καὶ κολποῦνται καὶ μάλιστα οἱ ἔξωθεν : καὶ τὸ αἷμα κατελθὸν ἀπὸ τῆς μητρὸς ὅ τι ἂν ἡ σὰρξ πνέουσα
δ ' ὑμῶν ἄρξοντες . τὸ δ ' ὑμέτερον πλῆθος κατελθὸν τοὺς μὲν πολεμίους ἐξήλασε , τῶν δὲ πολιτῶν καὶ
5192142 περισπων
, ὁ δὲ Καῖσαρ κατὰ τὸ δεξιὸν προσῆγε τὴν στρατιὰν περισπῶν εἰς αὑτὸν τοὺς βαρβάρους . οἱ μὲν δὴ ἀπομάχεσθαι
μὲν παροξύνων ἵππων ἐρεῖ μὴ διδόναι τέλος . ὁ δὲ περισπῶν τὸν πιπράσκοντα . κατὰ δὲ ὁμωνυμίαν , οἷον τοῦ
5153296 ἀκωλυτοι
οὐ κώλυσιν ἔχει εἰς τὸ δραμεῖν , οὕτω καὶ ἡμεῖς ἀκώλυτοι καὶ χωρὶς ἐμποδίου ταύτην ἐμπρήσομεν , ἢ γυμνὴν αὐτὴν
οὐ κώλυσιν ἔχει εἰς τὸ δραμεῖν , οὕτω καὶ ἡμεῖς ἀκώλυτοι καὶ χωρὶς ἐμποδίου ταύτην ἐμπρήσομεν , ἢ γυμνὴν αὐτὴν
5036572 ἀναδραμοντες
μὲν δὴ τούτων εἰσαῦθις . Ἐπ ' ἀρχὴν δὲ μόλις ἀναδραμόντες εἴπωμεν πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὅτι μὲν κατὰ τὸ ὄναρ
χυμῶν . πολλάκις δὲ καὶ ἕλμινθες ἐκ τῶν κάτω μερῶν ἀναδραμόντες ἐπὶ τὸ στόμα τῆς γαστρὸς ἐργάζονται καρδιακὰς διαθέσεις καὶ
4996389 πηδᾳν
ἀνατρέχοντα ἄνω . χρεία δ ' ἐκ τῆς πέτρας εὐκόλως πηδᾷν εἰς τὴν ἅλα τὸν ἁλιέα , καὶ ἀπὸ ἐξ
μετ ' ἄλλου γυμνάζεσθαι . Ἀκταίνειν . γαυριᾷν καὶ ἀτάκτως πηδᾷν . Ἀκταίνειν , ἀκολασταίνειν , γαυριᾷν καὶ ἀτάκτως πηδᾷν
4988723 ποῤῥω
καὶ ἀπὸ τῶν συμβεβηκότων : καὶ αὗται ἢ ἐγγὺς ἢ πόῤῥω τῆς οὐσίας . εἰ γὰρ εἴποι πυρετὸν νοτιώδη ,
, καὶ τοῖς λεγομένοις οὐκ ἀντιλέγοντας : ὅτι καὶ οἱ πόῤῥω που τελευτήσαντες ἀξιοῦνται παρὰ ξένων καὶ τῶν οὐ προσηκόντων
4969334 ἐνεχθῃ
ὑπογάστριον . Ἐπειδὰν δὲ συρραγῇ , εἰ μὲν ἐπὶ κύστει ἐνεχθῇ τὸ πῦον καὶ σὺν τοῖς οὔροις ἐκκρίνεται , γαλακτοποσίας
, τούτων δὲ ἡμῖν οὐκ ἐρχομένων , μέχρις ἂν ψῆφος ἐνεχθῇ περὶ ἡμῶν , οὐκ αἰτιασόμεθα τὴν σιωπήν . Ἥκει
4934040 ἀναπλευσαι
πρόσωπον καὶ τόπον , οὐκοῦν ὑμῶν μὲν μὴ δυναμένων ἐνθένδε ἀναπλεῦσαι , ἐκεῖ δὲ μηδεμιᾶς οὔσης ἑτοίμου βοηθείας . πάνυ
Διότιμον δὲ τὸν Στρομβίχου πρεσβείας Ἀθηναίων ἀφηγούμενον διὰ τοῦ Κύδνου ἀναπλεῦσαι ἐκ τῆς Κιλικίας ἐπὶ τὸν Χοάσπην ποταμόν , ὃς
4895010 ἐπιχειρουντος
τὴν πόλιν καὶ τὸ κοινόν . οὕτως οὖν τοῦ φεύγοντος ἐπιχειροῦντος , ὁ διώκων ἀντεπιχειρήσει λέγων , ὅτι χρὴ ταῦτα
οὗ συμβαίνει μὴ διαμαρτεῖν τὰς δριμύτητας πρός τε εὐπορίαν τοῦ ἐπιχειροῦντος καὶ πρὸς διάκρισιν τῶν τε ἄνω κεφαλαίων καὶ τῶν
4862667 καταρακτας
. Βαθυκρήμνοιο δὲ Συήνης , πολλοὺς ἐχούσης κρημνοὺς διὰ τοὺς καταράκτας . Ἐρυμνὸν δὲ ὑψηλὸν , μέγα , δεινὸν ,
ἐπὶ τῶν ποταμῶν τοῦτο γένοιτ ' ἄν , εἰ μὴ καταράκτας ἔχοιεν : ἔχοντες δὲ οὐ παλιρροοῦσιν , ἀλλ '
4851084 Βορεαν
εἰς Ζέφυρον , ὁ δὲ Ζέφυρος ἔτι μᾶλλον λεπτυνόμενος εἰς Βορέαν ἀποκαθαίρεται : διὸ καὶ λέγει ὦρσε δ ' ἐπὶ
θάλασσαν ἐπιρρεῖν ἕως εἰς τὴν Λιβύην ἐστραμμένην τε εἶναι πρὸς Βορέαν τε καὶ Ἄρκτους , καὶ τὸν μὲν ἄλλον χρόνον
4823646 κωλυμα
, καὶ τοὺς ἁβροτέρους κολάζουσι τὸ γὰρ τερπνὸν τοῦ βίου κώλυμα νομίζουσι τῶν ἀναγκαίων ἀνεπαχθῶς δὲ . . . :
περιτροπήν . περιτρέπει γὰρ καὶ μεθίστησι πᾶν τὸ τῆς ἐνεργείας κώλυμα ἡ διάνοια εἰς τὸ προηγούμενον καὶ πρὸ ἔργου γίνεται
4789091 βεβηκοτος
τομῇ . παρατηρητέον δὲ , ὅτι ἐν ταῖς ἀπὸ τοῦ βεβηκότος ἀντιλήψεσιν , ἐὰν πράγματα μεταστατικὰ δύο τυγχάνῃ , τῷ
