καὶ τοῦ συγγενοῦς β παραλαμβανομένου ἐν πρώτῃ συζυγίᾳ , κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην
γὰρ οὐκ ἂν ἐτέθη ἐν τοῖς πατρῴοις μνήμασιν , ἢ κλέβδην τεθεὶς οὐκ ἂν ἔτυχεν οὔτε στήλης οὔτε ἐπιγράμματος ,
5505666 φθονεουσα
καὶ ἐρύσω , ἄνω ἀνύω καὶ ἀνύσω : οὐκ ἀνύω φθονέουσα , . , . . ? Ἄρχμενος : δηλοῖ
: οἶον : μάλα νὺξ ἄνεται , καὶ οὐκ ἀνύω φθονέουσα , ἀντὶ τοῦ οὐδὲν ὠφελῶ , οὐδὲν πράσσω .
5316519 ἐπιλεγω
πρὸς αὐτάς ; ὡς δεῖ ἢ ὡς οὐ δεῖ ; ἐπιλέγω τοῖς ἀπροαιρέτοις , ὅτι οὐδὲν πρὸς ἐμέ ; εἰ
δ ' ἐντύχω τοῖς περιπόλοις , τοῦθ ' οἷον ἀγαθὸν ἐπιλέγω τοῖς θεοῖς ὅτι οὐ λῶντι πλεῖον , ἀλλὰ μαστιγῶντί
5258687 οἰκητωρ
. Ῥακῶτις . οὕτως ἡ Ἀλεξάνδρεια πρότερον ἐκαλεῖτο . ὁ οἰκήτωρ Ῥακωτίτης . Ῥαμνοῦς , δῆμος τῆς Αἰαντίδος φυλῆς .
πορνεῖον . Ἀριστοφάνης „ ἐν κασωρίοισι λείχων ” . ὁ οἰκήτωρ κασωρίτης , καὶ θηλυκῶς κασωρῖτις καὶ κασωρίς . Κατάβαθμος
5240853 ἰλλασιν
σκεπτόμενος . ἴλλε : ἀπόκλειε , ἔφελκε . ὅθεν “ ἰλλάσιν ” . ἀποχάλα ] ἐνδίδου καὶ ἐπάφιε . ζωΰφιον
, ὡς λάμπω λαμπάς , ἴλλω ἰλλάς : Ὅμηρος : ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα : οἱ δὲ παρὰ τὸ ψίσω τὸ
5207543 ὑποξυλος
. Μένανδρος Περινθίᾳ : οὐδ ' αὐτός εἰμι σὺν θεοῖς ὑπόξυλος , οἷον κίβδηλος καὶ οὐ γνήσιος οὐδὲ ἀληθής [
Περινθίαι φησίν : οὐ δ ' αὐτός εἰμι σὺν θεοῖς ὑπόξυλος , οἷον κίβδηλος καὶ οὐ γνήσιος οὐδὲ ἀληθής .
5167376 ἁρπω
φωνῶ , αὐδή αὐδῶ , σιγή σιγῶ , οὕτως ἅρπη ἁρπῶ . οὕτως Φιλόξενος Περὶ Ῥωμαίων διαλέκτου , . ,
φωνή φωνῶ , αὐδή αὐδῶ , σιγή σιγῶ , ἅρπη ἁρπῶ . . . . Ἅρπυιαι : αἱ ἁρπακτικαὶ θεαί
5127286 Αἰολικοις
, [ ἀπὸ Μελήτου ] ποταμοῦ , ὡς Ἑκαταῖος ἐν Αἰολικοῖς . Μελία , πόλις Καρίας . Ἑκαταῖος γενεαλογιῶν δʹ
ἐφ ' ὧν καὶ μέσους συνδέσμους ἔταξενΚαὶ . παρὰ τοῖς Αἰολικοῖς δὲ ὡς ἐν παραθέσει ἀνεγνώσθη ἔμ ' αὔτᾳ τοῦτ
5122840 ἀκταινω
τὸ ἦκται ἀκτός καὶ ῥῆμα ἀκτῶ , ἀφ ' οὗ ἀκταίνω , μετοχὴ ἀκταίνων καὶ ἀκταῖνον μένος , τὸ ἀνάγον
, : ἀκταινῶσαι . . . . Αἰσχύλος οὐκέτ ' ἀκταίνω φησί , βαρυτόνως , οἷον οὐκέτι ὀρθοῦν δύναμαι ἐμαυτήν
5122486 μυστικοις
' ὧν πᾶσιν ἔξεστιν ἀνέδην μυθολογουμένων ἀκούειν : ὅσα τε μυστικοῖς ἱεροῖς περικαλυπτόμενα καὶ τελεταῖς ἄρρητα διασῴζεται καὶ ἀθέατα πρὸς
Ῥωμαῖος Βάρρων περὶ αὐτοῦ διαλαβών φησι παρὰ Χαλδαίοις ἐν τοῖς μυστικοῖς αὐτὸν λέγεσθαι Ἰάω ἀντὶ τοῦ φῶς νοητὸν τῆι Φοινίκων
5070307 πλυτης
τὸ τ διὰ τὸ δότης δότου καὶ θύτης θύτου καὶ πλύτης πλύτου : ταῦτα γὰρ ἔχοντα ἐπ ' εὐθείας τὸ
ἐνεστῶτος ἔχει , ὅπερ ὁ κανὼν ἐπεζήτησεν : ὅθεν τὸ πλύτης εἰ γένοιτο πλύνης διὰ τοῦ τος κλίνεται . Δοκεῖ
5067618 παλαισμασιν
Τοὺς φόβους τοῦ ἐπικειμένου πολέμου . . τὸ δὲ Φρυνίχου παλαίσμασιν , ἐπεὶ ὁ τραγικὸς Φρύνιχος ἐν Ἀνταίῳ δράματι περὶ
κἀφελεῖν τὰ δείματα . Κεἴ τις ἥμαρτε σφαλείς τι Φρυνίχου παλαίσμασιν , ἐγγενέσθαι φημὶ χρῆναι τοῖς ὀλισθοῦσιν τότε αἰτίαν ἐκθεῖσι
5064650 φαινω
βέβαιος : φέριστος : φέναξ ὁ ἀπατεών : σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ
ἕω ἐλάμβανε τὸν πλακοῦντα . ἐγὼ δείκνυμι : ἐνδείκνυμι καὶ φαίνω . ἐνδεικνύναι δὲ ἔλεγον τὸ καταγγέλλειν τινὰ κακουργοῦντα περὶ
5063358 θυω
καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχύνω , ὥσπερ δύω δύνω καὶ θύω θύνω , καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ ν ἀχνύω :
