Ἀνθίαν οὕτως ἱερουργηθῆναι . Ὡς δὲ πάντα ἕτοιμα ἦν καὶ κρεμνᾶν τὴν κόρην ἤθελον , ψόφος τῆς ὕλης ἠκούετο καὶ
ἀλλ ' ἐκ τοῦ κάτωθεν μέρους τοῦ βότρυος δήσαντας , κρεμνᾶν ἐν ὑπερώῳ , ἵνα μᾶλλον διαπνέωσιν , ἀραιουμένων κατὰ
6140405 δενδρου
μὴ οἰδήσασαν ῥαγάδα ποιῆ - σαι , ἐῶσιν ἐπὶ τοῦ δένδρου : δυνατὸν δὲ τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν μήλων γίνεσθαι
καὶ παραπλήσιον τῷ τῆς ῥόας : ἔστι δὲ θάμνου καὶ δένδρου μεταξὺ καὶ παρόμοιον ταῖς ῥόαις , τὸ δὲ φύλλον
5786772 ὀρυγματος
τῶν δὲ περιπόλων τις περιθέων ἀποβάλλει χαλκῆν ἀσπίδα ὕπερθεν τοῦ ὀρύγματος : ἡ δὲ οὖσα μὴ πλατεῖα , ἀλλὰ κυρτή
οὕτως ἀπέρχεσθαι . Εἰ γὰρ γένηται καιρὸς φοσσάτου , τοῦ ὀρύγματος κατὰ τὸ δέον γινομένου καὶ τῶν τριβόλων ἀποτιθεμένων καὶ
5657106 βολβου
ἔχειν πλείους καὶ ἅμα γλισχρότητά τινα , καθάπερ αἱ τοῦ βολβοῦ καὶ σκίλλης καὶ ὅλως εὔχυλόν τινα καὶ εὔσαρκον εἶναι
τῶν ἀγρίων ἀνεμώνης γένος τὸ καλούμενον ὄρειον καὶ τὸ τοῦ βολβοῦ κώδυον . συμπλέκουσι γὰρ καὶ τοῦτ ' ἔνιοι εἰς
5627260 κεραμιου
ἡμέραις : ἀτρέμα δέ πως ἔν τισιν αὐτῶν ὑπαλλάττων τοῦ κεραμίου τὴν θέσιν , θερμαίνεσθαι κατὰ πᾶν μέρος ὁμοίως αὐτὸ
καὶ ἀθραύστους εἰς κεράμιον , χρίσῃς ἐπιμελῶς τὸ στόμα τοῦ κεραμίου , καὶ γυψώσῃς . Ὁμοίως δὲ καὶ εἰς πηλὸν
5624387 στομιου
, ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἀκούω ῥηϊδίην οἷμον τοῦδ ' ἔμεναι στομίου , ἰθύσας ἀνέλοιο , τότ ' ἂν μέγα φίλτατος
, μάζας τε ἐν χεροῖν ἔχων , εἰσδύεται ὕπτιος κατὰ στομίου στενοῦ : καὶ τὰ μὲν ἰδών , τὰ δὲ
5615353 χειλους
ὧν τοὺς μὲν εἴκοσιν ὑπὲρ τὸ προϋπάρχον βάθος πληροῦν μέχρι χείλους τὸ ῥεῖθρον , τοῖς δ ' εἴκοσιν ὑπέρχυσιν εἶναι
τῇ γνώμῃ , βεβαίως καὶ ἀκλινῶς , ἐπὶ τοῦ ποταμίου χείλους , τοῦτο δέ ἐστιν ἐπὶ τοῦ στόματος καὶ τῆς
5564330 μολιβδου
ἐὰν δέ τι μέλλῃ πάσχειν , εὑρήσεις τὸ πέταλον τοῦ μολίβδου λευκαινόμενον , καὶ λεπίδας ἔχον ψιμυθοειδεῖς . ἐὰν κασσίτερος
καὶ τὰ μὲν γόμφοις καταλαβόντας ἔξωθεν , τῶν δὲ θερμοῦ μολίβδου καταχεαμένους , ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἐξενεγκεῖν καὶ μεθεῖναι διὰ
5534752 καθαρωτατου
, ἀκριβῶϲ ἔχειν ἐν τῇ μνήμῃ , καὶ μάλιϲτα τοῦ καθαρωτάτου ὕδατοϲ καὶ μηδεμίαν ὧν προείρηκα ποιεῖν ἐμφαίνοντοϲ ποιότητα ,
μοι δοκῶ τῆς αἰτίας ὡς μεμιασμένον ἤλασε τοῦ ἱερωτάτου καὶ καθαρωτάτου βωμοῦ πῦρ τὸ χρειῶδες , ἀνθ ' οὗ φλόγα
5533138 κληματος
ἀχρεῖον . Βεβαιότερον δὲ συμφυήσεται τὰ νέα κλήματα ἔχοντα περυσινοῦ κλήματος μέρος . Οὐχ ἅμα δὲ τῷ ἀφαιρεθῆναι τῆς ἀμπέλου
γίνηται , ἐὰν δ ' ὀλίγην καὶ πολὺ τοῦ ἔνου κλήματος ἔχωσιν , ἐλάττω μὲν τὸ πλῆθος μείζω δὲ τὸ
5471488 στηθους
ἔσται συνιδεῖν . βουλόμενος δὴ θεωρεῖν , εὑρήσεις ταῖς τοῦ στήθους διαφοραῖς ἀκολούθως ἔχοντας ἡμᾶς καὶ τοὺς πνεύμονας : ὡς
Ὀργυιά . ἔκτασις τῶν δύο χειρῶν σὺν τῷ πλάτει τοῦ στήθους , παρὰ τὸ ὀρέγειν καὶ ἐκτείνειν τὰ γυῖα ,
5438524 πηλου
, πολλοὶ δὲ ἐς τὸ τέλμα ἐμπεσόντες ἠφανίσθησαν κατὰ τοῦ πηλοῦ , καὶ ἀπώλεια οὐκ ἐλάσσων ἀναχωροῦσιν αὐτοῖς ἢ ἐν
: ἐπὶ τῶν εἰς ἄμυναν ἀντικινουμένων . Αἴρειν ἔξω πόδα πηλοῦ : ἐπὶ τῶν βουλευομένων μὴ ἐν πράγμασιν εἶναι .
