συνουσίαν : λέγει δὲ τὴν Μήδειαν , παρ ' ὅσον κατέτηξεν αὐτὴν διὰ τὴν λύπην τῆς ἑτερογαμίας Ἰάσονος . κεραΐδα
κατατήκετ ' ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν , ἥν τ ' εὖρος κατέτηξεν , ἐπὴν ζέφυρος καταχεύῃ , τηκομένης δ ' ἄρα
6587212 καταχευῃ
ὄρεσσιν , ἥν τ ' Εὖρος κατέτηξεν , ἐπὴν Ζέφυρος καταχεύῃ , τηκομένης δ ' ἄρα τῆς ποταμοὶ πλήθουσι ῥέοντες
σαώσει , οὐδ ' εἴ τοι νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην καταχεύῃ . Ὣς φάτο : τὸν δ ' ὅ γε
5829657 Σαπειρες
. . 〚 Βέχειρες 〛 Βέχειρ : εἴρηται εἰς τὸ Σάπειρες , . , . Βῆ : βῆ δ '
μετὰ δ ' αὖ περιώσια φῦλα Βεχείρων : ἑξείης δὲ Σάπειρες ἐπὶ σφίσι ναιετάουσιν , Βύζηρες δ ' ἐπὶ τοῖσιν
5785550 ὁμοιη
σῶμα διαφέρει ἑκά - στου . Ψυχὴ μὲν οὖν αἰεὶ ὁμοίη καὶ ἐν μέζονι καὶ ἐν ἐλάσσονι : οὐ γὰρ
λυομένης , πάντα λύεται , ἡ γὰρ λύσις τῇ φθέγξει ὁμοίη , λύεται δὲ ἐν γονίμῃ . Ἢν αἱ φλέβες
5706304 τηκετο
' ἀναπλήσαντος ὄλεθρον μνωομένη , ἅτε κηρὸς ὑπαὶ πυρί , τήκετο λάθρῃ , μέχρις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἀπ ' εὐρέος
ταῦτ ' ἄρ ' ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς τήκετο , δάκρυ δ ' ἔδευεν ὑπὸ βλεφάροισι παρειάς .
5701776 ἐρριζωνται
. λισσάδες : ἀντὶ τοῦ ὑψηλαί , ἀνάντεις . λισσάδες ἐρρίζωνται : ἐν βάθει τεθεμελίωνται . ἀμφιλαφεῖς : ἀνθηραί ,
τῆς ἤτοι πίσυρες κοῖλοι ὑπένερθεν ὀδόντες ἀγκύλοι ἐν γναθμοῖς δολιχήρεες ἐρρίζωνται ἰοδόκοι , μύχατος δὲ χιτὼν ὑμένεσσι καλύπτει : ἔνθεν
5681350 Ζεφυροιο
ἥν τ ' ἐν ὄρεσσιν ἀμφιχέῃ πρώνεσσι Νότου μένος ἢ Ζεφύροιο χείματος ἐγρομένου , ὁπότ ' οὔρεα δεύεται ὄμβρῳ .
ἀράων ἀΐουσα μετάγγελος ἦλθ ' ἀνέμοισιν . οἳ μὲν ἄρα Ζεφύροιο δυσαέος ἀθρόοι ἔνδον εἰλαπίνην δαίνυντο : θέουσα δὲ Ἶρις
5629937 παρηια
ἄρα τῆς ποταμοὶ πλήθουσι ῥέοντες : ὣς τῆς τήκετο καλὰ παρήια δακρυχεούσης . οὔτε τὸ λείβεται οὔτε τὸ χεῖται οὔτε
αἰεὶ δ ' ὀξυτέρῳ πιτύλῳ δηλεῖτο πρόσωπον , μέχρι συνηλοίησε παρήια . πᾶς δ ' ἐπὶ γαίῃ κεῖτ ' ἀλλοφρονέων
5621766 μεσσης
ἀνέρ ' ἔφαντο γλώσσης μαψιδίοιο χαριζόμενον παρεοῦσιν . Ὣς εἰπὼν μέσσης ἐξηρώησε κελεύθου Φυλεύς , ὄφρα κίουσιν ἅμα σφισὶν ἄρκιος
στόμα Θερμοπυλάων , Παρνησοῦ νιφόεντος ὑπὸ πτυχί : τῆς διὰ μέσσης Κηφισοῦ μέγα χεῦμα κατερχόμενον κελαρύζει . τῷ πάρα Πυθῶνος
5566646 γηλοφοις
κούφην , καὶ τὴν λευκάργιλλον , καὶ τὴν ἐν τοῖς γηλόφοις ἐργάσῃ διὰ τοῦ χειμῶνος . τὴν δὲ ἁλμυρὰν ἐν
τοὺς ποταμοὺς σπεύδουσι καθέζονταί τ ' ἐν μέσοις τοῖς ἐκείνων γηλόφοις , οὓς ὥσπερ τινὰς νήσους παραρρεῖ τὸ ὕδωρ περισχιζόμενον
5542212 ὀξεσιν
ἐς πλευρὸν ὀδύνη ἐπελθοῦσα , παραπληκτικῶς κτείνει . Πνιγμὸς ἐν ὀξέσιν , ἰσχνοῖσιν , ὀλέθριον . Ἐπὶ τοῖσιν ἤδη ὀλεθρίοισι
ξύλων ὅσα μαλακώτερα . τὰ δὲ ἄλλα τοῖς λίθοισι τοῖσιν ὀξέσιν ἔκοπτον : σίδηρος γὰρ αὐτοῖσιν οὐκ ἦν . ἐσθῆτα
5531235 γεγαωτες
τῇ δ ' ἐπὶ ναιετάουσιν ἀγαυῶν παῖδες Ἰώνων , ἀγχίαλοι γεγαῶτες , ἐπὶ χθονός , ἧς διὰ μέσσης Μαίανδρος λιπαρῇσι
Κρονίδης μελέων ἐξείλετο γῆρας , ἀθάνατοι δὲ καλεῦνται ἑοὶ νέποδες γεγαῶτες . ἄμφω γὰρ πρόγονός σφιν ὁ καρτερὸς Ἡρακλείδας ,
5468463 κρυερον
ἐδαίνυτο γνάθοις – – – ˘˘˘˘ – – – – κρυερὸν γὰρ οὐκ ἄλυξεν μόρον , ὠκεῖα δέ νιν φλὸξ
ἀριζήλοις ἀμαρύσσει χρυσῷ πορφύροντι μεμιγμένον αἰθόμενον πῦρ . Οὐκ ἐρέω κρυερὸν γένος ὀκριόεντος ἐχίνου μείονος : ἀμφίδυμοι γὰρ ἐχίνοις ὀξυκόμοισιν
5453457 ὀρεσσιν
ἅπασαι , Ἱσταμένου γλυκεροῦ νέον εἴαρος , εὖτ ' ἐν ὄρεσσιν Ἀνθρώπων ἀπάνευθε κύει λιγύφωνος ἀηδών . Νῆσοι δ '
ἐπεστενάχιζε θάλασσα ἄσπετον : ἠλιβάτοισι δ ' ἐοικότα κύματ ' ὄρεσσιν ἄλλοθεν ἄλλα φέροντο . Κατεκλάσθη δ ' ἄρ '
5450892 εἰαρινοισιν
οἱ Χάριτές τε καὶ Ὧραι ποίησαν καὶ ἔβαψαν ἐν ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν , οἷα φοροῦς ' ὧραι , ἔν τε κρόκῳ
: δοτικὴ ἀντὶ αἰτιατικῆς , ὡς τὸ ἐπ ' ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν . . . . . ὡς δ ' ὅτε
5440233 ἐληλατο
ἵπποις δέξατο Φλεγραίῃ κεκμηότα δηιοτῆτι . ἔνθα δὲ καὶ μέσσαυλος ἐλήλατο , τῇ δ ' ἐπὶ πολλαί δικλίδες εὐπηγεῖς θάλαμοί
τῶν λαγόνων . . . . διὰ μὲν ἂρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο , καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο μίτρης θ
5421810 ἀτραπος
? ? πολυρροθίων ? ? [ ] ὑμεναίων . [ ἀτραπὸς ] [ ] ἐννοσίγαιος ἐπ ' Αἰγυπτησα [ !
