τὸν ἄνδρα τοιόνδε καὶ τοιοῦτον . ὑψηλόν . μετὰ βοῆς ὕψωσον . * τὸν Ἐφάρμοστον . ἤγουν δαιμονίως καὶ εὐφυῶς
καὶ κατελθὼν λάβε τὸν δίκαιον Ἁβραὰμ ἐπὶ ἅρματος χερουβικοῦ καὶ ὕψωσον αὐτὸν εἰς τὸν αἰθέρα τοῦ οὐρανοῦ ὅπως ἴδῃ πᾶσαν
6215860 καταστρεφοντα
? τινος καὶ κατὰ μέσον τῆς θαλάσσης καὶ τοῦ σκότους καταστρέφοντα [ ] καὶ ? πεσόντα καὶ ὑποβρύχιον [ ]
, παρὰ τὸν Ταῦρον ἰοῦσα τὸν διεζωκότα τὴν Ἀσίαν καὶ καταστρέφοντα ἐπὶ τὴν ἑῴαν θάλατταν μεταξὺ Ἰνδῶν καὶ τῶν ὑπὲρ
6198779 ἑλκεις
εἴχετο χείλευς : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὺ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις , ἁνίκα δὴ καὶ σαῦρος ἐν αἱμασιαῖσι καθεύδει ,
αὐτός φησι : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις ; ἔνιοι δὲ τὸ Σιμιχίδα ἐπώνυμον εἶναι λέγουσιδοκεῖ γὰρ
6144022 ἀρχιστρατηγον
ἔρχεται εἰς τὸ σώζεσθαι . εἶπεν δὲ Ἁβραὰμ πρὸς τὸν ἀρχιστράτηγον : Δεῦρο Μιχαὴλ ἀρχιστράτηγε , ποιήσωμεν εὐχὴν ὑπὲρ τῆς
ἔλεος αὐτοῦ τὸ ἀμέτρητον . εἶπεν δὲ Ἁβραὰμ πρὸς τὸν ἀρχιστράτηγον : Δέομαί σου , ἀρχάγγελε , εἰσάκουσον τῆς δεήσεώς
6085073 ἐπαγγειλαι
τιμωμένῳ φερούσας ; οἶσθα γὰρ ὡς ἐγὼ μὲν πολλάκις ὤκνησα ἐπαγγεῖλαι χάριν ἐνθυμούμενος , ὁπόσας λάβοιμι , σὺ δὲ τῷ
ἐκείνῳ μᾶλλον ἢ τῷ Διὶ θύσοντας : τραγῳδίαν δ ' ἐπαγγεῖλαι καὶ κιθαρῳδίαν ἀνδράσιν , οἷς μήτε θέατρόν ἐστι μήτε
6063892 ἀφες
διδακτόν , δίδασκε : εἰ δὲ σὺ μὴ δύνασαι , ἄφες με μαθεῖν παρὰ τῶν λεγόντων εἰδέναι . ἐπεὶ τί
τε γάρ ἐστιν καὶ εἰδεχθὴς καὶ σκληρὸς καὶ ἄτιμος : ἄφες αὐτὸν ἐπὶ κεφαλὴν κατὰ τῆς πέτρας : σὺ δὲ
6062460 ποθω
πρὸς σέ ; Δυσκόλῳ τις συγκλητικῷ ἔλεγε : Μικρόν σε ποθῶ ἰδεῖν καὶ συντυχεῖν . ὁ δὲ ἀπεκρίνατο : Κἀγὼ
ἄνω , ξὺν σοὶ μετεῖχον τῶν ἴσων : καὶ νῦν ποθῶ τοῦ σοῦ θανοῦσα μὴ ἀπολείπεσθαι τάφου : τοὺς γὰρ
6034679 ἀπιθι
εἰ τὸ δυνατὸν αὐτῇ πρόσεστι μαθεῖν βούλομαι . ἀλλ ' ἄπιθι καὶ διαμαντευσάμενος ἧκε ταχέως , ἐγὼ δ ' ἐνθάδε
μετὰ προστακτικοῦ , οἷον , ἴθι ποίησον τόδε . . ἄπιθι πρὸς τὸν θεράποντα φησίν . . τοὺς ξυγγεώργους :
6027366 Ἑρμη
τῶν σῶν δορυφόρων . Τί οὖν οὐκ ἀπαλλαττόμεθα , ὦ Ἑρμῆ , τὴν ταχίστην ; οὐ γὰρ ἄν τι ἡμεῖς
. τὸ πλῆρες δὲ Ἑρμᾶ . Ἑρμ ' ἐμπολαῖε ] Ἑρμῆ ἐμπορικέ . ὡς εὐτυχῶς πωλήσας τὰς ἑαυτοῦ θυγατέρας εὔχεται
6004001 προσιτω
τῶν λόγων ” . ὅστις ἐκείνοις τέρπεται τοῖς ἐμοῖς μὴ προσίτω . εὖ φρονεῖν δοκήσετε : παρ ' ὑπόνοιαν :
“ κεχήνατε ” , ἐξαπατᾶσθε καὶ ἐνεοί ἐστε . Γ προσίτω Θέωρος : οὗτος ἐπὶ κολακείᾳ κωμῳδεῖται . ὁ κῆρυξ
5976068 ὑπεκριθη
. ἀλλ ' ὁ Ἀριστοφάνης μόνος χρίσας ἑαυτὸν τρυγὶ αὐτὸν ὑπεκρίθη . ἐξῃκασμένος ] ὁμοιωθείς . Γ ἐξῃκασμένος ] ἤγουν
Αἴσωπος δαρήσεται . “ ἡ δὲ θέλουσα τὸν Αἴσωπον τυφθῆναι ὑπεκρίθη , καὶ λαβοῦσα λέντιον προσέφερε τῷ ξένῳ τὴν λεκάνην
5975853 δεδιας
ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια , καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι . οὐκ ἐννοεῖς δὲ
αὐτὰς ἔτι . τὸν δὲ Ἀνταῖον , ὦ παῖ , δέδιας οἶμαι : θηρίῳ γάρ [ ἄν ] τινι ἔοικεν
5961872 φιλησαι
ἐς τὸ μέσον ἀναστᾶσαν ὀρχήσασθαι αὐτοῦ διακωλύοντος καὶ μετὰ ταῦτα φιλῆσαι Λαμπρίαν τὸν ἑταῖρον αὐτοῦ , καὶ ἐπεὶ ἐχαλέπηνέ σοι
