ἐπιπλοκῆς τινος χυμοῦ τὰ ἐμούμενα σιτία μεταβολήν τινα ἐπὶ τὸ κνισῶδες ἢ ἰξῶδες δεξάμενα . Εἰ δὲ χυμός τις εἴη
πόσεως γλυκέος γινόμενοι : συμβουλεύειν δ ' αὐτοῖς χρὴ μηδὲν κνισῶδες ἢ βρωμῶδες ἢ ὅλως εὔφθαρτον σιτίον προσφέρεσθαι , τὰ
6506042 πολυποσια
χολὴν ἐξαιρέτως ἢ φλέγμα γεννᾷν πέφυκεν : ὥστε καὶ ἡ πολυποσία ἄθετος καὶ ἡ ἀκρατοποσία , καὶ ἡ νηστοποσία ,
, καὶ αὔταρκες ἔστω τὸ πόμα , ἄθετος γὰρ ἡ πολυποσία τῷ πάθει : διαστήσας δὲ οὐ πάνυ μακρόν ,
6444632 σεσηπος
καὶ μίγνυνται ἀλλήλοις τὰ μέρη τὰ συμφυῆ , τό τε σεσηπός φημι καὶ τὸ ἄσηπτον . Καὶ εἰ μὲν ἐξ
καὶ βέλτιον ἀσφαλείας ἕνεκεν , ὅταν ἐκτέμῃς ἢ περιτέμῃς τὸ σεσηπός , τὴν οἷον ῥίζαν αὐτοῦ συνημμένην τοῖς ἀπαθέσι καίειν
6255920 χειριστον
πολυχρονιότητα τοῦ νοσήματος . οὖρον ὑδατῶδες καὶ λεπτὸν ταχέως ἀποκρινόμενον χείριστον , καὶ τοῦτο οἱ μὲν διαβήτην ἐκάλεσαν , οἱ
οὐκ ἀθυμητέον τοῖς γεγενημένοις : ὃ γάρ ἐστιν τῶν παρεληλυθότων χείριστον , τοῦτο πρὸς τὰ μέλλοντα βέλτιστον ὑπάρχει . τί
6243704 ἁλικον
αὐτὴν τῷ Βάττῳ φησίν : ἥδε καὶ αὐτή . καὶ ἁλίκον ἄνδρα : τὸ ἡλίκον πρὸς τὸν ἄνδρα , ἵν
ἅδε καὶ αὐτά . ὁσσίχον ἐστὶ τὸ τύμμα , καὶ ἁλίκον ἄνδρα δαμάσδει . εἰς ὄρος ὅκχ ' ἕρπῃς ,
6242271 λυπουν
, προφάσεώς τε ὀλίγης λαβέσθαι εὔχοντο ἐς τὸ ἀποσκευάσασθαι τὸ λυποῦν . ἐχρῆν δὲ ἄρα Μακρῖνον ἐνιαυτοῦ μόνου τῇ βασιλείᾳ
δὲ ἀνέγνων φίλου τινὸς ἐπεσταλκότος ἐγγὺς εἶναι τῆς λύσεως τὸ λυποῦν . καὶ διὰ ταῦτα δόξα τοῖς τῇδε μὴ πολλῷ
6207647 εὐκινητοτερον
τὸ ἐπικλυζόμενον , μᾶλλον δὲ τὸ ὕφαλον . πολὺ γὰρ εὐκινητότερον καὶ μεταβολὰς θάττους δέξασθαι δυνάμενον τὸ ἔνυγρον : καὶ
μαλάσσεται γὰρ οὕτω τὰ νεῦρα τῶν ἄρθρων , ὧν ἕκαστον εὐκινητότερον ταῖς ποικίλαις περιαγωγαῖς ἀποτελεῖται , καὶ εἴ τι γλισχρῶδες
6119333 εὐρουν
: τοῖς μὲν γὰρ πεπιέσθαι ἀνάγκη τὰ σπλάγχνα καὶ μὴ εὔρουν τὸ πνεῦμα ἐκφέρειν , μηδὲ ἐσφέρειν ἐν τοῖς πόνοις
ἐπὶ τούτοις , εἰ ἕλοιτό τις ἐμεῖν , λεπτὸν καὶ εὔρουν παρασκευαζέτω τὸ φλέγμα , ῥαφανῖδας ἐσθίων ἐν τῷ δείπνῳ
6089483 ἀλυποτερα
, τὰ μὲν αὐταρκέστερα αὐτοῖς ἧττον ἐνοχλεῖ τὰ ἄλλα καὶ ἀλυπότερα τοῖς ἄλλοις , τὰ δὲ βαρύτερα καὶ γεωδέστερα ,
ἐσθιόμενα μετὰ μέλιτος . τὰ δὲ πλατέα φυσωδέστερά ἐστιν , ἀλυπότερα δὲ τὰ ἑφθὰ τῶν ὠμῶν καὶ πεφρυγμένων , τὰ
6084837 κολοκυνθις
ἐπιτήδεια , λαχάνων μὲν θριδακίναι , μαλάχαι , βλίτα , κολοκυνθίς , ἀτράφαξυ , ἀνδράχνη , σίκυος , καὶ ὅσα
ΘΙΣ ὑπερδισύλλαβα ὀξύνεται μὴ ὄντα ὀνόματα πόλεων Αἰγυπτίων : ἀκανθίς κολοκυνθίς . τὸ δὲ Ταμίαθις καὶ Μένουθις καὶ Τερένουθις βαρύνεται
6071128 πυρροτερα
πιμελῶδεϲ : ἡ χροιὰ δὲ τοῖϲ τοιούτοιϲ ἅμα ταῖϲ θριξὶ πυρροτέρα , πολλῆϲ δὲ τῆϲ ψύξεωϲ οὔϲηϲ πελιδνή πώϲ ἐϲτι
ἄτριχον πιμελῶδεϲ : ἡ χρόα δὲ τούτοιϲ ἅμα ταῖϲ θριξὶ πυρροτέρα : πολλῆϲ δὲ τῆϲ ψύξεωϲ οὔϲηϲ , πελιδνή τε
6059531 ἐμφρακτικον
δύναμιν : ὅλον δ ' οὖν τὸ γένος αὐτῶν καλεῖται ἐμφρακτικὸν ἐμπλαστικὸν καὶ ἄπυον : διὸ καὶ χρόνω πλέονι τὴν
καὶ παχὺ ἔχει . πλεονάζοντος γοῦν ἐν ταῖς ἐδωδαῖς αὐτοῦ ἐμφρακτικὸν ἥπατός τε καὶ νεφρῶν καὶ χρὴ ἐκ μακρῶν διαλειμμάτων
6010527 ἀσελγεστερον
βιαία . Εὐνάπιος : ” τοσαύτη τις ἦν πρὸς τὸ ἀσελγέστερον ῥύμη τε καὶ φορὰ ὥστε οἱ ἄρχοντες τῶν πολεμίων
, ὁμοίως δὲ καὶ ὁ τοῦ Κρόνου προσγενόμενος ἐπὶ τὸ ἀσελγέστερον καὶ ἀκαθαρτότερον , ὁ τοῦ Διὸς δὲ πρὸς τὸ
6009932 εὐμορφῳ
μηδέν τι προσγράφειν , ἐπειδὴ ἔμελλεν ὥσπερ ὑγιεῖ σώματι καὶ εὐμόρφῳ προσπλακέν τι , καὶ εἰ εὔμορφον εἴη , τοῦ
Ἔτι δὲ θαυμάσειεν ἄν τις καὶ τῆς ὀροφῆς ἐν τῷ εὐμόρφῳ τὸ ἀπέριττον κἀν τῷ εὐκόσμῳ τὸ ἀνεπίληπτον καὶ τὸ
6001301 σκιλλιτικῳ
ἰντύβιον , τὸ σέλινον , καὶ τὸ ἀγγούριον ἐν ὄξει σκιλλιτικῷ βαπτόμενον , μετρίως : πολὺ γὰρ ἐσθιόμενον τὸ μαϊούλιον
πηγάνου φύλλοις ἐν ὀξυμέλιτι ὠπτημένοις , ἢ συγκλυζέσθω σὺν ὄξει σκιλλιτικῷ : ἢ ἑψέσθω ἐν ὄξει πύρεθρον καὶ ὕσσωπον .
