ἐμβάπτων , ὃς ἂν ὀπτότατός μοι ἁπάντων ὑμῶν φαίνηται , κατατρώξομαι ὦ στρατιῶται . ὁ δ ' Ἀριστοφάνης ἐν τῷ
χλιερὸν ἐμβάπτων , ὃς ἂν ὀπτότατός μοι ἁπάντων ὑμῶν φαίνηται κατατρώξομαι , ὦ στρατιῶται . φησί που Μεταγένης : ὦγαθέ
9702353 ὀπτοτατος
ὀξάλμην κᾆτ ' ἐς σκοροδάλμην χλιαρὸν ἐμβάπτων , ὃς ἂν ὀπτότατός μοι ἁπάντων ὑμῶν φαίνηται , κατατρώξομαι ὦ στρατιῶται .
ὀξάλμην κᾆτ ' ἐς σκοροδάλμην χλιαρὸν ἐμβάπτων , ὃς ἂν ὀπτότατός μοι ἁπάντων ὑμῶν φαίνηται , κατατρώξομαι ὦ στρατιῶται .
8123295 σκοροδαλμην
ὀπτήσας , εἰς ἅλμην τε καὶ ὀξάλμην κᾆτ ' ἐς σκοροδάλμην χλιερὸν ἐμβάπτων , ὃς ἂν ὀπτότατός μοι ἁπάντων ὑμῶν
ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας εἰς ἅλμην τε καὶ ὀξάλμην κᾆτ ' ἐς σκοροδάλμην χλιαρὸν ἐμβάπτων , ὃς ἂν ὀπτότατός μοι ἁπάντων ὑμῶν
6373303 ὀξαλμην
ἑψήσας , κἀπ ' ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας εἰς ἅλμην τε καὶ ὀξάλμην κᾆτ ' ἐς σκοροδάλμην χλιαρὸν ἐμβάπτων , ὃς ἂν
ἑψήσας , κἀπ ' ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας εἰς ἅλμην τε καὶ ὀξάλμην κᾆτ ' ἐς σκοροδάλμην χλιαρὸν ἐμβάπτων , ὃς ἂν
5849676 κροκους
ἀκαύστους , οὐγγίας ιηʹ , καὶ μαγνησίαν , ἤγουν κεκαυμένους κροκοὺς , Ϛγ δʹ κο κʹ : καὶ ζύγιν ,
ἀκαύστους , οὐγγίας ιηʹ , καὶ μαγνησίαν , ἤγουν κεκαυμένους κροκοὺς , Ϛγ δʹ κο κʹ : καὶ ζύγιν ,
5600105 ὑποκαιειν
αὐλοὺς τούσδε πρὸς τοὺς μυξωτῆρας τοῦ βοός , πῦρ δὲ ὑποκαίειν κελεύειν , καὶ ὁ μὲν οἰμώξεται καὶ βοήσεται ἀλήκτοις
, ὡϲ εἴρηται , διδόναι . καλὸν μέντοι ξύλοιϲ ἀμπελίνοιϲ ὑποκαίειν : δίδου δέ , εἰ ἀπ ' ἀρχῆϲ χρήϲαιο
5423607 ἰσαζους
ἀληθής , ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζους ' , ἵνα παισὶν ἀεικέα μισθὸν ἄροιτο . τοῦτο
, ἥ τις εἴριον ἀμφὶ καὶ σταθμὸν ἔχους ' ἀνέλκει ἰσάζους ' , ἵν ' ἀεικέα παισὶν ἄροιτο μισθόν .
5315438 τρωγλοδυτικηϲ
πεπέρεωϲ λευκοῦ ⋖ ε κιναμώμου ⋖ δ ναδροϲτάχυοϲ κρόκου ϲμύρνηϲ τρωγλοδυτικῆϲ πολίου ἀνὰ ⋖ δ . ἀναλάμβανε μέλιτι καὶ δίδου
ἀριϲτολοχίαϲ ϲτρογγύληϲ πεπέρεωϲ λευκοῦ ἀνὰ ⋖ ε κιναμώμου ναρδοϲτάχυοϲ ϲμύρνηϲ τρωγλοδυτικῆϲ πολίου κρόκου ἀνὰ ⋖ δ : ἀναλάμβανε μέλιτι ἀπηφριϲμένῳ
5293716 ἐμβαπτων
τρίψας χρῷ ἐξ αὐτῶν καθ ' ἑκάστην ἐσθίων , ὁ ἐμβάπτων ἐν αὐτῷ τὰς τροφὰς πάσας . Περὶ οὔρων προθέμενος
τε αἰδοῖα καὶ τὰ ἕλκεα : εἶτα ἐς οἶνον ἄκρητον ἐμβάπτων πάλιν τὸν σπόγγον ἢ τὸ εἴριον τὸν αὐτὸν τρόπον
5277463 περιλειφθηναι
οὐθεὶς ἐπανῆλθεν , ὥστε μηδὲ τὸν ἀγγελοῦντα αὐτοῖς τὴν συμφορὰν περιλειφθῆναι . εἰδότες οὖν , ἄνδρες Συρακόσιοι , τοὺς ὑπερηφανοῦντας
κλῆμα λοιπὸν ἐλεύ - θερον , καὶ ὅσους δυνατὸν ὀφθαλμοὺς περιλειφθῆναι , οὓς πάντας τῷ ὄνυχι ἀφαιρῶν τύφλου , ἵνα
5264630 διαστειλον
ἐμοῦ διάρτασον . . . Δ . : διάρτασον : διάστειλον . . . . . , . . .
