γὰρ ὑποτακτικὰ ὁμοίως ἡμῖν οἱ Δωριεῖς προφέρουσι . τὸ δὲ κορύψῃ ἀντὶ τοῦ κερατίσῃ . τὸ γὰρ κερατίζειν κορύπτειν οἱ | ||
τὸν ἐνόρχαν , τὸν Λιβυκὸν κνάκωνα , φυλάσσεο μή τυ κορύψῃ . Ὦ χαρίεσς ' Ἀμαρυλλί , τί μ ' |
' οὐσίαν ταῦτ ' ἀλλοιοῦσθαί τις ἂν φαίη δικαίως . Ὁποῖον οὖν τι ὁ ἀὴρ ὑπὸ τοῦ ἡλίου πάσχει φωτιζόμενος | ||
τρεπόμενον τὸ οὖρον ἀπεψίαν τὴν ἐν ταῖϲ φλεψὶν ἐνδείκνυται . Ὁποῖον οὖρον ἄριϲτόν ἐϲτιν ἐπὶ τῶν νοϲούντων . ἄριϲτον μὲν |
τόσον ἔσσεται εἶδαρ , ὅσσον ἐνιπλῆσαι γαστρὸς χάος , ὅσσον ἄαπτον ἐς κόρον ἀμπαῦσαι κείνων γένυν ; οἱ δὲ καὶ | ||
ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . . ἄαπτος δεινός |
οὐ σκόροδον , οὐ σίραιον , οὐχὶ γήτιον , οὐ βολβόν , οὐ πῦρ , οὐ κύμινον , οὐχ ἅλας | ||
οὐ σκόροδον , οὐ σίραιον , οὐχὶ γήθυον , οὐ βολβόν , οὐ πῦρ , οὐ κύμινον , οὐχ ἅλας |
τὸ θήραμα μαρτυρόμενοι . οἳ δὲ οὐ τοῦτον ἀλλὰ τὸν ἀνθίαν νομίζουσιν ἱερόν . τὸ δὲ αἴτιον , ἔνθα ἂν | ||
κατακολυμβῶσι , καλοῦντες αὐτὸν ἱερὸν ἰχθύν . τὸν δ ' ἀνθίαν τινες καὶ κάλλιχθυν καλοῦσιν , ἔτι δὲ καλλιώνυμον καὶ |
. τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας ; οὗτος Σύρε . ποῖον μόναυλον ; τὸν κάλαμον . ὅστις γαμεῖν βουλεύετ ' , | ||
κούφως ἀνήλλετο . Ἀναξανδρίδης δ ' ἐν Θησαυρῷ : ἀναλαβὼν μόναυλον ηὔλουν τὸν ὑμέναιον . καὶ ἐν Φιαληφόρῳ : . |
πολυχρονιότητα τοῦ νοσήματος . οὖρον ὑδατῶδες καὶ λεπτὸν ταχέως ἀποκρινόμενον χείριστον , καὶ τοῦτο οἱ μὲν διαβήτην ἐκάλεσαν , οἱ | ||
οὐκ ἀθυμητέον τοῖς γεγενημένοις : ὃ γάρ ἐστιν τῶν παρεληλυθότων χείριστον , τοῦτο πρὸς τὰ μέλλοντα βέλτιστον ὑπάρχει . τί |
, εἶτα τέμοι τὸ ζῷον εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν ὑπερβὰς τὸ πεζόν . ἔστι δὲ τοῦτο κακία ὁρισμοῦ | ||
δὲ ξηρῶν φαρμάκων ἀδήκτωϲ οἶδά ποτε τῷ διφρυγεῖ δαπανηθέντα τὸν πολύπουν . εὐδοκιμεῖ δὲ ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον |
ἀδιαίρετος . . οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοισι ] ἀχρείοις , ἤτοι ἀνευφράντοις , οὔτι δάνος καὶ ἡδονὴν ἐμποιοῦσιν . οἱ γὰρ | ||
οὐτιδανοῖς τοῦτο προσέθηκεν , ἤγουν τοῖς ἀνευφράντοις . οὐτιδανοῖς ] ἀνευφράντοις , οὔ τι δάνος καὶ ἡδονὴν ἐμποιοῦσιν . οὐτιδανοῖς |
τοῦτον πρότερον τὸ τί μὴ ποιήσοντα , εἶτα τὸ τί ποιήσοντα , οὐχ ὡς τῶν ἀποδωσομένων τὰ ὑμέτερα , οὐδ | ||
δὲ ὡς ἐπιζητούμενα προσαναλαμβάνων , τὰ δ ' ὡς χαριεστέραν ποιήσοντα τὴν διήγησιν ἐπεισάγων : διεξελθών τε πράξεις Ἑλλήνων τε |
ψυκτικὸν τὸ καθόλου φασὶν εἶναι τὸν οἶνον , οἱ δὲ θερμαντικόν . . . . : ὁ δὴ λέγων ἐξηπατῆσθαι | ||
: διὸ δὴ καθόλου μὲν οὐ ῥητέον τὸν οἶνον εἶναι θερμαντικόν , τῆς δὲ τοιαύτης φύσεως καὶ τῆς οὕτω διακειμένης |
τῇ φύσει τὸ δοκοῦν ἐφαρμόττειν μοι τοῦτο χάρισαι , κἂν μικρότατον ᾖ , στοχασάμενος ἐκείνου μόνου , εἰ δυνή - | ||
, πάντα ἐποίουν πείθοντες τὸν βασιλέα συγχωρῆσαι ταῦτα καὶ ὅτι μικρότατον τοῦ πολέμου λιπεῖν . καὶ ὁ Ἀσσύριος μέντοι εἴτε |
: εἰ δ ' αὖ τις ῥαίῃσι θεῶν . ἢ ῥαδινὸν τὸ εὐάγωγον διὰ τὸ ἐν ἁπαλότητι ῥᾷον δινεῖσθαι ἤγουν | ||
