κράσει σωμάτων δουλεύειν , οἷον γραμματικὸς τίς καὶ γεωμετρικὸς καὶ κυβευτικὸς καὶ τῶνδε τίς εὑρετής ; πονηρία δὲ ἤθους παρὰ
πτωχός , ὀχλαγωγός . . . ἔστι δὲ καὶ βόλος κυβευτικὸς καὶ Γάλλος καὶ μάντις , ὡς Ἀπίων . ἀέσαι
7375861 ῥαγδαιος
οἷον , Ἰουδαῖος : Χαλδαῖος : σπουδαῖος : Θαδδαῖος : ῥαγδαῖος : χυδαῖος : σταδαῖος ὀπιδαῖος . Τὰ διὰ τοῦ
τὴν καταλλαγὴν ἔχει . τί ποτ ' ἐστίν ; ὡς ῥαγδαῖος ἐξελήλυθεν . δῶρον δ ' ἐμαυτῇ παρὰ θεῶν εὑρημένη
7340782 ἀρτεμης
ἔστι δὲ παρὰ τὸ ἀτρεμής , καὶ καθ ' ὑπέρθεσιν ἀρτεμής . οὕτως Φιλόξενος . Ἡρωδιανὸς δὲ ἐν τῷ Ὑπομνήματι
. ἔστι δὲ παρὰ τὸ ἀτρεμὴς καὶ καθ ' ὑπέρθεσιν ἀρτεμής . οὕτως Φιλόξενος . . , : ἀσκελές :
7339883 Ξενη
, ὅτι βʹ ξένους ἁρμόττει πρὸς μίαν συνάφειαν γαμικήν , Ξένη δὲ , ὅτι φιλοποιεῖ . ἡ δὲ σύνταξις οὕτως
κλοπῇ τοῦ χρυσίου . Βάυζε τοὐμὸν σῶμα βάλλουσα ψόγῳ . Ξένη , τίς ἡ γραῦς ἡ κακορροθοῦσά σε ; Αὕτη
7237087 παρακινων
αὐλητὴς ἐγένετο μὴ πάνυ τοῖς αὐλητικοῖς ἐμμένων νόμοις , ἀλλὰ παρακινῶν : ὅθεν ἡ παροιμία . Τὸ δέ τοι κλέος
ἐπέρχεταί μοι ἔννοιά τις καὶ λόγος ἡδὺς ὑπὲρ σοῦ , παρακινῶν με λέγειν τοῦτο πρὸς σέ . ὥσπερ γὰρ ἡ
7175155 ἐλεγκτικος
ἐν λόγῳ , ὁ δ ' αὐτὸς καὶ προτρεπτικὸς καὶ ἐλεγκτικὸς οὗτος ὁ δυνάμενος ἑκάστῳ παραδεῖξαι τὴν μάχην , καθ
ὁ διάλογος διὰ μὲν τὸν Φαῖδρον ἠθικὸς καὶ καθαρτικὸς , ἐλεγκτικὸς , προτρεπτικὸς εἰς φιλοσοφίαν : διὰ δὲ τοὺς περὶ
7150540 χρησμολογος
' οἶσθ ' ὃ δράσεις . Γ προειρήκαμεν , ὅτι χρησμολόγος ὁ Ἱεροκλῆς : διόπερ νῦν χρησμοῦ τινος αὐτὸν προσάγει
ἀλλ ' Ἱεροκλέης οὗτός γέ πού ' σθ ' ὁ χρησμολόγος οὑξ Ὠρεοῦ . Τί ποτ ' ἄρα λέξει ;
7072468 Κυφος
φησὶν Ὅμηρος . . Κύφος πόλις Θετταλίας . καὶ ποταμὸς Κύφος . . τόν τ ' ἐκ Παλαύθρων : *
] τοῦ ἀπογόνου Κύφου . οὕτως φησὶν Ὅμηρος . . Κύφος πόλις Θετταλίας . καὶ ποταμὸς Κύφος . . τόν
7014089 λεπτοφυλλος
πρὸ αὐτῆς . Τεύκριος : πόα ῥαβδοειδὴς παρέοικε χαμαίδρυϊ , λεπτόφυλλος , ἔχουσα ἐρεβίνθῳ τὸ πέταλον ὅμοιον . φύεται δὲ
τοῖς προσθέτοις ἐστὶ πήγανον λεῖον μετὰ μέλιτος ἢ κόνυζα ἡ λεπτόφυλλος καλουμένη ἢ σταφὶς χωρὶς τῶν γιγάρτων λεία μετὰ νίτρου
6983823 Ποιος
, ὠνήσασθε τὸν συνετώτατον , τὸν ἅπαντα ὅλως ἐπιστάμενον . Ποῖος δέ τις ἐστί ; Μέτριος , ἐπιεικής , ἁρμόδιος
ἐφόρεσαν , τὸν δὲ ἱματισμὸν τῶν παρθένων οὐκ ἐνεδύσαντο . Ποῖος , φημί , ἱματισμὸς αὐτῶν ἐστι , κύριε ;
6974860 φιλοθηρος
, φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος ,
τῶν περὶ τὰ πολεμικά , φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος . Ἔστι γάρ , ἔφη , τοῦτο τὸ ἦθος
6970890 Ἐριωπην
ἔχ ' Ὀιλεύς ] ὁμοίως τῶι ποιητῆι καὶ Ἑλλάνικος τὴν Ἐριώπην μητέρα Αἴαντός φησιν . Φερε - κύδης δὲ ἐν
. θ , : Ὁμοίως τῷ ποιητῇ καὶ Ἑλλάνικος τὴν Ἐριώπην μητέρα Αἴαντός φησι . Φερεκύδης δὲ ἐν εωʹ καὶ
6965164 φιλοικτιρμων
καρδία τάλαινα , πρὶν μὲν ἐς ξένους γαληνὸς ἦσθα καὶ φιλοικτίρμων ἀεί , ἐς θοὐμόφυλον ἀναμετρουμένη δάκρυ , Ἕλληνας ἄνδρας
Χαλκηδόνιος , ὁ ἑταῖρος Πλάτωνος , τά τε ἄλλα ἦν φιλοικτίρμων καὶ οὐ μόνον φιλάνθρωπος , ἀλλὰ καὶ πολλὰ τῶν
6962793 Δρακοντιδης
Αἰσχίνης , Θεογένης , Κλεομήδης , Ἐρασίστρατος , Φείδων , Δρακοντίδης , Εὐμάθης , Ἀριστοτέλης , Ἱππόμαχος , Μνησιθείδης .
