. δράσω τάδ ' : ἐν τῶι Καρὶ κινδυνεύσομεν . κελευσμάτων δ ' ἕκατι τυφέσθω Κύκλωψ . ἰὼ ἰώ :
. καὶ ἀποστέρησιν τῆς ἀκοῆς : καὶ μὴ δύνασθαι τῶν κελευσμάτων ἀκούειν πολλὴ γὰρ δὴ ἡ παρακέλευσις . . .
5585025 κλυδωνιον
ἐξέχουσαι , τραχύνουσαι πᾶσαν ὥραν τὸ προσπῖπτον ἐκ τοῦ πελάγους κλυδώνιον . ἔστι δὲ καὶ αὐτὸ τὸ τῆς νησῖδος ἄκρον
κρείττων ἦν ὁ χειμὼν καὶ τὸ δεινὸν ὑπερεῖχε καὶ τὸ κλυδώνιον λοιπὸν τὰς τριήρεις ἐκάλυπτεν : ἐν οἷς καὶ ἠθοποιΐας
5219771 καρφων
τὰ νεόττια καὶ τῶν πτίλων γυμνὰ οἶδε καλῶς ἐπὶ ψιλῶν καρφῶν εἰ ἀναπαύοιτο ὅτι κολασθήσεται ἀλγοῦντα . οὐκοῦν ἐπὶ τὰ
, ὡς εἰς καλλιὰν τοὺς νεοττοὺς ἐντίθησιν , οὐ δεηθεὶς καρφῶν καὶ τῆς ἐξ αὐτῶν πλοκῆς καὶ οἰκοδομίας οὐδέν .
5180357 ἀποστεγειν
ἐκ τοῦ ἀέρος δέχεσθαι ψυχρὸν τό τε ἐν αὐτῇ θερμὸν ἀποστέγειν καὶ τηρεῖν . Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἐν τῇ
, αἳ ὑπερείδουσι τὰς οὐρὰς τῶνδε τῶν κτηνῶν , ὥστε ἀποστέγειν τὴν ἕλκωσιν αὐταῖς . τὰς δὲ οἶς τὰς ἑτέρας
5176806 ἐξαιρουμενων
ἀφαιροῦντες , καὶ τὴν γλῶσσαν καθαίροντες ἀπὸ τῶν σκωλήκων λαβίδι ἐξαιρουμένων , ἁλσί τε τὴν γλῶσσαν διαχρίουσι . καὶ τῆς
κατὰ τὸ διάτονον καὶ χρωματικὸν γένος . τὸ δὲ ἐναρμόνιον ἐξαιρουμένων τῶν διατόνων καθ ' ἕκαστον τετράχορδον διπλῳδουμένων γίνεται .
5137076 κητων
θρεμμάτων ἰχθύων προσβάλλει : οἰκήσεις δὲ ποιοῦνται τοῖς ὀστέοις τῶν κητῶν χρώμενοι καὶ κόγχοις ὀστρέων τὸ πλέον , δοκοῖς μὲν
, ἢ καὶ κυκνείοισιν ὄχοις ἐπὶ πόντιον οἶδμα ἐρχομένη χαίρεις κητῶν κυκλίαισι χορείαις , ἢ νύμφαις τέρπηι κυανώπισιν ἐν χθονὶ
5084124 νεκρων
πλήξεις . . πόμπιμον ] ὃν ᾄδουσιν ἐπὶ πομπῇ τῶν νεκρῶν . . πίτυλον ] τύψιν . . πίτυλος ὁ
μὲν ἠπειρῶτιν , οὗ πεσήματα πλεῖσθ ' Ἑλλάδος πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν , τοῦ σοῦ τε παιδὸς αἵματος κοινουμένην . Πάρις
5082301 ἀποθνησκοντων
πύργων , ἐς μὲν τρεῖς προσβολὰς οἱ ἐκ τῆς πόλεως ἀποθνησκόντων τε αὐτοῖς πολλῶν καὶ τιτρωσκομένων ὅμως ἀντεῖχον . τῇ
, ἤτοι τὴν δίοδον , τὸν στενωπὸν τὸν κοῖλον τῶν ἀποθνησκόντων , τουτέστι τὰς καταδύσεις τῆς γῆς , ἃς οἱ
5026027 ἀνασεισαντες
ὡρμισάμεθα , ἀπεσαλεύομεν . αἴροντες ἀπὸ τῆς γῆς , πάντα ἀνασείσαντες τὰ ἱστία , πάντα ἀναπετάσαντες τὰ ἱστία , πᾶσαν
τὴν ἐπιπολὴν τοῦ κύματος διέφριττε τὸ πέλαγος . ἐπλέομεν πάντα ἀνασείσαντες κάλων , ἅπασι κάλοις , πάντα ἀνέντες τὰ ἱστία
5019697 κατεχοντων
δὲ μείζοναϲ ἀγκίϲτροιϲ καταπείραντεϲ μετεωρίϲωμεν καὶ ὁμοίωϲ ὑποδέροντεϲ πανταχόθεν τῶν κατεχόντων αὐτὰ ϲωμάτων ἐλευθερώϲωμεν φεύγοντεϲ πανταχοῦ τάϲ τε καρωτίδαϲ ἀρτηρίαϲ
μὲν ἴσων ὡς ἐπὶ τὸ πολύ , τῶν τὸ πυκνὸν κατεχόντων , δύο δ ' ἀνίσων , τοῦ τε λειπομένου
4996678 κυματων
τὸ βρέμειν κυρίως ἐπὶ πυρὸς λέγεται καὶ ἀνέμων καὶ ἐπὶ κυμάτων : τροπικῶς δὲ καὶ ὁ ἀλαζὼν βαρὺ βρέμειν λέγεται
ἐν πρύμνᾳ πατέρ ' Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα , καὶ ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου
4970295 θνησκοντων
τῆς δίψης καὶ τοῦ λιμοῦ , τά τε σώματα τῶν θνησκόντων ἀκοντιζόμενα τῆς νηὸς ἐπὶ θάλασσαν καὶ μέχρι πολλοῦ τοῖς
τοῖς ὑστάτοις ἐκ τάφρων ἐπιπηδώντων οὐδὲ τότε κτεινόντων μᾶλλον ἢ θνησκόντων . τοῦ γὰρ ἱππέως ὑπιὼν ὁ ὁπλίτης τὸ δόρυ
4963167 πλεοντων
ἱκανὴν ἐν αὐτῷ κατέστησεν ἀσφαλείας ἕνεκα τῶν διὰ τοῦ ποταμοῦ πλεόντων : ἐλῄστευον γὰρ οἱ Τυρρηνοὶ τοὺς ἐμπόρους ἅπασαν κατέχοντες
καθαίροντες ἐπῆλθον , οὐκ ἐλάττω δὲ τῶν κατ ' ἐμπορίαν πλεόντων ἐπ ' ἀγκυρῶν ὡρμίσαντο . τὴν δὲ Τριπτολέμου διὰ
4959167 λιπαινειν
διὸ πάσχειν τι βέλτιον εἶναι καὶ λυπεῖσθαι καὶ νὴ Δία λιπαίνειν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τήκεσθαι , καὶ ὅσα δὴ παθαινόμενοι