αὐτὸν τῇ χαλκευτικῇ φύσῃ καὶ , ὅταν τοῦτο ποιήσῃς , διάστειλον αὐτὴν , ἕως οὗ θεάσῃ πᾶσαν πληρωθεῖσαν πνεύματος ,
5256418 κοψαντας
εἰ διαβαίνοντας ἴδοιεν τοὺς πολεμίους , τὸ χῶμα τοῦ ποταμοῦ κόψαντας ἐπαφεῖναι τὸ ὕδωρ πᾶν τοῖς ἐναντίοις . ἔχει γὰρ
ὕδατι προαποβρέχοντας καὶ ἀποξύνοντας , ἢ καὶ τὴν οὐσίαν αὐτὴν κόψαντας καὶ μίξαντας ὕδατι θερμῷ ἢ μελικράτῳ , ἢ ὡς
5110091 ποριειν
τὰ χρήματα . Ἀντίπατρος δὲ ἐπειδὰν ἔλθῃ εἰς Ἄβυδον ὡμολόγησε ποριεῖν αὐτά , καὶ δώσειν τυχὸν μὲν πάντα ὅση ἡ
βουλόμενοι ἐκ μείζονος διαβολῆς , ἣν ἔμελλον ῥᾷον αὐτοῦ ἀπόντος ποριεῖν , μετάπεμπτον κομισθέντα αὐτὸν ἀγωνίσασθαι . καὶ ἔδοξε πλεῖν
5099739 Πινδαρε
ἡγεῖσθαί τε καὶ ἄρχειν . καίτοι τοῦτό γε , ὦ Πίνδαρε σοφώτατε , σχεδὸν οὐκ ἂν παρὰ φύσιν ἔγωγε φαίην
Δώριος , Φρύγιος , Λύδιος . ἀναλάμβανε δέ , ὦ Πίνδαρε , τὴν Δωρίαν φόρμιγγα καὶ ὕμνει τὸν Φερένικον ἵππον
5069852 εὐφορωτατον
τὸν ἐν τοῖς σιμοῖς μῦν , ὃν ἄρτι διῆλθον , εὐφορώτατον ἤδη τὸν ἀριθμὸν ἅπαντα τῶν κινούντων τὸν βραχίονα μυῶν
δέηται , καὶ ἡνίας ἰσώσηται καὶ δόρυ λάβῃ ὡς ἂν εὐφορώτατον εἴη : ἔπειτα δὲ ἐχέτω τὸν ἀριστερὸν βραχίονα πρὸς
5047238 θερμοσποδιας
τρεῖς ἢ τέσσαρας : καὶ βάλε αὐτὴν εἰς βωτάριον ἐπὶ θερμοσποδιᾶς μὴ ἐχούσης τὸ πῦρ διάπυρον , ἀλλὰ ἐπὶ θερμοσποδιὰν
τὸ μετὰ τὴν ἀποκύησιν ἀμελχθὲν αὐτίκα πήγνυται , πυρωθὲν ἐπὶ θερμοσποδιᾶς ὀλίγῳ χρόνῳ : καλεῖται δὲ πυριάτης καὶ πυρίεφθος τὸ
5034954 ὀξυγλυκει
. = , , . καὶ μὴ οἴνῳ ἀλλ ' ὀξυγλυκεῖ Τινὲς λέγουσιν , ὅτι ὀξύμελι λέγει προσφέρειν διὰ τὸ
ἐκπτύειν , ἄρου χηραμίδα καὶ σήσαμον καὶ ἀμύγδαλα καθήρας ἐν ὀξυγλυκεῖ κεκρημένῳ πίνειν : ἢν δὲ μᾶλλον βούλῃ ἄγειν ,
5028865 ἐπαλειψας
τὴν Σειρήνων ᾠδὴν οὐ κηρῷ τὴν ἀκοήν , πόθῳ δὲ ἐπαλείψας τῆς πόλεως . χρηστὸς βασιλεὺς [ . . .
στέαρ συὸς παλαιὸν , ξυμμίξας ῥητίνῃ καὶ ἀσφάλτῳ , αὐτὸ ἐπαλείψας ἐς ὀθόνιον , θερμήνας πρὸς πῦρ , ἐπιθεὶς ἐπιδεῖν
5020569 ἑψῃ
Παφίους . τούτους δ ' ὕλην κόπτειν , ὁπόταν βασιλεὺς ἕψῃ τὸν μέγαν ἰχθύν , καὶ προσάγοντας , καθόσον πόλεως
φησι κόπτειν Ἴνδους , Λυκίους , Παφίους , ὅταν βασιλεὺς ἕψῃ τὸν μέγαν ἰχθύν . λίμνην δ ' ἐπάγειν ὕδατος
5000471 ὀκτωκαιδεκ
γὰρ ἄν τις ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἕνα καλῇ , πάρεισιν ὀκτωκαίδεκ ' ἄλλοι , καὶ δέκα ἅρματα συνωρίδες τε πεντεκαίδεκα
τὸν Ἄλεξιν , ἂν ἐπὶ δεῖπνον ἕνα καλῇ , πάρεισιν ὀκτωκαίδεκ ' ἄλλοι καὶ δέκα ἅρματα καὶ συνωρίδες πεντεκαίδεκα :
4983740 προκομια
ὕστερον ὕβρεως ἦλθον , ὥστε πρῶτοι τὸ πρόσωπον ἐντριψάμενοι καὶ προκόμια περιθετὰ λαβόντες στολὰς ἀνθινὰς φορῆσαι , τὸ δ '
πη - χῶν πέντε : προσπεφυκέναι δὲ ἄρα αὐτοῖς καὶ προκόμια , καὶ πώγωνας καθειμένους καὶ βαθεῖς : καὶ τὸ
4981428 ναρδοσταχυν
ἀνὰ ] δραχμὰς δύο : τινὲς δὲ ἀντὶ τοῦ νίτρου ναρδόσταχυν γράφουσι . Τῶν δὲ προγραφέντων ἀνωδύνων ἀντιδότων τε καὶ
ἄδιψα καταπότια δοτέον , καὶ μάλιστα τὸ δεχόμενον ῥόδα καὶ ναρδόσταχυν καὶ γλυκύρριζαν : ἐπὶ δὲ τῶν ψυχροτέρων καὶ ὑγροτέρων
4964563 πεπονηκως
- σαιο , πρὸ ὁδοῦ ἔσῃ τοῦτο ἐς τὰ ἄλφιτα πεπονηκώς . εἰ δέ σοι καθεύδειν ἥδιον , ἐγὼ μὲν
τῷ Μικύλλῳ “ πρὸ ὁδοῦ ἔσῃ τοῦτο ἐς τὰ ἄλφιτα πεπονηκώς . ” Οὕτω Πιττακὸς ὥρισεν , εἷς τῶν ἑπτὰ
4935836 κομιουντα