σαυτόν . Παῦε , πνιγηρὰν λέγεις . Ἀλλ ' ἔστιν ἀτραπὸς ξύντομος τετριμμένη , ἡ διὰ θυείας . Ἆρα κώνειον
5414607 μακρη
ἐξερύθροισι χρώμασι λυόμενα , ἐλπὶς ἐκμανῆναι . Δυσεντερίη σπληνώδεσι μὴ μακρὴ , χρήσιμον , μακρὴ δὲ , πονηρόν : ληγούσης
καὶ ὕστερον ἐσσομένοισι . Καί οἱ πὰρ κλισίην φαρέτρη παρεκέκλιτο μακρὴ ἰῶν πεπληθυῖα : πέλοντο δ ' ἄρ ' οἳ
5405803 θαμειαι
ἐχεπευκὲς ἐφιεὶς βάλλ ' : αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί . Ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῖο ,
. θηλυκῶς ἡ λίθος . καὶ Ὅμηρος : λίθοι πωτῶντο θαμειαί . καὶ : δόμον ξεστῇς αἰθούσῃσι τετυγμένον , λίθοις
5390028 μυριον
. νῦν δ ' ἵνα καὶ σοὶ πένθος ἐνὶ φρεσὶ μυρίον εἴη παιδὸς ἀποφθιμένοιο , τὸν οὐχ ὑποδέξεαι αὖτις οἴκαδε
μετόπιν γένετ ' Εὐφήμοιο : κεῖθεν δ ' ἀπτερέως διὰ μυρίον οἶδμα ταμόντες Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον . αἶψα δὲ τοίγε
5386952 κρητηρσι
, λυγρῷ δ ' ἀνεμίσγετο λύθρῳ οἶνος ἔτ ' ἐν κρητῆρσι λελειμμένος . Οὐδέ τις ἦεν ὅς κεν ἄνευθε φόνοιο
μὲν τύχωσι ἔχοντες , ἐς λέβητας ἐπιχωρίους , μάλιστα Λεσβίοισι κρητῆρσι προσεικέλους , χωρὶς ἢ ὅτι πολλῷ μέζονας : ἐς
5376648 διαρραισαι
ἐπ ' Ἀλφειῷ , νεάτη Πύλου ἠμαθόεντος : τὴν ἀμφεστρατόωντο διαρραῖσαι μεμαῶτες . ἀλλ ' ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον ,
ἀΐξωσι πρὸ κούρων θηρητήρων : ἕως μὲν γάρ τε θέουσι διαρραῖσαι μεμαῶτες , ἀλλ ' ὅτε δή ῥ ' ἐν
5375271 ἐλαφοισι
δ ' ἄρα μείζονές εἰσιν , ἐπιθρώσκουσι δὲ ῥεῖα εὐκεράοις ἐλάφοισι καὶ ὀξυτέροις ὀρύγεσσι . μορφὴν δ ' ἀμφίδυμοι πανομοίϊον
κατὰ Τηΰγετον περιμήκετον ἢ Ἐρύμανθον , τερπομένη κάπροισι καὶ ὠκείῃς ἐλάφοισι . ” ταῦτα ἀναζωγραφῶν καὶ ἀναπλάττων ἐξεκαίετο σφόδρα .
5374073 Ζεφυρος
διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφεται : οἷον , Ζέλεια : Ζέφυρος : ζέω τὸ ῥῆμα : ζέσις : ζέμα .
ἑκάτερος : ἐτόξευε μὲν ὁ Ἀπόλλων , ἔπνει δὲ ὁ Ζέφυρος . μέλη μὲν ἦν τὰ παρ ' ἐκείνου καὶ
5372083 περιμηκεες
' εἶχον καὶ δάκρυσι μῦρον , μέσσοι δὲ ξεστοί , περιμήκεες , αὐτὰρ ὄπισθε μόρφνοιο φλεγύαο καλυπτόμενοι πτερύγεσσιν . εἵλετο
' ἐπὶ Κομμαγεηνὸν ἕδος Συρίης τε πόληες θινὸς ἔπι στρεπτῆς περιμήκεες : ἀμφὶ γὰρ ὁλκὸς ἐς δύσιν ἔστραπται πολιῆς ἁλός
5368297 ἐπιγινομενοι
, καὶ ἀμφὶ τῶν ψόφων εἰ ἐγγίνονταί τε καὶ ὠφελέουσιν ἐπιγινόμενοι : φήσουσι γὰρ πάντα ταῦτα . Λειχῆνες δὲ καὶ
αἴτια σωτηρίας . τί γάρ ; ὅτι ἑτέροις πυρεκτικοῖς νοσήμασιν ἐπιγινόμενοι ἐν τῇ παρακμῇ , δηλοῦσιν ὅτι ἐρρώσθη ἡ δύναμις
5364342 ἐπαιγιζων
. ποῖ δὴ οὖν βαδιστέον ; χαλεπῶς γὰρ καὶ λάβρως ἐπαιγίζων ὁ βορρᾶς δίεισί μου τῶν πλευρῶν ὥσπερ βέλος .