5432426 βοθρου
τὴν κνῖσαν καὶ τὸν καπνόν , πίνειν δὲ ἀπὸ τοῦ βόθρου τὸ μελίκρατον . Ἐκείνους ἔτι πίνειν ἢ ἐσθίειν ,
τοῦ φλοιοῦ τετραπάλαιστα , προεμβάλλουσι λίθον εἰς τὸν πυθμένα τοῦ βόθρου , καὶ τούτῳ περιτιθέασι τῶν πελεκημάτων γʹ ἢ δʹ
5428372 καταδησαι
ἱμάντας κατὰ τὴν κορυφὴν , κἄπειτα περὶ τὸ μέτωπον ὀθονίῳ καταδῆσαι , καὶ κατάβλημα χρὴ εἶναι , ὥσπερ νομίζεται ,
μοτῶσαι ὠμολίνῳ , καὶ ἄνωθεν ἐπιθεῖναι σπόγγον μαλθακόν : εἶτα καταδῆσαι ὅκως μὴ ἐκπέσῃ ὁ μοτός : ἀφιέναι δὲ χρὴ
5416590 ἐνδυματος
καὶ τὰ λοιπά ; πάλιν εἰ γυμνόν ἐστι τὸ ἐστερημένον ἐνδύματος , καὶ γυμνὰ ἔσονται τὰ ἐστερημένα ἐνδύματος : ἀλλὰ
χῆνα . Τὸν δὲ χιτῶνα , ὁτὲ μὲν ἐπὶ τοῦ ἐνδύματος , ὁτὲ δ ' ἐπὶ τοῦ θώρακος . Τὴν
5409579 καλαμου
ἀγαγόντες δὲ εἰς τὰς κώμας τοὺς ἁλόντας τοῦ τε χλωροῦ καλάμου καὶ τῆς πόας τὰ πρῶτα ἐμφαγεῖν ἔδοσαν , οἳ
τε τυγχάνουσι μετὰ τὸν ἔμετον λαμβάνοντες ἄκρατον πολὺν , καὶ καλάμου ῥίζης ⋖ βʹ , ἢ κυπείρου τὸ αὐτό :
5402803 ἀχυρων
ἐτέθη ὅπου ἕκαστα συνέφερεν ἀνυπόπτως : ἐν δ ' ἄγγεσιν ἀχύρων καὶ ἐρίων πέλται καὶ μικρὰ ἀσπίδια ἐν τοῖς ἐρίοις
ἀντλεῖν : ἐπὶ τῶν εἰς κενὸν πονούντων . Ἐκ πολλῶν ἀχύρων ὀλίγον καρπὸν συνήγαγον : ἐπὶ τῶν πολλὰ μὲν πονούντων
5396535 γυψῳ
' ἐνίοις , ὡς ἄρα οἱ Τιτᾶνες τὸν Διόνυσον ἐλυμήναντο γύψῳ καταπλασάμενοι ἐπὶ τῷ μὴ γνώριμοι γενέσθαι . τοῦτο μὲν
μὴ ἔχεις ὑέλινα σκεύη , εἰς καινὰ κεράμια βεβαμμένα ἔνδοθεν γύψῳ ἢ ἀμόργῃ ἔμβαλε . Ἀποτίθεσο δὲ αὐτὰ πρὸς ἄρκτον
5381836 κυκλωσαι
κατ ' αὐτῶν ὁρμῆσαι . ] [ ἐπίβαλε περί τε κύκλωσαι : Ὡς ὅπλον πανταχοῦ . τοῦτο γὰρ τὸ πάντα
πολέμιον ὁρμὰν φονίαν , πτέρυγά τε παντᾷ περίβαλε περί τε κύκλωσαι : ὡς δεῖ τώδ ' οἰμώζειν ἄμφω καὶ δοῦναι
5379132 γλευκους
ἰσημερίαν ἐαρινὴν ἀποτρυγίζομεν εἰς ἀγγεῖα σύμμετρα . Οἱ μὲν τοῦ γλεύκους μέρη γʹ καὶ θαλαττίου ὕδατος μέρος αʹ ἀποτριτοῦσιν :
τρόπου διαγεύσεως οἴνου . ηʹ . περὶ δοκιμασίας οἴνου καὶ γλεύκους , εἰ ὕδωρ ἔχει . θʹ . οἶνον ἀπὸ
5362065 Σκιλλης
τὴν ἐπιφάνειαν τὰς ὕλας προσκαλέσασθαι : ἔχει δὲ οὕτως . Σκίλλης κεκαθαρμένης οὐγγίας ε : λεπίδος , ἴρεως , ἀνὰ
, ὡς ἔχειν γλοιοῦ πάχος , χρῶ . Ἄλλο . Σκίλλης κεκαυμένης δραχ . η . κέρατος ἐλαφείου κεκαυμένου ,
5360927 κληματιδων
εἰ δὲ ξηρᾶναι δέῃ ἔμβαλλε καὶ θεῖον ἄπυρον ἁλὸς τέφραν κληματίδων . εἰ δὲ ἀμύξαι λιμνῆστις ἐμβάλλεται ἡ καλαμίνθη ἀδάρκη
. ὧν συμβαινόντων Σικανὸς ὁ τῶν Συρακοσίων στρατηγὸς ταχέως ὁλκάδα κληματίδων καὶ δᾴδων , ἔτι δὲ πίττης πληρώσας , ἐνέπρησε
5336694 πρεμνου
εἷς ὤν , καὶ ταῦτα ὑπὸ πολλῶν , ἐκπηδᾷ τοῦ πρέμνου , καὶ κλάδου τινὸς ὑπηρτημένου καὶ μετεώρου λαμβάνεται ἄκρου
κατὰ τοῦ φοίνικος , ἐκ τῶν ἐξοχῶν τῶν ἐπὶ τοῦ πρέμνου πολλάκις ἀντικρουόμενόν τε καὶ ἐκβαλλόμενον . Καὶ ἐκεῖνα δὲ
5330930 κεραμου
. ὁ Ζεὺς δ ' ὕων οἴνῳ καπνίᾳ κατὰ τοῦ κεράμου βαλανεύσει , ἀπὸ τῶν δὲ τεγῶν ὀχετοὶ βοτρύων μετὰ
. ὁ Ζεὺς δ ' ὕων οἴνῳ καπνίᾳ κατὰ τοῦ κεράμου βαλανεύσει , ἀπὸ τῶν δὲ τεγῶν ὀχετοὶ βοτρύων μετὰ
5297955 λιθους
ἄφεσιν λίθου . Τοσοῦτο δὲ μόνον ἐδυνάμεθα πάντες , πέμπειν λίθους ἐξ ἀφανοῦς κατὰ τῶν ὑπερχομένων τὸ τεῖχος , ὡς
καθαίρουσι πάθος ὅμοιον πεπονθέναι . Πῶς ; Γῆν που καὶ λίθους καὶ πόλλ ' ἄττα ἕτερα ἀποκρίνουσι καὶ ἐκεῖνοι πρῶτον
5288151 βοθρους
