εἴη : παραδείγματα δὲ αὐτῶν τάδε νόμος τὸν καινὸν ὅπλον ἐπιδείξαντα γέρας λαμβάνειν , ἄνθρωπόν τις πολεμιστὴν δείξας ἀξιοῖ τοῦ | ||
αὐτὸ ἐπαινέσαιτε καὶ τοῦ ἀντιδίκου προτιμήσαιτε , ὡς καὶ αὐτὸν ἐπιδείξαντα καὶ διπλασιάσαντα ὑμῖν τὴν ἡδονήν . τὸ χαλεπὸν δὲ |
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν | ||
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου |
διδάσκεσθαι ὁμιλουσῶν τὰ παιδία . ἔπειτα μετὰ τριετῆ χρόνον ἐκέλευσε σιωπῶντά τινα ἄνδρα εἰσελθεῖν πρὸς αὐτά . εἰσελθόντος δὲ αὐτοῦ | ||
διδάσκεσθαι ὁμιλουσῶν τὰ παιδία . ἔπειτα μετὰ τριετῆ χρόνον ἐκέλευσε σιωπῶντά τινα ἄνδρα εἰσελθεῖν πρὸς αὐτά . εἰσελθόντος δὲ αὐτοῦ |
ἰδὼν ἀναστὰς προσεκύνησε καὶ ἔκθαμβος γενόμενος ἐπυνθάνετο : ποῦ τὸν πολύτιμον καὶ θεῖον λίθον τοῦτον εὗρες ; ἰδοὺ γὰρ ἔτη | ||
ποθούμενον καὶ τίς ἀπενέγκη πρὸς σὲ οὐ μάργαρον οὐδὲ λίθον πολύτιμον , οὐ σκεῦος χρυσοῦν ἢ ἀργύρεον ποικίλην ἐπικείμενον ἐπιτέχνησιν |
γέροντα δὲ συνοικοῦντα αὐτῇ ἐκθρέψαι τόνδε τὸν τρόφιμον δελέατά οἱ προτείνοντας καὶ μάλα γε ἐφολκά . καὶ μέντοι καὶ ὁμότροφός | ||
. νβʹ . Τούτου δεδειγμένου παραδοξότερόν τι πρόβλημα δυνατὸν ἀποδεῖξαι προτείνοντας οὕτως . Θέσει ὄντος κύκλου καὶ ἐν τῷ ἐπιπέδῳ |
ἀραρός , ἑστός , ἀκίνητον , ἀτρεμές , ἰσχυρόν , ἀρραγές . Συνομολογῶ , συναινῶ , συγκατατίθεμαι , συμμαρτυρῶ , | ||
καὶ ψυχῶν ἀνδρίαν , ἀφ ' ὧν ἂν γένοιτο στρατόπεδον ἀρραγές . ἀλλ ' ὅμως οὗτος ὁ μέγας ταῖς παρασκευαῖς |
σμινύης καὶ ἐρρωμένως τῇ γῇ ἐμβάλλειν , ἀνακύψαντα δὲ „ λυπῶ σε ” , φάναι ” ὦ Δημήτριε , τὸν | ||
. Ἡνία , ὁ χαλινὸς , ἀπὸ τοῦ ἀνιῶ τὸ λυπῶ , κημὸς ἀπὸ τοῦ κάμνω , φιμὸς ἀπὸ τοῦ |
λυχνίδιον . πανὸς δ ' ὀνομάζεται τὸ διακεκομμένον ξύλον καὶ συνδεδεμένον : τούτῳ δ ' ἐχρῶντο λαμπάδι . Μένανδρος Ἀνεψιοῖς | ||
ἔγκλημα : ἐὰν δὲ ὁ ἐγκαλούμενος ἀποδείξῃ μεμοιχευκότα τὸν συστράτηγον συνδεδεμένον , λύεται πάλιν συνειδότος ἡ ὑποψία : οὐ γὰρ |
οἱ ἐμοὶ δεσπόται κοιμηθήσεσθαι ἔμελλον . οἱ δὲ θεασάμενοι τοῦτο συγκλείουσι τὰς θύρας εὖ μάλα ἔξωθεν . ἐπεὶ δὲ ἤδη | ||
ἄνδρα δηλοῦσιν . ἕτεροι δὲ καὶ τὰ μέσα τῶν βλεφάρων συγκλείουσι καὶ καθέλκουσι , τὰ δὲ ἀμφοτέρωθεν ἀνασπῶσι καὶ ἅμα |
φορᾶς ἠπόρουν κατ ' ἐμαυτόν , διὰ τί τὸν ἑκουσίως κτείναντα οὐκ εἶπε θανατοῦσθαι μόνον , ἀλλὰ θανάτῳ θανατοῦσθαι : | ||
ἐφορίας καὶ ἄθλων καὶ ἱερῶν Ἀμφικτυονικῶν , ὥσπερ τὸν Ἀθηναῖον κτείναντα , ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι , διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς |
πολιτείας συνεκτικά , εἰ μὲν ὡς ἀγνοοῦσα , οὐδεὶς αὐτῇ προσέξει . εἰ δὲ ὡς ἐπισταμένη , τῷ περιττῷ καὶ | ||
νεύματος ἐκκλησίαν . ταχύ γε ἡμῖν ἐπιτρέπουσιν αὐτῷ τι ποιεῖν προσέξει τὸν νοῦν ὁ τοὺς Ἀτρείδας οὕτω προπηλακίζων . Ἀλλὰ |
δὴ μηνύουσιν ἡμῖν ἀθάνατον ψυχὴν εἶναι δικαστάς τε ἴσχειν καὶ τίνειν τὰς μεγίστας τιμωρίας , ὅταν τις ἀπαλλαχθῇ τοῦ σώματος | ||