ἀλλήλων δὲ διέχουσιν πολύ . βοῦν προσκυνεῖς , ἐγὼ δὲ θύω τοῖς θεοῖς : τὴν ἔγχελυν μέγιστον ἡγεῖ δαίμονα ,
5047536 συγκοπῃ
καὶ διέχειαν ἢ χωρισμὸν καὶ διακοπὴν μὴ ὑφιστάμενον , καὶ συγκοπῇ τοῦ ι καὶ ἐκτάσει τοῦ ε εἰς η καὶ
. Κῦμα . κύω , κυήσω , κύημα , καὶ συγκοπῇ κῦμα . οἱ δὲ παρὰ τὸ κυκῶ , κυκήσω
5045686 ὀξυνομενου
ἐστι κατὰ τὴν κοινὴν διάλεκτον βαρυνόμενον τοῦ παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις ὀξυνομένου : ἐκεῖνοι γὰρ ψαλτής λέγουσιν ἐν ὀξείᾳ τάσει :
παντός γενικῆς ὀξυνομένης τὸ πάντοθεν . ἢ ἐπιρρήματος τοῦ ἐκτός ὀξυνομένου τὸ ἔκτοθεν , ὅπου γε καὶ αἱ βαρυνόμεναι γενικαὶ
5031983 ἀνηστις
ὁ ἄσιτος : Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ : φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις : καὶ Αἰσχύλος ἐν Φινεῖ : ἄνηστις δ '
τοῦ νῆστις πλεονασμῷ τοῦ α κέχρηται λέγων φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις . , . . ἀστεῖόν τι καὶ κατερρινημένον εἰπεῖν
5025620 ηλος
: Ἐρύγμηλον : ὡς βέβηλον . τὰ γὰρ διὰ τοῦ ηλος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς προσηγορικὰ ἢ κύρια προπαροξύνεσθαι θέλει ,
: πτυελός : ὀβελός : Σικελός . Τὰ διὰ τοῦ ηλος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς προπαροξύτονα κύριά τε καὶ προσγορικὰ διὰ
4984774 κληρονομοις
, ὅτι τῶν ἀνδροφόνων Δέκμος ὁ Βροῦτος ἐν τοῖς δευτέροις κληρονόμοις ἐγέγραπτο παῖς : ἔθος γάρ τι Ῥωμαίοις παραγράφειν τοῖς
Ἡραίου : καὶ μηδὲν ὀφειλέτω μήτε Λαμπυρίωνι μήτε τοῖς Λαμπυρίωνος κληρονόμοις , ἀλλ ' ἀπηλλάχθω παντὸς τοῦ συμβολαίου . δότωσαν
4951715 ἐβεβλητο
τοῦ δεξομένου τὸν λίθον . ἔπειτα τῷ στόματι τούτῳ πάσσαλος ἐβέβλητο μεγίστη ξύλου τοῦ ἰσχυροτάτου , ἣ σιδηροῖς μοχλοῖς τυπτομένη
τικὸς βέβλημαι ἐβεβλήμην , τὸ δεύτερον ἐβέβλησο καὶ τὸ τρίτον ἐβέβλητο καὶ κατὰ συγκοπὴν ἔβλητο , οἷον : ἔβλητο πρὸς
4943931 ἐβοησα
ἔτυχεν φροντιζούσῃ τὸ ἑξῆς : πώλοισι χόρτον ἀφθόνῳ μετρῶ χειρί ἐβόησα λείπει τὸ ἔλεγον ὄνειρος τοὺς ἵππους : κεῖται γὰρ
τοῦ θεοῦ . καὶ ἔκλαυσα ἐκ τοῦ φόβου , καὶ ἐβόησα πρὸς τὸν υἱόν μου Σὴθ λέγουσα : ἀνάστα Σὴθ
4934702 Σικελιωταις
πλησιοχώροις πᾶσι προσενεχθεὶς φιλανθρώπως , μεγάλης ἔτυχεν ἀποδοχῆς παρὰ τοῖς Σικελιώταις . οὗτος μὲν οὖν ὑπὸ πάντων ἀγαπώμενος διὰ τὴν
τὴν Σικελίαν Τιμολέων ὁ Κορίνθιος ἅπαντα τοῖς Συρακοσίοις καὶ τοῖς Σικελιώταις κατωρθωκὼς ἐτελεύτησε , στρατηγήσας ἔτη ὀκτώ . οἱ δὲ
4930002 ἱπτω
ὡς τὸ “ ἱπτούμενος ταῖς συμφοραῖς . ” ἐκ τοῦ ἵπτω δὲ καὶ ἴψ ὁ σκώληξ , ὁ τοῖς κέρασιν
ῥηθὲν ὑποδιαιρεῖται κατὰ μέρος . [ Νιρεὺς δὲ ἐκ τοῦ ἵπτω : Νειρεὺς δὲ ἐκ τοῦ νέω τὸ πορεύομαι :
4925580 Κλεοστρατος
Θεογένης , Εὐρυπτόλεμος , Μαντίθεος , σὺν δὲ τούτοις Ἀργεῖοι Κλεόστρατος , Πυρρόλοχος : ἐπορεύοντο δὲ καὶ Λακεδαιμονίων πρέσβεις Πασιππίδας
ἀστρονόμοι ἔνιοι οἶον Ματρικέτας ἐν Μηθύμνηι ἀπὸ τοῦ Λεπετύμνου καὶ Κλεόστρατος ἐν Τενέδωι ἀπὸ τῆς Ἴδης καὶ Φαεινὸς Ἀθήνησιν ἀπὸ
4910937 εἰκαζω
καὶ στόνου καὶ παιᾶνος . Τὸν δὲ ἕτερον αὖ βίον εἰκάζω ἀνδρὶ ἐν καθαρῷ φωτὶ διαιτωμένῳ , λελυμένῳ τὼ πόδε
δηλονότι . τοὺς γὰρ ἐναντίους εἰκάζω . . . : εἰκάζω , φησί , τοὺς ἐναντίους , καταφρονοῦντας ἡμῶν καὶ
4907958 ψοφω
μὴ ψόφει , πρὸς τῶν θεῶν . ἀλλ ' οὐ ψοφῶ μὰ τὴν Γῆν . εἰς δεξιάν . ἰδού .