δ ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήιον ἐλθών , λάβρος ἐπαιγίζων , ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν : ἡ διπλῆ
5351636 ἐχευεν
ἐν δ ' ὄψα τίθει , ἐν δ ' οἶνον ἔχευεν ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ : κούρη δ ' ἐπεβήσετ '
“ αὐτὰρ ἐπεί ῥ ' ὤπτησέν τε καὶ εἰν ἐλεοῖσιν ἔχευεν . ” ἑλέτην εἷλον , ἔλαβον , δυϊκῶς .
5347262 ἀσπαλιηες
ἐκλίνθη : καὶ τοὶ μὲν ἐπ ' ἠϊόνας κατάγουσι δίκτυον ἀσπαλιῆες , ὁ δ ' ἰλύϊ κείμενος αὔτως ἀσπασίως ἤλυξε
ἕρκος : ἀλλ ' ὅτ ' ἐϋπλεκέεσσι λίνοις περικυκλώσωνται φώκην ἀσπαλιῆες ἐν ἰχθύσιν οὐκ ἐθέλοντες , δὴ τότε τοῖς κραιπνοί
5342795 πετηλα
βαθὺ λήιον : οἵ γε μὲν ἤμων αἰχμῇς ὀξείῃσι κορωνιόωντα πέτηλα βριθόμενα σταχύων , ὡς εἰ Δημήτερος ἀκτήν : οἳ
λευκὸν κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον / πορφυρέην γλαυκοῦ τε χελιδονίοιο πέτηλα / καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : / οὔπω
5340249 δαιδαλεοιο
ἄλλοτε δ ' αὖτε βαιὸν ὑπὲρ κνημῖδος , ἔνερθε δὲ δαιδαλέοιο θώρηκος βριαροῖσιν ἀρηρότος ἀμφὶ μέλεσσιν , ἄμφω ἐπειγόμενοι :
λαγόνων . . . . διὰ μὲν ἂρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο , καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο μίτρης θ '
5333773 πνευμονων
τιθηνὸς , πρὸς πᾶσαν ἐπιβουλὴν ἐνδέδυκε θώρακα . Θαμιναὶ δὲ πνευμόνων σήραγγες ἠέρι διαδύμεναι , φωνῆς αἴτιον πνεῦμα τίκτουσιν .
Οἷον πανταχοῦ δυνάμενοι περιστρέφεσθαι : λέγει δὲ τὰς Ἐρινύας . πνευμόνων : Ἀττικοὶ τὸν πνεύμονα πλεύμονα λέγουσιν , ὡς καὶ
5332641 στεινον
τε ] ὑπερμήκεα ἐόντα , διὰ μέσου τε αὐτῶν αὐλῶνα στεινὸν πυνθανόμενος εἶναι , δι ' οὗ ῥέει ὁ Πηνειός
πρότερον ἢ ἐπράχθη τὸ ἔργον : ἦ τότ ' ἀμειψάμενος στεινὸν πόρον Ἑλλησπόντου † αὐδήσει Γαλατῶν ὀλοὸς στρατός , οἵ
5330637 ἐλελειπτο
κάτα γαῖα μέλαινα . τοῦ δὲ καὶ ἀμφιδρυφὴς ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο καὶ δόμος ἡμιτελής : τὸν δ ' ἔκτανε Δάρδανος
. Τῷ δ ' ἄρ ' ἔπι τρύφος αὖον ἐλαϊνέης ἐλέλειπτο σχίζης , ἥν τε μαρανθὲν ἀδηφάγον ἐξέλιπεν πῦρ :
5317753 θυειας
] [ ἕτερον ] ? κατεσκεύασαν στέφανον καὶ ἀντὶ τῆς θυείας [ ] ἔθηκαν , ἀποπεσόντα ? δ ' αὐτὸν
κατημαξευμένης 〛 , ἅμα δὲ καὶ πρὸς τὸ κώνειον διὰ θυείας τρίβεσθαι . ψυχράν γε καὶ δυσχείμερον : 〚 πήγνυσι
5301915 ῥεει
πνεύματα . Ἢν ῥόος ἐν τῇσι μήτρῃσιν ἐγγένηται , αἷμα ῥέει πολλὸν , καὶ θρόμβοι πεπηγότες ἐκπίπτουσι , καὶ ὀδύνη
οὐδεμία ἐκδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται . Ἴσος δὲ αἰεὶ ῥέει ἔν τε θέρεϊ καὶ ἐν χειμῶνι ὁ Ἴστρος κατὰ
5292533 πεδιοιο
ὅτι ἀπὸ τοῦ προπάτορος ὁ Ἀντίλοχος Νηλήιος . . ἕλκῃσιν πεδίοιο τιταινόμενος σὺν ὄχεσφιν : ἡ διπλῆ ὅτι διὰ πεδίου
Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων : ταὶ δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο ἐλδόμεναι πεδίοιο διὰ ῥωπήϊα πυκνά . πάντες δ ' ὑλοτόμοι φιτροὺς
5284293 τιταινομενοι
τὴν ὀροφὴν καὶ τὸ στέγος , αὐτοσκευάστου , αὐτοκατασκευάστου . τιταινόμενοι : ἐξαπλούμενοι καὶ ἐξερχόμενοι , συρόμενοι , φερόμενοι ,
ἢ αἶγας κεραοὺς ἠὲ πρόκας ἰχνεύοντες θείωσιν , τυτθὸν δὲ τιταινόμενοι μετόπισθεν ἄκρῃς ἐν γενύεσσι μάτην ἀράβησαν ὀδόντας ὧς Ζήτης
5280176 Ἀσπιδι
φασιν εἶναι πήραν : [ Πίνδαρος δὲ καὶ Ἡσίοδος ἐν Ἀσπίδι ἐπὶ τοῦ Περσέως : πᾶν δὲ μετάφρενον εἶχε κάρα
Ἰβηρίς τὸ θηλυκόν ” Ἑλληνίς , οὐκ Ἰβηρίς „ Μένανδρος Ἀσπίδι . λέγεται καὶ Ἰβηρικός . [ Διονύσιος ] „
5276522 ἁλιμυρεος
' ἄλλος ἑὴν ἐνεπλήσατο νηδύν . ἡ μὲν ὑπὲκ πέτρης ἁλιμυρέος ὁρμηθεῖσα φοιταλέη μύραινα διέσσυται οἴδματα πόντου , φορβὴν μαιομένη
. ὑπέκ : ὑποκάτω : κρυφιότητα δηλοῖ ἡ ὑπό . ἁλιμυρέος : διὰ τῆς θαλάσσης ἠχούσης , ἐν τῇ ἁλὶ
5267528 ἠιμεν
Παρνασίας παιδεύματ ' , οὐδὲν τῶνδέ πω πεπυσμένοι , λαβόντες ἦιμεν ἐσχάραις τ ' ἐφέσταμεν σὺν προξένοισι μάντεσίν τε Πυθικοῖς
μαθεῖν . ἐπεὶ μελάθρων τῶνδ ' ἀπήραμεν πόδα , ἐσβάντες ἦιμεν δίκροτον εἰς ἁμαξιτὸν ἔνθ ' ἦν ὁ καινὸς τῶν
5261445 μυκην
Περσεύς , ἐκπεσεῖν λέγεται . Γενέσθαι μέντοι λέγουσι τὸ κατατρετὸν μύκην παιδός τε τοῦ Δανάης πρὸς τροφὴν μέλλοντος . .