τοῦτο ϲυμβαίνει . ὥϲπερ γὰρ ἐπὶ τῶν ἐκτὸϲ τραυμάτων τὸ λιπαίνειν ϲαρκῶν τινων ἀχρείων αἴτιον γίγνεται , οὕτω καὶ ἐπὶ
4955639 χειροποιητα
τἄλλ ' ὅσα τοιαῦτα . καὶ ταῦτα μέν ἐστιν ἅπαντα χειροποίητα καὶ δαπάνης προσδεῖται : ἓν δέ τι κοινὸν ἡ
παραπέμπεται , δι ' ἀνεπιστημοσύνης ἐργασόμενος ἐν εὐδίᾳ καὶ γαλήνῃ χειροποίητα ναυάγια , ἀλλ ' ὅστις ἂν ἐκ πρώτης ἡλικίας
4945735 σχοινια
ἐσθίει , φησί , κινούμενος , ὥσπερ οἱ ἐργαζόμενοι τὰ σχοινία τὰ μεγάλα τῶν πλοίων , ὅλῳ 〚 ἐργαζόμενοι 〛
Οὐ δυναμένους δὲ τούτῳ τῷ τρόπῳ αὐτῶν κρατῆσαι , περιβαλόντας σχοινία ἕλκειν τὰ ἀγάλματα , καί σφι ἕλκουσι βροντήν τε
4940048 ληϊα
γῆν χρυσῆν , καὶ τὰ δένδρα χρυσᾶ , καὶ τὰ λήϊα , καὶ τοὺς λειμῶνας , καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς
ὡς ἀπαλοῖ δι ' αὐχένος . Λειμών . ἐστὶν ὅπου λήϊα καταβόσκεται . Λιρός . ὁ ἀναιδής . παρὰ τὸ
4926485 ὀρυγματα
τμηθὲν ἐκπληροῦται πάλιν τῷ χρόνῳ , τῆς ἐγχωννυμένης εἰς τὰ ὀρύγματα γῆς μεταβαλλούσης εἰς ἄσφαλτον , ὥς φησι Ποσειδώνιος .
ὀρύξαντες καίουσί τε ταυτὶ τὰ πολυτελῆ δεῖπνα καὶ εἰς τὰ ὀρύγματα οἶνον καὶ μελίκρατον , ὡς γοῦν εἰκάσαι , ἐγχέουσιν
4912279 αἱματα
ἀντὶ ἐπιτάσεως λέγουσι , ἵν ' ᾖ : ὑπερτρέμω ἰδεῖν αἵματα , φόνους , θανάτους τῶν φίλων ὀλλυμένων τοῖς ἐναντίοις
τοῦ φόνου τούτου . κικλήσκων ] καλῶν . αἱματολοιχὸς ] αἵματα λείχων , φόνων ἐπιθυμῶν . ἰχώρ ] ἤγουν φόνος
4880024 ταρασσομενη
ἱδρυνθέντα ἐμφράσσει τὴν κάτω κοιλίαν ὑπολείβεται ] στάζει κυκοωμένη ] ταρασσομένη τοῖς πνεύμασι ἔβρασεν ] ἀπέπτυσεν , ἔρριψεν ἔβρασεν ἤλιθα
, ἀκονήτου , . Ἄγρια : ἀγρίως . κυμαίνουσα : ταρασσομένη . κορύσσεται : διεγείρεται , ἐπαίρεται , ὁπλίζεται ,
4877712 ἐποχουμενων
τὰς ὄψεις ἢ τὸν ἐγκέφαλον ἐκόλαπτον , οὐχ ἑκόντων τῶν ἐποχουμένων , ἀλλ ' ὑπὸ σπουδῆς , ἐπεὶ οὐδ '
τῶν ὄντων ἀλλὰ τῶν μὴ ὄντων , ἀλλὰ περὶ τῶν ἐποχουμένων : οὐκ ἄρα περὶ νοημάτων μόνον ἀλλὰ καὶ περὶ
4868072 ἐπινεμεται
που στηριχθέντα μελαίνεται καὶ νεκροῦται . τὰ δ ' αὖ ἐπινέμεται καὶ τὰ σύνεγγυς . καὶ τὰ μὲν ἰσόπεδα καὶ
. ταῦτα δὲ πάντα εἴδη μελισσῶν εἰσιν , ἃ δὴ ἐπινέμεται πεπείρους ὄντας τοὺς βότρυας ὄρειαι ] ἄγριαι δαίνυνται ]
4841899 προαστειων
περὶ τὴν Ἀττικὴν , ὥσπερ τῆς θαλάττης ἐξεπίτηδες ἀνείσης ἀντὶ προαστείων τῇ πόλει , χοροῦ σχῆμα σώζουσαι , καὶ τὰ
θέα βασιλεῖ πρέπουσα κατεσκεύασται τοῦ ποταμοῦ μὲν ὑπορρέοντος , τῶν προαστείων δὲ πανταχόθεν εὐωχούντων τὰς ὄψεις . καὶ δι '
4809050 ἀποστρεφομενα
, καὶ μάλιστα ὅταν πόρρωθεν τὰ ὕδατα ᾖ μεταγόμενα ἢ ἀποστρεφόμενα . καὶ τὸν τοῦ κλήρου δὲ κύριον δεῖ παραφυλάσσειν
, καὶ μάλιστα ὅταν πόρρωθεν τὰ ὕδατα ᾖ μεταγόμενα ἢ ἀποστρεφόμενα . καὶ τὸν τοῦ κλήρου δὲ κύριον παραφυλάττειν ,
4808473 φορτιων
ἀντὶ τῶν φορτίων χρυσὸν τιθέναι καὶ ἐξαναχωρέειν πρόσω ἀπὸ τῶν φορτίων : τοὺς δὲ Καρχηδονίους ἐκβάντας σκέπτεσθαι , καὶ ἢν
τοῦ λιμένος καὶ ταχείας τῆς ἐκ τῶν πλοίων γινομένης τῶν φορτίων ἐκκομιδῆς , πολὺς ὁ καταπλέων ἐστὶν εἰς τὸ ἐμπόριον
4800054 πελα
! ! ! ! ! ! ! ] τος δόμοισι πελα ? [ τάλαινα ἄφρογ γύναι , ἀπο [ ἐγ
γεφύρας ἀντὶ τῆς προτέρας τούτῳ τῷ τρόπῳ ἐποίησεν . ναῦς πελα - γίας κατὰ ῥοῦν ἔστησαν καὶ ἐπλήρωσαν τὸ πέλαγος
4794270 ῥοθιοισι
ῥεύμασιν . . ἀκριτόφυρτος ] ἀδιαίρετος . . οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοισι ] ἀχρείοις , ἤτοι ἀνευφράντοις , οὔτι δάνος καὶ
, παῖδες δ ' ἐπ ' ἐρετμοῖς ἥμενοι γλαυκὴν ἅλα ῥοθίοισι λευκαίνοντες ἐζήτουν ς ' , ἄναξ . ἤδη δὲ
4768461 καταπνεοντων
, τόν τε νοῦ καὶ αἰσθήσεως , ὑπὸ βίας τῶν καταπνεόντων εἰς αὐτὴν παθῶν τε καὶ ἀδικημάτων ἀντιρρεπούσης καὶ κλινομένης
δὲ καὶ τοῦτον ὡς θάλατταν , ὅταν ἀγριαίνηται ὑπὸ τῶν καταπνεόντων ἀνέμων ἐς κύματα ἐξαπτόντων τε αὐτὸν καὶ ἐκμαινόντων .
