, καὶ μάλιστα ὅταν πόρρωθεν τὰ ὕδατα ᾖ μεταγόμενα ἢ ἀποστρεφόμενα . καὶ τὸν τοῦ κλήρου δὲ κύριον δεῖ παραφυλάσσειν
, καὶ μάλιστα ὅταν πόρρωθεν τὰ ὕδατα ᾖ μεταγόμενα ἢ ἀποστρεφόμενα . καὶ τὸν τοῦ κλήρου δὲ κύριον παραφυλάττειν ,
8203803 ἀποκλιναντες
τῷ τε ὑπὲρ γῆν κέντρῳ καὶ τῷ ὑπὸ γῆν : ἀποκλίναντες γὰρ φαῦλοι , καὶ μάλιστα ὅταν πόρρωθεν τὰ ὕδατα
τοίνυν καὶ χεῖρον περὶ ὑμῶν αὐτῶν ἢ περὶ ἡμῶν βουλεύσεσθε ἀποκλίναντες πρὸς ἐκεῖνον ἐνθένδε λογίσασθε . εἰ γάρ τις ἔροιθ
7572991 μεταγομενα
λήγοντα ῥήματα κατ ' ἔνδειαν χρόνου ἐκ βαρυτόνων εἰς περισπώμενα μεταγόμενα , διχρόνῳ βραχεῖ παραλήγεται : οἷον , πείθω βαρύτονον
οὐ φαῦλον , καὶ μάλιστα ὅταν πόρρωθεν ᾖ τὰ ὕδατα μεταγόμενα ἢ ἀποστρεφόμενα . καὶ τὸν τοῦ κλήρου δὲ κύριον
6359586 εὐκολωτατα
πεπόνθασι καὶ ὁ τοῦ ῥήτορος Ἀριστογείτονος πατήρ . φαυλότατα ] εὐκολώτατα καὶ εὐχερῆ . νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγ ' :
σκορπίους . ἀλλὰ τὰ μὲν πέττει ῥᾳδίως , τὰ δὲ εὐκολώτατα ἀποκρίνει . ἴδοι δ ' ἄν τις νοσοῦσαν ἶβιν
6333997 ἐβλαψεν
. εἰρήνη μὲν γὰρ καὶ ὁμόνοια τοὺς χρωμένους οὐδὲν πώποτε ἔβλαψεν , ἔχθρα δὲ καὶ φιλονικία θαυμαστὸν εἰ μὴ σφόδρα
κατέκαυσεν , ἡ δὲ τοῦ οὔρου δριμύτης τὰς ὀσφρήσεις μου ἔβλαψεν ἄν . ταῦτα οὖν τὰ τρία ἐκφεύγων φαῦλα περιπατῶν
6307649 ἀφνει
τοῦ ἀφένους , ἡ δοτικὴ τῷ ἀφένει καὶ ἐν συγκοπῇ ἄφνει ' . . . . ἀφραδίῃσιν : ἀβουλίαις ,
. . . ἄφνει : οἷον : ὃ δ ' ἄφνει πέποιθεν . ἔστιν ἄφενος καὶ ἀρσενικῶς καὶ οὐδετέρως :
6294116 χονδρωδη
δέχεσθαι τὴν ὄπα , τουτέστι τὴν φωνήν : εἰσὶ δὲ χονδρώδη καὶ νευρώδη : ἔστι δὲ τὸ οὖς κατὰ μὲν
, ἀλλ ' ἰσχυραῖς ἀπονευρώσεσιν , εἰς τὸν σκληρὸν καὶ χονδρώδη χιτῶνα τὸν περικείμενον τῷ ῥαγοειδεῖ καθήκουσιν : οἱ δὲ
6255688 καταψυχειν
σχεδὸν καθ ' ὅλον τὸ σῶμα : καὶ τὸ πυρέτιον καταψύχειν ἐδόκει : καὶ ἔμφρων τὸ πρῶτον : προϊούσης δὲ
ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . ἀποψύχειν : ὅ οἱ πολλοὶ καταψύχειν λέγουσιν , ὅταν τὸ καῦμα λήγῃ καὶ εἰς ψῦχος
6254777 πετομενοι
ζῷον ἐλπίδι τροφῆς . ὀρτάλιχοι : νεοσσοὶ μικροί , μηδέπω πετόμενοι . μινυροὶ δὲ ἀντὶ τοῦ μινυρίζοντες καὶ λεπτῇ φωνῇ
φείδονται τῶν γαμψωνύχων , οἵπερ οὖν καὶ αὐτοὶ κατὰ νέφη πετόμενοι εἶτα αὐτοὺς ἀνασπῶσιν , καὶ ἰδίᾳ τινὶ φύσει τοῖς
6230475 διαχρωνται
: φανερῶς γὰρ διαμάχονται καὶ διώκουσι φεύγοντας , καταλαβόντες δὲ διαχρῶνται καὶ αὐτοὺς καὶ τὰ ὑποζύγια . πρὸς δὲ τὸ
Ἰνδῶν τὴν γῆν : ὑπὲρ ὧν ἐγὼ οὔτε οἷστισι νόμοις διαχρῶνται ἐν τῇδε τῇ συγγραφῇ ἀνέγραψα , οὔτε ζῷα εἰ
6206031 Ἰστροι
χώρας κατοικῆσαί τε περὶ τὸν Ἀδρίαν . Ἐνετῶν ἔχονται Θρᾷκες Ἴστροι λεγόμενοι . Δύο δὲ κατ ' αὐτούς εἰσι νῆσοι
ἐν περίπλῳ αὐτῆς . τὸ ἐθνικὸν Ἰστριανηνός ἢ Ἰστριανίτης . Ἴστροι , ἔθνος ἐν τῷ Ἰονίῳ κόλπῳ . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ
6205416 μορμολυκεια
τοῦτον οὖν πειρῶ μεταπείθειν μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ τὰ μορμολύκεια . Ἀλλὰ χρή , ἔφη ὁ Σωκράτης , ἐπᾴδειν
: εἰς κατάπληξιν τοῦτο ἔταττον , ὅθεν καὶ τὰ προσωπεῖα μορμολύκεια ἔλεγον . [ ἵππος ] Μορμώ : Λάμια βασίλισσα
6203133 παραινεε
Φωκέων τὠυτὸ τοῦτο . Ἔνθα δή σφι ὁ στρατηγὸς Ἁρμοκύδης παραίνεε λέγων τοιάδε : Ὦ Φωκέες , πρόδηλα γὰρ ὅτι
τὸν λόγον , ἐκέλευε ποιέειν ταῦτα , οὕτω δὲ αὐτοῖσι παραίνεε κελεύων παρασκευάζεσθαι ὡς οὐκέτι ἄρξοντας ἀλλ ' ἀρξομένους :
6198389 κυνιδια
σαρκάζοντες Γ : οἷον ὑποσεσηρότες καὶ διανοίγοντες , ὥσπερ τὰ κυνίδια , ὅταν προσλιπαρῇ τινα καὶ ἀφέλκῃ τοῖς ὀδοῦσιν .