. Ἀποδιώξεις τὰς ἀκρίδας , ἐὰν γάρον ἐξ αὐτῶν σκευάσας βόθρους ὀρύξῃς , καὶ τούτους ἐγκαταβρέξῃς τῷ γάρῳ . πρὸ
βοτάνην , ἥ ἐστι κενωτικὴ γαστρός . καὶ Δημόκριτος τοὺς βόθρους τοὺς παρὰ τῶν κυνηγετῶν γενομένους † πάθους καλεῖ διὰ
5287283 κρυσταλλου
θοιναζόντων , Φάβιος , τῶν ὑπατευκότων εἷς , λαβὼν ἔκπωμα κρυστάλλου μέγα τίμιον , εἶτα ἄκων κατέαξεν αὐτό : καὶ
ἐσθῆτα πᾶσαν καὶ τὰ σκεύη τὰ ἐξ ἀργύρου τε καὶ κρυστάλλου τὴν βασιλικήν τε ἅπασαν σκευὴν ὤνιον προθεῖναι καὶ τὸ
5266779 μυελον
ἂν ὠξ Ἐφύρας κτίσσε ποτ ' Ἀρχίας , νάσω Τρινακρίας μύελον , ἄνδρων δοκίμων πόλιν . νῦν μὰν οἶκον ἔχοις
μένει . τῷ δ ' ὀ πόθος καὶ τὸν ἔσω μύελον ἐσθίει ὀμμιμνασκομένῳ , πόλλα δ ' ὄραι νύκτος ἐνύπνια
5264959 χριειν
ἢ μέλιτι : τῷδε καὶ τὴν κύϲτιν τέγγειν τε καὶ χρίειν ἐϲ πάχοϲ ξὺν κηρῷ τήξαντα . ἢν δὲ καὶ
καὶ μηλίνῳ καὶ ὀμφακίνῳ : βέλτιον δὲ αὐτὰ παχύτερα ποιοῦνταϲ χρίειν κηροῦ μιγνύνταϲ καὶ χυλοῦ τινοϲ τῶν ψυχόντων , ἀειζῴου
5253304 καρκινους
γοῦν σμικρὰ τῶν ἰχθυδίων καὶ τὰς καλουμένας καρκινάδας καὶ τοὺς καρκίνους ἐπιφοιτᾶν τε ἅμα καὶ κατεσθίειν αὐτόν . λέγουσι δὲ
μὰ τὸν Δί ' οὐδέν γ ' ἄλλο πλήν γε καρκίνους . προσέρχεται γὰρ ἕτερος αὖ τῶν Καρκίνου . τουτὶ
5241072 κιττου
, οἱ δὲ ὡς ἐπὶ τοιοῦτό τι ἥκοντες ἀντὶ τοῦ κιττοῦ σίδηρον εὑρόντες οὐδ ' οὕτως ἐπαινεῖν τολμῶσι τῷ παραδόξῳ
ἔχειν , οὐ μόνον ἐλαίας ἢ δρυός , ἀλλὰ καὶ κιττοῦ καὶ μυρρίνης , πολλάκις τὴν οἰκίαν ἀπέδοτο καὶ τὰ
5228121 φυτου
καὶ γυναιξί : καὶ τὰ κοΐκινα δὲ πλέγματα Αἰγυπτιακά ἐστι φυτοῦ τινος , ὅμοια τοῖς σχοινίνοις ἢ φοινικίνοις . τὸ
ἁδρὰν λαμβάνουσιν , οὐδαμοῦ μὲν τῆς ἄλλης οἰκουμένης εὑρισκομένου τοῦ φυτοῦ τούτου , τῆς δ ' ἐξ αὐτοῦ χρείας εἰς
5220113 ϲηϲαμου
ἀντὶ ϲκίλληϲ βολβόϲ . ἀντὶ ϲηϲαμοειδοῦϲ πίαϲμα ἀμαράντινον . ἀντὶ ϲηϲάμου λινόϲπερμα . ἀντὶ ὑοϲκυάμου ϲπέρματοϲ κυνοϲβάτου ϲπέρμα . ἀντὶ
χοίρειον κρέαϲ καὶ ἡ τῶν ἀρνῶν ϲὰρξ καὶ τὸ τοῦ ϲηϲάμου ϲπέρμα καὶ φοίνικεϲ οἱ λιπαροί . Ὅϲα ὠμοὺϲ χυμοὺϲ
5218961 ὀνυξ
, παρθένῳ καὶ χήρᾳ ψόγον . Ὁ τοῦ μικροῦ δακτύλου ὄνυξ ἀγαθόν . Ὁ τοῦ δευτέρου ἀποδημίαν ἀγαθήν . Ὁ
, σκόροδον . ὑποθυμιᾶται δὲ πρὸς ταὐτὰ γαγάτης λίθος , ὄνυξ ὁ ἀπὸ τῶν πορφυρῶν , ἄσφαλτον , καστόριον ,
5218729 πολυποδας
βλαστήματα , τῶν πέριξ πόρων τῆς ῥινὸς ἐχόμενα κατὰ τοὺς πολύποδας . τούτοις ἥτε εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοὴ προσέχεται , κἄν
καὶ δῶρα πέμπουσιν οἱ προσήκοντες , ὡς ἐπιτο - πλεῖστον πολύποδας . λέγεται ἐπὶ τῶν καθαιρομένων : καὶ Λυσίας ἐν
5217170 ξυλου
ἀντὶ τοῦ φθαρτικὸν θάνατον τῷ φοινικῷ κατασκευάσει δόρατι τῷ ἀπὸ ξύλου τμηθέντι φονευθεὶς ὁ Αἰτωλὸς ἤγουν ὁ Θερσίτης . πιθηκομόρφῳ
, εὐδαιμονήσομεν . Τὸ δὲ „ καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν „ ἴσον
5216888 ἠχου
γενέσθαι σβέσιν τοῦ ἐν αὐτῆι πυρός : ἀπὸ δὲ τοῦ ἤχου τοὺς ἐν τῆι ἠπείρωι φυγεῖν ἐκ τῆς παραλίας εἰς
τὸ βρῶμος ἐπὶ τοῦ χόρτου βαρύτονον , ἐπὶ γὰρ τοῦ ἤχου διὰ τοῦ ο μικροῦ βαρύτονον : παρὰ γὰρ τὸ
5188306 λαιμου
δὲ χαλινοῖς ] ἐν τῷ φάρυγγι χαλινοῖς ] καὶ μέρος λαιμοῦ χαλινοῖς ] τοῖς στόμασι : τὰ γὰρ χαλινὰ τοῖς
ῥεύματος κεφαλῆς τὴν σταφυλήν , ἤτοι κιονίδα , κατὰ τοῦ λαιμοῦ χαλασθῆναι , ὠμῆς κράμβης ὁ χυλὸς κατὰ τῆς κεφαλῆς
5179456 ῥειθρου