: ὅτι δ ' ἂν ὄφλῃ , τετραπλασίαν μὲν τούτου τίνειν , γιγνέσθω δὲ τὸ μὲν ἥμισυ τοῦ παιδός , |
ἐγὼ πρόσθ ' ἵσταμαι οὐδὲ μεγαίρω . εἴ περ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι , οὐκ ἀνύω φθονέους | ||
πάντα νόει καὶ ἀμείβετο μύθῳ : “ οὔτε τοι ἡμιόνων φθονέω , τέκος , οὔτε τευ ἄλλου . ἔρχευ : |
οὖν : οἱ ἐπίλογοι τῷ τῶν Ἑλλήνων νόμῳ : τῷ κελεύοντι παρὰ τὰς σπονδὰς μηδένα ἀναιρεῖν παραβαθέντι : ἀθετηθέντι . | ||
διαφορᾶς αὐτῶν οὔτ ' ἐγύμνασεν , ὅμοιόν τι ποιεῖ τέκτονι κελεύοντι τῷ μαθητῇ μετρῆσαί τε καὶ στῆσαι καὶ ἀποτεῖναι καὶ |
τὸ βιβλίον : ᾠόμεθα καταλιπεῖν μόνα τὰ περὶ γυμναστικῆς . ἀπολαβών , ταὐτόν . ἀπολαβών , ταὐτόν . ἁμόθεν γέ | ||
ὠνόμασαν : Ὑπερείδης Δηλιακῷ . Ἀποικοδομεῖς : ἀντὶ τοῦ ἀποφράττεις ἀπολαβών τινα οἰκοδομήματι Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Καλλικλέα . Ἀποκηρύττοντες |
Ἀρχιλόχῳ καὶ ἐργάτις καὶ παχεῖα . Ἱππῶναξ δὲ βορβορόπιν καὶ ἀκάθαρτον ταύτην φησὶν ἀπὸ τοῦ βορβόρου καὶ ἀνασυρτόπολιν ἀπὸ τοῦ | ||
προσώπῳ φερομένῳ , καὶ διὰ τὸ κακόχυμον αὐτὸ εἶναι καὶ ἀκάθαρτον οὐ τρέφεται , ἀλλ ' ἰσχναίνεται , ἢ ἐνδεὴς |
σὺν τοῖς περὶ αὐτὸν εἰς μέσην τὴν βασιλικὴν ἴλην : διακόψας δὲ τὸ στίφος τῶν πέριξ ἱππέων ἐπ ' αὐτὸν | ||
αὐτοῖς . διαπήλας ] κινήσας . διαπήλας ] ἀπομοιράσας , διακόψας . διαπήλας ] διαμερίσας . διαπήλας ] ἀπομοιράσας . |
διωθουμένου μου τὸν ἠθροισμένον ἐκ τῶν πό - λεων ἄργυρον παριόντα τὸν ἐξεληλυθότα χρυσὸν θεραπεύειν πειρωμένων τοῖς παρὰ σφῶν τὴν | ||
σχέσεις τῶν ἀριθμῶν θεωρεῖ καταμόνας : φασὶ γὰρ αὐτόν ποτε παριόντα διὰ χαλκείου ἀκοῦσαι μέλους τινὸς καὶ ἁρμονίας ἐκ τῶν |
: ἡ βουλή . μιᾶναι : βάψαι . μολῦναι . χρᾶναι . μίν : αὐτόν . αὐτήν . αὐτό . | ||
σκιὰν ὑπερενεγκεῖν , χρῶσαι ἐπιχρῶσαι ἀποχρῶσαι , ἄνθεσι φαιδρῦναι , χρᾶναι ἐπιχρᾶναι ἀποχρᾶναι . ἐφ ' οὗ δὲ οἱ πίνακες |
ἔχων † † η οἰκέτην θέσκε † κάρηαρ φὴ γέρον οἶσον ἀκαχύνω . ἀκαχυνέμεν ἄργειτε τερέντερον Τίπτε , μόθων ἄτλητος | ||
οἴστη , μαλλός : οἰσυπηρόν : οἰσύδρα , ὑδροχέα : οἶσον , σχοινίον : οἰστρεῖον ὁρᾶν : οἶστρος : οἶστρα |
γὰρ ἄλλους νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς . τὸ δεῖνα δ ' ἐσθίεις ; τουτι κακόνωτα πλοῖα Κωπᾷδας λέγεις ; ἀγρίως γε | ||
γε μὴν χυλὸν αὐτῶν εἰ παραμιγνύων ἐπτισμένῃ καὶ ἡψημένῃ κρίθῃ ἐσθίεις , ἤ τινι τοιούτῳ ἐδέσματι , μάλιστα δὲ τῷ |
, ἐπειπὼν τὰς συλλαβάς , ἐκέλευσα ὑδροφορεῖν . ἐπεὶ δὲ ἐμπλησάμενον τὸν ἀμφορέα ἐκόμισε , Πέπαυσο , ἔφην , καὶ | ||
ἰδόντα αὐτὸν πλέον ἢ ὀκτὼ κοτύλας χωροῦντα . τοῦτον οὖν ἐμπλησάμενον πρῶτον μὲν αὐτὸν ἐκπιεῖν , ἔπειτα τῷ Σωκράτει κελεύειν |
, τοῖς φύσει ἀρχικοῖς , ἡ ψυχή , τοῦτο ἄνοιαν προσαγορεύω , πόλεώς τε , ὅταν ἄρχουσιν καὶ νόμοις μὴ | ||
