δὲ τῶν συντεταγμένων . Ἐτάχθη δὲ τὸ πᾶν προνοίᾳ στρατηγικῇ ὁρώσῃ καὶ τὰς πράξεις καὶ τὰ πάθη καὶ ἃ δεῖ
] ἐπὶ τῇ παιδὶ [ Δηιανείρᾳ ] ἀθύμως τὸν μνηστῆρα ὁρώσῃ . γέγραπται γὰρ οὐκ αἰδοῖ τὴν παρειὰν ἐξανθοῦσα ,
6789869 τερπνως
καὶ Γλαυκέτης ἡ ψῆττα , καὶ Λεωγόρας , οἳ ζῆτε τερπνῶς οὐδὲν ἐνθυμούμενοι . ὃς πρῶτα μὲν Κλέωνι πόλεμον ἠράμην
τὸ πρᾶγμα οὐκ ἔστιν , ὥσπερ οὐδὲ τοῦ γάνυσθαι . τερπνῶς , ἡδέως , φαιδρῶς : τὰ γὰρ ἐκ τῶν
6761897 εὐφημα
καὶ τῆς ἀδυναμίας ὁ Ἀριστοτέλης οἰκείοις οἰκεῖα ἀποδιδοὺς καὶ εὐφήμοις εὔφημα τῷ ποιεῖν τὴν δύναμιν προσῆψε , τῷ δὲ πάσχειν
παράγραφος . σύστημα κατὰ περικοπὴν στίχων ιβʹ . εὐφημεῖν ] εὔφημα λέγειν . τῆς εὐχῆς ] ἣν αὐτὸς εὔξομαι .
6759521 μελεδωνας
τοι , Μενέλαε , θεοὶ ποίησαν ἄριστον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἀποσκεδάσαι μελεδῶνας . ὁ τῶν Κυπρίων τοῦτό φησι ποιητής , ὅστις
ψυχρὸν ὕδωρ ἐπάγων . τοῦ πίνων ἀπὸ μὲν χαλεπὰς σκεδάσεις μελεδῶνας , θωρηχθεὶς δ ' ἔσεαι πολλὸν ἐλαφρότερος . Εἰρήνη
6611970 γαστριμαργια
τραχυτής : ἔρις : προσπάθεια : φιληδονία : φιλοχρηματία : γαστριμαργία : οἰνοφλυγία : λαγνεία . αʹ Ὀργὴ μὲν οὖν
τὴν γλωσσαλγίαν φησὶν αἰσχίστην νόσον , ὅτι πορνεία μὲν καὶ γαστριμαργία καὶ τὰ λοιπὰ πάθη σὺν τῇ βλάβῃ ἔχουσί τι
6546577 ἐπιηλεν
ἐπιζάφελος χόλος ἥκοι . ” ἐπίηλεν : “ αὐτὸς γὰρ ἐπίηλεν . ” Ἀρίσταρχος ἐπεισέπεμψεν . ἐπίηρα τὴν μετ '
. , . . . . . . οὗτος γὰρ ἐπίηλεν τάδε ἔργα . † ) Ἀρίσταρχος ἐπεισέπεμψεν . .
6542439 ἐμεριζετο
α μετετίθετο , καὶ ἦν κοινότερον μεταλαμβανόμενον τὸ ἔνθα , ἐμερίζετο μὲν τῇ συνεκδρομῇ τῶν εἰς θεν ληγόντων τὸ ἔνθεν
δὲ τῇ μητρὶ συνταξάμενος καὶ δακρύων κρουνοὺς ἀφιεὶς ἐπὶ δυσὶν ἐμερίζετο πάθεσι , σπλάγχνῳ τε μητρικῷ καὶ στρατείας ἐπιθυμίᾳ ,
6505119 ἀσημα
βδελυγμία : ἡ ναυτία ἡ κινοῦσα ἔμετον . βατταρίζειν : ἄσημα καὶ ἀδιάρθρωτα διαλέγεσθαι . βαμβαλύζειν : τὸ ὑπὸ ῥίγους
τοὺς λεγομένους παρ ' αὐτὰς βυκανισμοὺς καὶ βηχίας , φθέγματα ἄσημα καὶ ἄναρθρα καὶ ἐκμελῆ , ἐπὶ δὲ τὸ ὀξὺ
6501868 νομιμωτερον
εἰ δὲ τοῦτο μὴ ἐγχωρεῖ , λόγῳ ποιῶμεν , ὑποτιθέμενοι νομιμώτερον αὐτοὺς ἢ νῦν ἐθέλοντας ἂν ἀποκρίνασθαι . τὸ γὰρ
ἀπετίθεντο , ὡς καὶ αὐτοὶ μετὰ τῶν ἄλλων αὐτὰς ἀντιληψόμενοι νομιμώτερον . τοῖς δὲ ἥ τε ἐνέδρα κατεφαίνετο , καὶ
6495517 βλακεια
γάρ ἐστιν ὁ μαλθακευόμενος ἐν ὑποκρίσει τὸ σῶμα : καὶ βλακεία ἡ μεθ ' ὑπεροψίας ὁμιλία . συντεταγμένως : Σπουδαίως
στοχαζόμενον τῆς σωματικῆς εὐμετρίας . ἐπιτεινομένη γὰρ καθαρειότης θρύψις καὶ βλακεία εὑρίσκεται , ἐπιτεινομένη δὲ λιτότης ἀκαθαρσία καὶ ῥύπος γίνεται
6461645 ποιμαινει
τῷ τελειωθέντι ἐξ ἀσκήσεως Ἰακὼβ τὴν ποιμενικὴν ἐπιστήμην περιῆψε : ποιμαίνει γὰρ οὗτος τὰ πρόβατα Λάβαν , τῆς τοῦ ἄφρονος
? [ . . . . . . | τέχνη ποιμαίνει καὶ κατευθύνει τὰ θρέμματα πόλεως [ . . .
