? τινος καὶ κατὰ μέσον τῆς θαλάσσης καὶ τοῦ σκότους καταστρέφοντα [ ] καὶ ? πεσόντα καὶ ὑποβρύχιον [ ]
, παρὰ τὸν Ταῦρον ἰοῦσα τὸν διεζωκότα τὴν Ἀσίαν καὶ καταστρέφοντα ἐπὶ τὴν ἑῴαν θάλατταν μεταξὺ Ἰνδῶν καὶ τῶν ὑπὲρ
7558795 γυλιον
τούτων τινὰ κάνθαρον καταστρέφοντα , πλησίον δὲ κείμενον στρωματέα καὶ γύλιον αὐτοῦ . δύ ' ἐστί , Ναυσίνικε , παρασίτων
' οὐδὲ τὰς δύο λίτρας δύναμαι . Ἡράκλεις , πνίγεις γύλιον τύ . μωρότερος εἶ Μορύχου , ὃς τἄνδον ἀφεὶς
6228976 μεθεις
τούσδε πάντ ' εἰργάσμεθα ; μή νυν τὰ πόρσω τἀγγύθεν μεθεὶς σκόπει . ἀρκεῖν ἔοικέ σοι παθεῖν , δρᾶσαι δὲ
' ἄλλοισι δοὺς οἷς εἰκός , ἔκπλει , τἀμά μοι μεθεὶς ὅπλα . Τί δρῶμεν , ἄνδρες ; Ὦ κάκιστ
6215859 ὑψωσον
τὸν ἄνδρα τοιόνδε καὶ τοιοῦτον . ὑψηλόν . μετὰ βοῆς ὕψωσον . * τὸν Ἐφάρμοστον . ἤγουν δαιμονίως καὶ εὐφυῶς
καὶ κατελθὼν λάβε τὸν δίκαιον Ἁβραὰμ ἐπὶ ἅρματος χερουβικοῦ καὶ ὕψωσον αὐτὸν εἰς τὸν αἰθέρα τοῦ οὐρανοῦ ὅπως ἴδῃ πᾶσαν
6195254 ἐχονθ
λέγων , ὅτι οἱ νικῶντες βασκαίνονται . πρὸς γὰρ τὸν ἔχονθ ' ὁ φθόνος ἕρπει , φησὶ Σοφοκλῆς . τὸ
' ἔχοντα μυρίαν που τυγχάνει , καὶ πολλὰ ἕτερα οὕτως ἔχονθ ' εὑρήσομεν . ὥστε τούτῳ γε τῷ λόγῳ μὴ
6181316 Χαιριππ
δυσπαρακολούθητόν τι πρᾶγμ ' ἐστὶν τύχη . τὸν ἄμητα , Χαίριππ ' , οὐ καθ ' Ἅιδην πέμπετε ; }
δυσπαρακολούθητόν τι πρᾶγμ ' ἐστὶν τύχη . τὸν ἄμητα , Χαίριππ ' , οὐκ ἐᾷς πέττειν τινά . ὡς μηδὲν
6173060 σκυλακα
θραύει τοῖν προσθίοιν ποδοῖν τὸν ἕτερον . καὶ ἀνειλόμην χωλεύουσαν σκύλακα ἀγαθὴν καὶ τὸ ζῷον ἡμίβρωτον , καὶ γέγονέ μοι
ἀνθρώπων παιδεύεται , ἀλλ ' εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τόν τε σκύλακα καὶ τὸν πῶλον ταῦτα συνεθίζεσθαί τε καὶ μανθάνειν ,
6124101 φρασουσα
, κατεαγότας μοι τοὺς αὐλοὺς προσρίψας . καὶ νῦν ἀποτρέχω φράσουσα ταῦτα τῷ δεσπότῃ : ἀπέρχεται δὲ καὶ ὁ γεωργὸς
δόμους ὥρμησεν , ἡ δὲ πρὸς τὸν ἀρτίως πόσιν , φράσουσα νύμφης συμφοράν : ἅπασα δὲ στέγη πυκνοῖσιν ἐκτύπει δραμήμασιν
6115548 ἀλιτηριον
δέ εἰμι ξύλον εὐμέγεθες ἀνελόμενος κατὰ τοῦ βρέγματος πατάξαι τὸν ἀλιτήριον : ἃ γὰρ οὐδ ' οἱ τρέφοντες παίζουσι ,
ἤδη . Δέδοικε δὲ οὐδεὶς οὐ παλαμναῖον λογιστήν , οὐκ ἀλιτήριον ἐκλογέα , οὐ τοὺς καταράτους πευθῆνας , οὐ τοὺς
6115126 κακοπαθουντα
τοῦ ἐμποδισθέντες . πονεύμενον : πόνον ἔχοντα , βιαζόμενον , κακοπαθοῦντα , ἐνεργοῦντα . Κνίζουσαι : κόπτουσαι , δάκνουσαι ,
καὶ κατ ' ὀλίγον πέμπουσιν ἐκροφοῦσιν τὸ γάλα , διὸ κακοπαθοῦντα τὰ βρέφη πρὸς τὰς ἐκμυζήσεις ταῖς λεγομέναις ἄφθαις εἴωθεν
6108508 παρατηρουντα
δάκετα τῶν ἑρπετῶν , τὸν δ ' ἰχνεύμονα τῶν κροκοδείλων παρατηροῦντα τοὺς γόνους τὰ καταλειφθέντα τῶν ὠιῶν συντρίβειν , καὶ
' ἕκαστον τούτων εὖ πως ἐκλαμβάνειν πειρᾶσθαι τὸν ἀκούοντα μὴ παρατηροῦντα τὸν ἀποδιδόμενον λόγον ἑκάστου αὐτῶν εἴτ ' ἐστὶν ἀκριβὴς
6098711 γαυρουμενος
καὶ Ἀγρίππα : καὶ γὰρ οὗτος ἐπὶ ὕλην ἐπεπόρευτο . γαυρούμενος δὲ ὁ Μηνόδωρος ἐξώκειλέ ποτε τὴν ναῦν ἑκὼν ἐς
ἀνακινεῖν , ὥσπερ οἱ τὸν σῖτον καθαίροντες . Βρενθυόμενος . γαυρούμενος καὶ ὀγκυλόμενος μετὰ βάρους . Βρενθυόμενος , ἐπαιρόμενος ,
6077377 χρῃζοντα
βόρβορον . λιχμάζοντα : ἐσθίοντα , τρώγουσιν . ἰσχανόωντα : χρῄζοντα , μεταλαμβάνοντα , ἐπιλαμβανόμενα ἢ ἐπιθυμοῦντα . Πέπταται :