. ἐπεὶ δὲ ἐγγὺς ἐγένοντο καὶ εἶδον ἔξω τοῦ γνησίου ῥείθρου τὸν Τέβεριν ὑπὸ χειμώνων συνεχῶν ἐκτετραμμένον εἰς τὰ πεδία
. ἡ δὲ μέχρι μέν τινος ἐνήχετο , ἔπειτα τοῦ ῥείθρου κατὰ μικρὸν ὑποχωροῦντος ἐκ τῶν περὶ ἔσχατα λίθου προσπταίσει
5178324 ἀποκρεμασον
μέγα . ὀκτάπουν ἁλιεῦσαι εἰ θέλεις , λαβὼν κλάδους ἐλαίας ἀποκρέμασον εἰς τὴν θάλασσαν ὅπου κρημνός ἐστιν ἢ αἰγιαλὸς θαλάσσης
ἀντίτασιν . εἰ δὲ μὴ ἔχεις τοὺς ἕλκοντας , λίθους ἀποκρέμασον βαρεῖς : καὶ οὕτως ἕλκουσιν μὲν οἱ λίθοι ,
5164534 καλῳδιῳ
. παιδία περὶ τὸ ἱερὸν παίζονταἀριθμὸν δὲ αὐτῶν οὐ μνημονεύουσινἐπέτυχε καλῳδίῳ , δήσαντα δὲ τὸ καλῴδιον τοῦ ἀγάλματος περὶ τὸν
, τὴν μὲν γραῦν εὕρομεν ἐκ τῆς πέτρας κρεμαμένην ἐν καλῳδίῳ : δείσασα γάρ , οἷον εἰκός , τοὺς δεσπότας
5156156 ἱστου
τῆς Ἀργοῦς : αὐτὴ μέντοι , ἡμίσεια οὖσα ἕως τοῦ ἱστοῦ , ἀναφέρεται , ἕως ἂν ὅλη ἡ Παρθένος ἀνατείλῃ
ἐκ τῶν ἱστοπόδων : τέμνεται γὰρ τὸ ὕφασμα ἐκ τοῦ ἱστοῦ , ὅταν τελεσθῇ . ἄμμες δ ' ἐς δρόμον
5148820 σκεπαζειν
οὗ ὁ ὄγκος ὅλος ἐν τῷ κόλπῳ γένηται , καὶ σκεπάζειν ἔξωθεν σπόγγῳ τὸ ἦτρον ἀποτεθλιμμένῳ ἐξ ὀξυκράτου κατακλίνειν τε
τὰς τρίχας καὶ ἀνατρίβειν ὀθόνῃ τὸ πεπονθὸς δέρμα καὶ οὕτω σκεπάζειν τῷ φαρμάκῳ , ἐκ τῆς τρίψεως ἐρεύθους ἐπιγενομένου .
5147270 μηλου
ψυχρότερον νεύει , οὐ μὴν ἄγαν διὰ τὸ οἰνῶδεϲ τοῦ μήλου . ϲτύφει μέντοι γε ἱκανῶϲ καθάπερ τὸ ϲχίνινον καὶ
, καὶ ἀλλήλων ἵμερος . οἱ μὲν γὰρ διὰ τοῦ μήλου παίζοντες πόθου ἄρχονται , ὅθεν ὁ μὲν ἀφίησι φιλήσας
5144653 ἀνοιχθεντος
εἰς τὴν κλεψύδραν διὰ τὴν προειρημένην αἰτίαν , ἐξέρχεται δὲ ἀνοιχθέντος τοῦ αὐλοῦ διὰ τὸ τὸν ἐν αὐτῶι ἀέρα κινούμενον
οὐ φέρεται τὸ ὕδωρ διὰ τοῦ αὐλοῦ ἐπὶ στόμα . ἀνοιχθέντος δὲ τοῦ στόματος οὐκ εὐθὺς ἐκρεῖ κατὰ τὸν αὐλόν
5143236 ἐπετιθουν
ἀγωγῇ ἐθεράπευον καὶ τοὺς νευροτρώτους : κατ ' ἀρχὰς γὰρ ἐπετίθουν τι φάρμακον τῶν ἐναίμων καλουμένων πειρώμενοι κολλᾶν τὰ χείλη
σταυρώματος καὶ τοῦ χώματος ἀμφορέας μεγάλους ξυλίνους πλήρεις γῆς στιχηδὸν ἐπετίθουν ἀντὶ ἐπάλξεων εἶναι τοῖς προμαχομένοις καὶ προβολήν , ὥστε
5141673 καιομενοι
δὲ ἐν πλοίῳ ὁρώμενος δεινῆς νηνεμίας ἐστὶ σημαντικός . Οἶκοι καιόμενοι καθαρῷ πυρὶ καὶ μὴ συμπίπτοντες μηδὲ διαφθειρόμενοι πένησι μὲν
ταὐτό : ξηρότατοι γάρ , δι ' ὃ καὶ πηδῶσι καιόμενοι : δεῖ δὲ ἔνικμον εἶναι . Βέλτιστοι δὲ οἱ
5138417 ἀνεχειν
. σημαίνει δὲ καὶ τὴν ἀναχώρησιν . καὶ ἀνοκωχεύειν τὸ ἀνέχειν . ἀνταίρεταί σοι ὅπλα : Ξενοφῶν Κύρου Παιδείᾳς [
δρᾶν ἐν αὐτῇ , πάντων δὲ μικρῶν καὶ μεγάλων ἔργων ἀνέχειν διείρηται , συγκομίζειν οὐ δυναμένοις τότε τὰ ἐπιτήδεια πρὸ
5136171 τοιχους
διὰ τὴν στέγην καὶ τοὺς τοίχους ἐπινοεῖς καὶ διὰ τοὺς τοίχους τοὺς θεμελίους . ὥστε οὖν αὕτη ἐστὶν ἡ συνιστῶσα
οὖν κίονας οὕτως Αἰγύπτιοι κατασκευά - ζουσι , καὶ τοὺς τοίχους δὲ λευκαῖς τε καὶ μελαίναις διαποικίλλουσι πλινθίσιν : ἐνίοτε
5135155 ὀστρακον
σμύρνα , χαλκῖτις , θεῖον , στυπτηρία σχιστή , σηπέας ὄστρακον , φλοιὸς λιβάνου , σκίλλα , ἀμμωνιακόν , ἰχὼρ
ἔκρυψε νέφεσιν , ἔνθεν εἰς ὄρος ῥίψας ἤραξεν αὐτῆς οὖλον ὄστρακον νώτων . ἡ δ ' εἶπεν ἐκψύχουσα “ σὺν
5133245 ὀχετους
σώματα καὶ πᾶσαν ὕβριν ἐνυβρίσαντες , τέλος λελωβημένα ἐς τοὺς ὀχετοὺς φέροντες ἔρριψαν . τοιούτῳ μὲν δὴ τέλει Κλέανδρός τε