τριάκοντα ἀνδράσιν ἐπιτρέψαι τὴν πόλιν καὶ τῇ πολιτείᾳ χρῆσθαι ἣν Δρακοντίδης ἀπέφαινεν . ὑμεῖς δ ' ὅμως καὶ οὕτω διακείμενοι
6962392 χυδαιος
ἀγοραία δίκη : ἡ δικαιολογία . ἀγοραῖος : εὐτελής , χυδαῖος . ἀγοραῖοι : οἱ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἀναστρεφόμενοι ἄνθρωποι
τῆς ἀρᾶς ] . Τὰ ἀπὸ ἐπιῤῥημάτων προπερισπῶνται : χύδην χυδαῖος , ἄντην ἀνταῖος . τὸ μέντοι μάτην μάταιος ,
6959305 ὀφιτης
αὐτοῖς εἰς ἐμφύματα χρόνια ξηραντικοῖς καὶ κολλητικοῖς οὖσι . Λίθος ὀφίτης ὁ μέν τίς ἐστι στιβαρὸς καὶ πιμελώδης , σποδοειδής
τῆς Ναξίας ἀκόνης ἀπότριμμα ψυκτικῆς ἐστι δυνάμεως . Καὶ ὁ ὀφίτης δὲ καλούμενος λίθος ῥυπτικῆς τε καὶ θρυπτικῆς ἐστι δυνάμεως
6951579 ἀναπολει
δὲ καθ ' ἑαυτὴν ἕκαστα μεθ ' ἡσυχίας τῆς πάσης ἀναπολεῖ καὶ εἰς ἀνάμνησιν τῶν πάντων ἔρχεται . μνήμη δ
γὰρ δὴ ἡ κεῖνος μὲν δὴ ὅδ ' αὐτὸς ἐγώ ἀναπολεῖ τὸν ἐκ διαστήματος χρόνου νοούμενον . Τὸ δ '
6949636 Διιπολεια
ἀτάκτως γελᾶν διιπολιώδη : τὰ λεγόμενα Διάσια , ταῦτα καὶ Διιπόλεια . οὕτως δὲ ἐλέγετο ἃ τῷ πολιεῖ Διὶ ἐθύετο
ἦρξα Λυσίας ἐν τῇ πρὸς τὴν Μιξιδήμου γραφὴν ἀπολογίᾳ . Διιπόλεια : ἑορτή τις Ἀθήνησι τὰ Διιπόλεια : Ἀντιφῶν ἐν
6941053 ὀψιγονων
οἴσους ' ἐπὶ τὸν Ἴστρον , Ὄφρα τις ἐρρίγῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι , ὅ κεν φιλότητα παράσχῃ
τε μέγαν τε ἄλκιμος ἔσς ' ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων εὖ εἴπῃ . † ) καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει προηθετοῦντο
6937323 παραθαλαττιοις
. ταύτην λέγεται τὰς τῶν ἀνθρώπων θήρας φυλαττομένην ἐν σκοπέλοις παραθαλαττίοις νεοττοποιεῖσθαι . καὶ δήποτε τίκτειν μέλλουσα παρεγένετο εἴς τι
ἑψόμενα ἐσθίεται . Ἀρτεμισία φύεται μὲν ὡς τὸ πολὺ ἐν παραθαλαττίοις τόποις : πόα θαμνοειδής , παρόμοιος ἀψινθίῳ , μείζων
6933852 Μετρα
παρὰ ποσσὶ δὲ λύραν [ ] . αὔλει μοι . Μέτρα τίς [ ] ἀν ? ? πλούτου , τίς
μοι , παρὰ ποσσὶ δὲ λύραν . Αὔλει μοι . Μέτρα τίς ἀν πλούτου , τίς ἀνεύρατο μέτρα πενίας ,
6933157 χαρισμα
Ἀναβάλλομαι χορεύειν λιγυροῖς μίτοισι κρούων γαμικὸν μέλισμα σεμνόν , βιοτῆς χάρισμα πρῶτον . Τί γάρ , εἰπέ μοι , τίς
χάριν ὄντα τοῦ θεοῦ τὰ σύμπαντα , γενέσεως δὲ οὐδὲν χάρισμα , ὅτι γε οὐδὲ κτῆμα , θεοῦ δὲ κτῆμα
6925743 βαυ
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ '
6921938 Ὠφελει
, ὥσπερ καὶ τάριχος καὶ ἐγκατηρᾶ λεγομένη καὶ κορίαξος . Ὠφελεῖ δὲ τούτοις καὶ ἔμετος μετὰ τροφὴν καὶ ἡ κάθαρσις
παρέχει ἑαυτὴν ἡ ῥίζα γεύσασθαι καὶ οὐ πάνυ λευκήν . Ὠφελεῖ δὲ ὁ μὲν μέλας ἥκιστα χαμαιλέων , ὁ δὲ
6919651 Χυτρεους
τάφους λουτρά . Χύτραν ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς : ἤτοι ὀστράκινος , εὐτελής . Χρυσὸς Κολοφώνιος :
: ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς θεός . καί : Χυτρεοῦς ἄνθρωπος : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μυσῶν
6916584 Δημοσθενικος