. . ἀψοφητί : ἀντὶ τοῦ ἀψόφως : ἐκ τοῦ ψοφῶ ψοφήσω . διαφέρει δὲ ψοφεῖν κόπτειν καὶ κλαυσιᾶν :
4907552 τρυμη
τὸ αἰδοῖον εἰσωθοῦν καὶ ἐξωθοῦν . . . : ” τρύμη “ οὖν τρύπανον , ὡς πάντων περιγενόμενος : ἢ
τὸ τρύζειν . [ ὡς μή μοι τρύζητε ] . τρύμη : ὁ πανοῦργος . Ἀριστοφάνης . τρυτάνη : ὁ
4897164 Φρυγιοις
: ταύτης τῆς γυναικὸς ἐπίγραμμα μὲν ἄπεστιν ἥτις ἐστί , Φρυγίοις δὲ αὐλεῖ καὶ οὐχ Ἑλληνικοῖς αὐλοῖς . ἡνιοχοῦντες δὲ
τὸ ἡμιτόνιον διῃρέθη ἔν τε τοῖς Λυδίοις καὶ ἐν τοῖς Φρυγίοις . φαίνεται δ ' Ὄλυμπος αὐξήσας μουσικὴν τῷ ἀγένητόν
4886388 ἐχιδναις
δὲ δριμὺ καὶ ἐπὶ τοῦ στήθους ἔχει πρόσωπόν τι φοβερὸν ἐχίδναις κατάκομον , ὅπερ ἐγὼ μάλιστα δέδια : μορμολύττεται γάρ
ἐχίδναις ἀσπίδ ' ἐκπληρῶν γραφῇ : πληρῶν τὴν ἀσπίδα ἑκατὸν ἐχίδναις : ἐχιδνοκέφαλος γὰρ ἡ ὕδρα : Ἀργεῖον αὔχημ '
4876290 ἐφανην
ἐρῶσιν εἰς παραμυθίαν ἐξεύρηται ; ἀλλ ' οὔτε ταῦτα πράξας ἐφάνην οὔτε τοὺς οἰκέτας ὑφορώμενος λαλήσας αὐτὸς ἐκείνῃ που ,
, καὶ τὸ ἐπὶ τῇ νίκῃ ποίημα κατεσκεύασα , τότε ἐφάνην ἂν αὐτῷ ὡς ἥλιος , διαβὰς τὸ πέλαγος καὶ
4875933 δυνω
παραληγόμενα Υ μακρῷ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : δύνω θύνω πλύνω φύνω μηκύνω πλατύνω ταχύνω τραχύνω . σεσημείωται
ω καθαρὸν λήγοντα ῥήματα διὰ τοῦ ν προφέρουσιν οἷον δύω δύνω θύω θύνω , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ ” θῦνε
4870313 χραυω
βασιλήϊος ' . . . . ἀχρεῖον : ἔστι ῥῆμα χραύω χραύσω , ὡς ψῶ ψαύω , λῶ λαύω καὶ
, χρίμπτω . χρῶ , τὸ χροὸς ἅπτεσθαι . χρῶ χραύω . Λόγχη λόγχας τὰς μερίδας Ἴωνες λέγουσιν . Ἴων
4866784 προπερισπωμενως
. ἄγροικος μὲν βαρυτόνως ὁ γνώσεως ἄμοιρος : ἀγροῖκος δὲ προπερισπωμένως ὁ ἐν ἀργῷ διατρίβων ἢ ὁ μὴ ἥμερος ,
δόξαν ἀποφέρεται : ὅταν τροπαῖα : τροπαῖα ἡ ἀρχαία Ἀτθὶς προπερισπωμένως : λαμβάνει : τῆς νίκης : σεμνοὶ δ '
4861321 ἐπιρρημασιν
τὴν προκειμένην ὀνοματικὴν τριγένειαν , συνεξῆλθε τοῖς εἰς ω λήγουσιν ἐπιρρήμασιν . ἔστι μὲν γὰρ αὖ τούτου προκείμενον ὄνομα ἀφανής
καταγίνονται , ἣ οὐ παρακολουθεῖ συνδέσμοις , ῥήμασι δὲ ἢ ἐπιρρήμασιν : φαμὲν γὰρ ἀποδίς , ἀπεχθές , ἀπῆλθεν ,
4855425 βεβηκα
ῥέξω πόρτιν Ἔρωτι καὶ αὐτᾷ βοῦν Ἀφροδίτᾳ . παρθένος ἔνθα βέβηκα , γυνὴ δ ' εἰς οἶκον ἀφέρπω . ἀλλὰ
τὸ μέντοι μάτην μάταιος , καὶ τὸ βέβαιος παρὰ τὸ βέβηκα . τὰ δὲ παρώνυμα παρ ' οὐδετέρων γινόμενα ὀξύνεται
4846648 βοηθω
στενῶ , προσαγορεύω , ὁπλίζω , σφίγγω , λευκαίνω , βοηθῶ , βαστάζω , καταφιλῶ , πολεμῶ , μακαρίζω ,
, . . α . * . Ἀρκῶ : τὸ βοηθῶ : οὐδ ' ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος , ὃν φορέεσκε
4841558 κροτω
γράφεται : οἷον , δολῶ : δονῶ : θολῶ : κροτῶ : κλονῶ : σοβῶ : στορῶ : τορῶ :
κροταφὶς , σφύρα μικρά : κροαίνων κρούων τοῖς ποσίν : κροτῶ : Κροτώνη : Κροκύλιον πόλις : κροκόπεπλος : κροκοείδης
4836864 ἀνυω
μάλα νὺξ ἄνεται , ἐγγύθι δ ' ἠώς , γίνεται ἀνύω καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀνυήρ καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀνήρ :
ὡς πατῶ πατάσσω , ἀνῶ ἀνάσσω , ὃ σημαίνει τὸ ἀνύω , ἐξ οὗ καὶ ἀνήρ . . . .