νῦν τὴν μὲν Ἀφροδίτην , ὅπῃ ἐκείνῃ φίλον , ταύτῃ προσαγορεύω : τὴν δὲ ἡδονὴν οἶδα ὡς ἔστι ποικίλον , |
ὡραῖον : τὰ δὲ διὰ τοῦ ψιλοῦ εἰσὶ ταῦτα : ψελίον : ψεκάς : ψέγω τὸ κακολογῶ : ψεδὸν τὸ | ||
ὡραῖον : τὰ δὲ διὰ τοῦ ψιλοῦ εἰσὶ ταῦτα : ψελίον : ψεκάς : ψέγω τὸ κακολογῶ : ψεδὸν τὸ |
' ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός : τάδε σῖγά τις βαΰζει : φθονερὸν δ ' ὑπ ' ἄλγος ἕρπει προδίκοις Ἀτρείδαις . | ||
μέγα ἀγαθόν . , Βίων ὁ σοφιστὴς , ἰδών τινα φθονερὸν σφόδρα κεκυφότα , εἶπεν ἢ τούτῳ μέγα κακὸν συμβέβηκεν |
ἐξῆλθον , εὐθύς με τύπτειν ἐπεχείρησεν : ἐπειδὴ δὲ αὐτὸν ἠμυνάμην , ἐκστὰς ἔβαλλέ με λίθοις . καὶ ἐμοῦ μὲν | ||
τοῦτο παρεσκευασμένους . ὅπερ ἐγὼ προμηθείᾳ πολλῇ καὶ ἀγχινοίᾳ συνεὶς ἠμυνάμην ὡς πολέμιον , ἐπεὶ μήτε γνώμην ἔτι μήτε ὁρμὴν |
τάχιστα ἱππεύειν μάθῃς , διώξῃ , καὶ τοξεύων καὶ ἀκοντίζων καταβαλεῖς ὥσπερ οἱ μεγάλοι ἄνδρες . καὶ παῖδας δέ σοι | ||
, ἱκετεύω . φλυαρεῖς πρός μ ' ἔχων . οὐ καταβαλεῖς τὴν σπάθην θᾶττον ; κατάβαλε , Μοσχίων , πρὸς |
τὸν ἄνδρα τοιόνδε καὶ τοιοῦτον . ὑψηλόν . μετὰ βοῆς ὕψωσον . * τὸν Ἐφάρμοστον . ἤγουν δαιμονίως καὶ εὐφυῶς | ||
καὶ κατελθὼν λάβε τὸν δίκαιον Ἁβραὰμ ἐπὶ ἅρματος χερουβικοῦ καὶ ὕψωσον αὐτὸν εἰς τὸν αἰθέρα τοῦ οὐρανοῦ ὅπως ἴδῃ πᾶσαν |
ἐς λόγους ἦλθεν ὁ βάρβαρος , ἔλεγεν ἑρμηνεύων , ὡς ἐπαινοίη ὁ Ἐδέκων τὰ βασίλεια καὶ τὸν παρὰ σφίσι μακαρίζοι | ||
τούτῳ ἐνδιατρίψαιμι . τί γὰρ ἂν καὶ ἕτερον λόγος εὐλογώτερον ἐπαινοίη φιλολογίας ; Ἔστι μὲν οὖν , οἶμαι , ἐν |
μὰ τὸν Ἥφαιστον , προσόμοιος , καλλιτράπεζος καὶ βουλόμενος λιπαρὸν ψωμὸν καταπίνειν , φησὶν Ἀμειψίας . εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι | ||
πρὸς τὰ μεγάλα . νῦν δὲ μὴ δυνάμενοί τινες τὸν ψωμὸν καταπίνειν σύνταξιν ἀγοράσαντες ἐπιβάλλονται ἐσθίειν . διὰ τοῦτο ἐμοῦσιν |
καὶ ὁ λύχνος φαίνῃσι . ἀντίστροφόν ἐστι τῷ Κορινθίῳ , ὑποτακτικῷ χρώμενον ἀντὶ ὁριστικοῦ . Ἰβύκειον δὲ σχῆμα τὸ τὰ | ||
: καὶ ἔτι σὺν ἄρθρῳ . ὅπερ ἀδύνατον ἐγχωρῆσαι ἐν ὑποτακτικῷ , λέγω κατὰ ἑνικὴν σύνταξιν : ἑτέρου γὰρ πάντως |
τοίνυν προστεθέντος σου τοῖς ἐναντίοις τοιαῦτα παθόντες , οἷα πεπόνθασιν ἡσυχάζοντος , ᾐσθάνοντό σου τῆς ἀρετῆς , πόση νῦν αὐτοῖς | ||
νυκτὸς ἐπελθούσης , καὶ πάλιν ἐμοῦ μὴ διαλεγομένου ἀλλ ' ἡσυχάζοντος . ἀλλὰ δὴ καὶ τὸ ” εἰ νὺξ ἔστιν |
, ἔτι δραστικώτερον καὶ ξηραίνειν δυνάμενον καὶ ἀποκρούειν ἐπὶ πλέον ἐργάσῃ τὸν οἶνον . Τοὺς αἰγίλωπας εὐθὺς κατ ' ἀρχὰς | ||
πονηροῦ πράγματος , ζήσῃ τῷ θεῷ : ταῦτα δὲ ἐὰν ἐργάσῃ , μεγάλην νηστείαν τελεῖς καὶ δεκτὴν τῷ κυρίῳ . |
ἐδεσμάτων τε καὶ πομάτων καὶ φαρμάκων . Ὁ δὲ Ἀσκληπιάδης σκευάζεσθαι κελεύει τὴν πικρὰν ὡς Θεμίσων , ἥτις καὶ αὕτη | ||
γὰρ καὶ τόδε : τέμνειν τε ἐν τῷ καιρῷ καὶ σκευάζεσθαι αὐτά , καθὼς ἐν ταῖς ῥιζοτομίαις ὑπὲρ αὐτῶν εἴρηται |