4757697 βοθρων
, καὶ οὐ σήπεται . Προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων φύτευσον τὸ φυτόν , καὶ γῇ σεσησμένῃ προσχώσας ,
φυτευτέον . εʹ . περὶ φυτωρίου . Ϛʹ . περὶ βόθρων τῶν εἰς φυτείαν ἐλαιῶν . ζʹ . ὁποῖα εἶναι
4753167 συροντες
πάλιν ἐς Ῥώμην ἐπρέσβευον οἱ Σαυνῖται , νεκρὰ σώματα ἀνδρῶν σύροντες , ὡς αἰτίους τοῦδε τοῦ πολέμου γεγονότας ἀνῃρηκότες ,
' ἄλλοι ἀσκοὶ ἐπαντέλλουσι καὶ ἀνδύνουσι θαλάσσης , βριθὺ πέλωρ σύροντες : ὁ δ ' ἕλκεται οὐλόμενος θὴρ οὐκ ἐθέλων
4752255 ὀπωριζειν
τὴν γενναίαν νῦν λεγομένην σταφυλὴν ἢ τὰ γενναῖα σῦκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται , ἐὰν μὲν ἐκ τῶν οἰκείων λαμβάνῃ ,
ὠστρακίσθησαν καὶ Ξάνθιππος καὶ Ἀριστείδης . Ἐφιάλτης τοὺς ἰδίους ἀγροὺς ὀπωρίζειν παρεῖχε τοῖς βουλομένοις , ἐξ ὧν πολλοὺς ἐδείπνιζε .
4750189 θεασωνται
οὐχ ὃν οἱ πολλοὶ λέγουσιν , ὅταν πηρωθέντα τὰς ὄψεις θεάσωνται : μίαν γὰρ οὗτος αἴσθησιν ἀφαιρεθεὶς τῶν ἄλλων ἄγει
τῶν χυμῶν , ὅθεν τὰ ἐναντία πράττουσιν . ἐπειδὰν οὖν θεάσωνται ταῦτα , εὐθὺς ὁρμῶνται ἐπὶ τὰ ξηραίνειν καὶ παχύνειν
4740902 πετροβολων
τὰ ἀκροστόλια τοῖς θεοῖς ἀνέθηκαν , τὰ δὲ διὰ τῶν πετροβόλων πεπτωκότα τῶν τειχῶν ἀνῳκοδόμουν . Δημήτριος δὲ περὶ τὴν
πολιορκήσας τῶν Ἱππωνιατῶν πόλιν . . . καὶ διὰ μηχανῶν πετροβόλων τῆς πόλεως ἐκυρίευσαν καὶ ταύτην εἷλον . τῶν δὲ
4739313 ἀνελκυσαι
ἀνελεῖν : λέγεται ἐπὶ τῶν ἐκ Δελφῶν χρησμῶν , οἱονεὶ ἀνελκύσαι , ἀναπέμψαι : κοῖλον γὰρ ἦν τι ἐπὶ πολὺ
ἔν τινι ποταμῷ δέρματα βοῶν ἑωρακότες καὶ ταῦτα σπουδάζοντες ἐκεῖθεν ἀνελκύσαι τῆς τοῦ ποταμοῦ πλημμύρας βαθείας οὔσης κατατολμῆσαι οὐκ ἠδύναντο
4721320 ἀνδηρα
καθύπερθε τῶν διερῶν εἶναι : ὧν καὶ Ὑπερείδης . . ἄνδηρα : μέρος τι τοῦ κήπου , ὥσπερ ἡ πρασιὰ
, τάχα δὲ καὶ λίμναι καὶ προλιμνάδες καὶ ποταμοὶ καὶ ἄνδηρα ποταμῶν καὶ ὄχθαι καὶ γέφυραι καὶ πυλίδες καὶ ψαλίδες
4715951 ἀναπνεον
χρόνου . ἀμφότεραι αὗται ἀληθεῖς καθεστήκασιν : τὸ παιδίον οὐκ ἀναπνέον ἐστίν , ἐκ μεταθέσεως κατάφασις ἐπὶ τῆς ἀναγκαίας ὕλης
λεπτὸν ἀέρα , θερμαινόμενον μὲν γὰρ καὶ μανούμενον ὄζειν . ἀναπνέον δὲ τὸ μὲν μέγα ζῷον ἅμα τῷ μανῷ καὶ
4712396 ἀμειψῃ
, ἐπεί νιν μέγαν ἄρας δίδυμα καὶ τριπλᾶ παλίμποινα θέλων ἀμείψῃ . ἴσθι δ ' ἀνδρὸς φίλου πῶλον εὖ -
υἱὸν ἔθνει πεπένθηκας . ἄμειψαι τοὺς μετὰ σοῦ λελυπημένους , ἀμείψῃ δέ , ἐὰν λυπούμενος παύσῃ , τάχιον ἐὰν μὴ
4709863 πελαγη
ἀνὰ τὰ πρόσω , ἐν δεξιᾷ μὲν ἔχοντες τὰ Τυρσηνικὰ πελάγη , ἐπὶ θάτερα δὲ αὐτοῖς παρετέταντο αἱ τοῦ Ἰονίου
τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ . καινῶς δὲ ὁ Πίνδαρος ταῦτα τὰ πελάγη ἱστορεῖ πεπλανῆσθαι τοὺς Ἀργοναύτας . ἄλλως : ἐν τ
4702717 ἀναντη
. θεραπεύειν . τὴν μὲν κακότητα κτλ . Ἡσιόδου . ἀνάντη . τραχεῖαν . λιστοί . ἀντὶ λιταζόμενοι , λιταῖς
τῶν ἀναδουμένων τὰς ναῦς καὶ ἐκ τῆς γῆς ἐφελκόντων πρὸς ἀνάντη καὶ πολὺν ἐμπίπτοντα τὸν ῥοῦν βιάζεται , ἔστι δ
4696875 περιειστηκει
νύκτα ἐπελθούσης δυνάμεως ἀπὸ τῶν πόλεων , οὕτω τοῖς Μεσσηνίοις περιειστήκει πολιορκία . καὶ ἁλῶναι μὲν κατὰ κράτος τὸ τεῖχος
εἰς τὸ αὐτὸ χωρίον , ἀνθρώπων δὲ πολὺ πλέον πλῆθος περιειστήκει βουλομένων προσιέναι , καὶ πολὺ πρότερον ἢ οἱ φίλοι
4692139 ἀντλον