5995400 τοιουτοισιν
σιναρὸν σκέλος . Δι ' οὖν τὴν χρῆσιν ἧσσον τοῖσι τοιούτοισιν ἐκθηλύνονται αἱ σάρκες , ἢ οἷσιν ὀλίγον πρόσθεν εἴρηται
πολλοὶ μὲν γὰρ λέουσι τῶν ἀνδρῶν εἴξασι καὶ Κενταύροις καὶ τοιούτοισιν ἑτέροις , πάμπολλοι δὲ Σατύροις καὶ τοῖς ἀσθενέσι καὶ
5992803 γαστριμαργος
δὲ τῶν εἰρημένων ὀνόματα , ἀπὸ μὲν γαστρὸς γαστρίς , γαστρίμαργος , γαστροβόρος , προγάστωρ , γαστρισμός . γαστρίζειν οὐ
τρέφειν καὶ ὄρνεις φασιανούς . κωμῳδεῖται γὰρ ὁ Λεωγόρας ὡς γαστρίμαργος ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Περιαλγεῖ . Μνησίμαχος δ ' ἐν
5988684 ὑγιεινοτατον
ὅθεν ὥϲπερ φθινόπωρον τῶν ὡρῶν θανατωδέϲτατον , “ ἦρ δὲ ὑγιεινότατον ” , οὕτωϲ | δείλη μὲν ὀχληρὸν καὶ παροξυντικόν
ὀξύταται αἱ νοῦσοι , καὶ θανατωδέσταται τοὐπίπαν , ἦρ δὲ ὑγιεινότατον , καὶ ἥκιστα θανατῶδες . Τὸ φθινόπωρον τοῖσι φθίνουσι
5969805 βρωμωδες
αὐτῇ πόας ἐμφεροῦς , ἣν διὰ τὸ περὶ τὴν ὀσμὴν βρωμῶδες τράγον καλοῦσιν . εὐχερὴς δ ' ἡ ἐπίγνωσις :
. παραιτητέον δὲ πᾶν τράγημα , πᾶν κνισόν , πᾶν βρωμῶδες , πᾶν παχὺ χυμὸν καὶ γλίσχρον καὶ δυσδιοίκητον ἐν
5967306 παρανοειν
τούτου ὡς ἀμείνω λέγουσιν , ὑπονοεῖν μέντοι καὶ μετανοεῖν καὶ παρανοεῖν . τὸ δ ' ἀπονενοῆσθαι φαυλότερον , προνοεῖν δὲ
τῷ πατρὶ πολεμιώτατος ἦν , πῶς οὐ δόξει τοῖς ἀκούσασι παρανοεῖν ἢ ὑπὸ φαρμάκων διεφθάρθαι ; Ἔτι δ ' ἐμέ
5954441 κοιλιῃσι
ὁ ὕδρωψ ἐν τῇσι μήτρῃσι , καὶ τὰ ἐν τῇσι κοιλίῃσι , καὶ τὰ ἐν τοῖσι σκέλεσι , καὶ τἄλλα
πνιγμοὶ ἐπὶ τοῖσι προγεγραμμένοισιν , ἐκπυητικόν . Τὰ ὑστερικὰ ἐν κοιλίῃσι σκληρύσματα ἐπώδυνα , ὀξέως ὀλέθριον . Τῇσιν ἐπιφόροισιν ἤδη
5953190 ὀδυνηρον
δυναμένων ; τί μ ' ἐκστήσει ἢ ταράξει ἢ τί ὀδυνηρὸν φανεῖται ; οὐ χρήσομαι τῇ δυνάμει πρὸς ἃ εἴληφα
ὡς ἐν ποδάγρᾳ τὸ τοῦ φλεγματικοῦ χυμοῦ ἔγγονον ῥεῦμα καὶ ὀδυνηρὸν μετρίως χαῖρόν τε τοῖς κατὰ δύναμιν καὶ ἐνέργειαν θερμαντικοῖς
5944957 σεμιδαλις
ὁμοίως καὶ δι ' οὗ ἐπλάττοντο . εἴρηται δὲ καὶ σεμίδαλις παρά τε Λυκούργῳ τῷ ῥήτορι καὶ πολλοῖς τῶν κωμῳδοδιδασκάλων
σκληρυνόμενα ἐν τῇ ἑψήσει ἢ ὀπτήσει ἢ τηγάνῳ , καὶ σεμίδαλις χωρὶς μέλιτος διὰ λιπαρῶν ζωμῶν ἐσκευασμένη , καὶ ἴτρια
5940987 ἀναρμοστια
ἐστι , μιᾶς δὲ δὲ ῥηγνυμένης καὶ οὐ πασῶν εὐθὺς ἀναρμοστία γίνεται , οὕτως καὶ ἐν τῷ ἀποδοθέντι λόγῳ ἐπειδὴ
τὴν ἐπίδειξιν ἐμποδών τι τῇ προθυμίᾳ γένηται ἡ τῶν ὀργάνων ἀναρμοστία , καταγέλαστον τὸ ἐπιχείρημα . τῶν γὰρ ὀργάνων ἐξασθενούντων
5930120 ὀξυθυμον
ὅστις ἀδικεῖσθαι πλεῖστα ἐπίστατ ' ἐγκρατῶς : τὸ δ ' ὀξύθυμον τοῦτο καὶ λίαν πικρὸν δεῖγμα ἐστὶν εὐθὺς πᾶσι μικροψυχίας
ἀδικεῖσθαι πλεῖστ ' ἐπίστατ ' ἐγκρατῶς : τὸ δ ' ὀξύθυμον τοῦτο καὶ λίαν πικρὸν δεῖγμ ' ἐστὶν εὐθὺς πᾶσι
5921106 πεπτικωτερον
ἔλαιον διαφορητικόν ἐστι καὶ πεπτικὸν ὠμῶν καὶ ἀπέπτων ὄγκων , πεπτικώτερον δὲ τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ ἀνήθου καὶ ἧττον διαφορητικόν