τῇ ἔνι μὲν σικύης ὅρμους βάλον ἐκπλύναντες , ἐν δὲ μύκην σειράς τε πάλαι λαχάνοισι πλακείσας αὐοτέροις † καυλοῖς τε
5255322 σμινυοιο
σειρὴν [ μάσσον ' , ἐπεὶ σκυτάλης μὲν ] ὅσον σμινύοιο τέτυκται [ στειλειὸν πάχετος , τῆς ] δ '
* πάσσον ' : παχεῖαν παχυτέραν * ὅσον : ὀλίγον σμινύοιο : σιδήριόν τι κατὰ μὲν τὸ ἕτερον δικέλλης ὀδόντι
5251630 κρυμοις
, ἱδρῶτι καὶ πνεύματι καὶ ἄσθματι καὶ θάλπεσιν ἀσκιάστοις καὶ κρυμοῖς ὑπαίθροις ἐγγυμναζόμενα . Παραπλησίως δὲ γυμναζέτω καὶ τὸ ἱππικὸν
: ὑγιαίνοντες γὰρ καὶ τοῦ περιέχοντος μήτε καύμασιν ἰσχυροῖς μήτε κρυμοῖς ὑπερβάλλοντος καὶ ἐν ἰσότητι τῆς ἐκτὸς οὔσης τῇ ἐν
5248123 πορφυρεᾳ
' , ἑλικ [ ! ! ! ! ] δὲ πορφυρέᾳ σὺν κρόκᾳτιν [ ! ! ] ? ? ?
τῆς μελαίνης ἵππου τῆς τρισμυρίας θανὼν ἔτεγγε καὶ ἔβρεχεν ἐν πορφυρέᾳ βαφῇ , ἤτοι τῇ διὰ τοῦ αἵματος , τὴν
5244118 ἁλιπλοοι
βυκτάων ἀνέμων βρόμος , οὕς τε μάλιστα δειδιότες μέγα λαῖφος ἁλίπλοοι ἐστείλαντο : δηρὸν δ ' οὐ μετέπειτα κελευόμενοι ὑπὸ
τοῖς θαλασσίοις ἔργοις ἐπιγραφομένοις προειπών : πομπίλος , ὃν καλέουσιν ἁλίπλοοι ἱερὸν ἰχθύν , διηγεῖται ὡς οὐ μόνον τῷ Ποσειδῶνι
5241274 ἀπειρεσιοι
ἥ κεν ἐρεμνοῦ ἐξ Ἄϊδος προμολοῦσα ποτιχρίμπτηται ἑκάστῳ . ἄλλαι ἀπειρέσιοι πολυμήτιος Ἑρμείαο δωτῖναι κομίσαντος ἐνὶ σπήλυγγι κέονται , ἄμβροτοι
ἄγκεα κίνυτο μακρὰ βαθύρρωχμοί τε χαράδραι καὶ ποταμοὶ καὶ πάντες ἀπειρέσιοι πόδες Ἴδης . Καί νύ κε Μυρμιδόνεσσι πολύστονον ὤπασεν
5239140 πομπηες
οὖροι πνείοντες φαίνονθ ' ἁλιαέες , οἵ ῥά τε νηῶν πομπῆες γίνονται ἐπ ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης . καί νύ
. καὶ παρωνύμως Βριαρεύς , ὡς πομπός πομπεύς καὶ : πομπῆες ἀγαυοί : καὶ ἀπὸ τοῦ Βριαρεύς Ἀττικῶς γενικὴ Βριαρέως
5238047 γηθησαν
' ἄνδρας ἐπικεκυφότας καὶ κατωχριωμένους : “ οἱ δὲ ἰδόντες γήθησαν ” καὶ ἐξ ἐναντίας παρεγένοντο : ἔφασκον γὰρ ὡς
δ ' ὥστε σφετέροισιν ἐπειγομένοις πολιήταις ἀγκλίνουσι θύρετρα καὶ οὐ γήθησαν ἑταίροις : ὣς ἄρα καὶ ξιφίην ἴκελον δέμας ἤπαφε
5237265 ἐχευατο
ἀσπίσι καὶ κορύθεσσι καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι . οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ ὀρνυμένοιο νέον , μελάνει δέ τε
Ἀκάμαντα κύσεν . Περὶ δέ σφισι δάκρυ ἡδὺ κατὰ βλεφάροιιν ἐχεύατο μυρομένοισιν . Ὡς δ ' ὁπότ ' αἰζηοῖο μετ
5235016 Δημητριας
Ὄλυμπόν φασι μέρη , ἐν οἷς Φθία καὶ Λάρισσα καὶ Δημητριὰς καὶ Πηνειός . Βόλβη λίμνη Μακεδονίας : τελματώδης δὲ
αὐτοῖς ἔσεσθαι μέλλουσαν ἀμεταμέλητα πράττουσι συμφορὰν ἐν ἄλλοις προϋποδείξας . Δημητριὰς γὰρ οὕτω καλουμένη τῆς Ἑλλάδος ἑτέρα πόλις , οὐ
5217374 πεφυασιν
, φαιδρὸς ἰδέσθαι : καὶ κεράων ὀρθαὶ μὲν ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἀκρέμονες προτενεῖς , ὑψοῦ δ ' αὖθις ποτὶ νῶτον
κείνοισιν δὲ διπλοῖς ἐλεφαντείοις κεράεσσι ῥίζαι μὲν πρώτιστον ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἐκ μεγάλου μεγάλαι , φηγῶν ἅτε : νέρθε δ
5209607 θαμνοις
ἡμέρῳ ἀμπέλῳ : δασύτεροι δὲ πάντες καὶ ἐμπλέκονται τοῖς παρακειμένοις θάμνοις ταῖς ἕλιξιν : καρπὸν δ ' ἔχει βοτρυώδη ,
ταύτης ἐπιβάλλειν σε χρῆ , ἀβροτόνου τε δὴ καυλία ἐν θάμνοις ἔτι τυγχανούσης , πρασίου τε ὁμοίως τῆς καὶ μελιφύλλου
5207612 ἐλαφρου
καταλείπεταί τινα τῶν ὑδάτων , ἁλμυρὰ εὑρίσκεται πάντως , τοῦ ἐλαφροῦ καὶ γλυκέος ἐξ αὐτῶν ἀναλισκομένου , καθάπερ καὶ τὴν
, ἐν δὲ τὸ κέντρον Σκορπίου , ἐν καὶ τόξον ἐλαφροῦ Τοξευτῆρος . ὁμοίως δὲ τούτοις παραγέγραφεν ὁ Ἄρατος καὶ
5202470 ποιησαν
ἑτέρᾳ μάχῃ καταλιπεῖν τὸν χάρακα ἔγνωσαν αὐτοκέλευστοι : καὶ τὸ ποιῆσαν αὐτῶν τὴν ἀταξίαν καὶ βοὴν τοῦτ ' ἦν .