συνεχῶς . καὶ πρῴην , ὅτε ἐκ Μουνυχίας ἐπέμψαμεν αὐτῷ κομιοῦντα τοὐψώνιον Ἕρμωνα τουτονὶ τὸν μειρακίσκον , σπόγγους ἡμῖν ἐπέταττε
ἐπιβουλότερα εἶναι μᾶλλον ἢ ῥᾴδια ἐξαπατᾶσθαιτοῦτον δὴ τὸν φόβον ἔπεμψε κομιοῦντα Πολύκαρπον δοῦναι μὲν πλέον ἑτέρου δυνάμενον , δεόμενον δὲ
4917785 βουκερας
φακόν : τοῦτο δὲ ὅμοιον μὲν τῇ ὄψει καὶ τὸ βούκερας , θερίζεται δὲ περὶ Πλειάδος δύσιν . Διαφέρει δὲ
ῥίζαν δὲ ὑποστρόγγυλον : οὐθὲν δὲ ἕτερον ἀφαυαίνεται παρὰ τὸ βούκερας . γίνεται δὲ ταῦτα ἐν ταῖς λεπταῖς οὐκ ἐν
4860220 ὁλμοκοπησας
προσφάτου καὶ μαλακῆς , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος , τερεβινθίνης , ἴσα ὁλμοκοπήσας χρῶ . Πρὸς χοιράδας , παρωτίδας , μελικηρίδας ,
μόσχου γράμματα δ . κόψας καὶ σήσας τὰ ξηρὰ , ὁλμοκοπήσας δὲ καὶ τὸν στύρακα μετὰ τοῦ λαδάνου καὶ τοῦ
4844027 διαχωρουσαν
καὶ πεπέρεως , ἔπειτα δοίη πιεῖν ὅτῳ βούλεται , θεάσεται διαχωροῦσαν ἐπὶ τῷ πόματι τὴν κοιλίαν . καὶ τῶν θαλαττίων
καὶ πεπέρεως , ἔπειτα δοίη πιεῖν ὅτῳ βούλεται , θεάσεται διαχωροῦσαν ἐπὶ τῷ πόματι τὴν κοιλίαν . καὶ τῶν θαλαττίων
4804260 τετμημενην
, καὶ τὴν ὑπὸ ΔΒΓ γωνίαν δίχα τεμόντες ἕξομεν τρίχα τετμημένην τὴν ὑπὸ ΑΒΓ γωνίαν . μʹ . Ἔστω δὲ
τὸν οἶνον ἔνδοθεν , πρὸς δὲ τούτοις τὴν ὕλην τὴν τετμημένην πεπρακότα μετὰ τὴν ἀντίδοσιν , πλέον ἢ τριάκοντα μνῶν
4802825 χρῃζῃς
καὶ θαμὰ κινῶν ὕσσωπον παράθες τρίψας , κἂν ἄλλο τι χρῄζῃς , δριμὺ διεὶς ὄξος : κᾆτ ' ἔμβαπτ '
καὶ θαμὰ κινῶν ὕσσωπον παράθες τρίψας , κἂν ἄλλο τι χρῄζῃς . δριμὺ διεὶς ὄξος : κᾆτ ' ἔμβαπτε καὶ
4794835 μεδιμνους
τὸν οἶνον δωδεκάδραχμον πλουτεῖς εἰκότως , ἐπειδὰν ποιῇς σίτου μὲν μεδίμνους πλέον ἢ χιλίους , οἴνου δὲ μετρήτας ὑπὲρ ὀκτακοσίους
ἀργύριον μηδὲ ἀριθμῷ ἄγειν αὐτόν , ἀλλὰ μεδίμνῳ ἀπομεμετρημένον πολλοὺς μεδίμνους . εἶχε δὲ καὶ αὐτὸς Παρμένων δακτύλιον ἐν τῷ
4786573 θυμιαται
τοὺς διαφανέας λίθους [ τῷ πυρί ] : τὸ δὲ θυμιᾶται ἐπιβαλλόμενον καὶ ἀτμίδα παρέχεται τοσαύτην ὥστε Ἑλληνικὴ οὐδεμία ἄν
. καλεῖται δὲ βράθυ , ἢ καὶ σαβίνα . αὕτη θυμιᾶται τοῖς θεοῖς ἀντὶ λιβάνου . Βρύσις κοινὸν ζῷόν ἐστιν
4783315 σφιγγε
τούτῳ χρῆσαι : πρῶτον δὲ κατὰ λόγον , ὡς ἅμμα σφίγγε , εἶτα ἀνακλάσας ἔμβαλε καὶ σύνεχε καὶ μὴ δίδου
κατάπλαττε τοὺς τιτθοὺς , εἶτα ἔξωθεν ἐπιθεὶς σπόγγον ἀπὸ ὀξυκράτου σφίγγε τὸ στῆθος δεσμίδι : μετὰ δὲ τρεῖς ἡμέρας τὸ
4780803 χωνευε
γράμμα αʹ , καὶ ἀργύρου πρωτείου ἀραιωθέντος γράμματα γʹ , χώνευε καὶ ποίει πέταλα , καὶ χρίσον τοῦ σιδήρου τοῦ
καὶ τῇ ἐμβαφείᾳ . Λαβὼν χαλκὸν λευκὸν μνᾶν μίαν , χώνευε : ἐπίπασον ἅλας λευκὸν μετὰ στυπτηρίας , ἴσον ,
4780051 πολταριον
τοῦ τραχήλου τρίς . ἄλλο . κοχλίας γυμνοὺς βάλε εἰς πολτάριον καὶ καῦσον καὶ λειώσας τὴν τέφραν ἀναλάμβανε μέλιτι λείῳ
δραχμῆς πλέον μήτε ὀβολῶν τεσσάρων ἔλασσον : συνεψῆσαι δὲ τούτοις πολτάριον ἐκ σεμιδάλεως : ἔπειτα ἀπὸ τούτου τῷ πάσχοντι διδόναι
4774226 κασιαν
δὲ λίβανον μὲν καὶ σμύρναν ἐκ δένδρων γίνεσθαί φασι , κασίαν δὲ καὶ ἐκ θάμνων : τινὲς δὲ τὴν πλείω
φαρμάκου καὶ προσέτι τὸ ἑλένιον καὶ τὸν ναρδόσταχυν καὶ τὴν κασίαν , ἔχειν δὲ ἐσκευασμένον ἕτοιμον διττόν , ὡς ἡμεῖς
4750804 ζεῃ
καθεψηθέντα εὖ μάλα ᾖ καὶ ἡ ἑτέρα χύτρα τοῦ ὕδατος ζέῃ , † μετεξελεῖν † αὐτὰ εἰς τὴν ἑτέραν .
