, Κλύτιον , Δηίονα . . . . : ἐκαινούργησε κλάσας τὴν ᾠδὴν παρὰ τὸ ἀρχαῖον ἔθος , ὡς Ἀριστοφάνης
ἀπόζεται ὀδμὴν οἷον τὴν τοῦ ἀσφάλτου * κολούσας : κόψας κλάσας * σπέρμαθ ' : τοῦ τριοφύλλου ὅσον κύμβοιο :
5268766 ἐπικειμενον
καὶ σύγκλητος , ἕκαστός τε ὥσπερ ἀποσεισάμενος πέλεκυν τοῖς αὐχέσιν ἐπικείμενον ὑπερευφραίνοντο : ἔς τε τὰ ἔθνη ἄγγελοι καὶ κήρυκες
. Τὸ δὲ τ ἔχον ἔμπροϲθεν αὑτοῦ ρ καὶ υ ἐπικείμενον τρυβλίον δηλοῖ , # υ . Τὸ δὲ ξ
5241099 ὁπλῃ
καλεῖται Ἵππου κρήνη ἐν Ἑλικῶνι , ἣν ὁ Πήγασος τῇ ὁπλῇ πλήξας ἐποίησεν . λῶντο : ἐλούοντο . περκάζων ἤτοι
μὲν ἐνεργείᾳ ταῖς χαλκευτικαῖς φύσαις , τῷ δὲ σχήματι βοὸς ὁπλῇ ἐν πνεύμονι δὲ κατεργασθέντος τοῦ πνεύματος , τὸ μὲν
5144885 ἐκπωμα
: τὸ δ ' ὄνομα οὐκ ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸ ἔκπωμα σχήματος ἀλλὰ τῆς τάξεως . ἦν δὲ Ὑγιείας ἱερά
λαβόντα δὲ τὸν Κῦρον οὕτω μὲν δὴ εὖ κλύσαι τὸ ἔκπωμα ὥσπερ τὸν Σάκαν ἑώρα , οὕτω δὲ στήσαντα τὸ
5040707 ἐλεφαντινον
δὲ ὁ τένθης Ἀρχέστρατος συγκαταλέξαι ἡμῖν καὶ τὸ παρὰ Κράτητι ἐλεφάντινον τάριχος , διαβόητον ὄν : σκυτίνῃ ποτ ' ἐν
τοῦ φιλοσόφου ἐγκεχαράχθαι τῇ διανοίᾳ μᾶλλον ἢ τοῖς Πελοπίδαις τὸν ἐλεφάντινον ὦμον . τί δὴ μετὰ ταῦτα ὁ πάνσοφος Πλάτων
4945550 βοος
καὶ ἰδοὺ περισπᾶται καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ος κλίνεται , βοός γάρ : καὶ ἐπὶ ἄλλων δὲ εἰς ους τρέπουσι
τὸ ἐπισταδὸν ἀντὶ τοῦ ἐπιστατικῶς καὶ ἀμετακινήτως . φορβάδος ἀμφὶ βοός : ὑπὲρ νομάδος καὶ εὐτραφοῦς βοός . . .
4936567 φατταν
. Ἀλέξανδρος δ ' ὁ Μύνδιος οὐ πίνειν φησὶ τὴν φάτταν ἀνακύπτουσαν ὡς τὴν τρυγόνα καὶ τοῦ χειμῶνος μὴ φθέγγεσθαι
ἐξετάζοντα καὶ συνετῶς , ὡς καὶ ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων . φάτταν γάρ τις ἰδὼν οἰήσαιτο ἂν περιστερὰν οὐχὶ δὲ καὶ
4916885 τριπηχυν
περιφερῆ ὥσπερ κυκλαμίνου , ἔγχλοα : ἄνθος ῥοδοειδές : καυλὸν τρίπηχυν : ῥίζαν γλίσχραν , λευκὴν ἔνδοθεν . Ἄλκμαρ φύλλα
καὶ ἐχίδνας μεγάλας καὶ ὄφιν πηχῶν δέκα καὶ χελώνην ποταμίαν τρίπηχυν πέρδικά τε μείζω γυπός . συνῆν δέ , ὥς
4915328 σχοινιον
ἢ χαλκευτικά . [ ὅπλον ] γʹ : τό τε σχοινίον καὶ πᾶσαν [ τὴν κατασκευὴν ] καὶ [ τὰ
προσπλέων ὁ κυβερνήτης καὶ ἰδὼν ἁλιέα ἐκέλευσε μάσσαι τὸ ἀπόγειον σχοινίον : μάσσαι γὰρ τὸ δῆσαί φασιν Αἰολεῖς : ἀπὸ
4841565 βαλων
γογγύλων πετρῶν ὑπόσκιον θήσει χθόν ' , οἷς ἔπειτα σὺ βαλὼν διώσηι ῥαιδίως Λίγυν στρατόν . “ ὥσπερ οὐν κρεῖττον
' εὐδίφου χειρὸς ἐλεγχομένας . αὐαλέου δ ' ἐπὶ τῇσι βαλὼν εὐεργέος ἄρτου ὅσσον τερσῆναι σάρκα δύναιτο , τροχούς πλάσσασθ
4828679 συριγγα
ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα . εἶπεν δὲ αὐτὴν ἕλκος , ἐπεὶ εἶδός τί
τὸ δρέπανον σημαῖνον τὴν ἐργασίαν , τῇ δὲ ἄλλῃ τὴν σύριγγα σημαίνουσαν τοὺς ἀνέμους . . . . Ἀπολλόδωρος δέ
4809613 ταυρου
τὸ τοῦ Ἱππολύτου : οὗ πᾶσα μὲν χθών : οὗτινος ταύρου βοῶντος πᾶσα ἡ γῆ φωνῆς ἐπληρώθη : φρικῶδες :
γυναῖκας ἐξοκίλλειν εἰς ἀλλοκότους ἔρωτας ⋮ Μυθεύεται , ὅτι ἠράσθη ταύρου νεμομένου ἡ Πασιφάη , Δαίδαλον δὲ ποιῆσαι βοῦν ξυλίνην
4807827 σκεπασας