: αἱ γὰρ μεγάλαι δυνάμεις καὶ τὰ μείζονα κατορθώματα ὕμνων χρῄζοντα σκότον καὶ ἀφάνειαν ἔχουσιν . ἢ οὕτως : αἱ
6035022 δυσμενη
τῶν ἐρχομένων χαμαί , οἷς καὶ ἐχθρόν τινος εἶναι καὶ δυσμενῆ οὐκ ἐπίψογον , καὶ τὸ βλάψαι καὶ τὸ ἀντιβλάψαι
δίκην παρασκευάσῃς , ὡς δι ' ὧν εἰσηγεῖται τοῖς πράγμασι δυσμενῆ : ἀτέλειαν δ ' ὥσπερ τινὰ φυγάδα καὶ ὑπερόριον
6026655 παρες
γὰρ κἀγὼ θέλω . θάψαι νεκρούς μοι τούσδε καὶ κλαῦσαι πάρες . οὐ δῆτ ' , ἐπεί σφας τῆιδ '
λέξω . παρήσω ] παραχωρήσω διαρραγῆναι ἢ πρῶτον εἰπεῖν . πάρες : τοῦ Κλέωνος εἰπόντος “ διαρραγήσομαι ” καὶ τοῦ
5957108 προσπολον
ὁ τῆς φιλίππου παῖς Ἀμαζόνος βοᾶι Ἱππόλυτος , αὐδῶν δεινὰ πρόσπολον κακά . ἰὰν μὲν κλύω , σαφὲς δ '
] ὑπ ? ' αὐτὴν ? ζεῦγλαν ἀνάγκης [ , πρόσπολον ] οἰκτρᾶς μετὰ παρθενικῶν ? [ παίδων ἰαχῆς ]
5950746 μυδωντα
] μυδῶντα : Γράφεται καὶ μυδῶντα καὶ μαδῶντα . καὶ μυδῶντα μὲν ἀντὶ τοῦ δυσώδη ἀποπέμποντα : μαδῶντα δὲ ἀντὶ
μετὰ συριγμοῦ . τὸν δὲ νεκρὸν εὑρεθῆναι σαπρόν τε καὶ μυδῶντα : καὶ τοὺς Λίβυας τοὺς ἡγεμόνας τῆς ὁδοῦ οὐκ
5946832 ὀρθαγην
λέγει τὸν Ἀλέξανδρον ὀρθάγην δὲ κατὰ γλῶσσαν τὸν ξένον . ὀρθάγην τὸν ξένον κατὰ διάλεκτον ἀττικήν . ἔστι δὲ καὶ
Δημήτριος . . . καὶ πλανήτην δὲ λέγει τὸν Ἀλέξανδρον ὀρθάγην δὲ κατὰ γλῶσσαν τὸν ξένον . ὀρθάγην τὸν ξένον
5937490 ἀνεκας
ἵππους τῇ χαίτῃ ἀνακρουόντων , τοὺς ἀπὸ ῥυτῆρος τρέχοντας . ἀνεκάς : Ἀττικῶς . καὶ σημαίνει τὸ ἄνω . ἀληλιμμένον
αὐξήσῃ . πόρρω . ἤγουν ἄνω . ἐξ ὕψους . ἀνεκάς : ἄνω . εἰς ὕψος πολύ . ἕπεται δὲ
5935289 βιαζῃ
' ὅπως , παρηγορῶν ] μάτην με , φησὶ , βιάζῃ , ὥσπερ εἰς κῦμα λαλῶν ἤγουν ἀναισθήτῳ προσδιαλεγόμενος .
! ! ! ! ] παθὼν καὶ ? [ ] βιάζῃ μάχεσθαι [ - ] [ ! ! ! !
5931318 σταζοντα
τὸν κόφινον τῶν σύκων τῷ γέροντι , καὶ εἶδεν αὐτὰ στάζοντα γάλα . Ἰδὼν δὲ αὐτὰ ὁ γηραιὸς ἄνθρωπος ,
αὐθέντης γὰρ λέγεται ὁ φονευτής . προστρόπαιον ] ἱκέτην . στάζοντα ] ἐμφαντικῶς διὰ τούτου τὸν νεωστὶ ηὐθεντηκότα παρίστησιν .
5928830 ἐμπορον
ὃ δὲ οὐκ ἐπέστειλε μέν , Ἀρίστωνα δ ' , ἔμπορον Τύριον , ἐπὶ προφάσει τῆς ἐμπορίας ἔπεμπε πρὸς τοὺς
τῇ πόλει πίνων ὕδωρ : τὸν γὰρ γεωργὸν καὶ τὸν ἔμπορον κακοῖς . ἐγὼ δὲ τὰς προσόδους μεθύων καλὰς ποιῶ
5919353 ἐθεραπευσεν
, παῖδες : ἐλθόντ ' εἰς νόσον τὸν ἔχοντα ταύτην ἐθεράπευσεν ἐπιμελῶς , ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν , ἀποθανόντα τε ἔθαψε ,
ἄλλοις κακοῖς πιεσθέντας εὐμένεια καὶ συνήθεια καὶ δεξιότης φίλων πολλάκις ἐθεράπευσεν , οὕτως οὐ πολλάκις ἀλλ ' ἀεὶ τὸ βαρύτατον
5919148 ἑστιατορα
τὸν χορηγὸν πολλάκις ἐκ Διονύσου γεγενημένον , τὸν ὅλης φυλῆς ἑστιάτορα , τὸν ἐκ παίδων τριήραρχον , τὸν πολλὰς πατράσι
δεσπότην , οἰκέτας , καπήλους , ἀλλαντοπώλας , ὀψοποιούς , ἑστιάτορα , δαιτυμόνας , συμβόλαια γράφοντας , παιδάριον ψελλιζόμενον ,
5918466 ἀναβαινουσαν
τὴν χωριζομένην . ἐπιτηρήσας οὖν εἶδεν ἐπί τινα ὑψηλὸν ὄχθον ἀναβαίνουσαν καὶ πρός τινα πρόσβατον πέτραν πορευομένην , καὶ κάτωθεν
χρησμολογίαν . ταύτῃ δὲ κατασκευασθῆναι μηχανὴν , ἐφ ' ἣν ἀναβαίνουσαν ἀσφαλῶς ἐνθουσιάζειν καὶ μαντεύεσθαι τοῖς βουλομένοις . εἶναι δὲ
5916599 λουει
