| ' ἄλλος ἑὴν ἐνεπλήσατο νηδύν . ἡ μὲν ὑπὲκ πέτρης ἁλιμυρέος ὁρμηθεῖσα φοιταλέη μύραινα διέσσυται οἴδματα πόντου , φορβὴν μαιομένη | ||
| . ὑπέκ : ὑποκάτω : κρυφιότητα δηλοῖ ἡ ὑπό . ἁλιμυρέος : διὰ τῆς θαλάσσης ἠχούσης , ἐν τῇ ἁλὶ |
| ἱππούροις , ὀρφοὶ δὲ τρίγλῃ , κιῤῥίδι πέρκη , χρύσοφρυς μαινίδι , καὶ πολύποδι μύραινα . ἐπὶ μείζονας : κατὰ | ||
| τρίγλη δ ' ὀρφὸν ἔπεφνε καὶ ἔσπασε κιρρίδα πέρκη , μαινίδι δὲ χρύσοφρυς ἀνέλκεται : αὐτὰρ ἀνιγραὶ μύραιναι μετὰ σάρκας |
| , ἀνήγειρεν . ἐτάρασσεν . παραυτίκα . ἠχητικῆς . τῆς ἠχητικῆς , τῆς ἐν τῷ ῥεύματι κινουμένης . κρούσει . | ||
| Ἑλλήνων ἐξέκαιεν καὶ ἀνήγειρεν ἡ σάλπιγξ . ῥοθιάδος : τῆς ἠχητικῆς : ἢ τῆς ἐν ὑγρῷ ἐλαυνομένης . τὸ Θεμιστοκλέους |
| μᾶλλον παχύτεροϲ , ὁκόϲον ἂν ἡ νοῦϲοϲ προήκῃ χρόνον . ὑποϲτέλλεϲθαι δὲ ἐν τῇϲι κρίϲεϲι καὶ μικρόν τι πρὸ τῶν | ||
| ἀφαιρέειν τῶν προϲθεϲίων πρὸ τῶν κρίϲεων . ” καὶ “ ὑποϲτέλλεϲθαι : τὸ προϲτιθέναι γὰρ βλάβη . ” εἴτ ' |
| προύχοντο κάρηνα , πάντες ὁμῶς ὀρθοῖσιν ἐπ ' οὔασιν ἠρεμέοντες κηληθμῷ : τοῖόν σφιν ἐνέλλιπε θέλκτρον ἀοιδῆς . οὐδ ' | ||
| ὑπὸ κηδεμονίαν πεπτωκώς : “ κήδεός ἐστι νέκυς . ” κηληθμῷ τῇ τέρψει , καὶ κηλεῖν τὸ τέρπειν . κῆλα |
| ἁλιμυρέος : διὰ τῆς θαλάσσης ἠχούσης , ἐν τῇ ἁλὶ ἠχούσης , ἢ ἐν τῇ ἁλὶ πλημμυρούσης , ἁλμυρᾶς καὶ | ||
| . . . . . | τῆς λύρας ἐπιθυμήσας ἱερὸν ἠχούσης γεύσασθαι ἀγασθέντα [ . . . . . . |
| τῶν ἐν τῇ Ἀλόπῃ οἰκούντων , νῦν δ ' ἐν Ζελείᾳ , τὸν Ὁδίον καὶ τὸν Ἐπίστροφον στρατεῦσαι . . | ||
| ἐξ Ἀλαζώνων τῶν ἐν τῇ Ἀλόπῃ οἰκούντων , νῦν δὲ Ζελείᾳ , τὸν Ὀδίον καὶ τὸν Ἐπίστροφον στρατεῦσαι . τί |
| εἷς τις ἀνεδίδοτο συριγμός : εὐμενίᾳ . ἤγουν εὐμενῶς . ἰωνικὴ συστολή . [ . ] Τότε , φησίν , | ||
| . ἀμηχανίῃσι : ἀπορίαις . Ἀνόρουσε : ὥρμησε , συστολὴ ἰωνικὴ , καὶ ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς |
| τῇ κτίσει , οὕτως καὶ παρὰ τὸ κερνῶ , τὸ κιρνῶ , κεραίνω κεραῖος καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀκέραιος | ||
| σκίνπους : στίλβων : στιλβανός : οἰκτίρμων : σκιρτῶ : κιρνῶ : κίρκος : θίῤῥον τὸ τρυφερόν : ἰλκαγλοιός , |
| ὑπὸ τῆς παρθένου καὶ τῶν περὶ αὐτὴν γυναικῶν ἐγίνετο καὶ κοπετός , πολλὴ δὲ κραυγὴ καὶ ἀγανάκτησις ἐκ τοῦ περιεστηκότος | ||
| προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται , εἰ μὴ παρωνύμως τετύπωται : κοπετός πυρετός τοκετός συρφετός ἀφυσγετός . τὸ μέντοι ἄσχετος ἄσπετος |
| . ἔοικε δὲ κεκλῆσθαι διὰ τὸ σίδηρον ἔχειν τὸν ἐν αἰθάλῃ τὴν ἐργασίαν ἔχοντα . Φίλιστος δὲ ἐν εʹ Σικελικῶν | ||
| Ἔοικε δὲ κεκλῆσθαι διὰ τὸ σίδηρον ἔχειν , τὸν ἐν αἰθάλῃ τὴν ἐργασίαν ἔχοντα . Φίλιστος δὲ ἐν εʹ Σικελικῶν |
| τοῦ η καὶ ι , καὶ γίνεται κατὰ μεταπλασμὸν τῇ ὑσμῖνι καὶ τῇ Δωδῶνι διὰ τοῦ ι μόνου , οἷον | ||
| * * * ὥσπερ ἀπὸ τῆς ὑσμίνῃ δοτικῆς κατὰ μετάπλασιν ὑσμῖνι καὶ λιτῷ λιτί . τὸ δὲ ἀϊδής τὸ ἐπίθετον |
| . ἀποπτύω : ἀπὸ τοῦ πετῶ πετύω , καὶ συγκοπῇ πτύω , τὸ ἀποπεταννύμενον . . . . ἄπορος : | ||
| καὶ Φιλόξενος . . , : πτύον : παρὰ τὸ πτύω : τὸ ἀποπτύον καὶ ἀπορρίπτον τῶν καρπῶν τὰ ἄχυρα |
