, πειθαρχῶ , συμφωνῶ - , ἀποδημῶ , ὑπομένω , κολάζομαι μαστίζομαι , μετέρχομαι , προπέμπω , ἀπολαύω , μέμφομαι | ||
εἰσι τοῖς ἐνεστῶσι καὶ παρατατικοῖς τῶν παθητικῶν : τὸ γὰρ κολάζομαι πρὸς τὴν σύνταξιν ἔχει τὴν διάθεσιν : ἐὰν γὰρ |
χρονικῶς ἢ συλλαβικῶς θέλουσι μεγεθύνεσθαι , συλλαβικῶς μέν , οἷον τύπτω ἔτυπτον , γράφω ἔγραφον , λέγω ἔλεγον , χρονικῶς | ||
τῇ ληγούσῃ , οἷον ἔχει καὶ ὁ ἐνεστὼς αὐτοῦ : τύπτω τέτυπα , λείβω λέλειβα . Δι ' ἣν αἰτίαν |
γενικὴ καὶ οὐ ποιεῖ τροπῇ τοῦ ος εἰς α τὴν αἰτιατικήν : οὐδὲ γὰρ λέγομεν ἅρματα καὶ βήματα τὴν αἰτιατικὴν | ||
ὑπομένω , μετὰ γενικῆς : ἐνταῦθα δὲ ὁ Ἀριστοφάνης πρὸς αἰτιατικήν . σημείωσαι τὸ ἀνέχομαι καὶ μετὰ αἰτιατικῆς . κἀφ |
τὸ ἔρχομαι , καὶ τὸ παθητικὸν ἵκομαι , καὶ ὁ παρατατικὸς ἱκόμην ἵκου ἵκετο , καὶ κατὰ συγκοπὴν , ἷκε | ||
τὸ πληρῶ , καὶ τὸ παθητικὸν πλῆμαι , καὶ ὁ παρατατικὸς ἐπλήμην , ἔπλησο , ἔπλητο , καὶ ἀφαιρέσει τοῦ |
κάθημαι : κᾆτ ' ἐπειδὰν ὦ μόνος , στένω , κέχηνα , σκορδινῶμαι , πέρδομαι , ἀπορῶ , γράφω , | ||
μόνοι καθήμενοι , ἀποροῦντες τί δήποτε βραδύνει τὸ προσδοκώμενον . κέχηνα ] ἤγουν προσδέχομαί τινα ἐλθεῖν . σκορδινῶμαι ] ἀνακλῶμαι |
τὸ ποτέ τῷ ἐν χρόνῳ εἶναι , τὸ δὲ εἶναι ἀπαρέμφατον ῥῆμα . Μηκύνας οὖν ὁ Ἀριστοτέλης τὸν περὶ τῶν | ||
, εἰ μὴ ὁ ἐνεστὼς καὶ ὁ παρατατικός : τὸ ἀπαρέμφατον ζευγνύναι ἐνεργητικὸν καὶ ζεύγνυσθαι παθητικόν : καὶ ἐπὶ τῶν |
ἐσθίω ἢ φιλήσω τι ἐπ ' ὀλίγον καὶ ἠρέμα ἐρᾶν λέγομαι : ἀλλὰ δηλονότι τὴν δύναμιν τὴν ἐρρωμένην τοῦ ἐπιθυμητικοῦ | ||
καὶ τὸ γράφω , ποτὲ δὲ πάθος , ὡς τὸ λέγομαι καὶ γράφομαι , ποτὲ δὲ οὐδέτερον τούτων , οὔτε |
, τετύπατε , τετύπασι . Ἑνικά . Ἐτετύφειν : πᾶς παρακείμενος τρέπων τὸ α εἰς ειν ὑπερσυντέλικον ποιεῖ : εἰ | ||
ἐντεταλμένον : καὶ προστεταγμένον , ἀπὸ τοῦ ἐφίημι : ὁ παρακείμενος ἐφῆκα : ὁ παθητικὸς ἐφέεμαι : καὶ πλεονασμῶ τοῦ |
Ἴσως τις ὑμῶν οἴεταί μοι τὴν δουλείαν ὑφ ' ᾗ τέθεικα πάντα ἄνθρωπον , ἐξελεγχθήσεσθαι τῇ τῶν ἀρχόντων μερίδι καὶ | ||
Ἑνικά . Τεθείκοιμι , τεθείκοις , τεθείκοι : τὸ ῥῆμα τέθεικα , ἡ μετοχὴ τεθεικώς τεθεικότος , καὶ τὸ εὐκτικὸν |
διὸ ἐδασύνθη ὁ ἕξω μέλλων διδάσκων ἀπὸ τῶν αὐτῶν τοῖς ἐνεστῶσι πνευμάτων ἄρχεσθαι τοὺς μέλλοντας . . . , : | ||
δυσαλώτους ἀποδείξει ἐν τοῖς παροξυσμοῖς : ἡ δὲ Ζωπύρειος καὶ ἐνεστῶσι τοῖς βληχροῖς πόνοις βοηθεῖ : ἡ δὲ σύνθεσις αὐτῆς |
ἐνεργείας καὶ πάθους : τύπτω μὲν γὰρ ἐνέργειαν σημαίνει , τύπτομαι δὲ πάθος : καὶ ὅτι ἀεὶ καθ ' ἑτέρου | ||
τοῦ τρίτου καὶ κρᾶσιν ποιούμενον τῶν φωνηέντων , ὡς τὸ τύπτομαι τύπτῃ τύπτεται : καὶ ὅσα μὲν εἶχον τὴν ἐνεργητικὴν |
κλητικῆς : ὅπερ ἑνούμενον εὐθείας ἐστίν , ὅμοιον τῷ ἐγὼ γράφω κἀκεῖνος γράφει , ἐπεχόμενον δὲ κατὰ τὴν σύ καὶ | ||
ἕκαστον τῶν ποιημάτων , ὅσα κατά τινα ἁρμονίαν ἐπέρχομαι καὶ γράφω . ἄλλως : ἤτοι διαβεβαιοῦμαι , ἢ εὔχομαί σοι |
βαρυτονήσεώς φησιν ὅτι τὰ μονοσύλλαβα , ὅταν μὲν ἔχῃ τὴν πληθυντικὴν ἐπὶ τῆς τελευταίας συλλαβῆς μετὰ συμφώνου λεγομένην , πάντως | ||