λόγια ὑφηγεῖτο , καινότατον τρόπον καὶ | ἄξιον ἱστορηθῆναι : λούει τὸ πρῶτον αὐτοὺς ὕδατι πηγῆς τῷ καθαρωτάτῳ καὶ ζωτικωτάτῳ
. Ὀδυσσέα γοῦν παρὰ Φαίαξι πρὸ τῆς θοίνης ἡ ταμίη λούει . καὶ οἱ περὶ τὸν Τηλέμαχον : ἐς ῥ
5910202 φυτουργον
. μὰ τὸν δι ' ὑγρῶν κυμάτων τεθραμμένον Νηρέα , φυτουργὸν Θέτιδος ἥ μ ' ἐγείνατο , οὐχ ἅψεται σῆς
φύσει αὐτὴν ἔφυσεν . Ἔοικεν . Βούλει οὖν τοῦτον μὲν φυτουργὸν τούτου προσαγορεύωμεν , ἤ τι τοιοῦτον ; Δίκαιον γοῦν
5909431 ἠρυθριασα
καὶ φαίνεσθαι οἷς ἂν ἐθέλωσιν . ” ἐγὼ μὲν οὖν ἠρυθρίασα καὶ κάτω ἔνευσα αἰδεσθεὶς τὸν Ἀρίγνωτον . ὁ δέ
ἐθέλων τοῦτο ἔκρυψας , διδαχθεὶς δὲ αὐτὸς ὑφ ' ἑτέρων ἠρυθρίασα λογιζόμενος , τίς ἂν ἦσθα αἰτούμενος τὰ μὴ σά
5908989 πορθμεα
ποιήσει πάμπαν . ἐκείνωι μὲν οὖν ἥρμοττεν ὀργιζομένωι πρὸς τὸν πορθμέα τοιοῦτον εἰπεῖν μῦθον , τοῖς δὲ τὴν ἀλήθειαν ζητοῦσιν
ἐπιθυμῶν εὗρεν ὅπως μήτε ἐπιορκήσει καὶ μετασχήσει τῶν λόγων , πορθμέα τινὰ τῶν καθ ' ἡμέραν λεγομένων δωρεαῖς μεγάλαις κτησάμενος
5907015 ἀτιμασῃς
ῥύου με κἀκφύλασσε : μηδέ μου κάρα τὸ δυσπρόσοπτον εἰσορῶν ἀτιμάσῃς . Ἥκω γὰρ ἱερὸς εὐσεβής τε καὶ φέρων ὄνησιν
] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς . τρυγοδαίμονες ] τραγικοί , οἱ κωμικοὶ ποιηταί ,
5899234 ἀλυοντα
βοῦς ἐκ τῆς Δόρκωνος ἀγέλης . Λαμβάνουσι καὶ τὸν Δάφνιν ἀλύοντα περὶ τὴν θάλασσαν : ἡ γὰρ Χλόη βραδύτερον ὡς
χοροὺς ηὔλουν . ” [ Οὐκ ἔστιν ἀπόνως οὐδ ' ἀλύοντα κερδαίνειν . ὅταν καμὼν δὲ τοῦθ ' ἕλῃς ὅπερ
5888738 λευσσειν
ποτὲ Ἀγαμέμνονος παῖ , νῦν ἐκεῖν ' ἔξεστί σοι παρόντι λεύσσειν ὧν πρόθυμος ἦσθ ' ἀεί . Τὸ γὰρ παλαιὸν
τὸν βάρβαρον ἐξολέσειεν . οὐ γὰρ ἔτ ' ἀθανάταν φλόγα λεύσσειν ἐστὶν ἐμοὶ φίλον , ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητ ' ἄχη
5874268 μαϲχαλαϲ
. Ἡ χοιρὰϲ ἀδήν ἐϲτιν ἐϲκιρρωμένοϲ κατά τε τράχηλον καὶ μαϲχάλαϲ καὶ βουβῶναϲ ὡϲ μάλιϲτα ϲυνιϲταμένη τοὔνομα λαβοῦϲα ἢ ἀπὸ
, ἄν τε κατὰ τοὺϲ μηροὺϲ ἄν τε κατὰ τὰϲ μαϲχάλαϲ ἢ τράχηλον ὦϲιν γεγενημένοι . ἀλλὰ τοὺϲ μὲν προτέρουϲ
5857505 φθονερων
μαιόμενοι , ἤγουν ζητοῦντες , εἶπέ τις αὐτίκα ἀπὸ τῶν φθονερῶν γειτόνων κρυφίως , ὅτι τε ἐπὶ τὴν ἀκμὴν τοῦ
ἐξ Ἱέρωνος μάχην . δικαιοσύνῃ . ἐρχό - μενος . φθονερῶν . Κάπυος καὶ Ἱπποκράτους . ταράξαι καὶ λυπῆσαι .
5854970 ἀφησω
οὐδέν . τὸ γὰρ ὡς καὶ αὐτὸς ὑβρίζομαι , τούτοις ἀφήσω : πάλαι γὰρ τοῦτο αὐτοῖς ἐν μελέτῃ . σπινθῆρα
με ἀπελθόντες καταλίποιτε , βρόχον πλεξαμένη τὴν ψυχήν μου οὕτως ἀφήσω . ” ἐγὼ δὲ ὡς ταῦτα ἤκουσα , τὸ
5851127 Διαλογον
σὸν ὄνομα , ὦ Φιλοσοφία , ὑποδύεται καὶ ὑπελθὼν τὸν Διάλογον ἡμέτερον οἰκέτην ὄντα , τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ ὑποκριτῇ χρῆται
δι ' ἃς δὲ αἰτίας ἀπολιπὼν αὐτὴν ἐπὶ τουτονὶ τὸν Διάλογον ἐτραπόμην , ἀκούσατε , ὦ ἄνδρες δικασταί , καί
5846599 αἰνολεκτρον
οἰστρημένον ἢ τηλικῶνδε πεῖραν ὀτλῆσαι κακῶν . Ὁ δ ' αἰνόλεκτρον ἁρπαγεῖσαν εὐνέτης πλᾶτιν ματεύων , κληδόνων πεπυσμένος , ποθῶν
Πακτωλοῦ ποτὰ καὶ νᾶμα λίμνης , ἔνθα Τυφῶνος δάμαρ κευθμῶνος αἰνόλεκτρον ἐνδαύει μυχόν , Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν , δεινὴν Λιγυστίνοισι
5846450 στημονα
που παρὰ Νικοφῶντι ἐν Πανδώρᾳ . τὸ δὲ συνδῆσαι τὸν στήμονα καιρῶσαι λέγειν χρή , καὶ καίρωσιν τὴν σύνδεσιν .