6448029 ἀμπελουργειν
Κελεύουσι δὲ τὰς μὲν ἐν τῇ ξηρᾷ καὶ θερμῇ πρωΐας ἀμπελουργεῖν ὅταν τάχιστα παύσωνται φυλλοβολοῦσαι , τὰς δ ' ἐν
δὲ πάσης ὀπώρας τὸ ὀπωρίζειν , βωλοκοπεῖν , ὀνηλατεῖν , ἀμπελουργεῖν , καὶ ὄνῳ κοπροφόρῳ ἕπεσθαι . σκαπτέα , φυτευτέα
6429806 εὐηθεια
δ ' οἴεσθαι ὅτι μόνοις ποτὲ τοῖς κατὰ διάνοιαν ἐπανέξουσιν εὐήθεια πολλή . οὗ χάριν ἀμφότερα τιθέασι , διὰ μὲν
ἀποτίκτειν πολλάκις ὠδῖσιν αὐταῖς ἐναποθνῄσκουσιν . ὅλως τοῦτ ' οὐκ εὐήθεια δεινὴ μήτραν ὑπολαμβάνειν γῆν ἐγκεκολπίσθαι πρὸς ἀνθρώπων σποράν ;
6409616 σεσημειωσεται
παρείπετο οὖν τῷ ἐνθάδε τὸ τοιοῦτον : κατὰ τοῦτο ἄρα σεσημειώσεται . Τοῖς αὐτοῖς ἐπιχειρήμασι χρήσαιτο ἄν τις καὶ ἐπὶ
παρεπόμενά ἐστιν ἐν τῷ ἐνθάδεκατὰ . τοῦτό γέ τοι μόνον σεσημειώσεται , καθὸ ἡ τοιαύτη παραγωγὴ οὐχ οἱαισδήποτε λέξεσι πρόσεισιν
6405407 μοχθεις
[ ] ν ἀρύστηρ ' ἐς κέραμον μέγαν [ ] μόχθεις τοῦτ ' ἔμεθεν σύνεις [ ] μητωξαυος ἀλλως [
[ ] ν ἀρύστηρ ' ἐς κέραμον μέγαν [ ] μόχθεις τοῦτ ' ἔμεθεν σύνεις [ ] μητωξαυος ἀλλως [
6393805 πιπτοντι
στέρνα χαλεπῶς καὶ ἐς τὸν τράχηλον ὑπέρῳ βαρυτάτῳ , καὶ πίπτοντι ἤδη καὶ περισωθέντι μόλις ὑπὸ τῶν Μακεδόνων ἀναρρηξάντων τὰς
τότε φασὶν ἀληθὲς ὑπάρχειν , ὅταν τῷ ὑπὸ τὴν δεῖξιν πίπτοντι συμβεβήκῃ τὸ κατηγόρημα , οἷον τὸ καθῆσθαι ἢ τὸ
6393340 εὐλαβου
οὖν τὴν τιμίαν θεὸν οὐ προσαγορεύεις : τίν ' : εὐλαβοῦ γάρ : ἀντὶ τοῦ : σιώπα μὴ κατά τι
μὴ καταπιπτέτω : πάντα σοι κατὰ νοῦν χωρεῖ , μεταβολὴν εὐλαβοῦ : πταίεις πολλάκις , χρηστὰ ἔλπιζε : πρὸς γὰρ
6384936 μανιαισιν
ἐὰν τὸν Ἡρακλέα ἐγκωμιάζῃ ἐπὶ τῷ τοὺς θεοὺς νενικηκέναι . μανίαισιν ὑποκρέκει : συμφωνεῖ . οἷον ἐνδόσιμόν ἐστιν . ἄλλως
† κεῖται , τὸ μητρὸς δ ' αἷμά νιν τροχηλατεῖ μανίαισιν : ὀνομάζειν γὰρ αἰδοῦμαι θεὰς Εὐμενίδας , αἳ τόνδ
6380049 μικρολογια
ἔνδειαν , ὡς ἐπὶ τῆς ἐλευθεριότητος ὁρᾶται ἐπὶ θάτερα μὲν μικρολογία , ἐπὶ θάτερα δὲ ἀσωτία . Γίνεται γὰρ ἐν
[ ἢ ἄνοιαν ] γινόμενα . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ μικροψυχίᾳ μικρολογία : μεμψιμοιρία : δυσελπιστία : ταπεινότης . . .
6368813 κλαυσον
τλάμονα , μή με παρένθῃς , στᾶθι δὲ καὶ βραχὺ κλαῦσον , ἐπισπείσας δὲ τὸ δάκρυ λῦσον τᾶς σχοίνω με
. καὶ νῦν ἄπελθε καὶ ἱκέτευσον ὑπὲρ τοῦ πατρός . κλαῦσον , καταφίλησον , εἰπὲ “ μῆτερ , ὁ πατήρ
6368715 Πειθου
ῥᾳότερον τὸ ψέγειν . Νῷ πείθου : Ὁμοία τῇ , Πείθου θεῷ . Νηφάλια ξύλα : τὰ μὴ ἀμπέλινα ,
εἶναι , πρὸς δ ' ἔμ ' ἀψευδεῖν ἀεί . Πείθου λεγούσῃ χρηστά , κοὐ μέμψῃ χρόνῳ γυναικὶ τῇδε ,
6364986 ψυλλας
γῆν , χερσαῖαι γίνονται . ὅτι ἡ χελώνη ἐσθίει τὰς ψύλλας . ὅτι ἐάν τις ῥίψῃ αὐτὴν εἰς νῶτα ,
μικροῖς ἔτι οὖσι τούτοις παραπήξῃς . τάς τε γὰρ οὔσας ψύλλας φθείρει , καὶ ἄλλας οὐκ ἐᾷ γενέσθαι . Ἐὰν
6363269 δεια
οὕτως : ἡδέα καὶ ἡ Κύπρις γελῶσα . τινὲς ἡ δεῖα , ἡ δέους ποιητική . ἐὰν δὲ γράφεται διὰ
οὕτως : ἡδέα καὶ ἡ Κύπρις γελῶσα . τινὲς ἡ δεῖα , ἡ δέους ποιητική . ἐὰν δὲ γράφεται διὰ
6362570 φιλοκερδεια
. τὸ δὲ ἑξῆς : ἐπὶ δὲ τοῦ παρόντος ἡ φιλοκέρδεια ἐφίησι καὶ ἐνδίδωσι λέγειν τὸ τοῦ Ἀριστοδήμου ῥῆμα ἐγγὺς
τοιοῦτοι , θυμός , ἔρως , ὕβρις , ἀμαθία , φιλοκέρδεια , δειλία , καὶ ἔτι τοιάδε , πλοῦτος ,
6357382 ἐλεγξεις
ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη ἡ αἰσχύνη
οὖν αὐτὸν ὁ Ἀπολλώνιος , οὐδὲ γὰρ πικρὸς πρὸς τὰς ἐλέγξεις ἦν , „ ἀλλὰ μὴ τοῦτο „ ἔφη ”
6348171 θεωρεν
ὅλω φύσιος : καὶ τᾶς σοφίας ὦν ἔργον κτᾶσθαι καὶ θεωρὲν τὰν τῶν ἐόντων φρόνασιν . ὃ δή φαμεν ἐν
ὅλω φύσιος : καὶ τᾶς σοφίας ὦν ἔργον κτᾶσθαι καὶ θεωρὲν τὰν τῶν ἐόντων φρόνασιν . . . . .