4835261 ἐφυλαξατο
, καὶ Πυριφλεγέθων Πυριφλεγέθοντος , ὡς μετοχικὰ οὐκ ἀντίκειται : ἐφυλάξατο γὰρ αὐτὰ ὁ κανών . Τὰ εἰς ων δισύλλαβα
τοῦ τρια , ἐπειδὴ ταῦτα διὰ τοῦ ι γράφονται , ἐφυλάξατο ὁ κανών . Τὰ ἀπὸ τῶν εἰς υς διὰ
4828846 λυτικος
πρεσβυτῶν φαίνεται τὸ δέπας ἀμογητὶ ἀείρων . ταῦτα ὁ θαυμάσιος λυτικὸς Σωσίβιος , ὃν οὐκ ἀχαρίτως διέπαιζεν διὰ τὰς πολυθρυλλήτους
μόνος τὸ δέπας ἀμογητὶ ἀείρων . Ταῦτα καὶ ὁ θαυμάσιος λυτικὸς Σωσίβιος , ὃν οὐκ ἀχαρίτως διέπαιξε διὰ τὰς πολυθρυλήτους
4826214 φοιτω
ἀφ ' οὗ : † ἀλεύατο , ἀλίζω , ὡς φοιτῶ φοιτίζω , κατὰ ὑπερβιβασμὸν λιάζω . . . .
ὅπερ ἀπὸ τοῦ προϊῶ . φρῶ οὖν φράζω , ὡς φοιτῶ φοιτάζω , βῶ βάζω , οὕτως καὶ φράζω :
4822011 κλεπτω
βλεπόντων ] οἷον ὁρώντων ὅτι κλέπτω , ἐπιορκῶ ὅτι οὐ κλέπτω ὀμνύων . ἀλλότρια τοίνυν σοφίζῃ : τεχνάζει : σοφίας
καὶ ἀνέδην , τὸ μὴ ἐφεκτικῶς τι πράττειν , ὡς κλέπτω κλέβδην . Μεθόδιος . , . , . .
4820875 Ἀκτιτης
τὸ ἐθνικὸν Ἀκταῖος καὶ Ἀκταία καὶ Ἀκταιίς καὶ Ἀτθίς καὶ Ἀκτίτης , ἐξ οὗ τὸ Ἀκτίτου πέτρα ἐν τῇ τραγῳδίᾳ
Ὑπερείδης ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρίχους : ὅθεν καὶ ὁ Ἀκτίτης λίθος . ἐκάλουν δὲ οὕτω καὶ τὴν Ἀττικὴν οἱ
4814795 κλινομενον
περισπᾶται φυλάττον καὶ τὸ Ω μέγα καὶ διὰ τοῦ ΝΤ κλινόμενον . Τὰ εἰς ΚΩΝ δισύλλαβα ἀρσενικὰ , ὁπότε μὴ
παράλογον : ἀλλ ' ἐπειδὴ τὸ κοχλίας κοχλίου ἰσοσυλλάβως ἐφάνη κλινόμενον ἔπελθέ μοι καὶ τὰς ἄλλας ἁπάσας πτώσεις κατὰ τοὺς
4812488 σατυροις
ἰσχάδες . ἃ πάντα φησὶν ὁ Λυκόφρων ἐν τοῖς πεποιημένοις σατύροις αὐτῷ , οὓς Μενέδημος ἐπέγραψεν , ἐγκώμιον τοῦ φιλοσόφου
Τιμοκλῆς ἰδὼν ἐπὶ τῶν ἵππων δύο σκόμβρους ἔφη ἐν τοῖς σατύροις εἶναι . Ὅστις ἀγοράζει πτωχὸς ὢν ὄψον πολύ ,
4811470 ἐνεδρευω
ποιοῦσι θόρυβον : ἀπὸ τοῦ βωμὸς καὶ τοῦ λοχεύω τὸ ἐνεδρεύω . κάμψειέν ] κεκλασμένῃ . . . ἐπιφέροι ,
] “ οὐ συναπατῶ σε ” φησίν “ οὐδ ' ἐνεδρεύω : ἕτοιμα δεῖ σε πάντ ' ἔχειν : ἀποθνῄσκεις
4809827 σεσημειωται
ἐσθ ' , ἡ δ ' ἐξ ἁλίοιο γέροντος : σεσημείωται πρὸς τοὺς ἑξῆς ἄκαιρον γενεαλογίαν ἔχοντας : καὶ ὅτι
: μενὸς ὄνομα ἐπίθετον : τὸ καινὸς ἐπὶ τοῦ νέου σεσημείωται διὰ τῆς αι διφθόγγου . Τὰ διὰ τοῦ ηνος
4799384 ὀθνειος
θεὸς ὁ πάσης κακίας ἀμέτοχος , ἀλλὰ καὶ πατὴρ καὶ ὀθνεῖος ἄνθρωπος μὴ τελείως ἀρετῆς ἄγευστος , εἰ τοιαῦτα ἀκούοι
ἀναγκαῖον τὸ σπούδασμα . ὁ γὰρ τῷ γάμῳ τελούμενος οὐκ ὀθνεῖος τῶν λόγων , οὐδὲ τὴν γνώμην ἀλλότριος , ἀλλὰ
4797347 Εἰτ
δ ' ἔστιν ἕτερός τις Ποσειδῶν , τὸν ἕτερον . Εἶτ ' οὐ διαπέμπεις καὶ πρὸς ἡμᾶς , τοὺς φίλους
ἀνυπόδητος ὄρθρου περιπατεῖν γέρανος , καθεύδειν μηδὲ μικρὸν νυκτερίς . Εἶτ ' οὐ δικαίως ἔστ ' ἀπεψηφισμένος ὑπὸ τῶν θεῶν
4783295 Φαιαξιν
ὅλον τὸ πρὸς τὰ τοιαῦτα νενευκὸς τοῖς μνηστῆρσι καὶ τοῖς Φαίαξιν ἔνειμεν , ἀλλ ' οὐχὶ Νέστορι οὐδὲ Μενελάῳ :
αὐτός γε μὴν ὁ Ὀδυσσεὺς οὐ πρότερον αὑτὸν ἐξέφηνε τοῖς Φαίαξιν , εἰ μὴ διὰ μουσικῆς ὁ Δημόδοκος τήν τε
4779570 πληθυω