κείνους καὶ πάμπαν ἀλευομένους ἕλον ἄγρῃ . χειμερίη πλημμυρὶς ὅταν ζέῃ Ἀμφιτρίτης , ἵστατ ' ἐπὶ προὔχουσαν ἀνὴρ ἁλιηγέα πέτρην
4746935 ἁλιακον
μαίνεσθαι ποιεῖ . Ὅταν δὲ τὴν λεύκην τις αὐτῶν πρᾳέως ἁλιακὸν εἶναι στέφανον εἴπῃ , πνίγομαι οὕτως ἐπ ' αὐτοῖς
μαίνεσθαι ποιεῖ : ὅταν δὲ τὴν λεύκην τις αὐτῶν πραέως ἁλιακὸν εἶναι στέφανον εἴπῃ , πνίγομαι οὕτως ἐπ ' αὐτοῖς
4746256 Χλεατ
ταῦτα λέγων οὐκ ἔπειθε , τὰς δυνάμεις ἀναλαβὼν πρὸς τὸ Χλέατ ἠπείγετο : πόλις δὲ τὸ Χλέατ ὑπὸ τοὺς Τούρκους
τὰς ἐκδρομὰς ποιούμενοι , ἀλλ ' ἐκ τῶν ἐνοικούντων τῷ Χλέατ , ᾔτει συγχωρηθῆναί οἱ τοῦ χάρακος ἐξελθεῖν καὶ τὸν
4743252 χρυϲιον
' εἰπεῖν , ὅτι πιὼν ] κᾆτ ' ἔλαβον τὸ χρυϲίον ] είτω ? τιϲ ὅ τι ποτὲ βούλεται ]
] ! ! ? ! ! ! ! [ τὸ χρυϲίον δὲ ? ? [ λάμβαν ] ' . οὐ
4737862 σκαψας
τὴν πηγήν , ὡς οὐκ ἦν δυνατὸν αὐτὸν διελθεῖν , σκάψας τὰς κορυφὰς τῶν ὀρῶν ἐνέβαλεν εἰς τὸν ποταμὸν καὶ
, καὶ ἔσται μεγάλα . πρὸ ἡμερῶν κʹ τοῦ μεταφυτεύειν σκάψας καὶ ξηράνας τὴν γῆν , ὡς ἀφῃρῆσθαι πάσης νοτίδος
4718509 περιξεσας
χυλὸν ἐκπιέσας ἐγχέαι : ἢ αὐτῆς τὸ μέσον καὶ ἁπαλώτατον περιξέσας μακρὸν ἔνθες . Ἢ ἀψινθίου ἐν ὕδατι τρίβειν ,
τῶν λευκῶν σὺν ἀλφίτοις λεπτοῖς , καὶ τυρὸν αἴγειον , περιξέσας τὸν ῥύπον καὶ τὴν ἅλμην , ταῦτα μίσγειν ,
4693013 ὁπλισαντα
ἀκμὴν φωτὸς κελάδοντος , ἀλκῇ τριγλώχινι νόον ψυχήν θ ' ὁπλίσαντα , πᾶν τριάδος σύνθημα βαλεῖν φρενὶ μηδ ' ἐπιφοιτᾶν
κελεύομεν αὐτὸν τιμωρεῖσθαι , ὡς γυμνώσαντα αὑτὸν καὶ τοὺς ἐχθροὺς ὁπλίσαντα . Χρὴ ἐν ἑνὶ τόπῳ στρατὸν πολὺν μὴ συναγαγεῖν
4692673 διελθωσι
Πολύχαρμος ἐν δευτέρῳ Λυκιακῶν , γράφων οὕτως : Ὅταν γὰρ διέλθωσι πρὸς τὴν θάλασσαν , οὗ τὸ ἄλσος ἐστὶ πρὸς
φαίνονται . πρόσταγμα παρὰ τοῦ Διὸς ἐξῆλθεν ἐν τῷ ποταμῷ διέλθωσι καὶ λουθῶσι καὶ θεάσει αὐτῶν τὴν καλλονήν . ὁ
4687464 ἐλευθερουτε
, ἥτις ἦν ταῦτα : ἔλθετε , ὦ Ἕλληνες , ἐλευθεροῦτε ἀπὸ τῶν βαρβάρων τὴν πατρίδα ἡμῶν καὶ τὰς γυναῖκας
κλύειν πολλὴν βοήν : Ὦ παῖδες Ἑλλήνων , ἴτε , ἐλευθεροῦτε πατρίδ ' , ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας , γυναῖκας ,
4684476 περιελθοντος
τὸ δὲ δεύτερον παρ ' ἕνα , ἤτοι ἐννέα : περιελθόντος δὲ τοῦ τρίτου ἀφεῖλεν ἕτερον : καὶ οὕτως ποιῶν
Ἐνιαυτός , ἔτος , δωδεκάμηνος χρόνος , ἡλίου περίοδος , περιελθόντος ἐξ ὡρῶν εἰς ὥρας τοῦ θεοῦ , τὸν κύκλον
4683324 παρασκευασθεντος
ποτε καὶ ὄξους αὐτῷ , καὶ καλοῦσιν οἱ ἰατροὶ τοῦ παρασκευασθέντος οὕτω χόνδρου πτισανιστὶ γεγονέναι τὴν ἄρτυσιν . εἰσὶ δὲ
ἐπὶ γέλωτι τοῖς ἑαυτοῦ διακόνοις παρασκευάσαι Λακωνικὸν δεῖπνον . καὶ παρασκευασθέντος γελάσας ὁ Παυσανίας μετεπέμψατο τῶν Ἑλλήνων τοὺς στρατηγοὺς καὶ
4671789 ἐπιπλασσε
τοῦ πρίνου τὸ περὶ τὸ στέλεχος τρίψας ἐν οἴνῳ , ἐπίπλασσε . Ἕτερον : ὄμφακος χυλὸς , ὄξος ὡς ὀξύτατον
περὶ κόρσεα ] περὶ τὴν κεφαλήν περὶ κόρσεα πλάσσοις : ἐπίπλασσε τὴν κεφαλήν πλάσσοις ] κατάπλασσε μὴ μὲν ὑοσκυάμῳ :
4632351 ἐκκοπροι
. Εἰ μὲν ταύτηϲ ἀφεψήϲαϲ τῶν ἁπαλῶν φύλλων ἐϲθίοιϲ , ἐκκοπροῖ ἱκανῶϲ : εἰ δὲ τὸ ἀφέψημα οἴνῳ κεράϲαϲ πίνοιϲ
δὲ λινοζώστεως εἰ μὲν ἑψήσας ἁπαλῶν τῶν φύλλων ἐσθίοις , ἐκκοπροῖ ἱκανῶς : εἰ δὲ τὸ ἀφέψημα κεράσας οἴνω πίνοις
4619977 καμψῃς
ἔσται ἐς ἄχθεα , παντί τ ' ὄνειαρ Παρμόνιμον , κάμψῃς ἄχρι κεν ἐς πλέονας . Ὅσσα δ ' ἔχει
κοίμησον : ἴσχε δὲ δρόμου μαργῶντας ἵππους , μηδὲ δευτέραν κάμψῃς , μή τοι περὶ νύσσῃ δίφρον ἄξωσιν , ἐκ