θερμόν ἐϲτι τὸ χλωρὸν ἔτι καὶ ἔγχυλον , ὥϲτε καὶ πεπτικώτερον μέν ἐϲτι τοῦ ξηροῦ μᾶλλον καὶ ὑπνοποιόν , διαφορητικὸν
5903009 ἐπιῤῥιγουν
, χαλῶντα ὑπ ' αὐτοὺς , ἀνιέντα , χρονιώτερα : ἐπιῤῥιγοῦν τουτέοισιν , οὐ πονηρόν . Αἱ μετὰ ἀφωνίης ἐκστάσιες
θηρίοισι στροφώδεες , ὀδυνώδεες , λυομένων , ἐποιδέουσι : τὸ ἐπιῤῥιγοῦν τούτοισι κακόν . Λειεντερικὰ μετὰ δυσπνοίης , καὶ πλευροῦ
5890306 στυφον
ξηραντικὸς δὲ κατὰ τὴν πρώτην : ἔχει δέ τι καὶ στῦφον ὀλίγον . ὁ δὲ φλοιὸς αὐτοῦ τὴν στυπτικὴν δύναμιν
μικτῆς ἐστι ποιότητος καὶ δυνάμεως : ἔχει γάρ τι καὶ στῦφον ἐν ἑαυτῷ καὶ δριμὺ μετρίως . Θεῖον ἅπαν ἑλκτικῆς
5884636 συμπαθειν
δύνασαι λύειν , τί τοσοῦτον παρέβην , ὅσον αὐτὸς δύνασαι συμπαθεῖν , εὔσπλαγχνος καὶ μακρόθυμος ὤν ; οὐδὲν μέγα πάντα
μὲν γὰρ σῶμα πολλῶν ἀναπεπλῆσθαι παθημάτων , τὴν δὲ ψυχὴν συμπαθεῖν τῷ σώματι καὶ ταράττεσθαι , τὴν δὲ τύχην πολλὰ
5884536 ὑπεικουσι
κατόρθωμα ἕξει καὶ σφαλεῖσι μετὰ ὀνειδῶν γενήσοιτο ἡ συμφορά , ὑπείκουσι ταῖς γυναιξί . πρότερον δὲ ἔτι τὸν ἀγῶνα τοῦτον
τῇ γῇ : μεσεμβόλημα : εἴς σε ἀφορῶσιν , σὲ ὑπείκουσι , τουτέστι ὑπὸ τὸν ζυγὸν τὸν σὸν καί σοι
5884415 τεχνοειδες
καλάμου . Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλα εἴδη τούτων : τὸ τεχνοειδές , τὸ ἡμιτέχνιον , ἡ μικροτεχνία , ἡ ψευδοτεχνία
: καθὸ καὶ ἐν ἀλόγοις ζῴοις ἐστί τι φιλεργὸν καὶ τεχνοειδές . καί τις καὶ νοῦν διὰ ταῦτα τὴν φαντασίαν
5880082 ἀγνος
οἴνου πινόμενον . Ὑποστρώματα προφυλακτικά . Ὑποστρωννύμενα δὲ ταῖς κοίταις ἄγνος , ἀβρότονον , ἔχιον , καλαμίνθη , κόνυζα ,
ὄφεις ἡ ἔνδροσός τε καὶ νοτερὰ καλαμίνθη φασὶ καὶ ὁ ἄγνος . τοῦτόν τοι καὶ ἐν Θεσμοφορίοις ἐν ταῖς στιβάσι
5877635 περικαρπιον
καὶ ὁ καρπὸς ἐλάττων καὶ ἅμα μείζων οὗτος καὶ τὸ περικάρπιον ἔλαττον καὶ σκληρότερον καὶ δυσχυλότερον . πρὸς ὃ δὴ
, τὸ φύλλον δὲ οἷον σκέπασμα περικαρπίου , τὸ δὲ περικάρπιον καρποῦ , λέγω δὲ περικάρπιον μέν , ᾧ τὰ
5868597 ἀαπτον
τόσον ἔσσεται εἶδαρ , ὅσσον ἐνιπλῆσαι γαστρὸς χάος , ὅσσον ἄαπτον ἐς κόρον ἀμπαῦσαι κείνων γένυν ; οἱ δὲ καὶ
ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . . ἄαπτος δεινός
5864596 ποδαγρα
ἵστασθαι , ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖν , καλόπους , ποδοκάκη , ποδάγρα , ποδαγρᾶν . Πλάτων δὲ καὶ τὰ πολύποδα καὶ
γερόντων ὑποψία τίϲ ἐϲτιν ἐν νεφροῖϲ λίθων γενέϲεωϲ ἢ καὶ ποδάγρα τιϲ ἢ ἀρθρῖτιϲ ἐνοχλεῖ : ἐπεμβάλλειν δὲ τῷ οἴνῳ
5860169 δακνωδες
νυνὶ δὲ τῶν ἐφεξῆς ἐχώμεθα λέγοντες , ἡνίκα μὴ μόνον δακνῶδες , ἀλλὰ καὶ γλίσχρον ᾖ τὸ ἐπιῤῥέον , ὅπως
χολώδη χυμόν . Σημεῖα χολώδους ὀφθαλμίας . Δηλοῖ δὲ τὸ δακνῶδες εἶναι καὶ δριμὺ τὸ ἐπιφερόμενον τοῖς ὄμμασι καὶ αὐτὴ
5857123 ἀσιτια
χυλῷ πτισάνης ἢ λαχάνων καὶ τοῖς τοιούτοις . εἰ δὲ ἀσιτία ἐστὶ καὶ ἔνδεια , καὶ ἐνταῦθα ταῖς δυναμέναις ἀνακαλέσασθαι