, καὶ ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς πλήθω πληθύω , πηδῶ πηδύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο βοιωτικῶς
τὸ ἀντλῶ : παρὰ τὸ ἀρῶ ἀρύω , ὡς πλήθω πληθύω , ἔρω ἐρύω καὶ ἐρύσω , ἄνω ἀνύω καὶ
4778574 τετραμετροις
. τῇ δὲ στροφῇ ἐν κώλοις προᾳσθείσῃ τὸ ἐπίρρημα ἐν τετραμέτροις ἐπάγεται . καὶ τῆς ἀντιστρόφου τῇ στροφῇ ἀντᾳσθείσης ,
ἐν τοῖς Καλλιμάχου γὰρ ἀναγέγραπται κέβλη . εἶτα μύρμηξ Ἑρμίππου τετραμέτροις . καὶ Θεμιστοκλέους τὸν πρωνός τις ὢν κεβλήπυρίς τις
4776639 δαω
καὶ στιχῶ διὰ τοῦ ι , φείδω φιδῶ , δαίω δαῶ , κείρω κερῶ . εἰ γὰρ καὶ μὴ ᾖ
στείχω , στιχῶ : φείδω , φιδῶ : δαίω , δαῶ : τεύχω , τυχῶ : σίνω , σινῶ :
4768169 δασυνομενου
φ : τοῦτο δ ' οὐκ ἂν ἐγένετό ποτε μὴ δασυνομένου τοῦ οἶμος λευρὸν ] τὸν πλατύν ψαίρει ] †
ἄλγει τὸ ἄλγος ὦ ἄλγος , καὶ πάλιν τοῦ ἁγνός δασυνομένου καὶ αἱ λοιπαὶ πτώσεις δασύνονται , οἷον τοῦ ἁγνοῦ
4765029 ἐφυλαξε
τὴν σύνθεσιν , καὶ τούτου χάριν τὸ σύμφωνον τοῦ τήκω ἐφύλαξε κατὰ τὴν κλίσιν , φημὶ δὴ τὸ κ .
Θήρωνος ἐπαίνους . δι ' ὅλου δὲ τὴν τοῦ τόξου ἐφύλαξε τροπήν . τὸ δὲ τίνα βάλλομεν , τίνα ἔχομεν
4762534 ἐπιῤῥημα
: ἀλλ ' ὄφεσι καὶ σαύραις καὶ χελώναις . ἁμαρτῆ ἐπίῤῥημα , ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ . ἁμαρτία , ἡ ἀποτυχία
, ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . Ἤλιθα . παρὰ τὸ ἅλις ἐπίῤῥημα ἐξέπεσε τὸ ἄλιθα . Ἠλίθιος , ὁ ἀνόητος ,
4761845 κλανω
ἡ κλάσις τοῦ κύματος : ἀπὸ τοῦ ἀγῶ , τὸ κλάνω , ἀγή . . . . , . ἀγηλάτῳ
. . . . . κλαίω : κλῶ , τὸ κλάνω , γίνεται κατὰ παραγωγὴν κλάω καὶ κλαίω : κλᾶται
4759965 μονωι
ἥξεις , οὐχ οὕτως ἃ δοκεῖς κυρήσεις : οὐ σοὶ μόνωι ἔγχος οὐδ ' ἰτέα κατάχαλκός ἐστιν . ἀλλ '
φαινόμενον , τοῦτ ' εἶναι πιστόν , τὸ δέ τινι μόνωι προσπῖπτον ἄπιστον ὑπάρχειν διὰ τὴν ἐναντίαν αἰτίαν . ἐναρχόμενος
4755757 ἀωριᾳ
λέγουσιν , Ὦ καλὴ κἀγαθὴ σὺ παρθένος , ποῖ βαδίζεις ἀωρίᾳ , ταλαίπωρε ; οὐδὲ τὰ δαιμόνια δέδοικας ; ἀλλὰ
. ἄκναπτον Ἀττικοί , ἄγναφον Ἕλληνες . ἀωρί Ἀττικοί , ἀωρίᾳ Ἕλληνες . Ἀπόλλω Ἀττικοί , Ἀπόλλωνα Ἕλληνες . ἄχρι
4751304 ἰδμονος
, ὁ ἴδμων καὶ ἡ ἴδμων τοῦ ἴδμονος καὶ τῆς ἴδμονος , ὁ ἄφρων καὶ ἡ ἄφρων τοῦ ἄφρονος καὶ
: εἴρηται παρὰ τὸ εἴδω , τὸ γινώσκω : ἴδμων ἴδμονος ἰδμονία [ καὶ ἀϊδμονία ] , καὶ συγκοπῇ καὶ
4745600 Ὀλυμπιονικαις
παρὰ τὸ χλῶ , ἔνθεν καὶ τὸ παρὰ Πινδάρῳ ἐν Ὀλυμπιονίκαις , οἷον , „ τριπλόος ὁ κεχλαδώς „ ,
ἱπποτροφηκότος τοῦ πάππου . λέγει δὲ καὶ Ἐρατοσθένης ἐν τοῖς Ὀλυμπιονίκαις τὴν πρώτην καὶ ἑβδομηκοστὴν Ὀλυμπιάδα νενικηκέναι τὸν τοῦ Μέτωνος
4740039 σκαφις
ἀμίς . ἢ παρὰ τὸ ἄμη ἀμίς , ὡς σκάφη σκαφίς . . . . ἀμίσαλλος : οἷον : ἀμίσαλλοί
ἀκριόεις . ἢ παρωνύμως ὑποκοριστικὸν ἄμη ἀμίς , ὡς σκάφη σκαφίς . Μεθόδιος , . , , . . α
4737934 Ἀττικηι
ἐφ ' οὗ γέγονεν ὁ μέγας καὶ πρῶτος ἐν τῆι Ἀττικῆι κατακλυσμός , Φορωνέως Ἀργείων βασιλεύοντος , ὡς Ἀκουσίλαος ἱστορεῖ
Δημοσθένης ἐν τῶι Ὑπὲρ Κτησιφῶντος . τόπος παραθαλάσσιος ἐν τῆι Ἀττικῆι . Ἑλλάνικος δὲ ἐν β Ἀτθίδος ὠνομάσθαι φησὶν ἀπὸ