, λαβὼν στρουθίον εἰς τὴν χεῖρα καὶ τοῦτο τῷ ἱματίῳ σκεπάσας ἧκεν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ στὰς ἄντικρυς ἐπηρώτα ,
ἐλαίῳ ἰρίνῳ αὐτὴν πληρώσας καὶ τῷ ἐξ αὐτῆς ἐκτμηθέντι πώματι σκεπάσας , ἔα ἡμέραν καὶ νύκτα : εἶτα ἐπιθεὶς τὴν
4776071 χαλκουν
σιδήρου καὶ ἐν τοῖς πολέμοις χρῆσιν . τοῦτο δὴ τὸ χαλκοῦν γένος ἐκ μελιᾶν εἶπε φῦναι , Δωρικῶς , ἀντὶ
τὸν θύλακον , ἀνέκραγ ' ὁ κῆρυξ μὴ δέχεσθαι μηδένα χαλκοῦν τὸ λοιπόν : “ ἀργύρῳ γὰρ χρώμεθα . ”
4773583 ἱματιον
τῶν πολιτῶν ἄγεσθαι παρὰ τὸν ἀγωνοθέτην , ὅτι βαπτὸν ἔχων ἱμάτιον ἐθεώρει , τοὺς δὲ ἰδόντας ἐλεῆσαί τε καὶ παραιτεῖσθαι
οὐ γὰρ ἐπιβουλευθῆναί ποτε ἔδεισα , οὐδὲν ἔχων ἢ φαῦλον ἱμάτιον . καὶ πολλάκις μὲν δὴ καὶ ἄλλοτε ἐπειράθην ἐν
4771042 περιελιξας
, ἀναφυρήσας τοῦτο , ἐς εἴριον μαλθακὸν καθαρὸν περὶ πτερὸν περιελίξας ῥάκεα , καὶ καταλαβὼν προστιθέναι , ἐς λευκὸν ἄλειφα
, μῆκος δὲ ἓξ δακτύλων , χρίσας τῷ φαρμάκῳ , περιελίξας τῷ εἰρίῳ , τὸ φάρμακον ἀνασπογγίσας , τὸ ἔσχατον
4742302 ἁψας
παροιμιαστὴς ἐφθέγξατο . εὐμαρέως κεν ἀπ ' αὐτᾶς καὶ λύχνον ἇψας : ὡς ἀπὸ τοῦ ἔρωτος κοκκίνη γέγονε κατὰ πρόσωπον
κἠφλέγετ ' : εὐμαρέως κεν ἀπ ' αὐτᾶς καὶ λύχνον ἇψας . ἔστι Λύκος , Λύκος ἐστί , Λάβα τῶ
4740568 ἀνελομενος
ἐγέννησε , διὰ τῶν θεραπαινίδων εἰς ἐρημίαν ἐξέθηκεν : ὅθεν ἀνελόμενος Αἴπυτος ἔτρεφεν . ὃ καὶ Πίνδαρος εἰδώς , ἐπειδὴ
οὗτός τε λόγχην ἀφίησιν ἐπ ' αὐτόν , καὶ ἐκεῖνος ἀνελόμενος ᾤχετο εἰς τὸ στρατόπεδον . ἐγὼ δὲ ἀνελὼν τὸν
4729277 ἀνακλασας
δικὼν Ὀρέστας , Μυκηνίδ ' ἀρβύλαν προβάς , ὤμοις ἀριστεροῖσιν ἀνακλάσας δέραν , παίειν λαιμῶν ἔμελλεν εἴσω μέλαν ξίφος .
πηδημάτων ἠριθμεῖτο . ἡ δ ' οὐρανία , ὁ μὲν ἀνακλάσας αὑτὸν ἀνερρίπτει τὴν σφαῖραν εἰς τὸν οὐρανόν : τοῖς
4721352 σπαραξας
εὐεξαπάτητον γὰρ ἄνθρωπος δυστυχῶν . καταρρηξάμενος οὖν τὴν ἐσθῆτα καὶ σπαράξας τὰς τρίχας , τὸ στέρνον ἅμα παίων ἔλεγεν “
ἦν ἀκατάσχετος . Λαβὼν δὴ τὴν κόμην ὁ Ἁβροκόμης καὶ σπαράξας τὴν ἐσθῆτα φεῦ μοι τῶν κακῶν εἶπε , τί
4718781 χειλος
θεός . Εὐρείας φάρυγος , ὦ Κύκλωψ , ἀναστόμου τὸ χεῖλος : ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾶς
μοι . Μἀλλά μοι δὸς ἓν μόνον , κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον . Φθείρου λαβὼν τόδ ' : ἴσθ '
4715934 ῥοπαλῳ
' ἀσφαλέως . ὁ δὲ μερμήριξεν Ὀδυσσεύς , ἠὲ μεταΐξας ῥοπάλῳ ἐκ θυμὸν ἕλοιτο ἦ πρὸς γῆν ἐλάσειε κάρη ἀμφουδὶς
ἀδελφοὶ ἐκ Λυσιδίκης . σκληρᾶς ἐλαίας : ἀπεσκληκότι ξύλῳ καὶ ῥοπάλῳ ἐλαΐνῳ . ἐλθόντ ' ἐκ θαλάμων : παραγενόμενον εἰς
4709524 ποτηριον
. ΙΣΘΜΙΟΝ . Πάμφιλος ἐν τοῖς περὶ Ὀνομάτων Κυπρίους τὸ ποτήριον οὕτως καλεῖν . ΚΑΔΟΣ . Σιμμίας ποτήριον , παρατιθέμενος
πιεῖν . ΟΛΛΙΞ . Πάμφιλος ἐν Ἀττικαῖς Λέξεσι τὸ ξύλινον ποτήριον ἀποδίδωσι . ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΚΟΝ . Ποσειδώνιος ὁ φιλόσοφος ἐν ἕκτῃ
4707746 κριου
ὑπὲρ οὐδενὸς ἄλλου , στὰς ἐπὶ τῶν τομίων κάπρου καὶ κριοῦ καὶ ταύρου , καὶ τούτων ἐσφαγμένων ὑφ ' ὧν
ἡ δὲ βορειοτέρη γαίης ὕπερ Εὐρωπείης , τήν ῥα περικτίονες κριοῦ καλέουσι μέτωπον : αἵτ ' ἄμφω συνίασιν ἐναντίαι ,
4691678 φιαλην