τῶν ὀφθαλμῶν . . ῥαδινῶν ] εὐκινήτων . γρ . ῥαδινὸν , ἤγουν κινητὸν , λεπτόν . . ῥέος ] |
γάλακτι γυναικείῳ . Τὸ δ ' ἱπποσέλινον καὶ ἐλειοσέλινον καὶ ὀρεοσέλινον καὶ πρὸς ἑαυτὰ διαφορὰν ἔχει καὶ πρὸς τὸ ἥμερον | ||
δύναμις : ἀσθενέστερον δὲ τὸ ἱπποσέλινον , ὥσπερ ἰσχυρότερον τὸ ὀρεοσέλινον . Σέρις ὑπόπικρός ἐστι , καὶ μᾶλλον ἡ ἀγρία |
καὶ μέλη πολλὰ καὶ τραγωιδίας καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον , ὅπερ Καλλίμαχος ἀντιλέγεσθαί φησιν ὡς Ἐπιγένους . | ||
δὲ μέλη πολλὰ καὶ τραγῳδίας καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον , ὅπερ Καλλίμαχος ἀντιλέγεσθαί φησιν ὡς Ἐπιγένους : |
ἅμα γίνονται καὶ ἀλεαίνουσιν αὐτούς . καλοῦνται δὲ ἄρα οὗτοι κανδυτᾶνες , ὡς ἐκείνοις φίλον . θαυμάσαι δὲ τῶν μυῶν | ||
ἅμα γίνονται καὶ ἀλεαίνουσιν αὐτούς . καλοῦνται δὲ ἄρα οὗτοι κανδυτᾶνες , ὡς ἐκείνοις φίλον . θαυμάσαι δὲ τῶν μυῶν |
ποιεῖν τὸν σώφρονα ; μάλιστα πάντων . τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον . σὺ δ ' οὐ καταθεῖναι διανοεῖ ; φυλάξομαι | ||
τι οὗτος μεγαλεῖόν ἐστι διαπεπραγμένος ἐπαβελτερώσας τὸν πάλαι γ ' ἀβέλτερον . λέγουσι δὲ καὶ ἀβελτέρειον τὴν ἀβελτηρίαν . Ἀναξανδρίδης |
κἂν μυρίοι γράφωσι δεσπότας ἑαυτούς . ἀναφθέγξεται γὰρ ἐκεῖνο τὸ Σοφόκλειον οὐδὲν τῶν πυθοχρήστων διαφέρον : ” θεὸς ἐμὸς ἄρχων | ||
, ἐν ζʹ τῆς ἀπορουμένης λέξεως , Ἀρίσταρχος δὲ τὸ Σοφόκλειον ἐξηγούμενος τὸν ὄφιν ἀπέδωκε . μήποτε δὲ μᾶλλον ἂν |
ἐν ᾧ λέγει μνῆμα τόδ ' Ἱππάρχου : μὴ φίλον ἐξαπάτα . ἐγὼ οὖν σὲ ἐμοὶ ὄντα φίλον οὐ δήπου | ||
, ἢ ἐὰν μετατιθῇ , φανερῶς μετατίθεσο καὶ ἡμᾶς μὴ ἐξαπάτα . νῦν δὲ ὁρᾷς , ὦ Θρασύμαχεἔτι γὰρ τὰ |
πολέμου μεγάλους ἐπιφέροντος κινδύνους διαποντίους δυνάμεις εἰς Ἀσίαν ἐξέπεμπον καὶ προετέρουν κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τοῖς κινδύνοις . Ἅμα δὲ | ||
χρόνον ἰσχυρᾶς , τὸ μὲν πρῶτον οἱ περὶ τὸν Ἀγησίλαον προετέρουν , μετὰ δὲ ταῦτα τῶν ἐκ τῆς πόλεως Θηβαίων |
παράθεσιν ἀναμεμερισμέναι ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν , ἔν γε μὴν τοῖς ἀπτώτοις καθ ' ἕνα σχηματισμὸν παρελαμβάνοντο . ἔνθεν κατὰ τοῦτο | ||
. : Φησὶ Τρύφων τὸν ὅτι σύνδεσμον καὶ πτωτικοῖς καὶ ἀπτώτοις συντάσσεσθαι : ‚ ὅτι ὁ ἥλιος ὑπὲρ γῆν ἐστίν |
δ ' ἐπὶ συὸς ἀγρίου τάττουσιν αὐτό . Τὸ μὲν λαγὸς κοινὸν ὂν εὕρηται παρὰ Σοφοκλεῖ , γλαῦκες , ἰκτῖνοι | ||
πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες . Τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι |
εἶπεν ὁ σοφὸς Αἰσχύλος . Πῶς δίς ; Σκόπει τὸ ῥῆμ ' : ἐγὼ δέ σοι φράσω . Ἥκω γὰρ | ||
ἀμφοτέρων προσέκειτο μανία τῶν λόγων . διὸ τῆς μανίας τὸ ῥῆμ ' ἐπεκτείνας δοκεῖ καλέσαι τις αὐτὴν τῶν ἐραστῶν Μανίαν |
σεμνόν , τὸ σῶφρον , τὸ σαφές , τὸ μὴ ἐπιτετηδευμένον , τὸ ἀρχαῖον τοῦ θείου φιλοσόφου , περὶ οὗ | ||
καταγίνεσθαι περὶ τὸν καλλωπισμὸν τοῦ λόγου ἐπιβεβουλευμένον τε καὶ διαπρεπῶς ἐπιτετηδευμένον αὐτὸν ἀποδείκνυσιν . εἰκότως δὲ λόγου ἐπιβουλὴν τὸ κομμωτικόν |