καὶ ἀλγηδὼν ἐπιγένηται , φλεβοτομία τε ἁρμόζει , καὶ τελέως ἀσιτία καὶ δίψα , εἰ μὴ ἐκκενοῖτο καὶ ἐπιτείνοιτο :
5849880 βραδυπορον
ἀπέρχεται μεγάλα καὶ παχυμερῆ , διὸ τοὺς γέροντας ἐγγύθεν ἐπιταράττει βραδυπόρον καὶ σκληρὰν ἔχοντας τὴν ὅρασιν . ἀνενεχθέντων δ '
ἀπέρχεται μεγάλα καὶ παχυμερῆ , διὸ τοὺς γέροντας ἐγγύθεν ἐπιταράττει βραδυπόρον καὶ σκληρὰν ἔχοντας τὴν ὅρασιν . ἀνενεχθέντων δ '
5848686 ὑπερτεθεν
καὶ ἑξῆς κατὰ τοὺς ἑξῆς ἀριθμούς . ιθʹ . Τὸ ὑπερτεθὲν λῆμμα . ἡμικύκλια τὰ ΒΗΓ ΒΑΔ , καὶ ὀρθὴ
, τοῦ δὲ σεληνιακοῦ ἐν τῷ τρίτῳ . Τὸ δὲ ὑπερτεθὲν λῆμμα νῦν δείξομεν . Ἔστω τρίγωνον τὸ ΑΕΘ ,
5833447 ἐπιεικεσι
ἠγμένους , ἀλλ ' ἔδει καὶ τροφῇ χρηστῇ καὶ λόγοις ἐπιεικέσι καὶ ἔθεσι μετρίοις καὶ δόξαις ταῖς βελτίσταις πόρρωθεν κατειλῆφθαι
τῶν ἄλλων τιμωρίαν . οὗτος δὲ πεφρονηματισμένων ἀποστατῶν ἀλόγους ὁρμὰς ἐπιεικέσι λόγοις εἰς εὔνοιαν προετρέψατο . , . . )
5830139 ἐπιγελαν
τὸν δὲ πότον ἦν συμπαρειληφώς τινας ἐκ τῆς πόλεως τῶν ἐπιγελᾶν εἰθισμένων ἅπαντα τοῖς τρέφουσιν αἰεὶ πρὸς χάριν . βουλόμενος
κρειττόνων , δεσπότας , οὐ συγγενεῖς κτήσηι . . μὴ ἐπιγελᾶν τῶι σκώπτοντι : ἀπεχθὴς γὰρ ἔσηι τοῖς σκωπτομένοις .
5818577 ἐνδελεχες
ἡ τροφὴ καὶ τὰ ὅμοια . Ἔνατος ὁ παρὰ τὸ ἐνδελεχὲς ἢ ξένον ἢ σπάνιον . οἱ γοῦν σεισμοὶ παρ
περιτταῖς ἐρωτήσεσι τοῦ διδάσκοντος , ὥσπερ ἐν συνοδίᾳ , τὸ ἐνδελεχὲς ἐμποδίζουσι τῆς μαθήσεως ἐπιστάσεις καὶ διατριβὰς λαμβανούσης . οὗτοι
5813602 διαιτωμενοις
, οὔ φημι δὲ συμφέρειν αὐτὴν τοῖς κατὰ τὸ προστυχὸν διαιτωμένοις , ἀλλὰ μόνοις τοῖς ἀκριβῶς βιοῦσι καὶ πόνοις καὶ
μηδὲ δυσεύρετα εἴη : ὥστε καὶ τὸ εὐωχεῖσθαι τοῖς κοσμίως διαιτωμένοις ἀνετίθει . Οὕτω δὲ Σωκράτης ἦν ἐν παντὶ πράγματι
5812994 ὁρωσῃ
δὲ τῶν συντεταγμένων . Ἐτάχθη δὲ τὸ πᾶν προνοίᾳ στρατηγικῇ ὁρώσῃ καὶ τὰς πράξεις καὶ τὰ πάθη καὶ ἃ δεῖ
] ἐπὶ τῇ παιδὶ [ Δηιανείρᾳ ] ἀθύμως τὸν μνηστῆρα ὁρώσῃ . γέγραπται γὰρ οὐκ αἰδοῖ τὴν παρειὰν ἐξανθοῦσα ,
5811431 εὐφυϊα
, οὕτω κἀνταῦθα ἡ φυσικὴ ἀρετὴ προϋπάρχει τῆς κυρίας , εὐφυΐα τις οὖσα καὶ αὐτὴ πρὸς ὑποδοχὴν τῆς κυρίως ἀρετῆς
εὐφυὴς εὐθιξίας , ἐπιμονῆς , μνήμης , ἐν οἷς ἡ εὐφυΐα : ὁ δὲ εὐμαθὴς ἀκροάσεως , ἡσυχίας , προσοχῆς
5803570 προσαγουσα
καθ ' οὗ τὸ κέντρον ἔσται τῆς σελήνης , ὅταν προσάγουσα πρώτως ἔξωθεν ἅπτηται τῆς σκιᾶς , τὸ δὲ Γ
ὁ μὲν τὸ πάθος δεικνύς , ἡ δὲ τὴν χεῖρα προσάγουσα τοῦ θείου πάθους χρωμένη συμβόλῳ , ἔδοξε νύκτωρ ἀπηλλάχθαι
5790645 Μακρα
. Ἀμφιλύκῃ : τῇ ἠῷ . ῥέα : ἐλαφρῶς . Μακρά : ὑψηλά . Καλύψῃ : ταῦτα ὄρεα . Ἵκετο
ἁπλοῦ , ἀλλ ' ἤτοι ἓν ἢ μηδὲ ἕν . Μακρά ἐστι συλλαβὴ ἡ ἔχουσα μακρὸν φωνῆεν ἢ μηκυνόμενον ἢ
5789322 ἐπιτευξις
καὶ περὶ τῶν τρόπων βουλεύεσθαι , καθ ' οὓς ἡ ἐπίτευξις καὶ ἡ ἀποφυγὴ αὐτῶν περιέσεται . Ἐπειδὴ τὴν πρὸς
ὑπὲρ πράξεως , τίνα δεῖ τρόπον πράττειν . Εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις , ἐν ᾧ χρὴ παθεῖν τι ἢ ποιῆσαι .