' Ἔρως ἔχ ' αὐτό φησιν . Χαλεπὸν τὸ μὴ φιλῆσαι , χαλεπὸν δὲ καὶ φιλῆσαι : χαλεπώτερον δὲ πάντων
5958440 ἀτιμασῃς
ῥύου με κἀκφύλασσε : μηδέ μου κάρα τὸ δυσπρόσοπτον εἰσορῶν ἀτιμάσῃς . Ἥκω γὰρ ἱερὸς εὐσεβής τε καὶ φέρων ὄνησιν
] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς . τρυγοδαίμονες ] τραγικοί , οἱ κωμικοὶ ποιηταί ,
5941016 ῥιψειν
δὲ Ἱέρωνα ἐγκωμιάσαι προθυμούμενος ἐλπίζω παρὰ σκοπὸν μὴ τὸν ὕμνον ῥίψειν , ἀντὶ τοῦ κατὰ σκοποῦ προσδοκῶ βαλεῖν τοὺς ὕμνους
: φονευθεὶς γὰρ πεσεῖται . θ ἰάψειν ] βαλεῖν καὶ ῥίψειν . Ξ διπλῆς ἑτέρα περίοδος . οἱ δὲ στίχοι
5932021 θοηι
διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα ταθέντας . Ἀλλὰ θοῆι μάστιγι φιλήμερος Ὄρθος ἀνέστη , ἐννύχιον γλυκὺν ὕπνον ἀκοντίζων
καὶ τὸν Δία σέβεσθαι αὐτήν : ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῆι ἀποθύμια ῥέζοι [ Ξ ] . ἀλλ ' Ὅμηρος
5928007 στειχοντ
ὑστάτην ὁδόν . καὶ μὴν ὁρῶ σὸν πατέρα γηραιῶι ποδὶ στείχοντ ' , ὀπαδούς τ ' ἐν χεροῖν δάμαρτι σῆι
λαμβάνεσθ ' ἐμῶν πέπλων : ὁρῶ κήρυκα τόνδ ' Εὐρυσθέως στείχοντ ' ἐφ ' ἡμᾶς , οὗ διωκόμεσθ ' ὕπο
5881264 Στας
ὁ ὄφις δῆλον . ἀντήσηται : μετάσχῃ , συμμεταλάβῃ . Στάς : σταθείς . ῥηγμῖνος : αἰγιαλοῦ , αἰγιαλῷ ,
ὁ ὄφις δῆλον . ἀντήσηται : μετάσχῃ , συμμεταλάβῃ . Στάς : σταθείς . ῥηγμῖνος : αἰγιαλοῦ , αἰγιαλῷ ,
5876469 ἐμπιδα
ἀπεδύσαντο κατὰ τῶν γυναικῶν . τόδε τὸ θηρίον : Τὴν ἐμπίδα . ἐξεῖλον : Ἀντὶ τοῦ ἐξέλοιμι . τοῦτ '
δακτύλιος οὑτοσί : Δίδωσιν αὐτῇ δακτύλιον , ἵνα ἐξενέγκῃ τὴν ἐμπίδα τοῦ ὀφθαλμοῦ . ἐκσκάλευσον : Ἐξένεγκε . οὐκ ἐμπὶς
5841678 Ἀργειφοντην
τὴν πλάσιν τῆς Πανδώρας διόλου ἐτέλεσεν , ἔπεμψε τὸν κλυτὸν Ἀργειφόντην , τουτέστι τὸν Ἑρμῆν τὸν ταχὺν ἄγγε - λον
διὰ τῶν ἐπιθέτων τοῦτ ' ἔοικεν ἡμῖν σαφέστερον ποιεῖν . Ἀργειφόντην τε γὰρ ὀνομάζει τὸν θεόν , οὐ μὰ Δί
5830275 τρεσας
οὐδεὶς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο , ὄνειδός τε εἶχε ὁ τρέσας Ἀριστόδημος καλεόμενος . Ἀλλ ' ὁ μὲν ἐν τῇ
, ἵν ' ἀρχὰς τῶν λόγων ταύτας λάβω . μῶν τρέσας οὐκ ἀνακαλύψω βλέφαρον , Ἀτρέως γεγώς ; τήνδ '
5806506 ἀποσεισαμενος
χάζω τὸ ὑποχωρῶ , ἤτοι ἀφείς , καταλείψας ) , ἀποσεισάμενος . τὸ σχάζειν κυρίως ἐπὶ τῶν κωπηλατούντων λέγεται ,
ὦ Κρόνου καὶ Ῥέας υἱέ , τὸν βαθὺν τοῦτον ὕπνον ἀποσεισάμενος καὶ νήδυμονὑπὲρ τὸν Ἐπιμενίδην γὰρ κεκοίμησαικαὶ ἀναρριπίσας τὸν κεραυνὸν
5803212 ἀραχνην
τινί φησιν ἐργάζεσθαι τὴν μὲν χελιδόνα τὴν νεοττιὰν τὸν δὲ ἀράχνην τὸ ἀράχνιον . τί γὰρ δεῖ λέγειν τὰς ἐν
οὖν καὶ ταῦτα τοῦ ζωγράφου : τὸ γὰρ οὕτω γλίσχρως ἀράχνην τε αὐτὴν διαπονῆσαι καὶ στίξαι κατὰ τὴν φύσιν καὶ
5784372 εὐτρεπιζει
ἐπιφρίττουσιν . Τῆμος : τότε , αὐτίκα . ἐπεντύνει : εὐτρεπίζει , κατασκευάζει . Εἰλυμένους : κεκρυμμένους , ἐντετυλιγμένους .
: καὶ , ἦν γὰρ αὐτὸς ἐπιμελητὴς , νύκτωρ πάντα εὐτρεπίζει , καὶ ἕωθεν εἰς Πέρσας ὁδοιπόρουν . Ἡ δὲ
5780929 ἑτοιμασας
. ὃ δὲ μηδὲν διατραπεὶς πάλιν γλώσσας ἐπρίατο , καὶ ἑτοιμάσας , ἀνακλιθεῖσι παρέθηκεν . οἳ δὲ πρὸς ἀλλήλους ὑπεφώνουν
μωρὰ διατάττεσθαι „ . γλώττας οὖν μόνας ὑείους πριάμενος καὶ ἑτοιμάσας , ἀνακλιθεῖσι γλῶτταν ὀπτὴν ἑκάστῳ σὺν ὀξυγάρῳ παρέθηκε .