διαψαίρουσα πέπλους ἀνθέων γέμοντας . Ἀπὸ τῆς τραπέζης τουτονὶ τὸν στήμονα ἄττεσθ ' ἐπινοῶ . Ὁ Ζεὺς δίδωμι Παλλάς ,
5834512 καμπτομαι
] ἐν τούτῳ , ἤγουν διὰ τοῦτο πημοναῖσι ] τιμωρίαις κάμπτομαι ] ταλαιπωρῶ , καταβάλλομαι , δαμάζομαι πάσχειν ] αὐτάς
τὴν βασιλείαν οἵαις ] ἐν πημοναῖσι ] βλάβαις , τιμωρίαις κάμπτομαι ] δαμάζομαι Προμηθεῦ ] ὦ τὰ λῷστα ] τὰ
5825851 κολαζομενον
δεύτερον ἀγαθὸν μετὰ τὸ εἶναι δίκαιον , τὸ γίγνεσθαι καὶ κολαζόμενον διδόναι δίκην : καὶ πᾶσαν κολακείαν καὶ τὴν περὶ
ὑπάρχεις φίλου σχήματι : βασανιζόμενον γάρ με κατέχεις καὶ ἡδέως κολαζόμενον ὁρᾷς . εἰ δὲ φίλος ἦς , οὐκ ἂν
5813716 ταρακτορα
ὑβρίζει τὰ πολλὰ τὸν Τυδέα , τὸν ἀνδροφόντην λέγων πόλεως ταράκτορα . ἀνδροφόντην δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν ἐπειδὴ τοὺς Μελάνης ἀπέκτεινε
τὸν Τυδέα , τὸν ἀνδροφόντην λέγων , τὸν τῆς πόλεως ταράκτορα . ἀνδροφόντην δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν , ἐπειδὴ τοὺς Μελαίνης
5811251 στεγος
δόμους : φρούρει δέ μοι μή ς ' αἰθαλώσηι πολύκαπνον στέγος πέπλους . θύσεις γὰρ οἷα χρή σε δαίμοσιν θύη
. ἀλλ ' ἄγε , Πέρσαι , τόδ ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον , φροντίδα κεδνὴν καὶ βαθύβουλον θώμεθα , χρεία
5810353 συναπαραι
ἐκφυγεῖν , ἑκουσίως ἔφυγεν ἐκ τῆς Κρήτης μετὰ τῶν βουλομένων συναπᾶραι , πλειόνων ὄντων . Οὗτος μὲν οὖν κατέπλευσε τῆς
εἰς τὴν Ἀσίαν τὰ τῆς μητρὸς τῶν θεῶν ἱερὰ καὶ συναπᾶραι εἰς Φρυγίαν . καὶ τὴν μὲν Κυβέλην Ὀλύμπῳ τῷ
5808805 ἱκετευουσης
, χαρήσεται δὲ κατὰ ψυχήν , οὕτως καὶ ἡμεῖς αὐτῆς ἱκετευούσης προσποιησόμεθα λυπεῖσθαι ἔνδοθεν χαίροντες ἐπὶ τῷ μέλλειν ἀναιρεῖν αὐτήν
' ἀκρασίαν ὡς τοὺς ἄνδρας ἁλίσκονται : ἐγκαρτεροῦσι δὲ Λυσιστράτης ἱκετευούσης . Κινησίας τις τῶν πολιτῶν , ἀκρατῶς ἔχων τῆς
5805968 ἀπαγε
ὑπουργούντων τινὶ πρὸς κόνεως κυλίστραν τὸν ἵππον ἐξαγαγεῖν κυλισθῆναι . ἄπαγε ] ὦ δοῦλε . ἐξαλίσας ] κυλισθῆναι ποιήσας .
; τίς μ ' εἰς ] τὸ πρόσθεν κατατέθηκεν ; ἄπαγε δὴ σύ . καὶ δή . παῖ , παιδίον
5800423 ἐπιτηρησας
παρηγορεῖν ἀνιαρῶς ἔχοντα . περὶ δὲ πρώτην νυκτὸς φυλακὴν πάντας ἐπιτηρήσας καθεύδοντας πρόειμι τὸ ξίφος ἔχων , ἐπικατασφάξων ἐμαυτὸν τῇ
τις τὴν θρυαλλίδα ἡμμένην εἰσπέμψειεν ἂν εἰς τὰ νεώρια , ἐπιτηρήσας βορέαν πνέοντα , καὶ οὕτω καύσει τὰς ναῦς .
5794521 στυγει
δυσμενέων δ ' ὄχλον πύργος ἀποστέγει . τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ; οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένος : ἀλλ
δύναιτ ' ἄν . Ὕδωρ δὲ πίνει τὸν δὲ Βίβλινον στυγεῖ . Τῇ κλίμακι διαστρέφονται κατὰ μέλη στρεβλούμενοι . Ὅστις
5785869 βατηρα
δὲ ἐκβαίνεται ῥωμαλέα ἐστίν * ὀροιτύποιο : ὑλοτόμου , βοσκοῦ βατῆρα δὲ τὴν βακτηρίαν κατὰ ἀφαίρησιν τοῦ κ . καὶ
τὴν βακτηρίαν , ἐπεὶ τὰ βοτὰ ἐλαύνει . Ἀντίγονος δὲ βατῆρα , ὅτι δέ , φησιν , ἐκδείραντες τὴν ἀμφίσβαιναν
5775592 χραναι
: ἡ βουλή . μιᾶναι : βάψαι . μολῦναι . χρᾶναι . μίν : αὐτόν . αὐτήν . αὐτό .
σκιὰν ὑπερενεγκεῖν , χρῶσαι ἐπιχρῶσαι ἀποχρῶσαι , ἄνθεσι φαιδρῦναι , χρᾶναι ἐπιχρᾶναι ἀποχρᾶναι . ἐφ ' οὗ δὲ οἱ πίνακες
5774320 Ἁιδα
δύστανος ἄταν : ξανθᾶι δ ' ἀμφὶ κόμαι θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον αὐτὰ χεροῖν . πείσει χάρις ἀμβρόσιός τ '
οὐκέτι μοι ἐλπίδες τοῦ ζήσεσθαι τοὺς παῖδας : θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον : θάνατον , φησὶ , μᾶλλον περιθήσεται ἢ
5762423 βαζει
κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσι γίνεται , ὃς πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει . ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ξενίη τε τράπεζα
Ἰθάκης ἐς δῆμον ἵκηται , ἐλθὼν ἐς δέσποιναν ἐμὴν ἀπατήλια βάζει : ἡ δ ' εὖ δεξαμένη φιλέει καὶ ἕκαστα
5754222 ὑψιπετες
ᾖ τὸ φυτὸν χαμαιπετές , λέγεται πόα , εἰ δὲ ὑψιπετές , δένδρον , εἰ δὲ μέσον , θάμνος .