τῆς εἰς τὸν Πόντον ἐκβολῆς : τὸ δ ' ἀρκτικώτερον ποιῆσαν λίμνην καλουμένην Θιαγόλαν , ἧς ἡ θέσις νεʹ γοʹʹ
5197413 δειελον
ὀρχηστυῖ καὶ ἀοιδῇ τέρποντ ' : ἤδη γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον ἦμαρ . Ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος ,
ἀμφοτέροισιν : ἢ καὶ ὅτ ' ἐξ ἀγέλης ἀεκούσια κινήσωσιν δείελον εἰσελάοντες ὅμως , τὰ δὲ πάντοθι ποίης δάκνωσιν πυκινῇσι
5196761 τετανυσται
οὐδ ' ἀλλήλων ἀλέγουσι . νῆσος ἔπειτα λάχεια παρὲκ λιμένος τετάνυσται , γαίης Κυκλώπων οὔτε σχεδὸν οὔτ ' ἀποτηλοῦ ,
. ἄλλως : ἡ δὲ μύουρος οὐρὰ ἐπὶ τῇ ὁλκῇ τετάνυσται . πεδανή , ταπεινή : νῦν δὲ μικρὰ καὶ
5191108 λιπαινει
καὶ τὴν γῆν , ἀντὶ τοῦ , ἔνθα ὁ Ἀσωπὸς λιπαίνει τὴν Βοιωτίαν . . φίλον πίασμα ] προσφιλὲς τοῖς
ἀναπνοῆς . Φωκέων ] τῶν . ὅπου . ποταμὸς . λιπαίνει . ἀρδεύει . πιαίνει ἀρδεύει . πιαίνει . ἡσύχῳ
5186968 τευχεσσιν
ὣς ἔφαθ ' , οἱ δ ' ὤρνυντο καὶ ἐν τεύχεσσιν ἔδυνον , τέσσαρες ἀμφ ' Ὀδυσῆ ' , ἓξ
μόθοιο ἔμπεσεν : ἐσσυμένως δὲ πρὸ τείχεος ὁρμαίνεσκον βήμεναι ἐν τεύχεσσιν , ἀρηγέμεναι μεμαυῖαι ἄστεϊ καὶ λαοῖσιν : ὀρίνετο δέ
5183189 βρυχιον
ἕλκεσι νῦν λέγει . βόλβιτα : τὰ μικρὰ βόλβια . βρύχιον : τὸ οἱονεὶ βύθιον καὶ κατὰ βάθους κείμενον .
. . ῥοθιάδος ] ἦχον ἐκ ῥοθίου ἀποτελούσης . . βρύχιον ] ποταπὴν ἠχητικήν . . θοῶς δὲ πάντες ]
5181625 ζεφυροιο
ἐς νότον , οἱ δ ' ἐπὶ ῥιπὴν εὔρου καὶ ζεφύροιο : τίς ἂν πάντων ὄνομ ' εἴποι ; οὐ
παρὰ στόμα Θερμώδοντος . τῆς δὲ πρὸς ἀντιπέραιαν ὑπαὶ ῥιπὴν ζεφύροιο φαίνετ ' ἀπειρεσίου ποταμοῦ ῥόος Εὐφρήταο , ὃς δ
5181603 Κηφισος
ἐπεὶ διὰ χαλκῶν λεοντοχασματίων [ ] ῥεῖ εἰς αὐτὴν ὁ Κηφισός , [ λέγει ] τὸν ἐπὶ τῶι χαλκοπύλωι [
τοῦ Ἐλατέων ἄστεως . ῥεῖ δὲ ἐν τῇ πεδιάδι ὁ Κηφισός : αἱ δὲ ὠτίδες καλούμεναι παρὰ τὸν Κηφισὸν νέμονται
5180088 ἀγελῃσιν
δ ' ἐγέλασσε βοτήρων , ὣς κεῖνοι κεραῇσι περισπέρχους ' ἀγέλῃσιν . εὖτ ' ἂν δ ' εἰναλίων ἄδδην ἴσχωσι
ἐν νεπόδεσσιν , οἱ δ ' ἐνὶ χερσαίῃσιν ἀριστεύους ' ἀγέλῃσιν . Οὐ μὲν δὴ μελάνουρον ἀποίσεαι οὔτ ' ἐνὶ
5178752 νοτιαις
ὠκείαις πτερύγεσσι δονούμενον ἔνθα καὶ ἔνθα , ἔλθοις σὺν νεφέλαις νοτίαις , ὄμβροιο γενάρχα : τοῦτο γὰρ ἐκ Διός ἐστι
, ὅπερ ὁρῶμεν ἐπὶ τῶν νεφῶν ἐνίοτε συμβαῖνον ἐν ταῖς νοτίαις ἡμέραις , τυπουμένων ἰδεῶν παντοδαπῶν , τοῦτο γίνεσθαι καὶ
5173740 ἀνεφαινετο
δὲ Ἰδομενεύς φησι Περὶ δημαγωγῶν , ἐπεὶ ἀπὸ σκοτεινῶν τόπων ἀνεφαίνετο τοῖς μυουμένοις . . . . , : Νῆσον
ὄντων τῶν παραλληλογράμμων καὶ χωρὶς τῶν τριγώνων ὁ τῆς ἰσότητος ἀνεφαίνετο λόγος : πάντα γὰρ ἴσα ἀλλήλοις τὰ ἐπὶ τῶν
5170892 κεκληγων
πεδίον παρ ' ἐρινεὸν ἐσσεύοντο ἱέμενοι πόλιος : ὃ δὲ κεκλήγων ἕπετ ' αἰεὶ Ἀτρεΐδης , λύθρῳ δὲ παλάσσετο χεῖρας
ἐνόησε κατὰ στίχας , ὦρτο δ ' ἐπ ' αὐτοὺς κεκλήγων : ἅμα δὲ Τρώων εἵποντο φάλαγγες καρτεραί : ἦρχε
5170545 Λυκοιο
Κρητί ἐστι πεποιημένον πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ δρυμόν τε Λύκοιο : ὡς δὲ ὁ Πανδίονος οὗτος ἦν Λύκος ,