ἐχρήσατο . κλυδωνίου ] ταραχῆς . πληγαῖς ] ταραχαῖς . ἄντλον : ναυάγιον , πλημμύρα . ἄντλον δὲ λέγεται τὸ
ταῖς κώπαις κωπητῆρα καλοῦσιν . εἶτα παρεξειρεσία , ἔμβολον , ἄντλον , ὅθεν καὶ ὑπέραν - τλον σκάφος . ἡ
4690705 ὑπερπετεις
ἥλιος , ὡς ἔφαμεν , βαδίζων ὄντα λοξόν πη μὲν ὑπερπετεῖς καὶ πλατείας ὁδοὺς βαδίζει τὰς ἄνω , ὅταν ἦι
. προσεμύθευον δ ' οἱ ἐπιχώριοι καὶ τοὺς ὄρνεις τοὺς ὑπερπετεῖς γενομένους καταπίπτειν εἰς τὸ ὕδωρ , φθειρομένους ἀπὸ τῶν
4685250 ὑποζυγιων
ζεῦγος πᾶν ἂν καλοῖτο τὸ ἐζευγμένον , καὶ εἰ τριῶν ὑποζυγίων ἢ καὶ τεττάρων εἴη , λέγοιτο δ ' ἂν
περὶ τῆς ἄλλης παρασκευῆς οὕτως ἀλλάξας εἰπεῖν καμήλους καὶ πλῆθος ὑποζυγίων φορταγωγούντων πάντα τὰ πρὸς τρυφὴν καὶ ἀπόλαυσιν τραπεζῶν χορηγήματα
4672133 ἀποτομα
, πάροδος δὲ οὐκ ἦν , ἀλλὰ τὰ Καρδούχεια ὄρη ἀπότομα ὑπὲρ αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ ἐκρέματο , ἐδόκει δὴ τοῖς
ἐς τὰ ὄρη κατέφυγον , ἃ δὴ ὑπερύψηλά τε καὶ ἀπότομα αὐτοῖς ἐν τῇ χώρᾳ ἐστίν , ὡς πρὸς ταῦτά
4664047 Τρωγλοδυτων
χρώμενοι πρὸς τῷ πυρί . Ταῦτ ' εἰπὼν περὶ τῶν Τρωγλοδυτῶν καὶ τῶν προσχώρων Αἰθιόπων ἐπάνεισιν ἐπὶ τοὺς Ἄραβας :
φέροντες εἰς πίστιν αὐτὸν πολλῆς πίστεως προσδεόμενον : τῶν δὲ Τρωγλοδυτῶν οἱ μεταναστάντες ἐκ τῶν ἄνω τόπων διὰ καῦμα ,
4663924 δυσπορον
κουφοτάτους καὶ τῶν τοξοτῶν ἔστιν οὓς ᾔει χαλεπὴν ὁδὸν καὶ δύσπορον , φύλακας τῶν ὁδῶν καταλιπών , ἵνα σφαλερόν τι
ἄβατον τοῖς πολλοῖς , ἀνάντη δὲ ὅλως καὶ τραχεῖαν καὶ δύσπορον φέρουσαν ἐς τὸν Ἀκροκόρινθον , νυκτὸς λαθόντες ἀνῄεσαν διὰ
4647034 χλιασματων
ἄνω καθαιρεῖται : καὶ ὁκόταν ἡ ὀδύνη ἔχῃ , τῶν χλιασμάτων προστιθέναι , καὶ τῷ θερμῷ λούειν , καὶ διαλιπὼν
, καὶ κρισιμωτέρη ἔσται : κἢν ὀδύνη ἔχῃ , τῶν χλιασμάτων προστιθέναι , καὶ τῷ ψυχρῷ λούειν , καὶ διαλείποντα
4644525 ἀντις
Εἰ μέντοι ἐν τῷ παρεκτείνεσθαι τοὺς ὑπερκεραστὰς βουληθῶσι καὶ οἱ ἀντὶς ὁμοίως παρεκτείνεσθαι ἑαυτούς , δεῖ εὐθέως κατ ' αὐτῶν
τρίχας χρήσιμόν ἐστιν . Εἰς μονομαχίαν μετὰ σκουταρίων καὶ βεργίων ἀντὶς ἀλλήλων , εἰς τὸ ῥῖψαι μήκοθεν βηρύτταν καὶ μαρτζοβάρβουλον
4642830 γομφιων
ἐν τῷ ῥαιβῷ Σκυθικῷ δράκοντι ἤγουν τῷ τόξῳ τῶν ἀφύκτων γομφίων καὶ βελῶν : οὐ γὰρ ἠστόχει ποτέ . ἢ
εἴ τι μεταξὺ παρακέοιτο , καὶ ὥσπερ ὑπὸ μυλῶν τῶν γομφίων λειοῦσθαι τὴν τροφήν : τῶν μασητήρων δ ' ἔργον
4638624 κλαῃς
; Ἡμεῖς φράσομεν . Λέγε δὴ ταχέως , ἵνα μὴ κλάῃς . Ἀκροῶ δή , καὶ τὰς χεῖρας πειρῶ κατέχειν
λύχνος παρ ' Ἀττικοῖς ὁ πολὺ ἔλαιον ἀναλίσκων . ἵνα κλάῃς : καλεῖ τὸν παῖδα πλησίον ἐλθεῖν τῆς κλίνης ,
4636334 θλιψεων
σῆς τελευτῆς ἡμέραν καὶ ὕψιστον ὑπερέχουσαν τῶν θλίψεων , ὧντινων θλίψεων κράντης καὶ τελειωτὴς αὐδὴ θήσεταινῦν ἀντὶ τοῦ λέγεταιὁ χρόνος
ἐκείνην τὴν τῆς σῆς τελευτῆς ἡμέραν καὶ ὕψιστον ὑπερέχουσαν τῶν θλίψεων , ὧντινων θλίψεων κράντης καὶ τελειωτὴς αὐδὴ θήσεταινῦν ἀντὶ
4634195 περιβαλλομενοι
εὑρίσκεσθε ἐπὶ ταῖς τῆς φιλαργυρίας θύραις ῥυπαρῶς ζῶντες καὶ τριβωνάρια περιβαλλόμενοι μικρὰ καὶ [ τῶν ] ἥλων ἐμπιπλάντες τὰ καττύματα
πελάσαντες τῇ μὲν πόλει προσβαλεῖν ἀπέγνωσαν , λείαν δὲ πολλὴν περιβαλλόμενοι ἤλαυνον . Ἦσαν δὲ ἐν τοῖς Ζαριάσποις νόσῳ ὑπολελειμμένοι
4624994 ἁμαρτιων
Ἵππαρχος ἀνταναπληρουμένην πως κατανενοήκει , μόνῳ τῷ τῆς ὑπεροχῆς τῶν ἁμαρτιῶν τρίτῳ μέρει μιᾶς μοίρας ἐφάνη πλείων οὖσα ἡ ἐπίληψις