ὁ Ἀχιλλεύς , ὅπερ διὰ τοῦ νύξε σημαίνεται , ἀλλὰ βέβληκε τὸ δόρυ : διὸ καὶ ἑξῆς αὐτὸ βέλος εἴρηκεν | ||
νομίσας λῃστρικόν τινα εἶναι ἄνδρα ἐπαφῆκε λίθον , ὃς ἀναστραφεὶς βέβληκε τὸν Ἡρακλῆν . Βέλλερος : * * Βελλεροφόντης καθ |
, ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ | ||
. συνουσίᾳ ] συντυχίᾳ , συνομιλίᾳ καὶ διαλέξει . ” κομψὸν ἐν συνουσίᾳ “ φησὶν ἤγουν ἐν συνομιλίᾳ . συνουσία |
οἰωνὸν τόνδε , τὸν ἐν τοῖς πτεροῖς ταχύτατον οἰωνὸν τὸν γρῦπα , διευθύνων καὶ ἄγων γνώμῃ καὶ θελήσει οἰκείᾳ , | ||
καὶ τοῦτο ἴσμεν . . . . , : τὸν γρῦπα ἀκούω τὸ ζῶιον τὸ Ἰνδικὸν τετράπουν εἶναι κατὰ τοὺς |
δή , ἔφη , ὦ Κῦρε , τἆλλα μιμούμενος τὸν Σάκαν οὐ κατερρόφησας τοῦ οἴνου ; Ὅτι , ἔφη , | ||
, ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν ἵππον ἐξένιζε , καὶ τἆλλά τε |
τοῦτο μὲν ἐκ τῶν ἄρθρων κἀκ τῆς ὀσφύος καὶ ἰσχίου κολλῶδες ὁμοῦ τῷ αἵματι : κεῖνο δὲ ἀπὸ ὑστερέων καὶ | ||
τῶν ὀστέων καὶ τῶν ἄρθρων αἰεὶ τὸ ὑγρότατον αὐτέου ἀπιὸν κολλῶδες γίνεται , ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ξηραινόμενον καὶ ἐξαυαινόμενον , |
χρὴ τάδ ' , ἥτις ἐκ δόμων τὸν σὸν λιποῦσα Φίλιον ἐξεκώμασεν νεανίου μετ ' ἀνδρὸς εἰς ἄλλην χθόνα . | ||
Αἴτνας ] Τῆς πόλεως . Βασιλεῖ ] Τῷ Δεινομένει . Φίλιον ἐξεύρωμεν ] Προσφιλῆ ἐπινοήσωμεν . Τῷ πόλιν κείναν ] |
πρὸς τὸ φρέαρ τὰς κοιλίας πλύνειν κελεύεται . τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ : ἐπειδὴ μηδὲν τῇδε τοῖς σχολιογράφοις ἐρρέθη | ||
αὐτῶν πρὸς δύο ποιουμένους τὴν ἀναφοράν , πρός τε τὸ φθεγγόμενον καὶ τὸ κρῖνον : ταῦτα δ ' ἐστὶν ἥ |
[ ἐστι ] κυρίως ἐστὶ τὸ κορύπτειν ὡς καὶ Θεόκριτος φυλάσσεο μή τι κορύψῃ . Σκιαστὴς καὶ Ὀρχιεὺς ὁ Ἀπόλλων | ||
' ἔνορχα παρ ' αὐτόθι . ἢ λάγνον . κνάκωνα φυλάσσεο : λευκὸν ἢ πυρρὸν ἀπὸ τῆς κνήκου τοῦ σπέρματος |
. Φασὶ δὲ ὅτι καὶ κιθάραν ἀναλαβὼν ἐν μόνῳ τῷ Θαμύριδί ποτε ἐκιθάρισεν , ὅθεν καὶ ἐν τῇ ποικίλῃ στοᾷ | ||
. Φασὶ δὲ ὅτι καὶ κιθάραν ἀναλαβὼν ἐν μόνῳ τῷ Θαμύριδί ποτε ἐκιθάρισεν , ὅθεν καὶ ἐν τῇ ποικίλῃ στοᾷ |
σοὶ συνέβη , τὴν ψυχὴν δὲ οὐχ ἧττον ἢ σὺ τετάραγμαι λογιζόμενος , ἐφ ' οἷς ἐξελθὼν οὗ μένεις ἐπὶ | ||
, ἵνα ᾖ : ἔστι γάρ τι καθ ' ὃ τετάραγμαι : ποῖον τοῦτο . τὸν ἄνδρα τοῦτον φίλιον ἡγεῖται |
ποτ ' ἀνδροδάϊκτον ἀκούων , ἰή , κόπον , οὐ πελάθεις ἐπ ' ἀρωγάν ; . . . . . | ||
τί ποτ ' ἀνδροδάικτον ἀκούων , ἰή , κόπον οὐ πελάθεις ἐπ ' ἀρωγάν ; . . . [ ] |
που παρὰ Νικοφῶντι ἐν Πανδώρᾳ . τὸ δὲ συνδῆσαι τὸν στήμονα καιρῶσαι λέγειν χρή , καὶ καίρωσιν τὴν σύνδεσιν . | ||
διαψαίρουσα πέπλους ἀνθέων γέμοντας . Ἀπὸ τῆς τραπέζης τουτονὶ τὸν στήμονα ἄττεσθ ' ἐπινοῶ . Ὁ Ζεὺς δίδωμι Παλλάς , |
μετὰ δὲ τὴν τετράδα λεπτυνόμενον . Πλευ - ριτικοῖσιν οὖρον αἱματῶδες , ζοφῶδες , μεθ ' ὑποστάσιος ποικίλης ἀδιακρίτου , | ||
τῆς χρόας ἀνδρικόν , τοῦτο δὲ ὅτι τὸ τοῦ χρώματος αἱματῶδες τῆς τοῦ αἵματος ῥύσεως ἐθίζει καταφρονεῖν . ἐν τάξει |
. Γαμψώνυχον μηδὲν παράτρεφε . κʹ . Ἐν ὁδῷ μὴ σχίζε . καʹ . Χελιδόνα οἰκίᾳ μὴ δέχου . κβʹ | ||