6337619 ἀναριθμητα
ὡς γυναικώδεις διαβάλλει . . μυρία ] πολλά . , ἀναρίθμητα . Μελησίας κτλ . ] οὗτοι ἐπ ' ἀσελγείᾳ
χρίμψε : πλησίον ἐγένετο . νήριτα : τὰ μεγάλα καὶ ἀναρίθμητα . κευθμῶνος : κοιλώματος . ἵνα τέ σφισιν ἔσκε
6333344 ἐλαδιον
λοπάδι μεγάλῃ ταῦτα , λιτῶς προσαγαγὼν χλόην κύμινον ἅλας ὕδωρ ἐλάδιον . λάβρακα μετὰ ταῦτ ' ἐπριάμην καλὸν σφόδρα ,
λιτῶς προσαγαγὼν χλόην , κύμινον , ἅλας , ὕδωρ , ἐλάδιον . λάβρακα μετὰ ταῦτ ' ἐπριάμην καλὸν σφόδρα ,
6332592 δουλε
εἶπεν : „ ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους
νόμιζέ ς ' ἀρραβῶν ' ἔχειν . Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ
6328278 ἀκμαιοις
αὐτὴν μὴ ταὐτὸν εἶναι τῇ εὐδαιμονίᾳ ἀλλὰ παρακολουθεῖν ὥσπερ τοῖς ἀκμαίοις τὴν ὥραν . σημεῖον δὲ τοῦ μὴ εἶναι τοῦτ
χρῷτο κώλοις τε καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν ἢ τισὶ κεκαλλωπισμένοις ἀκμαίοις τε καὶ σεμνοῖς . καὶ μὴν καὶ τὸ πρὸ
6321509 ἀνανδρια
γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ
ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις
6321053 εὐλογια
εὐποτμία , εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία ,
καὶ μέγεθος τῶν καλῶν ἐπίδοσις . τρίτη δ ' ἐστὶν εὐλογία , ἧς ἄνευ βεβαιώσασθαι τὰς προτέρας χάριτας οὐκ ἔστι
6317381 ἀμελης
. ἀργὸς ] ὡς τὸ ” κλυτὸς Ἱπποδάμεια “ , ἀμελής . τὸ σπαθᾶν ἀπὸ . . . ἐργάζεσθαι εἴληπται
τύχῃ ληρεῖ , τοῖς ἐντυγχάνουσιν ἐπιδεικνύμενος ὡς οὐδὲ ὁδῷ βαδίζων ἀμελής ἐστι τῶν Μουσῶν , ἀλλ ' εἰς καλὸν τὴν
6316821 ἀμεμπτῳ
. [ ἐν ] ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσῶν : ἤγουν ἐν ἀμέμπτῳ ἰῷ καὶ παρὰ τῶν μελισσῶν : ἤτοι ἁπαλωτέρῳ καὶ
θάλλει τε . ἀλλαχοῦ : καὶ τοῦτ ' ἐν δίκῃ ἀμέμπτῳ τε καὶ ἀμέμπτως ᾖ ἡ πᾶσα οὕτω θάλλει τε
6309636 εὐτεκνια
' ὀλίγα πιπράσκειν καὶ μικρά . κακοτεκνία : τοὐναντίον τῷ εὐτεκνία . σημαίνει τὸ κακοῖς καὶ πονηροῖς χρῆσθαι τέκνοις .