5774174 κατεμαθεν
τοῦ Λυκούργου πῶς οὐ μεγάλως ἄξιον ἀγασθῆναι ; ὃς ἐπειδὴ κατέμαθεν ὅτι ὅπου οἱ βουλόμενοι ἐπιμελοῦνται τῆς ἀρετῆς οὐχ ἱκανοί
ἀνάδεσιν δὲ καὶ κατάστεψιν ἡγητέον τὸ ἐξ ὧν αὐτός τις κατέμαθεν οἷόν τε γενέσθαι καὶ ἑτέρους εἰς τὴν αὐτὴν θεωρίαν
5767346 θυμωθεις
αὐτῶν . κέρατα δὲ τὰ ἑαυτοῦ ὁ κάραβος ἀνεγείρας καὶ θυμωθεὶς ἐς αὐτά , προκαλεῖται μύραιναν . οὐκοῦν ἣ μὲν
ἐκ τῶν ἴσων ἐκλέξασθαι τούτους προὐτρέπετο . καὶ ὁ λέων θυμωθεὶς τὸν ὄνον κατέφαγεν . εἶτα τῇ ἀλώπεκι μερίζειν ἐκέλευσεν
5761114 γυλιον
τούτων τινὰ κάνθαρον καταστρέφοντα , πλησίον δὲ κείμενον στρωματέα καὶ γύλιον αὐτοῦ . δύ ' ἐστί , Ναυσίνικε , παρασίτων
' οὐδὲ τὰς δύο λίτρας δύναμαι . Ἡράκλεις , πνίγεις γύλιον τύ . μωρότερος εἶ Μορύχου , ὃς τἄνδον ἀφεὶς
5752574 ἀπερχομαι
] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ]
γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ
5745913 μεθεις
τούσδε πάντ ' εἰργάσμεθα ; μή νυν τὰ πόρσω τἀγγύθεν μεθεὶς σκόπει . ἀρκεῖν ἔοικέ σοι παθεῖν , δρᾶσαι δὲ
' ἄλλοισι δοὺς οἷς εἰκός , ἔκπλει , τἀμά μοι μεθεὶς ὅπλα . Τί δρῶμεν , ἄνδρες ; Ὦ κάκιστ
5743265 ἱκετευε
? ? [ ] [ : ὁ δ ' ἐξολισθὼν ἱκέτευε ⌋ τὴν κράμβην ⌊ ⌋ τὴν ἑπτάφυλλον , ἣν
χρόνῳ . τελευτῶσα δὲ ἡ μήτηρ αὐτῶν ἠντεβόλει με καὶ ἱκέτευε συναγαγεῖν αὐτῆς τὸν πατέρα καὶ τοὺς φίλους , εἰποῦσα
5736442 Μαλθακην
παῖ , παῖ , ] Δόναξ , φράσον εἰσιὼν πρὸς Μαλθάκην εἰς γειτόνων ἅπαντα δεῦρο [ μεταγαγεῖν τοὺς κανδύτανας ,
ὧν ἐμπλέκουσι τοῖς λίνοις αἱ μαστροποί , ἢ Ναύσιον ἢ Μαλθάκην . τοσαῦτ ' εἰπὼν μετά τινος τροχιλίας ὁ Μυρτίλος
5729954 μεμφομενον
γ ' ἢ ταύτην χύτραις ἱδρυτέον ; Χύτραισιν , ὥσπερ μεμφόμενον Ἑρμῄδιον ; Τί δαὶ δοκεῖ ; Βούλεσθε λαρινῷ βοΐ
εἰκότως παραγραφικὸν ἂν εἴη τὴν ἰσχὺν ἔχον ἀπὸ τοῦ ῥητοῦ μεμφόμενον τὴν κρίσιν οὐ τελείως ἐκβάλλον καθάπερ ἡ παραγραφή .
5717864 πεος
ἔχεις , ἄνθρωπ ' : ἄνω τε καὶ κάτω τὸ πέος διέλκεις πυκνότερον Κορινθίων . Ὦ μιαρὸς οὗτος . Ταῦτ
, ὃ δεῖταί μου σφόδρα , ὅπως ἂν οἰκουρῇ τὸ πέος τοῦ νυμφίου . Φέρε δεῦρο τὰς σπονδάς , ἵν
5716917 στενεις
ς ' ἀνέμνησεν κακῶν ; ἢ τὰς Ὀρέστου τλήμονας φυγὰς στένεις καὶ πατέρα τὸν ἐμόν , ὅν ποτ ' ἐν
θεοὺς ἐγὼ πυθέσθαι βούλομαι τί τὸ πρᾶγμα τουτί . Τί στένεις ; Τί δυσφορεῖς ; Οὐ χρῆν σε κρύπτειν ὄντα
5706695 ὑμνησαι
σύνταξιν ἀνθρώποις ἢ δυναμένοις ἢ βουλομένοις , καὶ δότε πρόφασιν ὑμνῆσαι τὴν φιλότιμον καὶ σοφωτάτην ἀρχήν , αὐτοὶ πρὸς ἕκαστον
ὅσα δίδωσιν ὁ καιρός . Ἐποίησε Πίνδαρος καὶ θεοὺς ὀκνοῦντας ὑμνῆσαι τὰς τοῦ Διὸς εἰς ἀνθρώπους φιλοτιμίας . ἐδόκει γάρ
5706628 Πολυιδον
μένος οὐκέτ ' ὀπήδει . Αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς Αἶνον ἐνήρατο καὶ Πολύιδον ἄμφω Κητείους , τὸν μὲν δορί , τὸν δ
καὶ Σερῆνος ἐν τῆι Ἐπιτομῆι τῶν Φίλωνος Περὶ πόλεων , Πολύιδον λέγων τὸν λαβόντα τὸν χρησμόν . . . .