: καὶ εἰ μὲν ἔνι ” πρίῃ “ ἤγουν μὴ σχίζε , κανονίζεται οὕτως : πρίω καὶ τὸ παθητικὸν πρίομαι |
, καὶ τὸ ἐν τοῖϲ ὕπνοιϲ τὰ λευκὰ τῶν ὀφθαλμῶν φαίνεϲθαι μὴ ϲυμβαλλομένων τῶν βλεφάρων , ἐκτὸϲ εἰ μὴ πολλή | ||
Ϲῦκα λιπαρὰ κόπτοντεϲ ἀκριβέϲτατα , ὡϲ μηδὲν ἀναλλοίωτον ἐν αὐτοῖϲ φαίνεϲθαι , ἔπειτα μίξαντεϲ ἴρινον μύρον βραχὺ καταπλάττομεν . ποιεῖ |
μνημονεύει δ ' αὐτῶν καὶ Σπεύσιππος ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων . φασιανὸν δὲ οὗτοι κεκλήκασιν αὐτὸν καὶ οὐ φασιανικόν . Ἀγαθαρχίδης | ||
' ὁ Εὐεργέτης ἐν δευτέρῳ ὑπομνημάτων τέταρόν φησιν ὀνομάζεσθαι τὸν φασιανὸν ὄρνιν . τοσαῦτά σοι περὶ τῶν φασιανικῶν ὀρνίθων ἔχων |
ἐνταῦθα γὰρ ἄδηλον ὂν ὁμολογεῖ τις ἀγνοεῖν τὸ αἴνιγμα . γρίφον δὲ , οἷον : Ἕκτορα τὸν Πριάμου Διομήδης ἔκτανεν | ||
, αἰνίγματος : ⌈ οἷον [ ἤγουν ] δύναταί τις γρίφον ποιῆσαι καὶ ἀπὸ τῶν Κλεωνύμου πράξεων . ἑπτὰ δὲ |
κάμπη δὲ τὰ κήτη . πολλῶν * γὰρ * ἐν σπλάγχνοισι καμπέων καὶ κητῶν τυμβευθήσεται νήριθμος καὶ ἀμέτρητος ἐσμὸς βρωθεὶς | ||
Ὁκόταν τὸ τῆς ψυχῆς θερμὸν τῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τοῖσι σπλάγχνοισι καὶ τῇσι φλεψὶ γένηται πλέον τοῦ ἐν τούτοισι τοῖσι |
οὐκ ἀπεκοιμήθημεν ὅσον ὅσον στίλην ; ἀλλ ' , ὦ πόνηρ ' , ἥξουσιν ὀλίγον ὕστερον οἱ ξυνδικασταὶ παρακαλοῦντες τουτονὶ | ||
' Αἰσχύλε . Ἀπὸ τῶν χαλαζῶν δ ' , ὦ πόνηρ ' Εὐριπίδη , ἄναγε σεαυτὸν ἐκποδών , εἰ σωφρονεῖς |
παθῶν ὑπεξαιρεθέντων τὰ ἥδοντα αὐτὴν # ἀντιπαρέρχεται . τὰ οὖν ὀχλοῦντα τίνα [ ἐστίν ] ? ; % φόβοι μέν | ||
, πῶς εἴποι τις τὸ προταθὲν καὶ ὅπως φυλάξεται τὸν ὀχλοῦντα σοφιστήν . παράδειγμα τοῦ μὲν προτέρου τὸ βιβλίον διδάσκει |
ἐντεῦθεν ἐκπηδῶντες κινδυνεύσωσιν . αὐτὸς δὲ μάλιστα ἐν τοῖς ἀσφαλεστάτοις ἐρύμασιν ὢν καὶ μάλιστα εὐλαβοῦ παραβοηθεῖν , προστάσσων ἐάν που | ||
μὲν Παλατίου τὸ τεῖχος ὡς ἀσφαλέστερον εἶναι τοῖς ἔνδον ὑψηλοτέροις ἐρύμασιν ἐγείρων , τοὺς δὲ παρακειμένους αὐτῷ λόφους τόν τε |
ἐπάνω καυκίου τίποτας : ἔναι γὰρ κολλημένος εἰς τὸ ἐπάνω καυκίον : καὶ ξύσε τον ὅλον , καὶ ἔπαρέ τον | ||
: ξύλινον ἔκπωμα κεκοσμημένον γομφίσι πολλαῖς . κισσύβιον : ποιμενικὸν καυκίον ξύλινον , τὸ οἱονεὶ χυσίπιον . κισσύβιον : ἢ |
“ εἰς τὸ ” ὅταν “ , ἀλλ ' ἔστιν ἐπιφώνημα σύνηθες ἡμῖν , ὅταν πρὸς τὴν μέλλουσαν τύχην ἀφορῶμεν | ||
ἐπιθετικῶς , ταῖς ναυσὶ ταῖς τὸ πέλαγος διαπεραιουμέναις . πόποι ἐπιφώνημα σχετλιαστικόν . τινὲς δὲ ἔδοξαν σημαίνειν ὦ θεοί : |
τῇδε φιλοτιμίᾳ τῇ κακίστῃ δαιμόνων ἐκριπισθέντες ἀπολώλασιν . ἄνθος προσώπῳ ἐπιφυόμενον , οἷον οὐδὲ εἷς λειμὼν νοτερός τε καὶ ἁβρὸς | ||
ἀνέδραμον καὶ παρὰ τὴν ἡλικίαν ἥβησαν , καὶ πολὺ τὸ ἐπιφυόμενον ἦν πολέμιον γένος . οἱ μὲν οὖν παλαιοὶ μῦθοι |
. προβάδην : προβαίνων τῷ ῥυθμῷ . . . πάνθηρον ἕλειον : Προσληπτέον τὸ εἰς . ἔξαγε εἰς τὸ πάνθηρον | ||
. Ἀξειοῦ ] τοῦ Βαρδαρίου . Βόλβης ] λίμνης . ἕλειον ] ἑλώδη . δόνακα ] κάλαμον . Ἠδωνίδ ' |
ἐκ κεφαλῆς ἑνδεκακλίνου θόρυβον πολὺν ἐξανατέλλει . τῶν δυνατῶν τι κέλευ ' : οὐ γὰρ παρὰ Κενταύροισιν . καρηβαρικὸν τὸ | ||