ἄνθρωπος , ὡς ἔοικεν , ἀνθρώπου τοσούτῳ διαφέρει , τί νομίσομεν τὸν σύμπαντα οὐρανὸν πρὸς τὰς ἡμετέρας δυνάμεις φανῆναι ἂν | ||
τὸν δίκην ὕλης τὸν λόγον αὐτὸν κοσμοῦντα λόγον τέχνην εἶναι νομίσομεν ; Τούτοις ἅπασι κἀκεῖνο προσεπιφέρουσιν : ἦν , φασί |
θεωρεῖν , ἑστιᾶσθαι , κοτταβίζειν , συβαριάζειν , ἰοῦ ἰοῦ κεκραγέναι . Εἰ γὰρ ἐκγένοιτ ' ἰδεῖν ταύτην με τὴν | ||
καὶ οἱ ἄλλοι μετεβάλλοντο , ὡς ἅπαντας ὁμοθυμαδὸν μιᾷ φωνῇ κεκραγέναι , κτείνειν τὸν κοινὸν λυμεῶνα , τὸν ἀφ ' |
εὐθὺς ἀπολέσθαι , μόνον ἀκολουθῆσαι μέχρι τῆς κολάσεως , ἰδεῖν ἀποπνεῖν : εἰ γὰρ δύνατον ἦν μισθῶσαι δήμιον ? ? | ||
πῦρ τῷ ὕδατι πλησιάσαν ἔτι μᾶλλον ἐξῆφθαι . Μέλλον δὲ ἀποπνεῖν καὶ ταῖς ὀδύναις νενικημένον ἐκ - δήσαντες ἐπὶ τὴν |
κρατεῖν φιλονεικοῦσι τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν | ||
, δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον |
λαβών ; ὁ ἐπαγγειλάμενος ἀπε - κρίνατο οἷς με σὺ ηὔφρανας λόγοις , τοῖς αὐτοῖς κἀγώ σε : ὁποιαοῦν δέδωκας | ||
: ὅσον τόδε διαφέρει , τοσοῦτον καὶ σὺ φανεὶς ἐμὲ ηὔφρανας , ὥστε καλλίων εἶ παρὼν ἢ ἀπών . τόσσον |
ἀφ ' οὗ καὶ δέος , [ καὶ χίω καὶ χείω . . . ] των μὲν χιών , ἀφ | ||
γράφονται : οἷον , πνέω , πνείω : χέω , χείω : ζέω , ζείω . Τὰ διὰ τοῦ ιω |
[ θάτερον ] παρεμπεῖπτον ἐπεσπάσατο [ ] εὐθὺς τὸ ἕτερον ἐπινόημα κατὰ [ ] μεικρὸν πρῶτον ἐγγεινόμενον [ ] καὶ | ||
] φρόντισμα , ἐπιτήδευμα , ἐφεύρεμα . , νόημα , ἐπινόημα , διανόημα . , ἡ ἐπιστήμη ἡ ἐπινοηθεῖσα . |
, “ ἤδη σοι δίδωσιν ὁ πατήρ ; τί γὰρ ἠδίκησας , ἵνα καὶ πεδηθῇς ; οὐκ ἀκούεις τοῦ Διὸς | ||
τῇ ἀρχῇ τηρήσαντός μου τοῦτον τὸν τρόπον τοὺς νόμους , ἠδίκησας , φησὶν , δημοσίᾳ τὴν πόλιν : προηγούμενον γὰρ |
τοῦ κρημνοῦ οἰωνὸν οὐκ ἀγαθόν . Ναί , φησίν , ῥίψωμεν αὐτὸν καθαρισμὸν τοῦ στρατοῦ ἐσόμενον . καὶ οἱ μὲν | ||
Ῥουβὴμ εἶπεν : Ἀδελφοί , μὴ ἀποκτείνωμεν αὐτόν , ἀλλὰ ῥίψωμεν αὐτὸν εἰς ἕνα τῶν λάκκων τῶν ξηρῶν τούτων , |
αὐτὸς ἐπὶ τοῦ δεσπότου , πρὶν αὐτὸς τοῦτ ' αὐτὸ δράσῃ , καί με ὁ δεσπότης τῆς ἐπιτροπῆς παραλύσῃ . | ||
οἴκοι ] , γράψας ταὔτ ' ὀφείλειν ἅπερ ἂν οἴκοι δράσῃ . εἰ δή τις ἔροιτ ' Ἀριστοκράτην τουτονί πρῶτον |
νῦν εὐπρεπεστέρᾳ κλήσει ἑταῖραι προσαγορεύονται . ἀγνοοῦντας δέ τινας αὐτὸ πλάσαι τὸν περὶ τῆς λυκαίνης μῦθον , ἐπειδὴ κατὰ τὴν | ||
; σοὶ δὲ τῆς τέχνης ὁ νόμος ἐδίδου κάλλος ἀκέραιον πλάσαι καὶ πρόσφορον τῇ θεῷ . ἡνίκα γὰρ θνητὴν ἰδέαν |
τὸν ἄρνα συλλαβών τε καὶ τρώγων “ ἀλλ ' οὐκ ἄδειπνον ” εἶπε “ τὸν λύκον θήσεις , κἂν εὐχερῶς | ||
. Ψακάδος ] ἐπειδὴ προσέρραινε τοὺς ὁμιλοῦντας διαλεγόμενος . ἀπέλυσεν ἄδειπνον : ἀπέκλεισε δείπνων . ἀντὶ τοῦ ἀπεστέρησε τοὺς μισθούς |
χρήματα . Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν . Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ . Διάλυε , μὴ σύγκρουε | ||