5787966 ἰατρευεσθαι
εἴπερ κάλλιστόν ἐστιν ; Ναί . Ἆρ ' οὖν τὸ ἰατρεύεσθαι ἡδύ ἐστιν , καὶ χαίρουσιν οἱ ἰατρευόμενοι ; Οὐκ
συμβεβηκὸς δὲ εἰς τὴν ἀναπλήρωσιν . ἐπεὶ γὰρ τότε συμβαίνει ἰατρεύεσθαι καὶ ἀναπληροῦσθαι , ὅταν τὸ ἐν ἡμῖν ὑγιεινὸν ἐνεργῆται
5786964 ἀληθευτικαι
αὐταῖς ἀναγκαῖα τὰ ὑποκείμενα . τέχνη δὲ καὶ φρόνησις πῶς ἀληθευτικαὶ περὶ τὰ ἐνδεχόμενα καὶ ἄλλως ἔχειν καταγινόμενα , καίτοι
δὲ μόναι περὶ αὐτὴν ὅσαι λογικαί , καὶ ἐκεῖναι μόναι ἀληθευτικαὶ ὅσαι γνωστικαί . αἱ γὰρ ὀρεκτικαὶ ὀρέγεσθαι μόνον ,
5781735 φλεγμαινουσιν
αὐτοῦ πολυειδεστέρα , διὰ τὸ πᾶσι τοῖς καθ ' ὑποχόνδρια φλεγμαίνουσιν ἁρμόττειν . Ὑπαλλαττόμενον οὖν μεγάλως διαφέρει , ὡς τὴν
τραχύτητος καὶ διαφορεῖ χωρὶς δήξεως , ὧν μάλιστα χρεία τοῖς φλεγμαίνουσιν . ποιεῖ δὲ καὶ τὰ πρὸς ὀδονταλγίας ἀναγεγραμμένα ,
5781209 Συμπεραινει
εἶναί τι πρότερον καὶ οὕτως αὐτῷ ἕτερόν τι παραφύεσθαι . Συμπεραίνει τὸ ἐξ ἀρχῆς , ὅτι οὐκ ἔστι κοινὴ τοῦ
ἐπευφραίνοιτο ; τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν ἀρετῶν . Συμπεραίνει τὸ εἰρημένον , ὅτι οὐχ ὡς περίαπτον ἡ ἡδονὴ
5776647 ὑγιαινουσι
τὸ δὲ αὐτὸ τοῖς μὲν γλυκὺ φαίνεται , οἷον τοῖς ὑγιαίνουσι τὸ μέλι , τοῖς δὲ πικρόν , οἷον τοῖς
ποικίλα καὶ παντοδαπά , ὅπως ἔχωσιν ἁρμόζοντα , τὰ μὲν ὑγιαίνουσι , τὰ δὲ νοσοῦσι , καὶ τὰ μὲν ἰσχυροῖς
5774732 ταραττον
, θαρροίην . καὶ τί γάρ , ἠρόμην , τὸ ταράττον ; οὐδέν , ἔφη , μέγα δὲ ὅμως ἥμερόν
. συνηγορεῖν , καὶ ὑπέρδικοι οἱ συνήγοροι . θρᾶττον . ταράττον , ἐνοχλοῦν . οὐδ ' ὁ Ἡρακλῆς . παροιμία
5771153 δυσπεπτον
. ἀλλοιοῦται δ ' οὐ λίαν , οὐ διὰ τὸ δύσπεπτον αὐτῶν , ἀλλ ' ὅτι καταπίνομεν τε ταχέως οὐ
ἡ κοιλία γίνεται : τροφήν τε δίδωσιν ὕγραν τε καὶ δύσπεπτον ἅπαν ὄστρεον καὶ πρὸς τὰς οὐρήσεις ἐστὶν οὐκ εὔοδα
5767943 μικρολογια
ἔνδειαν , ὡς ἐπὶ τῆς ἐλευθεριότητος ὁρᾶται ἐπὶ θάτερα μὲν μικρολογία , ἐπὶ θάτερα δὲ ἀσωτία . Γίνεται γὰρ ἐν
[ ἢ ἄνοιαν ] γινόμενα . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ μικροψυχίᾳ μικρολογία : μεμψιμοιρία : δυσελπιστία : ταπεινότης . . .
5765902 ὀλεθριαις
ψυχρὸν ἀρρώστημα : ἔσθ ' ὅτε γε μὴν ἐπὶ φρενίτισιν ὀλεθρίαις , καὶ λοιμώδεσί τισιν ἀρρωστήμασι , καὶ ἀξιολόγοις τισὶν
νέων ἀνδρῶν , ἐν αἰχμαῖς , ἀντὶ τοῦ ἐν μάχαις ὀλεθρίαις . θεῶν ὑπέρτατε . μέγα . . Φθόνος καὶ
5757460 πικρια
καὶ ἐστεγνωμένοι : καὶ περὶ τὴν γλῶσσαν τραχύτης : καὶ πικρία στόματος : αὐτοί τε τοὺς ὀφθαλμοὺς ταυρηδὸν σχηματίζοντες ,
πρὸς θεοὺς τιμῆς . Ὀργή : θυμός : χόλος : πικρία : μῆνις : κότος : ἔρως : ἵμερος :
5748208 ἐπιθυματικον
παναγαθία περὶ ὅλαν τὰν ψυχάν . καὶ ὅκκα μὲν τὸ ἐπιθυματικὸν ἕπηται μέρος τᾶς ψυχᾶς τῷ λογιστικῷ , γίνεται σωφροσύνα
τὸ μὲν θυμοειδὲς περὶ τὰν καρδίαν , τὸ δ ' ἐπιθυματικὸν περὶ τὸ ἧπαρ . τοῦ δὲ σώματος ἀρχὰν μὲν
5738352 ἐμπλεων
[ ] λᾱλ ? [ . . . ἀχαΐνην στέατος ἔμπλεων τράγον . ἦλθ ' ἦλθε χελιδὼν καλὰς ὥρας ἄγουσα
δεσμοῖς ὑπὸ Ἐρινύων . εἶναί τε πάντα τὸν ἀέρα ψυχῶν ἔμπλεων : καὶ τούτους τοὺς δαίμονάς τε καὶ ἥρωας νομίζεσθαι
5731712 ἐξηρανε
εἴη καὶ ὑγρότερον τὸ ἕλκος , εἰδέναι προσῆκεν ὡς ἐνδεέστερον ἐξήρανε τὸ φάρμακον , καὶ ἐπιτείνειν αὐτὸ μέλιτος μίξει :
κατὰ κύστιν : ἥ τε κίνησις καὶ ὁ πόνος ἅπαν ἐξήρανε τὸ σύντηγμα καὶ ἐξέπεψε . Οὐχ ἅπασι δὲ οὐδὲ
5722562 παθητικωτερον