. Πῶς οὖν ποήσω δῆτα ; Τοῦτον μὲν μακρὰ κλάειν κέλευ ' , ἐμοὶ δ ' ὅ τι βούλει χρῶ |
τῇ κεφαλῇ : ταινία δὲ , στενόν τι καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα , κοινότερον δὲ εἰπεῖν , φασκία . 〛 κοτίνῳ | ||
ὁ εὐδιάχυτος , καὶ ἐπιβόλαιον λιτόν , ποτὲ δὲ λεπτὸν ὕφασμα . ἐγγαστρίμυθος ὁ ἐν γαστρὶ μαντευόμενος : τοῦτον καὶ |
τῶν δυσχερῶς τινὸς τυγχανόντων . Καὶ κόρκορος ἐν λαχάνοις : κόρκορον Πελοποννήσιοι φασὶν εἶναι λάχανόν τι τῶν εὐτελῶν ἄγριον : | ||
. Μὴ σύ γ ' ἑλιχρύσοιο λιπεῖν πολυδευκέος ἄνθην , κόρκορον ἢ μύωπα , πανάκτειόν τε κονίλην , ἥν τε |
ἂν ποθεινοῦ ὄντος μήτε σχῆμα μήτε μορφὴν ἔχοις λαβεῖν , ποθεινότατον καὶ ἐρασμιώτατον ἂν εἴη , καὶ ὁ ἔρως ἂν | ||
τὸν τοῦ μηνῦσαι πόθον . ἑκάστῳ γὰρ τὸ ἴδιον ἔργον ποθεινότατον : ἴδιον δὲ λόγου τὸ λέγειν , πρὸς ὃ |
ἐπικρίνῃ σοφός . ἐπειδὰν δὲ δόξωσιν εἶναι προσηνεῖς , τὸ ἐφύμνιον | ᾄσεται Μωυσῆς λέγων : „ ὠσφράνθη κύριος ὀσμὴν | ||
ὀρθά . . . † τὰ δύο ταῦτα κῶλα καλεῖται ἐφύμνιον ἢ μεσύμνιον . ὀρθά . . ἀντιστροφὴ κώλων ιβʹ |
γραμμᾶν καὶ χωρίων . τὸ μὲν γὰρ τετράγωνον ὁρίζει καὶ συντάσσει , τὸ δ ' ἑτερόμακες ὥσπερ ὕλα ὑποκειμένα ὁρίζεται | ||
ᾔνοικτο ” . ἡ δὲ συνήθεια καὶ τὸ ἐνεργητικὸν εὐθείᾳ συντάσσει ⌈ ⌉ „ ἀνέῳγεν ἡ θύρα „ , τῶν |
τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε . Ὑπόλοιπόν μοί ἐστιν ἔτι πρὸς ταύτην τὴν | ||
τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις ἀλλὰ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε καὶ πάλιν ἀλλὰ μανδραγόραν πεπωκόσιν ἤ τι φάρμακον |
μὰ τὸν Ἥφαιστον , προσόμοιος , καλλιτράπεζος καὶ βουλόμενος λιπαρὸν ψωμὸν καταπίνειν , φησὶν Ἀμειψίας . εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι | ||
πρὸς τὰ μεγάλα . νῦν δὲ μὴ δυνάμενοί τινες τὸν ψωμὸν καταπίνειν σύνταξιν ἀγοράσαντες ἐπιβάλλονται ἐσθίειν . διὰ τοῦτο ἐμοῦσιν |
τι καὶ ταράττεται . τοὺς μὲν οὖν ἀρτίως ἐπιστρατεύσαντας οὐδὲν ὑφορῶμαι νομίζων ἀείμνηστον αὐτοῖς γενέσθαι τὴν πληγήν , ὡς μηκέτι | ||
ἐπί τι , οἴομαί σε , ὑπολαμβάνω , ὑπονοῶ , ὑφορῶμαι . . Καὶ τὰ προαιρετικὰ δὲ τῶν ῥημάτων τὰ |
ἐρώτησις . . μὴ τοὶ μὲν καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνω κοιμήσωνται : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος μὴ νοήσας τὸ | ||
[ ] . λυσιμελεῖ τε πόσωι , τακερώτερα δ ' ὕπνω καὶ σανάτω ποτιδέρκεται : οὐδέ τι μαψιδίως γλυκήνα ! |
, διὰ τοῦ μύθου διεγείρων ἡμᾶς , καὶ οὐκ ἐῶν νυστάζειν καὶ ἀργοὺς εἶναι τὴν διάνοιαν . Εἰδέναι δὲ δεῖ | ||
καὶ τοῦ ἵζειν καὶ κατανεύειν : ὥστε κυρίως τὸ ἀποβορᾶς νυστάζειν . οἱ δὲ παρὰ τὸ βρί . βαρύνονται γὰρ |
. ἐπί τε γὰρ τῶν παροινούντων ἔφη καί τι ἔπος προέηκεν ὅ πέρ τ ' ἄρρητον ἄμεινον . καὶ τῷ | ||
ἐξ ὑψηλῶν προτείνωσι , καί τι ἔπος , φησὶ , προέηκεν ὅπερ ἄρρητον οὐ φορητὸν ἦνφέρει γὰρ ὁ καιρὸς πόλλ |
δὲ τὸ ὑπόσφαγμα , ὡς Ἐρασίστρατός φησιν ἐν Ὀψαρτυτικῷ , ὑπότριμμα . γράφει δὲ οὕτως : ὑπόσφαγμα δ ' εἶναι | ||
δὲ τὸ ὑπόσφαγμα , ὡς Ἐρασίστρατός φησιν ἐν Ὀψαρτυτικῷ , ὑπότριμμα . φησὶ γάρ : ὑπόσφαγμα δ ' εἶναι κρέασιν |