, τὸν εὖ πάντα σκοπούμενον . εὐσταθέος εὖ καὶ καλῶς βεβηκότος . εὖτε ἡνίκα . εὔφρων εὖ τὰς φρένας διακείμενος
4768183 δεξαμενης
πλοῦτον οἴκοθεν εἰς τὴν Τυρρηνίαν ὥστε αὐτὸς μὲν ἦρξε τῆς δεξαμένης αὐτὸν πόλεως , ὁ δ ' υἱὸς αὐτοῦ καὶ
οὐδὲ ἐπ ' εὐθείας προσθήκην δεξαμένης οὐδὲ ἐπὶ δεξαμενῆς ὕδωρ δεξαμένης εἰς προσθήκην . φέρε οὖν ἡμεῖς ταῦτα διακρίνωμεν ἄλλως
4760567 καταβαινειν
τῇ Ἀρτέμιδι , συνθήκας ποιησάμενος πρὸς αὐτήν , μηδεμίαν ἐκεῖ καταβαίνειν γυναῖκα . ὅταν οὖν αἰτίαν ἔχῃ τις οὐκ εἶναι
, ὀλίγον ἐπισχόντες αὐτόθι χρόνον καὶ λογισμοὺς παντοδαποὺς λαβόντες , καταβαίνειν μὲν ἀπὸ τῶν μετεώρων καὶ συλλαμβάνειν τῆς μάχης ἀπέγνωσαν
4760335 ὀπτικον
βοσκηθείς : μασηθείς * αὐγήεντα : γράφεται ὀπτήεντα , ἤτοι ὀπτικόν * τίθησι : ἀπεργάζεται θιβρὴν δὲ τὴν θερμὴν καὶ
ὁ Ἀριστοτέλης ταῖς φυσικαῖς γραμμαῖς ὡς μαθηματικαῖς ἔφη κεχρῆσθαι τὸν ὀπτικόν , ὀρθῶς γε τοῦτο ποιοῦντα , καὶ ἐπὶ τὰ
4752490 φαρυγγος
. . φρὴν δὲ ἐστὶν ὑμήν τις διήκων ἀπὸ τοῦ φάρυγγος μέχρι τῶν ὑπογαστρίων μερῶν . διερχόμενος οὖν ἔνθεν κἀκεῖθεν
τὸ πλέον καὶ φλεγμονὰς ἐργάζονται . Τῶν μὲν ἐντὸς τοῦ φάρυγγος μυῶν φλεγμαινόντων , συνάγχη λέγεται τὸ πάθος , τῶν
4747476 Μανη
ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ ξηροὺς ἅλας . τότε μέν γε , Μανῆ , σου κατεκοττάβιζον ἄν . νυνὶ δὲ καὶ κατεμοῦσι
ἀλλὰ διὰ προφάσεως πλείονος ἐρεθίζει . ἐκοιμήθης . . ὦ Μανῆ : Οἰκέτης ὁ Μανῆς . ὅπου τὸ Πανὸς καλόν
4743894 μοληι
ἅρμα καὶ ἵπποι ἑστᾶς ' , ὄφρ ' Ἠὼς ἠριγένεια μόληι : ἔνθ ' ἐπέβη ἑτέρων ὀχέων Ὑπερίονος υἱός .
απα [ . . . [ ! ´αρ ] ? μόληι : ποτνια ! [ ] ῶπιδ [ [ ]
4732687 παφλαζοντος
ἔστι δὲ ὑπερβατὸν καὶ πέλας τοῦ κρατῆρος τοῦ Ἅιδου τοῦ παφλάζοντος ἐκ βυθῶν τῷ πυρί . Ἅιδου δὲ κρατῆρα λέγει
περιάψειεν , ὀλισθαίνειν διακωλύσει τὸ βρέφος . κἂν ἐν λέβητι παφλάζοντος ὕδατος ἐπιψαύσῃ , τὴν τοῦ πυρὸς νικήσει πάντως ἰσχύν
4723943 Ἑως
ἐντὸς περιλαμβάνειν τὸ σῶμα . οἷον σκεπαστήριά τινα ὄντα . Ἕως . ἐτυμολογεῖται Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ ἠὼς διὰ τοῦ ε
ἦν Μιλυάς , οἱ δὲ Μιλύαι τότε Σόλυμοι ἐκαλέοντο . Ἕως μὲν δὴ αὐτῶν Σαρπηδὼν ἦρχε , οἱ δὲ ἐκαλέοντο
4720518 πεδινοι
βοστρυχώδη , χρυσᾶ κἀκεῖνα , καὶ κατωφρύωνται μᾶλλον ἢ οἱ πεδινοὶ ὄμμα τε ὑποκάθηται τῇ ὀφρύι δεινὸν καὶ ἀναιδὲς δεδορκός
ποικίλλουσιν ἐπιχρίστοις φαρμάκοις δυσεξίτηλον ἔχουσι τὸ ἄνθος . οἱ δὲ πεδινοὶ καίπερ ἔχοντες χώραν οὐ γεωργοῦσιν , ἀλλὰ ἀπὸ προβάτων
4715891 εἰσελθῃ
. ἆρ ' οὖν ἔφην εἰς μὲν τὰς οἰκίας ἐπειδὰν εἰσέλθῃ , ἅπτεται ὑμῶν , εἰς δὲ τὴν ἀγορὰν ἐπειδὰν
τῷ θείῳ σώματι , πόρρω τυγχάνουσιν οὖσαι : ἐπειδὰν δὲ εἰσέλθῃ τοῦτο εἰς θνητὸν σῶμα , κἀκεῖνα ἐπιφοιτᾷ καὶ τῇ
4715550 τυφλων
οὐ πλουτίζουσιν ἀγαθά , οὐ μέμφονται ἴδιον ἦθος ἀφροσύνης . τυφλῶν ἐστι μὴ δέξασθαι ἃ δίδωσι χρηστὰ δαίμων . Σίβυλλα
καὶ ἀφορμάς . ἡγεμόνιος δὲ λέγεται καὶ ὁ ὁδηγὸς τῶν τυφλῶν : διὸ φησὶ , Ἀλλ ' ὁ θεὸς ἤδη
4698529 Σακαδα
οὐδεμιᾶς , αὐλῶν δὲ Βοιωτίων καὶ Ἀργείων : τά τε Σακάδα καὶ Προνόμου μέλη τότε δὴ προήχθη μάλιστα ἐς ἅμιλλαν