αὐτῷ τὰ τῆς προσκυνήσεως , τὸν δὲ πρῶτον ἐκπιόντα τὴν φιάλην προσκυνῆσαί τε ἀναστάντα καὶ φιληθῆναι πρὸς αὐτοῦ , καὶ
δή που ἀμφοτέρους ἐρευνηθῆναι αὐτοὺς ὁπότερος ὑπὸ κόλπου ἔχει τὴν φιάλην . Καὶ μάλα . Ἔχει δὲ πάντως ὁ ἕτερος
4666526 πλησαι
τὴν γῆν κατατρέχουσι πλῆθος Περσικὸν ἐπελθὸν τὸν σφῶν ὑπερκείμενον ἀέρα πλῆσαι βελῶν , ὥστε σφᾶς δέει τοῦ κατασχόντος κινδύνου ἀναχωρῆσαι
, οὐκ ἀμφὶ βουπόροισι πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι νηδὺν καὶ γνάθον πλῆσαι σέθεν . ἅλις δὲ Πριάμου γαῖ ' ἐχήρως '
4654574 δεξιᾳ
εἰ δὲ καὶ τὸ κολλόροβον , ὃ ἔχει ἐν τῇ δεξιᾷ χειρί , προσλαβεῖν δεῖ , τῇ ἐσχάτῃ μοίρᾳ τοῦ
σταθμὸν ἔχον ταλάντων ὀκτα - κοσίων , καὶ τῇ μὲν δεξιᾷ χειρὶ κατεῖχε τῆς κεφαλῆς ὄφιν , τῇ δ '
4644700 ἀποδειρας
ἀνακαύσας οὔτε καταρξάμενος οὔτ ' ἐπισπείσας . Ἀποπνίξας δὲ καὶ ἀποδείρας τρέπεται πρὸς ἕψησιν . Τῆς δὲ γῆς τῆς Σκυθικῆς
τι , φόβον ὁμοῦ καὶ κατάπληξιν : εἰ γὰρ ὑαίνης ἀποδείρας δέρας ὑποδήματα δὲ αὐτοῦ τοῖς ποσὶ τεκτήναις , οὔποτ
4642194 ὑποθεις
καὶ λαβὼν ξίφος ὁλοσίδηρον καὶ θυμιῶν στύρακα καὶ μέλι , ὑποθεὶς κρατῆρι , ἀπότεμε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπάνω τοῦ κρατῆρος
κά - τωθεν κατὰ τὸ ἕτερον ὀστέον , ὄγκον μαλθακὸν ὑποθεὶς , ἢν μὲν ἄνω , καταστρέψας τὴν χεῖρα ,
4627275 ἁλιευς
εἴποις γ ' ἂν αὐτοὺς ἀρτίως ἡλωκέναι . εἶθ ' ἁλιεὺς ὢν ἄκρος σοφίαν ἐπὶ μὲν παγούροις τοῖς θεοῖς ἐχθροῖσι
δυσέρωτές εἰσιν , ἐξ ὧν ποθοῦσιν ἐκ τούτων ἁλίσκονται . ἁλιεὺς γὰρ ἀνὴρ αἰγὸς δορᾷ ἑαυτὸν περιαμπέχει , σὺν αὐτοῖς
4624094 ἁρπασας
δὲ τὸν χρηστὸν δραμὼν Τηλέμαχον Ἀχαρνέα σωρόν τε κυάμων καταλαβὼν ἁρπάσας τούτων ἐνέτραγον . ὁ δ ' ὄνος ἡμᾶς ὡς
φοβούμενος , λῃστὴς δὲ προσέρχεται : ὃ δὲ ἐπὰν προίδηται ἁρπάσας τὰ ὅπλα μάχεται πρὸ τοῦ ζεύγους ἐν ῥυθμῷ πρὸς
4619194 βαλε
καιρῷ σύστασιν τε καὶ μορφήν . Καὶ ξηράνας τοῦτο , βάλε ἐν βικίῳ ὑελίνῳ , καὶ ἀσφαλισάμενος , κατάχωσον ἡμέρας
ὁμοῦ πάντα λαβὼν , τό τε ὕδωρ καὶ τὴν ὕλην βάλε εἰς φιάλην ὑέλινον , καὶ σῆψον ἐν κόπρῳ ἱππείᾳ
4618111 κρανος
ὑπερασπίζειν , μικράσπιδα . κρανοποιός κρανοποιία , κρανουργός κρανουργία , κράνος . θωρακοποιία θωρακοποιός , θώραξ , θωρακοφόρος , τεθωρακισμένος
στόματος τὸ χάσμα σκέπειν τὴν κεφαλήν , ὥσπερ ἀνδρὸς ὁπλίτου κράνος : ἐκθηριώσας δὲ αὑτὸν ὡς ἔνι μάλιστα , παραγίνεται
4614903 κρεμναν
Ἀνθίαν οὕτως ἱερουργηθῆναι . Ὡς δὲ πάντα ἕτοιμα ἦν καὶ κρεμνᾶν τὴν κόρην ἤθελον , ψόφος τῆς ὕλης ἠκούετο καὶ
ἀλλ ' ἐκ τοῦ κάτωθεν μέρους τοῦ βότρυος δήσαντας , κρεμνᾶν ἐν ὑπερώῳ , ἵνα μᾶλλον διαπνέωσιν , ἀραιουμένων κατὰ
4604931 ἐνεχεσθαι
πνίγεται ὥνθρωπος , καὶ ἐν τῇ φάρυγγι μᾶλλόν οἱ δοκέει ἐνέχεσθαι , καὶ οὔτε τὸ σίαλον κατασπᾷ οὔτε ἄλλο οὐδὲν
Σόλων ὁ παλαιὸς νομοθέτης ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιμίοις ᾤετο δεῖν ἐνέχεσθαι τὸν ἀστράτευτον καὶ τὸν λελοιπότα τὴν τάξιν καὶ τὸν
4603381 τεμων
καί μοι δοκεῖ βουληθεὶς ὁ θεὸς ὁ τὴν γῆν δίχα τεμὼν ἑκάτερον μέρος ἐξ ἴσου κοσμῆσαι καὶ καθάπερ ἐν ζυγῷ
ᾳ καθήρμοσε [ ] [ [ . . ] λου τεμὼν [ . . ] φορα ? ? ! !