ἀποτιθεμένη πᾶσαν βασκανίαν καὶ δαίμονας καὶ πνεύματα ἀποδιώκει . Χελιδὼν ἰχθύδιόν ἐστι μικρὸν ἱπτάμενον ὑπὲρ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης ἐν | ||
ἄλλα τινά τοῦ κορκόρου : πρὸς τὸν Λυκόφρονα κόρκορον λέγοντα ἰχθύδιόν τι : ἠπάτηται δέ , ὥς φησιν Ἐρατοσθένης . |
ἅρπαξ καὶ πονηρὸς καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη | ||
δ ' ἀλώπηξ ἄνω θεασαμένη κάτωθεν ἔστη προσφέρουσα ἐπαίνους : Ὄρνεον καλὸν καὶ εὐμέγεθες λίαν χερσὶ κρατούμενον βασιλικαῖς πρέπεις . |
λόγου . ὅμως δὲ τὴν θύραν γε κόψας ἐκκαλῶ τὸν Δᾶον : οὗτος γὰρ προσέξει μοι μόνος . πολλὴ μὲν | ||
θεούς . κράτιστον , εἴπερ ἐστὶ παντελῶς σαπρόν . τὸν Δᾶον ἐκ τῶν γειτόνων ἐγὼ καλῶ ; Δᾶον καλεῖς , |
μόνον τοῖς τὸ μηκώνειον πεπωκόσι παρέπεται , ἀλλὰ καὶ τοῖς μανδραγόραν ἢ κώνειον προςενεγκαμένοις : τό τε παραφρονεῖν οὐ μόνον | ||
βοηθείας . ἕτεροι δὲ τῶν μετριωτέρων δοκούντων εἶναι συμποτῶν ὥσπερ μανδραγόραν τὸν ἄκρατον πιόντες ὑπερβεβλύκασι καὶ τὸν εὐώνυμον ἀγκῶνα προβαλόντες |
τίνι κεῖται τὸ τακερόν ; ὁ Οὐλπιανὸς ἔφη . καὶ σίναπυ δὲ τίς εἴρηκε τὸ νᾶπυ ; ὁρῶ γὰρ ἐν | ||
φησιν ἑψανὰ ἄγρια εἶναι θρίδακα , κάρδαμον , κορίαννον , σίναπυ , κρόμμυον , σκόροδον , φύσιγγες , σικυός , |
: καὶ γὰρ εἰώθασι στεφανοῦν σελίνοις τὰ μνήματα . Τὸν ξύοντα ἀντιξύειν : ἐπὶ τῶν βλαπτόντων ἢ ὠφελούντων τινάς . | ||
οἴεσθαι χρὴ τοὺς λόγους εἶναι καὶ οὐκ ἐμούς . τὸν ξύοντα δ ' ἀντιξύειν καὶ τοῖς ὄνοις ἡ παροιμία δή |
ποιοῦμεν : ἀντὶ γὰρ τοῦ ἀποζέματος τοῦ λινοσπέρμου τὸ ὑδρορόδινον προσφέρομεν . ὡς δὲ ἡ ἐναντία διεδέχετο δυσκρασία ξηρὰ , | ||
ἀγνοεῖν τὸν τρόπον τῆς αὐτῶν ὠφελείας . εἰ δέ ποτε προσφέρομεν διά τινα βίαν , οὐ δεῖ καταχρῆσθαι τούτοις , |
καὶ ἰχθύων σκορπίον , δράκοντα , κόκκυγα , κωβιὸν , καλλιώνυμον , τούτους ἑφθοὺς καὶ ψυχροὺς διδόναι . Διδόναι δὲ | ||
δ ' ἀνθίαν τινὲς καὶ κάλλιχθυν καλοῦσιν , ἔτι δὲ καλλιώνυμον καὶ ἔλοπα . Ἱκέσιος δ ' ἐν τοῖς περὶ |
ἐπιστήμας τὰς ἀρίστας , ὅλως τε οὐδὲν ἔστιν εἰς γνῶσιν ἐληλυθὸς περὶ ὁτουοῦν παρὰ ἀνθρώποις , ὃ μὴ ἐν τοῖς | ||
οἷον μετατιθέν τι ἐξ ἄλλου εἰς ἄλλο : καὶ τὸ ἐληλυθὸς δέ , εἰ μὴ οἷός τε ἐγένετο δέξασθαι εἰς |
πόρων ἀτρήτων . κδʹ . Περὶ τῶν ἐμπιπτόντων εἰϲ τὸν ἀκουϲτικὸν πόρον . κεʹ . Περὶ πολύπων . κϚʹ . | ||
αὐτοφυέϲι τε ἤτοι διὰ θαλάϲϲηϲ λουτροῖϲ . εἰϲ δὲ τὸν ἀκουϲτικὸν πόρον ἐνϲτάζειν ἁρμόζει μὲν καὶ τὰ πρὸϲ ἤχουϲ ἀναγεγραμμένα |
Λυδός : λύκος : Λυκοῦργος : λυσιτελής : Λυσίμαχος . λύχνος : Λυκόφρων : Λύκαιστος : σεσημείωται τὸ λοιδορῶ : | ||
ἁμίς , λεκάνη , θυΐα , κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων . |
ταύτᾳ καὶ λίπομεν βιοτάν . ἄρσενι δ ' Ὀθρυάδαο φόνῳ κεκαλυμμένον ὅπλον καρύσσει : „ Θυρέα , Ζεῦ , Λακεδαιμονίων | ||
εἴσω τῆς φοινικίδος ὄντας . οὐ γὰρ οἷόν τε ὁρᾶν κεκαλυμμένον τῇ κεφαλῇ . . καὶ πρίν σε κοτύλας : |
τιν ' ἀντιάσαι λώβην ἁλός : ἢν δ ' ἐσίδωνται κάλλιχθυν , τότε δή σφι νόον μέγα θάρσος ἱκάνει : | ||
, . * . . Ἀνθίαν : ἀνθίαν τινὲς καὶ κάλλιχθυν καλοῦσι καὶ καλλιώνυμον καὶ ἔλλοπα . , . , |