4602396 ἐπιδησας
τὸ ἀρκοῦν καὶ μίξας κατάχριε παχεῖ προεκνιτρώσας τὸν τόπον καὶ ἐπιδήσας ὀθονίῳ : ἐπίλυε δὲ διὰ τρίτης καὶ ἀπόκλυζε ὕδατι
ἀνατάρασσε : καὶ οὕτως πωμάσας βρύῳ ἢ ὕπνῳ , καὶ ἐπιδήσας καὶ χρίσας ἀσφαλῶς , τίθει ἐν ἡλίῳ ἡμέρας μ
4596295 ποιησασθω
δὲ ἄλλην ἐπίδειξιν εἰς αὖθις , ὥσπερ σὺ λέγεις , ποιησάσθω . Οὐδὲν οἷον τὸ αὐτὸν ἐρωτᾶν , ὦ Σώκρατες
οὗτος ἐξ ἀρχῆς τοὺς ἡμίσεας τῶν πρόσθεν : καὶ ἔμετον ποιησάσθω ἀπὸ γλυκέων καὶ λιπαρῶν καὶ ἁλμυρῶν καὶ πλειόνων ,
4592222 δινα
λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν , χὠ Δάφνις ἔβα ῥόον . ἔκλυσε δίνα τὸν Μοίσαις φίλον ἄνδρα , τὸν οὐ Νύμφαισιν ἀπεχθῆ
. Μετὰ δὲ τὴν ἐμβολὴν τῶν ὀβελίσκων πληροῦται θαλάσσης ἡ δίνα , καὶ παραγίνεται ἰχθύων πλῆθος τοσοῦτον καὶ τοιοῦτον ,
4591086 σεσησμενον
καὶ παραχρῆμα κενοῖ . ἄλλο . κόκκον Κνίδιον κεκομμένον καὶ σεσησμένον ἀναλάμβανε μέλιτι , ποιῶν πάχος γλοιοῦ καὶ δίδου κοχλιάριον
. διαττᾶν Ἀττικοὶ λέγουσι τὸ σήθειν , καὶ διηττημένον τὸ σεσησμένον . διδυμάονε : οἱ κεχωρισμένοι τοῖς σώμασι , δίδυμοι
4555434 διεφθος
τὸν ἕνα κόκκον τοῦ φακοῦ λέγει “ καλῶς ἐγένετο , δίεφθός ἐστιν : φέρε , παράθες . ” Αἴσωπος παραθεὶς
τὸν ἕνα κόκκον τοῦ φακοῦ λέγει “ καλῶς ἐγένετο , δίεφθός ἐστιν : φέρε , παράθες . ” Αἴσωπος παραθεὶς
4551494 ἠρτυμενον
χυλῷ τῆς πτισάνης δίδου καὶ ἰχθύν τινα τῶν εὐπέπτων ἁπλῶς ἠρτυμένον . δίδου δ ' ὁμοίως εἰς ἑσπέραν τοῦ διὰ
χρηστὸν ἐπὶ τούτου . χρηστὸν γὰρ ἔδεσμα καλοῦμεν τὸ εὖ ἠρτυμένον . καὶ Ὅμηρος “ οὐ χρηστὸν μελίτωμα , τὸ
4549274 λουσας
ἡ τρίτη μοῖρα λειφθῇ : κἄπειτα γυμνάσας τὸν ἄνθρωπον καὶ λούσας ὕδατι χλιαρῷ πῖσαι θερμὸν , καὶ πιπίσκειν φάκιον ,
μικρὸν ἔμπροσθεν ἔφησθα τὰς Μοίρας εἶναι τὰς ἅπαντα ἐπιτε - λούσας : εἰ μὴ μεταμέλει σοι ἐκείνων καὶ ἀνατίθεσαι αὖθις
4534402 χωνευσας
καὶ ὑδραργύρου μέρη βʹ , καθάρισον τὸν κασσίτερον : οὕτως χωνεύσας αὐτὸν χύσον εἰς ὕδωρ θαλάσσιον τρὶς , ἀθρόως μεταβαλὼν
ζύμην , καὶ ὄπτα . Τοῦτο ποίει ἑπτάκις . Ταύτην χωνεύσας εὕροις ἄργυρον κάλλιστον . Πάντα μαλάσσει , πάντα λευκαίνει
4533856 ἀκακων
ἐκεῖ κατοικεῖν : περὶ δὲ τὸν Παγασητικὸν κόλπον ὑπὸ παίδων ἀκάκων γυψωθέντας κόρακας . ὕστερον δὲ Αἰολεῖς , ἐκβαλόντες αὐτούς
φῦλον μετερρυθμίζετο , ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύον , ἐκ τῶν ἀκάκων ἀνδρῶν , κούφων δέ , καὶ μετεωρολογικῶν μέν ,
4532329 τοσασδε
ἐστι τὸ ἀρτίους εἶναι τοὺς ἀστέρας ἢ περισσοὺς καὶ τὸ τοσάσδε ὑπάρχειν ἐν Λιβύῃ ψάμμους . τεσσάρων οὖν οὐσῶν ἐν
δὴ Καῖσαρ ἑνὶ τῷδε ἔργῳ ἕνδεκα τέλη στρατοῦ καὶ χώρας τοσάσδε λαβὼν τοὺς ἡγεμόνας αὐτῶν παρέλυε τῆς ἀρχῆς καὶ ἰδίους
4529856 ἀμπελινοις
πλουτέοντες . . . εἶτ ' ἐπάγει : ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες . ΑΓΚΥΛΗ ποτήριον πρὸς τὴν τῶν κοττάβων
ἢ σχιστὴν καύσας ἐπιμελῶς παράπτου : ἢ ἀσκαλαβώτην ἐπ ' ἀμπελίνοις ξύλοις παράπτου , ποιεῖ καλῶς . ἄλλο . βάτου
4517155 ὑποκαπνιζε
, ἀρσενικοῦ , λαγῴας κόπρου ἴσα λαβὼν ποίει κολλούριον καὶ ὑποκάπνιζε ἄνθραξιν ἐλατίνοις καὶ τερεβινθίνοις ἐφ ' ἡμέρας γʹ ,
ἀνάπλαττε τροχίσκους : ἐπὶ δὲ τῆς χρείας , ἐπὶ θερμοσποδιᾷ ὑποκάπνιζε , τὴν δὲ ἄσφαλτον ἐπὶ τῶν ἐψυγμένων : καὶ
4503906 ὑπεστρωσθαι
ἐν Θρᾴκῃ , ἐν οἷς φασι κατὰ τὴν ἀγορὰν μὲν ὑπεστρῶσθαι στρώματα ἁλουργὰ μέχρι τῆς ἄρκτου : δειπνεῖν δ '