Ἀρίων δὲ ὁ Μηθυμναῖός ἐστιν ἐπὶ δελφῖνος . ὁ δὲ Σακάδα τοῦ Ἀργείου τὸν ἀνδριάντα πλάσας , οὐ συνεὶς Πινδάρου
4693167 ἑδρας
, μερόπων ἀρχὰ καὶ τέρμα , τὺ καὶ Σοφίας θακεῖς ἕδρας καὶ τιμὰν βροτέοις ἐπέθηκας ἔργοις : καὶ τὸ καλὸν
καὶ τὰ πατρῷα χαριεῖται πάντα , καθάπερ καὶ τῷ τὰς ἕδρας τοῦ πάθους καὶ βάσεις πτερνίζοντι Ἰακώβ , ὃς ὡμολόγησεν
4687922 λαζεται
καὶ κόπος ἔχει ἰσχυρὸς , καὶ πνεῦμα ἑκταῖον ἢ ἑβδομαῖον λάζεται . Τοῦτον ἢν μὴ ἑβδομαῖον ὁ πυρετὸς ἀφῇ ,
σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν λάζεται , καὶ τὸ φῶς φεύγει καὶ τοὺς ἀνθρώπους ,
4680905 ἀναδραμειν
θᾶττον φερόμενος καὶ πάντῃ διᾴττων . τὸ γὰρ ἅπαξ λεχθὲν ἀναδραμεῖν μὲν οὐκ ἔστιν , ἔξω δὲ φερόμενον , τάχει
γυμνητεύοντι κτήσασθαι τὸ ἐπικόσμημα καὶ πρὸς τὴν συγγένειαν τὴν ἀρχαίαν ἀναδραμεῖν . Οὐ γὰρ μωραίνομεν , ἄνδρες Ἕλληνες , οὐδὲ
4664514 ἀπεραντον
ποικιλίαν : ἀπέραντον μὲν γάρ τι πλῆθος εἶναι καρπῶν , ἀπέραντον δὲ ῥιζῶν , ὧι χρῆται τὸ ἀνθρώπινον γένος :
Βόλβη τὴν ἀπόπυριν Ὀλύνθῳ , καὶ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἀπέραντον πλῆθος ἰχθύων ἐκ τῆς λίμνης εἰς τὸν Ὀλυνθιακὸν ἀναβαίνειν
4661024 κωλυσις
ἀπὸ γνώμης : λόγος ἁμαρτίας ἀποτροπῆς ἕνεκεν . Βοήθεια κακοῦ κώλυσις ὄντος ἢ γινομένου . Κόλασις ψυχῆς θεραπεία ἐπὶ ἁμαρτήματι
αὐτὴν ἔχοντος ἰσχὺν ἑκατέρου : αἰδώς τ ' ἀλλήλων καὶ κώλυσις τοῦ καθ ' ἡδονὴν ζῆν φιλοτιμία τε πρὸς ἀρετῆς
4659527 ἐκτομης
δυσκράτητον ἐμποιεῖ : ἅμα δὲ καὶ διὰ τὸ βάθος τῆς ἐκτομῆς δυσχερὲς συσσάρκωσιν γενέσθαι . ὅταν δ ' ᾖ κεχωρισμένη
εἶπε πώεα μήλωνἐμπρέπουσαν , ὡς τὸ γόνιμον καὶ τούτων τῆς ἐκτομῆς ἀφαιρούσης . μήποτε δὲ καὶ αὕτη φυσικῶς ἡ ἑξὰς
4655008 στενοχωρουμενον
ἔχον ὅθεν διαφορηθῆναι , πολυπλασιάζεται , πολυπλασιαζόμενον δὲ στενοχωρεῖται , στενοχωρούμενον δὲ τῇ ῥύμῃ ποιεῖ τρῆμα ἐν τῷ σφαιρίῳ :
ἐπὶ πλέον γὰρ ἐν τοῖς τοιούτοις ἀναζεῖ , ἅτε μὴ στενοχωρούμενον , πλεονάζον δὲ αὐτὸ ἑαυτῷ ἐπανίσταται , καὶ οὐ
4653843 ἠλακατης
ὕδατος , ἐν δὲ ταῖς χερσὶν εἰργάζετο νήθουσα ἐκ τῆς ἠλακάτης τὸν ἄτρακτον , ὄπισθεν δὲ πρὸς τὴν ζώνην ἠκολούθει
ἴκρια [ ] κοῦφος ὀρούων [ ] ον ? ? ἠλακάτης δὲ κεραίης [ ἀτράκτιον ] ἔμβαλε πόντῳ [ ]
4630594 δειματος
ἐν ᾗ κατεστρατοπέδευσαν , ὃν ἐπὶ τοῦ κατασχόντος αὐτοὺς τότε δείματος ὠνόμασαν , ὡς ἡ πάτριος αὐτῶν σημαίνει γλῶσσα ,
νέος πολεμεῖν ἤρξατο . γέγραπται δὲ βωμός τε καὶ ὑπὸ δείματος παῖς μικρὸς ἐχόμενος τοῦ βωμοῦ : κεῖται δὲ καὶ
4624123 κενωθειη
τοῦτο πράξαντας πολλάκις : εἰ [ δὲ ? ] μὴ κενωθείη , καθιέναι σύμμετρον καθετῆρα πρὸς τὴν ἡλικίαν τοῦ κάμνοντος
τὴν τῆς παχύτητος ἀντιτυπίαν , ἀόρατον δέ ἐστιν , εἰ κενωθείη διὰ λεπτότητα τῆς ὕλης βίᾳ περιχυθείσης ἐκρυείσης τε τοῦ
4623359 ὑποδεχομενη
παρ ' Ἀθηναίοις , ἡ τοὺς φόρους παρὰ τῶν συμμάχων ὑποδεχομένη καὶ φυλάττουσα . Ἔρρε : ἀντὶ τοῦ φθάρηθι ,
' ἑκάστου τῶν κατ ' αὐτὴν ὀργάνων : ἡ μὲν ὑποδεχομένη τοὺς πόρους κοιλότης , ἣν οἱ μὲν ἀπὸ τοῦ
4623018 κρημνωδες
τοῦ τε λόφου καὶ τῶν ἔνδοθεν περιαυλισμάτων ἐπὶ μέγα ἐκτεινόμεναι κρημνῶδες ἀτεχνῶς καὶ δυσέμβολον οὐχ ἧσσον ἀπεδείκνυσαν τὸ χωρίον .