| ἀνδράσιν ἐν πολλοῖσι καὶ ἰφθίμοισιν ἀνάσσων ] εὐδικίας ἀνέχῃσι , φέρῃσι δὲ γαῖα μέλαινα πυροὺς καὶ κριθάς , βρίθῃσι δὲ | ||
| ἐν τῇ Τ τῆς Ὀδυσσείας , “ εὐδικίας ἀνέχῃσι , φέρῃσι δὲ γαῖα μέλαινα , ” ὁ δὲ Ἀρίσταρχος εὐδικίας |
| καὶ οἱ σκυτοδέψαι τὰ δέρματα τὰ λευκά . ἄνθος λευκὸν βοτρυῶδες , τῷ σχήματι δὲ τὸ ὁλοσχερὲς ὄστλιγγας ἔχον ὥσπερ | ||
| σπερματοῦσθαι καὶ ἔτι τόπον εὔειλον ἔχῃ : τὸ δὲ ἄνθος βοτρυῶδες καὶ λευκὸν καθάπερ τῶν ἀγρίων . . . ταῦτα |
| οἷον κίς κιός , . . ἀκίτατοι ἱστοβοῆες , λίς λιός , Ρ ὥστε λὶς ἠυγένειος : λῖες μέντοι λίεσσι | ||
| διὰ καθαροῦ τοῦ ος κλίνεται , κίς κιός , λίς λιός : ἡ Διός δὲ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Δίς |
| γενικῇ , οἷον Τρώς Τρωός , δμώς δμωός , κίς κιός , λίς λιός . Πρόσκειται μονοσύλλαβον διὰ τὸ Ἀχιλλεύς | ||
| Ῥίνθωνι ἐγένετο ἡ Διός γενική , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κίς κιός καὶ ἀπὸ τοῦ λίς λιός : ἐκεῖνος γὰρ ἐπλάσατο |
| ϲκαμμωνίαϲ λειοτάτηϲ # α ναρδοϲτάχυοϲ # α καὶ τοῦ διὰ μαράθρων καθαρτικοῦ # α καὶ ἑνώϲαϲ χρῶ . οὕτωϲ προκενώϲαϲ | ||
| καθαρσίων αἰεὶ , πρότερον μὲν τῇ πυρίῃ τῇ ἐκ τῶν μαράθρων , ἔπειτα δὲ τῇ ἐκ τῶν θυμιημάτων . Τὰς |
| λέγεται ἡ ἀφετηρία καὶ ἡ ἀπαρχὴ τοῦ δρόμου παρὰ τὸ νύσσω τὸ διεγείρω καὶ τιτρώσκω : ἐν γὰρ τῇ ἀφετηρίᾳ | ||
| παρὰ τὸ βρύκω , ὃ σημαίνει τὸ ἐσθίω : ὡς νύσσω νυγμός , οὕτως βρύκω βρυγμός , . , , |
| τῶν μαστῶν ταύτης . οἱ χαλεπαίνοντες τὸ συνουσιάζειν ἔλεγον . διεσπεκλωμένῃ : γεγηρακυίᾳ , ἐξηραμμένῃ , γαμηθείσῃ , ἐν τῇ | ||
| εἶτα διαλυθέντων ἐν χρόνῳ . ἢ ὑπεσπληνι - σμένῃ . διεσπεκλωμένῃ οὖν , πρὸς συνουσίαν ἀχρήστῳ γενομένῃ καὶ πεπαλαιωμένῃ καὶ |
| , ἔπειτα ἐν διπλώματι τακείς , ἀναληφθείσης πτερῷ τῆς ἐπινηχομένης ῥυπαρίας καὶ διυλισθείσης εἰς θυείαν , μετὰ τὸ παγῆναι ἀποτίθεται | ||
| δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑποκατακλείσας φορέσῃ ἀπεχόμενος χοιρείου κρέατος καὶ πάσης ῥυπαρίας , σκοτίας δὲ γενομένης φανήσεται γενναῖος τοῖς ἀνθρώποις . |
| ἀστραπῆς καθυστέρησεν : ἅμα γὰρ τὸ πλῆξαν πνεῦμα τῇ τε ῥήξει τὸν ἦχον καὶ τῇ πυρώσει τὴν λάμψιν ἐποίησεν , | ||
| πρέμνον ἢ στύπος δρυὸς ὅπως τις ὑλοκουρὸς ἐργάτης ὀρεύς , ῥήξει πλατὺν τένοντα καὶ μετάφρενον , καὶ πᾶν λακίζους ' |
| δαφνίδεϲ πύρεθρον ϲμυρνίου ϲπέρμα ὑπερικὸν καλαμίνθη κάχρυ καϲτόριον κόνυζα κόϲτοϲ κνίδιοϲ κόκκοϲ μετὰ νίτρου καὶ ἐλαίου καὶ ὄξουϲ ἔλαιον ἀμυγδάλινον | ||
| . ἄγει δὲ ὕδωρ καί τινα τῶν προειρημένων οἷον κόκκοϲ κνίδιοϲ καὶ κνῆκοϲ . ἡ δὲ τοῦ ἀγρίου ϲικύου ῥίζα |
| κεκαδμένον : κεκοσμημένον . κεκοσμημένον . ἀπὸ τοῦ κάζω τὸ καλλωπίζω . γράφεται δὲ καὶ κεκασμένον . σύγκειται δὲ τὸ | ||
| . Διαπορηθέντες , διαποροῦντες . Διαπρέπω τὸν δεῖνα , ἤτοι καλλωπίζω . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ φύσιν ψυχῆς ὧδε |
| , Θάρυψ Θάρυβος , Σκίραψ Σκίραφος , κατῆλιψ κατήλιφος , χέρνιψ χέρνιβος : τὸ νίφα λευκήν . . . Τέλος | ||
| . “ εἴη δ ' ἂν ἀπ ' ὀρθῆς τῆς χέρνιψ γενικὴ πληθυντικὴ χερνίβων : τῆς γὰρ χέρνιβος μέμνηνται καὶ |
| λεκανίς , σπογγία , ἐπίδεσμα , σπληνίον , λαμπάδιον , ποδοστράβη , κλυστήρ : ἔστι γὰρ παρ ' Ἡροδότῳ τοὔνομα | ||