4736136 ἐρειπιοις
ἔστιν ἐρείπια Σκώλου : Δήμητρος δὲ καὶ Κόρης ἐν τοῖς ἐρειπίοις οὐκ ἐξειργασμένος ὁ ναός , ἡμίεργα δὲ καὶ ταῖς
: καὶ τῆς Ἀλκμήνης ἐστὶν ἔτι ὁ θάλαμος ἐν τοῖς ἐρειπίοις δῆλος . οἰκοδομῆσαι δὲ αὐτὸν τῷ Ἀμφιτρύωνι Τροφώνιόν φασι
4731246 λειπω
καὶ δευτέρᾳ συλλαβῇ ἔχοι τὸ Π : θάλπω λάμπω πέμπω λείπω μέλπω βλέπω ἐρείπω . πρόσκειται ” εἰ μὴ ἔχοι
λοίσθιος , οἷον ἐξολισθήσας καὶ ἐμποδισθείς : ἢ παρὰ τὸ λείπω λοῖστος καὶ λοῖσθος καὶ λοίσθιος . ὁρώμενος : ὁρῶν
4729943 ἐδω
τὸ ἐδῶ ἐδήσω ἐδητύς . εἰ γὰρ ἦν ἐκ τοῦ ἔδω βαρυτόνου , ἐτὺς ὤφειλεν εἶναι ἰσοσύλλαβον τῷ ἔδω ,
ἀγρούς καὶ δένδρεσιν καθίζειν φαγοῦσαν ἄγριόν τι ; τὰ νῦν ἔδω μὲν ἄρτον ἀφαρπάσασα χειρῶν Ἀνακρέοντος αὐτοῦ , πιεῖν δέ
4728473 συγκριτικοις
οὐκ οἰητέον εἶναι συγκριτικά : θέματα δέ εἰσι συμπεπτωκότα τύποις συγκριτικοῖς . . . . . γεραίτερος : γεραίτερος :
ἐν τῷ Πριαμίδην νόθον υἱόν . ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς συγκριτικοῖς ἔγκειται τὸ μᾶλλον , καὶ πολλάκις συμπαραλαμβάνεται ἡ τοῦ
4724147 τεθορυβημαι
οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀλάλυκτος καὶ ἀλαλυκτῶ καὶ ἀλαλύκτημαι , τὸ τεθορύβημαι , . , . . Ἀλαός : ὁ τυφλός
ἡσθῆναι . Ἐφοβήθην μὲν γάρ , καὶ ἔτι καὶ νῦν τεθορύβημαι μή τινες ὑμῶν ἀγνοήσωσί με ψυχαγωγηθέντες τοῖς ἐπιβεβουλευμένοις καὶ
4723440 κομω
' ἐλήλυθεν . κἀγὼ μὲν τοιοῦτος ἀνὴρ ὢν ποητὴς οὐ κομῶ , οὐδ ' ὑμᾶς ζητῶ ' ξαπατᾶν δὶς καὶ
; ἀλλ ' οὐ φαῦλον τριβώνιον ; ἀλλ ' ὅτι κομῶ καὶ γένεια ἔχω ; τοῦτο δ ' ἴσως οὐ
4723266 τρεσας
οὐδεὶς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο , ὄνειδός τε εἶχε ὁ τρέσας Ἀριστόδημος καλεόμενος . Ἀλλ ' ὁ μὲν ἐν τῇ
, ἵν ' ἀρχὰς τῶν λόγων ταύτας λάβω . μῶν τρέσας οὐκ ἀνακαλύψω βλέφαρον , Ἀτρέως γεγώς ; τήνδ '
4722369 συνδουλος
, δούλη δὲ ἦν Ἰάδμονος τοῦ Ἡφαιστοπόλιος ἀνδρὸς Σαμίου , σύνδουλος δὲ Αἰσώπου τοῦ λογοποιοῦ . Καὶ γὰρ οὗτος Ἰάδμονος
ἀεί , καὶ τούτους οὕνεκα τουδί , ἵν ' ὁ σύνδουλος σκώψας αὐτοῦ τὰς πληγὰς εἶτ ' ἀνέροιτο : Ὦ
4720343 τοξευει
τῶν ἐξ Ἰνοῦς ἐστέρητο παίδων : αὐτὸς γὰρ μανεὶς Λέαρχον τοξεύει , Ἰνὼ δὲ σὺν Παλαίμονι τῷ καὶ Μελικέρτῃ ἥλατο
φιλόσοφον . μὴ κατα - ψεύδου τῆς τύχης : οὐ τοξεύει γάρ σε , ὅτι οὐ βούλεται : θελούσῃ δὲ
4715724 διαπονουμενου
συμφορὰν ] τὴν οὖσαν διὰ τὴν μοιχείαν Αἰγίσθου . οὐ διαπονουμένου καὶ διοικουμένου ἄριστα ὡς πρόσθεν , ἤγουν καλῶς .
τὴν γραφήν : ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ ἐν τῇ ἀγορᾷ διαπονουμένου διὰ τὸ ι γράφεται , παρὰ γὰρ τὸ τράπεζα
4715316 ἀγω
δ ' ἄγε σύν μοι βούλευσον , ποτέρην εἰς ὑμέναιον ἄγω . εἶπεν : ὁ δὲ σκίπωνα , γεροντικὸν ὅπλον
μοί μοι . κώλῳ , πάτερ , ᾇ ς ' ἄγω . ˘˘˘ – ˘˘ – ˘ – – –
4712052 Δουναι
ἵνα μὴ εὐκαιροῦντες οἱ ἐχθροὶ σφοδρῶς ἐπίκεινται τοῖς ἔσωθεν . Δοῦναι δὲ σημεῖον τοῖς ἐν αὐτῷ , τὶ μὲν τῇ
τῶν ἀναγκαίων ἐνδεεῖς καθεστήκωσιν παρὰ τὴν ἡμετέραν δύναμιν . ” Δοῦναι δὲ τὰ βιβλία τὰ ὑπάρχοντα ἡμῖν πάντα Ἑρμάρχῳ .