ἐπεὶ καὶ ἀναστρέφει : ἄριστός τε γὰρ πολιτικῶν λόγων ὁ Δημοσθενικός , ὅ τε αὖ Δημοσθενικὸς λόγος τῶν πολιτικῶν ἄριστος
ὁ κράτιστος τῶν λόγων τῶν πολιτικῶν , ὅτι μὲν ὁ Δημοσθενικός , οὐδεὶς ἀμφιβάλλει δήπουθεν : οὐ μὴν ἁπλῶς γε
6916577 θηρευτικος
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ ,
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν
6916239 ἀτηρος
τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει
τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει
6914455 κηρυκευματων
κηρυκευμάτων ] μηνυμάτων ὧν ἀπήγγειλα . κηρυκευμάτων ] μηνυμάτων . κηρυκευμάτων ] τῶν ἀγγελιῶν . Ξ κηρυκευμάτων ] ὧν ἀπήγγειλα
κηρυκευμάτων ] μηνυμάτων . κηρυκευμάτων ] τῶν ἀγγελιῶν . Ξ κηρυκευμάτων ] ὧν ἀπήγγειλα . κηρυκευμάτων ] κηρυγμάτων . γνῶθι
6909588 ἱππιος
κράτος , ῥυσίπολις γενοῦ , Παλλάς , ὅ θ ' ἵππιος ποντομέδων ἄναξ ἰχθυβόλῳ μαχανᾷ Ποσειδάν , ἐπίλυσιν φόβων ,
πεντήκοντ [ ' ἀνδρῶν λίπε Κοίρανον ] [ ] ? ἵππιος [ Ποσειδέων . πεντήκοντ ' ἀνδρῶν λίπε Κοίρανον ἵππιος
6904896 φιλοκυβος
Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις
φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων
6874544 σημηνε
αὖτε νέους ποσὶ πάντας ἐνίκα . στὰν δὲ μεταστοιχί : σήμηνε δὲ τέρματ ' Ἀχιλλεύς . τοῖσι δ ' ἀπὸ
ἐὼν λάχ ' ἐλαυνέμεν ἵππους . στὰν δὲ μεταστοιχί , σήμηνε δὲ τέρματ ' Ἀχιλλεὺς τηλόθεν ἐν λείῳ πεδίῳ :
6873626 ὠμογερων
καὶ τὴν ἡλικίαν λεαινόμενος καὶ φαλακριῶν . τὸ αὐτὸ καὶ ὠμογέρων , ὁ παρ ' ἡλικίαν γηράσας . ἀωτεύειν :
περικαῶς . . . Ἐμφέρεια , ὁμοιότης . Μεσαιπόλιος , ὠμογέρων , μιξοπόλιος , „ , , , : Ἄνδρα
6870181 κακοχρασμων
ἵνα μὴ προσδεχθῇ αὐτῶν ἡ θυσία ὑπὸ τῆς Ἥρας . κακοχράσμων : ἢ ὁ ταῦρος ἢ ὁ δῆμος , ἀντὶ
. τινὲς δὲ τὸν πυρρὸν κατὰ τὴν χροιὰν ὀνομάζουσιν . κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος : τῶν Λαμπριαδῶν δηλονότι . ὡς
6864778 Παφια
τῆς νήσου διείληφεν ἡ Σαλαμινία , τὰ δὲ δυσμικὰ ἡ Παφία , τῶν δὲ μεταξὺ τὰ μὲν μεσημβρινὰ ἡ Ἀμαθουσία
Κύπρου , πόλις τις τῆς Κύπρου , ἐξ οὗ καὶ Παφία ἡ Ἀφροδίτη . μεδέουσα : βασιλεύουσα . πολυφράδμων :
6860267 ἀκαταμαχητος
ἀπολείποντος καὶ τελείου , ἐνίοτε ἐκ πλειόνων , ὡς τὸ ἀκαταμάχητος ἀνεκπολέμητος ἀνεκδυσώπητος . , . . , . ,
. ἄμαχον κῦμα θαλάσσης : τὴν προσβολὴν τῶν Περσῶν . ἀκαταμάχητος . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ στρατὸς καὶ λαός . δολόμητιν
6853633 Μαρων
καὶ τραγήματα . Οἶνος Λέσβιος , ὃν αὐτὸς ἐποίησεν ὁ Μάρων ἐμοὶ δοκῶ . νῦν μὲν γὰρ ἡμῖν παιδικῶν ἅλις
Ταρρακωνήσιος . τὸ ἐθνικὸν Ταρρακωνίτης , ὡς Ἀσκάλων Ἀσκαλωνίτης καὶ Μάρων Μαρωνίτης καὶ Καύκων Καυκωνίτης . Ταρραχίνη , πόλις Ἰταλίας
6852010 εἰκασθηναι
αὕτη τοῖς ἄλλοις γίγνεσθαι τῶν εἰδῶν οὐκ ἄλλη τις ἢ εἰκασθῆναι αὐτοῖς . Εἰ οὖν τι , ἔφη , ἔοικεν
ἕκαστος προσετάχθη , καὶ ἐς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας ἢ ἐπὶ πολεμίους παρασκευήν .