μὲν ἀδικεῖν εἶναι τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων ἴδιον , τὸ δὲ ἐξαμαρτεῖν καὶ περὶ τὰς πράξεις ἀτυχεῖν οὐ μόνου εἶναι ἑαυτοῦ |
ὥς χ ' ὁ ξεῖνος . παῖσαι : Ἀντὶ τοῦ παῖξαι Ἀττικῶς . . ταινιοῦσθαι : Ἀντὶ τοῦ στεφανοῦσθαι . | ||
. πράξεται Ἀττικοί , πράξει Ἕλληνες . παῖσαι Ἀττικοί , παῖξαι Ἕλληνες . πεπραγώς ἐν τῷ γ Ἀττικοί , πεπραχώς |
τὸν ἀμητὸν ὄναρτοιοῦτον δ ' ἐστίν : ” ᾤμην ἡμᾶς δεσμεύειν δράγματα ἐν μέσῳ τῷ πεδίῳ , ἀνέστη δὲ τὸ | ||
. Ἐλιδανός , ὁ δεσμός . παρὰ τὸ ἑλεῖν τὸ δεσμεύειν . Ζαφελῶς , ἄγαν σφοδρὸς , ἢ ἐπικότως . |
χεῖρας ἐπεκρότησεν ἀλλήλαις , ἐπεὶ πόνος μάταιος ἐξανηλώθη . κἀκεῖνος ἐστέναξε τὸ στόμα βρύχων , πάλιν δὲ κερδὼ καθικέτευε φωνήσας | ||
, δι ' ὅσων ἦλθε , καὶ οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἐστέναξε : τὸ δὲ καὶ λῦσαί τι τῶν λυπούντων ὑμῶν |
τὸ ῥῆμα παραδέχεται , ἀκώλυτον ἔσχε τὴν ἐπιπλοκήν , οὐκ ἐλεγχόμενον ἐκ τοῦ ὁμοειδοῦς . οὐ μὴν ἔτι ἐπὶ τοῦ | ||
ἀνομολογηθήσεται . φήσει δὲ πάντως : οἶδα καὶ ὑπὸ ἀρετῆς ἐλεγχόμενον καὶ ὑπὸ φρονήσεως παιδευόμενον . διόπερ οὐ πᾶσαν κάκωσιν |
ἔθος Σπάρτηι μελέτημά τε κείμενόν ἐστι : πίνειν τὴν αὐτὴν οἰνοφόρον κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα , | ||
Ξενοφῶν , κεράμιον , ἀμφορεύς ἀμφορίσκος , σταμνίον , ἀγγεῖον οἰνοφόρον ὑάλου ἢ κεράμου πεποιημένον , πίθος ἢ πιθάκνη : |
ἀλλήλους ἅμιλλαν καὶ φιλοτιμίαν . ὥσπερ δὲ ἐπὶ τὸν αὐτὸν ἀθλοθέτην ἵενται μὲν ἅπαντες οἱ σταδιεῖς , οὐ μὴν ἅπαντες | ||
καὶ λόγος γινέσθω γνώριμος , καὶ ὁ σὸς κηδεστὴς τὸν ἀθλοθέτην τῶν αὑτοῦ δεικνύτω φίλων , ἵν ' ὁ μὲν |
τοὺς ἐξ αὑτῶν γεγονότας καὶ τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνατείνοντας ἐπικαλεῖσθαι τὸν πάντων ἐφορῶντα τὸν βίον τῶν ἀνθρώπων ἥλιον | ||
καὶ οὕτως ἐπισπᾶσθαι τὸ κεχαλασμένον μέρος τοῦ περιτοναίου , καὶ ἀνατείνοντας καὶ ἀποθλίβοντας ἀκριβῶς τὸ ἐν αὐτῷ ἔντερον ἀποσφίγγειν τὸ |
Τότ ' ᾄσονται κύκνοι , ὅταν κολοιοὶ σιωπήσωσι . Τὸ σκαμβὸν ξύλον οὐδέποτ ' ὀρθόν : αὕτη δημώδης ἐστὶ καὶ | ||
τοῦ τροχοῦ , εἰς ἣν ὁ ἄξων ἐνήρμοσται . τὸ σκαμβὸν ξύλον οὐδέποτε ὀρθόν : αὕτη ἡ παροιμία δημώδης ἐστὶ |
ψυχή τε μένος τε . Ἕκτορα δ ' αἰνὸν ἄχος πύκασε φρένας ἡνιόχοιο : τὸν μὲν ἔπειτ ' εἴασε καὶ | ||
θεὸς ἂμ πόνον ἀνδρῶν , Ἕκτορα δ ' αἰνὸν ἄχος πύκασε φρένας ἀμφὶ μελαίνας : πάπτηνεν δ ' ἄρ ' |
σημαίνει ἂν διέλῃ τις ἀπὸ τοῦ καθημένου τὸ βαδίζειν καὶ συνθήσει αὐτό τῷ δυνατῷ , καὶ ἂν συνθῇ τῷ καθημένῳ | ||
βραχεῖ χρόνῳ καὶ ταχέως ἄπιστον εἰ μή τις ἄμφω ταῦτα συνθήσει καὶ τὸν χρόνον λανθάνειν καὶ τὴν μεταβολὴν εἶναι βραχεῖαν |
καὶ χρηματίζουσιν : ὥστε εἴ τις τὴν δορὰν τῆς αἰγὸς περιθῇ ἐπιληπτικῷ καὶ ἀπαγάγῃ πρὸς ποταμὸν ἢ θάλασσαν , παραχρῆμα | ||
καλῶς , οὕτω καὶ τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα ὅ τι ἂν περιθῇ ἡ τύχη . καὶ γὰρ αὕτη , φησὶν ὁ |