, παρὰ τὸ ἐν τῷ πέτεσθαι ἄνω , οἱονεὶ τὸ ὑψιπετές : ὅθεν τὸ μὲν δίφθογγος , τὸ δὲ ἦτα
5753429 κομιζε
κἄπειτα σφάξας αὐτὸν τὸ μέρος μὲν ἐκεῖνο τὸν μηρὸν ἀποτεμὼν κόμιζε δεῦρο καὶ κατασκευάσας τῷ δεσπότῃ ἀπόδος καὶ τὸ ἄλλο
φησὶν ὁ Τηλέμαχος πρὸς τὴν Πηνελόπην , τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε . ἀφ ' οὗ γίνεται τὸ κομιδή , ἡ
5751756 ἀναβαδην
Σῦκα . Θ . ἐσθίειν : Τρώγειν . . . ἀναβάδην : ἄνω [ φησὶν ] ἔχω τοὺς πόδας ἐν
κεκοσμημένον γυναικιστὶ , καὶ μετὰ τῶν παλλακίδων ξαίνοντα πορφύραν , ἀναβάδην τε μετ ' αὐτῶν καθήμενον , γυναικείαν δὲ στολὴν
5751629 τρεφοντα
οὐχὶ σείειν , ἀλλ ' ἀποσείειν αὐτόθεν . τὰ κακῶς τρέφοντα χωρί ' ἀνδρείους ποιεῖ . ᾤμην , εἰ τὸ
ἄνθρωπον οὖν συλλαβὼν ἐπιεικῆ γέροντα γυναικί τε συνοικοῦντα καὶ παιδία τρέφοντα καὶ πυροὺς καθ ' ἡμέραν οὐκ ὀλίγους εἰς ἄρτον
5743874 δρασῃς
φησὶ , τὴν τῶν τέκνων καὶ τὸν φόνον μὴ προπετῶς δράσῃς , ἀλλὰ πρότερον μεθ ' ἡμῶν ἢ ἄλλων τινῶν
τι δάκῃς : ἐὰν γὰρ καὶ δηκτικόν τι καὶ λυπηρὸν δράσῃς , ὡς καὶ ὁ λόγος ὁ τρώσας ἰάσεται .
5742314 ἐκτεινα
ἀλλὰ καθαρός εἰμι , ἄναξ , ἐν χειρῶν γὰρ νόμῳ ἔκτεινα . Κείων : ἐκαλεῖτο μὲν Ὑδροῦσα ἡ νῆσος ,
Δαναΐδαι δεύτερον ] , ὑμῖν ἀμύνων οὐδὲν ἧσσον ἢ πατρὶ ἔκτεινα μητέρ ' : εἰ γὰρ ἀρσένων φόνος ἔσται γυναιξὶν
5741058 ἐφωνει
ἀνάγει τὸν οἰκεῖον . Ὁ δ ' εὖγε τοῦτον ἀπολέσαι ἐφώνει . Ἀλήθειαν δὲ ὁ Ἑρμῆς ὡς ἀκούει , χαρίζεται
τοὺς γείτονας σιτευόμενος ὡς εἶδεν ἄφνω τὴν φίλην , στραφεὶς ἐφώνει : Πέμψον δέ μοι καὶ τὸ φιβλατώριον . Ἄλλος
5738196 στενεις
ς ' ἀνέμνησεν κακῶν ; ἢ τὰς Ὀρέστου τλήμονας φυγὰς στένεις καὶ πατέρα τὸν ἐμόν , ὅν ποτ ' ἐν
θεοὺς ἐγὼ πυθέσθαι βούλομαι τί τὸ πρᾶγμα τουτί . Τί στένεις ; Τί δυσφορεῖς ; Οὐ χρῆν σε κρύπτειν ὄντα
5734314 ἀνακινει
χαμαίμηλον , καὶ μετὰ ταῦτα πάλιν εἰς τὸ πῦρ ἐπιθεὶς ἀνακίνει , ἕως ἂν καλῶς μιχθῇ , ἑνωθέντων δ '
ἔμπασσε εἰς αὐτὸν τὴν σανδαράκην καὶ τὴν σάνδυκα λεῖα καὶ ἀνακίνει , ἕως ἂν καλῶς ἀναμιχθῇ , μετὰ ταῦτα δ
5732599 Ξανθιαν
αὐτοῦ τήμερον ἐκπηνιεῖται ταῦτα προσκαλούμενος . Κάκιστ ' ἀπολοίμην , Ξανθίαν εἰ μὴ φιλῶ . Οἶδ ' οἶδα τὸν νοῦν
ὄψα ἐποίησε , δεσπότην πάλιν ἑαυτὸν ποιεῖ , τὸν δὲ Ξανθίαν δοῦλον . ἀποδέχεται δὲ τὸν Διόνυσον ὁ χορὸς ὡς
5730556 πυρεττοντα
ἵπποι νοσήσουσιν , ἐὰν ἐλάφου κέρας περιάψῃς αὐτοῖς . Τὸν πυρέττοντα θεραπευτέον θερμῷ λουτρῷ , χειμῶνός τε θαλπτέον , ὡς
μήτε ὁ πυρετὸς εἰσβάλλων εἴη σφοδρός . οἶδα δὲ καὶ πυρέττοντα ὀξέως καθάρας , ἀλλὰ χρῄζει τὰ τοιαῦτα πολλῆς καὶ
5729299 Αὐτον
. Ἀνάγκᾳ ] Τῇ ἐκ τῆς νόσου . Φίλον ] Αὐτὸν τὸν Ἱέρωνα . Φίλον ] * Οἱ γράφοντες φίλων
τοὺς ματαίους φόβους καταπαύσωσι τοὺς παρ ' αὑτῷ ἕκαστος . Αὐτὸν δὲ θορυβεῖν νυκτὸς τὸ τῶν ἐναντίων στράτευμα δαμάλεις τὰς
5724007 ἀσπαζου
