ μέθη , τοῦτο τῷ Ἀριστοτέλει
, εἰς πόλιν Ἀκράγαντα : ἀλλότρια γὰρ ἐμοὶ φόνος καὶ χαλεπότης καὶ κακὴ ἄγνοια . εἰ δὲ προθύμως με θέλεις
5136710 Νομιζω
καὶ ὁ τόπος , ἐν ᾧ κάθηνται οἱ βουλευταί . Νομίζω τὸ ὑπολαμβάνω . νομίζω τὸ νόμιμον κρίνω . νομίζω
, διὰ μιᾶς ἐπιβουλῆς εἰς πατέρα καὶ μητέρα δυσσεβοῦσα . Νομίζω δ ' ἔγωγε τῆς ἐπιβουλῆς Διὶ τὴν σωτηρίαν ἀπρεπεστέραν
5133161 θνησκων
ὑπὸ Τηλεγόνου θανάτου αὐτοῦ καὶ πῶς πάλιν φαίνεται ζῶν καὶ θνήσκων διὰ τὸν θάνατον Κίρκης καὶ Τηλεμάχου * . ἄλλοι
δὴ τόνδ ' ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν , ὁ δὲ θνήσκων φράζεο νῦν , μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι
5127146 κοβαλος
κοβαλεία ἐλέγετο ἡ προσποιητὴ μετ ' ἀπάτης παιδιὰ , καὶ κόβαλος ὁ ταύτῃ χρώμενος . ἔοικε δὲ συνώνυμον τῷ βωμολόχῳ
κόβαλος δὲ ὁ λάλος , ὁ ῥήτωρ . . 〚 κόβαλος : Κόβαλοι δαίμονές εἰσί τινες σκληροὶ περὶ τὸν Διόνυσον
5123288 ᾐσθου
; Ἔπειτ ' οὐδ ' ἐκ τῆς ἐπιδοθείσης αὐτῇ προικὸς ᾔσθου ; Ὥστε καὶ δι ' αὐτὸ τοῦτο ἀγανακτήσαντι δήπου
ἵνα φυλάττῃ : εἰ δὲ τὴν πατρίδα πονηρὰν καὶ ἀχάριστον ᾔσθου , ἀκληρεῖν ἡγῇ σύ , ἀλλ ' οὐ χάριν
5119901 συνῃσθετο
' οὔ : οὐ γὰρ ἐν τούτῳ ἑαυτοῦ ὡς ἀλλοιουμένου συνῄσθετο . πάσχει μὲν οὖν ἕκαστον τῶν ἀψύχων ὑπὸ τῶν
δὲ Στησίχορος στερηθεὶς τῶν ὀμμάτων διὰ τὴν τῆς Ἑλένης κακηγορίαν συνῄσθετο , καὶ τὴν παλινῳδίαν ᾄσας ἀνέβλεψε παραχρῆμα : ἀμείνων
5119244 Ἀναυρος
χάριν ἢ χαράν . Μεθόδιος , . , . . Ἄναυρος : ὁ ἐξ ὑετῶν συνιστάμενος ποταμός , ὡς παρὰ
καὶ συγκαταλυθείσας τοῖς τυράννοις . πλησίον δὲ τῆς Δημητριάδος ὁ Ἄναυρος ῥεῖ . καλεῖται δὲ καὶ συνεχὴς αἰγιαλὸς Ἰωλκός :
5110629 ἠλεγχθη
λαβὼν ἐκ δωροδοκίας . ὅ τε Μάνιος καὶ τὰ ἄλλα ἠλέγχθη παρ ' ἡμῖν ἐπὶ χρήμασι πράξας , καὶ πάντα
γενέσθαι ἔλεγχον ἀληθῆ , καὶ ποιοῦσιν ἄδηλον εἴτε ὁ ἐρωτώμενος ἠλέγχθη εἴτε καὶ μή : Τὰ πράγματα ἢ πάντῃ ἀληθῆ
5105960 ἀπετυγχανεν
. μετὰ δὲ τοῦτο σπονδῶν γενομένων , ἐρασθεὶς τῆς γυναικὸς ἀπετύγχανεν . ἐδέδοκτο μὲν αὐτῶι ἀποκαρτερεῖν , γράφει δὲ πρότερον
οὐδὲν τῆς πίστεως φροντίσας . διόπερ ἐν ταῖς ἐπιβολαῖς ἀπιστούμενος ἀπετύγχανεν , ὥσπερ δαιμονίου τινὸς ἀντιπράττοντος . εἰς πολλὰς γὰρ
5105896 διαχωρισμον
μονάδος ἕνωσιν δηλούσης πρώτη μετὰ τὴν μονάδα ἡ δυὰς ἐπεισῆλθεν διαχωρισμὸν δηλοῦσα . ἰστέον δὲ ὅτι οὐδὲ ἡ δυὰς κυρίως
τὸν Τάναϊν : τοῦτον γὰρ λέγει ὅρον καὶ ὁρισμὸν καὶ διαχωρισμὸν τῶν ἠπείρων , ἤτοι τῶν δύο γαιῶν τῆς Εὐρώπης