αὖ γένος ὂν τὸ τῆς χώρας ἀεί , φθορὰν οὐ προσδεχόμενον , ἕδραν δὲ παρέχον ὅσα ἔχει γένεσιν πᾶσιν , | ||
παρορμεῖν , οὐκ ὄντα μάχεσθαι τοῖς Ἕλλησι πρόθυμον , ἀλλὰ προσδεχόμενον ὀγδοήκοντα ναῦς Φοινίσσας ἀπὸ Κύπρου προσπλεούσας . ταύτας φθῆναι |
ναι λήγουσιν ἀπαρεμφάτοις τὴν με συλλαβὴν πρὸ τῆς ναι : βήμεναι λέγουσιν ἀντὶ τοῦ βῆναι . Τοῖς ἄρθροις τοῖς ἀπὸ | ||
ἄειδε πόλιν κεραϊζέμεν αἰπήν , αὐτὰρ Ὀδυσσῆα προτὶ δώματα Δηϊφόβοιο βήμεναι , ἠΰτ ' Ἄρηα , σὺν ἀντιθέῳ Μενελάῳ . |
πανοῦργος ὃν ἔλεγ ' ἡμῖν Κλεισθένης ; Οὗτος , τί κύπτεις ; Δῆσον αὐτὸν εἰσάγων , ὦ τοξότ ' , | ||
νέον αὐταῖς ἀποδοῦναι . Τί μοι , ὦ βέλτιστε , κύπτεις εἰς γῆν καὶ τὴν χρόαν εἰς ἔλεγχον αἰδοῦς μεταβάλλεις |
Μιμνέρμου δ ' εἰς ἔπος ἄκρον ἰὼν παιδομανεῖ σὺν ἔρωτι πότην ἶσον . ἔγραφε δ ' ὡνὴρ εὖ παρ ' | ||
ὦ γύναι , λίαν σπαθᾷς . σπαθᾷς ] τρυφᾷς . πότην λύχνον : ἢ τὸ ὄστρακον αὐτὸ καὶ αὐτὸν τὸν |
ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις . [ ἦ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην ; ” ] ὣς ἄρα φωνήσας | ||
πτωχοῦ δὲ περιθέμενος ῥάκη καὶ προσαιτῶν καὶ τῇ πρὸς τὸν Ἶρον πάλῃ τὸ σόφισμα συσκιάζων ἀπατήσας τοὺς οἴκοι μνηστῆρας ; |
Σύ τοι λέγεις νιν , οὐκ ἐγώ : σὺ γὰρ ποεῖς τοὔργον , τὰ δ ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται | ||
ταῦτα ποιεῖς χἀτέραις πείθει γυναιξί ; Κἀμέ τ ' ἄχθεσθαι ποεῖς αὐτή τε λυπεῖ . Μὴ πρόσαγε τὴν χεῖρά μοι |
οὐκ ὀμώμοκ ' , οὐδ ' ὥρκως ' ἐγώ . Ἔα σπεῦδε ταχέως : ὡς τὸ τῆς ἐκκλησίας σημεῖον ἐν | ||
, ἀλλὰ τοῦ μόνου τέκνου με περιόψεσθ ' ἀποστερουμένην ; Ἔα ἔα . Ὦ πότνιαι Μοῖραι , τί τόδε δέρκομαι |
συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ | ||
. ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς Ἀττικοί , |
. ἐς ταὐτὸν ἥκεις συμφορᾶς : θρηνοῦσα δὲ τὸ σὸν διδάσκεις μ ' ἔνθα πημάτων κυρῶ . αὐτὴ μὲν οὔπω | ||
ὀλίγου ἄξια εἰς τὴν τέχνην πορισαμένους , αὐτὴ δὲ ἄνωθεν διδάσκεις πῶς ἂν πειθὼ δημιουργοίη . καὶ οὐδὲ ῥᾳθυμότερόν σοι |
, ; , . Βδέλλα : Ἀττικοὶ βδάλλειν λέγουσιν τὸ ἀμέλγειν : ἀπὸ δὲ τοῦ βδάλλω γίνεται βδέλλα τοῦ α | ||
τὸ δὲ ἕλκειν ἀπ ' αὐτῶν τὸ γάλα βδάλλειν καὶ ἀμέλγειν καλεῖται . ἐρεῖς δὲ τυροκομεῖν καὶ γαλουργεῖν καὶ γαλακτουργεῖν |
περί τινων ἀπειθοῦντας κινδυνεύειν περὶ ἁπάντων , τὸ δ ' ἀγοραῖον πλῆθος , οὐ τὸ παρὸν δεινὸν ἐκλογιζόμενοι μᾶλλον ἢ | ||
, προσλαβοῦσαν συναγωνιστὴν ] Ἀθηνογένην , ἄνθρωπον λογογράφον τε καὶ ἀγοραῖον , τὸ δὲ μέγιστον Αἰγύπτιον ; τέλος δ ' |
τὴν χρόαν τῷ λωτίνῳ . Ἄλλο δέ τι δένδρον ἡ κοκκυμηλέα , μέγα μὲν τῷ μεγέθει καὶ τὴν φύσιν τοῦ | ||
κοκκυμηλέα καὶ σποδιάς : τοῦτο δ ' ἐστὶν ὥσπερ ἀγρία κοκκυμηλέα . Ἀραρὼς δὲ κοκκύμηλον καλεῖ τὸ δένδρον , κοκκύμηλον |
ἱμερτόν : ἐπιθυμητόν , ἡδύ , καλόν . ἰλύν : ῥύπον . ἰῆτο : ἰᾶτο . ἰόν : παραγενόμενον . | ||
ὄρνεσιν ἐπὶ λίμνας καὶ πηγὰς ἀφικέσθαι καὶ τὸν ἑαυτῶν ἀποσμήξασθαι ῥύπον καὶ τοῖς ὕδασι τὴν βάσανον τῆς ἡγεμονίας ἐπίστευσεν : |