πένης ἦν : ὅτι δὲ ταῦτα πολλά ἐστι , τοσοῦτον κερδαίνω , πλείω μὲν φυλάττειν δεῖ , πλείω δὲ ἄλλοις | ||
ἀναβιβάζω , παλαίω , ἐμπαίζω , ἀσωτεύομαι , ἐνθεάζομαι , κερδαίνω , ἱλαρεύομαι , λούομαι , νοσφίζομαι , μηχανῶμαι , |
τοῦ Λυκούργου πῶς οὐ μεγάλως ἄξιον ἀγασθῆναι ; ὃς ἐπειδὴ κατέμαθεν ὅτι ὅπου οἱ βουλόμενοι ἐπιμελοῦνται τῆς ἀρετῆς οὐχ ἱκανοί | ||
ἀνάδεσιν δὲ καὶ κατάστεψιν ἡγητέον τὸ ἐξ ὧν αὐτός τις κατέμαθεν οἷόν τε γενέσθαι καὶ ἑτέρους εἰς τὴν αὐτὴν θεωρίαν |
περιεπέσαμεν λύπαις , τί οὐκ ἐπισυγγινόμεθα ἑαυτοῖς ; ἐγὼ μὲν ἀγαπήσω σε ὡς ἐκείνην , σὺ δὲ κἀμὲ ὡς τὸν | ||
καὶ φυγαδεύετέ με ἀδίκως . ἢ διὰ τοῦτο ὑμᾶς πρῶτον ἀγαπήσω , ὅτι μου τὸ ἥμερον ἐξεκόψατε ; καὶ οὐ |
τοῖς μὲν βασκανία τις πρὸς ἐκείνους ἔσται καὶ φθόνος καὶ δυσμεναίνειν ἀεὶ καὶ πάντα τρόπον μισεῖν : τῇ πόλει δὲ | ||
δ ' ἢ λέγειν τι χρηστὸν ἢ λέγουσιν εὖ μὴ δυσμεναίνειν τῷ φθόνῳ νικώμενον . σὺ δ ' ἐγγενὴς ὢν |
φοβῶνται μηδὲ φεύγωσιν , ἀλλὰ κἂν τὴν γῆν ἅπασαν δέῃ προλιπεῖν , κἂν τῶν σωμάτων αὐτῶν ἀποστῆναι , ῥᾳδίως ὑπομένωσιν | ||
ὃς τότε κῆρας ἐπερχομένας σάφα εἰδὼς οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν . Γράψε Πολύγνωτος Θάσιος γένος , Ἀγλαοφῶντος υἱός , |
, εἴγε καὶ ὁ Ξενοφῶν ἐν τοῖς ἀπομνημονεύμασι ῥητῶς φησιν ἀπαρνεῖσθαι αὐτὸν τὸ φυσικὸν ὡς ὑπὲρ ἡμᾶς καθεστηκὸς καὶ μόνον | ||
' ἅμ ' ἠγόρευε καὶ χερὸς λαβὼν παρῆγεν ἡμᾶςοὐδ ' ἀπαρνεῖσθαι χρεών . ἐπεὶ δ ' ἐν οἴκοις ἦμεν , |
σποδόν : ἢ χυλὸν ἐκπιέσας ἔνσταζε . ἄλλο . λίθον μυλίτην πυρώσας σβέννυε ἐν ὄξει δριμυτάτῳ καὶ πρόσαγε ταῖς ῥισὶ | ||
τὸν πυρίτην καλούμενον , μὴ παρόντος δὲ τούτου , τὸν μυλίτην : εἶτ ' ἀναφερομένου τινὸς ἀτμοῦ θερμοῦ μετὰ τὸ |
ἐκ τῆς προνοίας . τῶν γὰρ Ἑλλήνων περὶ τὰς κτίσεις εὐστοχῆσαι μάλιστα δοξάντων , ὅτι κάλλους ἐστοχάζοντο καὶ ἐρυμνότητος καὶ | ||
τὸ παρασκευάζεσθαι πρός τι . καὶ τὸ διασκέπτεσθαι πρὸς τὸ εὐστοχῆσαι . καὶ τὸ καταστοχάσασθαι . τόφρα : εὐθέως . |
τινα ἐπιβουλὴν μηχανήσηται , φθάσας αὐτὸν συνέλαβε καὶ πιεῖν κώνιον συνηνάγκασε . τοὺς δὲ συνηκολουθηκότας στρατιώτας ἐπαγγελίαις δημαγωγήσας κατέμιξε τοῖς | ||
νικήσας , καὶ τοὺς μὲν ἀνελὼν τοὺς δὲ διώξας , συνηνάγκασε τὸν Διονύσιον γυμνὸν διανήξασθαι τὸ ῥεῖθρον τοῦ ποταμοῦ καὶ |
ἐπὶ μὲν τὸ ὀμόσαι οὐκ ἀπήντα , ὡς δὲ δίκῃ λύσων τὸν ὅρκον προσκαλεῖται τὸν Παρμένοντα . ἐνεστηκυιῶν δ ' | ||
πόλεως αἰτίαν οὐδ ' ἄν , εἴ τι μηχανήσαιτο , λύσων . Βέρροιαν γὰρ ἰδὼν ἐπελάθετο τῆς μείζονος . καὶ |
ὀστρακίνου σκεύους ὑπτίαν κατακλίνας τὴν χελώνην ταχέως αὐτῆς τὴν κεφαλὴν ἀπότεμε καὶ παγὲν τὸ αἷμα εἰς πολλὰ αὐτὸ καλάμῳ καταδίελε | ||
ἄν σε τὸ μῆκος τῆς τοξείας ἐκτίνῃ , καὶ οὕτως ἀπότεμε πρίονι τὸ ὑπερέχον τῶν σφηνῶν παρὰ τὴν ἐπιτομὴν τῶν |
οὐκ ὀμώμοκ ' , οὐδ ' ὥρκως ' ἐγώ . Ἔα σπεῦδε ταχέως : ὡς τὸ τῆς ἐκκλησίας σημεῖον ἐν | ||