5103296 ἐσιωπησα
τῇ Αἰγυπτίᾳ δεδῶσθαι ἀντ ' ἐμοῦ . Καὶ ἰδὼν ἐγὼ ἐσιώπησα , ἵνα μὴ ἐτασθῇ ὁ εὐνοῦχος . Ὁρᾶτε ,
χρώμενος δοκίμῳ καὶ ἐγηγερμένῃ ” ὅτι ” ἔφη „ οὔπω ἐσιώπησα . „ καὶ ἐνθένδε ἀρξάμενος σιωπᾶν ᾠήθη δεῖν ,
5103220 ἐσκιρτα
εὐθὺς γὰρ ὡς ἐνέπλητο πολλῶν κἀγαθῶν , ἀνήλατ ' , ἐσκίρτα , ' πεπόρδει , κατεγέλα , ὥσπερ καχρύων ὀνίδιον
ἀκριβῶς καὶ τὰ κέρατα εὐκαμπὴς καὶ τὸ βλέμμα ἥμερος : ἐσκίρτα οὖν καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῆς ἠϊόνος καὶ ἐμυκᾶτο ἥδιστον
5102601 συνεπλεξεν
ἐνεχθεὶς ὁ Θράσυλλος καὶ τὴν ἀρχὴν φυσικὴν ποιησάμενος τὸ τέλος συνέπλεξεν . Ἱκανῶς μὲν οὖν ἡγοῦμαι καὶ ἀφθόνως τὰς τῶν
φησὶ γὰρ κοίτης μικρὸς ἐν μικρῷ , καὶ ἐπιτίμησιν αὐτῷ συνέπλεξεν , ὥσπερ μήποτε ὤφελε , φησίν , ἀλλὰ πρότερον
5098916 Ζεφυρε
εἶδες , ὦ Νότε ; Τίνα ταύτην λέγεις , ὦ Ζέφυρε , τὴν πομπήν ; ἢ τίνες οἱ πέμποντες ἦσαν
ἐμπεσόντες ἄλλο ἄλλος τοῦ πελάγους μέρος διεκυμαίνομεν . Ὦ μακάριε Ζέφυρε τῆς θέας : ἐγὼ δὲ γρῦπας καὶ ἐλέφαντας καὶ
5092868 παιδικως
Λύσιν , ὅθεν καὶ ἐξανέστη . ὁ οὖν Λύσις μάλα παιδικῶς καὶ φιλικῶς , λάθρᾳ τοῦ Μενεξένου , σμικρὸν πρός
, καὶ τοῦτο θαυμαστὸν οἷον ἔδοξέ μοι , καὶ ὅτι παιδικῶς μάλα πρὸς τὸν σκύμνον τοῦ λέοντος ἀναβλέπουσι , μεταξὺ
5091768 φιλεταιρον
τοῦτο , εἴπερ τι ἄλλο , ἔδοξε δημοτικόν τε καὶ φιλέταιρον πρᾶξαι Ἀλέξανδρον . οἱ δὲ παραλαβόντες ἀπῆγον τὴν αὑτοῦ
τοῖς τοιούτοις χρησιμώτερον γένος . εἰ δ ' ἐστὶ τὸ φιλέταιρον ἕν τι τῶν καλῶν , ἀνὴρ παράσιτος τοῦτο ποιεῖ
5090834 παιδισκη
ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ . ἦν δὲ αὐτῇ παιδίσκη Αἰγυπτία , ᾗ ὄνομα Ἄγαρ . εἶπε δὲ Σάρα
ὁδῷ Σούρ . καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος κυρίου : παιδίσκη Σάρας , πόθεν ἔρχῃ , καὶ ποῦ πορεύῃ ;
5090508 ἐγκαλλωπισμα
Σμύρνα τὸ τῆς Ἀσίας ἄγαλμα , τῆς δὲ ὑμετέρας ἡγεμονίας ἐγκαλλώπισμα , πυρὶ καὶ σεισμοῖς ἐκτριβεῖσα . ὀρέξατε πρὸς θεῶν
' εἰκὸς χαλεπῶς φέρειν αὐτῶν μᾶλλον ἢ οὐ κηπίον καὶ ἐγκαλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι , καὶ γνῶναι ἐλευθερίαν
5088478 Σκιας
τῶν ὑφορωμένων πείσεσθαί τι κακὸν καὶ διὰ τοῦτο σκυθρωπῶν . Σκιᾶς εἴδωλον : ἐπὶ τοῦ σφόδρα ἀσθενοῦς . Σκορπίους βέβρωκεν
δὲ παλαίειν ἀργῶν . Παγκρατιάζει δέ πως ἢ πυκτεύει ; Σκιᾶς , ὦ ξένε , τούτων γυμνάζεται , καὶ δι
5088073 Τοπικα