τι οὕτω τὸν κότινον ὡς τὰ χλωρὰ ἔτι τῶν φύλλων ὑπεστρῶσθαι σφᾶς καθεύδοντας . κομισθῆναι δὲ ἐκ τῆς Ὑπερβορέων γῆς
4501456 ὀπτησας
ἄρνας : τὸ τελευταῖον δ ' ὁ μάγειρος ὅλον τέρας ὀπτήσας μεγάλῳ βασιλεῖ θερμὴν παρέθηκε κάμηλον . Ἀριστοφάνης δὲ Ἀχαρνεῦσιν
εὗσέ τε μίστυλλέν τε καὶ ἀμφ ' ὀβελοῖσιν ἔπειρεν . ὀπτήσας δ ' ἄρα πάντα φέρων παρέθηκ ' Ὀδυσῆϊ θέρμ
4497394 ἁλμυρῳ
ἄρα οὐδεὶς ἀνθρώπων θύει , ὡς ἐόντι καὶ θολερῷ καὶ ἁλμυρῷ ποταμῷ . Τήν τε δὴ θάλασσαν ἐνετέλλετο τούτοισι ζημιοῦν
ἐπιχέειν τῶν δένδρων , καὶ τὰ κοπροθέσια γλυκεῖ καὶ οὐχ ἁλμυρῷ ὕδατι βρέχειν , δῆλόν ἐστιν , ὅτι τὴν ἁλμυρὰν
4493449 ἀφρολιτρον
' αὐτῆς ἤδη , καὶ τῶν διαφορούντων μίγνυμεν , τὸ ἀφρόλιτρον καὶ τὸ λίτρον ἢ τὸ θεῖον ἄπυρον , ὅπερ
μὴ μεγάλης δ ' ἀνάγκης οὔσης , οὐδὲ καταπίνει τις ἀφρόλιτρον κακοστόμαχον ὄν , ἐπεί τοι μᾶλλόν ἐστι λίτρου τμητικόν
4473902 ἀναταραξας
διηθήσας μῖξον οἴνῳ βραχεῖ καὶ ἐλαίῳ τετραπλασίονι καὶ ἐρίοις οἰσυπηροῖς ἀναταράξας ἱκανῶς θέρμαινέ τε καὶ σύγχριε τοὺς λουομένους καὶ τοὺς
ἕνωσον δύο τὰ λευκὰ καὶ δύο τὰ ξανθά : καὶ ἀναταράξας , ἀνάσπα διὰ τοῦ ὀργάνου : καὶ τοῦ μὲν
4468043 σποδιην
, ὦ παραμείβων , νυμφίον ἐν τύμβῳ θῆκεν Ἀρισταγόρη δεξαμένη σποδιήν τε καὶ ὀστέατὸν δὲ δυσαὲς ὤλεσεν Αἰγαίου κῦμα περὶ
ἄλλο μὲν οὐδὲν κρήγυον , εὑρήσεις δ ' ὀστέα καὶ σποδιήν . Ὦ παρ ' ἐμὸν στείχων κενὸν ἠρίον ,
4467189 σχεθεμεν
, καθάπερ καὶ Πίνδαρος λέγει τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακῇ σχεθέμεν μεγάλῃ . τοῦτον γοῦν μαθὼν τὸν χρησμὸν θύσας τῷ
μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος τὸν μονοκˈρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ , εὖτ ' ἂν αἰπεινῶν ἀπὸ σταθˈμῶν ἐς
4465790 ἐκπεμψατε
ἐγερεῖσθαι τὸ τεῖχος . εἰ δὲ ἀπιστεῖτε , τοὺς ἀρίστους ἐκπέμψατε κατασκόπους ἐμὲ κατασχόντες . οἱ μὲν ἔπεμψαν : Θεμιστοκλῆς
Ἀβοριγινέων Κοτύλην , οὗ νᾶσος ὀχεῖται : οἷς ἀναμιχθέντες δεκάτην ἐκπέμψατε Φοίβῳ καὶ κεφαλὰς Κρονίδῃ καὶ τῷ πατρὶ πέμπετε φῶτα
4462933 ὑποστρωσας
φαῦλα ἐργάζονται . ποιμὴν ἐλάσας εἴς τινα δρυμῶνα τὰ πρόβατα ὑποστρώσας ὑπὸ δρῦν τὸ ἱμάτιον καὶ ἀναβὰς τὸν καρπὸν κατέσειε
ἀρνὸς ἢ αὐτοῦ ὄρνιθος ἐφοπλίζεαι ἐδωδήν , χίδρα μὲν ἐκτρίψειας ὑποστρώσας δ ' ἐνὶ κοίλοις ἄγγεσιν , εὐώδει ἅμα φῦρσον
4462440 ᾠδειον
χρημάτων εὗρε πόρους , ᾠκοδόμησε δὲ τὸ θέατρον , τὸ ᾠδεῖον , τὰ νεώρια , τριήρεις ἐποιήσατο , λιμένας .
τρισύλλαβα χωρὶς τῶν εἰρημένων προπερισπᾶται : πορθμεῖον στοιχεῖον ἀγγεῖον γραφεῖον ᾠδεῖον σημεῖον . Τὰ διὰ τοῦ ΕΙΟΝ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς
4454148 μαγνησιαν
περιπλύνας , βάλε αὐτῇ καὶ ὀλίγην λευκὴν καδμίαν , ἢ μαγνησίαν , ἢ ἄσβεστον , ἴνα γένηται σῶμα ἀπὸ σώματος
. Ἔπειτα καὶ τὸ σῶμα τῆς μαγνησίας προσέρεται . Λαβὼν μαγνησίαν θηλυκὴν , λείωσον ἐπιμελῶς : βαλὼν ἐν βατανίῳ ἅλας
4452383 ἑψομενος
, ὁ δὲ μείζων τροφιμώτερος , παρυγραίνει δὲ καὶ κοιλίαν ἑψόμενος ἐπὶ πλεῖον καὶ τὸν στόμαχον ἵστησιν . ἡ πηλαμὺς
αὐτά , πῶς οὐ πρόδηλος ? ? ? ὁ τούτοις ἑψόμενος ὄλεθρος ? , ὁπόταν ? δὴ καὶ ἑνός ,
4451983 περιεζωσμενοι
βίον ἀνυπόδετοι γʹ σφενδόνας κατέχοντες , μίαν τῷ τραχήλῳ ἑτέραν περιεζωσμένοι τῇ ὀσφύι καὶ τρίτην τῇ χειρὶ κατέχοντες , ὅπου
παρῆλθε , καὶ τὸν νεὼν περιέστησαν οἱ στρατευόμενοι ξιφίδια ἀφανῶς περιεζωσμένοι , Καννούτιος δὲ πρότερον ἐδημηγόρει κατὰ τοῦ Ἀντωνίου .