ἄστρα ἐθηεῖτο : καὶοὐ γὰρ ἐς μνήμην ἔθετοθηεύμενος ἐς τὸ κρημνῶδες ἐκβὰς καταπίπτει . Μιλησίοισι μέν νυν ὁ αἰθερολόγος ἐν
4622207 χοανην
πρῶτ ' ἐμηχανήσατο ὀφθαλμὸν ἀντίμιμον ἡλίου τροχῷ , ἀκοῇ δὲ χοάνην ὦτα διετετρήνατο . Διὰ τὴν χοάνην οὖν μήτ '
ἐκ δὲ τῶν κάτω , καθάπερ αὐτὸ τοὔνομα ἐνδείκνυται , χοάνην μεμίμηται : διατέτρηται γὰρ εἰς τὸ κάταντες αἰσθητῷ πόρῳ
4618764 δυσπαθειας
ὧδε ἔχει : σφοδρότητος γὰρ ἕνεκα τῆς ἀποκριτικῆς δυνάμεως καὶ δυσπαθείας αὐτῶν τῶν ὀργάνων , ὡς δηλοῖ καὶ τὰ δυσεντερικὰ
καθήκουσι , πιλούμεναι κατὰ τὴν διὰ τῶν ὀστῶν ὁδὸν ἕνεκα δυσπαθείας , ἐπειδὰν δ ' εἰς αὐτοὺς ἀφίκωνται τοὺς ὀφθαλμούς
4606429 ἀποσπαν
στενὸν ἦλθον , ἠναγκάζοντο τῶν νεῶν τινας ἀπὸ τῆς τάξεως ἀποσπᾶν , καὶ πολὺν ἐποίουν θόρυβον . ὁ δὲ ναύαρχος
. Ἔχειν δὲ καὶ σπογγίον αἴσθησιν : ἂν γὰρ μέλλοντος ἀποσπᾶν προαίσθηται , συσπᾶσθαι καὶ ἔργον εἶναι ἀφελεῖν : ταὐτὸ
4604011 μεθιασι
τροπὰς ἀπάρχονται τῆς ᾠδῆς , καὶ ἡλίου ἀπερχομένου τὸν ἑαυτῶν μεθίασι κέλαδον ὥστε μεσημβρίας εἰσὶν ᾠδικώτεροι : τέττιξ γοῦν θήλεια
τροπὰς ἀπάρχονται τῆς ᾠδῆς , καὶ ἡλίου ἀπερχομένου τὸν ἑαυτῶν μεθίασι κέλαδον ὥστε μεσημβρίας εἰσὶν ᾠδικώτεροι : τέττιξ γοῦν θήλεια
4599730 Φιλιας
ὀξύτονα μέν , οἷον ἀνδριάς , περισπώμενα δέ , οἷον Φιλιᾶς . Ἰστέον δὲ ὅτι πᾶν ὄνομα διὰ τοῦ ιας
ὀξύτονα μέν , οἷον ἀνδριάς , περισπώμενα δέ , οἷον Φιλιᾶς . Ἰστέον δὲ ὅτι πᾶν ὄνομα διὰ τοῦ ιας
4582514 μηχανης
ἀνέσπασας ἐπιστάς , τὸ τῶν τραγῳδῶν τοῦτο , θεὸς ἐκ μηχανῆς ἐπιφανείς . δοκῶ δέ μοι οὐκ ἀλόγως ἂν καὶ
ἐμὰς δῆσαι χέρας ; ἐς ἄπορον ἥκεις : δεῖ δὲ μηχανῆς τινος . δρῶντας γὰρ ἢ μὴ δρῶντας ἥδιον θανεῖν
4578948 ἐσκιρρωμενον
πυρίᾳ : πολλάκις γὰρ ἐν τῷ διακινεῖσθαι καὶ αἰωρεῖσθαι τὸν ἐσκιρρωμένον σύνδεσμον ἢ τένοντα ὑπὲρ τὸν ἀναφερόμενον ἀτμὸν διελύθη ὁ
ἐὰν δὲ τὸ ἄκρον τοῦ μαστοῦ ἢ καὶ ἕως ἡμισείας ἐσκιρρωμένον ᾖ , δοκιμαζέσθω ὁ ἀκρωτηριασμὸς χωρὶς καύσεως , οὐ
4576561 προειρηκει
τῷ κόπῳ δ ' ἀπαυδήσας πεσὼν ἔκειτο νεκρός , ὡς προειρήκει . τὸν ἵππον οὖν παρ ' αὐτὸν εὐθέως στήσας
μυδαλέας ἐξ αἰθέρος καὶ αἱματοέσσας δὲ ψιάδας κατέχευεν ἔραζε : προειρήκει γὰρ τῶν νῦν αἷμα κελαινὸν ἐύρροον ἀμφὶ Σκάμανδρον ἐσκέδας
4571844 ἐξεισι
τὸν Ἔρωτα . κἂν λύσηι δέ τις αὐτόν , οὐκ ἔξεισι , μενεῖ δέ : δουλεύειν δεδίδακται . Ἡδυμελὴς Ἀνακρέων
τηνικαῦτα καθῆραι τὸ σῶμα καὶ πιᾶναι : οὐ γὰρ πρότερον ἔξεισι τὰ ἔμβρυα σαπέντα , ἢν μὴ ἰσχυραὶ αἱ μῆτραι
4571365 ἀποιδεει
ὑπερώην : ἢν δὲ φλέγμα συστῇ ἐς τὴν ὑπερώην , ἀποιδέει καὶ ἐμπυΐσκεται . Ὅταν οὕτως ἔχῃ , καίειν τὸ
ἡ νειαίρη πυριφλεγέθης ἐστὶ , καὶ ἐς τὸ ἰσχίον ἐνίοτε ἀποιδέει , καὶ ὀδύνη ἴσχει τὴν νειαίρην γαστέρα καὶ τοὺς
4568094 προβηναι
! ! γενέσεως ἀπὸ ? τοῦ διασώζειν καὶ συντηρεῖν ἑαυτὸ προβῆναι ! ! ! α ! ! ! ! !
Κ , οἷον ἤνεγκα , ἀορίστους ὄντας εἰκότως οὐκ ἐκωλύθησαν προβῆναι καὶ περαιτέρω . Ὅτι δέ ἐστι τοῦτο δείκνυσι καὶ
4567913 βραγχωδης
: εἰ δὲ σὺν τούτῳ καὶ τὸν φάρυγγα στενώσειε , βραγχώδης ὁ ψόφος αὐτῷ γενήσεται : εἰ δ ' ἐπὶ
ὑγροῦ καὶ πέμψῃ εἰς τὴν ὑπερῴαν λέγεται κατάῤῥους καὶ γίνεται βραγχώδης : ὅταν δὲ ἔλθῃ εἰς τὰς ῥῖνας γίνεται κόρυζα
4567121 τοὐπισθεν
: τὸ δὲ στῆθος ἔξω προεωθεῖτο καὶ τὸ νῶτον εἰς τοὔπισθεν ἀντεσπᾶτο ὥσπερ ἱστίον ἐξ ἀνέμου κεκυρτωκός . ἠρέμει δὲ
, ἕλκει δὲ κώπην ὥστε ναυβάτης ἀνήρ , ἱμᾶσιν ἐς τοὔπισθεν ἀρτήσας δέμας : αἱ δ ' ἐνδακοῦσαι στόμια πυριγενῆ
4557623 πεπυρακτωμενων
καίεσθαι δοκεῖν μάλιστα δὲ ὁ στόμαχος , ὡς ὑπὸ σκολόπων πεπυρακτωμένων νυττόμενος , ἱδρῶτές τε συγκοπτικοὶ περιρρέουσιν ἅπαν τὸ σῶμα
νεωτέροιϲ μὴ ἔλαττον ξέϲτου . τὸ δὲ διὰ τῆϲ τῶν πεπυρακτωμένων κοχλάκων ἢ ϲιδήρων καθέϲεωϲ παχυνόμενον γάλα πρόϲ τε δυϲεντερίαϲ
4544836 ἐμπεσεισθαι
οὖν τὸ ζήτημα ἑτέρου ποιήσαντος ᾖ , οὐ δύναται ἀντίληψις ἐμπεσεῖσθαι , ἀντιλήψεως δὲ μὴ ἐμπεσούσης , οὐδ ' ἂν
ἐμπεσεῖσθαι ἐνσείσειν . . . . . ; : Ἕκτορα ἐμπεσεῖσθαι ταῖς ναυσί . . Ι Λ Μ Ο .