4595173 στας
ς ' ἐς Ἑλλάδα πέμπει : ἐλεφαντοδέτων πάροιθεν θρόνων ὃς στὰς Ἑλένας ἐν ἀντωποῖς βλεφάροις ἔρωτά τ ' ἔδωκας ἔρωτί
οὔ : ἀλλ ' ἄν τίς σε δέρῃ , κραύγαζε στὰς ἐν τῷ μέσῳ ὦ Καῖσαρ , ἐν τῇ σῇ
4592291 λινον
θηρὸς ὅτι τάχιστα , μὴ καὶ θυμήνας ῥήξῃ τότε τὸ λίνον ἐνδακὼν ἢ καὶ διασπάσῃ τοῖς ὄνυξι καὶ ἀποδρὰς οἴχηται
κλωστῆρα . . . λίνου ] ἐν περιφράσει τὸν κλωστὸν λίνον . ἄκου ' ] ἀντὶ τοῦ πείσθητι . τιμήσας
4584601 ξιφει
ἐλθοῦσαν καὶ τὸν ἑαυτῆς τε κἀκείνου ἔρωτα μεγάλων ἀξιῶσαι προσπεσοῦσαν ξίφει ὀρθῷ . τρίτον ἠρόμην : ἡ Ἑλένη , ὦ
τοῖς ἄμοτον κοτέων Ἀφαρήιος Ἴδας κόψε παρ ' οὐρίαχον μεγάλῳ ξίφει : ἆλτο δ ' ἀκωκή ῥαιστὴρ ἄκμονος ὥστε παλιντυπές
4577910 πιλον
ἀέρος ἀπέκρυψεν : ἔπειτ ' ἐξαίφνης ἐπιτίθησι τῷ Λοκόμωνι τὸν πῖλον ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἁρμόσας ὡς πρότερον ἥρμοστο . θαυμαστοῦ
νειὸν βοιδίοις ἀχίτων , περιζωμάτιον ἔχων καὶ ἐπὶ τῇ κεφαλῇ πῖλον . ἰδὼν δὲ πλῆθος ἀνθρώπων εἰς τὸ χωρίον εἰσιόντων
4577244 κεραμιου
ἡμέραις : ἀτρέμα δέ πως ἔν τισιν αὐτῶν ὑπαλλάττων τοῦ κεραμίου τὴν θέσιν , θερμαίνεσθαι κατὰ πᾶν μέρος ὁμοίως αὐτὸ
καὶ ἀθραύστους εἰς κεράμιον , χρίσῃς ἐπιμελῶς τὸ στόμα τοῦ κεραμίου , καὶ γυψώσῃς . Ὁμοίως δὲ καὶ εἰς πηλὸν
4574767 καθισας
: τὴν εὐρυθμίαν φέναξ : ἀπατεών πρόσχημα : μόνον σχήματι καθίσας , μηδὲν δὲ φθεγγόμενον θρίνακες : λικμητῆρες τριαινοῦν :
συρίσαντι χαρίσασθαι χιτῶνα καὶ χλαῖναν καὶ ὑποδήματα . Ὁ δὲ καθίσας αὐτοὺς ὥσπερ θέατρον , στὰς ὑπὸ τῇ φηγῷ καὶ
4572205 σκευος
Δράμασι λέγων : πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν
καὶ τίς ἀνέξεταί σου κυβερνήτης ; οὐχὶ δ ' ὡς σκεῦος ἄχρηστον ἐκβαλεῖ , οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐμπόδιον καὶ κακὸν
4571966 δησας
γεγόνασιν . ὀργισθεὶς δὲ ὁ Ζεὺς ὑποπτέρῳ τροχῷ τὸν Ἰξίονα δήσας ἀφῆκε τῷ ἀέρι φέρεσθαι μαστιζόμενον καὶ λέγοντα : χρὴ
: τὰ δὲ ἐναντία πράττων πονηρός . περιπλακεὶς δὲ καὶ δήσας τινὰ * * καὶ δεσμὰ προαγορεύει καὶ τοῖς νοσοῦσιν
4569358 χρυσουν
πολεμικῶς κεκοσμημένος , κλίνη χρυσῆ στρωμναῖς πολυανθέσι κατεστρωμένη , φορεῖον χρυσοῦν περιπεπετασμένον πορφύραν , ἐφ ' οἷς Περσεὺς ὁ δυστυχὴς
πεμφθῆναι κριὸν τοῖς παισί φασιν ὑπὸ Διὸς ἔχοντα τὸ ἔριον χρυσοῦν , καὶ ἀποδρᾶναι σφᾶς ἐπὶ τοῦ κριοῦ τούτου .
4565293 κεραμεαν
αὐτοῦ . Ψιμύθιον οὕτω γίνεται : εἰς πιθάκνην πλατύστομον ἢ κεραμεᾶν γάστραν ἐγχέας δριμύτατον ὄξος ἀπέρεισαι μολυβίνην πλίνθον ἐπὶ τὸ
ἔμαθον γράμματ ' , ἐμυήθην θεοῖς ; τετρακότυλον δὲ κύλικα κεραμεᾶν τινα τῶν Θηρικλείων , πῶς δοκεῖς ; κεραννύει καλῶς
4564886 ὑποστρωσας
φαῦλα ἐργάζονται . ποιμὴν ἐλάσας εἴς τινα δρυμῶνα τὰ πρόβατα ὑποστρώσας ὑπὸ δρῦν τὸ ἱμάτιον καὶ ἀναβὰς τὸν καρπὸν κατέσειε
ἀρνὸς ἢ αὐτοῦ ὄρνιθος ἐφοπλίζεαι ἐδωδήν , χίδρα μὲν ἐκτρίψειας ὑποστρώσας δ ' ἐνὶ κοίλοις ἄγγεσιν , εὐώδει ἅμα φῦρσον
4547468 διφρου
καὶ συμπεπλεγμένος λόγος . γρώνη : τὸ κοῖλον τοῦ ἁρματείου δίφρου , εἰς ὃ τὰς μάστιγας οἱ ἡνίοχοι ἀπετίθεντο :
. Ὁ δὲ Ἰόλαος ὁ ἡνίοχος σὺν τούτῳ ἐπιβὰς τοῦ δίφρου ἡνιόχει τὸ ἅρμα . . . ΑΜΦΙ Δ '
4546003 μηρινθον
λεπτῆς μηρίνθου βρόχον ἐξάψαντες ἄγουσι διὰ τοῦ ἑτέρου κλάδου τὴν μήρινθον μικρῷ τε ἐπισφίγγουσι πασσάλῳ στερρῷ : ἕδρας δ '
ῥώμης ἔχει , τὸ μέντοι ζεῦγος τὸ ἀνθέλκον ἐκτείνει τὴν μήρινθον . ἀλλά οἱ πλέον οὐδὲ ἕν : τῆς γοῦν
4543942 πωμα
ᾧ τὰ κακὰ ἐγκέκλειστο μετὰ τῆς Ἐλπίδος ⌊ ἐπέμβαλε ⌋ πῶμα πίθοιο : πῶς ἡ γυνὴ ἐλθοῦσα ἐπὶ κακοποιΐᾳ ἐπέσχεν
, σκέψαι τόδ ' οἷον Ἑλλὰς ἀμπέλων ἄπο θεῖον κομίζει πῶμα , Διονύσου γάνος . ὁ δ ' ἔκπλεως ὢν
4541040 μαχαιρᾳ