' ἂν ὑπηρετήσωσι κατὰ γνώμην τῷ πωλοδάμνῃ : καὶ τὰ κυνίδια δὲ πολὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ
6195749 δεδοικασι
πάθη λόγῳ , πῶς τέ εἰσιν ἱστάμενοι , καὶ πῶς δεδοίκασι , καὶ πῶς ὁ φόβος αὐτοὺς ἐξίστησι . Κινεῖ
ἢ παῖδες ἀγνοουμένους πατέρας ἀνευρεῖν . τοῦτον οἱ μὲν πολέμιοι δεδοίκασι καὶ οὐδεὶς ὁμολογεῖ πολέμιος εἶναι , οἱ δὲ φίλοι
6176273 παραπεμπεται
ἰκμάς , ὑγρὸν τὸ περιέχον ἀφεῖσα , ἀμυδρὰ καὶ νωθῆ παραπέμπεται τὰ πρὸς ἕω πνεύματα . Διὰ τοῦτο τὸ ὄρθιον
καὶ τὸ ἀμφίβολον τῆς γενικῆς ὡς πρὸς τὴν κτητικὴν γενικὴν παραπέμπεται ἡ τοῦ ῥήματος σύνταξις , καθάπερ προεκτεθείμεθα . εἰ
6163061 ὑποποδια
ἀήθεις . χορεία . σκολύθρια ταπεινὰ διφρία . ἔνιοι δὲ ὑποπόδια . ὥστ ' ἐκεῖνα . γρ . ὥστ '
. θρανίου : Θράνους καὶ θρανάτια ταπεινά τινα διφρίδια καὶ ὑποπόδια λέγονται : καὶ ἡ παρὰ τῷ ποιητῇ θρῆνυς :
6156944 ἀρμενῳ
: συνετόν : κυβερνήτην : περιφραστικῶς εἶπεν ἀντὶ τοῦ παντὶ ἀρμένῳ . ὑπεκδραμεῖν δὲ , ἤγουν δεῖ με ὑπεκδραμεῖν τὴν
ὧδε ἔλαβον . Πηλὸν κεραμικὸν περιελίξαντες ὀθονίῳ λεπτῷ καθῆκαν , ἀρμένῳ πιέζοντες περὶ τὴν βάλανον τὸν πηλόν : ἔπειτα ἀνέσπασαν
6155600 παιζομεν
, ὁ δὲ ἑπτὰ περισσός . ἄλλως . ἄρτια περισσὰ παίζομεν : παιδιὰ δέ τις ἦν , καθ ' ἣν
παίζομεν ] ἀντὶ τοῦ κατ ' ἐκεῖνο τὸ μέρος ὃ παίζομεν . ὁμοιωματικὸν ἀναφορικὸν δεικτικὸν ἀντὶ ἀναφορικοῦ δεικτικοῦ . τοῦτο
6153921 ἐπαινῃ
ἐπαίνων ὀνομαστοί . ὅταν δὲ ὡς βασιλέα θαυμάζῃ τινὰ καὶ ἐπαινῇ καὶ τάττῃ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν τῇ ποιήσει ,
τοὺς τόπους ἐκείνους καὶ κατανέμεται . ὅταν οὖν ὁ Ἱπποκράτης ἐπαινῇ τὴν ἐπὶ τὰ ἐντὸς ῥῆξιν , ἀρίστην αὐτὴν ὑποτιθέμενος
6143727 σπαργαν
γὰρ τὸν αὐτὸν χῶρον ἐκλιπὼν ἐμοὶ οὕφις ἐπ ' ἀμὰ σπάργαν ' † ἠπλείζετο , καὶ μαστὸν ἀμφέχασκ ' ἐμὸν
λέγεις ἐτήτυμα . παρθένια δ ' † ἐμᾶς ματέρος † σπάργαν ' ἀμφίβολά σοι τάδ ' ἀνῆψα κερκίδος ἐμᾶς πλάνους
6139774 ἐλαυνομενῳ
. τί δέ ; οὐ Πυλάδης | μὲν ὑπὸ Ἐρινύων ἐλαυνομένῳ καὶ μαινομένῳ | τῷ φίλῳ ἠκολούθει , Θησεὺς δὲ
. ἁγηλάτῳ / ἀγηλάτῳ μάστιγι τῷ κεραυνῷ ἢ τῷ ἄγαν ἐλαυνομένῳ , ὅθεν ψιλωτέον , ἢ τῷ τοὺς ἁγεῖς καὶ
6138803 Πικρον
. Ἦ πού τι χαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν
οἱ ἄλλοι δέ . ἐρχθέντες : κρατηθέντες , ἐμπλακέντες . Πικρόν : ἐλεεινόν . ἀνέτλησαν : ὑπέμειναν , ὑπὸ τῶν
6132825 νοστῳ
προέκρινε . . ἐφορεύειν ] ἐπιστατεῖν . . ἀμφὶ δὲ νόστῳ ] ταράσσεται , φησὶ , καὶ θορυβεῖται ἡ ψυχὴ
Ὀρφεύς κέκλετ ' Ἀπόλλωνος τρίποδα μέγαν ἔκτοθι νηός δαίμοσιν ἐγγενέταις νόστῳ ἔπι μείλια θέσθαι . καὶ τοὶ μὲν Φοίβου κτέρας
6126797 διελευσομεθα
σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας οἰκειώσεως , ἃς ἐν τοῖς ἐφεξῆς διελευσόμεθα , προτάξαντες τὰς κατὰ τὸ ἀμιγὲς αὐτῶν μόνων τῶν
Πλάταιαν τῆς Βοιωτίας ; καὶ οὕτως ἐρωτηματικῶς τὰ μετὰ ταῦτα διελευσόμεθα . οὕτω δ ' ἂν πυθοίμεθα , τίνες ἦσαν
6123792 ἀπατηλα
αἰσθητήριον . φάσματα . φάσματα λέγει ταῦτα ὡς τῶν ψυχῶν ἀπατηλά , εἰ μή τις ὀρθῶς αὐτὰ μεταλάβοι . ἀλλά