5706344 γνωρισας
ἧκε μετὰ τῶν ἄλλων σατραπῶν : ὁ δὲ ἵππος αὐτοῦ γνωρίσας τὸν τόπον τῆς συνουσίας ἐρωτικόν τι παθὼν πρῶτος ἐχρεμέτισεν
ἄχρι λιμένων τῶν κατὰ πόλεις καὶ ὑποδρόμων λεωφόρους ἀνατεμὼν καὶ γνωρίσας ἠπειρώτας νησιώτας οὐκ ἄν ποτ ' εἰς ἑαυτοὺς ἐλθόντας
5695764 ἐκτεινας
χερός , διά μ ' ἔφθειρας , κατὰ δ ' ἔκτεινας . φεῦ φεῦ : πρὸς θεῶν , ἀτρέμα ,
τί μ ' ἐδέχου , τί μ ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας ; καὶ πάλιν Ἡρακλέα που διαλεγόμενον πεποίηκε πρὸς τοὺς
5683837 ἀγασαι
, καὶ οἶδα οἵα ἐστίν . Τί οὖν ; οὐκ ἄγασαι αὐτὴν καὶ νῦν χάριν ἔχεις τοῦ λόγου αὐτῇ ;
ἄλλον διώκει ; Τὴν δὲ ἐν ἄλλῳ ψυχὴν ἀγάμενος σεαυτὸν ἄγασαι . Οὕτω δὴ τιμίου καὶ θείου ὄντος χρήματος τῆς
5668015 λαλησαι
κακῶν [ τῶν συμπεσόντων τοῦ τε συμβάντος πάθους ] οὐδὲν λαλῆσαι δυναμένη πρὸς οὐδένα , προσηγορεύθη διὰ τὸ μὴ φωνεῖν
' ἔνδειαν ἢ περιψυγμὸν ἢ θάλπος ἢ πληγὴν ὀδυνᾶται , λαλῆσαι μὲν οὔπω δυνάμενον ἃ πάσχει , κλαυθμυριζόμενον δὲ καὶ
5667668 τιμωρησαιτο
αὐτοῖσι σὺν ἵπποις : Μενελάῳ δὲ πῶς ἂν τὸν Ἀλέξανδρον τιμωρήσαιτο : πάγχρυσον φέρε κόσμον ἑλὼν ἀπὸ σῆς ἀλόχοιο δειρῆς
ἵπποις . Μενελάωι δὲ πῶς ἂν τὸν Ἀλέξαν - δρον τιμωρήσαιτο : πάγχρυσον φέρε κόσμον ἑλὼν ἀπὸ σῆς ἀλόχοιο δειρῆς
5663698 θαυμασον
θεσπεσία μοι κεφαλή . Σὺ δὲ ἀνακεφαλαιωσαμένη πάντα τὰ προῤῥηθέντα θαύμασον τὴν τοῦ τεχνίτου σοφίαν καὶ ἐπιστήμην καὶ πρὸ τῶν
τι τῶν χαλκωμάτων , ὀροφὴν θέασαι , κρεκάδι ' αὐλῆς θαύμασον . καὶ πρὸ τοῦ θοινᾶσθαι δὲ ἃ δεῖ ποιεῖν
5651858 ἀλιτηριον
δέ εἰμι ξύλον εὐμέγεθες ἀνελόμενος κατὰ τοῦ βρέγματος πατάξαι τὸν ἀλιτήριον : ἃ γὰρ οὐδ ' οἱ τρέφοντες παίζουσι ,
ἤδη . Δέδοικε δὲ οὐδεὶς οὐ παλαμναῖον λογιστήν , οὐκ ἀλιτήριον ἐκλογέα , οὐ τοὺς καταράτους πευθῆνας , οὐ τοὺς
5642819 λυσον
αὐτῇ προςῆκεν ἐπιθεῖναι τὸ ξίφος : εἶτα μετὰ τὴν μετάληψιν λῦσον εὐθὺς τὴν ἀπὸ τοῦ νόμου διάνοιαν : οἷον ,
εἴτε δειλίᾳ καὶ τῷ φοβεῖσθαι μὴ πάλιν ἐλθὼν ἀπέλθῃ , λῦσον τὸν φόβον καὶ τὸ ταχέως προσέστω . πάντως καὶ
5639752 γεροντ
σε μήτηρ ; ἐγὼ μὲν οὐκ ἰδὼν τἀκεῖ κακὰ δακρύοις γέροντ ' ὀφθαλμὸν ἐκτήκω τάλας . ἓν γοῦν λόγοισι τοῖς
' ἄμμοροι τέκνων . τί σοι πρὸς Ἕκτορ ' ἢ γέροντ ' εἴπω πόσιν ; ἄγγελλε πασῶν ἀθλιωτάτην ἐμέ .