, ἐὰν διὰ συμφώνων κλίνοιντο , περισπῶνται κατὰ τὴν γενικὴν πληθυντικὴν : σής σητός σῆτες σητῶν , Κρής Κρητός Κρῆτες |
τὴν μετοχὴν εἰς σ ὀξύτονον ποιοῦσι τὸ τρίτον τῷ πρώτῳ ἰσοσύλλαβον , οἷον ἐμάθομεν ἐμάθοσαν , εἴδομεν εἴδοσαν , ἐπὶ | ||
: ὤφειλον οὖν τὰ εἰς υς , ὡς δυνάμενα τὴν ἰσοσύλλαβον κλίσιν μιμήσασθαι , γενέσθαι ἐν τῇ γενικῆ καὶ κατὰ |
. Ἑνικά . Τιθείς , τιθεῖσα , τιθέν : πᾶν ῥῆμα εἰς ν λῆγον μετὰ φυσικῆς μακρᾶς μὴ ἔχον τὸ | ||
παρὰ τὸ βάλλειν εἰς στόμα . Βλάπτω , βρῶ ἐστὶ ῥῆμα ὁμοίως δηλοῦν τὸ ἐσθίω : καὶ μεταθέσει τοῦ ρ |
. Ἐὰν γὰρ πεισθῇς , πατέρα τὸν ἐμὸν Ἄψυρτον ἐγὼ πείσω σοί με συνοικίσαι , καὶ τὴν νῦν σοι γυναῖκα | ||
τοῦ ς , ὁ παρακείμενος διὰ τοῦ κ , πείθω πείσω πέπεικα : ὅτε δὲ διὰ τοῦ ψ , ὁ |
ἥλην . ἀφ ' οὗ τὸ ἐάλην , παράκειται , μετοχὴ ἀλεὶς , ὡς ἐνύγην νυγείς . τὸ δὲ ἀλῶ | ||
τοῦ ῥήματος : μετέχει γὰρ καὶ ἀμφοτέρων , διὸ καὶ μετοχὴ ὀνομάζεται , καθόσον γὰρ ἐπιδέχεται ἡ μετοχὴ γένη καὶ |
ἀποβάλῃς τὸ ε καὶ τρέψῃς τὸ α εἰς ω μέγα τύψω γίνεται . Τὸ ἐὰν τύπω χρόνου μέν ἐστιν ἀορίστου | ||
ἔχουσιν : ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τοῦ τύπτω ὁ μέλλων ἐστὶ τύψω διὰ τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω |
αὐτὰ ὄντα μαχομένην πολλάκις ὀνομασίαν ἀνεδέξατο . φαμὲν τὸ μάχομαι παθητικόν , καὶ δῆλον ὅτι τῷ τύπῳ τῆς φωνῆς : | ||
τοῦ λόγου , παθητικὸν καὶ ἀποδεικτικὸν , καὶ τὸ μὲν παθητικόν ἐστι τά τε προοίμια καὶ οἱ ἐπίλογοι : ἐν |
συναιρούμενα κατὰ τὴν γενικὴν προσθέσει τοῦ ι τὴν δοτικὴν τῶν πληθυντικῶν ποιεῖ . τοὺς ἅλας , ὦ ἅλες . Ἑνικά | ||
τὸ λελάμπρυνται τρίτον πρόσωπον τῶν ἑνικῶν ὁμόφωνον τῷ τρίτῳ τῶν πληθυντικῶν ὡς τὸ ἐξήρανται , καὶ κατῄσχυνται , καὶ ὅσα |
ἀκολουθίας , οὐσίαν τε μόνον δηλοῦσιν . Ὁριστέον οὖν τὴν ἀντωνυμίαν ὧδε : λέξιν ἀντ ' ὀνόματος προσώπων ὡρισμένων παραστατικήν | ||
, καὶ τὸ ῥῆμα συνυπακουόμενον ἔχον τὸ ὄνομα ἢ τὴν ἀντωνυμίαν ἢ τὸ ἀπαρέμφατον λόγος ἐστίν . εἰ δὲ τοῦτο |
ἡ γενικὴ διὰ τοῦ Κ ἐκφέρεται . Καὶ ἀπορητέον : διατί μὴ καὶ τὸ ἅρπαξ ἅρπακος ἀλλὰ ἅρπαγος κλίνεται καὶ | ||
τὸ δὲ φύσει μακρὸν μεῖζόν ἐστι τοῦ θέσει μακροῦ : διατί δὲ χερσί μόνως λέγομεν τὴν δοτικὴν τῶν πληθυντικῶν καὶ |
λαβεῖν , ὡς τὸ γεγράφηκα τεθέληκα μεμέληκα , κἂν οἱ ἐνεστῶτες αὐτῶν οὐχ εὑρίσκωνται . Φυλακτέον δὲ καὶ τοῦτο , | ||
αὐτὴν καὶ ἐνταῦθα ἐπίλυσιν : οἱ γὰρ ἐν τοῖς εὐκτικοῖς ἐνεστῶτες καὶ παρεληλυθότες σχῆμα μὲν ἐνεστώτων καὶ παρεληλυθότων ἔχουσι , |
Φ , τύπτω , τύψω , τέτυφα , λείβω λείψω λέλειφα , γράφω , γράψω γέγραφα : καὶ τὰ τοιαῦτα | ||
ὁ παρακείμενος ἔχει τὸ Φ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λέλειφα , τέτερφα , γέγραφα , καὶ κέκλοφα , καὶ |
ἐλθόντες . τὸ μὲν παραχρῆμα : ἀντὶ τοῦ κατὰ τὸ ἐνεστώς . ἐξέλεξαν : ἤγουν ἀπῄτησαν . ἀνελκύσαντες τὰς ναῦς | ||
κατ ' αὐτὸν γινόμενος μέλλων ἔσται , ἀλλ ' οὐχὶ ἐνεστώς . ὅθεν οὐδὲ τοῖς ἄλλοις χρόνοις ἐνδέχεται καταμετρεῖν τὸν |