αἱ ἐνέργειαι . κοινῶς δὲ τῶν ἀγαθῶν μικτὰ μέν ἐστιν εὐτεκνία καὶ εὐγηρία , ἁπλοῦν δ ' ἐστὶν ἀγαθὸν ἐπιστήμη
6305947 Ἀλκηστιδι
ἐν ᾧ ἐστι λοχῆσαι . Εὐριπίδης Τηλέφῳ : καὶ ἐν Ἀλκήστιδι : κἄνπερ λοχαία σαυτὸν ἐξ ἕδρας . καὶ λοχαίη
θυγατέρες εἰσὶν αἱ Πελίου : τὸ δὲ ὄνομα ἐπὶ τῇ Ἀλκήστιδι γέγραπται μόνῃ . Ἰόλαος δέ , ὃς ἐθελοντὴς μετεῖχεν
6303106 Κυνισκε
ὑμῖν ἠρτῆσθαι ἀπὸ τοῦ λίνου αὐτῶν . Ἀνάγκη , ὦ Κυνίσκε . τί δ ' οὖν ἐμειδίασας ; Ἀνεμνήσθην ἐκείνων
ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρεφομένη . Ἀλλ ' , ὦ Κυνίσκε , τὸ ἀΐδιον τοῦτο καὶ ἄπειρον εὔδαιμον ἡμῖν ἐστι
6301480 παραινεις
ἐκποδών , τὸν οὐκ ὄντα μᾶλλον ἢ μηδένα . Κέρδη παραινεῖς , εἴ τι κέρδος ἐν κακοῖς : βράχιστα γὰρ
βλέπουσιν ἡδονάς . Εἶεν , τῷ παιδὶ μὲν οὕτως ἀνόνητα παραινεῖς καὶ φέροντα βλάβην , τῇ θρεψαμένῃ δὲ πῶς ;
6291837 εὐμαθια
εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία ,
. Ἔστιν δέ γ ' , ἔφην , ἡ μὲν εὐμαθία ταχέως μανθάνειν , ἡ δὲ δυσμαθία ἡσυχῇ καὶ βραδέως
6272509 ἀπατας
ποιῆσαι τὸ ἔργον καὶ ὁπόσον ἐγχωρεῖ πρὸς τὰς τῆς ὄψεως ἀπάτας ἀλεξήματα ἀνευρίσκειν οὐ τῆς κατ ' ἀλήθειαν ἰσότητος ἢ
κακοεργός δαλεῖται τὸν ἰόντα παρέρπων Αἰγυπτιστί , οἷα πρὶν ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες ἔπαισδον , ἀλλάλοις ὁμαλοί , κακὰ παίχνια
6272425 συναιρεται
Λιβύης καὶ Κιλικίας , καὶ τῶν ἐν αὐταῖς ἐλαιῶν . συναίρεται δὲ τῇ τοῦ ἀέρος ἐπιτηδειότητι καὶ τὰ τῆς γῆς
τίνων ἀπέχεσθαι προσήκει , καὶ πρὸς μὲν τὰ δίκαια ἔργα συναίρεται , διακωλύει δὲ τὰ ἄδικα , πολλούς τε τῶν
6267243 παραιτου
ἀλθαίας καὶ ὀλίγου ἑψήματος . τὸ δὲ ἐπὶ πολὺ πυριᾶν παραιτοῦ , ἀλλὰ πραϋτέρᾳ τῇ θερμασίᾳ κέχρησο . ὥσπερ οὖν
δυναμένων . εἰ δὲ καὶ ἀσθενὴς ἡ δύναμις εἴη , παραιτοῦ τότε μάλιστα διδόναι τι τῶν ναρκωτικῶν [ ἐπιφέρειν τέ
6262070 Λυσια
Ἄτεγκτος ὁ Λυσίας ἐστίν . Ἀμέλει καὶ ἔλεγον , ὦ Λυσία . Φέρειν οὖν ἐθέλεις , ὦ Πυθιάς , Ἰόεσσαν
μοι χαλέπαινε . πλὴν τὸ δεῖνα , ὅρα , ὦ Λυσία , μή τινι εἴπῃς τὸ περὶ τῆς κόμης .
6261733 εὐθυμια
καὶ ἆθλα τοῖς νικῶσι μεγαλοπρεπῶς ἐδίδου , καὶ ἦν πολλὴ εὐθυμία ἐν τῷ στρατεύματι . Τῷ δὲ Κύρῳ σχεδόν τι
δὲ οἱονεὶ ψυχαγωγία ἀπὸ ἀηδοῦς τινος ἐπὶ τὸ κρεῖττον , εὐθυμία δὲ ψυχῆς βραχεῖα χαρά , ἡδονὴ δὲ ψυχῆς ἀρέσκεια
6254180 ἐπισκοτει
εὖ φρονοῦσιν . ἀλλ ' , οἶμαι , νῦν μὲν ἐπισκοτεῖ τούτοις τὸ κατορθοῦν : αἱ γὰρ εὐπραξίαι δειναὶ συγκρύψαι
νῦν μέν , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὸ κατορθοῦν αὐτὸν ἐπισκοτεῖ πᾶσι τοῖς τοιούτοις : αἱ γὰρ εὐπραξίαι δειναὶ συγκρύψαι
6234763 κερδαινω
πένης ἦν : ὅτι δὲ ταῦτα πολλά ἐστι , τοσοῦτον κερδαίνω , πλείω μὲν φυλάττειν δεῖ , πλείω δὲ ἄλλοις
ἀναβιβάζω , παλαίω , ἐμπαίζω , ἀσωτεύομαι , ἐνθεάζομαι , κερδαίνω , ἱλαρεύομαι , λούομαι , νοσφίζομαι , μηχανῶμαι ,
6228475 πολυπραγμοσυνης
τὴν ψυχὴν ἀνακουφίσας καὶ μεστὸν ποιήσας ἐλπίδος καὶ φόβου καὶ πολυπραγμοσύνης , δεομένου λέγειν ὤκνει καὶ προεφασίζετο μὴ εἶναι τὸν
πράγμασιν ὀνόματα καὶ ταύτην ἀδιαφόρως κυκλεῖ τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς πολυπραγμοσύνης , οὕτω καὶ τοὺς ἀρχαίους εἰκὸς αὐτῇ κεχρῆσθαι .