κολάσεσι . εἶτα τῶν φρενῶν ἐξέπλευσε , καὶ μανεὶς ἑαυτὸν μαχαίρᾳ κατεχόρδησε . λογισμὸς δὲ αὐτὸν ἐκεῖνος κατέσπερχεν , ἀνθρώπους
: ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ . βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται . ἀλλὰ τὸ
4537908 λιθον
ἔτι δὲ καὶ ἄλλο προστίθησι τεκμήριον λέγων : ἐάν τις λίθον ἢ ἄλλο βάρος ἔχον ἀφῇ ἀποσχὼν τῆς γῆς ὅσον
τοῦ χωνιδίου ὑποκάτω κελεύουσι τίθεσθαι , δηλονότι τοῦ ἔχοντος τὸν λίθον τοῦ ὑποκάτω . Ἄλλοι δὲ ἑνὶ τῶν τριῶν μόνον
4534491 καθικεσθαι
κάτοπτρον καλῳδίῳ τῶν λεπτῶν δήσαντες καθιᾶσι , σταθμώμενοι μὴ πρόσω καθικέσθαι τῆς πηγῆς , ἀλλ ' ὅσον ἐπιψαῦσαι τοῦ ὕδατος
. ἐγκοπέα γάρ τινά μοι δοὺς ὁ θεῖος ἐκέλευσεν ἠρέμα καθικέσθαι πλακὸς ἐν μέσῳ κειμένης , ἐπειπὼν τὸ κοινὸν ”
4517583 βοθρῳ
διάπυροι , τὴν δὲ σποδιὴν καὶ τὴν μαρίλην ἐν τῷ βόθρῳ καταλιπεῖν : ὁκόταν δὲ ὁ χύτρινος ζέσῃ καὶ ἡ
, καὶ ταῦτα συνδῆσαι ὁμοῦ , καὶ καταθέσθαι ἐν τῷ βόθρῳ , σελήνης δευτέρας οὔσης , καὶ ἀπὸ τῆς γῆς
4516942 ὀρυξας
ῥίζα ὀσμὴν ἔχει δριμυτάτην μάλιστα πάντων καρδάμῳ ἐμφερῆ . ταύτην ὀρύξας θέρους μάλιστα πρόσφατον καὶ κόψας ἐπιμελῶς , ἀξουγγίῳ παλαιῷ
, δόλῳ δὲ αἱρετοί , ποιέει τοιάδε . Νυκτὸς τάφρον ὀρύξας εὐρέαν ἐπέτεινε ξύλα ἀσθενέα ὑπὲρ αὐτῆς , κατύπερθε δὲ
4506214 σιδηρουν
ταῖς πλευραῖς πεποιημέναι , αἷς ἑκάτερον τῶν μερῶν συμπορπηθὲν ὅλον σιδηροῦν ποιεῖ φαίνεσθαι τὸν ἱππέα , κωλύει δὲ οὐδὲν ὁ
κάδον λαβών τιν ' οὔρει πίττινον . καὶ στόμωμα μὲν σιδηροῦν ὅστις ἐν τοῖς ἀποθέτοις σκεύεσιν ἀριθμοῖ , Κρατῖνος ἂν
4504643 λεβητιον
μαστίγιον ἔχον , οὗ κατὰ τὸ δεξιὸν μέρος ὁ τὸ λεβήτιον ἔχων κίων ἕστηκεν . Ὅταν οὖν ἄνεμον συμβῇ πνεῖν
οὐδ ' ἔχων κλητῆρας , ἀλλ ' αἰτησόμενος λεβήτιον . λεβήτιον ; λεβήτιον . μαστιγία , θύειν με βοῦς οἴει
4489643 μυσαττεσθαι
ἄλλα πολλὰ καὶ ὡς εἰρηνοποιὸν τὸ ἐπιτήδευμα . ἐθιζόμενοι γὰρ μυσάττεσθαι φόνον ζῴων ὡς ἄνομον καὶ παρὰ φύσιν , πολὺ
κέρδει ἐξαπατᾶν ἀπομύττειν εἶπον . μυκτηρίζειν δὲ Λυσίας καὶ τὸ μυσάττεσθαι , ἀπὸ τοῦ τῷ μυκτῆρι ἐνδείκνυσθαι τὸ δυσχεραίνειν .
4488991 πεντακλινον
χωρίον συμπόσιον , ἀνδρῶνα , συσσίτιον , τρίκλινον οἶκον ἢ πεντάκλινον ἢ δεκάκλινον , καὶ παστάδα δ ' ἀπὸ τοῦ
αἱ σκηναὶ κατεσκίαζον τοὺς περιπάτους . ἦν δὲ καὶ σχολαστήριον πεντάκλινον ἐκ πύξου τοὺς τοίχους ἔχον καὶ βιβλιοθήκη ἐν αὐτῷ
4486840 κητος
ῥά οἱ Τρῶες καὶ Παλλὰς Ἀθήνη ποίεον , ὄφρα τὸ κῆτος ὑπεκπροφυγὼν ἀλέοιτο . καί τινα σὺν πλαγίῳ : καί
ἰχθύος ἐπιβουλήν : ἐκείνου γὰρ θηρευθέντος , ῥᾳδίως ἀγρεύεται τὸ κῆτος , πλαζόμενον ταῖς πέτραις καὶ τοῖς αἰγιαλοῖς , ὥσπερ
4485358 κειμενον
ὦ ἄνδρες , τὴν μὲν ἔνδειξιν ἐποιήσαντό μου κατὰ νόμον κείμενον , τὴν δὲ κατηγορίαν κατὰ τὸ ψήφισμα τὸ πρότερον
ῥῆμα ἢ τῶν ἄλλων τι μορίων ποίῳ συνταχθὲν ἐπιτηδείως ἔσται κείμενον καὶ πῶς εὖ ἢ ἄμεινον : ἔπειτα διακρίνειν ,
4483991 ῥοπαλον
τῆς ἀθλήσεως μελέτην , ἔτι δὲ διὰ τὴν περὶ τὸ ῥόπαλον ἰδιότητα τὴν πρόσοψιν Ἡρακλεωτικὴν εἶχεν . ὡς δ '
ἀγροτέρης Διονύσιος αὐτὸς ἐλαίης χλωρὸν ἀπὸ ⌋ δρεπάνῳ θῆκε ταμὼν ῥόπαλον . * ! ! ! ! ! ! !
4483361 πλινθον
τείχους καθεῖλεν ἐπὶ δέκα σταδίους , τὴν δ ' ὀπτὴν πλίνθον ἀναλεξάμενος καὶ τὸν δεχόμενον τὴν πυρὰν τόπον ὁμαλὸν κατασκευάσας
οἱ Λάκωνες θαυμάσαντες τὴν ἀνδρίαν ὁμοῦ καὶ τὴν σοφίαν ἕκαστος πλίνθον ἐνήρμοσε ταῖς θύραις , ὥστε ἄμφω γενέσθαι , οὔτε
4476163 σκυτινῃ
τὰς τρίχας καθειμέναι . ἥξει δὲ ταχέως ἀργυρίου χλῆδον λαβών σκυτίνῃ πότ ' ἐν χύτρᾳ τάριχος ἐλεφάντινον ἧψε ποντιὰς χελώνη
- λάκῳ : νῦν τῇ ἀρτοθήκῃ . . τῇ ἀρτοθήκῃ σκυτίνῃ . Θ . ἐν τῇ ἀρτοθήκῃ . . .