5638811 θυσω
τῶνδ ' ἃ λέγω πεπράξεται . Ἐγὼ δ ' ἵνα θύσω τοῖσι καινοῖσιν θεοῖς , τὸν ἱερέα πέμψοντα τὴν πομπὴν
μᾶλλον ἢ θυμούμενος πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῶι . θύσω , φόνον γε θῆλυν , ὥσπερ ἄξιαι , πολὺν
5633365 ἐλεησον
ἄλλα δύο τῶν ἄλλων χωρὶς οὐδὲν κωλύει συνίστασθαι , δύστηνον ἐλέησον . Ἑτέρα δέ , ὅτι τὰ ἄλλα ἐξ αὐτῶν
κατοικτειράτω . Γ ἐλεήσαις ] ⌈ λέγει τὸ Γ * ἐλέησον Γ ἢ ἀπόλυσον . Γ χοιριδίοις : ἴσως ,
5629766 ἐργασηται
, ἵνα μὴ πάλιν στάσεις καὶ ταραχὰς κατὰ τὴν πόλιν ἐργάσηται , πολέμους εἰςηγησάμενος , καὶ μὴ συγχωρῶν τὸν δῆμον
μὴ ἐμπεσὼν εἰς τυραννίδας καὶ ἄλλας τοιαύτας πράξεις πολλὰ μὲν ἐργάσηται καὶ ἀνήκεστα κακά , ἔτι δὲ αὐτὸς μείζω πάθῃ
5624018 διηγουμαι
Ἱστορῶ τὸ ἐρωτῶ , ὡς ἐνταῦθα : τὸ ἱστορίαν τινὰ διηγοῦμαι : καὶ τὸ βλέπω , ὡς παρ ' Εὐριπίδη
ἄν μοι φιλανθρώπως λαλήσῃ καὶ ἀποδέξηταί με , καὶ ἄλλοις διηγοῦμαι , πῶς μοι ἐλάλησεν ; μὴ γὰρ Σωκράτης ἐστίν
5599286 κυρτουσθαι
ἄνω δὲ τὸν αὐχένα αἴρειν , ἀπὸ δὲ τῆς κεφαλῆς κυρτοῦσθαι , οὕτως ἂν ἀπεργάζοιτο ποιεῖν τὸν ἵππον οἵοισπερ καὶ
. τάχιον μὲν γὰρ προθυμούμενον καθίζειν καὶ μέχρι πλείονος εἴωθε κυρτοῦσθαι , προπετέστερον δὲ ἀνιστάμενον καὶ περιπατεῖν θέλον διαστρέφεσθαι κατὰ
5590139 δραμοντα
Θηβαῖον τὸν νενικηκότα ταύτην τὴν ὀλυμπιάδα λέγεται πρὸς ἵππον ἀθλητὴν δραμόντα νικῆσαι : τὸν δὲ δρόμον ἀπὸ τῆς Κορωνείας μέχρι
ἔφη , Ἱπποκράτης ; τί δ ' ἄλλο γε ἢ δραμόντα δέκα σταδίους ἐπὶ θάλατταν οὕτως ῥῖψαι ; Ταῦτα μὲν
5588438 Ἱερεμιαν
σύμβουλος τοῦ φωτὸς , μὴ μεριμνήσῃς τὸ πῶς ἀποστείλῃς πρὸς Ἱερεμίαν : ἔρχεται γὰρ πρός σε ὤρᾳ τοῦ φωτὸς αὔριον
ἀπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Χαλδαίων , ἐλάλησεν ὁ θεὸς πρὸς Ἱερεμίαν λέγων : Ἱερεμία , ὁ ἐκλεκτός μου , ἀνάστα
5587837 ἐννοσιγαιον
διέπτατο ὠκέα Ἶρις , ἀγχοῦ δ ' ἱσταμένη προσέφη κλυτὸν ἐννοσίγαιον : ἀγγελίην τινά τοι γαιήοχε κυανοχαῖτα ἦλθον δεῦρο φέρουσα
πὰρ ξείνια θείω , πομπήν τ ' ὀτρύνω δόμεναι κλυτὸν ἐννοσίγαιον : τοῦ γὰρ ἐγὼ πάϊς εἰμί , πατὴρ δ
5587582 ἀπαγε
ὑπουργούντων τινὶ πρὸς κόνεως κυλίστραν τὸν ἵππον ἐξαγαγεῖν κυλισθῆναι . ἄπαγε ] ὦ δοῦλε . ἐξαλίσας ] κυλισθῆναι ποιήσας .
; τίς μ ' εἰς ] τὸ πρόσθεν κατατέθηκεν ; ἄπαγε δὴ σύ . καὶ δή . παῖ , παιδίον
5584956 ἐνατα
ἐμαυτοῦ καὶ ἐπίθημα καλὸν ἐπέθηκα καὶ τὰ τρίτα καὶ τὰ ἔνατα καὶ τἆλλα πάντα ἐποίησα τὰ περὶ τὴν ταφὴν ὡς
ἐξηγητὴν ἐρόμενος ἐκείνου κελεύσαντος ἀνήλωσα παρ ' ἐμαυτοῦ καὶ τὰ ἔνατα ἐπήνεγκα , ὡς οἷόν τε κάλλιστα παρασκευάσας , ἵνα
5581935 κρυψαι
ἀνύουσα αὐτίκα ἄνδρα εὑρίσκει δρυοτόμον ἐνταῦθα , ὃν καθικέτευε τοῦ κρύψαι αὐτήν . ὁ δὲ ὑπέδειξεν αὐτῇ τὴν ἑαυτοῦ καλύβην
παιδὸς φυλακῆς τὴν μὲν Ῥωξάνην καὶ τὸν βασιλέα κατασφάξαι καὶ κρύψαι τὰ σώματα , τὸ δὲ γεγονὸς μηδενὶ τῶν ἄλλων
5580831 θεωμενον
περὶ τῆς βασιλείας πεῖραι κατεπαύοντο οὐδ ' ὥς , ἀλλὰ θεώμενον αὐτὸν ἐν ἀγορᾷ τὰ Λουπερκάλια ἐπὶ θρόνου χρυσέου ,
δὲ ὄμματα ἔστω μεγάλα μετέωρα καθαρὰ λαμπρά , ἐκπλήττοντα τὸν θεώμενον . καὶ κράτιστα μὲν τὰ πυρωπὰ καὶ ὑπεραστράπτοντα ,
5579821 παρες
γὰρ κἀγὼ θέλω . θάψαι νεκρούς μοι τούσδε καὶ κλαῦσαι πάρες . οὐ δῆτ ' , ἐπεί σφας τῆιδ '
λέξω . παρήσω ] παραχωρήσω διαρραγῆναι ἢ πρῶτον εἰπεῖν . πάρες : τοῦ Κλέωνος εἰπόντος “ διαρραγήσομαι ” καὶ τοῦ
5577360 ἐριφον
[ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . .
Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ
5570118 παριοντα
διωθουμένου μου τὸν ἠθροισμένον ἐκ τῶν πό - λεων ἄργυρον παριόντα τὸν ἐξεληλυθότα χρυσὸν θεραπεύειν πειρωμένων τοῖς παρὰ σφῶν τὴν
σχέσεις τῶν ἀριθμῶν θεωρεῖ καταμόνας : φασὶ γὰρ αὐτόν ποτε παριόντα διὰ χαλκείου ἀκοῦσαι μέλους τινὸς καὶ ἁρμονίας ἐκ τῶν
5568685 τηνδι
οὑτοσί με νῦν ἀποπνῖξαι βούλεται ; ἔχ ' , ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβών , καὶ μὴ λάλει . τουτὶ τὸ κακὸν
' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . θαυμάζω τοι τηνδὶ πιθάκνην πότερ ' ὀστρακίνην ἢ βίβλον ἔχων τὴν δήποτε
5566823 δεδοικυια
πρῶτα περιβλέπει δεῦρο καὶ ἐκεῖσε καὶ ἑλίττει τὸ ὄμμα , δεδοικυῖα μή τις αὐτὴν θεάσηται : εἶτα μέντοι νικωμένη ὑπὸ
ἡ Ἑκάβη : περὶ τοῦ φαντάσματος οὗ εἶδε περὶ ἐμοῦ δεδοικυῖα : λίαν ἐν δυστυχίᾳ ἐξετάζῃ : ἀντισηκώσας δέ σε
5564996 φασγανωι
ὦ γεραιέ , μῦθον : οὐ γὰρ εὖ φρονεῖς . φασγάνωι λευκὴν φονεύων τῆς ταλαιπώρου δέρην . ὦ τάλαιν '
, μὴ δόλος τις ἦι . ὡπλισμένος δὲ χεῖρα τῶιδε φασγάνωι τὰ πίστ ' ἐμαυτῶι τοῦ θράσους παρέξομαι . ὠή
5563943 ἀνηρωτα
ὄνομα , καὶ τὸν ἄθλιον Ἀγαμέμνον ' ὡς ὤικτιρ ' ἀνηρώτα τέ με γυναῖκα παῖδάς τ ' . ἔστιν ἡ
μαστῶν : καὶ τὸ μὲν πρῶτον οἰκτείρας τὴν τύχην αὐτῆς ἀνηρώτα τὴν αἰτίαν τῆς καταδίκης , κατὰ μικρὸν δὲ ἁλοὺς
5556478 τερψαι
ἐμοὶ δὲ πρὸς σὲ τόνδ ' ἐπιστέλλους ' ἄγειν , τέρψαι θέλοντες σὴν φρέν ' : ἐκ γὰρ εὐτυχοῦς ἥδιστον
βούλομαι γάρ , ἡδὺ καὶ διὰ στόμα πτηνοῖσι μύθοις ἀδαπάνως τέρψαι φρένα . ἐγώ , κασίγνητ ' , αὐτὸ τοῦτ
5556181 ἑᾳ
φαεινὸν , λαμπρόν . αἰθέρα νῦν καταχρηστικῶς τὸν ἀέρα . ἑᾷ κεφαλᾷ : τῇ ἑαυτοῦ , τοῦ Ἡλίου , κεφαλῇ
Κˈρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι , φαεννὸν ἐς αἰθέρα μιν πεμφθεῖσαν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι . τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαί
5554130 Δαφνι
Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δάφνις θέοντα μετὰ πολλῶν καὶ βοῶντα Δάφνι , νομίσας ὅτι συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τρέχει , ῥίψας
θυμὸν ἔχοισα , κεἶπε τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο , Δάφνι , λυγιξεῖν : ἦ ῥ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος
5541260 εἰδες
, τὴν δὲ αἰτοῦμεν . ὅτι μὲν γὰρ ἡδέως τε εἶδες τουτονὶ Κυριακὸν καὶ πρὸς ἅπαντα συνέπραξας καὶ οὐδὲν ἀργῶς
τὴν Κυνίσκαν : οὐ φθεγξῇ , οὐ λαλήσεις . λύκον εἶδες , ὡς σοφὸς εἶπεν , ἤγουν ὡς ὁ παροιμιαστὴς
5539119 Ὀφιονεως
τὴν Χθονίην καὶ τὸν ἐν τούτοις Ἔρωτα , καὶ τὴν Ὀφιονέως γένεσιν καὶ τὴν θεῶν μάχην [ ] καὶ τὸ
τῶν μάντεων αἱ γνῶμαι κατὰ ταὐτὰ ἀμφοτέρων , Ἐπηβόλου καὶ Ὀφιονέως , μὴ σφᾶς ἀνδρὶ ἐναγεῖ καὶ θυγατρὸς μίασμα ἐπικειμένῳ
5538244 ἐπιλεγε
δὲ οὔ . καὶ τοῦτο ἐφ ' ἑκάστου τῶν ἐμπιπτόντων ἐπίλεγε : εὑρήσεις γὰρ αὐτὸ ἄλλου τινὸς ἐμπόδιον , σὸν
ὅπου βούλει , ὕψωσον τὴν σεαυτοῦ φωνὴν πράως , καὶ ἐπίλεγε οὕτως : Καὶ ὑμεῖς , ὄρνεα καθαρὰ τοῦ θεοῦ
5535287 σεαυτην
ἔοικας , ὦ τέκνον , τὴν μητέρα . σύ τοι σεαυτήν , οὐκ ἐγώ , κατακτενεῖς . ὅρα , φύλαξαι
θορυβῇ , ἐν ἁμαρτίαις τυφλώττουσα ; Μνήσθητι ὅτι ἐὰν ἀνελῇς σεαυτήν , ἡ Σηθῶν , ἡ παλλακὴ τοῦ ἀνδρός σου
5530507 εὑρηκα
' ἔδει : νῦν δ ' οὐκ ἔχεις : κενὸν εὕρηκα τὸ φάρμακον πρὸς τὸ κενόν : οἰήθητι δ '
ἄλλα τὰ ὁμο - γενῆ τούτοις ἁπλῶς ὑπὸ οὐδενὸς νενοημένα εὕρηκα . πάντα δὲ τὰ λεχθέντα , ὅσοις οὐκ ἐντέτευχα
5530494 ἀναμεινον
Μήπω γ ' , ἱκετεύω ς ' , ἀλλ ' ἀνάμεινον , ὡς ἐγὼ κριθὰς ποριῶ σοι καὶ βίον καθ
αἰτιατικῇ , ὡς τὸ λέγω σοι λόγον . Θ . ἀνάμεινον : Καρτέρησον . . πρόσμεινον . . μὰ Δί
5528100 Πατερ
Λέχριός γ ' ἐπ ' ἄκρου λάου βραχὺς ὀκλάσας . Πάτερ , ἐμὸν τόδ ' : ἐν ἁσυχαίᾳ Ἰώ μοί
Εἶπεν δὲ αὐτῷ ἡ ἄλλη θυγατὴρ ἡ λεγομένη Κασία : Πάτερ , αὕτη ἐστὶν ἡ κληρονομία ἣν ἔλεγες εἶναι κρείττονα
5525942 δυσκολαινεις
, στρέφει ἀττικῶς , μὴ ἠρεμῶν ἐν τῇ κλίνῃ . δυσκολαίνεις ] δυσχεραίνεις . τὴν νύχθ ' ] κατά .