γὰρ ἔνερθεν γῆς ὀλέσας ψυχὴν κείσομαι ὥστε λίθος ἄφθογγος , λείψω δ ' ἐρατὸν φάος ἠελίοιο : ἔμπης δ ' | ||
μὴ θανοῦμαί γ ' : εἰ δὲ μή , οὐ λείψω ποτέ . ὡς τοῦτ ' ἄραρε κοὐ μενῶ πόσιν |
χαρίεν . Λέγει ὁ τεχνικός , ὅτι διχῶς λέγεται ἡ κλητική , οἷον ὦ χαρίει καὶ ὦ χαρίεν : ἰστέον | ||
: τῶν οὐδετέρων ἡ αὐτή ἐστιν ὀρθὴ καὶ αἰτιατικὴ καὶ κλητική . Δυϊκά . Τὼ βήματε , τοῖν βημάτοιν , |
ἐτυπτόμην : διατί ὁ παθητικὸς παρακείμενος καὶ ὁ ὑπερσυντέλικος οὐ περιττοσυλλαβεῖ τοῖς ἐνεργητικοῖς αὐτῶν , οἷον τέτυφα , τέτυμμαι , | ||
Αἴας Αἰάντεος : καὶ ἔστιν εἰπεῖν , ὅτι οὐδέποτε γενικὴ περιττοσυλλαβεῖ δύο συλλαβὰς τῆς ἰδίας εὐθείας ἀλλὰ μίαν , οἷον |
. τύπτοις : πᾶν ῥῆμα εἰς μι λῆγον τροπῇ τῆς μι εἰς ς τὸ δεύτερον ποιεῖ , λέγοιμι λέγοις , | ||
τὸ ω εἰς η ποιοῦσι ῥήματα εἰς μι πλεονασμῷ τῆς μι συλλαβῆς ἐπὶ τέλους : οὕτω φασὶ καὶ ἀπὸ τοῦ |
ὡς προείρηται : εἰ οὖν ταῦτα εἰς φωνῆεν ἔχουσι τὴν κλητικὴν καταλήγουσαν , ὦ Ἐρετριεῦ γὰρ καὶ ὦ Πειραιεῦ καὶ | ||
τρίτοις προσώποις σύνταξιν ποιουμένων , καὶ εἰ ἀπεμφαῖνον τὸ τὴν κλητικὴν ὄνομα μὴ παραδέχεσθαι , ἀπεμφαῖνον ἄρα καὶ τὸ τῆς |
ἤρων , ὁμολογῶ . καὶ νῦν δ ' ἐρῶ . κόψω τὴν θύραν . ἀλλ ' ἐψόφηκεν ἡ θύρα . | ||
καὶ τοὺς ἰδιώτας . Ἄγε δὴ τίνα τρόπον τὴν θύραν κόψω ; Τίνα ; Πῶς ἐνθάδ ' ἄρα κόπτουσιν οὑπιχώριοι |
ταῖς τρισὶ ταύταις περισπωμέναις συζυγίαις ἐκφέρονται : οἵ τε γὰρ ἐνεργητικοὶ αὐτῶν παρακείμενοι διὰ τοῦ η προάγονται , πεποίηκα , | ||
γίνεται εἰ μὴ μόνοι οἱ παρακείμενοι καὶ ὑπερσυντέλικοι , οἱ ἐνεργητικοὶ δηλονότι καὶ οἱ παθητικοὶ καὶ οἱ μέσοι : τὰ |
τὸ τοιοῦτον ἐπιδεῖξαι . τὰ γὰρ οὕτω καὶ προτασσόμενα καὶ ὑποτασσόμενα ἐγκλιτικά ἐστι μόρια , καὶ [ οὐ ] πάντως | ||
βαρύνεται , ἀόριστα δὲ ὀξύνεται , καὶ ἐν τῇ συντάξει ὑποτασσόμενα ἐγκλίνονται : ἦλθέ ποθι , αἴκέ ποθι Ζεύς , |
, ὀλέκω : ὅθεν ὀλέκοντο δὲ λαοί : δείδω , δείσω , δείκω , τὸ φοβοῦμαι : ὅθεν ὁ δέδοικα | ||
Δειλός . ὁ δεδιὼς τὰς μυίας . ἢ παρὰ τὸν δείσω μέλλοντα . οὕτως Ἀριστόνικος . δέος δεσαρός : μεταθέσει |
, τουτέστι καὶ ἄνδρας ἀρίστους ἔθρεψεν ἐν πᾶσι διαπρέποντας . Θοαῖς ] Σφοδραῖς . Εἰμὶ δ ' ἄσχολος ] * | ||
, τουτέστι καὶ ἄνδρας ἀρίστους ἔθρεψεν ἐν πᾶσι διαπρέποντας . Θοαῖς ] Σφοδραῖς . Εἰμὶ δ ' ἄσχολος ] * |
τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου γίνεται καὶ αὐτός : ἐκ γὰρ τοῦ τέτυμμαι , ἐὰν ἀποβάλῃς τὸ κατ ' ἀρχὰς Τ καὶ | ||
τοῦ φα εἰς μαι καὶ προσλαμβανομένου ἑτέρου μ , τέτυφα τέτυμμαι . Τοῦτο γάρ σοι κοινῶς περὶ τῶν παθητικῶν παρακειμένων |
Ἰσθμοῖ , πολλαχόθι , οὐδαμόθι , ὁτὲ δὲ κατὰ τὴν δοτικὴν μόνην , οἷον Ἀθήνῃσι , Θήβῃσι καὶ ὡς ἐπὶ | ||
γραμματικοί , τὴν ἀπὸ τῆς ὀρθῆς ἐπὶ τὴν γενικὴν καὶ δοτικὴν ἑτερότητα . Ἰστέον δὲ ὅτι τινὲς τὰ παρώνυμα μέσα |
Ἀγησιλάου φάλαγγος ὧν Ἡριππίδας ἐξενάγει καὶ σὺν αὐτοῖς Ἴωνες καὶ Αἰολεῖς καὶ Ἑλλησπόντιοι , καὶ πάντες οὗτοι τῶν συνεκδραμόντων τε | ||
περισπώμενον δῆλον ἐκ τοῦ ἄησις καὶ ἄημι : καὶ οἱ Αἰολεῖς τὴν ἀῶν μετοχὴν καθὰ ποιῶν καὶ φιλῶν ἀεὶς ἐροῦσιν |