4450613 ἠλειφον
μνημονεύει καὶ Ἱππῶναξ διὰ τούτων : βακκάρι δὲ τὰς ῥῖνας ἤλειφον : ἐσθ ' οἵη περ κρόκος . Ἀχαιὸς δ
οὐδὲ βαδίζειν δυναμένου ; κἀν τοῖς ἀλείμμασι καὶ λουτροῖς ἑαυτοὺς ἤλειφον , ἐπισκώπτοντος τοῦ Σκιπίωνος , ὡς αἱ ἡμίονοι ,
4442419 λιτρᾳ
εἰ μὴ κικίννους ἀξίους λίτραιν δυοῖν . σὺν δὲ τῇ λίτρᾳ καὶ ἄλλα ὠνόμασε νομισμάτων ὀνόματα Ἐπίχαρμος ἐν Ἁρπαγαῖς ὥσπερ
γὰρ ια καὶ ιγ # τοῦ ἐλαίου μίξειϲ τότε τῇ λίτρᾳ τοῦ κηροῦ . Ἐν ταῖϲ ἑψήϲεϲι τῶν φαρμάκων ἡ
4433606 Νοθιππον
ὕειον , τοὺς μὲν ἄλλους οἰκουρεῖν χρῆν , πέμπειν δὲ Νόθιππον . εἷς γὰρ μόνος ὢν κατεβρόχθισεν ἂν τὴν Πελοπόννησον
τοὺς μὲν ἄρ ' ἄλλους οἰκουρεῖν χρῆν , πέμπειν δὲ Νόθιππον ἑκόντα . εἷς γὰρ μόνος ὢν κατεβρόχθισεν ἂν τὴν
4433259 ἐπιμετρον
τὰ οἰκία τεθῇ χύδην , δι ' ὃ καὶ τὸ ἐπίμετρον ποιεῖ : τὸν γὰρ ἀτμὸν τὸν ἀνιόντα λεπτὸν ὄντα
καὶ ὁ λόγος ὁ τρώσας ἰάσεται . ἔχων δ ' ἐπίμετρον : ὑπὲρ τὸ μέτρον , τῷ ἐπιμετρηθέντι περίσσευμα .
4427957 στεγανῳ
διαθρύψας ταῖς χερσὶ καὶ βαλὼν εἰς τὸ ἀγγεῖον πωμάσας τε στεγανῷ πώματι καὶ περιθεὶς ὅλῳ τῷ στόματι τοῦ ἀγγείου δέρμα
βοτανῶν , ξηρὸν καὶ θερμὸν πνεῦμα ἀποτελούντων , ὅπερ ἐναποκλειόμενον στεγανῷ καὶ ἰσχυρῷ καὶ συμπεπιλημένῳ σώματι τοῦ χαλκοῦ καὶ μηδαμῇ
4425748 θυμιατε
ἐν ἀφνειῷ Κορίνθῳ , αἵτε τὰς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε , πολλάκι ματέρ ' Ἐρώτων οὐράνιαι πτάμεναι νόημα ποττὰν
καὶ Πίνδαρος : αἵ τε τὰν χλωρὰν λίβανον ξανθὰ δάκρυα θυμιᾶτε . ⌋ Λιβδοῦμεν : ἀπὸ τῆς λιβάδος , οἱονεὶ
4425115 πωμαζειν
, καθάπερ ἐν τῷ δένδρῳ , οὕτως . Ἡνίκα μέλλεις πωμάζειν τοὺς πίθους τῶν οἴνων , λαβὼν χύτραν καινήν ,
τὸ ἀναζέϲαι , καθάπερ τὸ γλεῦκοϲ , καὶ καταϲτῆναι τότε πωμάζειν . τοῖϲ μὲν οὖν ἐξ οἴνου ϲυντιθεμένοιϲ ἐπὶ τῶν
4422997 ἐμβαλλε
προαναζέσας , ἢ ὑοσκυάμου χυλὸν ἢ καρπὸν μετὰ οἰνογάλακτος φυράσας ἔμβαλλε εἰς δέρμα ἐλάφου καὶ περίαπτε τὸν δεξιὸν μηρὸν καὶ
Ὅτε δὲ μᾶλλον παρηγορῆσαι βούλει , τοῦ μὲν ῥοδίνου γοζ ἔμβαλλε , μυελοῦ δὲ καὶ στέατος χηνείου ἀνὰ δραχ .
4422466 Τοξευτῃ
τοι τούτων μᾶλλον Κρόνος Ὑδρηχόῳ , Ζεὺς δ ' ἐνὶ Τοξευτῇ καὶ Σκορπίῳ ἥδεται Ἄρης , Κύπρις δ ' ἐν
ἠδὲ Λέοντι δῖα Σεληναίη καὶ Ἰχθύσιν ἀμφὶς ἐοῦσα ἢ ἐνὶ Τοξευτῇ καί οἱ φάος ἐνδεὲς ἔστω , ὡς δ '
4420670 ἀπολωλως
, κατέπλευσεν ἐκ τῆς Ἰταλίας ἐς τὸ κρυπτὸν νεώριον ὡς ἀπολωλὼς [ ὑπὸ ] τῶν ἰδίων στρατιωτῶν . οἱ δὲ
. καί ἐστιν ὁ νοῦς : ἀποθανὼν , πεσὼν , ἀπολωλὼς τοῖς πανυστάτοις λουτροῖς τῆς ἀλόχου . ἢ περιπεσών ἀντὶ
4409751 χοην
τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα , ἀμφ ' αὐτῷ δὲ χοὴν χεόμην πᾶσιν νεκύεσσι , πρῶτα μελικρήτῳ , μετέπειτα δὲ
εἰς αἰθέριον πόλον ἀρθεὶς Ζηνὶ προσμείξων σοὶ τῷ πάντων μεδέοντι χοὴν πέλανόν τε φέρω , Ζεὺς εἴτ ' Ἀίδης ὀνομαζόμενος
4404148 πλησον
. Αἴσωπε , τὸ βαλανεῖον ὑπόκαυσον . Αἴσωπε , ὕδωρ πλῆσον . Αἴσωπε , τοῖς κτήνεσιν τροφὰς παράβαλε : ὅσα
, παράσχες Αἰγαῖον πόρον τρικυμίαις βρέμοντα καὶ δίναις ἁλός , πλῆσον δὲ νεκρῶν κοῖλον Εὐβοίας μυχόν , ὡς ἂν τὸ
4401444 τοιουτω
” Φέρε , ὁπόσοι θερμὸν καὶ ψυχρὸν ἤ τινε δύο τοιούτω τὰ πάντ ' εἶναί φατε , τί ποτε ἄρα
εἶτα εἰ δέοι καὶ τῆ ἀρτηριοτομία καὶ μετὰ ταῦτα τῶ τοιούτω κολλυρίω χρῆσθαι : ἐπὶ δὲ τῆς τούτου χρήσεως :
4379534 λουσαμενην
καιροῦ τῆς καθάρσεως , ἕτερος δὲ ἀλειψαμένην ἢ πυριασθεῖσαν ἢ λουσαμένην πίνειν αὐτίκα , ὡς ἂν θερμῷ καὶ διακεχυμένῳ τῷ