αἰσθητήριον . φάσματα . φάσματα λέγει ταῦτα ὡς τῶν ψυχῶν ἀπατηλά , εἰ μή τις ὀρθῶς αὐτὰ μεταλάβοι . κομιδῇ
6121995 λυπωνται
ταῦτα ἀκόλαστοι γίνονται ἄνθρωποι : ἵν ' ὅλως γὰρ μὴ λυπῶνται μηδὲ ἀλγῶσι , μεγάλας καὶ σφοδρὰς ἡδονὰς ἑαυτοῖς πορίζουσι
ἐπ ' αὐτοὺς ἀφιεῖσιν , ὅταν τι παρὰ τῶν πραγμάτων λυπῶνται . καίτοι πολλάκις αὐτοὶ σφᾶς αὐτοὺς ἀπολλύουσιν , ἀλλ
6117968 προσληψομεθα
: καὶ τίνα ἀπωσόμεθα ἀδοξίαν οὖσαν , καὶ τίνα οὐ προσληψόμεθα μὴ οὖσαν , προσδοκωμένην δέ : καὶ πάλιν εἰ
αὖ ὑπάρχοντα φαῦλα ἀποτρεψόμεθα , καὶ τὰ οὐκ ὄντα οὐ προσληψόμεθα : εἰ δὲ μὴ ἑλοίμεθα , τὰ μὲν ὑπάρχοντα
6098500 ἐρυκω
ἀπὸ τοῦ ἔραν ὃ σημαίνει τὴν γῆν : ἐράκω , ἐρύκω : κυρίως γὰρ ἐρύκειν , τὸ ἐν γῆ κατέχειν
Ἕκτορα δῖον , ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω . Τὸν δ ' ἠμείβετ ' ἔπειτα γέρων Πρίαμος
6098301 μετενηνεχθαι
Φρύγες Θραικῶν ἄποικοί εἰσιν , οὕτω καὶ τὰ ἱερὰ ἐκεῖθεν μετενηνέχθαι . καὶ τὸν Διόνυσον δὲ καὶ τὸν Ἠδωνὸν Λυκοῦργον
αὐτῶν ἀκούομεν καὶ μορφωτικῶς : διὸ καὶ δοκοῦσιν αἱ φωναὶ μετενηνέχθαι ἀπὸ τῶν παρ ' ἡμῖν ζωγράφων ἢ τῶν ἄλλων
6088706 μαζονομια
νῦν κανίσκιον κανήτιον ἐκάλουν , ὡς τὸ λίκνον κάνητα . μαζονόμια δὲ κοῖλοι μεγάλοι πίνακες , ἐφ ' ὧν αἱ
οἰνοχόαι τριάκοντα , ἐξάλειπτρα μεγάλα δέκα , ὑδρίαι δεκαδύο , μαζονόμια πεντήκοντα , τράπεζαι διάφοροι , κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε ,
6082588 ἀκριες
ἀθάνατος . Ἀκράγαντα : ἀρσενικῶς Ἀττικοί , θηλυκῶς Ἴωνες . ἄκριες : λόφοι ὀρῶν οἱ καὶ ἄμβωνες . ἀκροθίνια :
πύργους βαλεῖν ἔσπευδον ἐν τάχει κάτω , θυμοῦ πνέοντες ὥσπερ ἄκριες ζάλης . Ὁ λαμπάδας δὲ φωσφόρους κακοχρόους καιροῖς ἀνίσχων
6080588 πουλυποδες
πρὸς ἡδονὴν καὶ πρὸς τὰ ἀφροδίσια : μάλιστα δὲ οἱ πουλύποδες . ἱστορεῖ δ ' Ἀριστοτέλης τὸν πολύποδα ἔχειν πόδας
τῶν σελαχωδῶν : τὰ χονδρώδη δ ' οὕτω λέγεται : πουλύποδες , γαλεοί τε κύνες . μαλάκια δὲ καλεῖται τὰ
6080327 ἐγκεχαραγμενα
ἔθη γὰρ ἄγραφοι νόμοι , δόγματα παλαιῶν ἀνδρῶν οὐ στήλαις ἐγκεχαραγμένα καὶ χαρτιδίοις ὑπὸ σητῶν ἀναλισκομένοις , ἀλλὰ ψυχαῖς τῶν
τοῖς μακροτέροις τῶν σκύφων . ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΝ ΕΚΠΩΜΑ τὸ γράμματα ἔχον ἐγκεχαραγμένα . Ἄλεξις : τὴν ὄψιν εἴπω τοῦ ποτηρίου γέ
6065149 σεμνοπροσωπεις
, ἐπὶ τῇ ἰσχύϊ ἡμῶν , ἔμπροσθεν ἡμῶν . . σεμνοπροσωπεῖς ] σεμνὸν καὶ ἔντιμον φαίνη ἔχων τὸ πρόσωπον ,
τὠφθαλμὼ παραβάλλεις κἀνυπόδητος κακὰ πόλλ ' ἀνέχει κἀφ ' ἡμῖν σεμνοπροσωπεῖς . ὦ Γῆ , τοῦ φθέγματος , ὡς ἱερὸν
6053672 ἀπαγχονται
σὺν αὐτῇ γένηται ἢ καὶ στηρίζῃ , Κρόνου δὲ μερίζοντος ἀπάγχονται ἢ κατακρημνίζουσιν ἑαυτούς . συναπτούσης δὲ αὐτῆς τοῖς ἀγαθοποιοῖς
τηλικούτων ὠνῇ ; ὑπὲρ τῆς νομιζομένης ἐλευθερίας ταύτης οἱ μὲν ἀπάγχονται , οἱ δὲ κατακρημνίζουσιν αὑτούς , ἔστι δ '
6051630 πυργηρουμενῳ
ἀνδρεία καὶ πεποίθησις . πυργηρουμένῳ ] ἔσω τειχῶν ὄντι . πυργηρουμένῳ ] τῷ ἐπὶ πύργῳ ἱσταμένῳ . πυργηρουμένῳ ] κυκλουμένῳ
ὄντως , ἄρα . ταῦτα ] ἃ ποιεῖτε . . πυργηρουμένῳ ] πολιορκουμένῳ , ἢ τῷ ἐν πύργοις ἱσταμένῳ .