λέγει . πάλιν δὲ φῶς ἐγένετο αὐτοῖς ἀπὸ τῆς ἡμετέρας φω - νῆς : ἄνευ γὰρ κιθάρας ἢ ἄνευ ἀνδρὸς | ||
ἀκαμαντοχάρμαν μετὰ τοῦ ν , ἢ διὰ τὴν ἐπαλληλίαν τῶν φω - νηέντων , ἐπεὶ εἰ οὕτω ἐγένετο ὦ ἀκαμαντοχάρμα |
τῆς μετοχῆς , ὁ τυραννοκτονήσας τιμάσθω . ἡ γὰρ ὁριστικὴ ἔγκλισις ἐπὶ ἐνεστῶσι καὶ παρῳχημένοις ἀναφορικωτέραν τὴν σύνταξιν ποιεῖται , | ||
ἀνῄρηται τὸ ὀξυτονούμενον , ἄτοπος , φησί , καὶ ἡ ἔγκλισις . . . , : ἰστέον δὲ ὡς δυνατὸν |
ἀόριστος τὴν ον εἰς ω μεταβαλὼν καὶ τὴν ἐν ἀρχῇ κλιτικὴν ἔκτασιν ἀποβαλὼν δεύτερον μέλλοντα ποιεῖ πάντως περισπώμενον καὶ τὸ | ||
τὸ ι δεχόμενον πρὸ τοῦ μ , τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν συστεῖλαν εὐκτικὸν γίνεται , τύπτομαι τυπτοίμην , ἐτυψάμην |
χρόνου γίνεται , ὁ ἐνεστὼς ἀπὸ τοῦ ἐνεστῶτος , ὁ ἀόριστος ἀπὸ τοῦ ἀορίστου καὶ ὁ μέλλων ἀπὸ τοῦ μέλλοντος | ||
' . . . . ἀτυχθείς : τεύχω ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔτυχον ἐτύχην , ἡ μετοχὴ τυχείς καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
παροινίας ἔρχεται , φαίνονται λελυπηκότες . οὐκοῦν ἐνταῦθα μὲν καὶ ῥήματα καὶ ἔργα , ἐκεῖ δὲ τοὔλαττον μόνον , τὰ | ||
οὐκ ἀνεπιτηδεύτως εἶχεν , οἷοι τῶν συκοφαντικῶν οἱ συνειλοχότες ὀκτὼ ῥήματα ἢ δέκα , ὁ δὲ Ἀπολλώνιος ξυνιεὶς τῆς τέχνης |
ηὔδαες ηὔδας , τὸ τρίτον ηὔδαε ηὔδα , καὶ τὸ προστακτικὸν αὔδαε αὔδα . Ὅμηρος : ἐξαύδα , μὴ κεῦθε | ||
πρόσωπον τοῦ δευτέρου ἀορίστου τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν ἀποβάλλον προστακτικὸν γίνεται , ἔνυγον ἔνυγες ἔνυγε νύγε . τυπέτω . |
ε εἰς ο τύπτονται γίνεται . Ὁ παθητικὸς παρατατικὸς ὁ ἐτυπτόμην ἀπὸ τοῦ παθητικοῦ ἐνεστῶτος τοῦ τύπτομαι γίνεται , τρεπομένου | ||
, φησίν , ἐν δείπνῳ , ἐγὼ δὲ ἐν ἱερομηνίᾳ ἐτυπτόμην : ἢ κατὰ τόπον , ὡς ἐνταῦθα , ὁ |
πρὸς τὸ δεύτερον πρόσωπον τῶν ῥημάτων : ὡς γάρ φαμεν Ἀρίσταρχε γράφε καὶ ἔτι ἐπὶ ὁριστικῆς προφορᾶς ‚ Ἀρίσταρχε ἀναγινώκεις | ||
δέ , Ἀρίσταρχος εἶ , γραμματικὸς εἶ , οὐ μὴν Ἀρίσταρχε εἶ οὐδὲ γραμματικὲ εἶ , πῶς οὐ δοθήσεται ὅτι |
τοῦτο γίνεται καὶ διατί ἀπὸ τῶν μετοχῶν ὑστέρων οὐσῶν τὰ εὐκτικὰ πρῶτα ὄντα κανονίζονται , μᾶλλον δέ , διατί ἡ | ||
μακρᾶς , ἐπεὶ τὰ εἰς μι πάντα ὁριστικά τε καὶ εὐκτικὰ κλιτικὸν μὲν ἔχουσι τὸ μ , οὐ ποιοῦσι δὲ |
! ! ! ! ! ! ! ] ϲ ? ὑμεῖϲ εἴπατέ θ ' οὕτω πο [ ! ! ! | ||
ἐγώ ϲύ ἵ , δυϊκὸϲ νῶϊ ϲφῶϊ , πληθυντικὸϲ ἡμεῖϲ ὑμεῖϲ ϲφεῖϲ : παραγώγων δὲ ἑνικὸϲ ἐμόϲ ϲόϲ ὅϲ , |
. οὖθαρ : οὖθαρ : . . . ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ τρέφω ἢ θάλλω , θὰρ , καὶ | ||
; δῆλον ὅτι ἡ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι . ἐὰν οὕτως θῶ τὴν οὐκ ἀναγκαῖον μὴ εἶναι ὑπὸ τὴν δυνατὸν εἶναι |
ΕΥ ΜΑΛΑ ΟΙΣΘΑ . Ὅτι τὸ οἶσθα οὕτω κανονίζεται , εἴδω τὸ γινώσκω , ὁ μέλλων εἴσω , ὁ μέσος | ||
. Ἡσίοδος ἐκ τοῦ ἥσις ἡ εὐφροσύνη , καὶ τοῦ εἴδω τὸ λέγω γίνεται Ἡσίοδος , ἐκβολῇ τοῦ ι καὶ |
, λύπην τῇ ψυχῇ μου φέρω : ἐὰν δὲ μὴ σιγήσω , ἤτοι ἐὰν λαλήσω καὶ εἴπω τὰ λυποῦντά με | ||