δημόσια καὶ ἴδια ἔθος οἰκοδομεῖσθαι ; καὶ ἔτι πρὸς τούτοις ὀχετοὺς κατὰ γῆν ἀναστέλλειν , στενωποὺς ἀνευρύνειν , κρήνας καὶ
5130685 σκευους
πάσης τῆς ὑγρᾶς οὐσίας πάρεστιν ὁρᾶν . Ὁπόταν γὰρ ἐκ σκεύους ὑγρὸν ἔχοντος καὶ στερεόν τι ἐν αὐτῷ σῶμα ἄρωμεν
πλοίου φαμὲν διὰ τὸ ἐοικέναι κέρατι ζῴου : καὶ πόδας σκεύους λέγομεν τὰ ἔσχατα καὶ ἀνέχοντα τὰ ἄνωθεν , διὰ
5129130 στελεχους
τὰς ῥίζας ἀπαθῆ , πολλάκις δὲ καὶ αὐτοῦ τι τοῦ στελέχους : οὐ μὴν ἀλλ ' ἐνίοτε διϊκνεῖται καὶ πρὸς
δρυῒ θελῆσαι αὐτὴν ἐκκόψαι νύκτωρ : πελειάδα δὲ ἐκ τοῦ στελέχους ἀνακύψασαν ἐπιτάξαι μὴ τοῦτο δρᾶν : τὸν δὲ δειματωθέντα
5127630 φωλεου
ἀνεμώλιον : ματαίαν , ἀνεμιαίαν . Προβλώσκειν : προπηδᾷν τοῦ φωλεοῦ , προβάλλειν , προέρχεσθαι , προπορεύεσθαι , ἤως ἐξέρχεσθαι
οἷον : πολὺν καὶ πόσον , μέγαν . Θαλάμης : φωλεοῦ , κοίτης , φωλεᾶς . κεύθει : κεύθω τὸ
5126854 καπνου
' ἐφημέρια φρονεῖ , καὶ πιστὸν οὐδὲν μᾶλλον , ἢ καπνοῦ σκιά . Αἰσχύλου . Τοῦ Κροίσου παιδὸς σιγηλότερος :
δ ' ἀπῇ τούτων τὸ χαίρειν , τἄλλ ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην ἀνδρὶ πρὸς τὴν ἡδονήν .
5125610 δερματος
καὶ νάρθηκος ἐξεσμένου καὶ ῥάβδου κρανείας καὶ χιμαίρας κεράτων καὶ δέρματος . ἄλλος δὲ ἄλλῳ τούτων ἰχθὺς αἱρεῖται , καὶ
ἄγαν ἵεσθαι , ἢ διὰ τὴν ἀγκύλην τὴν ἐξ αἰγείου δέρματος γεγενημένην , ἢ διὰ τὰς αἶγας , παρὰ τὸ
5121590 τοὐδαφος
καὶ γάρ τοι πᾶσι μὲν ἀνθρώποις οὕτως αἰδέσιμον τοὔνομα καὶ τοὔδαφος τῆς πόλεως ὡς οὐδὲν ἄλλο ἓν καὶ τὸ αὐτὸ
μηροῦ κειμένην , ὁ δεξιὸς δὲ ἀναβάλλεται τὸν ῥυθμὸν ἐπικροτῶν τοὔδαφος τῷ πεδίλῳ , αἱ χεῖρες δὲ ἡ μὲν δεξιὰ
5116616 ἀπισσωτον
σημεῖον ὅπερ εἶχεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ κεράμιόν τι ἀπίσσωτον πλῆρες ὕδατος διαυγοῦς , ὅπερ εἶχεν ἐν ταῖς χερσὶ
τὸ τὸν ἄρτον ἀφαιρεθῆναι , καὶ εἰς κεράμιον καινὸν ἐμβληθῶσιν ἀπίσσωτον . χρὴ δὲ τὰ σῦκα ἀφαιρεῖν μετὰ τοῦ πυθμένος
5106558 χαμηλον
φύσονται πυθμέσσιν ἀκήριοι : ὧν σὺ μύκητα θρεπτὸν μή τι χαμηλὸν ἀπὸ ῥίζης προτάμοιο . [ τὰ δ ' ἄλλα
φύσονται πυθμέσσιν ἀκήριοι : ὧν σὺ μύκητα θρεπτὸν μή τι χαμηλὸν ἀπὸ ῥίζης προτάμοιο . καί τε μύκητας ἀμανίτας τότ
5101288 χαραγμα
κόπτοντας . κοππατίαν ] φρυαγματίαν , τὸν ἵππον τὸν κ χάραγμα καὶ σημεῖον ἔχοντα , τὸν ἔχοντα κ εἰς τὸν
ἅρματος τροχοῖς ῥαιβῷ δὲ τυπωτὴν τόρμαν : τόρμαν αὐτὸ τὸ χάραγμα τὸ ἀπὸ τοῦ τροχοῦ ῥαιβῷ δὲ τῷ ἐπικαμπεῖ βάσιν
5100455 καρπου
κάτω προσδεδεμένου , βρόχος ἀνισότονος τῷ πήχει περιτιθέσθω πλησίον τοῦ καρποῦ , οὗ αἱ ἀρχαὶ ἀναγέσθωσαν καὶ ἀποδεδέσθωσαν ἑνὶ κλιμακίῳ
δὲ κοινὸν ἐπὶ πάντων ἀπόρημα τί δή ποτε ἀπὸ τοῦ καρποῦ τῆς χειρὸς ἥδιστα φαίνεται , διὸ καὶ οἱ μυροπῶλαι
5097864 θαλασσιου
κύν ' Ὠρίωνος ἐπίκλησιν καλέουσιν , ” ἐπὶ δὲ τοῦ θαλασσίου “ δελφῖνάς τε κύνας καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι
ἐμβαλών ἁλὸς δὲ ἔμπλεα κύμβην : ἀντὶ τοῦ πεπληρωμένον τοῦ θαλασσίου [ κύματος ] ὕδατος τὸ τρυβλίον . μετ '
5095284 φοινικος
σόγχος ὁ μηδέπω ξηρανθείς , στρατιώτης , τρίβολοι ἀμφότεροι , φοίνικος τῶν κλάδων ὁ χυλὸς καὶ ὁ ἐγκέφαλος καὶ ὁ
τῶν χειρῶν στέφανον περσαίας , τῇ δ ' ἑτέρᾳ ῥάβδον φοίνικος : ἐκαλεῖτο δὲ αὕτη Πεντετηρίς . Ταύτῃ δ '
5091314 ψηγματος
στιλπνότατον . εἰσὶν οὖν πλησίον ἐφεξῆς , ὥσπερ κολωνοὶ τοῦ ψήγματος , καὶ τὸ πεδίον ἅπαν ἀστράπτει . χαλεπὸν οὖν