6047661 βλαψειε
ὅγε : καὶ γὰρ ἔχθιστος τοῖς ἀνδράσι τυγχάνει , εἰ βλάψειέ τινα τούτων . καὶ γὰρ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἔχουσι
ὅγε : καὶ γὰρ ἔχθιστος τοῖς ἀνδράσι τυγχάνει , εἰ βλάψειέ τινα τούτων . καὶ γὰρ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἔχουσι
6038013 γεγαμηκας
ὅσον ἐκεῖ τοῦ Πανὸς ὄνομα . Εἰπὲ δέ μοι , γεγάμηκας , ὦ Πάν , ἤδη ; τοῦτο γάρ ,
Τίμωνα ὠνόμακα . Πῶς , ὦ Δημέα , ὃς οὐδὲ γεγάμηκας , ὅσα γε καὶ ἡμᾶς εἰδέναι ; Ἀλλὰ γαμῶ
6035344 Πιθηκος
μέλλων πτώξω , καὶ πτὼξ , ἀποβολῇ τοῦ ω . Πίθηκος . παρὰ τὸν πιθήσω μέλλοντα . ἀπὸ τοῦ πιθῶ
μὴ φοβοῦ τὰ κύματα : χρησμὸς οὗτος Ἰάσονι δοθείς . Πίθηκος ὁ πίθηκος κἂν χρυσᾶ ἔχῃ σάνδαλα : ἐπὶ τῶν
6034749 εὐτυχῃ
φανερὰ μὴ δίωκε τἀφανῆ . Ἀνὴρ πονηρὸς δυστυχεῖ , κἂν εὐτυχῇ . Ἄνθρωπος ὢν γίνωσκε τῆς ὀργῆς κρατεῖν . Ἅπαντας
ταῦτ ' ἐστὶν ὄψις , παραπέτασμα τοῦ βίου . Κἂν εὐτυχῇ τις , ὡς ἔοικε , προσδοκᾶν ἀεί τι δεῖ
6032250 ἀγανῃσι
ὅτι Διὸς καὶ Ἠλέκτρας ἐγένετο Ἰασίων καὶ Δάρδανος . ἀρρήτους ἀγανῇσι : τὰς τελετὰς λέγει τὰς ἐν Σαμοθρᾴκῃ ἀγομένας ,
μετ ' οὐδενὸς λέγειν ἡ ποιητική καὶ θυσίαισι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσι λοιβῇ τε κνίσῃ τε παρατρωπῶς ' ἄνθρωποι λισσόμενοι ,
6031693 σεμνοτατα
καρτερίᾳ , τῷ τῶν καλῶν ἔρωτι , τῇ πρὸς τὰ σεμνότατα ὁρμῇ : ταῦτα γάρ ἐστιν ὁ τῆς ψυχῆς ἀκήρατος
καὶ φαύλης ἐκείνης ἦλθεν ὑμετέρα καὶ σοφὴ καὶ μεγάλη καὶ σεμνότατα φέρουσα τῷ κεκτημένῳ . τί γὰρ εὐτυχέστερον ἢ τὴν
6030712 γαλεοι
καὶ γυπὸϲ ἐγκέφαλοϲ καὶ αἰθυίηϲ ὠμῆϲ κραδίη καὶ οἱ ἐνοικάδιοι γαλεοὶ βρωθέντεϲ λύουϲι τὴν νοῦϲον . ἐγὼ δὲ τῶνδε μὲν
διῃρημένα , διακεχωρισμένα γένη πολλά . Ἀκανθίαι : ταῦτα πάντα γαλεοὶ καλοῦνται . ἄρα : δή . Ἀλωπεκίαι : πανοῦργαι
6029227 κερδαινουσιν
τὸ ζῆν κινδυνεύουσιν . οἱ μέντοι κυβευταὶ ἀπὸ τῶν φίλων κερδαίνουσιν , οἷς μᾶλλον παρέχειν καὶ εὐεργετεῖν αὐτοὺς δίκαιον .
, ἀλλ ' ὅτι πρὸς τὴν πόλιν κρίνονται , τοῦτο κερδαίνουσιν : ὑμᾶς δ ' οὐχ ὅτι κρείττους ἀποφαίνουσι σεμνύνουσιν
6025755 κακομαντις
' ἀπηγόρευσε τοῦ ποιῆσαι τὰ δεινά . . δύσορνις ] κακόμαντις ὑπῆρχε . ξυναυλία δορὸς ] τίς γὰρ ὁρῶν αὐτοὺς
. ἀμφὶ δὲ νόστῳ τῷ βασιλείῳ καὶ πολυχρύσου στρατιᾶς ἤδη κακόμαντις ἄγαν ὀρσολοπεῖται θυμὸς ἔσωθεν . πᾶσα γὰρ ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς
6021075 ἀναπνευσωσι
ἔργον τε ἔπος τε , ὥς κε καὶ αὖθις Ἀχαιοὶ ἀναπνεύσωσι πόνοιο . ἥρωας καλεῖ , καὶ οὐ μόνον τοὺς
ἔργον τε ἔπος τε , ὥς κε καὶ αὖτις Ἀχαιοὶ ἀναπνεύσωσι πόνοιο . Ὣς ἔφατ ' , οὐδ ' ἄρα
6018917 ἠπιοι
λάβροι ἄνεμοι τοῖς πᾶσιν ἐναντίοι , οὕτως οἱ εὐκραεῖς καὶ ἤπιοι πλεῖστον καὶ μάλιστα μὲν τοῖς πᾶσι φυτοῖς , ἐξαιρέτως
τῶν δαπανημάτων ἔνδειαν . Εἰσὶ δὲ τοῖς ἐπιξενουμένοις ἐν αὐτοῖς ἤπιοι καὶ φιλοφρονούμενοι : αὐτοὺς διασῴζουσιν κατὰ διαδοχὴν ἐκ τόπου
6013810 Σημειον
δεύτερον τῶν παραλληλογράμμων , τὸ τρίτον τὴν κοινωνίαν αὐτῶν . Σημεῖόν ἐστι οὗ μέρος οὐθέν . Ἀπὸ τῶν συνθέτων ἐπὶ
οὖν ἐστι τὸ κριτήριον καὶ διὰ τοῦτο ἡ ἀλήθεια . Σημεῖόν τε οὐκ εἶναι : εἰ γάρ ἐστι , φασί
6009377 συνεθηκατο
ὁ ὄρθιος . Ἀνακῶς . ἐπιμελῶς , φυλακτικῶς . Ξενίην συνεθήκατο . ἀντὶ τοῦ ὡς ξένιον ἐδωρήσατο . Ἐπιστρεφέως .