κεφαλὰς ἔχοντες , οἱ γυμνοὶ καὶ ἀπερικάλυπτοι , ὑπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἐλεγχόμενοι , ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν προβάτων τῶν ἐκδερομένων καὶ
4619232 πετρωδη
αὐτὴν καὶ διὰ τὸ ἀποκόπτειν τὰς ἀγκύρας τραχὺν ὄντα καὶ πετρώδη τὸν βυθόν . Κἂν κατ ' αὐτὸν δέ τις
τὰ τείχη σαλεῦσαι . τῶν δὲ Καρχηδονίων ἀντιμαχομένων διὰ τὸ πετρώδη εἶναι τὸν τόπον , δύο μῆνας πολιορκήσας καὶ ἀπογνοὺς
4613991 πηλωι
μὲν κάτω καὶ ἐν βυθῶι τοῦ ποταμοῦ διατρίβουσι , τῶι πηλῶι καὶ τῆι ἰλύι φιληδοῦντες , καὶ ἐντεῦθεν οὔκ εἰσιν
' ἄλλωι αἵματι μιαινόμενοι οἷον εἴ τις εἰς πηλὸν ἐμβὰς πηλῶι ἀπονίζοιτο . μαίνεσθαι δ ' ἂν δοκοίη , εἴ
4607590 πειρατων
, ἐκτὸς βέλους ποιησάμενος τὴν παρεμβολήν . εὐθὺς δὲ τῶν πειρατῶν καὶ τῶν ἄλλων τοὺς εὐθέτους ἐξέπεμψε πορθήσοντας τὴν νῆσον
Μετέλλῳ μὲν ὑπὲρ τοῦ Κρητικοῦ πολέμου , Πομπηίῳ δὲ τῶν πειρατῶν τε ἕνεκα καὶ Μιθριδάτου . Ἐγένετο δὲ οὗτος ἐπιφανέστατος
4601726 γυμνουμενων
κατέχειν ἔνια τὴν θερμότητα μᾶλλον μὴ ἀνασκαπτομένης τῆς γῆς μηδὲ γυμνουμένων τῶν ῥιζῶν : αὕτη γὰρ ἡ κινοῦσα : καὶ
ἐγχειρήσεις ἐν χειμερίοις μᾶλλον καιροῖς γίνεσθαι , ὅταν τῶν δένδρων γυμνουμένων λανθάνειν εὐκόλως οὐ δύνανται , ἀλλὰ καὶ τῆς χιόνος
4600980 πλωτον
δεῦρο , οὔ γε καὶ κατὰ βυθοῦ ὥστε πόρον γενέσθαι πλωτόν : ὅπου Ἀλέξαρχον τὸν Ἀντιπάτρου πόλιν ὑποδείμασθαι τὴν Οὐρανόπολιν
δ ' αὐτὸν ἐπὶ μὲν ἡμερῶν λέγουσι πλοῦν ὡς τετταράκοντα πλωτόν , εἰς δὲ τοὺς ἄνω τόπους ἄπλωτός ἐστι κοὐ
4600198 πωλουμενων
ὅπου δικάζουσιν 〛 ἐπεὶ ἐκεῖ οἱ ἔμποροι τὰ δείγματα τῶν πωλουμένων ἐτίθεσαν . ἅμα δὲ ἔσκωψε τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων
τὸν Δία ἐξαπατῆσαι πεπείρανται . ἀγορᾶς ὥραν : οὐ τῶν πωλουμένων , ἀλλὰ τῶν ἄλλων πράξεων τῶν κατ ' ἀγορὰν
4597856 ἐπαυλις
κλισίη πυρὶ κάτθεσαν . ” λέγεται δὲ οὕτως καὶ ἡ ἔπαυλις , ἀπὸ τοῦ κλίνεσθαι τὰ θρέμματα . κλίσιον .
φλιά . καὶ τὸ ἐν τοῖς ζυγοῖς . καὶ ἡ ἔπαυλις . σταφυλή : ὁ καρπός . καὶ τὸ τεκτονικὸν
4592196 σαλευοντα
εἰς τὰς ναῦς ἔδραμον : οὐ μὴν αἱροῦσι τὰ σκάφη σαλεύοντα ἄνω θαλάσσης : Ἡρακλῆς διώξας ἔκτεινε πάντας παρὰ τὴν
ἑτοιμότατον . ἐν τοιούτῳ δὴ κλύδωνι τὸ πράγματα τῆς πόλεως σαλεύοντα ὁ Νόμας καταλαβών , πρῶτον μὲν τοὺς ἀπόρους τῶν
4589662 ἐτεγξα
μέτρα ῥέος ] ῥεῦμα παρειὰν ] ἐμοῦ νοτίοις ] ὑγραῖς ἔτεγξα ] ἔβρεξα παγαῖς ] ῥεύμασι δακρύων ἀμέγαρτα ] ἀφθόνητα
παρθενικῶν . λειβομένα ῥέος ] στάζουσα ῥεῦμα . . νοτίοις ἔτεγξα πηγαῖς ] ὑγροῖς ἔβρεξα ῥεύμασι δακρύων . . ἀμέγαρτα
4578921 κερδαναι
σὺ χρήσει , οὐδενὸς ἀπεχόμενος ὅθεν ἂν δυνατὸν ἦι τι κερδᾶναι . πανταχόθεν γὰρ ὠφελεῖσθαι τοῖς ἐμοὶ συνοῦσιν ἐξουσίαν ἐγὼ
ἔργον μηδὲ πάνθ ' ὁμοίως συμβουλεύωμεν αὐτοῖς , ὅθεν ἔστι κερδᾶναι : ὥστε ἴσως ἀναγκασθησόμεθα ἐκβαλεῖν ἐκ τῶν πόλεων τῷ
4575879 σκηνωματα
σκήνεσιν : φησὶν ὅτι τῶν ἵππων ἀποθνησκόντων , σηπόμενα τὰ σκηνώματα γεννῶσι τοὺς σφῆκας , τῶν δὲ ταύρων ὁμοίως σηπομένων
Ὅτι Κλεανδρίδας τὸν πόλεμον νικήσας προῆγε τοὺς στρατιῶτας εἰς τὰ σκηνώματα τῶν ἐναντίων , δεικνὺς ἄλλον ἀλλαχοῦ πεπτωκότα ἐκ τοῦ
4574173 ἀπορριψαντα
' αἰὲν ἐπιζαφελῶς χαλεπαίνοι , οὐκ ἂν ἔγωγέ σε μῆνιν ἀπορρίψαντα κελοίμην Ἀργείοισιν ἀμυνέμεναι χατέουσί περ ἔμπης : νῦν δ