” , ἐροῦσι πολλοί : “ πολλὰ [ ] σαυτὸν ἀσπάζου : ἐπὴν ἔχῃς τι , πάντα σοι φίλων πλήρη
Μούσης , Χαρίτων θρέμμα , Τρυφῆς πρόσωπον , ἄνοιξον , ἀσπάζου με . διά τοι σὲ πόνους ἔχω . οὗτος
5722040 ποκον
τις ἦν πρόβατον κεκτημένη . Ποτὲ οὖν κεῖραι βουληθεῖσα τὸν πόκον ἅμα τῷ μαλλῷ ἐψάλιζε τὴν σάρκα . Τὸ δὲ
γὰρ τὴν ἀλώπεκα κίναδον προσαγορεύουσιν . ἐποκίξατο : ἔκειρε , πόκον ἐποίησε : τίς γάρ ποτε ἔκειρε τρίχας ἀντὶ ἐρίων
5714857 οἰμωζειν
ποιεῖν : τὸν μὲν γελᾶν , τὸν δ ' ἕτερον οἰμώζειν μακρά . ὅτι δὲ καὶ παμπόλλου πιπράσκουσιν Ἄλεξις ἐν
τὸ ὀΐζω ὀϊζύω , ἔστι δὲ καὶ παρὰ τὸ οἴμοι οἰμώζειν : ὅπερ ἴδιον ἐπιρρημάτων . Καὶ τὸ χρή δὲ
5711835 ἐκδοντα
τὸν ἵππον . ὡς δ ' ἔτι γράφοντος ἐπιστῆναι τὸν ἐκδόντα , μέμφεσθαι : μὴ γὰρ τοῦτο προστάξαι . τὸν
φέρων ὁ ἰατρὸς γυναικός τε καὶ παίδων ἀπολειφθεὶς ἠμύνατο τὸν ἐκδόντα , συμβουλεύσας τῷ Περσῶν βασιλεῖ αἰτῆσαι θυγατέρα παρὰ τοῦ
5705827 ἐπιτηρων
πρὸς ἕνα , τοῦ πάθους μὴ ἐπιμένοντος , ἀλλ ' ἐπιτηρῶν ἀνέσεις , ἐπιτάσεις , πληρώσεις , κενώσεις , αἰτίων
δ ' ἐν ἱστορίᾳ διαμαρτάνουσι , τὰ τοιαῦτα ἂν εὕροις ἐπιτηρῶν , οἷα κἀμοὶ πολλάκις ἀκροωμένῳ ἔδοξεν , καὶ μάλιστα
5705058 ἐπισειων
τε λεπτοῖς ἁλσί , δειπνούντων ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπισείων φέρω . Τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον : ὀπτὸν
δ ' οὐκ ἐπαΐει τὸ παράπαν , ἀλλὰ τὴν αἰγίδα ἐπισείων καὶ τὸν κεραυνὸν ἐπανατεινόμενος δριμὺ ἐνορῶν ἐκπλήττει τοὺς ἐνοχλοῦντας
5700117 ἐπιβαντα
θανάτου κατὰ τὸν παρ ' αὐτοῖς τεθέντα νόμον , τὸν ἐπιβάντα Ἀθηναίων τῇ νήσῳ ἄκριτον ἀποθνῄσκειν . ἦν δ '
ἐπιβούλους ἐργάσασθαι , ἐλαφρῷ ποδὶ ἐπὶ τὸν τράχηλον τῶν ἐχθρῶν ἐπιβάντα εἰπεῖν ἱκανὴν ἔχειν τιμωρίαν τῆς τοῦ ἀδελφοῦ ἀναιρέσεως ,
5697772 κοσμεις
λέξον μοι , τίνος ἐσσὶ μάκαιρα τὺ καὶ τίνα παίδων κοσμεῖς ; ἁ πυγὰ δ ' εἶπε : „ Μενεκράτεος
. καίτοι εἰ μὲν μηδεὶς ῥήτωρ ἐπιεικὴς , τί τοῦτον κοσμεῖς ; εἰ δ ' οὗτός γε σαφῶς δίκαιος ,
5696410 σωφρονουντα
καὶ τὴν ἐκ ταύτης αἰσχύνην ; ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι τὸν σωφρονοῦντα μὲν εὐδοξεῖν , τὸν δὲ βίᾳ τὴν ἡδονὴν μετιόντα
ἔχειν , ἐξαλειψάτωσαν ἐν οἷς γράφουσιν μήτε τοῦ μαινομένου τὸν σωφρονοῦντα μήτε τοῦ νοσοῦντος τὸν ὑγιαίνοντα μήτε τοῦ κοιμωμένου τὸν
5696359 κοιτωνα
μένω μετ ' αὐτοῦ . “ καὶ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν κοιτῶνα ἐπένθει . Τοῦ δὲ πότου προκόπτοντος ζητήματα πρὸς ἀλλήλους
. ἀπὸ δὲ τοῦ πότου αὐτὸν μὲν ἀπαλλάττεσθαι ἐθέλειν ἐπὶ κοιτῶνα εἰσὶν οἳ ἀνέγραψαν : Μήδιον δὲ αὐτῷ ἐντυχόντα ,
5694100 Κυννοι
ὤϊκται κἀνεῖτ ' ὀ παστός . οὐκ ὀρῆις , φίλη Κυννοῖ ; οἶ ' ἔργα κεῖ ' νῆν : ταῦτ
ζοὴν θεῖναι . τὸν Βατάλης γὰρ τοῦτον οὐκ ὀρῆις , Κυννοῖ , ὄκως βέβηκεν ? ? ? ? ? ?