| τὸ καταπλασθὲν εἴρηκεν : τὸ γὰρ περιαπτὸν ἀλεξιφάρμακον . καὶ ποδοστράβη δ ' ἡ τὰ στρέμματα κατευθύνουσα ἐν τῇ κωμῳδίᾳ |
| σφισι , καυστηροῖο κυνὸς νέον ἱσταμένοιο , κέντρου πευκεδανοῖο θοὴν ἐνερείδεται ἀλκήν , ὀξὺ μάλ ' ἐγχρίμπτων , χαλεπὴν δ | ||
| . θοήν : ὀξεῖαν , ταχεῖαν , τὴν δριμεῖαν . ἐνερείδεται : ἐμβάλλει . Ἐγχρίπτων : ἐμβάλλων , προσπελάζων , |
| τιτρώσκω : τρῶ τρώω τρώσω τρώσκω , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τιτρώσκω . . . . . τροφαλίς , . . | ||
| ἀπὸ τοῦ ταίνω καὶ τιταίνω . . . . . τιτρώσκω : τιτρώσκω : τρῶ τρώω τρώσω τρώσκω , καὶ |
| τιθηνὸς , πρὸς πᾶσαν ἐπιβουλὴν ἐνδέδυκε θώρακα . Θαμιναὶ δὲ πνευμόνων σήραγγες ἠέρι διαδύμεναι , φωνῆς αἴτιον πνεῦμα τίκτουσιν . | ||
| Οἷον πανταχοῦ δυνάμενοι περιστρέφεσθαι : λέγει δὲ τὰς Ἐρινύας . πνευμόνων : Ἀττικοὶ τὸν πνεύμονα πλεύμονα λέγουσιν , ὡς καὶ |
| ι , καὶ γίνεται κατὰ μεταπλασμὸν τῇ ὑσμῖνι καὶ τῇ Δωδῶνι διὰ τοῦ ι μόνου , ὡς παρὰ τῷ ποιητῇ | ||
| , καὶ παρὰ Καλλιμάχῳ . . μή με τὸν ἐν Δωδῶνι λέγοι μόνον : καὶ ἰδοὺ ταῦτα εἰς νι λήγουσι |
| , ἥ μοι φέρε πῆμ ' ἑτάροισιν . οὐδέ πῃ ἀθρῆσαι δυνάμην : ἔκαμον δέ μοι ὄσσε πάντῃ παπταίνοντι πρὸς | ||
| πόλλ ' ἀνερέσθαι , πολλὰ πυθέσθαι , πολλὰ δ ' ἀθρῆσαι : τοίαν φρίκην παρέχεις μοι . Αἰαῖ , αἰαῖ |
| τοῦτο τῶν ἄκρως ἐστὶ δεδημευμένων . τῇ γάρ τοι νεῖ νήματ ' : ὡς ἐργαστικωτέρας οὔσης τῆς δωδεκάτης τῷ νήματι | ||
| τῷ νήματι τῆς ἀράχνης χρῆται . τῇ γάρ τοι νεῖ νήματ ' : ἐν ᾗ νήθει τὰ νήματα αὑτοῦ ὁ |
| . δάπητες : ἐπιβόλαια ἢ στρώματα . οὕτως Ἀριστοφάνης . δάπιδες : στρώματα ἄττα . Φερεκράτης : ὁ χορὸς δ | ||
| τόνον . ἑπέσθω δὲ τῇ κλίνῃ τυλεῖα , κνέφαλλα , δάπιδες , τάπητες ἀμφιτάπητες : Δίφιλος γοῦν φησὶν ἐν Κιθαρῳδῷ |
| σῶμα διαφέρει ἑκά - στου . Ψυχὴ μὲν οὖν αἰεὶ ὁμοίη καὶ ἐν μέζονι καὶ ἐν ἐλάσσονι : οὐ γὰρ | ||
| λυομένης , πάντα λύεται , ἡ γὰρ λύσις τῇ φθέγξει ὁμοίη , λύεται δὲ ἐν γονίμῃ . Ἢν αἱ φλέβες |
| βρύχιον ἀντὶ τοῦ νειόθεν καὶ ἀπὸ τοῦ βυθοῦ . . ῥοθιάδος ] ἦχον ἐκ ῥοθίου ἀποτελούσης . . βρύχιον ] | ||
| ] τὰ τῶν Ἑλλήνων ἐξέκαιεν καὶ ἀνήγειρεν ἡ σάλπιγξ . ῥοθιάδος : τῆς ἠχητικῆς : ἢ τῆς ἐν ὑγρῷ ἐλαυνομένης |
| ἰϲχυροτέρα δὲ ἡ Ἰνδική , μελαντέρα τῆϲ Ϲυριακῆϲ ὑπάρχουϲα . Νάρδοϲ Κελτική . Παραπληϲίαϲ μέν πωϲ κατὰ γένοϲ δυνάμεωϲ τῇ | ||
| ιε καὶ ἐκεῖνο τὸ ἔλαιον ἐπάνω . Νάρδου ϲκευαϲία . Νάρδοϲ ϲκευαζομένη ἐν τῇ ἐκκληϲίᾳ . ϲτάχουϲ λι κιναμώμου λι |
| οἰόθεν : ἀντὶ τοῦ οἴη . πολιήν : γραῦν . μύρεται : κλαίει , θρηνεῖ . ᾗ οὐκ εἰσὶν ἔτ | ||
| ἁλμυρῆς , τῆς ἐν τῇ ἁλὶ οὔσης , περὶ ἣν μύρεται , ἤως μορμύρει , Ὅμηρος δέ : ποταμὸν ἁλιμυρήεντα |
| γράψαι , τὸ δὲ ἀληθὲς προσφώνησιν εἰς τὴν πρυτανείαν . Τένεδος δέ ἐστι καὶ τῆς Λιβύης καὶ τῆς Τροίας . | ||
| Μυσίαν τὴν περὶ Κύζικον ἰόντι εἰς Μιλητούπολιν . . : Τένεδος . . . ἔστι καὶ πόλις Τένεδος πρὸς τῇ |
| ] ! ! [ ] ὣς ἔφατ [ ' ] σεμ ? ? ! [ ] ! ! α ? | ||
| [ [ ] ! ! [ . . ωσε [ σεμ ? ? ! [ ! ! α ? ! |
| ἵπποις δέξατο Φλεγραίῃ κεκμηότα δηιοτῆτι . ἔνθα δὲ καὶ μέσσαυλος ἐλήλατο , τῇ δ ' ἐπὶ πολλαί δικλίδες εὐπηγεῖς θάλαμοί | ||