ἐπείτε αὐτῶν τοῦτο παρέλαβε , ἐποίεε τά περ τῷ Δαρείῳ συνεθήκατο . Ἐξαγαγὼν γὰρ τῇ δεκάτῃ ἡμέρῃ τὴν στρατιὴν τῶν
6009131 ῥοθιοισι
ῥεύμασιν . . ἀκριτόφυρτος ] ἀδιαίρετος . . οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοισι ] ἀχρείοις , ἤτοι ἀνευφράντοις , οὔτι δάνος καὶ
, παῖδες δ ' ἐπ ' ἐρετμοῖς ἥμενοι γλαυκὴν ἅλα ῥοθίοισι λευκαίνοντες ἐζήτουν ς ' , ἄναξ . ἤδη δὲ
6008324 ἀκακα
, εἰ ξηροὶ εἴησαν : εἰ δὲ ὑγροί εἰσιν , ἄκακα μὲν ἤθη , μάταια δὲ παρέχονται , κακῶν ἀπαθῆ
καὶ ἀκάκων ὄνων . ἀφελῆ γὰρ τὰ ζῶα ταῦτα καὶ ἄκακα , μαστιγούμενά τε καὶ ἀχθοφορεῖν ἀναγκαζόμενα . εἰ δὲ
5994137 λαβροι
Ἀργεῖοι δ ' ἀνὰ ἄστυ κυδοίμεον , ἠύτ ' ἀῆται λάβροι ἀπείρονα πόντον ὀρινόμενοι κλονέουσιν , ὁππότ ' ἄρ '
σιωπὴν κηρύξας Σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ : μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον
5992074 τρεμουσιν
ματαιότητα γαστριμαργίαν τε καὶ οἰνοφλυγίαν καὶ λαγνείαν καὶ μάλιστα εἰ τρέμουσιν οἱ ὀφθαλμοί . ὀφθαλμοὶ μικροὶ ὑπότρομοι γλαυκοὶ ἀναιδεῖς ,
εὐκρινείας . Ἐγρήσσει . γρηγορεῖ , ἐγρηγορεῖ . τρομέουσι : τρέμουσιν . Φέρτερον : τὸν ἰσχυρότερον . ἀντιόωντα : ἐξ
5985610 ἑκταια
, τεταρταία ὥρας γʹ εʹ , πεμπταία ὥρας δʹ , ἑκταία ὥρας δʹ ∠ ʹ δʹ κʹ , ἑβδομαία ὥρας
ψυχρεύεσθαί τις δύναται λέγων ὅτι τρίτη ἡ τρισκαιδεκαταία , ὡς ἑκταία ἑκατηβόλος σελάνα , ἑκκαιδεκαταία : ἡ γὰρ μέση οὐκ
5978659 κωρυκις
, μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὢ κακοδαίμων
: ἐλάμβανον δὲ καὶ αὐτοὶ μέρη τινὰ τῶν λύτρων . κωρυκίς : θύλακος , πήρα . Ἀριστοφάνης Ὁλκάσι : σπυρὶς
5977076 Καβαλις
. . . . Νάρμαλις , πόλις Πισιδίας , ὡς Κάβαλις . οἱ πολῖται Ναρμαλεῖς ὡς Καβαλεῖς , ὡς Ἔφορός
. . . . Νάρμαλις , πόλις Πισιδίας , ὡς Κάβαλις . οἱ πολῖται Ναρμαλεῖς ὡς Καβαλεῖς , ὡς Ἔφορός
5974403 ϲημειωϲιϲ
. ἐπὶ τῶν πυρεκτικῶν μάλιϲτα νοϲημάτων ἡ ἐκ τῶν οὔρων ϲημείωϲιϲ χρηϲιμωτάτη καθέϲτηκεν . ἡ ἐπειδὴ δὲ πᾶν τὸ παρὰ
τὰ ἔμπροϲθεν ἀποχονδρούμεναι θλῶνται καὶ οὐ κατάγνυνται . ἡ δὲ ϲημείωϲιϲ οὐ χαλεπή : καὶ γὰρ ἀνωμαλία τοῖϲ τοῦ ϲημειουμένου
5972882 ψηφισηται
θέσφατα . χρῶνται δ ' αὐτοῖς , ὅταν ἡ βουλὴ ψηφίσηται , στάσεως καταλαβούσης τὴν πόλιν ἢ δυστυχίας τινὸς μεγάλης
σαφῶς , πλὴν ἐάν τινας ὁ δῆμος ἢ ἡ βουλὴ ψηφίσηται : τούτους δ ' ἀναγορευέτω . τί οὖν ,
5969989 σιωπωσιν
χρῶνται τοῖς νόμοις ; ἀλλ ' οὗ μὲν δεῖ λέγειν σιωπῶσιν , οὗ δὲ δεῖ σιω - πᾶν λέγουσιν .
, συνέβη ταυτὸν ὅπερ τοῖς ἐν ταῖς τραγῳδίαις μέχρι πολλοῦ σιωπῶσιν , ἔπειτα καιροῦ παρασχόντος φθεγξαμένοις ἢ πρὸς χορὸν ,
5962140 Ἐγχειριδιῳ
κάτω πάντα : ἐπὶ τῶν τὴν τάξιν μεταστρεφόντων . Μένανδρος Ἐγχειριδίῳ : καὶ ἐν Χήρᾳ : Τὸ λεγόμενον τοῦτ '
πάντα . παροιμία ἐπὶ τῶν τὴν τάξιν μεταστρεφόντων . Μένανδρος Ἐγχειριδίῳ καὶ ἐν Χήρᾳ τὸ λεγόμενον τοῦτ ' ἔστιν νῦν
5961504 δειπνωμεν
Μεταγένους ἀναφωνήσαντος : ἀλλ ' , ὦ ' γαθέ , δειπνῶμεν , κἄπειτά με πᾶν ἐπερωτᾶν ὅ τι ἂν βούλῃ
, ὦ στρατιῶται . φησί που Μεταγένης : ὦγαθέ , δειπνῶμεν κἄπειτά με πάντ ' ἐπερωτᾶν ὅ , τι ἂν
5958425 ἀγαλλονται
; εἰ μὲν γὰρ οὐ συμβούλεσθαι φήσουσιν , ἀντεπιδειξάντων οἷς ἀγάλλονται : εἰ δ ' οὐκ ἂν φύγοιεν τὴν αἵρεσιν
τ ' ἀγασθενέες πληγῇσί τε χειρῶν , καὶ θαμιναῖς νίκῃσιν ἀγάλλονται κατ ' ἀγῶνας . καλὴ καὶ Μήνη καὶ πανδερκὴς
5954084 συνοικιαι