πρὸς ἑτέρους λέγῃ τὰ λυποῦντα αὐτόν . εἰ δὲ μὴ σιγήσω , ἤτοι ἐὰν λαλήσω καὶ εἴπω τὰ λυποῦντά με |
δὲ σχῆμα τὸ τὰ ἐναντία τῷ Κορινθίῳ ἔχον , ἤγουν ὑποτακτικὰ ἀνθ ' ὁριστικῶν : ὡς τὸ ” λαμπρὸν παμφαίνῃσιν | ||
ι καὶ υ ϲυλλαβὴν ἀποτελεῖ , οἷον αι αυ . ὑποτακτικὰ δύο : ι καὶ υ . καὶ τὸ υ |
τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου : τοῦ τέτυμμαι γίνεται , τροπῇ τῆς μαι εἰς μην καὶ προσόδῳ τοῦ ε τέτυμμαι ἐτετύμμην : | ||
μέλλων τὸ ἐὰν τύπωμαι γίνεται : προσόδῳ γὰρ μόνης τῆς μαι συλλαβῆς γίνεται ἀπὸ τοῦ ἐὰν τύπω ἐὰν τύπωμαι . |
τρέψαν εἰς ψ λείψω γέγονεν , καὶ τὸ τέρπω ὁμοίως τέρψω καὶ διὰ τοῦτο ἰσοσυλλαβοῦσιν ἐν τοῖς τοιούτοις ῥήμασιν οἱ | ||
νῦν μὲν ὡς δὴ ξένον ἄγων ς ' ἐφέστιον δείπνοισι τέρψω , τῆς δ ' Ἀθηναίων χθονὸς ἄξω θεατὴν δῆθεν |
. Τὰ διὰ τοῦ ωλη ὀξύτονα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον , | ||
ἁγίῳ ἀνδρὶ ἐν λόγοις ἐκολάκευσέ με , μετὰ δόλου διὰ ῥημάτων ἐπαινοῦσα τὴν σωφροσύνην μου ἐνώπιον τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς , |
ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω | ||
, , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα |
βίβλῳ κατέταξεν , κατὰ μέρος ἐπισκοπήσωμεν ἀπὸ τοῦ τύπτω καὶ λείβω τὴν ἀρχὴν ποιησάμενοι , ἀφ ' ὧν καὶ αὐτὸς | ||
παρακείμενος τὸ Φ , τύπτω , τύψω , τέτυφα , λείβω λείψω λέλειφα , γράφω , γράψω γέγραφα : καὶ |
στῶτος : τὸ μὲν γὰρ τύπτω δισύλλαβον , τὸ δὲ τέτυφα τρισύλλαβον , ὁ δὲ ὑπερσυντέλικος ἐπεὶ κατὰ πολὺ παρῆλθε | ||
ἀπὸ τοῦ ὁριστικοῦ ἐνεργητικοῦ παρακειμένου τοῦ τέτυφα : τὸ γὰρ τέτυφα τραπέντος τοῦ α εἰς ω καὶ καταβιβασθέντος τοῦ τόνου |
. ἡνίκα μέντοι οὐ κατηγορεῖ ὀνόματος , τοῦ δὲ συντασσομένου ῥήματος , ὡς ἐν τῷ ταχὺ περιπατεῖ τὸ μειράκιον , | ||
τάσιν ἀπαιτεῖ , εἴτε ἀπὸ τοῦ βιβῶ βιβάθω γενομένου τοῦ ῥήματος , περιπλεονάσαντος τοῦ σ , ὥς φησι Φιλόξενος , |
ἄλιπτα : παρὰ τὸ ἀλείφω ἄλιμμα , καὶ † ἄλιπτα Αἰολικῶς . . . . ἁλιεύς : παρὰ τὸ ἁλός | ||
ταράττεσθαι : παρὰ τὸ ἐν ἄτῃ ταράττεσθαι . Ἄμυδις , Αἰολικῶς : παρὰ γὰρ τὸ ἅμαδις καὶ ἄμυδις , τροπῇ |
Χ ἀεὶ ἐκφέρεται λέλεχα , πέπλεχα : ἔτι καὶ ὁ παθητικὸς παρακείμενος τῆς τοιαύτης συζυγίας διὰ τοῦ Γ καὶ Μ | ||
, ὁ μέλλων ἕσω , ὁ παρακείμενος εἷκα , ὁ παθητικὸς εἷμαι καὶ ἡ μετοχὴ εἱμένος , οἷον : εἱμένος |
Ἑνικά . Ἐτετύπειν : ὥσπερ ὁ ἐνεργητικὸς παρακείμενος ποιεῖ τὸν ἐνεργητικὸν ὑπερσυντέλικον , οὕτω καὶ ὁ μέσος παρακείμενος τὸν μέσον | ||
καὶ τοῦτον ἐπ ' ἀμφοτέρων λέγεσθαι . Ἔχεις δεύτερον ἀόριστον ἐνεργητικὸν τὸ ἔτυπον , καὶ δεύτερον ἀόριστον παθητικὸν τὸ ἐτύπην |
. ἀπολείψεσθ ' . “ ἀπολήψεσθαι ” γρ . καὶ δίφθογγον : καὶ εἰ οὕτως , νοεῖται ἀντὶ τοῦ “ | ||
παρὰ δὲ τοῖς Δωριεῦσι καὶ τοῖς Ἴωσιν εἰς τὴν ευ δίφθογγον , οἷον Ἰδομενέος Ἰδομενεῦς , Ν Ἰδομενεῦς δ ' |
μακρὸν τῷ λόγῳ τῆς ἀρχούσης τῶν παρῳχημένων : οἱ γὰρ παρῳχημένοι χρονικῶς ἢ συλλαβικῶς θέλουσι μεγεθύνεσθαι κατὰ τὴν ἄρχουσαν , | ||