τόκου ἐνεχυράσεσθαί φασιν . ἐτεόν , ὦ πάτερ , τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ ' ὅλην ; δάκνει μέ
5525475 ἐασῃ
πέντε μνῶν καταλιμπάνειν . ἢν οὖν ἐμοὶ μὲν τὰ χρήματα ἐάσῃ , ἐκείνοις δὲ τὴν ἀρχήν . προπερισπωμένως δὲ ἀναγνωστέον
ἐπισκιάσῃ καὶ κατασχῇ καὶ μηδὲν αὐτῆς ἄφετον μηδὲ ἐλεύθερον μέρος ἐάσῃ , οὐ μόνον ὅσα τῶν ἁμαρτημάτων ἰάσιμα δρᾶν ἀναγκάζει
5524501 σπευδοντα
μὴ θέλουσιν ἀγαθοῖς εἶναι μάταιον καὶ λέγειν καὶ ποιεῖν , σπεύδοντα ὅπως ἔσονται ἀγαθοί , τοῖς δὲ ἐθέλουσί γε καὶ
σταδιοδρομεῖν . Δεῖ , ὥσπερ Σειρῆνας τὰς ἡδονὰς παρελθεῖν τὸν σπεύδοντα τὴν ἀρετὴν ἰδεῖν , ὥσπερ πατρίδα . Οὔτε σῖτον
5523499 δεξαμενον
ἀναδέξασθαι , ὡς ὁ παῖς τὴν γραμματικήν , τὸ δὲ δεξάμενον , ὅταν μὴ ἐνεργῇ κατὰ ταύτην , ὡς ὁ
ἱερέα φησὶν αὐτὸν τοῦ Κλαρίου Ἀπόλλωνος ἐκ προγόνων τὴν ἱερωσύνην δεξάμενον . Καὶ αὐτὸς δὲ ὑπὲρ αὑτοῦ ἐν τῷ τέλει
5521946 αἰδεσθειη
ἐδωροδοκεῖτο ὑπὸ τῶν δικαζομένων κάτω κύπτων , ὅπως ἂν μὴ αἰδεσθείη διὰ τῶν ὀφθαλμῶν , κάτω κύπτων ” λίθον ἕψεις
τὴν ἀπέχθειαν ἀφεὶς ἠγάπων . τίς δ ' οὐκ ἂν αἰδεσθείη τὸ πρόσωπον , τὴν φωνήν , τὴν σιγήν ;
5521217 ἀφησω
οὐδέν . τὸ γὰρ ὡς καὶ αὐτὸς ὑβρίζομαι , τούτοις ἀφήσω : πάλαι γὰρ τοῦτο αὐτοῖς ἐν μελέτῃ . σπινθῆρα
με ἀπελθόντες καταλίποιτε , βρόχον πλεξαμένη τὴν ψυχήν μου οὕτως ἀφήσω . ” ἐγὼ δὲ ὡς ταῦτα ἤκουσα , τὸ
5520814 διδασκε
φιλήσοντός μου , τοὺς δ ' ἀγαθοὺς καταφιλήσοντος , θαρρῶν δίδασκε τῶν φίλων τὰ θηρατικά . καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη
τῷ Ἀπόλλωνι . Πῶς δέ ; ἔφη ὁ Κῦρος : δίδασκε : πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις . Ὅτι πρῶτον μέν
5520659 σπευδω
. Ὥστε πρὸ ὑμέων ἐγὼ νῦν φύσει καὶ θεοῖς ὑπακούων σπεύδω νοσέοντα Δημόκριτον ἰήσασθαι , εἴπερ δὴ καὶ τοῦτο νοῦσος
ὑπερβῶ κρηναῖα νάπη : τὸν ὑπὲρ κεφαλῆς αἰθέρ ' ἰδέσθαι σπεύδω , τίν ' ἔχει στάσιν Εἰνοδία . ἔπτησς '
5520270 ὁμαιμον
ὦ παῖ ; Παῖδα σήν , ἐμὴν δ ' ὁρᾶν ὅμαιμον : αὐδῇ δ ' αὐτίκ ' ἔξεστιν μαθεῖν .
φεύγειν τοῦδ ' ὑπερδικεῖς ὅρα : τὸ μητρὸς αἷμ ' ὅμαιμον ἐκχέας πέδοι ἔπειτ ' ἐν Ἄργει δώματ ' οἰκήσει
5513706 δοξασειν
Πτολεμαῖον τὸν Φιλοπάτορα . λόγου δέ ποτε γενομένου περὶ τοῦ δοξάσειν τὸν σοφὸν καὶ τοῦ Σφαίρου εἰπόντος ὡς οὐ δοξάσει
φησὶν ἐν Πολιτείᾳ , καὶ παιδοποιήσεσθαι . ἔτι τε μὴ δοξάσειν τὸν σοφόν , τουτέστι ψεύδει μὴ συγκαταθήσεσθαι μηδενί .
5510902 κτανων
παρών , αὐτὸς τάδ ' εἰπών , αὐτός ἐστιν ὁ κτανών . . : ἀναφορά : , : , ,
παρών , αὐτὸς τάδ ' εἰπών , αὐτός ἐστιν ὁ κτανών τὸν παῖδα τὸν ἐμόν . Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως
5506839 ἐκλαυσα
βρέξω τὸ ὄμμα , ἐπεὶ καὶ , ὅτε ὤλλυτο , ἔκλαυσα : ὡς φίλος φησὶ τὸ κερδᾶναι : κέρδος γὰρ
πάντας θρηνοῦντας καὶ κλαίοντας καὶ κακὸν πένθος τοὺς ἁμαρτωλούς . ἔκλαυσα κἀγὼ ὁρῶν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων οὕτως κολαζομένους .