ἀποσεισάμενον αὐτοὺς χωρεῖν εὐθὺ τῆς πανευδαίμονος ἐκείνης πόλεως καὶ αὐτὸ ἀπορρίψαντα τὸ ἱμάτιον εἰ τούτου ἐπειλημμένοι κατερύκοιεν , ἐσσύμενον ἐκεῖσεοὐ
4572970 πυροφορους
ἀνθρώποις παρέσχον , τὸν σῖτον : γράφεται καὶ πυροφόρους : πυροφόρους θεάς : τοῦτο πρὸς τὸ ἄνω ληπτέον , τουτέστιν
: τῇσι δὲ βουκόλιαί τε βοῶν χάλκειά τε δύνειν τεύχεα πυροφόρους τε διατμήξασθαι ἀρούρας ῥηίτερον πάσῃσιν Ἀθηναίης πέλεν ἔργων ,
4571801 χαλασαντος
μὲν αἱ πρῶται διέφυγον ὀλίγαι , αἱ λοιπαὶ δέ , χαλάσαντος ἄφνω τοῦ πνεύματος , ἐν γαλήνῃ σταθερᾷ κατὰ τὸ
ποδὸς ἐνταθέντος ὑπέκυψεν ὥστε ὕδωρ εἰσδέξασθαι : πάλιν δὲ ἀνωρθώθη χαλάσαντος τὸν πόδα : τὰς ὑπὲρ τὸ δέον ὑπεροψίας :
4569941 ἐπικλυσασα
δεκάτην . ὡς δὲ ὑπὸ ἀπληστίας ἐξέλιπον τὴν φοράν , ἐπικλύσασα ἡ θάλασσα ἀφανῆ τὰ μέταλλά σφισιν ἐποίησεν . ἀνέθεσαν
τὴν φορὰν τὴν τῆς ἀπαρχῆς ἐξέλιπον , θάλαττα ἐπιρρεύσασα καὶ ἐπικλύσασα ἠφάνισεν αὐτοῖς τὴν τοῦ πλούτου χορηγίαν , περιῆλθόν τε
4551945 ὀζωδεις
καὶ τοῖς ξύλοις : ἐν γὰρ τοῖς ὄρεσι μικραὶ καὶ ὀζώδεις καὶ ἀκανθώδεις γίνονται : πάντα δὲ καὶ ἐν τοῖς
μᾶλλον , ὥσπερ αἱ τῆς δρυός , αἱ δὲ οἷον ὀζώδεις καὶ θυσανώδεις , ὥσπερ αἱ τῆς ἐλάας : τοῦτο
4551507 πολυφορος
προσήκει αὐτὴν σφόδρα σιμοτομεῖν ἐν τῇ κλαδείᾳ , ἵνα μὴ πολυφόρος οὖσα ταχέως ἀποκάμνῃ . καὶ ἡ ἄμπελος αὐτὴ σφόδρα
. ἔστι δὲ πᾶσα ἡ χώρα αὕτη πάμφορός τε καὶ πολυφόρος , ἵπποις δὲ καὶ προβάτοις ἀρίστη : ἡ δ
4551261 ὑπαντρου
τούτων ὀρυττομένην γῆν ἐπὶ τὰ γεώργια ἀναφέρειν , οὔσης ἐπιεικῶς ὑπάντρου καὶ ὑποπέτρου τῆς νήσου , μάλιστα δὲ τῶν πεδινῶν
τούτων ὀρυττομένην γῆν ἐπὶ τὰ γεώργια ἀναφέρειν , οὔσης ἐπιεικῶς ὑπάντρου τε καὶ ὑποπέτρου τῆς νήσου , μάλιστα δὲ τῶν
4548046 δερκου
, ἴσως γὰρ τόπον ἐσχατιαῖς προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται , δέρκου θαρσῶν : ὁπόταν δὲ μόλῃ δεινὸς ὁδίτης , τῶνδ
; ἦ θεωρήσων τύχας ἐμὰς ἀφῖξαι καὶ συνασχαλῶν κακοῖς ; δέρκου θέαμα , τόνδε τὸν Διὸς φίλον , τὸν συγκαταστήσαντα
4545605 ληιστων
] οἱ Ἀθηναῖοι . Θησεὺς γὰρ τὴν ὁδὸν ἐκάθηρε τῶν ληιστῶν . καὶ ὅταν πέμπωσιν εἰς Δελφοὺς θεωρίδα , προέρχονταί
, : εἴρηται τύραννος ἀπὸ τῶν Τυρρηνῶν τῶν βιαίων καὶ ληιστῶν γενομένων ἐξ ἀρχῆς , ὥς φησι Φιλόχορος . Τυρρηνοὶ
4544579 γεωργων
τε καὶ τοῖς ἄλλοις φαίνοιτο ἂν κατορθοῦν : οἷον εἰ γεωργῶν ἐπιτυγχάνοι περὶ τοὺς καρποὺς ἢ ἱππεύειν ἐμπειρότερος εἴη ἢ
ἐστὶν εὖ ἀπεργασθέντα ; ἢ οὕτω ῥᾴδιον , ὥστε καὶ γεωργῶν τις ἅμα πολεμικὸς ἔσται καὶ σκυτοτομῶν καὶ ἄλλην τέχνην
4540351 κατευθυ
' οἱ θηρῶντες τοὺς μαργαρίτας , ὅταν εἰς κεχηνότα κόγχον κατευθὺ ἐκτείνωσι τὴν χεῖρα : μύει γὰρ τότε , καὶ
κυκλοτερεῖς τε αὐτὴν διαιροῦσι τροχοί , ἵνα μήτε συστρέφηται μήτε κατευθὺ τείνοντος ὑπὸ ὀδύνης ἀπορραγείη τοῦ κήτους , ἀλλὰ πλανωμένου
4539116 καθελκειν
οἴκαδε κέρδος ἄρηαι : ἐπειδὰν ὁ πλώιμος ἔλθῃ καιρός , καθέλκειν κελεύει τὴν ναῦν ἔχοντα προηυτρεπισμένον τὸν ἐπιτήδειον φόρτον πρὸς
καὶ δυσεξελίκτους ὄντας , καὶ συνεχῶς ἐπισκαίρει τε καὶ πειρᾶται καθέλκειν τὸ δέλεαρ . ὃ δὲ κραδαινομένου τοῦ ἐντέρου συνεὶς
4535027 περιστοιχιζεται
ὑπὲρ τοῦ μὴ διαφυγεῖν τὰ θηρία ἐκεῖθεν . καὶ τὸ περιστοιχίζεται πάλιν ἐπήγαγεν : ὃ καὶ ἄμεινον . καὶ καθημένους