ἐστι πεποιημένον : πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ δρυμόν τε Λύκοιο . 〚 ὡς δὲ ὁ Πανδίονος οὗτος ἦν Λύκος
5167002 φοιβον
ἀπόλλωνι . ὡς καὶ καλλίμαχος . τέρπουσιν [ ] λιπαραὶ φοῖβον ὀνοσφαγίαι . δίδυμος δέ φησι : ταῦτα μετὰ τοῦ
' ἄλθεται ὕδατι νοῦσος . Ἀργείων τελέεσσιν ὅσοι Φυλάκηθεν ἕποντο φοῖβον ὕδωρ ἐπάγων κέρας ' Ὠκεανοῖο ῥοῇσι . Νίκανδρος ὁ
5166690 λιγνυωδες
δ ' ἐκπνοαῖς ἐκκρίνεται πᾶν ὅτι πέφυκε καπνῶδές τε καὶ λιγνυῶδες . ταῦτά τοι ὑγιῶς μὲν αὐτοῦ ἔχοντος , καὶ
οἷον τῆς ἐπὶ ταῖς συστολαῖς ἐκκριτικῆς δυνάμεως , ἀπώσασθαι ὅσον λιγνυῶδες δηλαδὴ καὶ ἄχρηστον , ὑπὸ τὸ βάθος ὑποτρέφεται τοῦ
5165770 ἀεντος
κατηρεφὲς ἔμμεναι ἕρκος πυκνὸν ὃ οὔτ ' ἀνέμοιο διέρχεται ὑγρὸν ἀέντος ῥιπὴ ἀπειρεσίη οὔτ ' ἐκ Διὸς ἄσπετος ὄμβρος :
πελάγεσσιν . Οἱ δ ' , ἀνέμου λαιψηρὰ θεῆς βουλῇσιν ἀέντος Ἥρης , ὄφρ ' ὤκιστα κακὸν Πελίαο δόμοισιν Αἰαίη
5164342 ἀγκιστρου
γένυν : στόμα . γναμπτοῖο : ἐπικαμποῦς . σιδήρου : ἀγκίστρου . γναπτοῖο δόλοιο : τὸ ἄγκιστρον . Ῥίμφα :
. Ἢν μὲν γάρ τις αὐτῶν δέξηται τὴν διὰ τοῦ ἀγκίστρου πληγήν , δρόμος εὐθὺς ἐπὶ τὴν ὁρμιὰν ἑτέρου καὶ
5164270 τανυσσαμενος
' ἄκρητον γάλα πίνων , κεῖτ ' ἔντοσθ ' ἄντροιο τανυσσάμενος διὰ μήλων . τὸν μὲν ἐγὼ βούλευσα κατὰ μεγαλήτορα
καὶ τὸ Ὁμηρικὸν ἔχει : κεῖτ ' ἔντοσθ ' ἄντροιο τανυσσάμενος διὰ μήλων . ἀντὶ τοῦ διὰ πάντων τῶν μήλων
5159908 καταγηρασκουσιν
παραυτὰ γηράσομεν . παρὰ τὸ αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν . κόρσας ] τρίχας . ὁρῶντα ] τὸν ἐν
. φησὶ γὰρ ἐκεῖνος : αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν : Ἴστω λαχών . τὸ μακάριον τοῦτο τῆς εὐδαιμονίας
5158654 ἐμειναμεν
αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης : ἔνθα δ ' ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος
νομάδες ἄνθρωποι Λιξῖται βοσκήματ ' ἔνεμον , παρ ' οἷς ἐμείναμεν ἄχρι τινὸς , φίλοι γενόμενοι . Τούτων δὲ καθύπερθεν
5158532 ἑζομενοι
δὲ προσεκύνησεν , οἰωνοί τε αἴσιοι ἐπὶ τῷ οἰκήματι αὐτῷ ἑζόμενοι προὔφαινον ὡς εἰς Πασαργάδας ἀφίκοιτο . Ἐκ τούτου δειπνοποιησάμενοι
' εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον , ἑξῆς δ ' ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς . ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν
5154647 ἱησι
ἐκ τούτου κακόφωνον . καὶ ἀπὸ μὲν τοῦ ἵημι ἵης ἵησι ἦν ἱεῖσι καὶ Ἰωνικῶς ἱέασι καὶ ἐν συνθέσει ἀφιέασι
ἔτρεχεν ἕως κάμῃ , ποτὲ δὲ ἑστήκει . τὸ δέ ἵησι μύκημα , ὅτι καὶ οὗτός ποτε ἐβόα καλῶν τὸν
5152295 οἰκοϲ
καὶ ἄνικμον . ἔϲτω δὲ καὶ τῇ θερμότητι ϲύμμετροϲ ὁ οἶκοϲ . ἐπιτηδειότατον δὲ τούτοιϲ ἐϲτὶ τὸ μελίκρατον ἐναφεψηθέντοϲ αὐτῷ
μέταλλον ἐν Κύπρῳ ἐν τοῖϲ τῶν Ϲόλων ὄρεϲι μέγαϲ τιϲ οἶκοϲ ἦν ὀρυχθεὶϲ ἐν τῷ ὄρει , οὗ κατὰ τὸν
5144356 ὀπωρης
κόκκυγας ἐρινάδος , οἵ τε πρὸ ἄλλης γογγύλοι ἐκφαίνουσιν ἀνοιδείοντες ὀπώρης . λάζεο καὶ πυράκανθαν ἰδὲ φλόμου ἀργέος ἄνθην ,
δαμάσσῃ , οἳ δ ' ἄρ ' ἀποπνείουσι πάρος γεύσασθαι ὀπώρης : ὣς τοὺς αἶψ ' ἐδάμασσε πρὶν ἔντεα ληίσσασθαι
5142559 τραφη