, ἀλλὰ τοῦ μόνου τέκνου με περιόψεσθ ' ἀποστερουμένην ; Ἔα ἔα . Ὦ πότνιαι Μοῖραι , τί τόδε δέρκομαι |
δ ' Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ μῦθον ἔειπε : “ Μέντορ , ἄμυνον ἀρήν , μνῆσαι δ ' ἐτάροιο φίλοιο | ||
τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ Μέντορ , πῶς τ ' ἄρ ' ἴω , πῶς |
εὐεργέτην συνάπτεται . τὸ γὰρ τὸν εὐεργέτην ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι , ἑρμηνεία ἐστὶ τοῦ ταῦτα . φασί . ταχυτάτῳ | ||
τεθνεὼς καὶ τάριχος ἐὼν δύναμιν πρὸς θεῶν ἔχει τὸν ἀδικέοντα τίνεσθαι . Νῦν ὦν ἄποινά μοι τάδε ἐθέλω ἐπιτεθῆναι , |
φιλήσοντός μου , τοὺς δ ' ἀγαθοὺς καταφιλήσοντος , θαρρῶν δίδασκε τῶν φίλων τὰ θηρατικά . καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη | ||
τῷ Ἀπόλλωνι . Πῶς δέ ; ἔφη ὁ Κῦρος : δίδασκε : πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις . Ὅτι πρῶτον μέν |
ἔχειν καὶ τὸ πάσχειν δυσθεωρητέρας ἔχουσι διαφοράς : τὸ γὰρ πυρέττειν ἢ ῥιγᾶν ἢ ἀγάλλεσθαι ἀμφιβολίαν [ ἂν ] τινὰ | ||
ἢ ῥῖγος ἢ ἀγαλλίασις τὰν ποότητα ἐσαμάναμεν : ἂν δὲ πυρέττειν ἢ ῥιγᾶν ἢ ἀγάλλεσθαι τὸ ἔχειν . διαφέρει δὲ |
κτητικῇ , κἂν δύο κτήσεις ἐνοοῦντο ἐν τῷ ἐμαυτοῦ δοῦλον ἔπαισα μία δέ ἐστι : μετάξαντες γοῦν εἰς τὴν ἐγκεκλιμένην | ||
καὶ τὴν αὐτός εὐθεῖαν ἐγκεῖσθαι , ὅθεν καὶ τὸ ἐμαυτὸς ἔπαισα πλάγιον μὲν νοεῖσθαι ἐν τῇ ἀρχούσῃ κατὰ σύνθεσιν , |
ὅτι θέσεως ἄριστα εἴληχεν , ὡς καὶ πόλεως ἄν τις ἐπαινέσειε πρῶτον τὴν θέσιν . ἐν γὰρ τῷ μέσῳ τῆς | ||
αὐτὴ δὲ ἐφ ' ἁρμαμάξης θεωμένη : ὃν δ ' ἐπαινέσειε , τούτῳ δῶρα ἀμέμπτως ἐδίδου , ὥστε λαμπρότατα τὸ |
. εἰ δὲ κατ ' ὀρθὴν τάσιν φαίημεν ὅτι σὲ ἐτίμησα , δῆλον ὅτι ὡς οὐ διὰ τὸν σύνδεσμον , | ||
τὸ Ἀριστείδου γένος ἦν Ἀθήνησιν , εἴθε τὸ Σωκράτους : ἐτίμησα ἂν τούτους ὡς Ἡρακλείδας , ὡς Περσείδας , ὡς |
ἀγῶνος κέκληνται , ἀλλ ' ἁμαξῶν καὶ ὑποζυγίων , ἃ δόντα σε βελτίω ποιήσει πρὸς ἀρχὴν ὁ Ζεὺς τιμώμενός τε | ||
αἰδῶ ἀπορρίψαι ⌈ ἐκ τοῦ μὴ δοῦναι δάνειον [ μὴ δόντα δάνειον ] , ἐντραπῆναι , ἀποδιεντραπῆναι . , ἀποτροπιάσασθαι |
ἐπιθυμῶ : τὸ δὲ λελιημένος παρ ' Ὁμήρῳ ἀπὸ τοῦ λῶ τὸ θέλω γίνεται κατὰ τοὺς παλαιούς , ὅπερ λῶ | ||
γὰρ λεγομένης φωνῆς ἦν τὸ πάθος . καὶ ἔτι τὸ λῶ ἀφῃρημένον ἐκ τοῦ θέλω , ἢ καὶ τὸ βῆ |
τῶν τὴν αὐτὴν ἐσχηκότων προσηγορίαν , τὸν μὲν ἀρχαιότατον Ἡρακλέα μυθολογεῖσθαι γεγονέναι παρ ' Αἰγυπτίοις , καὶ πολλὴν τῆς οἰκουμένης | ||
σφοδροτάτων ἐπίπνοιαι καὶ πρηστήρων ἐπιφάνειαι καὶ πυρὸς καταφλέξεις , ὡς μυθολογεῖσθαι ὑποκεῖσθαι τὸν Τυφῶνα . ἁλιερκέες ὄχθαι : ἤτοι αἱ |
Δαμάστην ἐπιμεμπτέον κελεύοντα παραχρῆμα τῷ βρέφει τὴν μητέρα τὸν μαστὸν ὀρέγειν , ὡς διὰ τοῦτο καὶ τῆς φύσεως τὸ γάλα | ||
πιόντα τῆς ἀθανασίας ἄγε οἰνοχοήσοντα ἡμῖν διδάξας πρότερον ὡς χρὴ ὀρέγειν τὸν σκύφον . Ἑώρακας , ὦ Ἄπολλον , τὸ |
προειρημένον . . Τὸ οὖν κατὰ θηλείας λεγόμενον οὗτός με ἔτυψεν οὐχ ἁμάρτημα τοῦ λόγου : τὸ δέον γὰρ τοῦ | ||