| τῶν λαγόνων . . . . διὰ μὲν ἂρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο , καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο μίτρης θ |
| κατάφωροι γίνονται . ὅτι δὲ ἀντίκειται μᾶλλον τῇ μεγαλοψυχίᾳ ἡ μικροψυχία τῆς χαυνότητος καὶ δι ' ὅ , σαφῶς εἶπε | ||
| δικαιοσύνη , ἐλευθεριότης , ἀσωτία , ἀνελευθερία : μεγαλοψυχία , μικροψυχία , χαυνότης : μεγαλοπρέπεια , μικροπρέπεια , σαλακωνία . |
| σκλήρωμα ὄγκος ἐστὶ σαρκώδης , τυλώδης , σκληρότερος στεατώματος καὶ χοιράδος , περιωρισμένος δέ . συνήνωται τοῖς κατὰ φύσιν σώμασιν | ||
| σχάσον , ταχὺ δ ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί πρῴραθε , χοιράδος ἄλκαρ πέτρας . ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ ' |
| τοι ἔσται . Ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς σφάξ ' : ἕταροι δ ' ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον | ||
| σὺ ἐμοῦ κατ ' ἐναντίον τοῦ τέττιγος τολμᾷς βομβεῖν . σφάξ : εἶδος μελίσσης ἦχον ἀποτελοῦν . ὥριφος : εἰ |
| ' Ὀϊλιάδῃ μεγαλήτορι Λοκροὶ ἕποντο : οὐ γάρ σφι σταδίῃ ὑσμίνῃ μίμνε φίλον κῆρ : οὐ γὰρ ἔχον κόρυθας χαλκήρεας | ||
| ἡγεμονῆα καὶ πολέμοισι πεσόντα μέγα στενάχουσιν ἑταῖρον . ἵππος ἐν ὑσμίνῃ ῥῆξεν ποτὲ δεσμὰ σιωπῆς καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε καὶ |
| ἔθνος , οὗ μέμνηται Ἀσίνιος Κουάδρατος ἐν πρώτῳ Παρθικῶν . Ὀξύνεται δέ . : Μαυρούσιοι καὶ Μαῦροι , ἔθνος μέγα | ||
| Ἀπὸ γὰρ τοῦ δαίω τὸ καίω δαῒς καὶ δάς . Ὀξύνεται δὲ τὸ δὰς , ὅτι τὰ ὀξυνόμενα ἐν τῇ |
| καπνὸν ἰόντα . Ἀμφὶ δὲ Κασσάνδρην ἐρικυδέα παπταίνουσαι πᾶσαί μιν θηεῦντο θεοπροπίης ἀλεγεινῆς μνωόμεναι : ἣ δέ σφιν ἐπεγγελάασκε γοώσαις | ||
| δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄμυδις : θηεῦντο δὲ μέρμερα ἔργα ὅσς ' ἄνδρες ῥέξαντες ἔβαν κοίλας |
| αἱμάτων ; τάλαιν ' ἐγὼ τάλαινα , πότερον ἄρα νέκυν ὀλόμενον ἀχήσω ; φεῦ δᾶ φεῦ δᾶ , δίδυμοι θῆρες | ||
| ἄστυ καὶ καλλίβωλον Ἴδας ὄρος ἱερόν , ὥς ς ' ὀλόμενον στένω [ ἁρμάτειον ἁρμάτειον μέλος ] βαρβάρωι βοᾶι † |
| διάπλουν ἔχουσα ἑξήκοντα σταδίων . μετὰ δὲ τὸ Δελφίνιον ὁ Ὠρωπὸς ἐν εἴκοσι σταδίοις : κατὰ δὲ τοῦτόν ἐστιν ἡ | ||
| . ἐγένετο δὲ ταῦτα ἄρχοντος Ἀθήνησι Πολυζήλου . ἔστι δὲ Ὠρωπὸς πόλις κειμένη ἐν τῇ ἠπείρῳ ἐν μεθορίοις τῆς Βοιωτίας |
| ὕδατοϲ πηλοποιοῦ τὸ ἀρκοῦν . ] Τερεβινθίνηϲ , φρυκτῆϲ , πιτυΐνηϲ , κηροῦ ἀνὰ λι . α , πίϲϲηϲ ξηρᾶϲ | ||
| . Ἄλλο . ἐλαίου ἀνηθίνου καὶ ῥοδίνου , κηροῦ , πιτυΐνηϲ ἀνὰ # ε , κυμίνου # β ∠ ʹ |
| ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον , καὶ τοξοφόρον Δάλου θεοδˈμάτας σκοπόν , αἰτέων λαοτˈρόφον τιμάν τιν ' ἑᾷ | ||
| [ ] ! φόρμιγγι ? ? [ Φοίβωι ] : Δάλου ? [ ] ε μεσόχθονος ? ? [ [ |
| ϲύμφωνοϲ , ἡ Φίλωνοϲ : ἄριϲτον καὶ τὸ διὰ τοῦ ϲκίγκου τοῦ θηρίου φάρμακον ποτὸν καὶ ἡ τοῦ Βηϲτίνου καὶ | ||
| φοῦ ἀνὰ ⋖ γ , μήου Ἀθαμαντικοῦ , ἀκακίαϲ , ϲκίγκου γαϲτρόϲ , ὑπερικοῦ ϲπέρματοϲ ἀνὰ ⋖ β ∠ ʹ |
| κολυμβῶ κολυμβήσω κολυμβήθρα , οὐρήσω οὐρήθρα , τὸ δ ' ἀλινδήθρα σημαίνει τὴν κυλίστραν . . . + + . | ||
| τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ μὴ σαφῶς τι |
| καθαρόν . τὴν μὲν ὕλην : „ ἀργύρεον , χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός „ . τὸν καλόν : ” κλῦθί μευ | ||
| . ἀολλέες ἀθρόοι . ἀορτήρ ἀναφορεύς . ἀοσσητήρ βοηθός . ἀορτήρεσσιν ἀφ ' ὧν ἤρτηται τὰ δόρατα . ἀοιδιάει μετὰ |
| Κ . Λ . οὐ γάρ τι πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων . † ) λείπει τὸ εἰμί . . Δ | ||
| τάρταρον ἠερόεντα ποδῶν , αἰπεῖά τ ' ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο βολάων τε κρατεράων . ὣς ἄρ ' ἐπ ' ἀλλήλοις |
| τοῦδ ' ἔτι θνητοῖς πάθος ἐξεύροις ἢ τέκνα θανόντ ' ἐσιδέσθαι ; φέρω φέρω , τάλαινα μᾶτερ , ἐκ πυρᾶς | ||
| Ὠκεανοῖο , ὃς δή τοι καλὸς μὲν ἀρίζηλός τ ' ἐσιδέσθαι ἀντέλλει , μήλοισι δ ' ἐν ἄσπετον ἧκεν ὀιζύν |
| β , μίγνυε τὸν ϲάπωνα τοῖϲ λοιποῖϲ προλειωθεῖϲιν ἐπιτρίβων ταῖϲ χερϲὶ καὶ χρῶ . Περὶ πιτυριάϲεωϲ . πιτύροιϲ ὅμοια ἀπὸ | ||
| ὑπηρέτῃ κατέχειν εὐφυῶϲ τὴν ἀρχὴν τοῦ λίνου , ἀμφοτέραιϲ ταῖϲ χερϲὶ κατέχοντεϲ τὴν τρίχα διακινοῦμεν ἄνω τε καὶ κάτω , |
| πετάσαντες ὀχῆας πεζοί θ ' ἱππῆές τε καὶ ἐς πεδίον προχέοντο διζόμενοι , μή πού τις ἔην δόλος ἄλλος Ἀχαιῶν | ||
| ὣς τῶν ἔθνεα πολλὰ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων ἐς πεδίον προχέοντο Σκαμάνδριον : αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμερδαλέον κονάβιζε ποδῶν αὐτῶν |
| ἐς ἰθὺ τὸ μὲν ἐξέχον ἀπωθεῖν , τὸ δὲ ἐναντίον ἀντωθεῖν . ἴησις δὲ ἢ σταιτὶ ἢ ὀθονίοισι . μὴ | ||
| ἄνω . φασὶ δὲ καὶ τὴν πεύκην καὶ τὴν ἐλάτην ἀντωθεῖν . τὸ δὲ τῆς Εὐβοϊκῆς καρύας , γίνεται γὰρ |
| τῇ ἑαυτῶν ἐκτάσει μεγεθύνονται . Καὶ διατί μὴ τῇ αὐτῇ ἐκτάσει ἀρκεῖται τὸ α , ὡς Μήδεια Μηδία ; † | ||
| ἐπαύξησις ἀκολουθεῖ , οἷον ἵσταθι καὶ κατὰ ἀποκοπὴν ἵστα καὶ ἐκτάσει ἵστη : „ μέγεθος δ ' ὃς ἵστη „ |
| . Λεύσσοντες : βλέποντες . ἐν ἕρκεϊ : δικτύων . πεπτηῶτας : περιπεσόντας , πεσόντας . Ἄλλους : σκόμβρους . | ||
| ἄφαρ διέχευαν ἄελλαι ζαχρηεῖς , αὐτοὺς δ ' ἐπὶ δούρατι πεπτηῶτας νήσου Ἐνυαλίοιο ποτὶ ξερὸν ἔκβαλε κῦμα λυγαίῃ ὑπὸ νυκτί |
| ἐνηλλαγμένος . θ μεταλλακτὸς ] + διά τινος χρόνου . μεταλλακτὸς ] ἴσως ἀλλοιωθείη ἄν . Ξ ἴσως ] τάχα | ||
| ἔχουσιν . . λήματος ἀντροπαίᾳ ] φρονήματος μεταβολῇ . χρονίᾳ μεταλλακτὸς ] μετὰ ταῦτα ἐνηλλαγμένος . . θαλερωτέρῳ ] ἡμερωτέρῳ |
| ἐπιθυλλίδας λέγεσθαι . Πολέμων δ ' ὁ περιηγητὴς κιττῆσαί φησι γηθυλλίδος τὴν Λητὼ κύουσαν τὸν Ἀπόλλωνα , ὅθεν τιμῆς τοιαύτης | ||
| ὁ περιηγητὴς ἐν τῷ περὶ Σαμοθρᾴκης καὶ κιττῆσαί φησι τῆς γηθυλλίδος τὴν Λητώ , γράφων οὕτως : διατέτακται παρὰ Δελφοῖς |
| . λισσάδες : ἀντὶ τοῦ ὑψηλαί , ἀνάντεις . λισσάδες ἐρρίζωνται : ἐν βάθει τεθεμελίωνται . ἀμφιλαφεῖς : ἀνθηραί , | ||
| τῆς ἤτοι πίσυρες κοῖλοι ὑπένερθεν ὀδόντες ἀγκύλοι ἐν γναθμοῖς δολιχήρεες ἐρρίζωνται ἰοδόκοι , μύχατος δὲ χιτὼν ὑμένεσσι καλύπτει : ἔνθεν |
| Ἐκ παιγνίων λάμβανε διδασκαλίαν λόγον στορεστὴν τυγχάνειν παθημάτων . ] Ὑπόκειται Πολύφημος ὁ Κύκλωψ ἐρῶν τῆς Γαλατείας καὶ παρηγορῶν τὸν | ||