ἐπὶ ἐνεστῶτος καὶ μέλλοντος : δι ' ὅτι γὰρ οἱ παρῳχημένοι οὐ παραλαμβάνονται ἐν ὑποτακτικοῖς , ἐν τῷ ἰδίᾳ περὶ |
? μὲν τεθνᾶσι ἐγὼ δὲ σὺν τῇ λοιπῇ οἰκίᾳ | ἀποδημῶ καὶ τὸ τῆς ἀνάγκης ἅμα | ἰσχυρὸν προσγέγονεν , | ||
? ? ? ? [ ἐν τιμῇ ] ιζ εἰ ἀποδημῶ ιη εἰ συναλλάξαι συμφέρει μοι ? ? ? ιθ |
ἑσπέραν : ἢ ἀριθμόν , μειδιόων βλοσυροῖσι προσώπασιν : ἢ πτῶσιν , Πατροκλῆος δειλοῖο καὶ Σαρπήδοντος ἑταῖρον , ἀντὶ τοῦ | ||
. γέ τοι ἔστι , μεταλαμβάνοντα ἐπὶ τρίτου προσώπου γενικὴν πτῶσιν , φάναι ὁ πατὴρ ὁ ἐκείνου , ὁ φίλος |
. . . : πόθεν τὸ γέντο ; ἐκ τοῦ ἕλω τὸ λαμβάνω , οὗ ὁ παθητικὸς ἐνεστὼς τὸ ἕλομαι | ||
. , αἱ ἀρχαὶ ἤγουν οἱ κριταί . ὑφελοίατο : ἕλω , ὁ μέλλων ἑλῶ : ὁ δεύτερος ἀόριστος εἷλον |
εἰς ρω λήγοντα ῥήματα βαρύτονα ἔχοντα τὴν ει δίφθογγον παρατέλευτον μετατιθέντες τὸ ι εἰς ρ προφέρονται , οἷον σπείρω σπέρρω | ||
κοινότερον , Ἡρακλείδης λέγει περὶ αὐτοῦ ὡς ἔνιοι τῶν Αἰολέων μετατιθέντες ἐν πρώτῃ καὶ δευτέρᾳ συζυγίᾳ τῶν περισπωμένων τὸ ω |
γνωμολογῆσαί τι τῶν κατὰ τὸν βίον βουλόμενοι τὰς Ἐπιχάρμου διανοίας προφέρονται , καὶ σχεδὸν πάντες αὐτὰς οἱ φιλόσοφοι κατέχουσι . | ||
ἔριον . ἀγνοία καὶ ἀναιδεία καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα ἐκτείνοντες προφέρονται τὴν τελευταίαν οἱ παλαιοὶ Ἀττικοὶ καὶ παροξύνοντες . * |
, ὃ μὲν προτρεπτικός , ὃ δὲ μεθοδικός τε καὶ τεχνικός : τῷ μὲν οὖν προτρεπτικῷ , φασίν , ἐν | ||
εἴδη εἴρηκεν . τέσσαρας δὲ τοὺς πάντας φησὶν εἶναι ὁ τεχνικός : ἀπὸ τοῦ ἴσου , ὡς τὸ προκείμενον πρόβλημα |
φεύγειν ἠτυχηκότα φίλον . ταῦτα δὲ τρὶς ἤδη πρὸς σὲ βοῶ : τὸ μὲν πρῶτον ἐν γράμμασιν , ἔπειτα πρὸς | ||
ὡς διπλόος διπλόη , ὄγδοος ὀγδόη , ὡς ἔχει τὸ βοῶ βοήσω , γοῶ γοήσω : ἀκροῶ δὲ ἀκροάσω καὶ |
: φῶ ἐστι ῥῆμα , τὸ λέγω , οὗ παράγωγον φάζω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ φράζω , ὁ μέλλων φράσω | ||
φῶ ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ λέγω , οὗ παράγωγον φάζω , καὶ φάσκω : πλεονασμῷ τοῦ υ , φαύσκω |
ἔνδον οὐδεὶς ἐθάρρει τὴν ἔξοδον οὐδὲ παρακύψαι ῥᾳδίως ἐτόλμα , ῥήμασιν αἰσχροῖς ἔβαλλον ἡμᾶς οἱ πολέμιοι γυναῖκας οἰκουρούσας ἀποκαλοῦντες καὶ | ||
φωναῖς , ποίαις ταύταις , πότερον τοῖς ὀνόμασι καὶ τοῖς ῥήμασιν ἢ τοῖς ἐκ τούτων συγκειμένοις λόγοις . καὶ διορισθήσεται |
γῆν . παρὰ τὸ ΛΑ ἐπιτατικόν . ὡς ἀπὸ τοῦ χαίρω χάρεια καὶ ἀνθῶ ἄνθεια καὶ κρατῶ κράτεια , οὕτως | ||
εἶναι χωρὶς δακρύων . φιλαγαθὴς ] φιλογέλως . γήθω τὸ χαίρω . . δακρυχέων ] κινητικὸς δακρύων . ἃ ] |
ἐκφωνούμενον λήγουσα τροπῇ τοῦ ι εἰς ε τὴν εὐθεῖαν τῶν δυϊκῶν ποιεῖ , βοΐ βόε . τοῖν Αἰάντοιν : πᾶσα | ||
τρεῖς ἑνικῶν : ἐγώ , σύ , ἴ , τρεῖς δυϊκῶν , νῶϊ , σφῶϊ , σφῶε , τρεῖς πληθυντικῶν |
χαρακτηριστικόν ἐστι τῆς εὐθείας τῶν πληθυντικῶν , εὐλόγως ἐν τοῖς πληθυντικοῖς τὰ δύο εε εἰς τὴν ει δίφθογγον κίρνανται , | ||
τῶν δύο , ἡ τοιαύτη ἀντωνυμία δεύτερον πρόσωπον ἐν τοῖς πληθυντικοῖς δηλοῖ οἷον ὑμεῖς : εἰ δὲ ὁ λέγων οὔτε |