4541547 λοχμης
. ἔγωγε . πρῶτον μέν γ ' ἔχω τὰς μασχάλας λόχμης δασυτέρας , καθάπερ ἦν ξυγκείμενον . ἔπειθ ' ὁπόθ
καὶ ἀλώπηξ . καί που καὶ σῦν ἐγείρουσιν ἐκ τῆς λόχμης αἱ αὐταὶ τῇ ὑλακῇ , καὶ λέοντα ἐπιστρέφουσι ,
4538737 εἰσπνοη
, ἔστιν ἠρεμία . ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς ἐστιν εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοή , καὶ μεταξυλαβεῖται ἠρεμία . ἐν ταύταις
θύραθεν ἐπεισιόντων ἄλλων ἐν τῷ ἀναπνεῖν . κωλύει γὰρ ἡ εἰσπνοὴ αὐτά τε τὰ σφαιρικὰ καὶ τἄλλα τὰ ἐνυπάρχοντα τοῖς
4533223 μηνυσειεν
τῶν θυρῶν κεκλεισμένων , ἄχρις ὅτου τις ὑπεξελθὼν τὴν ἡμετέραν μηνύσειεν ἄφιξιν . Διατρίβοντι δέ μοι καὶ περιπάτους ποιουμένῳ πρὸ
πρὶν ἐς ὄψιν ἐλθεῖν , δείσας ἄρα , μή τι μηνύσειεν ἀδόκητον καὶ ἑτέρων ἀρχὴ κακῶν ἐν Ῥώμῃ γένοιτο .
4531006 κατακτειναντες
Μηδείης ὑπ ' ἔρωτος , ἐρικλυτοῦ Ἀψύρτοιο , ὅν ῥα κατακτείναντες , ἐπὶ προχοὰς μεθέηκαν ὀρνυμένου ποταμοῖο : φέρεν δ
μυθοπλαστοῦσι : τοὺς γὰρ ἡγεμόνας τῆς ἀπονοίας ἅπαντας ἡβηδὸν αὐτοκέλευστοι κατακτείναντες εὐαγὲς ἔδοξαν ἔργον εἰργάσθαι , τοὺς ὑπὲρ εὐσεβείας ἀγῶνας
4528010 ὁδηγου
δύναται ῥᾳδίως τὴν ἔξοδον εὑρεῖν , ἐὰν μὴ τύχῃ τινὸς ὁδηγοῦ παντελῶς ἐμπείρου . φασὶ δέ τινες καὶ τὸν Δαίδαλον
δύναται ῥαιδίως τὴν ἔξοδον εὑρεῖν , ἐὰν μὴ τύχηι τινὸς ὁδηγοῦ παντελῶς ἐμπείρου . φασὶ δέ τινες καὶ τὸν Δαίδαλον
4525922 ὁδευσας
ὠμότητα καὶ διὰ τοῦτο ἀποστάντων αὐτὸς διὰ τῆς ἐρήμης Ἀραβίας ὁδεύσας ἧκεν εἰς Μέμφιν . ἔτυχον δὲ Αἰγύπτιοι τὸν Ἆπιν
. τῆς δ ' ἂν ἴδοις προτέρω , νοτιώτερον οἶμον ὁδεύσας , Ἀραβικοῦ κόλπου μύχατον πόρον , ὅστε μεσηγὺς εἱλεῖται
4523055 ἐκπεσοι
ζῴων δ ' ἂν οὐδενὶ ἑτέρῳ χαυλιόδους ἢ κυνόδους αὐτομάτως ἐκπέσοι , οὐδ ' ἂν ἐπανέλθοι ἐκπεσών , ὅπλου γὰρ
ὁ Δηίμαχος μέχρι τῆς εἰς Βακτρίους καὶ Σογδιανοὺς ὑπερθέσεως , ἐκπέσοι ἂν πάντα ταῦτα τὰ ἔθνη τῆς οἰκουμένης καὶ τῆς
4522453 ἀνεῳγμενων
τοῦ παντὸς δὲ οὐκ ἀπήλλαγμαι , χρησταὶ δὲ ἐλπίδες ἱερῶν ἀνεῳγμένων . Τιτιανὸς δὲ ὡς μὲν παῖς ἀγαθὸς δυστυχίαν πατρὶ
ἡ Ἄμφεια εἶναι . καὶ τό τε πόλισμα αἱροῦσι πυλῶν ἀνεῳγμένων καὶ φυλακῆς οὐκ ἐνούσης καὶ τῶν Μεσσηνίων τοὺς ἐγκαταληφθέντας
4520619 κατοχης
ἄγκυραν ὀφθῆναι : θορυβουμένων δὲ τῶν μάντεων ὡς ἐπὶ συμβόλῳ κατοχῆς Πτολεμαῖον τὸν Λάγου παραπέμποντα εἰπεῖν ἀσφαλείας τὴν ἄγκυραν ,
θρύψεις ἀλήκτους δυσχεράνας , ὅλον δὲ τὸν νοῦν ὑπὸ θείας κατοχῆς συναρπασθεὶς οἴστρῳ καὶ ἐνευφραινόμενος μόνῳ θεῷ . καὶ τὸ
4514865 ἐπεσπασαντο
τῆς ἀκρωρείας τῶν ὀρῶν ἐγέννησεν , οἳ ῥύμῃ κατασυρόμενοι ἰλὺν ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς βόθρους κατέχωσαν , ὥστε εἶναι πάντα ἰσόπεδα
δόναξιν ἤως καλάμοις κατὰ τὸ ἄκρον ἔχουσιν ἰξὸν ἐφειλκύσαντο καὶ ἐπεσπάσαντο οἱ ἐν τούτοις ἐσχολακότες ἐπέσπασαν : καθείλκυσαν , ἔλαβον
4512996 ἀνακαμψαι
τῶν γονέων , ἐὰν δὲ ὁ τοῦ Διὸς ἐπιθεωρήσῃ παρασκευάζει ἀνακάμψαι πρὸς τοὺς γονεῖς ἢ πρὸς ἑτέρους οἳ τούτους τεκνοποιοῦνται
ἐπὶ τοῦ πέρατος , εἶθ ' οὕτως ἐπ ' αὐτοῦ ἀνακάμψαι καὶ ἀπογενέσθαι ; καὶ μὴν εἰ , ὅτι δυνάμει
4496018 ὁρμησασα
Ὁ μεὶς ὁ κατὰ σελήνην ἐστὶν ἡμερῶν κθʹ ∠ . ὁρμήσασα γὰρ ἡ σελήνη ἀπὸ τοῦ ἐπὶ τὸν ἥλιον παραγίνεται
οὐκ ἀρξαμένη στάσις , καὶ ἀφ ' οὗ ὥρμηται οὐχ ὁρμήσασα στάσις : οὐ γὰρ ἐκ κινήσεως κίνησις οὐδ '
4494862 καταφερονται
πτηνὴν φύσιν αἴρονται ἄνω ἐπ ' ὀλίγον , πάλιν δὲ καταφέρονται . Ἀπέρχονται οὖν , φησὶ , τουτέστι φεύγουσιν ἐπὶ
δύο μικρὸν διεστῶσαι , δι ' ὧν τένοντες καὶ νεῦρα καταφέρονται : εἶτα ἄλλα δύο ἐπάνω τῶν ἀκουστικῶν πόρων ,
4491878 οὐρηθρα
' ὃ δὲ τετρύπηται πρὸς ἔκκρισιν , ἀπὸ τῆς χρείας οὐρήθρα ὀνομάζεται : τὸ δὲ σκέπον τὸ ἄκρον ποσθή .