ἡμέραις Εὐβοϊκὸν ἐξαίρουσι τάλαντον : πᾶσα γὰρ ἡ βῶλός ἐστι ψήγματος συμπεπηγότος καὶ ἀπολάμποντος μεστή . διὸ καὶ θαυμάσαι τις
5090256 μαλακης
ἐγχέας δ ' οἴνου γλυκέος εἰς τὸν φλοιὸν ἕψει ἐπὶ μαλακῆς τέφρας , ἔστ ' ἂν καλῶς θερμανθῇ . τοῦτο
πλυνόμενα . ταύτας οὖν ἡ ἕψησις ἐκκαλεῖται τῆς σαρκός , μαλακῆς γὰρ τῆς πυρώσεως καὶ μεθ ' ὑγροῦ διδομένης ,
5085956 πτορθους
καὶ φοινίκων ἁπαλὰς καὶ νεαρὰς κόμας καὶ φυτῶν ὅρπηκας καὶ πτόρθους τοὺς ὑγροτέρους . ἐσθίουσι δὲ μικροῦ καὶ ὅσα ἄνθρωπος
? ἀγλαΐα σέβεται [ φοίνικος ] ταναου [ [ ] πτόρθους ἐλαίας [ ] ! ον [ Τάναϊν ] μέλπουσι
5082171 ἀνασπασαντας
ὄντας , ἔτι παῖδας ἐθελῆσαί ποτε τὴν Ὄσσαν ἐκ βάθρων ἀνασπάσαντας ἐπιθεῖναι τῷ Ὀλύμπῳ , εἶτα τὸ Πήλιον ἐπ '
ἔσω τῶν κανόνων τοῦ περιφράγματος σκυλεῦσαι μὲν τοὺς πεσόντας , ἀνασπάσαντας δὲ τοὺς κανόνας ἀφόβως ἐν ὁδοιπορίας σχήματι πάλιν διώκειν
5074473 καιεσθαι
. Ἀρεταῖος δὲ προστίθησι καὶ ταῦτα : Τὰ σπλάγχνα αὐτοῖς καίεσθαι δοκοῦσιν , ἀσώδεις , ἄποροι , οὐκ εἰς μακρὸν
ἔχουσιν αἱ κανηφόροι ἀπιοῦσαι εἰς τὰ Ἐλευσίνια ὑπὲρ τοῦ μὴ καίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου . δίδωσι δὲ αὐτῷ τοῦτο ,
5068521 πορκους
τὰ ἐν κύκλῳ πάντα καὶ περιφερῆ οὕτως ἔλεγον οἱ παλαιοὶ πόρκους ἀπὸ τοῦ οἱονεὶ περικεῖσθαι . καὶ ὁ ποιητὴς δὲ
γὰρ οὕτως : ” κύρτους καὶ δίκτυα καὶ βρόχους καὶ πόρκους καὶ τὰ τοιαῦτα οὐκ ἄλλο τι πλὴν ἕρκη δεῖ
5048899 πωματων
ἀγγείου τὴν ἀναβολὴν τῆς γεύσεως γίνεσθαι . Ἕτεροι ἐκ τῶν πωμάτων τῶν ἀγγείων τὴν σημείωσιν λαμβάνουσιν : ἀποσκεπασθέντος γὰρ τοῦ
, παχύνεται καὶ πυκνοῦται , καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσιν ἀπὸ τῶν πωμάτων , οἷσιν ὁ ἀτμὸς προσπίπτει . πόνοι δὲ κεφαλῆς
5047038 ἡτοιμασμενον
αὐτὴν ῥαγέντος τοῦ χορίου τὸ πρὸς τὴν τῆς ἀποτέξεως χρείαν ἡτοιμασμένον ὑγρὸν ἔμπροσθεν τοῦ δέοντος ἀποκρίνηται . τὸν δὲ ὄγκον
κρατήσας ἰσχυρότερον εὕρισκε τὸ τεῖχος τὸ διὰ τῶν οἰκιῶν αὐτομάτως ἡτοιμασμένον . πρὸς δὲ τούτοις ἐκ τοῦ Βυζαντίου πάντων τῶν
5043075 ἀγγειου
αὐτοῦ τοῦ πληγέντος δήπουθεν πρῶτον ἀέρος φερομένου μέχρι καὶ τοῦ ἀγγείου καὶ πάλιν αὐτοῦ τούτου ἀνακλωμένου μέχρι τοῦ πλήξαντος ,
καταστῇ , ὡς τὴν εὔροιαν ἐπακολουθῆσαι , τῆς διαιρέσεως τοῦ ἀγγείου κατ ' εὐθὺ γενομένης τῇ τοῦ δέρματος διαιρέσει .
5031621 λοφου
τῶν Ἀρκάδων οἱ μὲν τεθνᾶσιν , οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ λόφου τινὸς πολιορκοῦνται . νομίζω δ ' ἔγωγε , εἰ
καιρὸν τῆς μάχης εἰδέναι . ἐπεὶ δὲ τὸ πλεῖστον τοῦ λόφου περιετετείχιστο , λοιπὸν δὲ ἦν ἀτείχιστον ὅσον πλέθρον αὔταρκες
5031517 ἐντιθεασιν
τὴν ἐν ταῖς μαντείαις πρόγνωσιν ἐν μέσαις αὐτῶν ταῖς οὐσίαις ἐντιθέασιν . Ἀλλὰ τί ταῦτα ἀπομηκύνω , διὰ πολλῶν ἐν
διαμασώμεναι τὰς τροφάς , ἐξαίρουσαι τοῦ στόματος τοῖς τῶν παιδίων ἐντιθέασιν : εἶτα συμβαίνει αὐτὰς ὀλίγα μὲν τοῖς παιδίοις διδόναι
5023097 μυρμηκας
καὶ μυρμηκιῶν . ] Ἀρίθμησον τοὺς ἥλους καὶ λαβὼν τοσούτους μύρμηκας δῆσον ἐν λίνῳ πανίῳ καὶ κοχλίαν ἕνα μετ '
Γάγγης ἢ οἱ ἄλλοι Ἰνδῶν ποταμοὶ φέρουσιν , οὐδὲ τοὺς μύρμηκας τοὺς τὸν χρυσόν σφισιν ἐργαζομένους , οὐδὲ τοὺς γρῦπας
5016183 πυρου
ὅταν ἁδρυνθῇ καὶ βλάπτειν δοκεῖ τὰ σιτώδη καὶ κριθὴν δὲ πυροῦ μᾶλλον . Ἐν Αἰγύπτῳ δὲ καὶ Βαβυλῶνι καὶ Βάκτροις