4708493 Φιλοις
δὲ † Ὀμφάλῃ τύραννον αὐτὴν καλεῖ , † χείρων Εὔπολις Φίλοις : ἐν δὲ Προσπαλτίοις Ἑλένην αὐτὴν καλεῖ : ὁ
Μὴ ᾖς ἐπαχθής . Θεὸν σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Φίλοις βοήθει . Μηδενὶ φθόνει . Ἀλήθειαν ἀνέχου . Ὅρκῳ
4703182 Θρασυκλης
Εὐθύδημος , Προκλῆς , Πυθόδωρος , Ἅγνων , Μυρτίλος , Θρασυκλῆς , Θεαγένης , Ἀριστοκράτης , Ἰώλκιος , Τιμοκράτης ,
: ὡς γὰρ παρὰ τὸ Ἡρακλῆς Ἥρυλλος καὶ παρὰ τὸ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ παρὰ τὸ Βαθυκλῆς Βάθυλλος , ὁ ἐρώμενος
4703026 λεβησι
ἢ δυνάμει ἢ ἐνεργείᾳ : ἐνεργείᾳ μέν , οἷον Αἴασι λέβησι , δυνάμει δέ , οἷον Κύκλωψι κόραξιν . ἐπεὶ
ἐξ ἀμυθήτου τε βυθοῦ καὶ παραπλήσιον ἔχοντες τὴν φύσιν τοῖς λέβησι τοῖς ὑπὸ πυρὸς πολλοῦ καομένοις καὶ τὸ ὕδωρ διάπυρον
4691213 Ἀταρνευς
: πρόσκειται μὴ ἔχοντα ἀπὸ πρωτοτύπου τὸ ε διὰ τὸ Ἀταρνεύς Ἀταρνέως Ἀταρνείτης , Ἀχιλλεύς Ἀχιλλείτης , Σαμάρεια Σαμαρείτης ,
πόλις μεταξὺ Μυσίας καὶ Λυδίας πλησίον Λέσβου . ὁ πολίτης Ἀταρνεύς ὡς Ὀδυσσεύς . καὶ θηλυκὸν Ἀταρνίς . Ἀταφηνοί ,
4684908 θυνω
ὁ πλεονασμὸς τοῦ ν καθὰ καὶ ἐν τῷ δύνω καὶ θύνω . . . , : πεποίηται δὲ , φασί
λήγοντα ῥήματα διὰ τοῦ ν προφέρουσιν οἷον δύω δύνω θύω θύνω , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ ” θῦνε γὰρ ἀμ
4684582 μνημονευοντα
καὶ τὸν καλούμενον φώτιγγα πλαγίαυλον , οὗ καὶ αὐτοῦ παραστήσομαι μνημονεύοντα ἐλλόγιμον ἄνδρα . ἐπιχωριάζει γὰρ καὶ ὁ φῶτιγξ αὐλὸς
χηλήν . Λόγον δὲ Ἰταλὸν τῇ Συβαριτῶν πόλει συνακμάσαντος ἔργου μνημονεύοντα καὶ φοιτήσαντα εἰς ἐμὲ εἰπεῖν οὐ χεῖρόν ἐστι .
4682839 γραφονται
τὴν ὦπα διὰ τοῦ ιον οὐδέτερα μονογενῆ διὰ τοῦ ι γράφονται τὴν δεύτεραν ἀπὸ τέλους , καὶ τὴν πρὸ αὐτῆς
τοῦ εινω ῥήματα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται , ἀλεείνω φαείνω , πλὴν τοῦ ὀρίνω , καὶ
4677406 νεωνητοις
καρύων , ἅπερ ἥρπαζον οἱ σύνδουλοι . κυρίως γὰρ ἐπὶ νεωνήτοις δούλοις ταῦτα κατέχεον φέροντες αὐτοὺς καὶ καθίζοντες περὶ τὴν
Ἀχαρνικὸς Τηλέμαχος ἔτι δημηγορεῖ . οὗτος δ ' ἔοικε τοῖς νεωνήτοις Σύροις . πῶς ἢ τί πράττων ; βούλομαι γὰρ
4677162 Δημιοπρατοις
σικιέσσιν , ὑποθέτοισιν . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς Δημιοπράτοις εὑρίσκομεν λουτήριον καὶ ὑπόστατον . κείσθωσαν δ ' ἐν
ὡς ἐν Ἀριστοφάνους Δράμασιν ἢ Κενταύρῳ : ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις κλιμάκιον , ἐν δὲ Ἀμειψίου Κόννῳ κλιμακίδα . ἦ
4674930 ἡδω
δ ' αἰνῶς ἡδὺ ποτὸν πίνων . ἀπὸ οὖν τοῦ ἥδω ἥσω ἥσασθαι , καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς α
Ὦρον καὶ Σωκράτην πτωχὸν ἀδολέσχην ἔφη . ἢ παρὰ τὸ ἥδω , τὸ εὐφραίνομαι , οὗ ὁ βʹ ἀόριστος ἄδον
4674525 αἰτησαντος
γε οἶδα αὐτὴν καὶ ἐρυθριάσασαν σφόδρα ὅτι τῶν εἰσενεχθέντων τι αἰτήσαντος ἐμοῦ οὐκ εἶχέ μοι δοῦναι . καὶ ἐγὼ μέντοι
οἱ μὲν ἐν τοῖς ὅπλοις κάθηνται τάχα που τοῦτο Εὐρυπύλου αἰτήσαντος , καὶ χαίρουσι τῇ ἀνακωχῇ , οἱ δὲ ἔκθυμοί
4672426 ἀμυνω
στρατόν . ἀμυνόμενος : μαχόμενος , διώκων , τιμωρῶν : ἀμύνω τὸ βοηθῶ δοτικῇ συντάσσεται , ἐνεργητικῶς γραφόμενον , ἀμύνομαι
α . . Ἀμύντωρ : ὁ βοηθός : ἀπὸ τοῦ ἀμύνω , . , . * . Ἀμύξ : ἐπίρρημα
4669614 καθεζομαι
: παρὰ τὸ ἔζω : τοῦτο παρὰ τὸ ἔω τὸ καθέζομαι . τὸ γὰρ ἔδω , οὐ μόνον τὸ ἐσθίω
αἳ τοῦ μηνὸς γίγνονται τετράκις , τοῦτο δὲ ποιήσας ἄφωνος καθέζομαι δεικνύς , ὡς οὐ τοῦ πολλὰ πράττειν ἐπιθυμῶ ,
4660349 ἀναλογωτερον
πεσόντι , δῆλον ὅτι καὶ τὸ ἐριπόντι Πολυνείκει παρὰ Πινδάρῳ ἀναλογώτερον καταστήσεται διὰ τοῦ ο γραφόμενον . Ἀλλ ' εἰ
, ὤφειλε βαρύνεσθαι καὶ συστέλλειν τὸ ι , ὅθεν Ἡσίοδος ἀναλογώτερον εἴρηκε : τρισπίθαμον δ ' ἄψιν . ἔστιν οὖν
4660170 ὑπαρχω
, ἔξω φρενῶν εἰμι . , ἄφρων εἰμί , μαινόμενος ὑπάρχω , παραφρονῶ . κύων ] σκύλος . . ἔπαιξε
[ ἀηθέσσω ] ἀήθεσσον , ἀηθέσσω δέ ἐστι τὸ ἀήθης ὑπάρχω : καὶ χωρὶς τοῦ ἐν τῇ συνηθείᾳ [ ]
4659791 ὀπτηρ
τόξον : ὀπτῶ τό τε βαρύτονον καὶ τὸ περισπώμενον : ὀπτὴρ ὁ σκοπός : ὄτλος ὁ μόχθος , ὁ πόνος
καὶ ἐν τῷ λιμένι καὶ ἄπωθεν τοῦ λιμένος , οὔτε ὀπτὴρ οὐδεὶς ἐφάνη οὔτε αἷμα οὔτε ἄλλο σημεῖον οὐδέν .