4470339 παιει
ἠλύγην . Ὁ δὲ νεανίας ἑαυτῷ σπουδάσας ξυνηγορεῖν εἰς τάχος παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῖς ῥήμασιν : κᾆτ ' ἀνελκύσας ἐρωτᾷ
καὶ ἔριδας λύοντα καὶ οἰκοδομημάτων γῆρας ἀποξύοντα . καὶ οὓς παίει τε καὶ δεῖ , τούτους ἀπεύξαιτ ' ἂν μὴ
4465762 ἀπεχοντι
Τραιανῷ δὲ τῷ αὐτοκράτορι ἐν Παρθίᾳ ὄντι καὶ τῆς θαλάσσης ἀπέχοντι ἡμερῶν παμπόλλων ὁδὸν Ἀπίκιος ὄστρεα νεαρὰ διεπέμψατο ὑπὸ σοφίας
: ὁ δὲ ἀντικείμενος τῷ διὰ Μερόης καὶ νοτιώτατος τῷ ἀπέχοντι τοῦ Η τμήματα ρλαʹ γʹʹ ιβʹʹ , ὡς ὁ
4463643 ποδι
μὲν τελευταίας διὰ τοῦ ποδὸς δηλοῖ : ὥς γε τῷ ποδὶ τεκμήρασθαι : τὰς δὲ μέσας καὶ ψυχικὰς διὰ τοῦ
γάρ ; ἀναγκάζεται οὖν οὕτω κατὰ τοῦ ὑγιέος σκέλεος τῷ ποδὶ ἔσω βαίνειν , ἀλλὰ μὴ ἔξω : οὕτω γὰρ
4460695 πλατυ
κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ μήλῳ , τὸ δὲ πλατὺ ἄνω πρὸϲ τὰϲ βλεφαρίδαϲ . εἶτα ἐκκοπτέον τὸ λαμβδοειδὲϲ
εἶναι ⋮ Λέγεται καὶ τοῦτο περὶ αὐτοῦ , ὅτι κάρφος πλατὺ καὶ στερεὸν ἐνδακὼν ἑαυτὸν ἐπιστρέφει , καὶ ἀντιπρόσωπος ὁμόσε
4459591 μηρινθου
εἰς τὸ κάτω συγκάμπτουσιν , ἐκ δὲ τῆς ἑτέρου λεπτῆς μηρίνθου βρόχον ἐξάψαντες ἄγουσι διὰ τοῦ ἑτέρου κλάδου τὴν μήρινθον
καὶ ἐν καλῷ τῆς ἄγρας εἶναι πεπίστευκε . τῆς οὖν μηρίνθου στερεᾶς οὔσης καὶ ἄγαν ἑλκτικῆς τὴν μὲν ἀρχὴν ἐξῆψε
4451508 βυρσαν
ὅθι πνεύμονος ἕδρη . ἀλλ ' οὐδ ' ὣς ὑπὸ βύρσαν ἔδυ πολυώδυνος ἰός , ἀλλ ' ἔπεσε προπάροιθε ποδῶν
δὲ τὰ μὲν ἄλλα πάντα βοῦς μέγιστος , τὴν δὲ βύρσαν καὶ τὸ χρῶμα ἐλέφαντος ἔχει καὶ σχεδὸν εἰπεῖν καὶ
4450824 σικυην
ξηρᾶς κεκομμένης ἐπὶ τὸ πῦρ ἐπιπάσας , περικαθίσας ἐπὶ τὴν σικύην , καὶ ἐνθέσθω ἐς τὸ αἰδοῖον τὸ ἄκρον τῆς
ἤν σοι δοκέῃ τοῦ αἵματος ἀφελέειν ἀπὸ τῆς ὀσφύος , σικύην προσβαλεῖν , καὶ τὰς ἐν τῇ ὄσχῃ φλέβας σχάσαι
4450815 λιθῳ
. Ἀριστοφάνης : ” εἴθ ' ἐξεκόπην πρότερον τὸν ὀφθαλμὸν λίθῳ ” , καὶ Πλάτων : „ εἴθ ' ἔγραψεν
διαλαγχάνειν οὖν αὐτοὺς καὶ τὸν λαχόντα ἔχοντα δρεπάνιον ἐπιβαίνειν τῷ λίθῳ καὶ τὸν τράχηλον εἰς τὸν βρόχον ἐντιθέναι : παρερχόμενον
4436258 σφενδονων
, εἶθ ' οὕτω κάτω εἰς τὸ δασὺ τοῦτο , σφενδονῶν βώλοις , λίθοις , ταῖς ἀχράσιν ὡς οὐκ εἶχεν
, καὶ τὸ βέλος αὐτῶν καὶ διπλάσιον φέρεσθαι τῶν Περσικῶν σφενδονῶν . ἐκεῖναι γὰρ διὰ τὸ χειροπληθέσι τοῖς λίθοις σφενδονᾶν
4432959 ἀγγειον
δὲ μὴ ἔχῃ , ἐπιπλέουσιν . Τὴν γύψον ἐμβλητέον εἰς ἀγγεῖον πλατύ , εἶτα καὶ γλεῦκος ἐπιχυτέον , ὥστε ὑπερέχειν
ἀγγείῳ τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος ὁ Περσεύς : τὸ δὲ ἀγγεῖον ἐκεῖνο ἔσκεπε τὸ μετάφρενον αὐτοῦ . . ΓΟΡΓΟΥΣ .
4426831 ἐπιθεις
, : οὗτος δὲ ὁ Θεόπομπος ἦν καὶ ὁ πέρας ἐπιθεὶς τῶι πολέμωι : μαρτυρεῖ δέ μοι καὶ τὰ ἐλεγεῖα
ἀποφαίνει γυμνήν , καὶ προσχρησάμενος ἀγκῶσι , καὶ τούτους αὐτῆς ἐπιθεὶς τοῖς ἄκροις , πρῶτος ἐποίησε κιθάραν , καὶ ἐκιθάρισεν
4420256 δικτυον
ἐπ ' αὐτοὺς θήξασθαι καὶ φάρμακα ἐπιπάσαι καὶ μικρὸν ἤρκεσε δίκτυον , ὅτῳ ἀπόχρη καὶ σμικρόν τι τῆς ἀγέλης .