5693322 Ἀναγυρον
σκληρὸς , περὶ ὃν πονοῦντες οἱ γεωργοὶ οὐδὲν πορίζονται . Ἀνάγυρον κινεῖς : ἐπὶ τῶν κινούντων τινὰ ἐπὶ τῶν ἑαυτῶν
. Ἀληλεσμένος βίος : ἐπὶ τοῦ ἑτοίμου καὶ ἀπόνου . Ἀνάγυρον κινεῖς : ἐπὶ τῶν προξενούντων ἑαυτοῖς κακά : Ἀνάγυρος
5689179 κηφηνα
κισσὸν ὑπὲρ τύμβου ζῶντα Μάχωνι φέροις . οὐ γὰρ ἔχεις κηφῆνα παλίμπλυτον , ἀλλ ' ἄρα τέχνης ἄξιον ἀρχαίης λείψανον
Ἀὴρ διὰ τῶν νεφέων διάπεμψον Ἀντικύραν , ἵνα τόνδε κόριν κηφῆνα ποιήσω . γρυμέα θυροκοπεῖν καὶ θυροκοπία νεκρόν περίδου πολιτοκοπεῖν
5688466 Κρεοντα
' ἃ μάλιστα εἰκάζουσι τὴν συμβολὴν γενέσθαι τοῖς περὶ τὸν Κρέοντα καὶ Θησέα . Πέτρας δὲ νιφάδος ἂν εἴη λέγων
ὀμνύναι . ἐὰν γὰρ ὀμόσῃς μοι , τοῖς περὶ τὸν Κρέοντα βουλομένοις με ἄγειν ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς οὐκ ἂν μεθεῖο
5686605 ἐπεξιωμεν
λέγεται : πρότερον δὲ ὅσα ἄν τις ἀπορήσειεν ὑπὲρ αὐτῆς ἐπεξίωμεν . Εἰ τοίνυν ἡ αἴσθησίς ἐστιν ἡ ἀντιληπτικὴ τῶν
. κοινότερον γοῦν ἐνταῦθα καὶ πληρέστερον πάλιν τὰ περὶ αὐτῶν ἐπεξίωμεν . ἐπεὶ γὰρ πᾶς συλλογισμὸς σοφιστικὸς ἢ παρὰ τὴν
5684991 εὐτρεπιζει
ἐπιφρίττουσιν . Τῆμος : τότε , αὐτίκα . ἐπεντύνει : εὐτρεπίζει , κατασκευάζει . Εἰλυμένους : κεκρυμμένους , ἐντετυλιγμένους .
: καὶ , ἦν γὰρ αὐτὸς ἐπιμελητὴς , νύκτωρ πάντα εὐτρεπίζει , καὶ ἕωθεν εἰς Πέρσας ὁδοιπόρουν . Ἡ δὲ
5683061 Καρπαθιος
δ ' αὐτῆς Κρήτη τιμήεσσα „ . ] ὁ οἰκήτωρ Καρπάθιος καὶ Καρπαθία , καὶ Καρπάθιον . Καρπασία , πόλις
ἀλλὰ καμπὰς ἔχοντες . Καρπάθιος τὸν λαγών : παροιμία , Καρπάθιος τὸν λαγών . Διὰ γὰρ τὸ μὴ εἶναι λαγὼς
5677121 ὁρμαινοντα
ὅστ ' ἐπὶ πρύμνᾳ σταθεὶς [ ] ἔσχεν θρασυκάρδιον [ ὁρμαίνοντα ] νᾶας [ ] θεσπεσίῳ πυρὶ [ – –
οὐκ Ἀτρεΐδην Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν ὕπνος ἔχε γλυκερὸς πολλὰ φρεσὶν ὁρμαίνοντα . ὡς δ ' ὅτ ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις
5675786 ταυρωι
κεκλιμένος δὲ γέρων ἀντώπιον ὄμμα τανύσσας , εἰσορόων ἀκτῖνας ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς
τὸν Θησέα στρέφοντα καὶ μαλάττοντα τοὺς λύγους ποιῆσαι δεσμὰ τῶι ταύρωι : λέγει δὲ οὕτως : κλωστῆρσι χειρῶν ὀργάσας κατήνυσε
5670854 εἰρξει
' ἄραρε κλῆιθρα , σῆς βοηδρόμου σπουδῆς ἅ ς ' εἴρξει , μὴ δόμων ἔσω περᾶν . ἔα , τί
ἡμῶν ὡς δράκοντα νεοσσῶν . θ εἴρξει ] κωλύσει . εἴρξει ] αὐτὸν ἀπὸ τῆς πόλεως . εἴρξει ] ἀφ
5669633 κατεκλασε
καὶ ὑπερβὰς τὴν αἱμασιὰν τὰ μὲν ἀνώρυξε , τὰ δὲ κατέκλασε , τὰ δὲ κατεπάτησεν ὥσπερ σῦς . Καὶ ὁ
δὴ καὶ τότε ἀναβρυχησάμενος κλάων καὶ ἀγανακτῶν οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων πλήν γε αὐτοῦ Σωκράτους . Ἐκεῖνος δέ
5668986 αἰρου
τε κοίτας καὶ πυρὸς φλέξον μένος , κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . Οὔτ ' ἀλφίτοισι χαίρομεν
: οἱ δὲ διῄρουν . Κατάβαλλε τἀκάτια , καὶ κυλίκια αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν
5665343 διαδραντα
Ῥέαν καί τινας τῶν συνηγωνισμένων φίλων λαθεῖν ἐκ τῆς πόλεως διαδράντα . οὐ μὴν τόν γε Διόνυσον ὁμοίαν ἔχειν τούτῳ
ὑποδεῖξαί τι πολίχνιον , εἰς ὃ διασεσῶσθαι τοῦτον τοὺς διώκοντας διαδράντα ἐβεβαιοῦτο . Οἰόμενος οὖν ἀληθῆ τὰ ἀπαγγελθέντα εἶναι ,
5664652 θρηνησει
ὄρνιθος ἀηδοῦς ἥσει δύσμορος , ἀλλ ' ὀξυτόνους μὲν ᾠδὰς θρηνήσει , χερόπλακτοι δ ' ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι καὶ
ὁ κλαυθμός , ὁ υἱὸς ὁ μὴ γενόμενός μοι , θρηνήσει σῃ τὸ πρᾶγμα . . ἐγχανὼν ] κατακλαύσας ῶν
5664472 κλαυθμον
διακρατείτω ἐρεθισμοῖς τισιν καὶ ψελλίσμασιν καὶ φωναῖς προσηνέσιν παρηγοροῦσα τὸν κλαυθμόν , μήτε δὲ ἐκφοβοῦσα μήτ ' ἐπιταράττουσα ψόφοις τισὶν
ἀπονιψαμένους ποιεῖ πάλιν δειπνοῦντας καὶ δόρπου ἐξαῦτις μεμνημένους μετὰ τὸν κλαυθμόν . τῷ δὲ μὴ αἴρεσθαι τὰς τραπέζας ἐναντιοῦσθαι δοκεῖ
5662321 κρυπτοντα
: εἰ δ ' οὖν γένοιτο , χρὴ περιστεῖλαι καλῶς κρύπτοντα καὶ μὴ πᾶσι κηρύσσειν τάδε : γέλως γὰρ ἐχθροῖς
τὰ μὲν σὺν ἄστρων ἐπιτολαῖσιν ὄμματα βλέποντα , τὰ δὲ κρύπτοντα δυνόντων μέτα , ὡς ὕστερον θανόντος εἰσορᾶν παρῆν .