4658167 ἀγελαστος
παρὰ τὸ ἀγάλλω . ἀγαλαίων : ἰδιωτῶν . ῥεμβωδῶν . ἀγέλαστος πέτρα : ἐπὶ τῶν λυπως προξένων . ἐπ '
καὶ φρὴν ἀγέλαστος . οὐκοῦν οὐκ ἐκώλυσε λέγειν καὶ νοῦς ἀγέλαστος καὶ διάνοια ἀγέλαστος καὶ τὰ ὅμοια . . .
4653882 Σαρπηδοντος
τῇ κλίσει τοῦ ὀνόματος ἅλις κέχρηται ὁ ποιητής : “ Σαρπήδοντος ἑταῖρον Ὀϊκλῆα μεγάθυμον ” καὶ “ τεύχεα Σαρπήδοντος .
: “ Σαρπήδοντος ἑταῖρον Ὀϊκλῆα μεγάθυμον ” καὶ “ τεύχεα Σαρπήδοντος . ” Αἰολικὸν δὲ τὸ σχῆμα , ἀπὸ βαρυτόνου
4653758 καιω
στάχυας ἀντὶ τοῦ ταῖς χερσὶ συντρίβοντες . καὶ ψῶ τὸ καίω , ἐξ οὗ καὶ ψωλὸς δαλὸς ὁ κεκαυμένος καὶ
μέλλων μαρῶ καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ υ μαυρῶ , ὡς καίω καύσω καὶ κλαίω κλαύσω , καὶ ἐξ αὐτοῦ ῥηματικὸν
4652803 πληθω
καὶ παράγωγον ἀχόω : ὡς ἄνω ἀνέω : καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω .
περισπᾶται , ἀπὸ ὀνόματος γέγονε : ἀλήθω κνήθω λήθω πήθω πλήθω πρήθω . τὸ δὲ βοηθῶ ἀηθῶ παρ ' ὄνομα
4641854 Ἐμπορῳ
. νύκτωρ περιτρώγειν αὑτῶν τοὺς δακτύλους ; καὶ Δίφιλος ἐν Ἐμπόρῳ : πουλύπους ἔχων ἁπάσας ὁλομελεῖς τὰς πλεκτάνας . οὐ
οὐδέν ἐστιν ἐξωλέστερον . οὐκ ἀπιθάνως δὲ καὶ Δίφιλος ἐν Ἐμπόρῳ περὶ τοῦ παμπόλλου πιπράσκεσθαι τοὺς ἰχθῦς λέγει ὧδε :
4638970 προστακτικοις
ν ἐκ τοῦ ῥήματος , ἐπεὶ ηὑρίσκετο ἂν ἐν τοῖς προστακτικοῖς . Ἴσως δέ τις ἀπορήσειε λέγων , διατί τὰ
παρῳχημένων . Καὶ λέγομεν αὐτό , ὅπερ καὶ ἐν τοῖς προστακτικοῖς εἰρήκαμεν , ὅτι τὴν ὀνομασίαν ἔλαβον ἐκείνων τῶν χρόνων
4637742 Πλουτοις
Δαιταλεῦσι : καὶ λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς . καὶ Κρατῖνος ἐν Πλούτοις : θύννος , ὀρφώς , γλαῦκος , ἔγχελυς ,
ἦν τότε δούλων χρεία τοιάδε ἐκτίθενται : Κρατῖνος μὲν ἐν Πλούτοις : οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ παλαιόν ,
4637381 ἐπιγινωσκω
: Οἶδά σε κἀγὼ οὐδ ' ὅλως ἀγνοῶ σε : ἐπιγινώσκω καὶ τίς ὑπάρχεις οἶδα , ἀλλὰ συλληφθεὶς μετ '
ἰδοῦσα δὲ ἡ μήτηρ τὰ ἐντάφια τῆς θυγατρὸς ἀνεκώκυσεν “ ἐπιγινώσκω πάντα : σύ , τέκνον , μόνη λείπεις .
4637129 παρηκται
μὲν σύνεγγυς , τλητικὸν κατὰ φρένας . ταλαύρινον τολμηρόν . παρῆκται δὲ ἡ λέξις παρὰ τὸ τλῆναι , καὶ οὐκ
Σαμαρείτης : ταῦτα γὰρ ἀπὸ τῶν εἰς α καθαρὸν ληγόντων παρῆκται . Ὤρικος , πόλις ἐν τῷ Ἰονίῳ κόλπῳ .
4635497 αἰθω
. δαίεσθαι φωνὴν ἀφιέναι : καιομένη γὰρ μέγα ἠχεῖ . αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη ψοφεῖ αἰθομένη
ἐπικεκαῦσθαι τὴν ὄψιν ὑπὸ τοῦ ἡλίου . , ἀρὰ τὸ αἴθω , τὸ καίω , καὶ τὸ ὄπτω ὄψω παρῆκται

Back