ἐξειλκύσαμεν : μικροῦ καὶ τοὺς φελλοὺς ἐδέησε κατασῦραι ὑφάλους τὸ δίκτυον ἐξωγκωμένον . εὐθὺς οὖν ὀψῶναι πλησίον , καὶ τὰς
4416985 δορατος
καιρίαν ἔλαβε πληγὴν εἰς τὸν θώρακα . κλασθέντος δὲ τοῦ δόρατος , καὶ τοῦ σιδήρου καταλειφθέντος ἐν τῷ σώματι ,
ἀνέστρεψαν . Φιλοποίμην ἐδίδαξε τοὺς Ἀχαιοὺς ἀντὶ μὲν θυρεοῦ καὶ δόρατος ἀσπίδα καὶ σάρισαν λαβεῖν , κράνεσι δὲ καὶ θώραξι
4415041 βατραχον
βατράχου συμβουλεύει ὁ σοφώτατος Ἀρχέστρατος ἐν ταῖς γνώμαις τάδε : βάτραχον ἔνθ ' ἂν ἴδῃς , ὀψώνει . . .
κινεῖσθαι , ὕστερον δὲ κινηθέντα τοῖς ποσὶ βουλόμενοι σημῆναι , βάτραχον ἔχοντα τοὺς ὀπισθίους πόδας ζωγραφοῦσιν : ἐκεῖνος γὰρ γεννᾶται
4412193 πελεκει
τῶν σημείων , ὅσοι τὰ σημεῖα ἀπολωλέκεσαν , οἱ μὲν πελέκει τοὺς αὐχένας ἀπεκόπησαν , οἱ δὲ ξύλοις παιόμενοι διεφθάρησαν
ὅθι τ ' ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν . ” βουπλῆγι πελέκει : οἱ δὲ τῇ μάστιγι . βουθύεσκεν ἐβουθύτει .
4412193 κοιλον
μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ
κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ
4409410 ἐκκενωσας
τὴν φύσιν . πότιζε τοῦτον αὖθις ὡς ὑδράργυρον εἰς χάσμα ἐκκενώσας ὡς θεῖον νᾶμα καὶ τὴν ῥέουσαν στήσας οὐσίαν πλῦνον
δὲ ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν καταλυόντων ὁ Καλλίας καὶ τοῦτο ἐκκενώσας ξένοις κατάλυσιν πεποίηκεν . ὁ μὲν οὖν Πρόδικος ἔτι
4408361 αἰγος
τοῦ αἰγὸς δοράν : “ ἂν δὲ νάκην ἕλετ ' αἰγός . ” νάπαι οἱ ὀρεινοὶ τόποι . νάσθη ᾠκίσθη
' ἠελίοιο γάνυνται . ἐνθάδ ' ἀνὴρ μελέεσσιν ἐφεσσάμενος δέρος αἰγός , δοιὰ κέρα κροτάφοισι περὶ σφετέροισιν ἀνάψας , στέλλεται
4405501 χειρι
τὴν χεῖρα τοῦ Κιλλικῶντος , καὶ εἰπεῖν ὡς ταύτῃ τῇ χειρὶ ἑτέραν οὐ προδώσεις πόλιν . Μέμνηται δὲ Καλλίμαχος :
ἔχον ταλάντων ὀκτα - κοσίων , καὶ τῇ μὲν δεξιᾷ χειρὶ κατεῖχε τῆς κεφαλῆς ὄφιν , τῇ δ ' ἀριστερᾷ
4395668 ἐρειδομενος
μεθέπων οἰήϊα νηός : τῷ δ ' ἕτερος κατὰ νῶτον ἐρειδόμενος μετόπισθε δειρὴν ἠδὲ κάρηνον ὁμαρτεῖ ποντοπορεύων : ἄλλος δ
περὶ πρέμνοισιν ἑλίσσεται ἔρνεϊ χαίρων . ἔνθεν ἔπειτ ' ἄκρῃσιν ἐρειδόμενος κοτύλῃσιν ὑψός ' ἀνερπύζει λελιημένος , ἀμφὶ δὲ χαίτας
4392841 δεπας
δὲ καὶ Διομήδους καὶ Αἴαντος καὶ Ἀχιλλέως γενναιότερον ἀείρει τὸ δέπας ὁ τῇ ἡλικίᾳ προβεβηκὼς Νέστωρ , φησὶ Σωσίβιος καὶ
τράπεζαν ἀργυρέην Κάδμοιο θεόφρονος : αὐτὰρ ἔπειτα χρύσεον ἔμπλησεν καλὸν δέπας ἡδέος οἴνου . αὐτὰρ ὅ γ ' ὡς φράσθη
4386761 ἱματιῳ
τρόπαιον γυμνὸς ἀληλιμμένος ἐχόρευσε μετὰ λύρας : οἳ δὲ ἐν ἱματίῳ φασί . καὶ τὸν Θάμυριν διδάσκων αὐτὸς ἐκιθάρισεν :
δὲ Τυρρηνοὶ δειπνοῦσι μετὰ τῶν γυναικῶν ἀνακείμενοι ὑπὸ τῷ αὐτῷ ἱματίῳ . Θεόπομπος : ἐπίνομεν μετὰ ταῦτα . . .