προβρέξαντα ἐννέα ἡμέρας , πίνειν ἑτέρας ἐννέα ἡμέρας νῆστιν , λουσαμένην , δύο κυάθους τῆς ἡμέρης τοῦ ἀπὸ τοῦ πρασίου
4376569 ἁδροτερῳ
τὴν ἕψησιν τῶν φοινίκων εἷς κλάδος , ὡς τῷ μὲν ἁδροτέρῳ μέρει τοῦ ξύλου χρῆσθαι εἰς τὴν τῆς σπάθης γένεσιν
ὀξίσῃ . ἐπὰν δ ' ἅπασα ἐπιπτισθῇ , κοσκίνῳ κοσκινευέσθω ἁδροτέρῳ . κάλλιστος ὁ πρῶτος σησθεὶς γίνεται χόνδρος : δεύτερος
4370007 ἐκθλιβε
βρέχεσθαι καὶ ὅταν γλίσχρον καὶ κολλῶδες γένηται τὸ ὕδωρ , ἔκθλιβε τὸ ὑγρόν : ἐκ τούτου σκευάσας τὸ φάρμακον ἀνάπλαττε
ἔα βρέχεϲθαι ὀλίγον καὶ ὅταν γλίϲχρον καὶ κολλῶδεϲ γένηται , ἔκθλιβε τὸ ὑγρὸν καὶ τούτῳ λείου τὰ προγεγραμμένα καὶ ἀνάπλαττε
4369590 ἡμιχοα
παύσηται αὐτόματος καθαιρόμενος , φακῶν χυμοῦ ἀναγκάσαι αὐτὸν ἐκπιεῖν τρία ἡμίχοα , ἅλας παραβάλλων : μετὰ δὲ τὴν κάθαρσιν τοῦ
οἶνον χρὴ ὡς ἥδιστον ἴσον ἴσῳ κεράσαι , ὡς τρία ἡμίχοα ἀττικὰ , καὶ μαράθου ῥίζαν καὶ τοῦ καρποῦ ,
4365129 ἁλμην
ποιοῦνται τὴν πτῆσιν : οἵ γε μὴν ἱέρακες ὑπὲρ τὴν ἅλμην φέρονται ὀλίγον , ὡς μόλις ὅτι μὴ νήχονται ἀλλὰ
[ ἡ διπλῆ ] πρὸς τὴν φράσιν τὸν χρόα τὴν ἅλμην ἀπενίζετο . . . . . . . ,
4361300 ξυντελουντων
ἑκάστης χώρας γενομένων , | ἐς μίαν ταύτην μελέτην ἀρετῆς ξυντελούντων | . . ἰδοὺ τοίνυν πάρεστιν ἡ κυρία προθεσμία
τοῦ ἠνάγκασε μιᾷ πόλει ταύτῃ χρῆσθαι , ἣ ἁπάντων ἤδη ξυντελούντων ἐς αὐτὴν μεγάλη γενομένη παρεδόθη ὑπὸ Θησέως τοῖς ἔπειτα
4361235 περιιοντας
ἱδρῦσθαι κατὰ γωνίαν , ἅπτεσθαι δὲ τοὺς ἐφεξῆς ἀλλήλων ἀτρέμα περιιόντας ὥσπερ ἐν χορείᾳ : τὸ δ ' ἐντὸς ἐπίπεδον
φρονεῖν γενναῖον : ἠρεθίσθαι τε λέγων ἅπαντας τοὺς ἀπόρους καὶ περιιόντας κατὰ τὴν ἀγορὰν λέγειν : Τί δ ' ἡμῖν
4357651 προεστωτι
ὡς τράπεζαν θεὶς ἤσθιε καὶ ἔπινεν ᾄδων , καὶ τῷ προεστῶτι δὲ τοῦ ἀγροῦ δριμὺ ἐνορῶν φέρειν ἐκέλευεν ὡραῖά τε
θεὶς “ ἦσθε καὶ ἔπινεν ” ᾄδων , καὶ τῷ προεστῶτι δὲ τοῦ ἀγροῦ δριμὺ ἐνορῶν φέρειν ἐκέλευεν ὡραῖά τε
4353655 νομοϲ
τοῦ ταρ . . ἐπεὶ δὲ ἐνεγράφην ἐγὼ καὶ ὁ νόμοϲ ἀπέδωκε τὴν κομιδὴν τῶν καταλειφθέντων τῇ μητρί , ὃϲ
! πυμη ! ? [ τί ἂν προϲαξο ? [ νόμοϲ [ ] γὰρ ου ! [ παρὰ τοῖϲ παλαι
4338290 ἠρυγγου
ἰσοβαρῆ ποίησον καὶ τρίψας πότισον . Ἄλλως : Ἀριστοτέλης περὶ ἠρύγγου διαλεγόμενός φησι μιᾶς ἀγέλης αἰγῶν διαπορευομένης . . .
. * ῥωγάδι πέτρῃ : θυίᾳ ἠὲ σύγ ' : ἠρύγγου δὲ καὶ τοῦ ἀνθεμώδους ἀκάνθου τὰς ῥίζας λαβὼν ἰσοβαρῆ
4337501 ἀναιρου
δ ' αὖ τῇ λεγούσῃ ἐξ ὧν δέ ἐστιν , ἀναιρου - μένων καὶ τὸ ἐκ τούτων φθείρεται προσληπτέον ,
δ ' αὖ τῇ λεγούσῃ ἐξ ὧν δέ ἐστιν , ἀναιρου - μένων καὶ τὸ ἐκ τούτων φθείρεται προσληπτέον ,
4336052 περιελομενος
εἶπε , καὶ προσελθὼν καὶ ἐμφανὴς τῷ βασιλεῖ γενόμενος , περιελόμενος τὸν δακτύλιον ἔρριψεν ἀδήλως παρὰ τοὺς πόδας , καὶ
τοὔνομα . Εἰ γάρ τίς σου τὰ κομψὰ ταῦτα χλανίσκια περιελόμενος καὶ τοὺς μαλακοὺς χιτωνίσκους , ἐν οἷς τοὺς κατὰ
4324163 φλοιους
καὶ ἀγρίοις χρῶνται καρποῖς , ἀμπέχονται δὲ τοὺς τῶν δένδρων φλοιούς , πίνουσι δὲ τὸν ἐκ τῶν δένδρων καρπὸν ἐκθλίβοντες
ἰσχνῇ καλύπτουσιν : ἢ ὅτι κάρφη τὰ λέπη , τοὺς φλοιούς Αἰγινῆτιν ] εἴδη ῥοιῶν ταῦτα : Κρησὶς ἀπὸ Κρήτης
4312719 τετρακισμυριοι
ἀπουσίαν πρὸς τὰς γεγενημένας χρείας , ὅμως πεζοὶ μὲν ἀπολειφθήσονται τετρακισμύριοι δισχίλιοι , πεντακισχίλιοι δ ' ἱππεῖς . τούτων οὖν
χίλιοι δ ' ἱππεῖς : Λατίνων δὲ σὺν τοῖς συμμάχοις τετρακισμύριοι μάλιστα πεζοὶ καὶ τρισχίλιοι ἱππεῖς . Ὡς δ '

Back