6846178 ἐριουνης
] ! ] αντες ἡ νῆσος 〚 Πάφος 〛 ] ἐριούνης ? ? Κύπρος , ἡ μη [ ] νι
υ , ἐριούνης : τὸ δὲ ἐρι ἐπιτατικὸν ἐστὶν , ἐριούνης ὢν , ὁ μεγάλως ὠφελῶν . Ἡρωδιανός . Εἷμα
6838575 κυμινδις
ἐπικαμπὲς τῶν ὀνύχων . ἠγκυλωμένος : Ἀγκύλη εἶδος ἀκοντίου . κύμινδις : Τὴν κύμιδιν οὐκ ἀνέγραψεν ὁ Καλλίμαχος . μήποτε
συνοχεύς . σύστασις . ὑπερκόσμιος . χαλκίς . . . κύμινδις . οὐ φέρει με τοῦ δοχῆος ἡ τάλαινα καρδία
6837118 Σημηϊα
ἔσται : κίνδυνος δὲ ἢ θανεῖν ἢ ἄφορον γενέσθαι . Σημήϊα δὲ ταῦτα γίνεται ἢν ἕλκεα ἐνῇ : ἐπὴν χωρέῃ
, τὸ εὔφορον , ἢ μὴ , οἷα δεῖ . Σημήϊα ταῦτα , ὀδμαὶ χρωτὸς , στόματος , ὠτὸς ,
6835730 Ἀχαϊκος
ὅτι πρὸς τὸ δεύτερον πρῶτον : ὁ γὰρ Ταλθύβιός ἐστιν Ἀχαϊκός . . . . νὺξ δ ' ἤδη τελέθει
] πέμπουσιν δέ με δισσοί τ ' Ἀτρεῖδαι καὶ λεὼς Ἀχαϊκός . τάχα οὖν αὐτὴν ἄφοβον καθιστὰς ἐν προοιμίοις οὐ
6832247 ἐπιπωλειται
γέννης ἄπο αἱμύλον ἕλκων τίς δ ' οὗτος κτίλος ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν ; μωλυτὴς ἐπέων , λίθος Ἄσσιος ,
ὥρη δὲ πεπαῦσθαι . Τίς δ ' οὗτος κτίλος ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν ; μωλύτης , ἐπέων λίθος Ἄσσιος ,
6830956 ταυροπαρθενον
ἔχει ὅτι οἰστρηθεῖσα ὑπ ' ἔρωτος δίκην βοὸς ἐπλανᾶτο . ταυροπάρθενον σόλοικον φαίνεται , εἰ μὴ οὕτως εἴπῃ τις *
ταυρομόρφῳ πλοίῳ . οὐ γὰρ ἀρρενόθηλυς ἦν ὥστε λέγειν αὐτὴν ταυροπάρθενον : οὐ γὰρ ταῦρος ἐγένετο , ἀλλὰ βοῦς .
6830170 Λιμην
. . . . . . . . . . Λιμήν χωστὸς ὑπόκειται καὶ Λέχαιον λεγομένη πόλις . . .
καὶ Λιλυβαιίτης καὶ Λιλυβηίς . Λιμενῶτις , χερρόνησος Κελτική . Λιμήν , ὁ ὕφορμος τόπος . καὶ λιμενίτης ὁ ἐν
6817434 ἐπισκιος
ἥ τε προσεχὴς τῷ κρημνῷ νάπη πυκνοῖς καὶ μεγάλοις δένδρεσιν ἐπίσκιος . ἔνθα βωμὸν ἱδρυσάμενοι τῷ θεῷ τὴν πάτριον θυσίαν
εἶπον ἐγώ , δύσβατός γέ τις ὁ τόπος φαίνεται καὶ ἐπίσκιος : ἔστι γοῦν σκοτεινὸς καὶ δυσδιερεύνητος . ἀλλὰ γὰρ
6815463 καπνοδοχη
γελοίου χάριν εἰσάγει κωμικῷ ἔθει . κάπνη ] ἡ κοινῶς καπνοδόχη . ψοφεῖ ] ψόφον ποιεῖ . συκίνῳ : ὅτι
δι ' οὗ ὁ καπνὸς ἐξέρχεται , ἤγουν ἡ κοινῶς καπνοδόχη . ταῦτα δὲ πάντα γελοίου χάριν εἰσάγει κωμικῷ ἔθει
6814212 καθηγητης
τῶν πραγμάτων ἔλαχεν ἐπιτροπὴν καὶ πλείστων τῶν εὖ βουλευθέντων ἐκείνῳ καθηγητὴς ἐγένετο : ὃς καὶ Πρίσκον τὸν συγγραφέα τῶν τῆς
. ὁ Χῖος . ̈ . , Μ . ὁ καθηγητὴς Ἐπικούρου φησὶν ἄτοπον εἶναι ἐν μεγάλωι πεδίωι ἕνα στάχυν
6810034 Γαλη
Ἄμασιν τοῦτο ἔλεγον . ἄλλοι δὲ ἐπὶ τῶν σπανίων . Γαλῆ Ταρτησία : ὡς μεγάλων ἐκεῖ γινομένων . Γαλῇ χιτών
τρίτον ἐκείνων ἀλλὰ κατ ' ἰδίαν Φιλάληθες ἢ Ἐνόδιον . Γαλῆ δὲ γυναῖκα σημαίνει πανοῦργον καὶ κακότροπον καὶ δίκην :
6805881 ἀνευρατο
' ὁ βίος ἐν ἑαυτῷ φέρει . παραψυχὰς οὖν φροντίδων ἀνεύρατο ταύτας : ὁ γὰρ νοῦς τῶν ἰδίων λήθην λαβών
πολλὰ λυπηρὰ ὁ βίος ἐν ἑαυτῷ φέρει παραψυχὰς γοῦν φροντίδων ἀνεύρατο ταύτας ὁ . . . τῶν ἰδίων λήθην λαβὼν
6803046 καλεσατω
ἔμεινεν . “ ἡ δέ φησι ” τὸν νεώνητόν τις καλεσάτω . “ μία οὖν καπριῶσα , τῶν ἄλλων μαχομένων
Μενεξένῳ μὲν γὰρ δὴ πάντων μάλιστα ἑταῖρος ὢν τυγχάνει . καλεσάτω οὖν οὗτος αὐτόν , ἐὰν ἄρα μὴ προσίῃ αὐτός
6796934 ἀλεκτορις
, λαλοῦντος . ἀλεκτρυὼν ἀττικόν , ἀλέκτωρ παρὰ Ἀλεξανδρεῦσιν , ἀλεκτορὶς δὲ ἀλεκτορίδος ἐπὶ τῆς θηλείας , ὅθεν καὶ ”
καὶ τὰ μάλιστα ἀσύλληπτος ἦν . Ὄρνις κατοικίδιος ἡ καὶ ἀλεκτορὶς λεγομένη , πᾶσί ἐστι γνωστή . Ταύτης ἡ κόπρος
6795470 ἀκροασαμενος
τὰς ὁρμὰς τῶν νοημάτων ἐκλύων τοῖς τῆς ἑρμηνείας ῥυθμοῖς . ἀκροασάμενος δὲ καὶ Ζήνωνος τοῦ Ἀθηναίου τὸ περὶ τὴν τέχνην
ἡμᾶς Νικίας ὁ καὶ τυραννήσας Κῴων , καὶ Ἀρίστων ὁ ἀκροασάμενος τοῦ περιπατητικοῦ καὶ κληρονομήσας ἐκεῖνον : ἦν δὲ καὶ
6791356 κοιος
δ ' ἔστ ' ἀριθμοῖο πάις , ἤτοι Κοίου . κοῖος γὰρ παρὰ Μακεδόσιν ὁ ἀριθμός . καὶ ἐπὶ τῆς
ὄμμασι ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς φοιτῶντα φαίνεσθαι ; κοῖος μέν τις τοῖσι πολιήτῃσι δόξω εἶναι , κοῖος δέ
6791038 Ὀχιμος
τῶν δὲ παίδων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα : Κέρκαφος , Ὀχιμος , Ἀκτίς , Μακαρεύς , Τενάγης , Τριόπης ,
τῶν δὲ παίδων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα : Κέρκαφος , Ὀχιμος , Ἀκτίς , Μακαρεύς , Τενάγης , Τριόπης ,
6781557 μελανουρος
θηρατὴς ἄκοντα ἀνασπάσας ἔχει τὴν ἄγραν . Δειλότατος ἰχθύων ὁ μελάνουρος , καὶ ἔχει τῆς δειλίας μάρτυρας τοὺς ἁλιεῖς .