6227903 δημοτικως
τὸν αὐτὸν τιθέναι κατὰ τῶν πολιτῶν πάντων , καλῶς καὶ δημοτικῶς λέγων . ὥσπερ γὰρ τῆς ἄλλης πολιτείας ἴσον μέτεστιν
, εὔνοια , προθυμία , φιλοτιμία , μεγαλοπρέπεια . καὶ δημοτικῶς , πράως , ἐπιεικῶς , προθύμως , φιλοτίμως ,
6227662 ἀμαχανον
πιθεῖν σοφοὺς ? [ ] δυνατόν , βροτοῖσιν δ ' ἀμάχανον [ εὑρέμεν ] : ἀλλὰ παρθένοι γάρ , ἴσθ
μᾶτερ ὀμμάτων ; ἄστρον ὑπέρτατον , ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχὺν πτανὸν ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν , ἐπίσκοτον ἀτραπὸν
6226818 Μεμνημαι
ἀναγκαῖα λέγειν διανοῇ , γυμνάσια καὶ διαπονήσεις τῶν σωμάτων . Μέμνημαι γάρ , ὦ γενναῖε , τῶν ἀπ ' ἀρχῆς
εἰς ἓν ἔθνος ἀποβλέποντες ἐν αὐτῇ τοῦτο εὔδαιμον πλάττοιμεν ; Μέμνημαι , ἔφη . Τί οὖν ; νῦν ἡμῖν ὁ
6226463 προμηθιᾳ
; τί φωνεῖς ; Οὗ τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην σῇ προμηθίᾳ χεροῖν . Ἦ κεῖνος οὗτος ὅν ποτ ' ἐκ
ὂν ὅμως καὶ χρησιμώτατον φαίνεται : ἐξ ἴσου γὰρ δεδιότες προμηθίᾳ μᾶλλον ἐπ ' ἀλλήλους ἐρχόμεθα . Καὶ νῦν τοῦ
6224694 μιγνυσιν
ἀλλ ' ὡς φάρμακον ταῦτα προσάγει . διὸ καὶ νάπυ μίγνυσιν αὐτῶν τῇ ἐδωδῇ . χρὴ δὲ αὐτοῖς κεχρῆσθαι δι
ὅμοια πάσχων τῷ πιέζεσθαι τῷ ὑποκειμένῳ ἄχθει , τὴν παροιμίαν μίγνυσιν ὁ Ἀριστοφάνης . Ὃν ἡ τύχη μέλανα γράψει ,
6223248 προθυμηθητι
περὶ τἆλλα ἂν ἁρμόττοι : τὸ δὲ περὶ ταῦτα σὺ προθυμήθητι λέγειν ὄνομα . Καὶ τί τις ἂν ἄλλο ὄνομα
μαθεῖν σε τῆς σιγῆς τὴν αἰτίαν ἴσον δυνήσεσθαι γράμμασι . προθυμήθητι δὴ τὸν ἄνθρωπον εὖ ποιεῖν : ὡς ἔστι γε
6223122 ὀσσομενη
ἠέ μ ' ἐϋπλόκαμος βάλοι Ἄρτεμις , ὄφρ ' Ὀδυσῆα ὀσσομένη καὶ γαῖαν ὕπο στυγερὴν ἀφικοίμην , μηδέ τι χείρονος
. . Σ . οὐ μὲν γάρ τοι ἐγὼ κακὸν ὀσσομένη τόδ ' ἱκάνω : ἡ διπλῆ ὅτι ἀπὸ τῶν
6221844 ὁμωροφιος
ὄντως , ἐξ οὗ πᾶσαν ἀρετὴν φύεσθαι συμβέβηκεν : οὗτος ὁμωρόφιος καὶ ὁμοδίαιτος ἦν αὐτῷ , πλὴν ὁπότε ἐπιθειάσαντι καὶ
ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόσιτος , ὁμοτράπεζος , ὁμόσπονδος , ὁμωρόφιος , ὁμῆλιξ , ἰσῆλιξ . καὶ ἐχρῆτό μοι ,
6220561 θεραπευτικος
εἶναι Πλάτωνι . Εἶτα οὐκ ἦν τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων θεραπευτικὸς ὁ Ξανθίππου Περικλῆς ; ἐμοὶ μὲν δοκεῖ . ὁσάκις
. ἐνθυμοῦ δὲ καὶ ὅτι δοκεῖς τισιν ἐνδεεστέρως τοῦ προσήκοντος θεραπευτικὸς εἶναι : μὴ οὖν λανθανέτω σε ὅτι διὰ τοῦ
6215064 Κρονικαις
Ταύτην δ ' ἡμῖν ἀποπέμπει . Ἀλλ ' , ὦ Κρονικαῖς λήμαις ὄντως λημῶντες τὰς φρένας ἄμφω , ὁ Ζεὺς
πτερυγίζεις ] κοῦφα διαλέγῃ φρονοῦντας ] νουθετοῦντας χαλεπὸν ] δύσκολον Κρονικαῖς ] ἀρχαίαις ] ἑλλανοδίκαι . ἀνεκήρυττεν ] ἐξύμνει .
6214155 λεξῃς
οντι πείθεσθαι καλῶς ? ? [ ] ταῦτα : μὴ λέξῃς πλέω . [ εἶπον ] Ζηνὸς αἰάξαι ? ?
καὶ τοξεύοντα καὶ ἑστηῶτ ' ἐπὶ νώτοις . Πολλάκις ἢν λέξῃς μοι , ἀθρήσεις πάντα λέοντα . Οὔτε γὰρ οὐράνιος
6210076 παρεχεις
προσώπου σου κρυβήσομαι ” τοῦτ ' ἐστίν : εἰ μὴ παρέχεις μοι τὰ γῆς ἀγαθά , οὐδὲ τὰ οὐρανοῦ δέχομαι
δὲ καὶ πρὸς μισθὸν διδοὺς ἀνθρώποις τοῖς πονηροτάτοις τούτοις τε παρέχεις ἐξουσίαν μηδὲν ὑγιὲς πράττειν καὶ αὐτὸς ὅμοια τούτοις ἐγχειρεῖς
6190447 σκατοφαγος
πρᾶγμ ' ἀκούσας χαλεπανεῖ , κεκράξεται : τραχὺς ἅνθρωπος , σκατοφάγος , αὐθέκαστος τῶι τρόπωι . ἐμὲ γὰρ ὑπονοεῖν τοιαῦτα
τοῦτ ' : ἐξέπεσεν ὁ Κλέων παγκάκως : ὁ δὲ σκατοφάγος ἔτυχε προεδρίας καλῆς . . . . Φιλοῦντα δικάζειν
6188960 φασκ
. δῶκε δὲ μήτηρ χρύσεον ἀμφιφορῆα : Διωνύσοιο δὲ δῶρον φάσκ ' ἔμεναι , ἔργον δὲ περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο . ἐν
καὶ Ἀχιλέως καὶ Ἀντιλόχου κεῖνται ὀστᾶ . Διονύσοιο δὲ δῶρον φάσκ ' ἔμεν , ἔργον δὲ περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο . ἡ
6188410 μυριαμφορον
, φράσω ξύλλαβε : βοήθει ἀνῶμεν : ἐνδῶμεν , ἐάσωμεν μυριάμφορον : πολύτιμον ἰπνόν : ἀρτοκόπιον , μαγειρεῖον ἄσμεναι :
! ! ! [ χαίρων ] ? χορείῃς εἰς [ μυριάμφορον ] ? ? χρόνον ? ? ? ? ?