καὶ περιπνευμονικοὺς σὺν ὕδατι πινόμενα . Ἄμυλον ἄριστον τὸ ἐκ πυροῦ καθαροῦ πλυνομένου καὶ βρεχομένου ἐν ὕδατι γλυκεῖ ἀποχεομένου πεντάκις
5011430 πτερου
τὸ τῆς ὀξύτητος τάχος , κατ ' ἐπίτασιν ὕστερον τοῦ πτεροῦ τὸ νόημα θείς . ἐπὶ πολλὰ γὰρ ἡ διάνοια
εἶναι , ἐπὶ μὲν ζῴου καὶ κεφαλῆς , ὄρνιθος καὶ πτεροῦ , πλοίου καὶ πηδαλίου , ὡς πρός τι μὲν
5010997 χουν
ταύτῃ τάφρον μεγάλην ὀρύξαντες ἀμφορέας κεινοὺς ἐς αὐτὴν κατέθηκαν , χοῦν δὲ ἐπιφορήσαντες καὶ ὁμοιώσαντες τῷ ἄλλῳ χώρῳ ἐδέκοντο τοὺς
κτηνῶν : στερηθήσει τῆς τροφῆς σου ἧς ἤσθιες , καὶ χοῦν φάγει πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου : ἐπὶ
5009825 κοσκινου
ὀθόνης ἐγχρισθὲν ὑγρότερον φαίνηται . καταπάττω δ ' αὐτὰ διὰ κοσκίνου μετεώρου κρατουμένου κατὰ τοῦ μέλιτος . ἀρκεῖ δ '
ἂν διελκύσαις ] διαβιβάσαις εἰ ] ναί ὢν τηλία ] κοσκίνου γύρῳ κῶμον ] μέθην ἀσπάζομαι ] ὡς διὰ χρόνου
5007518 τερετρῳ
πολυχρόνιος καὶ εὐθαλὴς γενήσεται . Τὸ πρέμνον σχίσον σμίλῃ ἢ τερέτρῳ , κάλλιον δὲ σφηνὶ δρυΐνῳ , καὶ λίθον ἔμβαλλε
τοῦ τὰ φύλλα πάνυ ὑπέρυθρα ἔχειν : θεραπεύσεις δέ , τερέτρῳ πάνυ διακόψας τὸ στέλεχος , καὶ διὰ τοῦ τρυπήματος
5007186 ἠχειν
ὑπ ' ἀνέμου τῷ λέβητι προσκρούειν : τὸν δὲ τυπτόμενον ἠχεῖν . . . . Πρὸς Δήμωνα : εἰ δὲ
λαλιᾶς : τὸ Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον , ὃ λέγουσιν ἠχεῖν , ἂν παράψηθ ' ὁ παριών , τὴν ἡμέραν
5006374 διαρρειν
βοῇ ῥηγνύναι τὴν γῆν . παροιμίαν οὖν ἐν τῇ Σάμῳ διαρρεῖν τὴν λέγουσαν μεῖζον βοᾷ τῶν νηάδων . ὀστᾶ δὲ
ἄλλοι λέγουσι χειμώνων γενομένων καὶ τῶν Ἀρκάδων ἀρξαμένων ἀπιέναι καὶ διαρρεῖν ἀτάκτως , [ οἱ δὲ ] τρεῖς μῆνας ἐμμεμενηκότας
5001536 χαλκιου
ὕδωρ ζεστόν , ἐντιθεμένου εἰς αὐτὸ τοῦ σκεύους , οἷον χαλκίου ἢ ἑτέρου μὴ ῥηγνυμένου . θεραπεύσει ταγγὸν ἔλαιον καὶ
οἶνον φέρε . οὐκ ἀλλὰ τοῦτό γ ' ἐπίχυσις τοῦ χαλκίου . κἄγειν ἐκεῖθεν κακκάβην ἀλλ ' οὐ γὰρ ἔμαθε
5000916 κηπου
ὧν καὶ Ὑπερείδης . . ἄνδηρα : μέρος τι τοῦ κήπου , ὥσπερ ἡ πρασιὰ καὶ ὁ ὀχετός : Δίδυμός
καὶ τερπνὸν ἔχοντας οὐδέν . ἡμῖν δὲ καὶ τοῦ Ἀλκίνου κήπου καὶ τοῦ χρυσᾶ μῆλα φέροντος , ἐφ ' ἃ
5000151 ἐδαφους
κλειομένων καθίεσαν ἄνωθεν τὴν κεχαλκωμένην θύραν , ἥτις μέχρι τοῦ ἐδάφους φθάνουσα ἐκάλυπτε τὰς πύλας ὡς ἂν μηδεμίαν ἐπιβουλὴν γίνεσθαι
εἰς ἐργάτας ἀποδίδοται , ὧν περιαγομένων ἡ χελώνη ἐπὶ τοῦ ἐδάφους σύρεται ὑποβαλλομένων σκυταλίων ἢ σανίδων . ἐὰν μὲν γὰρ
4999183 ἀρυομενον
, δαψιλές , ἀφύσιμον καὶ ἀρύσιμον ἀφυσγετόν ] δαψιλές , ἀρυόμενον δαψιλῶς δεπάεσσιν ] ποτηρίοις χεύοις ] χεῦε εἰς ἔμετον
ἐγὼ δὲ οὐ καταγελῶμαι . „ Ο αὐτὸς θεασάμενος μειράκιον ἀρυόμενον χερσὶ κοίλαις ἀπὸ τοῦ παραῤῥέοντος ὕδατος καὶ πῖνον ἀπέῤῥιψεν
4998565 περιαφθεν
δυσουρίαν θεραπεύει . ὀστέον δὲ ἐκ τοῦ μηροῦ τοῦ ὀρνέου περιαφθὲν κιρσοὺς θεραπεύει τοὺς ἐν τοῖς ποσίν . ἡ δὲ
τούτου φορούμενοι , ὀξυωπίαν παρέχουσιν . τὸ δὲ στόμα αὐτοῦ περιαφθὲν τραχήλῳ πᾶσαν ὀδονταλγίαν καὶ σταφυλῆς πόνον καὶ ἀντιάδα καὶ
4997852 ῥειν
ἐστιν ὅτε τοσοῦτον ὑπερβλύζει ὥστε καὶ ποταμηδὸν φέρεσθαι , καὶ ῥεῖν ὡς ὕδωρ μετὰ τῆς ἀναδιδομένης πυρώδους ὕλης . ἔστι
διὰ τοῦτο ὑγρότερον : διὸ τῆς ὑγρότητος πλεοναζούσης ἕπεται μᾶλλον ῥεῖν καὶ τὸν ποταμόν . μήποτε δὲ καὶ τρία εἴη