τῷ περὶ ζῳικῶν γράφει οὕτως : ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργὸς πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι . ὅμοιον δὲ
6777300 Δελφινιος
οὖν , φησίν , ἥρμοσται τῷ Πυθέᾳ καὶ οὗτος ὁ Δελφίνιος . ὁ δὲ νοῦς : ἡ μὲν γὰρ Νεμέα
μὲν ἄραρε μείς τ ' ἐπιχώριος : παρ ' Αἰγινήταις Δελφίνιος μὴν ἄγεται Δελφινίου Ἀπόλλωνος ἱερός , ἐν ᾧ ἴσως
6772815 μελαγχολων
πορρωτάτω . Ὀδύνης γὰρ ὑὸς ἦν : κακοδαιμονῶν τις ἢ μελαγχολῶν ἅνθρωπος οἰκῶν [ ἐνθαδὶ ] τὴν οἰκίαν πρὸς ὅν
. καίτοι πόσους ἂν πατάξειεν ἢ ἀποκτείνειε Πολυδάμας ἢ Γλαῦκος μελαγχολῶν ; τῆς δὲ Καμβύσου μανίας φῦλα ὁμοῦ καὶ ἔθνη
6772027 Χαλκητορευς
. . : Χαλκητόριον , πόλις Κρήτης . Ὁ πολίτης Χαλκητορεύς . Ἀπολλόδωρος τετάρτῳ Χρονικῶν : μεθ ' οὗ Χαρίδημος
Ἀπολλόδωρος τετάρτῳ χρονικῶν ” μεθ ' οὗ Χαρίδημος ἦν φυγὰς Χαλκητορεύς „ . Κρατερὸς δ ' ἐν τῷ περὶ ψηφισμάτων
6771753 δουλικος
κήρυκα . . ᾑρημένην : κεχειροτονημένην . . κατωνάκη : δουλικὸς καὶ ἀνελεύθερος χιτών . προχειριοῦμαι : Εὐτρεπίσω . κἀξετάσω
περὶ ΔΑΜΟΦΙΛΟΥ λέγων τοῦ Σικελιώτου , δι ' ὃν ὁ δουλικὸς ἐκινήθη πόλεμος , ὅτι τρυφῆς ἦν οἰκεῖος , γράφει
6767149 Ἀλαβανδα
ὀκτακοσίους εἶναι καὶ πεντήκοντα σταδίους , ἐντεῦθεν δ ' εἰς Ἀλάβανδα πεντήκοντα ἄλλους καὶ διακοσίους , εἰς δὲ Τράλλεις ἑκατὸν
φησι τετάρτῃ , ἐπὶ τῷ αὐχένι τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης . Ἀλάβανδα , πόλις Καρίας , ἥ ποτε Ἀντιόχεια . ἐκλήθη
6765423 Νικομηδευς
οὗ Ἀντίοχος Λαοδικεὺς ἀπὸ Λύκου : τούτου δὲ Μηνόδοτος ὁ Νικομηδεύς , ἰατρὸς ἐμπειρικός , καὶ Θειωδᾶς Λαοδικεύς : Μηνοδότου
ἐπισημοτάτου βασιλέως . ἣ καὶ Ὀλβία ἐκλήθη . ὁ πολίτης Νικομηδεύς . καὶ τὸ κτητικὸν Νικομήδειος , καὶ θηλυκῶς καὶ
6749735 ἀμετροεπης
δὲ καθ ' ἕδρας : Θερσίτης δ ' ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα , ὃς ἔπεα φρεσὶν ᾗσιν ἄκοσμά τε πολλά
γίνεται ῥῆμα κολῳῶ : ” Θερσίτης δ ' ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα ” . . , : κόχλος : παρὰ
6749243 ἀνατρεπτικος
τὸ δοκοῦν ἡμῖν κατασκευάζειν εὐχερῶς . Ἀνασκευὴ τοίνυν ἐστὶ λόγος ἀνατρεπτικὸς τοῦ πιθανῶς προτεθέντος λόγου καὶ κατασκευὴ τοὐναντίον λόγος κατασκευαστικὸς
ὁ τοῦ σοφίσματος αὐτῶν καθέστηκεν ἔλεγχος . Δεύτερος πάλιν λόγος ἀνατρεπτικὸς τῆς ῥητορικῆς τοιοῦτός ἐστιν : εἰ ἔστιν ἡ ῥητορική
6747534 νησιωτης
χρυσίον εὑρίσκεται τίμιον , ὀφθαλμῶν τε φάρμακόν ἐστιν . ὁ νησιώτης Δημονήσιος . Δῆμος , παρ ' Ἀθηναίοις ἡ κώμη
, Λιβύης , ὡς πολυίστωρ ἐν τρίτῳ Λιβυκῶν . ὁ νησιώτης Δρακοντονήσιος ἢ Δρακοντονησίτης . Δρεπάνη , ἡ Φαιακία .