| . Μνασέας Κόλχους φησὶ κληθῆναι ἀπὸ Κόλχου τοῦ Φάσιδος . Ὑπόκειται Σιμαίθα Δέλφιδος Μυνδίου τινὸς ἐρῶσα , ὃν παιδικοῖς προσλιπαροῦντα |
| τῆς Ἰαλύσου . καὶ πρότερον μὲν ἐκαλεῖτο Μεταποντίς , εἶτα Αἴγλη . τὸ ἐθνικὸν Συμαῖος , ὡς Κυμαῖος Δυμαῖος . | ||
| ἔμπεδον αὔτως ἐξέφανεν , θάμβος περιώσιον . ἔκφατο δ ' Αἴγλη μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀμειβομένη χατέοντας : “ Ἦ ἄρα δὴ |
| δὴ τότε πείσματα νηὸς ἐπὶ πνοιῇς ἀνέμοιο λυσάμενοι , προτέρωσε διὲξ ἁλὸς οἶδμα νέοντο : ἡ δ ' ἔθεεν λαίφεσσι | ||
| ἀφρὸς ἦν περὶ στόμα . κύψαντες ὕβριν ἁθρόην ἀπέφλυσαν . διὲξ σωλῆνος εἰς ἄγγος , ! ] ε ? παρθένοι |
| : οἷον , φοιτητὴς οὖν ὁ φοίτης : ἀεροφοίτης . Ῥίγος τὸ ρι υ : ἀπὸ γὰρ τοῦ φρίσσω φρίγος | ||
| : οἷον , φοιτητὴς οὖν ὁ φοίτης : ἀεροφοίτης . Ῥίγος τὸ ρι υ : ἀπὸ γὰρ τοῦ φρίσσω φρίγος |
| τοῦ εὐθέοϲ ἐντέρου . ἐγγίγνεται ὦν ἐν ἅπαϲι ἕλκεα : δυϲεντερίη δὲ τῶνδε τῶν ἑλκέων αἱ ἰδέαι : διὰ τόδε | ||
| θερμὸν ἥκῃ . ἐπὶ χρονίῃ δὲ νούϲῳ καὶ ἥδε καὶ δυϲεντερίη καὶ λειεντερίη τίκτεται . ἀλλὰ καὶ χανδὸν ψυχροποϲίη κοτὲ |
| γ εἰς ζ πέφυζα : ἡ μετοχὴ ὁ πεφυζώς καὶ πεφυζότες . . . , : εἰλήλουθμεν [ ἤγουν ἐληλύθαμεν | ||
| Ἀχιλῆα πελώριον : αὐτὰρ ὑπ ' αὐτοῦ Τρῶες ἄφαρ κλονέοντο πεφυζότες , οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνεθ ' : ὃ δ |
| ἐπὶ μὲν τὸ ἕτερον μέρος , τὸ μεῖζον , τῇ ὀκτάδι : μετὰ γὰρ τὸν ζ ὁ η ἔστιν , | ||
| διδόμενον ἀριθμὸν μήτε δυάδα εἶναι μήτε τινὰ τῶν ἀπὸ δυάδος ὀκτάδι παραυξανομένων . Ἐπιτετάχθω δὴ τὴν Μο διελεῖν εἰς τρεῖς |
| μὲν οὖν τηκόμενον πάντως καὶ ἰαίνεται : αἶψα δ ' ἰαίνετο κηρός , ἐπεὶ κέλετο μεγάλη ἴς ἠελίοιο . οὐ | ||
| . ἐπὶ δὲ τοῦ ἐθερμαίνετο “ ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ , ἰαίνετο δ ' ὕδωρ . ” ἰαύων κοιμώμενος . ἰάψῃ |
| ] ⌈ ἀργῶ , ⌈ πιέζομαι , συνθλίβομαι / ⌈ στρὰγξ γάρ [ στράγξ στρὰξ δέ ] ἐστιν ὁ διὰ | ||
| . ἔστι δὲ μεταφορικὸν ἀπὸ τοῦ πάθους τῆς στραγγουρίας : στρὰγξ γὰρ ἡ στραγγουρία : καὶ λέγεται , ὅταν τις |
| ἑξήκοντα πλεῖστον ἢ πεντήκοντα ἢ ἑκατὸν ἀμφοτέροις , ἐάνπερ ἡ δᾷς τυγχάνῃ πίειρα . συνθέντες οὖν αὐτὴν οὕτως καὶ κατασκεπάσαντες | ||
| . . ἀκατάληκτον . ἔργον ] χρεία , πρᾶγμα . δᾷς ] δᾳδίον , λαμπάς . ἱέναι ] διδόναι . |
| : καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται . ἀπὸ τοῦ ῥύω ῥυήσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔρρυον , ὁ παθητικὸς | ||
| τὰ ἀπὸ τῆς ἕκτης τῶν βαρυτόνων , κύω κυΐσκω , ῥύω ῥυΐσκω , καὶ τὰ ἀπὸ τῆς τρίτης τῶν περισπωμένων |
| τὸ ἐθνικὸν Νωμεντανός . Διονύσιος ἐν δευτέρῳ Ῥωμαϊκῆς ἀρχαιολογίας . Νώνακρις , πόλις Ἀρκαδίας . Ῥιανὸς ἐν Ἠλιακῶν πρώτῳ . | ||
| προσεγένετο δὲ καὶ Τρίπολις ὀνομαζομένη , Καλλία καὶ Δίποινα καὶ Νώνακρις . τὸ μὲν δὴ ἄλλο Ἀρκαδικὸν οὔτε τι παρέλυε |
| τὸ ὅλον μέγεθος ὡς σπιθαμῆς τὸν δὲ καρπὸν λευκόν . ἀμᾶται δὲ ὅταν ἄρτι περκάζῃ σταφυλή , καὶ ξηρανθεὶς ὁ | ||
| ἀράχνης ἤματος ἐκ πλείου , ὅτε τ ' ἴδρις σωρὸν ἀμᾶται : τῇ δ ' ἱστὸν στήσαιτο γυνὴ προβάλοιτό τε |
| στρογγύλης ῥαφανῖδος . ἱστοροῦσι δὲ τὴν Λητὼ κύουσαν τὸν Ἀπόλλωνα κιττῆσαι γηθυλλίδος : διὸ δὴ τῆς τιμῆς τετυχηκέναι ταύτης . | ||