ὥσπερ βάλανος τὸ τοῦ καυλοῦ ἄκρον : ἧς τὸ τρύπημα οὐρήθρα . πόσθη δὲ τὸ ἐπ ' αὐτῇ δέρμα ,
4486534 παραφροσυνης
τὰ στρογγύλα πτύελα σημαίνει θερμασίαν , ὁ δὲ εἶπε περὶ παραφροσύνης , ἐπειδὴ οὐχ ὁρᾶται τοῦτο , ἢ κατὰ τὸ
ἄλλοτε δ ' εἰς ἐγκέφαλον καὶ σπασμῶν αἴτια γίγνεται καὶ παραφροσύνης . δεῖ τοίνυν ταχέως πτέρνῃ παθούσῃ τὰς θεραπείας παρέχειν
4483656 Ἀλεας
διαβαίνειν ἐπὶ τὴν πόλιν : καὶ γὰρ ἐν τῷ τῆς Ἀλέας ἱερῷ ἐφαίνοντο ἐναντίοι οἱ ὁπλῖται : ἐν δεξιᾷ δ
διὰ τὸ φεύγοντα τὸν Ἄδραστον ἱδρύσασθαι καὶ καλέσαι ἱερὸν Ἥρας Ἀλέας . τὸ δὲ φυγεῖν τινες ἀλᾶσθαι ὠνόμαζον . Διευχίδας
4482062 ξενας
τάλαιναν ἀφανίσαι τοσόνδ ' ἄχος . Ὤμοι , γᾶς ἐπὶ ξένας θανεῖν ἔχρῃζες : ἀλλ ' ἔρημος ἔθανες ὧδέ μοι
ἀδήλοις ἅπασι διασυστῆσαι ὁ θεὸς ἐλεήσας τὸ πάθος ἰᾶται . ξένας οὖν εὐεργεσίας ἐκαινοτόμει , τρανοτέραις ὅπως ἐμφάσεσι παιδευθῶσιν ἤδη
4480119 σεισμον
μετοπωρίζοντος ἢ μετοπώρου ἐαρίζοντος : ἤδη δὲ καὶ κλόνον καὶ σεισμὸν γῆς ἐκ τῶν κατ ' οὐρανὸν κινήσεων στοχασμῷ προεσήμηνάν
τὰ ὄμματα τύχης φερόντων τὴν παραμυθίαν . κακὸν δὲ ἕτερον σεισμὸν ἐπενεγκὸν τῇ τέχνῃ , φυγὴ μὲν ἀπὸ τῆς τῶν
4478588 ἀνακαμπτειν
' οὐ συγκατετίθετο , μετὰ τῶν ἰδίων στρατιωτῶν ἕτοιμος ἦν ἀνακάμπτειν εἰς Συρακούσας . οἱ δὲ Γελῷοι πυνθανόμενοι τοὺς Καρχηδονίους
τὰς ἐπιστολὰς παρ ' αὐτοῦ κομίζοντας πρὸς τὸν βασιλέα μὴ ἀνακάμπτειν μηδὲ γίνεσθαι μηνυτὰς τῶν ἀπορρήτων : δι ' ἣν
4469265 ἐξαναλωθεισης
ἀσελήνῳ λαθόντες τοὺς πολεμίους διεκόμισαν . ταχὺ δὲ καὶ ταύτης ἐξαναλωθείσης τῆς ἀγορᾶς καὶ τῆς αὐτῆς κατασχούσης τοὺς ἀνθρώπους ἀπορίας
τίνα τρόπον ἔσται παλιγγενεσία , πάντων εἰς πῦρ ἀναλυθέντων : ἐξαναλωθείσης γὰρ τῆς οὐσίας ὑπὸ πυρός , ἀνάγκη καὶ τὸ
4468257 διακοπτηται
τῆς φύσεως εἰς ἕλικας πλείστας συνετέθη , ὅπως μὴ ῥᾳδίως διακόπτηται , ἢ διασπᾶται . συνέχονται δὲ αἱ ἕλικες αὐτῆς
ποτέ . τῷ γὰρ ποτὲ ὄντι , ὅταν τὸ εἶναι διακόπτηται , τότε οὐκ ἔστιν ὄν , ἀλλὰ δὴ μὴ
4464649 ἀθροαϲ
πλῆθοϲ ἀνάπτῃ πυρετὸν ὀξύτατον , ὡϲ ἐπὶ τῶν ϲυνόχων , ἀθρόαϲ ἐϲτὶ κενώϲεωϲ χρεία , καὶ χρὴ πειρᾶϲθαι κενοῦν ἄχρι
δὲ Ἱπποκράτηϲ τὴν μὲν ἐπὶ τὰ ἐμπρὸϲ ἐξάρθρηϲιν διὰ τῆϲ ἀθρόαϲ τῆϲ χειρὸϲ κάμψεωϲ ἐπανορθοῦται , ὥϲτε τὸ θέναρ αὐτῆϲ
4461448 ἑλκομενον
λαυκανίας , τῆς ἀρτηρίας , δι ' ἧς τὸ πνεῦμα ἑλκόμενον καταφέρεται . κουρὶξ δὲ κατὰ κόρρης , κατὰ κεφαλῆς
δ ' ἀσθενές , αὖθις ἀχθήσεται τῶν σκελῶν ἑκάτερον ὁμοτόνως ἑλκόμενον ἐπὶ τὸ πεπονθός . ὅταν δέ σοι ταῦτα κατὰ
4460936 ἐκπεσον
εὐθύναι . Ὅτι ἐκ τοῦ τῆς Ἀρτέμιδος στεφάνου πέταλον χρυσοῦν ἐκπεσὸν ἀνείλετο παιδίον , οὐ μὴν ἔλαθεν . οἱ οὖν
. Ὁκόσοισι μὲν οὖν ἂν ἤδη ἠνδρωμένοισι τοῦτο τὸ ἄρθρον ἐκπεσὸν μὴ ἐμπέσῃ , οὗτοι , ὁκόταν αὐτοῖσιν ἡ ὀδύνη