6745421 Κορινθοθι
τῆς ἱστορίας ναυμαχία τε παλαιτάτη : Περιάνδρου τοῦ Κυψέλου τυραννοῦντος Κορινθόθι , διὰ τὸν φόνον Λυκόφρονος τοῦ υἱέος αὐτοῦ ,
πηχῶν εἴκοσι , πομπεύειν τε ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν Ἑλλωτίων Κορινθόθι ἐπὶ Εὐρώπῃ , ἣν ἐκάλουν Ἑλλωτίδα . στέφανοι δέ
6742729 κιμβιξ
καὶ ἐκτοπιστικὸν εἶναι τὴν θυννίδα . Ἀρχέστρατος δ ' ὁ κίμβιξ φησί : καὶ θύννης οὐραῖον ἔχειντὴν θυννίδα φωνῶ τὴν
, ὀβολοστάτης , καὶ ἡ γυνὴ ὀβολοστάτις : ὁ γὰρ κίμβιξ καὶ κυμινοπρίστης οὐκ ἀνεκτά . φαίης δ ' ἂν
6740394 βοτηρα
ἡ Λυδὴ λίθος οὐ γάρ τι θεσμὰ τοῖσιν ἀστίταις πρέπει βοτῆρα νικᾶν ἄνδρας ἀστίτας . τί γάρ ; στείχων δ
τοσοῦτον τῷ μήκει ῥάδικα ὅσον βακτηρίαν . τινές φασιν οἷον βοτῆρα , τουτέστι ποιμενικὴν ῥάβδον μεθ ' ἧς βόσκουσι .
6737527 Λογισμος
δὲ ἄλλον τρόπον καὶ ἔκ τινος τῶν παραληφθέντων ταῦτα . Λογισμὸς δὲ καὶ νοῦς ; οὐκέτι ταῦτα σώματι δίδωσιν αὑτά
δὲ ἄλλον τρόπον καὶ ἔκ τινος τῶν παραληφθέντων ταῦτα . Λογισμὸς δὲ καὶ νοῦς ; οὐκέτι ταῦτα σώματι δίδωσιν αὑτά
6735185 εὐγενεστατος
: ἀπὸ βασιλέως Ἀθηναίου Κόδρου , ὃς δοκεῖ πρεσβύτατος καὶ εὐγενέστατος γεγενῆσθαι . Πρὸς λέοντα δορκὰς ἅπτεται μάχης : ἐπὶ
δὲ τὴν Κύπρον Εὐαγόρας ὁ Σαλαμίνιος , ὃς ἦν μὲν εὐγενέστατος , τῶν γὰρ κτισάντων τὴν πόλιν ἦν ἀπόγονος ,
6730062 ὠκυποδεσσιν
ῥαθάμιγγες ἔβαλλον , ἅρματα δὲ χρυσῷ πεπυκασμένα κασσιτέρῳ τε ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέτρεχον : οὐδέ τι πολλὴ γίγνετ ' ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ
' ἀσπίδα θέσθω , εὖ δέ τις ἵπποισιν δεῖπνον δότω ὠκυπόδεσσιν , εὖ δέ τις ἅρματος ἀμφὶς ἰδὼν πολέμοιο μεδέσθω
6729475 Ὀασιτης
' ἐν τῆι α τῆς Ἀλεξανδρειάδος . . . Σωτήριχος Ὀασίτης : ἐποποιός , γεγονὼς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ . Ἐγκώμιον εἰς
, πόλις Αἰγύπτου . τὸ ἐθνικὸν Ἀνυσίτης , ὡς Ὄασις Ὀασίτης . Ἄνωλος , πόλις Λυδίας . ἐκλήθη ἀπὸ Ἀνώλου
6726019 στομις
. . . , . = . . Σ : στόμις : ἵππος ἀπειθὴς καὶ βίαιος , ὅν τινες ἄστομον
ναῦλα ὀμείχματα ὀργάζειν οὐρανιζέτω πάλμυδος πεφρασμένος πρέψαι Σκάμανδρος στέμβω Στερνόφθαλμοι στόμις σχελίδες τραγέλαφος τρίσζωος ὑπερτερώτερος Φρύγες / Φρυγία φυξίμηλα χαλιμάδες
6725194 ἐννεακαιδεκατος
# , ἡ δὲ χειμερινὴ ση γʹ . ιθʹ . ἐννεακαιδέκατός ἐστιν παράλληλος , καθ ' ὃν ἂν γένοιτο ἡ
κλιμακτῆρες κάκιστοι ἐν ἔτεσι τοῦ βίου ἕβδομος , ὁ δωδέκατος ἐννεακαιδέκατός τε ὁ πρῶτός τε καὶ εἰκοστὸς , τούτων δὲ
6722335 Πλουτους
Τὰ Ταντάλου τάλαντα : πλούσιος ὁ Φρὺξ Τάνταλος διαβεβόητο , Πλουτοῦς καὶ Διὸς λεγόμενος : κέχρηται δὲ τῇ παροιμίᾳ καὶ
* * Ταντάλου τάλαντα : πλούσιος ὁ Φρὺξ Τάνταλος διεβεβόητο Πλουτοῦς καὶ Διὸς λεγόμενος . κέχρηται δὲ τῇ παροιμίᾳ καὶ
6721679 συναυλια
ἡ φίλησις ἢ ἡ συνομιλία καὶ ἡ συνδιαγωγὴ καὶ ἡ συναυλία , γίνεται δὲ ἡ εὔνοια χρονιζομένη φιλία , τουτέστι
γέροντας . ἐπὶ δὲ χοροῦ καὶ συμφωνία καὶ συνῳδία καὶ συναυλία . καὶ ἡ μὲν εἴσοδος τοῦ χοροῦ πάροδος καλεῖται