τὸν Σειληνὸν ἐν Ἰθάκῃ , ὡς καὶ Ὅμηρος λέγει ὃς τράφη ἐν δήμῳ Ἰθάκης , ὁ βουλόμενος πολυπραγμονείτω . *
ἀρχαιογόνων ἄντας ' Ἐρεχθειδᾶν , τηλεπόροις δ ' ἐν ἄντροις τράφη θυέλλῃσιν ἐν πατρῴαις Βορεὰς ἅμιππος ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου θεῶν
5141191 σφοδροτατην
δυνάμει τῇ ξηραντικῇ καὶ στῦψιν ἔχει τὸ φάρμακον . Στυπτηρία σφοδροτάτην ἔχει τὴν στῦψιν : παχυμεροῦς δ ' οὔσης αὐτῆς
κίνησιν ἐπιτηδείως ἐνίοτε ἐχόντων , ἀλλ ' οὖν ὁμολογήσαιεν ἂν σφοδροτάτην τὴν στροφὴν τῆς γῆς γίγνεσθαι ἁπασῶν ἁπλῶς τῶν περὶ
5140212 δινῃσι
δ ' ἰλυόεντος ὑπὲκ φλοίσβοιο φύονται : εὖτε γὰρ ἐν δίνῃσι παλιρροίῃς τε θαλάσσης βράσσηται πάμφυρτος ἀφυσγετὸς ἐξ ἀνέμοιο σπερχομένου
κῦμ ' ἀλίαστον ἐφέσσατο νειόθι δύψας : ἀμφὶ δέ οἱ δίνῃσι κυκώμενον ἄφρεεν ὕδωρ πορφύρεον , κοίλην δ ' ἄιξ
5138781 ἀκμαζωσι
καὶ πωμάζουσιν . Τὰς καλουμένας κολυμβάδας τὰς ἁδράς , ὅταν ἀκμάζωσι καὶ πρὸς τῷ περκάζειν ὦσι , λαβὼν μετὰ τῆς
ἀφαιροῦντες τὰ φύλλα , καθάπερ τῆς ῥαφανίδος , ὅταν μάλιστα ἀκμάζωσι τοῦ χειμῶνος , καὶ κατασάττοντες τὴν γῆν ὥστε καὶ
5134941 φερομην
ἑταῖροι , αὐτὰρ ἐγὼ τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν νεὸς ἀμφιελίσσης ἐννῆμαρ φερόμην : δεκάτῃ δέ με νυκτὶ μελαίνῃ νῆσον ἐς Ὠγυγίην
ζητεῖν . πιθανώτερόν τε τό ” ἔνθεν δ ' ἐννῆμαρ φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισιν ” ἐν βραχεῖ διαστήματι δέχεσθαι ἢ ἐξωκεανίζειν
5126522 τιταινεται
ῥ ' ἡ μὲν ζωῇ ἐναλίγκιος ἐν ῥοθίοισιν ἑλκομένη θήλεια τιταίνεται ἐξ ἁλιῆος . τέτρατος αὖ κύρτοιο βαθὺν δόλον ἀντίον
, καὶ πνίγεται , καὶ θανεῖν ἐρᾶται , καὶ ὑποχόνδριον τιταίνεται , καὶ στόμαχος δάκνεται , καὶ στόμα πικρὸν ,
5123198 ἀλοιφῃ
τῶν ἀκράτων : οὐδὲν γὰρ αὐτοῖς οὕτω βλαβερόν . καὶ ἀλοιφῇ δὲ κεχρήσθωσαν καὶ ἀνατρίψει πρὸ τῶν σιτίων : ἀεὶ
τοὺς πωλευτικοὺς λέγειν ὅτι ἄρα χαίρουσιν ἵπποι λουτρῷ τε καὶ ἀλοιφῇ . ὅτι δὲ καὶ μύρῳ ἐχρίοντο ἵπποι , Σιμωνίδης
5119390 Βρομιοιο
τένοντα καὶ βίον ἱμερόεντα βροτοῖς πολύολβον ἀνεῖσα , αὐξιθαλής , Βρομίοιο συνέστιος , ἀγλαότιμος , λαμπαδόεσς ' , ἁγνή ,
καὶ πίονα μῆλα , ῥοιαί τε σταφυλαί τε , θεοῦ Βρομίοιο τιθῆναι πρόσφατος , ἥν θ ' ἁμάμαξυν ἐπίκλησιν καλέουσι
5115876 ἀζαλεης
εἷος ἐπῆλθε νέμων . φέρε δ ' ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἀζαλέης , ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη . ἔντοσθεν δ '
βασιλήων . Πυρκαϊῇ δ ' ἐκέλευον Ἰήσονα λαμπάδα θέσθαι πεύκης ἀζαλέης : ὑπὸ δ ' ἔδραμε θεσπεσίη φλόξ . Δὴ
5115122 πεδιοισιν
χθονὸς ἄσπετος ἰσθμὸς ὁρίζει , τῇ καὶ τῇ μακροῖσι τιταινόμενος πεδίοισιν . μέσσα γε μὴν πάσης Ἀσίης ὄρος ἀμφιβέβηκεν ,
: ὁδὸς δ ' ἐβαρύνετο μακρὴ σχιζομένη ποταμοῖσι καὶ οὐ πεδίοισιν ὁμοίη . εἵπετο δ ' αἰόλος ἵππος ἀρηιφίλους ἐπὶ
5114037 χοανοισιν
ἀντὶ τοῦ ὑπὸ Τρώων . . φῦσαι δ ' ἐν χοάνοισιν ἐείκοσι πᾶσαι ἐφύσων : ὅτι τὸ πᾶσαι παρέλκει :
ἀντιόωντες . ὡς δ ' ὅτ ' ἐνὶ τρητοῖσιν ἐύρρινοι χοάνοισιν φῦσαι χαλκήων ὁτὲ μέν τ ' ἀναμαρμαίρουσιν πῦρ ὀλοὸν
5113591 πετρῃ