Τὸ ἔγκλημα , ὅτι ἦσαν οὕτω βιοῦντες : ὅτι γὰρ παθητικώτερον τὸ πλάσμα τυγχάνει , παντί τῳ πρόδηλον . Ἡ
δήμῳ διὰ τὴν προτέραν . τὸ δὲ εἶδος τοῦ λόγου παθητικώτερον διὰ τὴν τῆς θυγατρὸς ἀπώλειαν . καὶ πολλῷ πλέον
5721357 γλισχροτης
πολυχρονίους γίγνεσθαι καὶ τὰ εἰρημένα μέν ἐστιν αἴτια , καὶ γλισχρότης δὲ καὶ παχύτης ὑγρῶν : τό τε γὰρ πολὺ
τὸν καρπισμὸν τῆς γῆς οἷον ἥ τε πολυρριζία καὶ ἡ γλισχρότης τῶν καρπῶν : βραδέως γὰρ τὰ γλίσχρα καὶ καθαρὰ
5713923 οἰδισκομενα
μελίκρατον ἀνεπιτήδειον οἷς εἰς ὄγκον ἤρθη τὰ σπλάγχνα σκιρρούμενα καὶ οἰδισκόμενα καὶ φλεγμαίνοντα , ταχέως τοῦ μέλιτος εἰς χολώδη χυμὸν
μελίκρατον ἀνεπιτήδειον οἷς εἰς ὄγκον ἤρθη τὰ σπλάγχνα σκιρρούμενα καὶ οἰδισκόμενα καὶ φλεγμαίνοντα . οἱ λιπαροὶ φοίνικες ἐμφρακτικοί . πάντα
5713109 ἀνεφικτων
ἀφθονίας , ὃ πολλάκις γίνεσθαι φιλεῖ , πρὸς τὸν τῶν ἀνεφίκτων ἔρωτα ἐξώκειλε καὶ περὶ ἀθανασίας ἐπρεσβεύετο γήρως ἔκλυσιν καὶ
γέγονε θάνατος . Ἄμμον μετρεῖν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀνεφίκτων . Ἅμ ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις :
5712097 λαμπρυνει
ὅθεν καὶ φαύω λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ
τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν ἐστιν . ἡ δὲ ἔννοια τοιαύτη
5711054 συντελεια
μὲν ἐς πόδας δώδεκα , ἐκομίσθη δὲ ἐκ τῆς Φιγαλέων συντέλεια ἐς κόσμον τῇ Μεγάλῃ πόλει . τὸ δὲ χωρίον
καὶ τοῦ μηδενὸς ὡς εἰπεῖν ἀξία ἡ παρὰ τούτων αὕτη συντέλεια καὶ σπουδὴ οὐδεὶς ἀγνοεῖ . πλὴν ἔστω γ '
5704970 λιμναια
νέον γλάγος . ὡς λιμνῆτις ἅπαν ἐκ βδέλλα : ὡς λιμναία βδέλλα , παρὰ τὸ βδάλλειν καὶ οἷον ἐξαμέλγειν τὸ
καὶ δύσπεπτος , αἱ σφύραιναι τῶν γόγγρων τροφιμώτεραι . ἡ λιμναία ἔγχελυς τῆς θαλασσίας εὐστομωτέρα καὶ πολυτροφωτέρα . τῷ μελανούρῳ
5701745 νομιουμεν
οὗ πολὺν χρόνον ἀπεστέρημαι χρυσίου , τοῦτο εἰσπράξας ἀπόστελλε . νομιοῦμεν δὲ οὐκ ὄφλημα κεκομίσθαι μᾶλλον ἢ δωρεὰν εἰληφέναι .
ἡμεῖς οὐ προτιμήσομεν ταύτης , ἀλλὰ τὰς Λεπτίνου λειτουργίας ἀσφαλεστέρας νομιοῦμεν καὶ καλλίους κεχρῆσθαι , ἃς διὰ τὸ μηδὲν εἶναι
5700782 ἐμπνεον
αὐλῶν ἐν διαφόροις ἡρμοσμένων ῥυθμοῖς , ἓν καὶ τὸ αὐτὸ ἐμπνέον πνεῦμα , κατὰ τοὺς εἱρμοὺς ἐκείνων , καὶ τὰς
τὰ νοοῦντα καὶ ζῆν τὰ ζῶντα , ἐμπνέον νοῦν , ἐμπνέον ζωήν , εἰ δέ τι μὴ δύναται ζῆν ,
5698250 στρυφνοτερον
ἀπὸ σίτων , τὸ δ ' ἡδυσμάτων προσαιρόμενον καὶ οἶνον στρυφνότερον καὶ ἐπὶ τούτοις χυλὸν πτισάνης ἤ τι ἄλλο τῶν
οἴνῳ μόνιμον αὐτὸν ποιεῖ . κηρὸς ἐν τῇ πισσώσει μιχθεὶς στρυφνότερον τὸν οἶνον ποιεῖ . λίνου σπέρμα μιχθὲν ἑψητῷ ἢ
5693543 συγχει
ἔσω ἐστὶν ὁ παῖς . Σοφοκλῆς τὴν διαφορὰν [ ] συγχεῖ : φησὶ γοῦν ἐν Τραχινίαις γυναῖκες , αἵ τ
δὲ δόξα νικητήριος τοῖς εὐπλοοῦσιν ἀντιπνεύσας ' ἡ τύχη ἅπαντα συγχεῖ , κᾆτα ναυαγεῖν ποιεῖ σὺ δ ' , ὦ
5690422 ὠπτημενα
δέ , ὡς ἱστορεῖ Ποσειδώνιος , ἄριστα προσφέρονται κρέα μεληδὸν ὠπτημένα καὶ ἐπιπίνουσι γάλα καὶ τὸν οἶνον ἄκρατον . Καμπανῶν
: ἀστεῖον ἑφθὴ τευθὶς ὠνθυλευμένη καὶ πτερύγι ' ἁπαλῶς σηπίας ὠπτημένα . τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν . ἑψητὸν δὲ
5684603 ῥαφανιδεϲ
καθαίρει , ὅλη δὲ βρωθεῖϲα ἄνω τε καὶ κάτω . ῥαφανῖδεϲ δὲ τῶν προειρημένων ἔλαττον μὲν καθαίρουϲιν , ὠφελιμώτερον δέ
τάδε πρήϲϲουϲι , ἄλλοτε μὲν οἱ νήϲτιεϲ , ἄλλοτε δὲ ῥαφανῖδεϲ . φράϲω δὲ τόν τε τρόπον καὶ τὴν ὕλην
5684112 ἐπιπνοια