6720785 ἀπεστυπαζον
ἀποβολῇ τοῦ τ ἀπετύπαζον καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ στυπάζω καὶ ἀπεστύπαζον . . . . ἀπερείσια : πολλά : παρὰ
, . . , . Ἀπεστύπαζον : : † θύραισιν ἀπεστύπαζον : παρὰ τὸ τύπτω ἀπετύπαζον καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ
6719981 κυνηγιαν
μετὰ πλειόνων εἰς Λιβύην : τούτων δὲ ἐκπεμφθέντων ἐπὶ τὴν κυνηγίαν τούτοις καὶ αὐτὴν συνεξελθεῖν . τινὲς δʹ Ἀρισταίους γενεαλογοῦσιν
ἐπικαλούμενος Κάμβαλος , πλούτῳ καὶ δόξῃ διαφέρων , ὃς ἐπὶ κυνηγίαν ὁρμήσας καὶ περιπεσὼν λῃστηρίῳ δραπετῶν ἔφευγε πεζὸς πρὸς τὴν
6715569 ξυστησεται
ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ
δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς :
6714064 πολυτεκνος
ἦσαν υἱεῖς , ἐπαινετὴ δὲ καὶ ἡ Νιόβη , ὅτι πολύτεκνος . ἐναντίως τε εἰ ἡ ἀμορφία καὶ πενία ψεκτόν
Καὶ ἡ γυνὴ ὁμοίως . Ἐὰν εἰς τὰς χεῖρας , πολύτεκνος ἔσται . Καὶ ἡ γυνὴ ὁμοίως . Ἐὰν εἰς
6712402 Βοιος
δοῖος : μνοῖος ὁ ἰπνός : γλοῖος ἡ κόπρος : Βοῖος τὸ ἔθνος , δηλοῖ δὲ καὶ ὄνομα κύριον φλοιός
. Φιλόχορος δέ φησιν ὑπὸ Ἄρεος τὸν Κύκνον ὀρνιθωθῆναι . Βοῖος δὲ περὶ γεράνου φησὶν ὅτι ἦν τις παρὰ Πυγμαίοις
6712145 ἐξηγρομην
Θ . . , . ἐξ ὕπνου . . τὸ ἐξηγρόμην λέγει δεικνὺς αὐτὸν , ὅτι ὀνείρατα φθέγγεται . .
στίζουσι καὶ εἰς τὸ ἐξηγρόμην . κᾆτ ' ἔγωγ ' ἐξηγρόμην : Σκώπτει τὸν Διόνυσον . καὶ ἐγὼ , φησὶν
6710558 ἁβροδιαιτος
πολυτελής . Ἅβρων γάρ τις ἐγένετο πλούσιος : ὅθεν καὶ ἁβροδίαιτος . Ἀεὶ γεωμόρος εἰς νέωτα πλούσιος . Ἀδεὲς δέος
λόγῳ δὲ τῆς ἀρετῆς ἀντιλαμβανόμενος ἐπέγραψε τοῖς αὐτοῦ ἔργοις : ἁβροδίαιτος ἀνὴρ ἀρετήν τε σέβων τάδε ἔγραψεν . καί τις
6702565 ἀστραβη
καὶ Πίνδαρος λέγει τίς γὰρ Ἕκτορ ' ἔσφαλε Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα ; ὦ δαῖμον , οἷον κίον ' ἀιστώσεις
ἅμα μάλιστα δ ' ἐκ τῶν θυρωμάτων ἐξαιροῦσιν , ὅπως ἀστραβῆ ᾖ : καὶ διὰ τοῦτο σχίζουσιν . Ἄτοπον δ
6702183 Ἰοπη
Φοινίκης Ἐλαία μεταξὺ Τύρου καὶ Σιδῶνος , ὡς Φίλων . Ἰόπη , πόλις Φοινίκης , πλησίον Ἰαμνίας , ὡς Φίλων
ἀπὸ Ἰοῦς , βοῦν ἔχουσα πλησίον ἐν τῇ εἰκόνι . Ἰόπη , πόλις Φοινίκης πλησίον Ἰαμνίας ὡς Φίλων , ὡς
6699921 δοκησισοφος
τοῦ θεοῦ καὶ τὸν νόμον αὐτοῦ „ , παρελθὼν ὁ δοκησίσοφος Ἰοθόρ , τῶν μὲν θείων ἀμύητος ἀγαθῶν , τοῖς
, Ἀντιφῶν δὲ καὶ εἴσοπτοι . . . . . δοκησίσοφος , ὡς Ἀ . ἔφη . . . δυσάνιος
6697219 Κυνθος
Νικάνωρ φησί . : Δῆλος . . . ἐκαλεῖτο δὲ Κύνθος ἀπὸ Κύνθου τοῦ Ὠκεανοῦ . . . καὶ Ἀστερία
καθ ' Ἡρακλέα . οἱ οἰκοῦντες Κύνητες καὶ Κυνήσιοι . Κύνθος , [ ὄρος Δήλου , ] παρ ' Ἀντιμάχῳ
6697175 εὐδοκιμος
τε καὶ Πάνδαρον , ἦν δὲ αὐτοῖν ὁ μὲν ὁπλιτεύειν εὐδόκιμος , ὁ δὲ Πάνδαρος τὸν Ἀπόλλω τὸν Λύκιον ἐπιστάντα
δὴ κατιδὼν τἀγαθὸν τοῦτο παρ ' ἀμφοτέροις ἀνωμολόγηται τοῖς γονεῦσιν εὐδόκιμος , ἰσχὺν μὲν τὴν ἐν θεῷ , δύναμιν δὲ
6696789 Στρυαγγαιος
, εἴς τε τὸ ἅρμα αὐτοῦ μετενέβη τὴν αὐτοῦ καταγωγὴν Στρυαγγαῖος ἀπελύετο , ὑποστενάζων διὰ τὸν Ζαριναίας ἔρωτα . Οὐ