: Δημοσθένης Φιλιππικοῖς φησι “ μέλλοντας ” ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται “ ἐκ μεταφορᾶς τῶν κυνηγετῶν : κατὰ γὰρ τὰς
4532666 ἐκδεδεμενους
δὲ ἀμφορέας μεγάλους πλήρεις ὑδάτων ἐκκρεμαμένους καὶ λίθους βαρεῖς σχοινίοις ἐκδεδεμένους ἄνωθεν ἀπολύοντες μεγίστην εἰργάζοντο βλάβην . φιλοτιμία τε ἦν
καὶ διαβαστάζων , ἐνίους δὲ σφῶν αὐτῶν καὶ ἀνιμώμενοι σχοινίοις ἐκδεδεμένους : καὶ εἰσέρχονται ἐς τὴν πόλιν . οἱ δὲ
4532099 ὁρμησω
; φέρ ' ἀλλ ' ἐς ἄλλην δή τιν ' ὁρμήσω πόλιν ; κἄπειθ ' ὑποβλεπώμεθ ' ὡς ἐγνωσμένοι ,
τοῦ Ἱέρωνος . ἢ οὕτως : ἐπὶ τὸν ἀνθηρὸν στόλον ὁρμήσω τῆς ἀρετῆς τοῦ Ἱέρωνος , ἵν ' ᾖ ἀνθηρὸν
4529962 διασπασονται
Ταρτησσία μύραινα , τὼ νεφρὼ δέ σου αὐτοῖσιν ἐντέροισιν ᾑματωμένω διασπάσονται Γοργόνες Τειθράσιαι , ἐφ ' ἃς ἐγὼ δρομαῖον ὁρμήσω
θέλγεις καὶ δένδρα , Θρᾴτταις δὲ γυναιξὶν ἐκμελὴς δόξεις καὶ διασπάσονται σῶμα , ᾧ καὶ θηρία φθεγγομένῳ εὐμενεῖς ἀκοὰς παρέσχεν
4529057 Πρασου
[ εʹ . Πρὸς τὰ πυοῤῥοοῦντα καὶ περιωδυνῶντα . ] Πράσου χυλὸν μέλιτι διεὶς χρῶ . ἄλλο . ὄπιον ἀνιεὶς
ῥοδίνῳ κατάχριε τὸ μέτωπον . [ Πρὸς ἡμικρανίαν . ] Πράσου κεφαλὴν καὶ κόμην ἑψήσας ἐλαίῳ βρέχε τὴν κεφαλὴν καὶ
4529042 ῥοθιου
' οἷόν τε καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς θαλάττης ὑπὲρ τοῦ ῥοθίου φέρε . ταῦτα ἐδίδασκε Θεμιστοκλῆς , καὶ τοῦτο ἠδύνατο
κριθῆναι . φανέντων δὲ τῶν συμβόλων ἑκατέρωθεν , τοῦ τε ῥοθίου καὶ τοῦ θαλλοῦ , νικᾷ μὲν Ἀθηνᾶ καὶ καταδείκνυσι
4525177 ἀφικνουμενον
χρώμεθα . πρὸς τοίνυν ἅπαντα τὸν ἐκ τῶν ἄλλων ἐμπορίων ἀφικνούμενον ὁ ἐκ τοῦ Πόντου σῖτος εἰσπλέων ἐστίν . εἰκότως
περιττὸν ἄχθος καὶ παρενόχλημα . καὶ γὰρ ὁπότε πόρρωθεν αὐτὸν ἀφικνούμενον ἴδοι , τοιαῦτα πρὸς τοὺς συνόντας διεξῄει : ”
4523083 ἀναστειλαι
καταιρούσας κακῶς διετίθουν , σκοπὸν ἔθετο καὶ τούτων τὴν ὁρμὴν ἀναστεῖλαι καὶ μέντοι καὶ ἀνέστειλε ταύτην ταχέως τριήρεις κατ '
φαρμάκων κρᾶσιν καὶ ἐπαοιδὰς ἔς τε φλεγμονὴν ἀντιπάλους , καὶ ἀναστεῖλαι αἷμα , καὶ ὅσα ἄλλα ἐκεῖνοί γε ᾔδεσαν :
4520580 ῥοθος
δμηθῆναι : ὑποταχθῆναι , δαμασθῆναι . Ἠνεμόεις : ἐλαφρότατος . ῥόθος : ἦχος . Κελαινόρινον : ἔχοντα κελαινὸν δέρμα ,
ἀΐξαντα ἂψ ὀπίσω παλίνορσα μεθερπύζειν μενεαίνει : καί σφισιν ἐξαπίνης ῥόθος ἵσταται : οὐδέ τι πρόσσω νίσσεται , ἀλλ '
4517793 αἰσθωνται
πάσας ἔχειν τὰς ἐλπίδας . προσέχειν οὖν ἄξιον , ἵνα αἴσθωνται , διότι ἐπ ' οὐδενὶ ἄλλῳ τιμῶνται ἢ τῷ
δὲ ἐσθῆτος , ἔχουσι δὲ οἰκίας , ἐὰν καὶ μικρὸν αἴσθωνται ψύχους , εὐθὺς ἀποδιδράσκουσι τὸν ἀέρα καὶ τὰ σώματα
4517586 χαμαιπετη
ἀραιότητι κοῦφα καὶ ἀνωφερῆ , τὰ δὲ πυκνότητι βαρύτερα καὶ χαμαιπετῆ ; καὶ μὴν τό γε τούτων αὐτῶν φύσει μὲν
πόδα , νῦν δ ' ὄντα δοῦλον , στιβάδα πρὸς χαμαιπετῆ πέτρινά τε κρήδεμν ' , ὡς πεσοῦς ' ἀποφθαρῶ
4498639 ἀποπλους
νεὼς ἐκπέμπειν , ὅθεν καὶ στόλος λέγεται ὁ πολλῶν νεῶν ἀπόπλους . καταχρηστικῶς δὲ ἀποστέλλειν λέγεται καὶ τὸ δι '
προσγίγνεται καὶ ἀνάπαυλα πόνων τῶν παρόντων καὶ ἐς τὰ οἰκεῖα ἀπόπλους καὶ ἐς τὸ μέλλον εὔκλεια . οὕτω παροξύνας τοὺς
4493681 ἐπικυψαντες
τὸ δέος οὐ συγχωρεῖ . καὶ διὰ τοῦτο οὐ πίνουσιν ἐπικύψαντες ὡς ἂν μή τι τῶν κάτωθεν ἀνερπύσαν εἶτα ἐξαρπάσῃ