ἔγωγε πάντ ' ἂν ὑπομεῖναι δοκῶ ἢ τοῦτο τίτθην ἐν συνοικίαι τινὶ [ βούλομαι ] [ λάβοις ] [ γὰρ
ὁδοιπορήκαμεν . καὶ τὸ μὲν πλῆθος τῶν οἰκοδομημάτων οἰκίαι καὶ συνοικίαι , καὶ οἰκίας περίδρομος , ὡς ἐν τῷ Γήραι
5949978 ἐρευνωμεν
γένη καὶ δεσποτικὰ γράμματα καὶ συνόλως σώματα παρελθόντες ψυχῆς φύσιν ἐρευνῶμεν . εἰ μὲν γὰρ πρὸς ἐπιθυμίας ἐλαύνεται ἢ ὑφ
' ἄν , τοῦτο δὴ τὰ νῦν λέγωμέν τε καὶ ἐρευνῶμεν . Οὐκέτι νόμους , ὦ Μέγιλλε καὶ Κλεινία ,
5948065 ἑρσηεις
ἀνέστησεν δέ μιν οὐδ ' ὧς . νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι κεῖσαι , τῷ ἴκελος ὅν
Πακτωλοῖο κύκνοι † κινήσουσιν ἑὸν μέλος , ἀμφὶ δὲ λειμών ἑρσήεις βρέμεται ποταμοῖό τε καλὰ ῥέεθρα ὧς αἱ , ἐπὶ
5946644 ιγῃ
δὲ τῇ ιῃ Δημοκρίτῳ ὕδωρ γίνεται . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ Εὐδόξῳ Ἀρκτοῦρος ἑῷος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιηῃ
ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἑῷος ὅλος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι Ὠρίων ὅλος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ
5944348 πινωσιν
ἐπὶ τῷ σίτῳ , ἢ πίνειν ἀηδῶς , ὅταν ὕδωρ πίνωσιν , ἀναμνησθήτω πῶς μὲν ἡδὺ μᾶζα καὶ ἄρτος πεινῶντι
σκορόδοιο ποθεῖσα . Καί τε σὺ μήκωνος κεβληγόνου ὁππότε δάκρυ πίνωσιν , πεπύθοιο καθυπνέας : ἀμφὶ γὰρ ἄκρα γυῖα καταψύχουσι
5942201 πρεσβευομενοι
ἡδονὴν θηρώμενοι ὡς ἐχθροῖς ὑμῖν προσενεχθῶμεν . Οὐδὲν θαυμαστὸν εἰ πρεσβευόμενοι ὑπὲρ εὐνοίας ἐν ταῖς ὑπουργίαις καταδεέστεροι τῆς χρείας ἐλεγχόμεθα
, κομίσασθαι ἂν αὐτοὶ Πύλον , ἦλθον ἐς τοὺς Βοιωτοὺς πρεσβευόμενοι καὶ ἐδέοντο σφίσι Πάνακτόν τε καὶ τοὺς Ἀθηναίων δεσμώτας
5938867 κανθηλια
αὐτοῖσι ] ⌈ λείπει ἡ σύν . τὰ ἐπιτιθέμενα αὐτῷ κανθήλια . κανθηλίοις : ὄνοις μεγάλοις . Ξενοφῶν : ὅτι
τὰ παρὰ τοὺς ὦπας τῶν ἵππων προβλήματα , ἅ τινες κανθήλια καλοῦσιν . καὶ ὀπή , δι ' ἧς ἔστιν
5936246 ἐκκοβαλικευεται
μάσθλης . Εἶδες οἷ ' ὑπέρχεται : ὡσπερεὶ γέροντας ἡμᾶς ἐκκοβαλικεύεται . Ὦ πόλις καὶ δῆμ ' , ὑφ '
ἐπιχειρεῖ ἀπατᾶν . κόβαλα γὰρ καλοῦσι τὰ πανουργήματα . ΓΘ ἐκκοβαλικεύεται : λῃστεύει : κόβαλοι γὰρ οἱ μετὰ ξύλου λῃσταί
5935584 καταπραϋνει
ἤπειρον , οὖσαι τῶν Γηρυόνος βοῶν ἀπόγονοι . πείσει , καταπραϋνεῖ , καταπαύσει . . 〚 τεθνεὼς Κεφαλῆσι : Προσέπαιξε
ἤπειρον , οὖσαι τῶν Γηρυόνος βοῶν ἀπόγονοι . πείσει , καταπραϋνεῖ , καταπαύσει . . 〚 τεθνεὼς Κεφαλῆσι : Προσέπαιξε
5934629 ἀνυτουσιν
: οὐ γὰρ ὥσπερ ἀδικοῦντες ἀλλήλους πολλὰ ὧν ἂν ἐθελήσωσιν ἀνύτουσιν ἔργοις βεβαιούμενοι τὰ βουλαῖς ἀγνώμοσιν ἐπιλογισθέντα , οὕτως καὶ
τὸ ταχὺ τὴν δίκην ἔχει , βραδεῖς δὲ μῦθοι πλεῖστον ἀνύτουσιν σοφοῖς . σχάσον δὲ δεινὸν ὄμμα καὶ θυμοῦ πνοάς
5933542 πατουμενα
γὰρ τῶι μέσωι τῆς νυκτὸς μόναις Ἐριννύσιν ἀπάρχονται θύειν . πατούμενα ] ἤγουν ἀνατετραμμένα . ἐξαλύξας ] ἐκφυγών . ἀρκυσμάτων
πεπιλημένοι , ἀπὸ τοῦ στείβειν , ὅ ἐστι πατεῖν . πατούμενα γὰρ ἐν τῷ πλύνεσθαι τὰ ἱμάτια συμπεπιλημένα πλέον γίγνεται
5929570 πιλια
ἔνδεια θερμοῦ , ἡ ξηρότης μαραίνει . διὸ καὶ τὰ πιλία θᾶττον ποιεῖ πολιούς : ἐκπίνεται γὰρ ἡ οἰκεία τῆς
τοὺς πόδας : ἀσκέραι δὲ κυρίως τὰ ἐν τοῖς ποσὶ πιλία ἤτοι ἀρτάρια λέγονται . ὦ Λύκοφρον , γίνωσκε ὅτι
5929221 ἀποκρινομαι
πεποιθὼς τῷ σεαυτοῦ γένει . Ἑρμαΐσκος εἶπεν : τί αὐθάδως ἀποκρίνομαι , μέγιστε αὐτοκράτωρ ; δίδαξόν με . Καῖσαρ εἶπεν