ἐγχεῖν τῷ θεράποντι ἐκέλευε . . . : Ὅτι ὁ Στρυαγγαῖος μετὰ τὴν ἀναίρεσιν Μαρμάρεω τοῦ Σακῶν βασιλέως εἴχετο ἔρωτι
6694822 Βουκολος
, Νῆφος Πραξιθέας , Λυσίππης Ἐράσιππος , Λυκοῦργος Τοξικράτης , Βουκόλος Μάρσης , Λεύκιππος Εὐρυτέλης , Ἱπποκράτης Ἱππόζυγος . οὗτοι
τὸ ἄννεμε ἀντὶ τοῦ ἀνάγνωθι : καὶ ἀννείμῃ Δωριστὶ ὁ Βουκόλος . Τοῦ τρίτου εἴδους ἡ στροφὴ καὶ ἀντίστροφος κώλων
6690962 συνουσιαστικος
οὗ ὁ ἅρπαξ πύγαργος . * ὁ δὲ αἰσχρὸς καὶ συνουσιαστικὸς πύγαργος λέγεται * κατὰ ἀντίφρασιν ὁ μὴ ἀργὴν ἔχων
τοῦ θορυβητικοῦ ] λαοῦ . Γ καταδακτυλικός : ἀντὶ τοῦ συνουσιαστικὸς κατὰ τοῦ δακτυλίου , τοῦ πρωκτοῦ . “ τοῦ
6688623 φιλογεωργος
, οἷον εἰ πορνοβοσκὸς ὤν τις πάσας ἔχοι θηλείας ἢ φιλογέωργος ὢν πάντας ἄρρενας : ἐπὶ γὰρ τούτων οἱ μὲν
Ἀριστοτέλης φησὶ τιθεὶς ἐπὶ Ἀγκαίου τὴν παροιμίαν , ὅτι γέγονε φιλογέωργος Ἀγκαῖος καὶ πολλὰς ἐφύτευσεν ἀμπέλους . εἰπόντος δὲ αὐτῷ
6687266 ἀμπελοφυτος
Αἰγυπτίοις μόνοις ἐλαχίστοις δαπανήμασι καὶ πόνοις συγκομίζεται . ἥ τε ἀμπελόφυτος ὁμοίως ἀρδευομένη δαψίλειαν οἴνου τοῖς ἐγχωρίοις παρασκευάζει . οἱ
μοσχεύειν ἂν λέγοιτο . καὶ ξυστὰς μὲν καὶ στάσις ἡ ἀμπελόφυτος γῆ , εἰ μὴ κατὰ στοῖχον εἴη πεφυτευμένη ,
6686866 τετιημενος
. [ βῆ δ ' ἴμεναι πρὸς δῶμα , φίλον τετιημένος ἦτορ : ] ἔστη δ ' ἐν προθύροισι ,
πελάσῃ μεμογηότι θυμῷ , στῆ ῥα μέγ ' ἀφριόων , τετιημένος : ὡς δέ τις ἵππος ἱδρῶτ ' ἐξανύσας καματώδεα
6684769 δυσγαργαλις
καὶ κοππατίαν . Ὡς δ ' ὀρθοπλήξ . πέφυκε γὰρ δυσγάργαλις . Πρὸς θεῶν , ἔραμαι τέττιγα φαγεῖν καὶ κερκώπην
τὸν κοππατίαν . ὡς δ ' ὀρθοπλήξ . πέφυκε γὰρ δυσγάργαλις . τοῦτ ' αὐτὸ πράττω , δύ ' ὀβολὼ
6683162 ὑπερθετικος
ἀριθμῷ καὶ ἐν τῷ πληθυντικῷ , ὡς τό . ὁ ὑπερθετικὸς δὲ τὴν πτῶσιν τὴν γενικὴν ἕλκει καὶ μόνον πληθυντικῷ
ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς
6675424 Θαυμαστικον
Τῷ ναῷ . Θ . . . πῶς δοκεῖς : Θαυμαστικὸν , ἀντὶ τοῦ λίαν . . . τὸν Πλοῦτον
Ἀντὶ τοῦ ταχέως . . ὅσην ἔχεις τὴν δύναμιν : Θαυμαστικὸν τὸ ὅσος . . ὅσην : Θαυμαστικὸν , ἤγουν
6675210 Ἰδοι
βαναυσίης ἀπατέοντες , καὶ ἐν πόλεσιν ἀνακυκλέοντες οἱ αὐτοί . Ἴδοι δέ τις ἂν καὶ ἐπ ' ἐσθῆτος καὶ ἐν
δὲ καὶ Περσικαὶ καλασίρεις , αἵπερ εἰσὶ κάλλισται πασῶν . Ἴδοι δ ' ἄν τις , φησὶ , καὶ τὰς
6673900 Σαρδιανος
. Σαμιακὴ λαύρα : ἐπὶ τῶν εἰς τρυφὴν ἐκκεχυμένων . Σαρδιανὸς κάπηλος : ἐπὶ τῶν εἰς τὰ χείρω μεταβαλλόντων .
ἢ τὴν Κύρου καταλύσει ; καίτοι οὐκ ὀλίγων ταλάντων ὁ Σαρδιανὸς ἐκεῖνος ὄλεθρος τὸ ἀμφιδέξιον τοῦτο ἔπος ἐπρίατο . Αὐτά
6669102 Ναπαιος
πόλις Λέσβου . Ἑλλάνικος ἐν δευτέρῳ Λεσβιακῶν . ὁ πολίτης Ναπαῖος , καὶ Ἀπόλλων Ναπαῖος . εἰσὶ καὶ Ναπαῖοι ἠπείρου
ἐν β Λεσβιακῶν . ὁ πολίτης Ναπαῖος : καὶ Ἀπόλλων Ναπαῖος . εἰσὶ καὶ Ναπαῖοι ἠπείρου . , : ταύτην
6668536 Εὐτροπιος
γυναῖκας , Ἡσυχίου θυγατέρας . Ἡσυχίῳ δὲ υἱεῖς δύο , Εὐτρόπιός τε καὶ Κέλσος , οὓς μάλιστα μὲν φιλῶ ,
καινὴ πόλις . ἔστι δὲ καὶ Ἀρμενίας Καρχηδών , ὡς Εὐτρόπιός φησιν . ὁ πολίτης ” Καρχηδόνιος σοφὸς Μάγων „

Back