4997386 γυμνουμενα
Μάρκιος τοῖς μὲν ἄλλοις στρατιώταις παρήγγειλε κλίμακας προσφέρειν κατὰ τὰ γυμνούμενα μέρη τοῦ περιβόλου , αὐτὸς δὲ τοὺς κρατίστους τῆς
ἐστὶ σαρκώδεσιν [ οἷον ] ὅταν χωρισθῇ καὶ σαπῇ : γυμνούμενα γὰρ ἀναξηραίνεται καὶ θνήσκει : τὰ δὲ ἐν δερματικοῖς
4997244 σχοινιον
ἢ χαλκευτικά . [ ὅπλον ] γʹ : τό τε σχοινίον καὶ πᾶσαν [ τὴν κατασκευὴν ] καὶ [ τὰ
προσπλέων ὁ κυβερνήτης καὶ ἰδὼν ἁλιέα ἐκέλευσε μάσσαι τὸ ἀπόγειον σχοινίον : μάσσαι γὰρ τὸ δῆσαί φασιν Αἰολεῖς : ἀπὸ
4996764 ὀσχεου
δὲ πρὸς τῇ ἕδρᾳ αὐτῶν περιαιρείσθω . ἐπὶ δ ' ὀσχέου καὶ καυλοῦ τομαῖς εὐθυτενέσι χρηστέον , καὶ τὸ σύνολον
χρώμεθα ἐπὶ θώρακος , νώτου , ὤμων , μασχαλῶν , ὀσχέου , καθ ' ὅλων τῶν μέσων τοῦ σώματος ,
4991386 ῥυτιδουσθαι
εἰς τὰ ξηρότερα τῶν μορίων . Χαλεπὸν δὲ καὶ τὸ ῥυτιδοῦσθαι , μὴ ἀπὸ προκαταρκτικῆς αἰτίας , ὡς ἐπὶ τῶν
καπνόν , καὶ τοῦ φυλλορροεῖν ἄλλῳ μὲν τῶν δένδρων τὸ ῥυτιδοῦσθαι , ἄλλῳ δὲ τὸ λευκαίνεσθαι . ἔστι γὰρ καὶ
4989661 βοτρυας
λιθοκόλλητος ἄμπελος χρυσῆ ὑπὲρ τῆς κλίνης , ἥν φασιν καὶ βότρυας ἔχειν ἐκ τῶν πολυτελεστάτων ψήφων συντεθειμένους , οὐ μακράν
Καὶ λαβὼν τούτους εἰς ἀγγεῖα κεράμεα τετρημένα κάτωθεν ἐπιτίθει τοὺς βότρυας , καὶ σκέπασον τὸ ἄνωθεν μέρος ἐπιμελῶς , [
4988746 ἀνθρακας
ἔρωτα αὐτοὺς φέρων αὐτῆς . Γ καὶ Γ σκαλεύοντ ' ἄνθρακας Γ : ἀντὶ τοῦ “ ζωπυροῦντα τοὺς ἄνθρακας ”
καὶ πεύκας καὶ λαμπάδας καὶ ἰπνοὺς καὶ πανούς , καὶ ἄνθρακας καὶ μαρίλην : καὶ μαρίλαν δ ' ἐκάλουν τὸν
4987526 ὑοντος
. καὶ δή ποτε σφοδροῦ κρύους γενομένου καὶ τοῦ Διὸς ὕοντος ἵππος ἀντέχειν μὴ δυνάμενος ἧκε δρομαῖος πρὸς τὸν ἄνθρωπον
. ἐπίρρημα στίχων ιθʹ . ἐμποιεῖν ἐμοί ] τοῦ θεοῦ ὕοντος ἐμοὶ ἀρέσκει σχολάζειν τῷ ποτῷ . ἄφευε τῶν φασήλων
4978380 τραγου
μεθ ' ὕδατοϲ θερμοῦ προϲενεκτέον ἢ μαλάχηϲ ἢ λινοϲπέρμου ἢ τράγου ἢ τήλιδοϲ ἢ κνίδηϲ ϲπέρματοϲ ἀφέψημα : οὐ μόνον
ἐγχριόμενον καὶ ἡ τοῦ πέρδικοϲ χολὴ καὶ αἰγὸϲ ἀγρίαϲ ἢ τράγου : καὶ βουγλώϲϲου δὲ χυλὸϲ ἐγχριόμενοϲ ϲφόδρα ὠφελεῖ .
4978231 βροχους
ἄκροις δὲ δακτυλίους ἐχέτωσαν , ὑφείσθωσαν δ ' ὑπὸ τοὺς βρόχους , τὸ δὲ ἄκρον αὐτῶν ἐκπεράτω ἔξω διὰ τῶν
εὑρών , οὗ καθεῖρξ ' ἡμᾶς ἄγων , τῶιδε περὶ βρόχους ἔβαλλε γόνασι καὶ χηλαῖς ποδῶν , θυμὸν ἐκπνέων ,
4977735 ξεειν
καὶ ἀναφλέγον . οὐκοῦν εἰ τὰ ἔνδον καθαρθείη ὑπό τινος ξέειν κέρατα δεινοῦ , καὶ τρία μέτρα ῥᾳδίως αὐτοῖν δέξαιτο
τῇ τοῦ συμβουλεύοντος φέρεσθαι γνώμῃ . Ξίφος . παρὰ τὸ ξέειν . οὕτως εὗρον ἐν Ὑπομνήματι . . . .
4965203 ἀφρου
. Ἀφρόν : ἐπιφάνειαν , ποτὲ δ ' ὑπεράνω τοῦ ἀφροῦ τῆς θαλάσσης . ὑπεκθρώσκων : κάτωθεν ἐκπηδῶν , ὑποφεύγων
ϲὺν μελικράτῳ . Ἄλλο . ϲινάπεωϲ ⋖ α , νίτρου ἀφροῦ τριώβολον , ἐλατηρίου δίχαλκον , ὅ ἐϲτιν ἡμιοβόλιον :
4963289 ἰχθυας
σφάττειν ἐπὶ τῷ τάφῳ τοῦ Ἀχιλλέως . ἔφη δὲ τοὺς ἰχθύας σχεδόν τι φρονιμωτέρους φαίνεσθαι τῶν ἀνθρώπων : ὅταν γὰρ
ὥσπερ καὶ ὁ πληγεὶς ἁλιεὺς εὐκόλως μετὰ τὴν τρῶσιν τοὺς ἰχθύας μεταχειρίζεται . Ἁλμυρὸν γειτόνημα ἔμβλεπε πόῤῥω : δηλοῖ δὲ
4958849 ἐμφερων
αὐτὴν ὑμένων καὶ μυῶν ῥαγέντων ἐκ πληγῆς ἤ τινος τῶν ἐμφερῶν ἢ χαλασθέντων καὶ ὅμοιόν τι παραλύσει ἐργασθέντων : οἱ
τοῦ λέοντος , ἀλλὰ καὶ ἵππου καὶ βοὸς καὶ τῶν ἐμφερῶν , ὅσα ὥσπερ ἀλεξητηρίῳ τῇ οὐρᾷ χρῆται . ἥρωες

Back