ὅ ἐστι τοῦ κτήτορος . πῶς γάρ φασι πληθυντικὸν καὶ ἑνικὸν ὑφ ' ἓν κεκλήσεται ; εἰ γοῦν ἰσάριθμα γένοιτο | ||
σύλληψιν ἀναδέχεται τὴν εἰς τὸ πρῶτον , ἥτις κατὰ τὸ ἑνικὸν ἐδείχθη ὑποθετική . καὶ δῆλον ὅτι τῇ ἐπικρατείᾳ τῇ |
εἰς ες λήγοντα φάναι ῥήματα , σχές , σπές , ἕς , οἷς συνενεχθήσεται καὶ τὸ χθές , εἰ ἦν | ||
ἔχοντες εἰς ς ὀξυτόνους τὰς μετοχάς , ἀλλὰ θές δός ἕς . Ἑνικά . Θήσω , θήσεις , θήσει : |
, καὶ φρονοῦς ' ὅτι ἔργοις πεπονθὼς ῥήμασίν ς ' ἀμύνομαι . Οὔτοι καθέξω θυμόν , ἀλλ ' ἄξω βίᾳ | ||
δόκιμα , ἀμυνοῦμαι , ἀμύνασθαι , ἠμυνάμην , ἀμυνοῦμεν , ἀμύνομαι : τὸ δὲ ὄνομα ἀδόκιμον . Ἀποτάσσομαί σοι ἔκφυλον |
καὶ τῆς τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων οὐ διενηνόχασι πρὸς τὰ ὁριστικά , οὕτω καὶ ἐν τοῖς παθητικοῖς τὰ δεύτερα καὶ | ||
, ἔμειναν εἰκότως ἄκλιτοι οἱ τρεῖς ἀόριστοι οὗτοι μετὰ τὰ ὁριστικά . Εἰ μὲν πᾶν παθητικὸν ῥῆμα περιττοσυλλαβεῖ τοῦ ἰδίου |
“ οὐ προλαμβάνω ” φησί , “ δέσποτα , τὴν ἀπολογίαν , ἀλλ ' οἶδα τὴν τάξιν : δεῖ δὲ | ||
: τὸ γὰρ μέγιστον ὅ φησιν , ὅτι καὶ πιθανὴν ἀπολογίαν ἔχει : εἰ γὰρ ἡ πιθανὴ ἀπολογία ἀναστρέφουσά ἐστι |
ἐπεὶ παραβαθείη ἂν πάντα ἐκεῖνα μὴ ἑπομένων τῷ λογισμῷ τῶν παθητικῶν δυνάμεων . ἢ γὰρ θυμὸς ἐξετάραξε κατὰ γονέων , | ||
, ὃς καὶ νοῦς πρακτικὸς ὀνομάζεται , καὶ αὐτῶν τῶν παθητικῶν λεγομένων δυνάμεων , θυμοῦ λέγω καὶ ἐπιθυμητικοῦ , τοῦ |
μὲν ἐξεῦρες , ἐποίησε δὲ ὁ τέκτων . ἐγὼ δὲ γράψω τῷ λόγῳ : ἥδιστον γὰρ τὸ θέαμα . δύο | ||
γὰρ ἐνταῦθ ' ἦσθ ' ἔτι ; Ἀπολῶ σε καὶ γράψω σε μυρίας δραχμάς Ἐγὼ δὲ σοῦ γε τὼ κάδω |
γένους καὶ ἀριθμοῦ ἐπιφέρεται , τῇ δὲ ἐμαυτοῦ οὔποτε εὐθεῖα συντάσσεται . τὸ δ ' αἴτιον προῦπτον . αἱ γὰρ | ||
καὶ φονεργάτην πέμπουσιν . γράφεται καὶ διὰ δέ τοι καὶ συντάσσεται οὕτως : οἱ διὰ τῶν ἱππείων δέ τοι γενύων |
πᾶσα εὐθεῖα δυϊκῶν εἰς ω λήγουσα εἰς οι ποιεῖ τὸ πληθυντικόν , Ὁμήρω Ὅμηροι , Σαπφώ Σαπφοί . τυπτόμεναι : | ||
. βίωμι , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἐβίων , ἐβίωμεν τὸ πληθυντικόν , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον βιῶναι , . . . |
. . , : Ἁλαὶ Ἀραφηνίδες καὶ Ἁλαὶ Αἰξωνίδες . Τρύφων ἐν παρωνύμοις ‚ Ἁλαῖος τρισυλλάβως καὶ Ἁλαιαῖος τετρασυλλάβως . | ||
περιπατεῖν Τρύφωνα : καὶ ἔτι ἐπὶ προστακτικῆς ἐγκλίσεως , περιπατείτω Τρύφων , εἴποι ἂν προσέταξε περιπατεῖν Τρύφωνα . Ἔνθεν μοι |
προσαγορεύεται , οἷον τὸ ἔτυπον . Καὶ οὗτοι μὲν οἱ παρεληλυθότες , ὁ παρατατικός , ὅστις ἐστὶν ὁ παραταθεὶς καὶ | ||
λέγομεν , ὅτι ἐπὶ τῶν προστακτικῶν οἱ ἐνεστῶτες καὶ οἱ παρεληλυθότες πάντες οὐ κυρίως εἰσίν , ἀλλὰ γύμνωσίς ἐστι τοῦ |
ἀπὸ διαφορᾶς , ” τοὺς μὲν οὖν ἄλλους ὁρῶ τὴν ἀειλογίαν προτεινομένους , τουτονὶ δὲ Αἰσχίνην πολὺ τοὐναντίον τούτων : | ||
κοινὰ δικαίως προσέρχονται , κἂν δεδωκότες ὦσιν εὐθύνας , τὴν ἀειλογίαν ὁρῶ προτεινομένους : ἀπὸ γὰρ τῆς αἰτιατικῆς ἐπὶ τὴν |
Καρχηδών ] Βήλου τοῦ Τυρίων βασιλέως υἱὸς Πυγμαλίων καὶ θυγατέρες διδὼ ἡ καὶ Ἔλισσα καὶ Ἄννα , ἣ γαμεῖται Συχαίῳ | ||