. ἐπειδὴ δὲ κρείττων ἦν ἡ νόσος , τὸν μὲν ἀποθνήισκειν ἑλόμενον γράψαι τι σύμβολον ἐν πίνακι καὶ ἐπιστεῖλαι , | ||
ὑπὸ τοῦ ἱερέως . 〛 μέλλοντα δ ' αὐτὸν ἤδη ἀποθνήισκειν , ἡ μήτηρ περισχοῦσα ταῖς ἀγκάλαις καὶ τοῖς βοστρύχοις |
κεκαυμένα μελανθίου ἢ κυμίνου καυθέντων τε καὶ ἐνδεθέντων ἐν ῥάκει ὤνηϲε : καὶ τὸ κῦφι τὸ ϲεληνιακὸν ὀϲφραινέϲθωϲάν τε καὶ | ||
καὶ πολλὸν ῥυῇ τὸ αἷμα , τῶν ἄλλων μᾶλλον ἂν ὤνηϲε . τέγξιεϲ ἐπὶ τοῖϲι φλεγμαίνουϲι τὰ πρῶτα μὲν ϲτύφουϲαι |
βολβοῖς . * * * * ἵν ' ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . κιρνάντες γὰρ τὴν πόλιν | ||
' οὐχ ἧψον ὁμοῦ βολβοῖς . ἵν ' ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . κιρνάντες γὰρ τὴν πόλιν |
ἐν Ἀτάκτοις . . ἀμόραι . τὰ μελιτώματα Φιλήτας ἐν Ἀτάκτοις ἀμόρας φησὶν καλεῖσθαι . μελιτώματα δ ' ἐστὶν πεπεμμένα | ||
. στάχυν ὄμπνιον : πολύν , δαψιλῆ . Φιλήτας ἐν Ἀτάκτοις Γλώσσαις ἀπέδωκε ὄμπνιον στάχυν τὸν εὔχυλον καὶ τρόφιμον . |
ὃ καὶ αὔω αἰολικῶς γίνεται , τοῦτο δὲ τὸ αὔω δασύνουσιν Ἀττικοὶ , καὶ προστιθέντες τὸ φ φαύω λέγουσιν , | ||
Ν : Χρύσιππος δὲ ὁ Στωϊκὸς καὶ Διονύσιος ὁ Θρᾷξ δασύνουσιν τὸ αὐΐαχοι , ἵν ' ᾖ ξηρόφωνοι . Σ |
Φρυγίους : καὶ τῶν ὀργάνων ἔνια βαρβάρως ὠνόμασται νάβλας καὶ σαμβύκη καὶ βάρβιτος καὶ μαγάδις καὶ ἄλλα πλείω . Ἀθηναῖοι | ||
μὲν οὐδὲ ἐπεχείρουν , ἡμέρας δ ' ἀπεκρούσθησαν . ἡ σαμβύκη δ ' ἐπαχθεῖσα τοῦ τείχους ᾗ τὸ τῆς Ἴσιδος |
. Φυγαδεῦσαι καὶ φυγαδευθῆναι : ἐπισκέψεως πολλῆς δεῖται , εἰ ἐγκριτέον τοὔνομα τοῖς δοκίμοις . εἰ τοίνυν εὕροις , βεβαιώσεις | ||
δ ' ὅλος ὁ θάμνος σὺν τῇ ῥίζῃ ἀγάσυλλος : ἐγκριτέον δὲ τὸ εὔχρουν καὶ ἄξυλον , λιβανίζον τοῖς χόνδροις |
. ἤ νύν τις αὐτὰς σωφρονεῖν διδαξάτω ἢ κἄμ ' ἐάτω ταῖσδ ' ἐπεμβαίνειν ἀεί . τάλανες ὦ κακοτυχεῖς γυναικῶν | ||
νόμον ἑξῆς , καὶ τὰ συμβαίνοντ ' ἐξ αὐτοῦ σκοπεῖν ἐάτω . εὑρήσετε γὰρ ταῦτ ' ὄνθ ' ἃ ἐγὼ |
ἐγκατέστησαν : ἁλῶναι δὲ αὐτόθι καὶ Φαρνάβαζον ἐγκαταληφθέντα καὶ Ἀριστόνικον Μηθυμναῖον τὸν τύραννον ἐσπλεύσαντα ἐς τὸν λιμένα τῆς Χίου ξὺν | ||
ἐπινέοντα ἔσωσεν αὑτῷ , ὅτι μὴ ὁ δελφὶς λέγεται τὸν Μηθυμναῖον Ἀρίονα . ὁ δὲ ῥήτωρ οὐχ αὑτὸν μόνον οὐδὲ |
βοὸς καὶ εἴρηται παρὰ τὸ κινεῖν τὴν οὐρὰν ἐν τῷ μυκᾶσθαι . καὶ Ἀπίων δὲ εὑρὼν τὴν ἐτυμολογίαν παρὰ Ἀπολλοδώρῳ | ||
. . . . . Μυκάλη . παρὰ τὸ ἐκεῖ μυκᾶσθαι τὰς Γοργόνας δια Οʹθος . παρὰ τὸν μολυσμὸν τῶν |
νεότητα γελάσῃ . λέγουσι δὲ οἶμαί τινες Ὁμηριδῶν ἐκ τῶν ἀποθέτων ἐπῶν δύο ἔπη εἰς τὸν Ἔρωτα , ὧν τὸ | ||
συγκατατιθέμεθα , πιστεύοντες δὲ ταῖς ἐκ τῶν ἱερῶν τε καὶ ἀποθέτων βίβλων μαρτυρίαις . ἄλλο μὲν οὖν οὐδὲν ἐπὶ τῆς |
γάρ οἱ παῖδες , ὃ δ ' ἔμπεδος οὐδ ' ἀεσίφρων . ἦ νύ τί τοι Τρῶες τέμενος τάμον ἔξοχον | ||
πόδας : παρὰ τὸ ἀείρω ἀερσίποδες . . . . ἀεσίφρων : ὁ μὴ διεγηγερμένας ἔχων τὰς φρένας : ἔστιν |
τοὺς Μολιονίδας ὁ Ἡρακλῆς ἵν ' εἰσπράξηται τὸν Αὐγείαν . λάτριον δὲ μισθὸν τὸν ἀντὶ τῆς λατρείας καὶ ὑπηρεσίας . | ||
τοῦ ἀπαιτητικῶς ἀπῄτει καὶ ἐζήτει τῷ Αὐγέᾳ τὸν μισθὸν τὸν λάτριον , τὸν ὑπέρβιον καὶ τὸν πολὺν ἑκὼν καὶ βουλόμενος |