4459707 ἀναβαινουσης
διὰ τῶν ἄλλων ὑποφαίνω θεῶν τῆς τοιαύτης διαβολῆς εἰς αὐτὸν ἀναβαινούσης τὸν Δία ; θέασαι γάρ : τίνι φαμὲν ἀνακεῖσθαι
εἶδος σπευδόντων . Ταῦτα μὲν οὕτω . Τῆς δὲ θεωρίας ἀναβαινούσης ἐκ τῆς φύσεως ἐπὶ ψυχὴν καὶ ἀπὸ ταύτης εἰς
4455727 προσδεχομενην
τῆς Ἴδης κατερχομένῳ Σιμόεντι , τὴν ὑψηλὴν καὶ τοὺς ἀνέμους προσδεχομένην Ἴλιον ὑπὸ ταῖς πλευραῖς αὐτῆς ἔχουσα , τὴν λαμπρὰν
ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς ἀναιρέσει καὶ δωρεὰς ἀσεβῶν ἀνδρῶν οὐ προσδεχομένην . Ὅτι ἧκον εἰς Ἀλεξάνδρειαν οἱ περὶ τὸν Σκιπίωνα
4446495 κυλινδεισθαι
, εἰς πολύν τε καὶ ῥυπαρὸν βόρβορον , ἔπειτα ἐάσῃ κυλινδεῖσθαι μετὰ τῶν στεφάνων καὶ τοῦ κροκωτοῦ . τοιούτῳ δεσπότῃ
καταιγίζει πνεῦμα βίαιον καὶ φρικῶδες : φασὶ γοῦν σύρεσθαι καὶ κυλινδεῖσθαι τῶν λίθων ἐνίους , καταφλᾶσθαι δὲ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ
4446319 ἀνακλησεως
αὐτὸν τοὺς ἀπὸ τῆς χώρας μετά τινος μεμελῳδημένου θρήνου καὶ ἀνακλήσεως , ᾧ καὶ νῦν ἔτι πάντες χρώμενοι διατελοῦσι .
τοὺς ἀπὸ τῆς χώρας μετά τινος μεμελῳδημένου θρήνου [ καὶ ἀνακλήσεως ] , ᾧ καὶ νῦν ἔτι πάντες χρώμενοι διατελοῦσι
4443774 ἀφικνουμενον
χρώμεθα . πρὸς τοίνυν ἅπαντα τὸν ἐκ τῶν ἄλλων ἐμπορίων ἀφικνούμενον ὁ ἐκ τοῦ Πόντου σῖτος εἰσπλέων ἐστίν . εἰκότως
περιττὸν ἄχθος καὶ παρενόχλημα . καὶ γὰρ ὁπότε πόρρωθεν αὐτὸν ἀφικνούμενον ἴδοι , τοιαῦτα πρὸς τοὺς συνόντας διεξῄει : ”
4438030 κωνοειδως
ἄλλα , ὁπόσα φωτίζεται τῶν στερεῶν σωμάτων . Αὕτη τοίνυν κωνοειδῶς σχηματιζομένη ὅλον μὲν οὐκ ἐπιλαμβάνει τὸν ζῳδιακὸν οὐδὲ παντὶ
μεῖζον ᾖ τὸ φωτίζον , ἀναγκαῖον τὴν σκιὰν τοῦ φωτιζομένου κωνοειδῶς σχηματίζεσθαι . Ἐπεὶ τοίνυν σφαιρικὰ σώματά ἐστιν ὅ τε
4436211 Εὐξενου
ἀντὶ τοῦ εὔξενε . ἄλλως . φατρία ἐν Αἰγίνῃ ἀπὸ Εὐξένου , ἧς ἐστιν ὁ Σωγένης . ὁ δὲ λόγος
ἀπέστρεψε τὸν λόγον . Εὐξενίδην δὲ εἶπεν ὡς ἀπό τινος Εὐξένου τῆς ὅλης φατρίας ἀφηγουμένου , ὡς Σκοπάδας καὶ Ἀλευάδας
4434957 κατελθοι
δὲ Κύλων δείσας τὸν Περικλέα συνέθετο ὅπως ὑπόσπονδος σὺν ἀδείᾳ κατέλθοι , καὶ γενομένων τῶν σπονδῶν κατῄει . ἐκδησάμενοι ἀπὸ
ὑπεροχήν , τῆς ἐξουσίας οὔσης περὶ αὐτὸν αὐτοκράτορος . εἰ κατέλθοι δ ' εἰς τὰς Συρακούσσας , πάντως ἀναγκαῖον ἂν
4432252 κατενεχθῃ
ἢ ὅταν ὅλον ἐξίσχῃ , ἢ ὅταν εἰς τὴν γῆν κατενεχθῇ . εἶτα οὐδὲ ἐφ ' ἑκάστου τούτων δυνατόν ἐστι
οἴνου φασὶν οὔτε τῶν ἔνδον : ἐὰν δὲ ἐς ὕδωρ κατενεχθῇ , δυσῶδες ἀπέφηνε τὸ ὕδωρ , καὶ κακοσμίαν περὶ
4431556 Τιθορεαν
ἀνάπλεα εἰδώλων φαίνεσθαι , καὶ ἀναστρέψαι μὲν αὐτὸν ἐς τὴν Τιθορέαν , διηγησάμενον δὲ ἃ ἐθεάσατο ἀφεῖναι τὴν ψυχήν .