καταπνεόμενος , ἀναπνοή , περιπνευμονία , δύσπνοια , ἔμπνους , ἐπίπνοια , διάπνοια . περὶ μέντοι τὴν κοιλίαν κατὰ τὰ
πάντων μέγιστον διαφέροιεν ἂν τόποι χώρας ἐν οἷς θεία τις ἐπίπνοια καὶ δαιμόνων λήξεις εἶεν , τοὺς ἀεὶ κατοικιζομένους ἵλεῳ
5682282 εὐκατεργαστον
περιθλασθὲν καὶ ἀποπτηθὲν μετὰ τοῦ τηρεῖν τὴν ποιότητα προσλαμβάνει τὸ εὐκατέργαστον . εἰ δὲ ἑφθὸν αὐτό τις βούλοιτο λαβεῖν ,
εὐχερές , εὔκολον , εὐπετές , εὔπρακτον , ἄπονον , εὐκατέργαστον , ἁπλοῦν τε καὶ ἀπάνουργον , καὶ εὔτροπον καὶ
5677368 λιθιασεις
: ποιεῖ δὲ διὰ τὸ κέντρον καὶ ἀμαυρώσεις πηρώσεις ἐπισκιασμοὺς λιθιάσεις στραγγουρίας περιοδικὰς νόσους πολυκοιλίας συριγγώματα . Τοξότης μηροὶ βου
. ποιεῖ δὲ διὰ τὸ κέντρον ἀμαυρώσεις , ἐπισκιασμούς , λιθιάσεις , στραγγουρίας , κήλας καὶ βρογχοκήλας , ἀρρητοποιίας ,
5673421 θησαυρισμα
παῖδες δὲ χρηστοί , κἂν θάνωσι , δώμασιν καλόν τι θησαύρισμα τοῖς τεκοῦσί τε ἀνάθημα βιότου κοὔποτ ' ἐκλείπει δόμους
ἀνδρός , καὶ πυρεῖ ' ὁμοῦ τάδε . Κείνου τὸ θησαύρισμα σημαίνεις τόδε . Ἰοὺ ἰού : καὶ ταῦτά γ
5673033 φυραμα
δέ , φυρῶ , τὸ κοινῶς ζυμῶ , ὅθεν καὶ φύραμα . φησὶ ⌈ γοῦν : [ δέ : ]
τὸ φύραμα τῶν ἀλφίτων , ὅταν μὴ γένηται μᾶζα . φύραμα δὲ Ἕλληνες . φαῦλον καὶ φλαῦρον Ἀριστοφάνης ἀμφότερα κατὰ
5672449 οἰκῃον
μὲν ὦν καθόλω πᾶσι συμβεβακότα συνιδὲν καὶ θεωρῆσαι τᾶς σοφίας οἰκῇον , τὰ δὲ τοῖς πλείστοις τᾶς περὶ φύσιν ἐπιστήμας
, ξυνᾷ μὲν καθόλου ἰδίᾳ δὲ καθ ' ἕκαστον , οἰκῇον βασιλέως ὥσπερ θεῶ ἐν τῷ κόσμῳ ὧ ἁγεμών τε
5665157 ἐλαδιον
λοπάδι μεγάλῃ ταῦτα , λιτῶς προσαγαγὼν χλόην κύμινον ἅλας ὕδωρ ἐλάδιον . λάβρακα μετὰ ταῦτ ' ἐπριάμην καλὸν σφόδρα ,
λιτῶς προσαγαγὼν χλόην , κύμινον , ἅλας , ὕδωρ , ἐλάδιον . λάβρακα μετὰ ταῦτ ' ἐπριάμην καλὸν σφόδρα ,
5664955 τραχυνει
τὰ ὀνόματα οὔτε ἡμιφώνῳ ἡμίφωνον ἢ ἄφωνον παράκειται , ἃ τραχύνει τὸν λόγον : ἀλλὰ συνολισθαίνουσιν ἀλλήλαις καὶ συγκαταφέρονται ,
καὶ στιβαρὰ καὶ ἀξιωματικὰ καὶ πολὺ τὸ αὐστηρὸν ἔχει , τραχύνει τε ἀλύπως καὶ πικραίνει μετρίως τὰς ἀκοάς , πάντες
5664523 εὐφθαρτον
καὶ τὸ δύσπεπτον , καὶ τὸ φυσῶδες , καὶ τὸ εὔφθαρτον : μάλιστα δὲ τὸ εὐαπόξυντον , καὶ ὅσα πολύχυμα
ϲυμβουλεύειν δὲ αὐτοῖϲ χρὴ μηδὲν κνιϲῶδεϲ ἢ βρωμῶδεϲ ἢ ὅλωϲ εὔφθαρτον ϲιτίον προϲφέρεϲθαι , τὰ εὔχυμα δὲ ἐκλέγεϲθαι . τοῖϲ
5656089 ἐπισκοτει
εὖ φρονοῦσιν . ἀλλ ' , οἶμαι , νῦν μὲν ἐπισκοτεῖ τούτοις τὸ κατορθοῦν : αἱ γὰρ εὐπραξίαι δειναὶ συγκρύψαι
νῦν μέν , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὸ κατορθοῦν αὐτὸν ἐπισκοτεῖ πᾶσι τοῖς τοιούτοις : αἱ γὰρ εὐπραξίαι δειναὶ συγκρύψαι
5655254 κεχηνε
μάλιστα τῶν ἄλλων τεχνῶν φιλοσοφίαν διαφέρειν πεπιστευκώς , ὅτι μὴ κέχηνε πρὸς δόξας ἀνθρώπων , μηδὲ τὰς ἀκοὰς ποιεῖται κριτὰς
τῷδε ἠδέλφισται : τότε γὰρ μάλιστα τὸ στόμα τῶν μητρέων κέχηνε , καὶ τετανόν ἐστι μετὰ τὰς καθάρσιας , καὶ
5655152 θελγειν
καθέλκουσιν . τὸν Ὀρφέα τῆς ἐμμελείας μεμυθεῦσθαι καὶ τοὺς καὶ θέλγειν , ὡς καὶ νῦν εἰώθαμεν ὑπερβολικῶς λέγειν , ἀλλὰ
μέλους ἔκρουέ τε ἅμα καὶ ᾖδεν ἐρωτικὰ ψυχαγωγεῖν οὕτω καὶ θέλγειν οἰόμενος τὴν σώφρονα , τὴν παρθένον . οὐ μήν
5654954 γηραιοις
ἀθάνατον εὐκλείαν καταλείψοντες ἀντὶ τοῦ θνητοῦ σώματος νηπίοις παισὶ καὶ γηραιοῖς γονεῦσιν , οἱ ταύτην ἐκπληρώσοντες τὴν τοῦ βίου τελευτήν
προὔλιπε τὸν βίον : τοῖς δ ' ἄλλοις ἔθος εἶναι γηραιοῖς σφόδρα γενομένοις ὥσπερ ἐκ δεσμῶν τοῦ σώματος ἀπαλλάττεσθαι .