| στρογγύλης ῥαφανῖδος . Ἱστοροῦσι δὲ τὴν Λητὼ κύουσαν τὸν Ἀπόλλωνα κιττῆσαι γηθυλλίδος : διὸ δὴ τῆς τιμῆς τετυχηκέναι ταύτης . |
| δὲ κρέασι ἐσθίειν κατὰ τὸν κανόνα τὸν προλεχθέντα καὶ ὅσα ὀστρακώδη τὰ λεγόμενα ζῳόφυτα τουτέστιν ὄστρεια , παγούρους καὶ ἀστακοὺς | ||
| ὁ δὲ ζωμὸς αὐτοῦ πινόμενος κωλικοὺς στροφουμένους ἰᾶται . Μυάκια ὀστρακώδη εἰσι . τούτων τὸ ἀπόζεμα ποθὲν γαστέρα μαλάσσει . |
| φάτο , Τυδεΐδης δ ' ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω μῆνιν ἀλευάμενος ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος . Αἰνείαν δ ' ἀπάτερθεν ὁμίλου θῆκεν Ἀπόλλων | ||
| Ἀτρεΐδῃ Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον . Χρύσης δ ' αὖθ ' ἱερεὺς ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων λυσόμενός τε |
| γιεʹ : καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις ὥραις γ ∠ ʹιβ : ἡ δὲ Οὐολουβιλὶς ἔχει τὴν μεγίστην ἡμέραν ὡρῶν | ||
| . . . . . ογ ∠ ʹ κη ∠ ʹιβ Φαράθα . . . . . . . . |
| μάχην . πανυπείροχοι : πολυμεγάλαι . Ἀντίβολον : ἔμπροσθεν . πρώρης : τῆς . μετωπαδόν : ἐξ ἐναντίας . ἐγχρίμπτονται | ||
| σφιν ἄρ ' ἐρήτυεν μεμαῶτας , δὴ τόθ ' ὑπὲρ πρώρης ὀλοὸν περιέζεεν ὕδωρ νειόθεν , ἐκ μυχάτου δὲ βυθοῦ |
| παρ ' Εὐφορίωνι ἐν Μοψοπίᾳ , ὡς ἐπὶ τοῦ οἱ ἐπιθύουσι βῶν λίες . . . . , καὶ πάλιν | ||
| πέρι τεθνηῶτος , οἳ δὲ ἐρύσσασθαι ποτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Τρῶες ἐπιθύουσι : μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν : κεφαλὴν |
| ξυντονώτερον ἤπειξα , καὶ πρὸς τοὺς ὄντως Ἀβδηρίτας ἐπὶ τῇ σκοπιῇ ἀναμένοντάς με , ἄνδρες , ἔφην , τῆς πρὸς | ||
| ἐπήρχετο αὐτοῖς ἀπροόπτως προπάροιθεν ὑψηλὸν καὶ μέγα κῦμα παραπλήσιον ἀπερρηγμένῃ σκοπιῇ ἤτοι ὄρει . ἀποτμῆγι : ἀπορρωγάδι . ἤμυσαν : |
| ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους τῆς παρασκευῆς : ὀχλῶδες μὲν ἤτοι τὸ περισκελὲς καὶ ὀχληρὸν ἢ τὸ πολύ . λέγει δὲ ὅτι | ||
| διακεχυμένων καὶ συμπαθῶν . Μέλαν ἦθος , θῆλυ ἦθος , περισκελὲς ἦθος , θηριῶδες , βοσκηματῶδες , παιδαριῶδες , βλακικόν |
| . . κυανοχαῖτα Ποσειδάων : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ κυανοχαίτης . . . . . ἡ διπλῆ ὅτι ἅπαξ | ||
| ἑλλανοδίκου , γυνή ὁ μισογύνης τοῦ μισογύνου , χαίτη ὁ κυανοχαίτης τοῦ κυανοχαίτου , τέχνη ὁ κλυτοτέχνης τοῦ κλυτοτέχνου : |
| Πρόσκειται πάλιν βαρύτονα διὰ τὰ ὀξύτονα , οἷον διὰ τὸ προβλής προβλῆτος καὶ ἀβλής ἀβλῆτος : ταῦτα γὰρ διὰ καθαροῦ | ||
| περισπασθῇ , κατὰ πάθος γέγονε . τὸ μέντοι γυμνής ἀβλής προβλής ἐπιθετικὰ ὄντα ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπιθετικὰ δισύλλαβα |
| ἔχω , ὀχὴ , ὀκωχή : ἥκω , ἀκὴ , ἀκωκή : οὕτω μένω τὸ προθυμοῦμαι , μενὴ μενωνὴ , | ||
| τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών |
| τῶν καταϲτάϲεων , ἀλλὰ καὶ κωλύϲει γενέϲθαι ταῖϲ τοῦ περιέχοντοϲ ἀμέτροιϲ κράϲεϲιν τὴν ἐναντίαν ἐπιτεχνώμενοϲ δίαιταν . ὅϲα μὲν οὖν | ||
| λεγομένων . Περὶ τῶν ἐπὶ διαρροίαιϲ ἢ αἱμορραγίαιϲ ἢ ἱδρώτων ἀμέτροιϲ κενώϲεϲι λειποθυμούντων . τοῖϲ μὲν οὖν ἐπὶ χολέραιϲ καὶ |