, Ποσειδῶνος δὲ ἐπίκλησιν . καὶ ὁ μὲν ἀπῴκησεν ἐς Τιθορέαν τῆς νῦν καλουμένης Φωκίδος , Θόας δὲ Ὀρνυτίωνος υἱὸς
4431226 κωλικης
ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ὀδυνῶν τῶν ἐπιτεταμένων , ὡς ἐπὶ κωλικῆς διαθέσεως καὶ τῶν νεφριτικῶν καὶ τῶν τοιούτων , τὰ
τῆς ὀδύνης ἀμετρία διαλύειν τὴν δύναμιν . Ἢ εἰλεῶν ἢ κωλικῆς διαθέσεως ἐξαίφνης ἐμπεσούσης . Εἰλεός ἐστιν ἔμετος κόπρου :
4431130 λαβῃσιν
Πυρόεντι συνείη , μὴ θαμάκις χρειώ σε τομῆς ἐπὶ φωτὶ λάβῃσιν . ὣς δ ' αὕτως τοῖς ἐστιν Ἄρης ἐνὶ
: ὀλέθρως , ὀλεθρίου , πικροῦ , τοῦ χαλεποῦ . λάβῃσιν : εὕρῃ , λάβῃ : ἀνωΐστου : ἀπροσδοκήτου ,
4427324 τριχοειδη
δοκεῖ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἀδιαλείπτωϲ , καί τινεϲ μὲν αὐτῶν τριχοειδῆ ὁρῶϲιν , ἕτεροι δὲ ὡϲ ἐρίων μηρύματα ἢ ἀραχνίων
τούτων οὗτος μόνος ἔξω κοιμᾶται , βράγχη δὲ καλοῦνται τὰ τριχοειδῆ ἐκεῖνα τὰ ὄντα ἔξωθεν τῶν στομάτων , ἅτινα ἔχει
4425657 ῥαθυμειν
Τῆς γνώμης τὸ ῥάθυμον ἐκφυγεῖν πρέπει . Ἑρμηνείς . Ὁ ῥαθυμεῖν ἐθέλων ἐν τοῖς πρακτέοις Σκοτεινὸν ἕξει καὶ λυπηρὸν τὸν
δὲ τῷ συμφέροντι περὶ τοῦ μήτε δεῖν πρεσβείαν πέμπεσθαι μήτε ῥαθυμεῖν τῶν ἀπαγγελλομένων , ἔργοις τε προθέσθαι κωλῦσαι μᾶλλον ἢ
4425315 γενηθῃ
διὰ τῆς ἁφῆς καὶ τοῦ κέντρου ἠγμένῃ εὐθείᾳ , καὶ γενηθῇ , ὡς τὸ τμῆμα τῆς ἐφαπτομένης τὸ μεταξὺ τῆς
ἀπολείπεται . χρὴ δὲ οὐδὲν [ ] καὶ ὅπως εὐσχημόνως γενηθῇ σκοπεῖν : λεληθότας γὰρ ἡμῖν το [ ] [
4424420 στενης
ἄριστα ἐν τῷ ἕλει , τῆς ὁδοῦ , χειροποιήτου καὶ στενῆς οὔσης , ἑκατέρωθεν τῷ δόνακι κρύπτων . Καρσουληίου δὲ
: γαστὴρ δ ' , ὥσπερ εἰκός , ὠγκώθη , στενῆς δὲ τρώγλης οὐκέτ ' εἶχεν ἐκδῦναι . ἑτέρη δ
4423717 σκαφος
δὲ καὶ κυβερνήτης [ οἰακονόμος ] οἰακονομεῖ κατὰ πλοῦν τὸ σκάφος . ἀρετὴ καὶ οἰκίας καὶ πόλιν καὶ χώραν βέλτιον
δὴ σπασάμενοι τὰ ξίφη , τὸν ὄχλον σκεδάσαντες , εἰς σκάφος ἐμβαλόντες ἐπ ' Αἰγίνης ἀνήγοντο . Ἱππίας δὲ ,
4420140 ἁλιευτικων
τοὺς ἀντιλέγοντας ὑπ ' αὐτοῦ ὥσπερ τοὺς ἰχθῦς ὑπὸ τῶν ἁλιευτικῶν κύρτων . . . . . Δυρράχιον : .
, καὶ τίνες φίλοι . Κεφάλαια τοῦ δευτέρου βιβλίου τῶν ἁλιευτικῶν . Περὶ νάρκης . Περὶ λάβρακος . Περὶ καρίδων
4416517 προσβατον
οὖν εἶδεν ἐπί τινα ὑψηλὸν ὄχθον ἀναβαίνουσαν καὶ πρός τινα πρόσβατον πέτραν πορευομένην , καὶ κάτωθεν ἐρίφων βληχὴν ἤκουσεν :
οὖν εἶδεν ἐπί τινα ὑψηλὸν ὄχθον ἀναβαίνουσαν καὶ πρός τινα πρόσβατον πέτραν πορευομένην , καὶ κάτωθεν ἐρίφων βληχὴν ἤκουσεν :
4414541 μεταναστηναι
ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων διαφερόντως : ταῦτα δὲ διαπραξάμενον εἰς Εὔβοιαν μεταναστῆναι κἀκεῖ κατοικῆσαι : διὰ δὲ τὴν δόξαν ἐν τοῖς
πάλιν εἰς τὴν οἰκίαν : ἀπέβη αὐτῷ [ τούτῳ ] μεταναστῆναι τῆς οἰκείας διὰ τὴν πτῆσιν , καὶ τὰ προκείμενα
4412996 ἀτονωτερα
, ἐπικρατηθεῖσα γὰρ κατὰ τοὺς τὴν εὐώνυμον πρῶτον λῦσαι φθάσαντας ἀτονωτέρα γίνεται τῷ βράδιον τῆς ἑτέρας ἐπὶ τὴν γυμνασίαν ἐλθεῖν
ὡς ἐπὶ τοῦ ἐμπρήσαντος τὸν μοιχὸν σὺν τῷ οἰκήματι , ἀτονωτέρα ἐστί : τί γὰρ διαφέρει τὸ σφαγέντα τὸν μοιχὸν
4405024 πυλης
τὴν μὲν πεζὴν στρατιὰν ἐκ τῆς θαλάσσης , ἀρκούσης αὐτῇ πύλης μιᾶς , τὸν δὲ ἐπίπλουν τῶν τριηρῶν τείχεσιν ,
διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος τοὺς στίχους ἠθέτηκε , γελοῖον ἡγούμενος διὰ πύλης φωτίζεσθαι τὴν πόλιν τοῦ παντὸς τόπου ἐναιθρίου ὄντος .
4399228 μετεωρισαι
καὶ τῷ οὐραίῳ μέρει πολλὴν ἐλάσαι θάλατταν , εἶτα ἑαυτὸν μετεωρίσαι ἀρθέντα ὑπὸ τοῦ οἰδήσαντος κύματος , καὶ ἐπὶ τὴν
. καὶ τὸ εὐτελές . ἀεῖραι δʹ : κουφίσαι . μετεωρίσαι . βαστάσαι . καὶ ἀπελάσαι . ἅζεσθαι δʹ :
4397460 τετραμμενου
Ἄλλο . κάρυα τρία ξηρὰ καῦσον ὁλόκληρα καὶ δίδου , τετραμμένου τοῦ πάσχοντος , πιεῖν καὶ αἰγείαν κόπρον , κατάπλασσε
. κατακλᾶται δὲ πάλιν καὶ σκυθρωπάζει τούτου πρὸς τὸ σκυθρωπότερον τετραμμένου . ἁρμονία δὲ γίνεται ἀπὸ τοῦ αἴρω τὸ ἐπαίρω
4394041 καταβαινοντων
πολὺ πρὸ ἥβης ἐπὶ πάντα πετομένων , ὀξέως ἀναβαινόντων , καταβαινόντων , ἀπ ' ἄλλων ἐπ ' ἄλλα διαπηδώντων μετὰ
. : Κλείδημος δὲ καὶ τοῦτο Θεμιστοκλέους ποιεῖται στρατήγημα : καταβαινόντων γὰρ εἰς Πειραιᾶ τῶν Ἀθηναίων , φησὶν ἀπολέσθαι τὸ

Back