5653461 ἐγχεομενον
. πρασίου χυλὸν διὰ ῥινῶν ἴκτερον καθαίρει , ἐλατήριον ὁμοίως ἐγχεόμενον ταῖς ῥισὶ μετὰ γάλακτος . ὅταν δὲ τὸ μὲν
ὀδόντων δὲ ὀδύναϲ ἰᾶται τῷ καταλλήλῳ τοῦ ὀδυνωμένου ὀδόντοϲ ὠτὶ ἐγχεόμενον τὸ ἔλαιον θερμόν . καὶ ὑποθυμιώμενα δὲ ἐπ '
5653421 προσθετοις
ὅσα περίεργ ' αὐταῖσι τῶν φορημάτων ὅσοις τε περιπέττουσιν αὑτὰς προσθέτοις . ἀγαθὰ μεγάλα τῇ πόλει ἥκειν φέροντάς φασι τοὺς
περίεργ ' αὐταῖσι τῶν φορημάτων , ὅσοις τε περιπέττουσιν αὑτὰς προσθέτοις . οἶνον δὲ πίνειν οὐκ ἐάσω Πράμνιον , οὐ
5644680 ἀποκαθαρμα
εἰσὶν αἱ δίστιχοι , ἔλαττον ἔχουσαι [ τῶν πυρῶν ] ἀποκάθαρμα τῶν μονοστίχων . Τροφὴν μὲν ὀλίγην δίδωσι τοῖς σώμασι
ἢ ἀναπεμπόμενά εἰσιν ἢ ἐμπεπλασμένα . οαʹ . Μύξα ἐστὶν ἀποκάθαρμα τοῦ ἐγκεφάλου ὥστε κουφίζεσθαι τὸ ἡγούμενον τῆς ψυχῆς μέρος
5644447 μοϲχειοϲ
εἰϲιν μυελοί τε ϲύμπαντεϲ καὶ μᾶλλον ὁ ἐλάφειόϲ τε καὶ μόϲχειοϲ , ϲτεάτων δὲ τό τε λεόντειον καὶ τὸ τῆϲ
πτύελον Ἰταλικόν . ἀντὶ μυελοῦ ἐλαφείου ϲτέαρ ἐλάφου ἢ μυελὸϲ μόϲχειοϲ . ἀντὶ μηλοκυδωνίων μελίλωτα . ἀντὶ μίϲυοϲ Κυπρίου ὤχρα
5642747 φαττα
πλησίον παχεῖα καὶ πιμελής , σοὶ δὲ νεοττὸς ἡμίτομος ἢ φάττα τις ὑπόσκληρος , ὕβρις ἄντικρυς καὶ ἀτιμία . πολλάκις
πλεῖστον χρόνον ἐν ὀχείᾳ γίνεται ἡ ἔχιδνα , μέγιστον ἡ φάττα , ἐλάχιστον δὲ ἡ τρυγών . καὶ ὅτι ὁ
5642120 εὐθυμια
καὶ ἆθλα τοῖς νικῶσι μεγαλοπρεπῶς ἐδίδου , καὶ ἦν πολλὴ εὐθυμία ἐν τῷ στρατεύματι . Τῷ δὲ Κύρῳ σχεδόν τι
δὲ οἱονεὶ ψυχαγωγία ἀπὸ ἀηδοῦς τινος ἐπὶ τὸ κρεῖττον , εὐθυμία δὲ ψυχῆς βραχεῖα χαρά , ἡδονὴ δὲ ψυχῆς ἀρέσκεια
5640391 ὁσιοτης
τοῖς λόγοις ἐλέγετο ὑπὸ σοῦ ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης καὶ πάντα ταῦτα ὡς ἕν τι εἴη συλλήβδην ,
τὸ δὲ πρότερον αὖ ἐφάνη ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ὁσιότης σχεδόν τι ταὐτὸν ὄν . Ἴθι δή , ἦν
5639335 ξηρηναι
ὑπερβολὴν ἀξυμφόρων γεγενημένην . Τῇ οὖν διαίτῃ χρὴ ψῦξαι καὶ ξηρῆναι , καὶ πρῶτον μὲν τὰ γυμνάσια τὰ ἡμίσεα ἀφελεῖν
δυνατωτέρη δὲ τῶνδε τὸ ῥῆον ἡ ῥίζα , ἐμψῦξαι , ξηρῆναι , ϲτῦψαι , τὰ πάντα ποιῆϲαι : ἀτὰρ καὶ
5636826 ἀφελεια
ἐθαυμάσθη ἐκ τούτου . ἡ μὲν ἐπίπαν ἰδέα τοῦ ἀνδρὸς ἀφέλεια προσβάλλουσά τι τῆς Νικοστράτου ὥρας , ἡ δὲ ἐνίοτε
ἀσθενῶν δὲ Δαρεῖος . κινδυνεύει δὲ ἐγγυτάτω εὐτελείας προσιέναι ἡ ἀφέλεια διὰ τὸ πλείστοις ὀνόμασιν ἀνεμφάτως χρῆσθαι , ὡς καὶ
5636821 ἰφυον
εἰπεῖν ἐκ τῶν ὄψεων , εἶπεν ἐκ τῶν ἰφύων . ἴφυον δέ ἐστιν εἶδος ἀγρίου λαχάνου , ὅτι Εὐριπίδης λαχανοπώλιδος
λυχνὶς καὶ τὸ Διὸς ἄνθος καὶ τὸ κρίνον καὶ τὸ ἴφυον καὶ ἀμάρακος ὁ Φρύγιος , ἔτι δὲ ὁ πόθος
5634884 κεφαλαλγες
βρῶμα : τὸ δὲ τοῦτο ποιεῖν καροῦν Ἀντιφῶν φησίν . κεφαλαλγὲς σιτίον , ὡς τὸν τοῦ φοίνικος ἐγκέφαλόν φησιν ὁ
ἐμπέσῃ : Κοινῶς δὲ τὸ γάλα τρόφιμον καὶ εὒχυμον : κεφαλαλγὲς δὲ τοῖς ῥᾳδίως πληρουμένοις τὴν κεφαλήν , καὶ οἷς
5628477 λεαινεσθαι
. τῶν ὀδόντων λέγονται , διὰ τὸ ἐπ ' αὐτῶν λεαίνεσθαι , ἤτοι τρίβεσθαι τὴν τροφήν . Μασχάλη . ἀπὸ
, ὃς τοὺς θαυμαστοὺς ὑμῖν νόμους συνέγραψεν , ὡς χρὴ λεαίνεσθαι καὶ παρατίλλεσθαι καὶ πάσχειν καὶ ποιεῖν ἐκεῖνα , εἰ
5627915 μεθυσμα
ὁ καὶ βασιλέων καὶ προφητῶν μέγιστος Σαμουὴλ ” οἶνον καὶ μέθυσμα ” , ὡς ὁ ἱερὸς λόγος φησίν , „
ἀμπέλου , ὅπερ εὐφροσύνη κεκλήρωται , καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς μέθυσμα , ἡ ἄκρατος εὐβουλία , καὶ ὁ ἀρυσάμενος οἰνοχόος
5621492 διαπονεισθαι
ὁ σοφιστής : ὅσα δ ' αὖ τῶν μεγάλων δεῖ διαπονεῖσθαι καλῶς , περὶ τῶν τοιούτων δέδοκται πᾶσιν καὶ πάλαι
ἣν οὐχ ἕνεκα τοῦ λέγειν καὶ πράττειν πρὸς ἀνθρώπους δεῖ διαπονεῖσθαι τὸν σώφρονα , ἀλλὰ τοῦ θεοῖς κεχαρισμένα μὲν λέγειν

Back