4386060 ἐπιβαλων
κύαθον ἕνα μεθ ' ὕδατος κυάθων τριῶν , μέλιτος Ἀττικοῦ ἐπιβαλὼν κοχλιάριον ἕν . χρήσιμος δ ' οὐ μόνον ὁ
, λείου πάλιν ἐν θυίᾳ ὡς χνοωδέστατον γενέσθαι : εἶτα ἐπιβαλὼν ὕδατος τὸ ἀρκοῦν , ἐκλείωσον καλῶς : ἄμεινον δ
4385825 λινουν
ἁπάντων ὀρθῶϲ πραχθέντων . μετὰ δὲ τὴν χειρουργίαν ῥάκοϲ ἁπλοῦν λινοῦν , ὅϲον τὸ μέγεθοϲ τοῦ τραύματοϲ , ῥοδίνῳ δεύϲαντεϲ
παρειῶν ἐρύθημα εὔχρουν ὑπὲρ αὐτὸν τὸν οἶνον , τὸ δὲ λινοῦν τοῦτο χιτώνιον ἀντιλάμπει ταῖς παρειαῖς , τὰ δὲ χείλη
4384433 προβατον
δὲ ἐγερθέντα ἐκ τοῦ ὕπνου ζητεῖν ἐφ ' ὃ ἀπεστάλη πρόβατον , μὴ εὑρόντα δὲ πορεύεσθαι εἰς τὸν ἀγρόνὑπελάμβανεν δὲ
ἐθελήσεις τὰ θρῖα τῶν σύκων ἐπιτρώγειν , ἀλλ ' ὥσπερ πρόβατον οὐκ ἂν ἀποσταίης τῶν ὡρίμων , οὐκ ἔστιν οὖν
4381143 λεβητα
διελέγχων δύο φησὶ στύλους εἶναι καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ ἑτέρου λέβητα ἑστάναι , ἐπὶ θατέρου δὲ παῖδα κρατοῦντα μάστιγα ,
τοῦ κήτους ἀφλέκτοις . . . . * λέβητος : λέβητα τὸ κῆτος λέγει καὶ ἀφλόγους ἐσχάρας * τὴν ἐν
4380098 κιονος
δυσβάστακτον , κατεδικάσθη γὰρ ὑπὸ Διὸς ὑπανέχειν τὸν οὐρανὸν δίκην κίονος . . τὸν γηγενῆ ] μυθεύεται ὅτι οἱ Τιτᾶνες
ῥόδων ἄνθος καὶ αὐτὰ τὰ ῥόδα ξηρά . Φλεγμαίνοντος τοῦ κίονος , τῶν ἀναστελλόντων βοηθημάτων χρεία : στυπτικῆς οὖν αὐτὰ
4371405 ῥαβδον
ῥυτῆς : ῥυτῆς δὲ ἤτοι πηγάνου χλωρὸν θάλλοντα καὶ χλοάζοντα ῥάβδον , ὅ ἐστι κλάδον , κόψας . γράφεται καὶ
δὲ πάντων , ἐπιλαβόμενον τῆς οὐρᾶς ἀνελέσθαι , καὶ πάλιν ῥάβδον ποιῆσαι . Προελθόντα δὲ μικρὸν , τὸν Νεῖλον τῇ
4367287 κυλικα
ὀλίγον φροντίσας γε δεσποτῶν . ὡς ἐκπιών γ ' ἂν κύλικα μαινοίμην μίαν , πάντων Κυκλώπων ἀντιδοὺς βοσκήματα ῥίψας τ
δέ φησι τὸ ἐν τῷ ἰσχίῳ ὀστοῦν καλεῖσθαι ἄλεισον καὶ κύλικα . κοτυλίσκος δὲ καλεῖται ὁ ἱερὸς τοῦ Διονύσου κρατηρίσκος
4365445 περιβαδην
, ἀφ ' οὗ πνεῦμα ἐνθουσιῶδες ἀναθορὸν ἐπλήρου τὴν Πυθίαν περιβάδην ἀπολαβοῦσαν ἐκεῖνο τὸ χάσμα ἐπὶ τοῦ μαντικοῦ λέβητος ,
βῆμα , καὶ πλίγματα τὰ πηδήματα . ἔνθεν καὶ τὸ περιβάδην ἀμφιπλὶξ παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Τριπτολέμῳ . καὶ Ὅμηρος “
4363727 χαλασον
ἁπαλὸν ὄν : τοῦτ ' οὖν σὺ τῆς μεσημβρίας ἐλθὼν χάλασον , ὅπως ἂν εὐρυτέρως ἔχῃ . Τοιαῦτ ' ἀπήντηκ
' , ἱκετεύω σε Μή μ ' ἰκετεῦσι σύ . χάλασον τὸν ἧλον . Ἀλλὰ ταῦτα δρᾶς ' ἐγώ .
4357726 ξυλινην
ἔτρυχεν . Ὁράτιος δὲ Κάτλος , στρατηγὸς χειροτονηθεὶς , τὴν ξυλίνην κατελάβετο γέφυραν , καὶ τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων διαβῆναι
ὁ ἐν τῷ χοΐ : ἐσθίομεν γὰρ χοίνικα οὐ τὴν ξυλίνην καὶ χόα πίνομεν οὐ τὸν χαλκοῦν . οὕτως δὲ
4356182 προβαλων
ἐν ποταμοῖσι πολυστίοισι νομάζων . καὶ τὰ μὲν ἐν στύπεϊ προβαλὼν πολυχανδέος ὅλμου μάξαι λαϊνέοισιν ἐπιπλήσσων ὑπέροισιν : αἶψα δ
εἰ μὴ ἄρα ἔχει τις ὑμῶν αἰτιάσασθαί με , ὅτι προβαλὼν τοὺς ἄλλους εἰς προὖπτον ὄλεθρον , αὐτὸς ἔξω τοῦ
4350181 δορατι
. φθόρον πότμον ἀντὶ τοῦ φθαρτικὸν θάνατον τῷ φοινικῷ κατασκευάσει δόρατι τῷ ἀπὸ ξύλου τμηθέντι φονευθεὶς ὁ Αἰτωλὸς ἤγουν ὁ
δι ' ἧς κτυπῶν φόβον αὐτῷ ἐμποιῶν . Ἐγχείῃ : δόρατι , ἔγχει . ταναηκέϊ : μακρῷ , μακρᾷ .
4340945 πελεκυν
. Καὶ τίς ὁ ἀποκείρων ἔσται ; Μένιππος οὑτοσὶ λαβὼν πέλεκυν τῶν ναυπηγικῶν ἀποκόψει αὐτὸν ἐπικόπῳ τῇ ἀποβάθρᾳ χρησάμενος .
ἄρ ' Ἀγκαῖος Λυκοόργοιο θρασὺς υἱός αἶψα † μέλαν τεταγὼν πέλεκυν μέγαν ἠδὲ κελαινόν ἄρκτου προσχόμενος σκαιῇ δέρος ἔνθορε μέσσῳ
4339433 κεραμεουν
πτεροῖϲ , καὶ μᾶλλον ἐὰν ἐμβαλὼν αὐτὰϲ ζώϲαϲ εἰϲ ἀγγεῖον κεραμεοῦν , εἶτα περιτιθεὶϲ τῷ ϲτόματι τοῦ ἀγγείου ἀραιὸν ὀθόνιον
δὲ λαβόντες μέτρῳ τε καὶ σταθμῷ τὸ συνηγμένον εἰς ἄγγος κεραμεοῦν ἐνέβαλον , καὶ μίξαντες κατὰ λόγον τοῦ πλήθους μολίβδου
4339207 χυτρᾳ
δὲ τὰ φύλλα μετὰ τῶν ἀνθῶν καὶ εἰς ἀντίσποδα ἐν χύτρᾳ ὠμῇ περιπεπλασμένῃ τὸ πῶμα πηλῷ ἄχρι ὀπτήσεως τοῦ κεράμου
ἐφ ' ὧν δ ' οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ἐμβάλλεται τῇ χύτρᾳ , ἀλλὰ σὺν ὄξει λειοτριβηθέντος αὐτοῦ καὶ μένοντος ἐν

Back