ἀναλυτικά , τὰ δὲ ὑποδυόμενα αὐτὴν τὴν ἀπόδειξίν εἰσι τὰ Τοπικά , αἱ Ῥητορικαὶ τέχναι , οἱ Σοφιστικοὶ ἔλεγχοι καὶ
ἀναλυτικά , τὰ δὲ ὑποδυόμενα αὐτὴν τὴν ἀπόδειξίν εἰσι τὰ Τοπικά , αἱ Ῥητορικαὶ τέχναι , οἱ Σοφιστικοὶ ἔλεγχοι καὶ
5083755 Μιδεας
ἐκ θαλάμων : παραγενόμενον εἰς Ἄργος ἐκ τῶν οἴκων τῆς Μιδέας : ἤτοι τῶν τῆς μητρὸς , ἢ καὶ τῆς
τὸν Ἠλεκτρύ - ωνος παῖδα νόθον , ὃς ἐγένετο ἐκ Μιδέας Φρυγίας τινὸς γυναικὸς , ἀφ ' ἧς καὶ ἡ
5068766 Λυκαινιον
σε ἄνδρα ἐγὼ πρὸ Χλόης πεποίηκα . Ἡ μὲν οὖν Λυκαίνιον τοσαῦτα ὑποθεμένη κατ ' ἄλλο μέρος τῆς ὕλης ἀπῆλθεν
καὶ ἐρῶν καὶ νέος , πρὸ τῶν ποδῶν καταπεσὼν τὴν Λυκαίνιον ἱκέτευεν ὅτι τάχιστα διδάξαι τὴν τέχνην , δι '
5066877 ἐκβεβλημενη
ΑΒΓΔ περὶ κέντρον τὸ Ε καὶ διάμετρος αὐτοῦ ἡ ΑΕΓ ἐκβεβλημένη ἐπὶ τὸ Ζ κέντρον τοῦ διὰ μέσων τῶν ζῳδίων
περινοστεῖ τὸ δωμάτιον εὐχομένη , στένουσα καὶ τῶν φρενῶν πως ἐκβεβλημένη , μέχρις ἄν τις αὐτῇ λελῦσθαι τὰς ὠδῖνας ἔνδοθεν
5064284 κακουργον
, κἂν μὴ τοιαῦτα τὰ πράγματα ἐν αὐτοῖς , ὅτι κακοῦργον οὐδὲν ἐπιφαίνουσιν ἐπὶ τῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' εἰσὶν
σὺν ὀποβαλσάμῳ ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . Ζμύραινά ἐστιν θηρίον θαλάσσιον κακοῦργον καὶ πονηρὸν καὶ ἀλέπιδον , ἔχον φολῖδας μελαίνας ἐν
5063971 ἐρῳη
Αἴσωπος , νέμοι δὲ πρὸς ἱερῷ Ἑρμοῦ , σοφίας δὲ ἐρῴη καὶ εὔχοιτο αὐτῷ ὑπὲρ τούτου , πολλοὶ δὲ καὶ
, ὃς οὐδενὸς ἧττον ἐρῶν ἐπεπείκει τὸν παῖδα ὡς οὐκ ἐρῴη . καί ποτε αὐτὸν αἰτῶν ἔπειθεν τοῦτ ' αὐτό
5063551 βακχης
ὡς ἀχράδα καρπόν μυρτάδος ἐξ ὄχνης ἐπιόψεαι ἢ σύ γε βάκχης : ῥίζα δὲ θηλυτέρης μὲν ἐπιστρογγύλλεται ὄγκῳ , ἄρσενι
παρεοικότα ταῖς ἀχράσιν φέρει καὶ μυρτάδος ἄντικρυς τῷ καρπῷ καὶ βάκχης καί που τῶν ἀπίων . Ἀλλὰ μὴν ἄρσενός τε
5062166 Μανια
ὑμῖν ποτε ἐν τοῖς ὄρεσι τάχιστα θηρίον τρέχειν ; ἡ Μανία δ ' αὐτόμολος , ὦ βέλτιστ ' , ἔφη
. ἐδόκει δὲ λιθιᾶν , ὡς ἔοιχ ' , ἡ Μανία : Γνάθαινα δ ' εἰς τὰ στρώμαθ ' ὅτι
5060836 διυπνισθεις
ταῦτα τοίνυν ὁ Ἡσίοδος ἢ ὄψει ὀνείρων τεθεαμένος , καὶ διυπνισθεὶς , καὶ τὸ ποιμαίνειν ἀφεὶς , καὶ πόνοις ἑαυτὸν
κατ ' αὐτῶν εἰωθὸς ὁμοῦ πάντες ἐκόαξαν . ὁ δὲ διυπνισθεὶς δεινὸν μὲν τοῦτο ἐποίει , οἰόμενος δὲ ὡς ,
5058876 ἀπογεννωμενα
πρὸς τὰ δη - μιουργούμενα καὶ τῶν γεννώντων πρὸς τὰ ἀπογεννώμενα . Ὅταν οὖν ταύτης προηγουμένης τῆς κοινῆς ἀρχῆς λάβωμέν
τῶν ὅλων , οὐδὲν δὲ ὧν ἐστι τὰ ἐξ αὐτῶν ἀπογεννώμενα , ὅπου γε οὐδὲ αἱ ἰδέαι αἱ ἀπ '

Back