Ἁλιευτικῷ : ἢ σπάρον ἢ ὕκας ἀγεληίδας ἢ ἐπὶ φάγρον πέτρῃ ἀλωόμενον . Τίμαιος δ ' ἐν τῇ ιγʹ τῶν
τῇ λιθίνῃ ἴγδῃ . κεάσας ἤγουν τρίψας . * ῥωγάδι πέτρῃ : θυίᾳ ἠὲ σύγ ' : ἠρύγγου δὲ καὶ
5112451 προρεων
, πρὶν ἄμφω μῦθον ἀκούσηις . . . . ἀκαλὰ προρέων , . . . ἀκαλὰ προχέων , , ,
διὰ τὸ ἠρεμαῖον καὶ παρθενῶδες τοῦ ῥεύματος ” ὣς ἀκαλὰ προρέων , ὡς ἁβρὴ παρθένος εἶσιν „ . τινὲς ὅτι
5109197 θηευμενος
ἀμφιπόλῳ προϊὼν ἐκ τοῦ αὐλίου τὰ ἄστρα ἐθηεῖτο , καὶ θηεύμενος ἐς τὸ κρημνῶδες ἐκβὰς καταπίπτει . Μιλησίοισι μέν νυν
δ ' ἀκρήτους χέε λοιβάς Αἰσονίδης . γήθει δὲ σέλας θηεύμενος Ἴδμων πάντοσε λαμπόμενον θυέων ἄπο , τοῖό τε λιγνύν
5108112 χεον
ἥρως θόρεν πόντονδε , κατὰ λειρίων τ ' ὀμμάτων δάκρυ χέον , βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν . Φέρον δὲ δελφῖνες ἁλιναιέται
τι σθένε χερσὶν ἑλέσθαι : οἳ μὲν γὰρ στονόεντα βέλη χέον , οἳ δέ νυ λᾶας , ἄλλοι δ '
5107858 γηρασκουσι
τελέθους ' ἀμενηνοί : κραιπνότεροι δὲ πέλουσιν , ὅσῳ μάλα γηράσκουσι . κείνους εἰς πόλεμον μεγαλήτορα θωρήσσοιο αἴθωνάς τ '
τε καὶ ἕδρας χαρίζονται καὶ ὡς βασιλεῦσιν ὑπείκουσι , καὶ γηράσκουσι δ ' αὐτοῖς κυανὰ γίγνεται τὰ πτερά , καὶ
5102326 γηθοσυνῃ
αὐτοῦ πάντοθεν ἐκ κευθμῶν , οὐδ ' ἠγνοίησεν ἄνακτα : γηθοσύνῃ δὲ θάλασσα διίστατο , τοὶ δὲ πέτοντο . ταύτῃ
δὲ Ζεὺς ἥμενος Οὐλύμπῳ : ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηθοσύνῃ , ὅθ ' ὁρᾶτο θεοὺς ἔριδι ξυνιόντας . ἔνθ
5099932 ὀμιχλη
* νεμέθων : νεμόμενος * ἀχλύς : ζόφος σκοτός , ὀμίχλη κακοσταθέοντα δέ , ἤγουν μηδ ' ὁπωσοῦν ἠρεμοῦντα καὶ
γέροντι : καρπαλίμως δ ' ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠΰτ ' ὀμίχλη , καί ῥα πάροιθ ' αὐτοῖο καθέζετο δάκρυ χέοντος
5099847 πασῃσι
βαλάνους προστιθέναι , ἢν μὴ ἡ κοιλίη ὑποχωρέῃ , ἐν πάσῃσι τῇσι νούσοισι , καὶ ψυχρολουτέειν ἐν ταύτῃ τῇ νούσῳ
. Τοὔνεκ ' ἐνὶ μέσσοισιν ἐύφρονα Νηρηίνην ὕμνεεν , ὡς πάσῃσι μετέπρεπεν εἰναλίῃσιν εἵνεκ ' ἐυφροσύνης καὶ εἴδεος : ἣ
5099168 κλωσιν
. αὕτη μὲν γὰρ δένδρου ὕψος λαμβάνουσα καὶ σχιζομένη τοῖς κλωσὶν ὥσπερ ἡ ἀναδενδρὰς ὅμως ἐπίκηρόν τε καὶ οὐ δύναται
ἐν τοῖς φύλλοις τῶν δὲ ἐν τοῖς ἄνθεσι καὶ τοῖς κλωσὶν , καὶ μᾶλλον αἱ ὀσμαὶ τῶν χυμῶν : ἐπεὶ
5098141 ἱζεν
ἔπειτα θοῶς ἐπὶ ἔργα τράποντο , Αὐτὴ δ ' ἀντίον ἷζεν Ἀλεξάνδροιο ἄνακτος , Ὄσσε πάλιν κλίνασα , πόσιν δ
ἄρα κισσυβίῳ κίρνη μελιηδέα οἶνον , αὐτὸς δ ' ἀντίον ἷζεν , ἐποτρύνων δὲ προσηύδα : “ ἔσθιε νῦν ,
5097644 ῥηϊδιη
τρηχὺς τὸ πρῶτον . ἐπὴν δ ' εἰς ἄκρον ἵκηται ῥηϊδίη δ ' ἤπειτα πέλει , χαλεπή περ ἐοῦσα .
ἢ οἰκεῖον οὐ ξυνήθηϲ αὐτέοιϲι ἡ πέψιϲ , ἀνάδοϲιϲ δὲ ῥηϊδίη , ὅκωϲ ἐϲ τὴν ἑωυτέων τροφὴν ἁρπάγδην ἕλκοντοϲ τοῦ
5092050 κεχυται
τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ , ἔνθα πέριξ κέχυται βοτρυόπαις ἕλικι ἄμπελος , εἰαρινοὶ δὲ λιγυφθόγγοισιν ἀοιδαῖς κόσσυφοι
τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ , ἔνθα πέριξ κέχυται βοτρυόπαις ἕλικι ἄμπελος : εἰαρινοὶ δὲ λιγυφθόγγοισιν ἀοιδαῖς κόσσυφοι

Back