' , ὦ Σώκρατες , οὐκέτι μὲν ἔγωγε πιστεύω οἷς ἀποκρίνομαι : καὶ γὰρ τὰ πρόσθεν πάντα νῦν ἄλλως ἔχειν
5928836 πραττωσι
δὲ πράξεις οὔ . Καὶ τοῖς πράττουσιν ἡ ὕλη ὅταν πράττωσι τὸ ὑποκείμενον δίδωσι μένουσα ἐν αὐτοῖς , εἰς τὸ
ἂν ἐν τῇ χώρᾳ μένοντες αὐτῶν καὶ τῶν συμμάχων ἔργα πράττωσι πολεμίων , μηθὲν αὐτοῖς ψηφίζεσθαι φιλάνθρωπον . πολὺς γὰρ
5926241 Διιπολεια
ἀτάκτως γελᾶν διιπολιώδη : τὰ λεγόμενα Διάσια , ταῦτα καὶ Διιπόλεια . οὕτως δὲ ἐλέγετο ἃ τῷ πολιεῖ Διὶ ἐθύετο
ἦρξα Λυσίας ἐν τῇ πρὸς τὴν Μιξιδήμου γραφὴν ἀπολογίᾳ . Διιπόλεια : ἑορτή τις Ἀθήνησι τὰ Διιπόλεια : Ἀντιφῶν ἐν
5925780 τερατεια
, οἵους ᾄδουσι τοὺς Ἀλωάδας οἱ ποιηταί , οὓς ἡ τερατεία τοῦ σώματος εἰς ἄτοπα ἐξήνεγκε φαντάσματα καὶ ἀλλόκοτα ,
, σεμνολογία , μεγαληγορία μεγαλορρημοσύνη , ὑπερφρόνησις , ὑπεροψία , τερατεία . ἡ δὲ ὑπερηφανία , τὸ μὲν πρᾶγμα ἔστι
5924123 βουλιμιᾳ
παίζει τοὺς Δωριεῖς ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν “ ὦ Δήμητερ ” βουλιμιᾷ ] πάνυ λιμώττει . πεινᾷ . - λι -
, ὦ Δάματερ , εἰσελήλυθεν ὁ συκοφάντης . Δῆλον ὅτι βουλιμιᾷ . Σὺ μὲν εἰς ἀγορὰν ἰὼν ταχέως οὐκ ἂν
5921516 ἐοικατε
καὶ γῆν πολλὴν δοὺς πρὸς ᾗ ἐκέκτησθε . ὧν οὐκ ἐοίκατε χάριν ὀφείλειν : οὐ γὰρ ἄν ποτε Ἑρμόδωρον φίλον
καὶ πάλιν ἀλλὰ μανδραγόραν πεπωκόσιν ἤ τι φάρμακον ἄλλο τοιοῦτον ἐοίκατε ἀνθρώποις . [ , ] καὶ λαμπρότητι ἡ ἀκμὴ
5919787 ἀρχωσι
εἶναι πολιτείας , τήν τε ἀριστοκρατικήν , ὁπόταν οἱ ἄριστοι ἄρχωσι . καὶ δευτέραν τὴν τιμοκρατικήν , φιλοτίμων ὄντων τῶν
τῶν ὑφ ' αὑτῷ ἀρχόντων ὅπως ἐκεῖνοι αὖ ὧν ἂν ἄρχωσι παρέξουσι τὰ δέοντα ποιοῦντας . ἆθλα δὲ προύφηνε τοῖς
5914891 ἀγραις
εὐσκόπως ἐπισταμένους , ἥκιστα διαμαρτάνοντας , καὶ ἐπ ' εὐθήροις ἄγραις ὑψαυχενοῦντας καὶ μάλισθ ' ὅταν σὺν τοῖς κυνηγοῖς ἀνδράσιν
τὴν θήραν τῶν παιδικῶν . ὁρῶσι γὰρ καὶ ἐν ταῖς ἄγραις ὅτι τῷ μὲν κατὰ μόνας ἰχνηλατοῦντι ἐργῶδες ἐντυχεῖν τῷ
5913874 ἀμορφα
' ἑλέσθαι ἀμεινοτέρων παρεόντων . ” ἐμπρεπὲς δὲ θεῷ τὰ ἄμορφα μορφοῦν καὶ τοῖς αἰσχίστοις περιτιθέναι θαυμαστὰ κάλλη . εἰ
καὶ πατέρων ἀγαθῶν : σὺ δ ' ἐπὶ φαῦλα καὶ ἄμορφα τὰ ἡμέτερα φέρῃ καὶ οὐ δέδοικας μή σε λαβόντα
5912003 δυστυχουντες
τῶν Ἀχαιῶν καὶ τὰ καθόλου συμβαίνοντα αὐτῷ . οἱ γὰρ δυστυχοῦντες ἄνθρωποι πολλάκις εἰώθασι μεμνῆσθαι τῶν συμφορῶν καὶ τοῖς εἰδόσιν
ζῷα δειλότερα . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι οἱ δυστυχοῦντες ἐξ ἑτέρων χείρονα πασχόντων παραμυθοῦνται . λάρος ἰχθὺν καταπιὼν
5910144 ἐξαισια
παρετήρει τὸν χρόνον , ἐν ᾧ ὕδατα πολλὰ καὶ πνεύματα ἐξαίσια , καὶ δίδωσι Πηλεῖ Φιλομήλαν : καὶ οὕτως ἐπεκράτησεν
. , ; , ; , . . ἐναγεῖς ἄμαχον ἐξαίσια τοὺς δὲ παντάπασιν ἀπεωθεῖτο ὡς ἐναγεῖς ὄντας καὶ ἀνιάτους
5901095 διαπνειται
τούτοις διά τε γαστρὸς καὶ τῶν οὔρων τὰ περιττώματα καὶ διαπνεῖται διὰ τοῦ δέρματος ὡς λεπτομερῆ . οὖρα δὲ αὐτοῖς
τὰ κολλύρια ἔαρος : θέρους τε γὰρ ἡ δύναμις αὐτῶν διαπνεῖται , καὶ μάλιστα τῶν ἀρωμάτων ξηρῶν κοπτομένων , ἔτι
5900537 Ἁδῃ
ἐπώνυμον μετέβαλε , τῷ δὲ Σισύφῳ δέδωκε τιμωρίαν ἐν τῷ Ἅδῃ ὥστε λίθον τινὰ φέρειν † μέγαν . τῆς δὲ
. τούτῳ δὲ συντέθνηκε : Συναποθανοῦσα πάρεστιν ἐνθάδε ἐν τῷ Ἅδῃ | , καὶ ἕξει αὐτὴν ξύμμαχον . ὑμεῖς δὲ
5898544 ἐπαινετως
πολεμίως : ἤγουν μὴ διαθέσει πολεμικῇ . καλῶς θέσθαι : ἐπαινετῶς διοικῆσαι μὴ παθεῖν : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἔξεστι .
ἀπλήστως . μόρον ] διὰ . ἀφανιζομένων . κινῶ . ἐπαινετῶς . γόον δηλονότι . στενάζει . ἐκκεν . ]
5897859 καθευδουσι
λυπρᾶς , ἔτι δὲ ὑδάτων ῥύσεις ναματιαίων ἐχούσης ὀλίγας , καθεύδουσι μὲν ἐπὶ τῶν δένδρων διὰ τὸν ἀπὸ τῶν θηρίων
πιστάκια καὶ ᾠὰ καὶ ῥοιαὶ ὑπάρχουσι . πάλιν οἷα τοῖς καθεύδουσι , τοιαῦτα καὶ τοῖς ἐγρηγορόσιν . ὅτι μὲν οὖν
5896020 ἀκροασθε
ἡμᾶς , ἢ χαρίζεσθαι δοκοῦντας , ὅτι τῶν βλασφημιῶν οὐκ ἀκροᾶσθε , μείζω τὴν ὑποψίαν τῶν δυναμένων λέγεσθαι ποιεῖν .
, ἐπειδὰν δ ' ἀπολωλὸς ἢ πολιορκούμενόν τι πύθησθε , ἀκροᾶσθε καὶ παρασκευάζεσθε : ἦν δ ' ἀκηκοέναι μὲν καὶ
5892652 τελεσσαν
ἦμαρ εἴξας ᾧ θυμῷ : τῷ δ ' οὐκέτι δῶρα τέλεσσαν πολλά τε καὶ χαρίεντα , κακὸν δ ' ἤμυνε
ἔχει γὰρ δὴ οὕτως : Εὐτελίδας καὶ Χρυσόθεμις τάδε ἔργα τέλεσσαν Ἀργεῖοι , τέχναν εἰδότες ἐκ προτέρων . Ἴκκος δὲ
5891024 ὑπακουουσιν
χαρίζησθε , μεταξύ . ὁ δὲ νοῦς οὕτως , οὐχ ὑπακούουσιν ἡμῶν , ἐὰν σφαλλόμενοι ἐν τῇ ἀποστάσει συγχωρῶνται .
δεύτερον : διὸ καὶ ταῖς ἐπ ' ἀγκῶνος ἐνίοτε φλεβοτομίαις ὑπακούουσιν , ὅταν ἥ τε φλεγμονὴ πρόσφατος ᾖ καὶ πλῆθος
5884796 νομικα
πᾶσι δίκαια δοκεῖ τὰ αὐτά : ὥστε πάντα τὰ δίκαια νομικὰ εἶναι καὶ οὐδὲν φυσικόν . πρὸς δὴ ταῦτα ἐκεῖνο
δεξιὰ φύσει φαίνεται κρείττων εἶναι τῆς ἀριστερᾶς : τὰ δὲ νομικὰ δίκαια κατὰ συνθήκην τηρούμενα ὅμοιά ἐστι τοῖς μέτροις ,
5884388 Παραγγελλει
δεξιά , παραγγέλλει : ! Ἐὰν δὲ ἀριστερά : ! Παραγγέλλει : ! Καὶ κινεῖ . Παραγγέλλει : ! Καὶ
τοῖς δεομένοις , ὡς εἰσὶν ἐν τῇ παρατάξει αὐτῶν . Παραγγέλλει ὁ μανδάτωρ : ! ! ! ! ! !
5880949 ἀδοκιμα
ἄνευ τοῦ δευτέρου β . Γογγυσμὸς καὶ γογγύζειν : ταῦτα ἀδόκιμα μὲν οὐκ ἔστιν , Ἰακὰ δέ . Φωκυλίδην γὰρ
δὲ λέγε . Ὠνάμην , ὤνασο , ὤνατο : πάντα ἀδόκιμα ὅταν διὰ τοῦ α : τὰ γὰρ ἀρχαῖα διὰ
5879673 ἐξωστης
ἐκόμιζεν οἴκοθεν καὶ τὰς τρίχας . Ζάλη δὲ καὶ ἄνεμος ἐξώστης ἐμπεσὼν ἀπήνεγκεν ἡμᾶς εἰς Κρήτην , πλησίον Ψαμαθοῦντος .
: ὅταν δὲ αὐτοὺς κατάσχῃ χειμών τε μέγας καὶ ἄνεμος ἐξώστης , φανερῶς ἤδη πᾶσιν ἀνθρώποισι δι ' ἀγνωσίην καὶ
5878872 βοωσι
ποιηταὶ κατατρέχοντές που τῆς ἡδονῆς καὶ ἀκρασίας ἐπικούρους καὶ βοηθοὺς βοῶσι . Πλάτων μὲν δυσχεραίνοντά τινα ποιήσας πατέρα τῷ τοῦ
γρυλλιξεῖτε : χοίρων φωνὴν μιμήσεσθε . ΓΓ οὕτω γάρ πως βοῶσι τὰ δελφάκια κοΐ , καὶ ἔστι ποιὰ φωνή .
5876983 εὐοδῃ
ὅταν εὐοδῇ μὲν τὰ ἐκτὸς πρὸς εὐπορίαν καὶ εὐδοξίαν , εὐοδῇ δὲ τὰ σώματος πρὸς ὑγίειάν τε καὶ ἰσχύν ,
γειτόνων βοηθοῦσι καὶ συμπράττουσιν , ὅπως ὁ τῆς φύσεως σπόρος εὐοδῇ , μηδενὸς τῶν πλησίον ἐμποδίζοντοςαὐτοὶ μὲν γὰρ αἱμοειδεῖς εἰσι
5876340 ἐπιχειρητεον
καὶ τοὺς ἀποκτείναντας φανεροὺς καταστῆσαι : ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐπιχειρητέον : οὐδὲν γὰρ πικρότερον τῆς ἀνάγκης ἔοικεν εἶναι .
, τετράγωνος καὶ αὐτὸς μεσότητα πρῶτος ἔχων . τούτοις ἄρα ἐπιχειρητέον ἁρμόζειν τὸν περὶ δικαιοσύνης λόγον ἀκολούθως τῷ Πυθαγορικῷ περὶ
5873570 πειθομεν
” εἶπεν ὁ Εὐκράτης , “ ἢ τουτονὶ τὸν ἀδαμάντινον πείθομεν ” δείξας ἐμέἡγεῖσθαι “ δαίμονάς τινας εἶναι καὶ φάσματα
τοὺς ἄλλους πηδῶντα . Τί φής , ὦ βασιλεῦ ; πείθομεν ἢ ληροῦμεν ; ἤδη ψηφίζου τοσοῦτον προενθυμηθείς , ὡς

Back