6182772 δηξεται
. τότε , ὥς φησιν ἀκολουθίᾳ χρώμενος , ἀναγκαίως ” δήξεται πτέρναν ἵππου ” : καρτερίας γὰρ καὶ σωφροσύνης ἴδιον
τῷ ξὺν τῇ δάφνῃ , προστιθεὶς προσθετὸν καθαρτήριον ὃ μὴ δήξεται : κἄπειτα θυμιωμένη τοῖσιν ἀρώμασι , παρὰ τὸν ἄνδρα
6177340 φωνεις
, σάφ ' ἴσθι , λευσίμους ἀράς . σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ , κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός
. Τίν ' αὖ σὺ τήνδε πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις ἐλθοῦσα φωνεῖς , ὦ κασιγνήτη , φάτιν , κοὐδ ' ἐν
6177269 θρυψει
. ἢ ἡ τέχνη διὰ φαρμάκου θρυπτικοῦ συνεργοῦσα τῇ φύσει θρύψει καὶ κενώσει ταῦτα . ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἅμα
φησιν . . . ὁ Ζεύς χλιδῇ ] ἀκκισμῷ , θρύψει , τρυφῇ αὐθαδίᾳ ] ὑπεροψίᾳ . Ἰωνικόν συννοίᾳ ]
6176479 ῥᾳδιουργος
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ
6175661 διανοῃ
τε . ἐντεῦθεν πάλιν εἶπεν ὁ Ξενοφῶν : Ἐπεὶ τοίνυν διανοῇ ἀποδιδόναι , νῦν ἐγώ σου δέομαι δι ' ἐμοῦ
εἰ κυνὸς τροφὴν ἐσθίεις , τῷ ὁμογενεῖ καὶ ὁμοιοτρόπῳ μάχεσθαι διανοῇ ; λέγει δὲ ἑαυτὸν κυνοκέφαλον διὰ τὸ ἀναιδὴς εἶναι
6172014 ἀπροφασιστος
ἔχουσα καὶ ἐρύθημα καὶ ἀλγηδόνα σύντονον . τερηδὼν ὀστῶν φθορὰ ἀπροφάσιστος , μάλιστα περὶ τὴν κεφαλήν . ἀχὼρ ἕλκος περὶ
ἀνὴρ παράσιτος τοῦτο ποιεῖ διὰ τέλους . ἐρᾷς , συνεραστὴς ἀπροφάσιστος γίγνεται . πράσσεις τι , πράξει συμπαρὼν ὅ τι
6169519 Ξενον
αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι .
πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν
6165748 εὐδικια
εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , εὐδικία , εὐπαιδία , εὐγαμία , εὐτεκνία , εὐγένεια ,
. πρόδικος προδικεῖν , προδικάσασθαι προδικασία ὡς Ἀντιφῶν . καὶ εὐδικία εὐθυδικία , καὶ αὐτοδικεῖν . καὶ ἐκδικάζεσθαι , καὶ
6162406 γαιαι
: οὐχ ὅμοια τῶν δύω γαιῶν . αἱ γὰρ διάφοροι γαῖαι διάφορα τῶν ἑρπετῶν ἐκβάλλουσιν . * ὀλίζονα : μικρά
: οὐχ ὅμοια τῶν δύω γαιῶν . αἱ γὰρ διάφοροι γαῖαι διάφορα τῶν ἑρπετῶν ἐκβάλλουσιν . * ὀλίζονα : μικρά
6160540 αἰνεσαι
μάτης : καἰ μέν σευ τὸ κάλον τις ἴδων ῤέθος αἰνέσαι , τῷ δ ' εὖθυς πλέον ἢ τριέτης ἐγένευ
ἀνδρὶ πάντες ἐσμὲν εὐκλεεῖ ζῶντι φθονῆσαι , κατθανόντα δ ' αἰνέσαι λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψύχουσα καὶ πόνῳ πόνον
6153072 φρονασις
ταὶ δὲ σύνθετοι ἐκ τούτων . ἁγεμονικαὶ μὲν οἷον ἁ φρόνασις : ἑπητικαὶ δὲ οἷον ἀνδρεία καὶ σωφροσύνα , σύνθετοι
δὲ ψυχᾶς νόος , τᾶς δὲ περὶ τὸν βίον εὐδαιμοσύνας φρόνασις : οὐθὲν γὰρ ἅτερόν ἐστι φρόνασις , εἰ μὴ
6152155 πεισθητι
κήδῃ σαυτοῦ τε καὶ ἡμῶν καὶ τῆς ὅλης ἀρχῆς , πείσθητι τὰ βέλτιστα συμβουλεύουσι ἡμῖν καὶ κοινώνει τῶν τε πραγμάτων
προξενεῖ . μισεῖ δὲ ὁ θεὸς τοὺς ἀλαζόνας . φέρε πείσθητι τῷ Σατύρῳ καὶ χάρισαι τῷ θεῷ . ” κἀγὼ
6150043 περιθυμους
ὀργίλους ἢ τὰς περὶ τὸν θυμὸν οὔσας ἀγαπητάς . τὰς περιθύμους ] τὰς ἐκ πλείστου θυμοῦ γενομένας . θ τὰς
περιθύμους ] τὰς ἐκ πλείστου θυμοῦ γενομένας . θ τὰς περιθύμους ] ὀργίλας , τὰς ἐκ ψυχῆς ῥηθείσας . Ξ
6148396 ζητουν
εἰς ὃν ἐτάχθη τόπον : ἐνδεὲς δὲ καὶ τὸ τόπον ζητοῦν . Ἀρχὴ δὲ οὐκ ἐνδεὲς τῶν μετ ' αὐτό
: καὶ διὰ τοῦτο ἐν τῇ γῇ ὂν ἄνω φέρεται ζητοῦν τὸν οἰκεῖον τόπον . ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ ἐπιστάμενοι
6145269 φλυαρων
ἀπαίδευτον , ὡς ἂν συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων ὄχλου καὶ βιαίων φλυάρων . ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ . Ὁπότε
σαφές : ἀληθές μακρῷ χρόνῳ : πολλῷ χρόνῳ στωμυλμάτων : φλυάρων πιθανολογιῶν παρῆκα : ἀφῆκα κομψός : πέρπερος εἰσηγησάμην :
6145043 τεθεισῃ