Καρχηδών ] Βήλου τοῦ Τυρίων βασιλέως υἱὸς Πυγμαλίων καὶ θυγατέρες διδὼ ἡ καὶ Ἔλισσα καὶ Ἄννα , ἣ γαμεῖται Συχαίῳ |
τρίτα τῆς δευτέρας καὶ τρίτης συζυγίας τῶν δευτέρων καὶ τρίτων ὁριστικῶν τῶν αὐτῶν συζυγιῶν , καθάπερ διεφώνησαν τὰ ἄλλα ὑποτακτικά | ||
τῇ παραληγούσῃ : γίνονται δὲ τὰ παθητικὰ εὐκτικὰ ἀπὸ τῶν ὁριστικῶν παθητικῶν τροπῇ τῆς μαι εἰς μην : ἐὰν οὖν |
κνήθω , ὡς ἀλῶ ἀλήθω , καὶ τὸ κνίζω ὡς πολεμῶ πολεμίζω , ὃ δὴ κνίζω καὶ κνίδα ποιεῖ κατὰ | ||
τε τῷ ] ἀττικῶς δοτική , ὡς καὶ τὸ “ πολεμῶ ” οὐ ψεύδει ] η . ει ἀττικῶς δὲ |
πρὸς τὸ κτῆμα συντρέχουσα διάθεσις , ἐάν τε κατ ' ἐνεργητικὴν ᾖ ἐκφορὰν ἐάν τε κατὰ παθητικήν , μόνως ἀναλύεται | ||
εὐκτικῇ καὶ ἐπὶ τῶν ὑπολοίπων , οὐ μὴν κατὰ διάθεσιν ἐνεργητικὴν ἢ παθητικήν : ἢ καὶ ἔτι οἷς μὲν μετὰ |
γίνεται περισπώμενον τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , ὡς χρυσῶ χρυσοῖς χρυσώσω ὁ μέλλων . εἴρηται δὲ κνυζοῦν δηλοῦν τὸ ξύειν | ||
: τὰ δὲ ἀπὸ ὀνομάτων διὰ τοῦ ω , χρυσῶ χρυσώσω παρὰ τὸ χρυσός , σαρῶ σαρώσω , ὑψῶ ὑψώσω |
ἕνεκα πᾶσα ἡμῖν ἐστιν ἡ σκέψις τὰ νῦν . Λέγε σαφέστερον . Ψυχῆς ἦν ἕνεκά που ; Πάνυ μὲν οὖν | ||
καὶ Λακεδαιμονίους ἐπιβουλευόμενα : ἀντὶ τοῦ ἐπικίνδυνα ἐξ ἐπιβουλῆς . σαφέστερον : ἐπιφανέστερον ἀναγκαῖον . . . : δημηγορία Ἀλκιβιάδου |
' οὐ τοῖς πράγμασι καὶ τοῖς πολιτεύμασιν γιγνωσκομένους . καὶ βοᾷς ῥητὰ καὶ ἄρρητ ' ὀνομάζων , ὥσπερ ἐξ ἁμάξης | ||
καὶ ὁμόγραφα ἔχει τοῖς ὁριστικοῖς τὰ ὑποτακτικά , οἷον βοῶ βοᾷς βοᾷ , χρυσῶ χρυσοῖς χρυσοῖ , ἐὰν βοῶ ἐὰν |
Σωκράτης ὑπόκειται , τὸ δὲ δίκαιος κατηγορεῖται , τὸ δὲ ὑπαρκτικὸν ῥῆμα τὸ ἔστιν τρίτον προσκατηγορεῖσθαι λέγεται . ἡμεῖς δὲ | ||
ἐν τῇ συνθέτῳ προτάσει εὑρεθήσεται τὸ τρίτον προσκατηγορούμενον ἤτοι τὸ ὑπαρκτικὸν ῥῆμα κατὰ συμβεβηκὸς κατηγορεῖσθαι τοῦ ὑποκειμένου , τότε οὐ |
Ξενοφῶν δ ' ἐν Κυνηγετικῷ χωρὶς τοῦ ν λαγῶ καὶ περισπωμένως , ἐπεὶ τὸ καθ ' ἡμᾶς ἐστι λαγός . | ||
φαμὲν , οἳ τοὺς νόμους ἐπὶ μισθῷ πωλοῦσιν . . περισπωμένως ὡς Μηλιᾶς . λέγει γὰρ τοὺς πολίτας . τὸ |
. Τὸ μὲν οὖν Ἀφθόνιος ὄνομα ἔστι μὲν κύριον καὶ παραγωγόν , τὰ μάλιστα δὲ οἰκειότατον τῷ ῥήτορι πέφυκε τῷ | ||
ἀμφοῖν . Οὔτε ἄρα ἡνωμένου τινός , οὔτε διωρισμένου ἐστὶ παραγωγόν , ἀλλὰ πάντων ἁπλῶς τῶν κατὰ πάντα τρόπον ὑφεστηκότων |
σεσημειωμένων , ὅτι τὰ εἰς ΟΣ λήγοντα μονοσύλλαβα κατὰ τὴν γενικὴν , τὰ μὲν ὀξύτονα , ἐὰν διὰ συμφώνων κλίνοιντο | ||
αἱ πτώσεις : ὀρθὴν γὰρ καὶ αἰτιατικὴν ὁμοῦ λέγομεν καὶ γενικὴν καὶ δοτικὴν πάλιν ὁμοῦ . Καὶ ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι |
οὐ θέλει πάλιν τὸ η τὸ κατ ' ἀρχὴν τῶν παρῳχημένων εἰς ε καὶ α διαλύεσθαι , ὁπότε ὁ ἐνεστὼς | ||
πνίξω ψύξω ἐρύξω , χωρὶς εἰ μὴ τῷ λόγῳ ἀρχούσης παρῳχημένων , ὡς ἐπὶ τοῦ ἰξεύω ἴξευοντὸ μὲν γὰρ ἰξεύω |
πράγμασιν ἀκούσατέ μου : ἐὰν μὲν ὁρῶ κατὰ γνώμην ἃ διαλογίζομαι χωροῦντά μοι καὶ θρασεῖς μὲν γεγονότας τοὺς πολεμίους , | ||
φησιν ἡ Ἑκάβη : ἀντὶ τοῦ μαθεῖν : ἀντὶ τοῦ διαλογίζομαι : † καὶ τοῦτο καθ ' ἑαυτήν φησιν ἡ |