5506117 ἐγκατελιπεν
, διεγράφη διεγράψατο , ἐξέλιπε τὸν ἀγῶνα οὐκ ἐπεξελθών , ἐγκατέλιπεν , ἀπέστη ἐξέστη , κατὰ συνθήκας εἶπεν , ἐθελοκακῶν
τὸν πατρῷον οἶκον καὶ οὐκέτι τῆς οὐσίας ἐφ ' ᾗ ἐγκατέλιπεν τὸ υἱόν , κύριος ὤν : εἰ δὲ μή
5504749 Διαλογον
σὸν ὄνομα , ὦ Φιλοσοφία , ὑποδύεται καὶ ὑπελθὼν τὸν Διάλογον ἡμέτερον οἰκέτην ὄντα , τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ ὑποκριτῇ χρῆται
δι ' ἃς δὲ αἰτίας ἀπολιπὼν αὐτὴν ἐπὶ τουτονὶ τὸν Διάλογον ἐτραπόμην , ἀκούσατε , ὦ ἄνδρες δικασταί , καί
5502188 προσειπε
, ὥσπερ εἴρηται , ψυχὴν ἐναντίαν καὶ ἀντίπαλον τῷ ἀγαθουργῷ προσεῖπε . . . . , : καὶ ὅτι τὰ
παιδὸς οἱ ψυχικοὶ τόνοι μαλθακώτεροι . διὸ καὶ τέκνον αὐτὸν προσεῖπε , τὸ δ ' ἐστὶν εὐνοίας καὶ ἡλικίας ὄνομα
5499968 ὀρεξον
. Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων μοῖραν ὄρεξον . Ἀλλ ' οὔπω τοῦτ ' ἐστὶ φίλον μακάρεσσι
βουλόμενοι τὸ καρτερικὸν τῆς ψυχῆς ἐνδείξασθαι ἔλεγον ὦ Ζεῦ , ὄρεξον ἡμῖν περιστάσεις . ἐν οἷς σὺν θεῷ ἡ πρᾶξις
5499263 νοησον
νοῶ , πάτερ , ἐξ ὧν λέγεις . Ἔτι δὲ νόησον , Τάτ , ὅτι καὶ ἀπαθεῖς εἰσιν ὧν οἱ
ἄγε ] εἴα , φέρε . ξυνάρπασον ] ὀξέως λάβε νόησον , κατάλαβε . τὸ τί ] ποῖον . .
5496732 δειξον
Ἐλάλησε δὲ Ἱερεμίας λέγων : Παρακαλῶ σε , κύριε , δεῖξόν μοι τὶ ποιήσω Ἀβιμέλεχ τῷ Αἰθίοπι , ὅτι πολλὰς
εἶναι , ἄρα πῶς προκόπτεις ; Σὺ οὖν ἐνταῦθά μοι δεῖξόν σου τὴν προκοπήν . καθάπερ εἰ ἀθλητῇ διελεγόμην δεῖξόν
5494957 δανειστην
τοῦ Καρκίνου παῖδας ὁ ποιητὴς ἕνα τούτων εἶναι λέγει τὸν δανειστήν . οὗτος ὁ Καρκῖνος ἔσχε τρεῖς υἱούς : Ξενοκλῆν
ἀντὶ ἐνεργητικοῦ , ζητοῦντος . , καὶ λέγοντος πρὸς τὸν δανειστήν . ὦ δαιμόνιε ] λέγοντος πρὸς τὸν δανειστήν .
5494020 συννοιᾳ
τῷ ὅλῳ . Οἷον ἐκκλησίᾳ δημογερόντων καθημένων ἐφ ' ἡσύχῳ συννοίᾳ δῆμος ἄτακτος , τροφῆς δεόμενος καὶ ἄλλα ἃ δὴ
. § Ἡ μὲν Πίσα τοῦ Διός . οἷον ἐν συννοίᾳ γεγονὼς πρὸς ἑαυτὸν λέγει , δι ' ἣν αἰτίαν
5491713 αἰτου
τὸ αἴτης ὁ πτωχός : ἡ διὰ βίας αἱρεθεῖσα τοῦ αἴτου . τὰν βαίταν : τὴν μηλωτήν : ἡ διὰ
τὸ αἴτης ὁ πτωχός : ἡ διὰ βίας αἱρεθεῖσα τοῦ αἴτου . τὰν βαίταν : τὴν μηλωτήν : ἡ διὰ
5488658 ἀνδραποδιστην
τοῦ κυνὸς δάκῃ . Φράζευ , Ἐρεχθεΐδη , κύνα Κέρβερον ἀνδραποδιστήν , ὃς κέρκῳ σαίνων ς ' , ὁπόταν δειπνῇς
ὅμοιοι τοῖς εἰρημένοις εʹ : ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . ἀνδραποδιστήν : σωματέμπορον , τοὺς ἐλευθέρους καταδουλούμενον . Γ ὃς
5488625 θεραπευσειν
δὲ ἥκειν τὴν ἡμέραν νομίσας , ἣ τὰ τῶν Γαλατῶν θεραπεύσειν ἔμελλε , τὸ μὲν πρῶτον αὐτοὺς ἀτίμως ἀπέπεμψεν ,
καὶ σωφρονεῖ , νομίζω πάντα τὸν βίον ὑμῖν ἀναθήσειν καὶ θεραπεύσειν ὑμᾶς οὐχ ἧττον ἐμοῦ . τίνος γενομένου , φήσει
5488294 προβαινε
δ ' ἑτέρως ἔχοιεν , ἀνάγκη ταύτας διαφθείρεσθαι . καὶ πρόβαινε ἐπὶ τὸ προκείμενον τούτων οὕτως ἐχόντων οὗτος τί ἐτόλμησε
βδέειν , διὰ τὸ τότε τὰς πέψεις γίνεσθαι . Γ πρόβαινε κἀν τῷ ὄχλῳ : ὡς ἐπὶ ὄχλου πομπευόντων αὐτῶν
5482570 ἐπιδειξαντα
εἴη : παραδείγματα δὲ αὐτῶν τάδε νόμος τὸν καινὸν ὅπλον ἐπιδείξαντα γέρας λαμβάνειν , ἄνθρωπόν τις πολεμιστὴν δείξας ἀξιοῖ τοῦ
αὐτὸ ἐπαινέσαιτε καὶ τοῦ ἀντιδίκου προτιμήσαιτε , ὡς καὶ αὐτὸν ἐπιδείξαντα καὶ διπλασιάσαντα ὑμῖν τὴν ἡδονήν . τὸ χαλεπὸν δὲ
5480528 ἀποκαλει
λογικήν . Καὶ γὰρ τὸν κυρίως ἄνθρωπον τὴν λογικὴν ψυχὴν ἀποκαλεῖ . Συνελόντι οὖν φάναι , περὶ πάσης λογικῆς ψυχῆς
γῆς κατερρίφθη . Τοῦτο τὸ σκότος ἔκλειψιν τοῦ ἡλίου Θάλλος ἀποκαλεῖ ἐν τρίτῃ τῶν Ἱστοριῶν , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ ἀλόγως

Back