5661423 φεροντ
ἐρασθέντα Σκύλλης ἐλθεῖν αὐτῆς εἰς τὸ ἄντρον ἢ κόγχου δώρημα φέροντ ' Ἐρυθραίης ἀπὸ πέτρης , ἢ τοὺς ἀλκυόνων παῖδας
ἆρ ' οἴσει τρία ; τὸν δ ' ἴσον ἴσῳ φέροντ ' : ἐγὼ δ ' ἐκτήκομαι . τὴν μὲν
5658550 ἁδρων
τε πολλοὺς κρεμαμένους μελιλωτίνους εἶθ ' ὁρῶ τὸν Ἑρμαΐσκον τῶν ἁδρῶν τούτων τινὰ κάνθαρον καταστρέφοντα , πλησίον δὲ κείμενον στρωματέα
τυρὸν ποιεῖ , ἐρίφου . διὰ τὴν ἐπικαρπίαν γὰρ τῶν ἁδρῶν ταῦτ ' ἐσθίων τὰ φαῦλ ' ἀνέχομαι . ἐν
5657347 πεπεισμενον
εὐμενέστερον ὡς εἰπεῖν ἐκ τῆς ἐκκλησίας σε δέξεται τῷ πατρὶ πεπεισμένον ἤπερ ἐκ τῆς μάχης νενικηκότα . πολλὰς ἀπαριθμήσεταί σοι
οὐκ ἐκεῖθεν , ἀλλὰ παρὰ σοῦ γέγονα ῥᾴων . ὃ πεπεισμένον ἀνάγκη πλέον ἢ πρὸ τοῦ φιλεῖν , ἀμοιβῶν δὲ
5655373 φιλουντα
, ταπεινόν . εὐφιλόπαιδα ] τοὺς τῶν ἄλλων παῖδας καλῶς φιλοῦντα . γεραροῖς ] τοῖς γέρουσι . ἐπίχαρτον ] εὐφροσύνης
' ἐκείνου τοῖς ἐκείνου γενόμενον φιλοίην ; ἔνι δὲ καὶ φιλοῦντα μὴ ἐπιστέλλειν , ὥσπερ αὖ καὶ μὴ φιλεῖν ἐπι
5646642 γαυρουμενον
ἀργεῖοι ἐπὰν βοῆς ἀκούσωσιν : . τὸν δὲ μενέλαον τὸν γαυρούμενον ἐπὶ τῇ κόμῃ : οὐ δέος ἡμῖν ὑποδέξασθαι πρὸς
εἶναί τινα ἐν πενιχρᾷ ἐσθῆτι ἢ ζῆν ἀδόξως ἐν πλούτῳ γαυρούμενον . ὗς καὶ κύων πρὸς ἀλλήλας διεφέροντο . τῆς
5645186 ἀγαναις
ὅτι πρέπον ἐστὶ τίνεσθαι τοὺς ἐποιχομένους τὸν εὐεργέτην ἐν ἀμοιβαῖς ἀγαναῖς . Τὸ εὐμενέσι λέγει , ἐπειδὴ φονεύσας τὸν πενθερὸν
πρὸς τὸ τὸν εὐεργέτην συνάπτεται . τὸ γὰρ τὸν εὐεργέτην ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι , ἑρμηνεία ἐστὶ τοῦ ταῦτα .
5643112 ὑπνωι
δ ' ἐπέμυξαν . τὸ δὲ ἐγείρεσθαι ἀθρόως τὰς παρειμένας ὕπνωι οὐ πιθανόν : κατὰ βραχὺ οὖν ἐκ προσβάσεως τὴν
πατρὸς ἐτιμωρήθη ὑπὸ Μίνωος . πνέονθ ' . . . ὕπνωι ] τὸ ἑξῆς : ἀπώλεσεν ἁ κυνόφρων Νῖσον πνέοντα
5641919 σκοπουμενων
δύ ' ἐρίφους ἠνάγκασας : τὸ γὰρ ἧπαρ αὐτῶν πολλάκις σκοπουμένων , καθεὶς κάτω τὴν χεῖρα τὴν μίαν λαθών ἔρριψας
δύ ' ἐρίφους ἠνάγκασας : τὸ γὰρ ἧπαρ αὐτῶν πολλάκις σκοπουμένων καθεὶς κάτω τὴν χεῖρα τὴν μίαν λαθὼν ἔρριψας εἰς
5639328 ὑπεκριθη
. ἀλλ ' ὁ Ἀριστοφάνης μόνος χρίσας ἑαυτὸν τρυγὶ αὐτὸν ὑπεκρίθη . ἐξῃκασμένος ] ὁμοιωθείς . Γ ἐξῃκασμένος ] ἤγουν
Αἴσωπος δαρήσεται . “ ἡ δὲ θέλουσα τὸν Αἴσωπον τυφθῆναι ὑπεκρίθη , καὶ λαβοῦσα λέντιον προσέφερε τῷ ξένῳ τὴν λεκάνην
5630345 ἠισθομην
. ἀπωλόμεσθα πάντες , οὐ κείνη μόνη . ἀλλ ' ἠισθόμην μὲν ὄμμ ' ἰδὼν δακρυρροοῦν κουράν τε καὶ πρόσωπον
ἴσως ἀνθρώπινον . ἔκρυπτε τοῦτ ' , ἠισχύνετ ' : ἠισθόμην ἐγὼ ἄκοντος αὐτοῦ διελογιζόμην θ ' ὅτι ἂν μὴ
5629629 κλυους
ψόγος λαμπρύνεται , οἱ δ ' αἴτιοι τῶνδ ' οὐ κλύους ' ἄνδρες κακῶς . εἰ δ ' ἐκ δόμων
; Πάρεστ ' Ὀρέστης ἡμίν , ἴσθι τοῦτ ' ἐμοῦ κλύους ' , ἐναργῶς , ὥσπερ εἰσορᾷς ἐμέ . Ἀλλ
5629447 κεκρουκας
Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐκ ἐμποίνιμος : ἐπὶ τῶν ἐρωτικῶν . Αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τῆς θύρας : οἷον , ἐπ '
: ἡ ἀρχὴ τοῦ τῶν † πεντάθλου σκάμματος : αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου , φησί τις , οἷον

Back