| ἁνύειν : δασύνουσιν οἱ Ἀττικοί . καὶ δῆλον ἐκ τῆς συναλοιφῆς . καθήνυσαν γάρ . ἀσύφηλος ὕβρις : ἡ μετὰ | ||
| λέγοντες ὡς χρυσῆν . πῶς ἔδοξεν ὁ Ἡγέλοχος ἐκ τῆς συναλοιφῆς γαλῆν εἰπεῖν ; τὸ μὲν γὰρ περισπωμένως προενέγκασθαι οὐ |
| γωνία τῇ ἐναλλὰξ ὑπὸ ΡΠΤ ἴση . ἐὰν δὲ ἡ ΤΦ παράλληλος ᾖ τῇ ΡΠ , διὰ τὰς ἴσας ἐναλλὰξ | ||
| οὕτως ὁ ἀπὸ τοῦ ΡΦ παραλληλογράμμου κύλινδρος περὶ ἄξονα τὸν ΤΦ πρὸς τὸν ἀπὸ τοῦ ΞΦ παραλληλογράμμου κύλινδρον περὶ τὸν |
| προηγούμενος τοῦ μεσημβρινοῦ , καὶ ὁ μέσος τῶν ἐν τῇ κάλπιδι τοῦ Ὑδροχόου , ὡς ἡμιπήχιον προηγούμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . | ||
| αὐτὸς ἦν ὡροσκόπος . καὶ πάλιν εἰ ὁ ἐν τῇ κάλπιδι τοῦ ὑδροχόου γεννηθεὶς ναυαγήσει , πῶς οἱ ἀπὸ Τροίας |
| καὶ τῆς ῥινὸς αὐτοῦ . ἀπισονασάτρα : παίζει ὡς τῇ Περσικῇ διαλέκτῳ χρώμενος . ξυνήκαθ ' ] ἔγνωτε . ] | ||
| . βραδύνειν . καιρὸς . Ἑλληνικὴ . ἡ Ἑλληνικὴ . Περσικῇ . τῇ Περσικῇ δηλονότι . τὸν ἔμβολον τὸν εἰς |
| κρυεροῦ διὰ χώρου , ἀργυροειδὲς ὕδος προρέων , λίμνη τε κελαινή ἀνδέχεται : παταγεῖ δὲ παρ ' ὄχθαισιν ποταμοῖο δένδρεα | ||
| , οὐδ ' ἐπὶ μῶλον δηθύνει , θαλάμης δὲ διαΐξασα κελαινή , αὐχένα γυρώσασα , χόλῳ μέγα παιφάσσουσα ἀντιάᾳ : |
| ὧς τότε κεῖνο πέλωρον ἀπειρεσίας ἐλέλιζε ῥυμβόνας , ἀζαλέῃσιν ἐπηρεφέας φολίδεσσιν . τοῖο δ ' ἑλισσομένοιο κατ ' † ὄμματος | ||
| θνητοῖς ὀλοὸν τέρας , οὐ φατὸν εἰπεῖν . Χρυσαῖς γὰρ φολίδεσσιν ἐθείρεται , ἐν δ ' ἄρα πρέμνον ἀπλάτοις ὁλκοῖσι |
| ἤτοι λευκὰ καὶ μὴ βεβαμμένα ἢ πεποικιλμένα , τὰ δὲ περιστρώματα ῥήγεα καλά , πορφύρεα . πρῶτοι δὲ Πέρσαι , | ||
| , χλαῖναι , τάπιδες , ξυστίδες : τάχα δὲ καὶ περιστρώματα . Εἴρηται γὰρ παρά τε Φιλίστου ἐν τῇ ἕκτῃ |
| κομισθέντες πῆδα ϝὸν θέλωσα φίλης ἀγκάλης ' ἑλέσθη τού τε νῶε † νίκας ' ὁ μεγαλοσθενὴς † Ὠαρίων χώραν τ | ||
| εὐθεῖαν σημαινούσηςοὐ . γὰρ ὑγιὲς τὸ λέγειν ὡς ἀκόλουθος τῇ νῶε , ὅτε οὐδὲ Ὅμηρος ἐχρήσατο . Πρὸς οἷς δοθήσεται |
| τὸ σκόροδον . παίζων οὖν παρεικάζει αὐτῷ τὸν πατέρα . δοθιὴν δὲ φῦμα . . . ἐοικός . σαυλοπρωκτιᾶν : | ||
| σειρήν : τιβήν : πυθμήν : ἀτμήν : σεσημείωται τὸ δοθιὴν διὰ καθαροῦ τοῦ ην ἐκφερόμενον : καὶ τὸ Ἔγκτην |
| τῇ παρὰ τὸν ποταμὸν πυλίδες ἐπῆσαν , ὅσαι περ αἱ λαῦραι , τοσαῦται ἀριθμόν : ἦσαν δὲ καὶ αὗται χάλκεαι | ||
| , λευκόχρους Ἕλληνες . λαύρας καὶ τὰς ἀμάρας Ἀριστοφάνης . λαῦραι δὲ καὶ τὰ ἄμφοδα . λητουργεῖν διὰ τοῦ η |
| : παρ ' οὗ καὶ νειφάλιος διὰ διφθόγγου , καὶ νιφὰς καὶ νιφετὸς διὰ τοῦ ι , ἀφ ' οὗ | ||
| τοῦ ῥήματος . ἰδοὺ γὰρ τὸ εἴρω ἶρις , νείφω νιφὰς , λείβω λιβὰς , καὶ τὰ ὅμοια . Πίδα |
| γὰρ εἰδέναι ὅτι τὰ μέλανα οὖρα ἢ ἐπὶ καταψύξει καὶ νεκρώσει τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ καὶ τοῦ αἵματος καὶ τῶν χυμῶν | ||
| καταφοράν τε ἐργάζεται , καὶ χρὴ γινώσκειν ὡς ὅμοιόν τι νεκρώσει πάσχοντα τὰ μόρια καὶ τῶν ὀδυνώντων αἰτίων ἀναίσθητα γίνεται |
| ὀρίνει λαίλαπι καὶ ῥιπῇσι , Θυτήριον εὖτ ' ἀλεγεινὸν ἀντέλλῃ ναύτῃσι φέρον πολύδακρυν ὀιζύν : ὣς οἵ γ ' ἐσσεύοντο | ||
| . ὡς δ ' ὅτ ' ἂν ἐκ πόντοιο σέλας ναύτῃσι φανήῃ καιομένοιο πυρός , τό τε καίεται ὑψόθ ' |