δὲ ὡς ἐναντίως . διὰ ταῦτα οὖν καὶ τῇ παντί τεθείσῃ [ ἀδύνατόν τι ] ἠκολούθησε τὸ ἀδύνατον οὐχ ὡς
μεταξὺ τῆς ΒΓ εὐθείας καὶ τῆς ΒΖΓ περιφερείας ἴσην τῇ τεθείσῃ νεύουσαν πρὸς τὸ Γ . Γεγονέτω γάρ , καὶ
6140914 συνιμεν
τοίνυν τοῖς αὐτοῖς περιπεπτώκαμεν πάθεσι , τί δήποτε ἀλλήλοις μὴ σύνιμεν ; ἐγώ τε γὰρ φιλήσω σὲ ὡς ἐκείνην ,
' ὀκτὼ τί ποιήσομεν ; εἰπέ , Τιμόκρατες : οὐ σύνιμεν καὶ βουλευσόμεθ ' ἄν τι δέῃ ; εἶτ '
6137420 προὐπεμψε
. Τότε δὲ μετὰ δακρύων αὐτὸν ὁ πᾶς δῆμος ἀποσπώμενον προὔπεμψε , θαυμάζων τὸ ἐν τῇ παρεπιδημίᾳ κόσμιον καὶ σῶφρον
ἐπὶ τὰς ἐν τῇ Ἀσίᾳ παρασκευὰς καὶ τὰ χρήματα ἃ προὔπεμψε Καῖσαρ πρότερον ἐπὶ τὸν Παρθικὸν πόλεμον . Καὶ ἐπειδὴ
6134614 ἀγαθαν
παιδιᾶς ἄξια καὶ δὴ καὶ τόδε προσέλεγον : δέξαι τὰν ἀγαθὰν τύχαν , δέξαι τὰν ὑγίειαν , ἃν φέρομεν παρὰ
Πυθαγορείας ἐκ τοῦ Περὶ γυναικὸς σωφροσύνας . Τὸ μὲν ὅλον ἀγαθὰν δεῖ ἦμεν καὶ κοσμίαν : ἄνευ γὰρ ἀρετᾶς οὐδέποκα
6133720 σιωπα
γὰρ δικαία γλῶσς ' ἔχει κράτος μέγα ὦ παῖ , σιώπα : πόλλ ' ἔχει σιγὴ καλά τί ταῦτα πολλῶν
ἔχωδιαρρήξας τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἶπε : Λάβε καὶ ἐργάζου καὶ σιώπα . Δύσκολόν τις ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ
6130945 σκαιοτης
ἀποδόμενος τὸν ἀγρόν . συηνία καὶ ὑηνία : ἀμαθία , σκαιότης παρὰ Φερεκράτει . καὶ συηνεῖν Πλάτων ὁ φιλόσοφος τὸ
ἀνισότης , ἀγριότης , δωροδοκία , παραγωγή , ἑτερορρέπεια , σκαιότης , πλάνη . καὶ τὰ ῥήματα ἀδικεῖν , παρανομεῖν
6130869 ἐλευθερουντα
χαλεπωτάτῃ πασῶν βασάνῳ μένομεν ἐν αὐτῇ καὶ τὸν λόγον τὸν ἐλευθεροῦντα ἡμᾶς καὶ ἀπαλλάσσοντα τῆς ἀλγηδόνος οὐ προσιέμεθα . καίτοι
προσήκοντος : φιλοσοφίᾳ δέ , οἶμαι , προσήκει ἢ πόλιν ἐλευθεροῦντα ἀποθανεῖν ἢ γονεῦσι τοῖς ἑαυτοῦ καὶ παισὶ καὶ ἀδελφοῖς
6129230 ἀναβιβαζω
αὐτὰ λεπτά : καὶ γίνονται δεύτερα λεπτὰ ἐννακόσια . ταῦτα ἀναβιβάζω ἤτοι μοιράζω : γίνονται δέκα καὶ πέντε πρῶτα λεπτά
λ παρὰ μ , καὶ γίνονται ͵ασ δεύτερα λεπτά . ἀναβιβάζω ταῦτα : γίνονται πρῶτα λεπτὰ κ . τὰ κ
6125829 πυοποιος
ἔναιμος ἀγωγή , ἄνευ βλάβης δὲ μᾶλλον ἡ ἀφλέγμαντος καὶ πυοποιὸς θεραπεία . Μεγάλου δὲ τραύματος γενομένου καὶ ἐπὶ πλεῖον
, διαμοτούσθω ἡ ἀναστολή , καὶ δι ' ὅλου ἡ πυοποιὸς ἐπιμέλεια ἐγκρινέσθω . Τῆς ἀλωπεκίας ἡ ὑπερμεγέθης ἀθεράπευτός ἐστιν
6125707 στειχωμεν
. μὴ ' πίπλησσέ μοι ] ὀνειδιστικῶς πρόφερε . . στείχωμεν ] ἀποχωρῶμεν . ὡς ] ἐπεί . κώλοισιν ]
] Τὰ ἐκ φύσεως προσόντα μὴ ὀνείδιζέ μοι . : στείχωμεν : Βαδίζωμεν , ὑποχωρῶμεν : συμβουλευτικόν . ἐπεὶ ποσὶ
6125653 Ἐχ
μὴ λέγ ' , ὦ πόνηρε , ταῦτ ' . Ἔχ ' ἥσυχος . Ἐγὼ γὰρ ἀποδείξω σε τοῦ Διὸς
χορδὴν φέρε . Φέρε , τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον . Ἔχ ' , ἀντέχου , παῖ . Καὶ σύ ,
6124639 ἀναβραττειν
' ἐπιχεῖσθαι τὰς κριθὰς δεῖ , πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , ἁνεῖν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι ,
' ἐπιχεῖσθαι τὰς κριθὰς δεῖ , πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , αἵνειν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι ,
6122962 βωλοκοπειν
συκᾶς συκάζειν : ἐπὶ δὲ πάσης ὀπώρας τὸ ὀπωρίζειν , βωλοκοπεῖν , ὀνηλατεῖν , ἀμπελουργεῖν , καὶ ὄνῳ κοπροφόρῳ ἕπεσθαι
καὶ ἀμπελοστατεῖν , κηπουρεῖν , ἀλσοκομεῖν , ἐλαιοκομεῖν : καὶ βωλοκοπεῖν δὲ Ἀριστοφάνης λέγει . τὰ δὲ ἐν μέρει τούτων
6120552 Καιρῳ
ζῷον εὐθαρσέστερον . κακὴ γὰρ αἰδὼς ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ . Καιρῷ τιθέμενον κέρδος ὡς καρπὸν φέρει . Ἂν γνῷς τί
ἀναγκαῖον κακόν . Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ . Καιρῷ σκόπει τὰ πράγματ ' , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς .
6120350 ἐσθιουσας
ποικίλα σιτία καὶ τὰ πρὸς ἡδονήν : τὰς δὲ γῆν ἐσθιούσας ὠφελεῖ μᾶλλον τὸ ἄμυλον ἐσθιόμενον ἀντὶ τῆς γῆς ,
, ὡς πόθον ἡμᾶς ἔχειν τοῦτο προσεπικτήσασθαι , καὶ φροντίδας ἐσθιούσας τὰ μέλη , ἑλκομένους τῇ ἐπιθυμίᾳ τῆς τούτων εὐτεχνίας
6115881 ἀλοχωι
ἔσομαι , λέγε , παιδὶ σέθεν τῆι σῆι τ ' ἀλόχωι ; σφραγῖδα φύλασς ' ἣν ἐπὶ δέλτωι τῆιδε κομίζεις
κακόνυμφε κηδεμὼν τυράννων , παισὶν οὐ κατειδὼς ὄλεθρον βιοτᾶι προσάγεις ἀλόχωι τε σᾶι στυγερὸν θάνατον . δύστανε , μοίρας ὅσον
6111106 Ὑπνε
ἂν εἰς ὕπνον πέσῃ . Ὕπν ' ὀδύνας ἀδαής , Ὕπνε δ ' ἀλγέων , εὐαὴς ἡμῖν ἔλθοις , εὐαίων
. Τὸν δ ' αὖτε προσέειπε βοῶπις πότνια Ἥρη : Ὕπνε τί ἢ δὲ σὺ ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς
6109944 γαστριμαργος
δὲ τῶν εἰρημένων ὀνόματα , ἀπὸ μὲν γαστρὸς γαστρίς , γαστρίμαργος , γαστροβόρος , προγάστωρ , γαστρισμός . γαστρίζειν οὐ
τρέφειν καὶ ὄρνεις φασιανούς . κωμῳδεῖται γὰρ ὁ Λεωγόρας ὡς γαστρίμαργος ὑπὸ Πλάτωνος ἐν Περιαλγεῖ . Μνησίμαχος δ ' ἐν
6109179 κακοηθεια
κατεφρόνει ὁ Ἱπποκράτης τὰ νοσήματα , ἀλλ ' ὅτι ἡ κακοήθεια τοῦ νοσήματος ἐβιάζετο . πάντα γὰρ ἐποίησεν ὁ Ἱπποκράτης
. καὶ ὁ τῦφος δὲ καὶ ἡ μεγαλαυχία καὶ ἡ κακοήθεια καὶ τὸ βρενθύεσθαι καὶ λαρυγγίζειν ἀπέστω , καὶ τὸ
6108144 Σχολῃ
γέ τι τοιοῦτον , ἐγγύς τ ' εἰμὶ τοὐνόματος . Σχολῇ γε , νὴ τὸν ἥλιον , σχολῇ λέγεις .
εὖ ὥσπερ ἓν οὐ δυνατός ; Οὐ γὰρ οὖν . Σχολῇ ἄρα ἐπιτηδεύσει γέ τι ἅμα τῶν ἀξίων λόγου ἐπιτηδευμάτων
6106726 Θρασυμαχε
, οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα . Καί μοι εἰπέ , ὦ Θρασύμαχε : τοῦτο ἦν ὃ ἐβούλου λέγειν τὸ δίκαιον ,
. Καὶ θεοῖς ἄρα ἐχθρὸς ἔσται ὁ ἄδικος , ὦ Θρασύμαχε , ὁ δὲ δίκαιος φίλος . Εὐωχοῦ τοῦ λόγου
6105720 ἐκριζοι
τῷ δήγματι καταπλασσόμενον . ἕλκη τὰ ἐν τῇ κεφαλῇ συμβαίνοντα ἐκριζοῖ σκόροδον χλωρὸν σὺν στέατι χηνείῳ καὶ κολιάνδρῳ , λεῖον
ῥαγάδας τὰς ἐν ἕδρᾳ ἰᾶται , καὶ θυμοὺς καὶ ἐξωχάδας ἐκριζοῖ . σὺν τερεβινθίνῃ δὲ ἐπιτεθεῖσα κονδυλώματα καὶ ἐξωχάδας ἰᾶται
6105270 Σοφιᾳ
ἔχοντα ὑπὸ τῆς Τρυφῆς παραλαβοῦσα , τουτοισὶ παραδοῦσα , τῇ Σοφίᾳ καὶ τῷ Πόνῳ , γενναῖον ἄνδρα καὶ πολλοῦ ἄξιον
. Λατοΐδα ] τοῦ Ἀπόλλωνος . Λατοΐδα ] Συνίζησις . Σοφίᾳ ] Τῇ τῆς μουσικῆς ἐπιστήμῃ . Βαθυκόλπων ) Βαθυζώνων
6104786 γελᾳς
τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασιν καὶ
. Βοῇς : δεῖ γινώσκειν , ὅτι τὸ βοᾷς καὶ γελᾷς οἱ Δωριεῖς βοῇς καὶ γελῇς λέγουσιν . καὶ μηδεὶς

Back