ἔνδροσον προαιροῦνται τῆς ἄλλης , καὶ ἐπερείδουσιν εἰς αὐτὴν ὀκλὰξ ἐπικύψαντες , ἐκδῦναι αὐτῶν δεινῶς σφριγῶντες . τοσοῦτον δὲ ἄρα
4491966 ῥειθρα
καλουμένους Ὀλύμπους , ὅπου ὁ Κίος ποταμὸς τὰ ἐπιθυμητὰ αὐτοῦ ῥεῖθρα ἐπιπέμπει , ἐφ ' οὗτινός ποτε Κίου προχοαῖς ἢ
ποταμούς , ἀπό τε τῶν ἤχων καὶ τῶν κατὰ τὰ ῥεῖθρα καμπῶν , ἃς καλοῦσι κέρατα , δράκοντι δὲ διὰ
4486746 τἀνω
μάτην δ ' ἐβουθυτοῦμεν . εἰ δὲ μὴ θεὸς ἔστρεψε τἄνω περιβαλὼν κάτω χθονός , ἀφανεῖς ἂν ὄντες οὐκ ἂν
ὄντα . χάμαι ] κατὰ γῆς , κάτω . . τἄνω ] τὰ μετέωρα . κάτωθεν ] ἀποκάτω . ἐσκόπουν
4485420 μεταρσιοι
κουφοτάτων ἐκ μέσων τῶν πελαγῶν ἀναρπάζεται καὶ λίμναι καὶ ποταμοὶ μετάρσιοι φέρονται , τοὺς γῆς κόλπους ἐκλιπόντος τοῦ ῥεύματος ,
πῶς θάνοιμ ' ἂν οὖν καλῶς ; ἀσχήμονες μὲν ἀγχόναι μετάρσιοι , κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται : σφαγαὶ δ
4481431 φοβουμενων
ἐθύσατό τινας ἃς ὁ θεὸς ἀνεῖλεν , καὶ δὴ καὶ φοβουμένων τὸν Περσικὸν Ἀθηναίων στόλον , εἶπεν ὅτι δέκα μὲν
, τὰς δὲ ἐντολὰς αὐτοῦ οὐ φυλάσσει . τῶν οὖν φοβουμένων αὐτὸν καὶ φυλασσόντων τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ , ἐκείνων ἡ
4480495 φοβεραι
” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι τῶν πονηρῶν αἱ χάριτες φοβεραί εἰσιν . ταὼν γεράνου κατεγέλα κωμῳδῶν τὴν χροίαν αὐτοῦ
καὶ ἡ Ῥέα λέουσιν ἐποχουμένη καὶ ἡ Ἑκάτη ξενοφυὴς οὖσα φοβεραί . θύουσι δὲ αὐταῖς κύνας , ὥς φησι Σώφρων
4479819 καταβοαν
ἀνέχειν , κατακρούειν , κατακολούειν , κατασιγάζειν , καταστασιάζειν , καταβοᾶν περιβοᾶν , καταθροεῖν , καταθρυλεῖν , ἀποστρέφειν τὴν γλῶτταν
τῆς γυναικὸς ἐχομένῳ . τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἔσται λοιπὸν ἢ καταβοᾶν τε καὶ θυροκοπεῖν ἐπὶ τὴν οἰκίαν ἐλθόντας . Ἀλλὰ
4478894 περιβαλλουσα
ἐβάδιζε Φίλιππος , εἶθ ' ὕστερον ἡ ποιότης καὶ αὐτὴ περιβάλλουσα μετὰ αὐξήσεως , οἷον αἰσχρῶς , ὦ Ἀθηναῖοι ,
πιστὸν ὀφθαλμοῖς , μεστὴ δὲ ἐκπλήξεως ἡ κόρη θρηνεῖν ὥρμηκε περιβάλλουσα τὸν ἀδελφὸν ἐρρωμένοις τοῖς πήχεσι , κρατεῖ δὲ ὅμως
4475627 κορακων
προπίπτοντας πρὸ τοῦ μετώπου πολύ , κατὰ τούτων δὲ τῶν κοράκων , ὅτε βούλονται , κατασπᾶν τὸ κάλυμμα ὥστε ἐμπετασθὲν
μετ ' ὀλίγον ὠρυομένων οἴκτιστον ἐπ ' ἐμοὶ καὶ τῶν κοράκων τυπτομένων τοῖς πτεροῖς , ὁπόταν συνελθόντες θάπτωσί με .
4475422 παρασυρων
φευγούσας ὅταν καταλαμβάνῃς , τὰ πηδάλια συντρίβων καὶ τὸν ταρσὸν παρασύρων εἰς τὴν γῆν κάταγε : ἐὰν δὲ μὴ ἔχῃς
προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ , καὶ παρασύρων προστρίβεται τῇ γῇ καὶ ὑποψοφεῖ , οἷα εἰς χύσιν
4469996 ἐρετων
καταπέλτου λάβοιτο . Ἐλθούσης δὲ τῆς ἡμέρας πρῶτα μὲν ἦν ἐρετῶν ἅμιλλα καὶ βοή , καὶ βέλη τὰ μὲν ἐκ
ἀπὸ τοῦ ἐρωῆσαι . τριακοντάζυγον Ἀργώ : λʹ ἔχουσαν καθέδρας ἐρετῶν , ὡς ξʹ εἶναι τοὺς πλέοντας . πεζᾷ δ
4469884 βουνων
. , τοῦ βαρέως ἠχοῦντος . ὀρέων ] ὀρῶν ἤγουν βουνῶν . . κορυφὰς ] ἐξοχάς , κεφαλάς . .
τῶν ὀρῶν καὶ τὰς εἰθισμένας αὐτῷ καταφυγὰς καὶ διατριβὰς τῶν βουνῶν οὐδὲ θέαν ὅλως ὑπομείνας ὥσπερ Γοργόνος τῆς στρατιᾶς .
4464235 νεαρα
οἱ κλάδοι τὰ φύλλα τὰ ξηρά , καὶ ἀναφύουσι πτίλα νεαρὰ καὶ ὡραῖα οἱ ἱέρακες ὡς τὴν ἄνθην τὰ δένδρα
ἀμφικαθίζεσθαι : ἢ φηγὸν τρίβουσα προστιθέσθω : σκόροδά τε τρώγειν νεαρὰ , καὶ μελίκρητον ἐπιπίνουσα ἐμεέτω . Ὅσῃσι δὲ ἐμμένει

Back