ἀίδηλος ἐδύσατο βένθεα πόντου : τὸν δ ' ἄχος αἰνὸν ἔτυψεν , ἐπεὶ πάρος οὐ μετιοῦσαν ἔδρακεν ἐξότε πρῶτα λίπεν |
καὶ τοῦ ὑποκειμένου ἐνδεές : εἰ δὲ μὴ ὑποκείμενον αὐτὸ θεῖτό τις , ἀλλ ' ἓν τῶν ἐν ἑκάστῳ στοιχείων | ||
οἶμαι τὴν ἔνστασιν ἐπήγαγε ταῦτα δυνάμει λέγων , κἂν μὴ θεῖτό τις τὸν εὐεργέτην δρᾶν καὶ ἐνεργεῖν περὶ τὸν εὐεργετηθέντα |
τὸ δὲ παρασχεῖν ἑτέρῳ τὴν δωρεὰν καὶ μὴ ἀποστερῆσαι τὸν καμόντα καὶ ἐπιδειξάμενον τὴν εὔνοιαν , ἵνα καὶ πάντες τὴν | ||
ὥσπερ ἐν ἑτοίμῳ κειμένους λαβεῖν οὐκ ἔστιν ἴσον τῷ προευτρεπίσαι καμόντα καὶ μαχεσάμενον . ΓΝΩΜΗ ΝΟΜΟΘΕΤΟΥ ΟΥΚ ΕΜΠΙΠΤΕΙ . Νόμος |
παρεσκευασμένον , πρὶν εἰς ὄχλον ἐκδοῦναι τὸ σύνταγμα , μεταβαλεῖν πείσαιμι τὴν δόξαν . Οὐκ ἐλαχίστην δέ μοι καὶ σὺ | ||
τούτου τυχὼν παρὰ σοῦ οὐδὲν ἦν , εἰ μὴ τούτους πείσαιμι . ἐλθὼν οὖν ἔπειθον αὐτοὺς καὶ οὓς ἔπεισα τούτους |
τι σοι δοκεῖ , τόν τε Λακεδαιμόνιον αὐτόθεν ὅτῳ τρόπῳ σοὐστὶ φίλος : ὡς τόδε τὸ λαρκίδιον οὐ προδώσω ποτέ | ||
λέγειν μόνον ἵνα ἀφῇ τὸν λάρκον . ὅτι τῷ τρόπῳ σοὐστὶ φίλος : ἀντὶ τοῦ εἰπὲ καὶ ὅτῳ τρόπῳ ὁ |
προσκυνοῦντες οὕτως ἀπίθανον κολοσσόν , ἡμισταδιαίαν γυναῖκα , γιγάντειόν τι μορμολύκειον . ἐγὼ δὲ ἐνενόουν μεταξὺ οἷοι ὄντες αὐτοὶ νέοις | ||
κωμικά . Γ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ ἀφ ' οὗ κωμῳδικὸν μορμολύκειον ἔγνων . Γ ἀλλ ' ἢ κατεγέλων Γ : |
τοὐμὸν ᾤκτιρας πάθος ; ὦ ξένε , κατοίκτιρόν με τὴν παναθλίαν , λῦσόν με δεσμῶν . ὦ παρθέν ' , | ||
ὅπως ὡρμισμένην ; Ὦ ξένε , κατοίκτιρόν με , τὴν παναθλίαν : λῦσόν με δεσμῶν . Οὐκὶ μὴ λαλῆσι σύ |
τοῦ ἐθέλειν , ἐπιτάσει τοῦ α . αἱρετὸν γὰρ καὶ θελητὸν ὁ ἄεθλος καὶ τὸ ἄεθλον . Ἐνταῦθα δὲ ἄεθλά | ||
τοῦ ἐθέλειν , ἐπιτάσει τοῦ α . αἱρετὸν γὰρ καὶ θελητὸν ὁ ἄεθλος καὶ τὸ ἄεθλον . Ἐνταῦθα δὲ ἄεθλά |
δέ : ἐπειδὴ ἔτυχον ἐκεῖσε , τὸ μὲν κερδαίνειν αὐτὴν εὐκλεὲς ἡγησάμην , τὸ δὲ ἐᾶσαι αἰσχρόν : παρεῖναι : | ||
εὖ πράσσουσιν ἐν ἐξουσίᾳ τὸ φιλάνθρωπόν ἐστιν . οὐδ ' εὐκλεὲς οὐδὲ συμφέρον ἐς τὴν ἀρχὴν ὑμῖν ἐστιν πόλιν τοσήνδε |
εἰς τὴν ου δίφθογγον ἔχει τὴν γενικήν , οἷον ὁ Λάαος τοῦ Λαάου , διατί μὴ καὶ αὐτὸ τὸ συνῃρημένον | ||
ἐπειδὴ καὶ τὸ ἐντελὲς αὐτοῦ ἰσοσυλλάβως κλίνεται , οἷον ὁ Λάαος τοῦ Λαάου . Καὶ ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , εἰ |
. ἄελλα μέν ἐστιν ἄημα συνεστραμμένον , φύελλα δὲ ἄελλα θύουσα καὶ ὁρμῶσα . . ἀκόντιον τὸ ἀκοντιζόμενον ἔλαττον τοῦ | ||
οὐκ οἶδ ' ὅτωιποιεῖ δὲ τοῦθ ' ὁσημέραι , περιέρχεται θύουσα τὸν δῆμον κύκλωι ἅπαντἀπέσταλκ ' ' αὐτὸν αὐτόθεν τινὰ |
σάρκα : ὥσπερ δέρμα εἴ τις ἀλείψειεν ἐλαίῳ πολλῷ καὶ ἐῴη ἀναπιεῖν , καὶ , ἐπὴν ἀναπίῃ , πιέζῃ τὸ | ||
; Τοῦ πρὸς τί παράδειγμά ποτε ἀποβλέψας ἂν τὸ μὲν ἐῴη πάντας μανθάνειν τοὺς νέους , τὸ δ ' ἀποκωλύοι |
, ἐκ τούτων ὅτι τε εἰσὶ καταλαμβάνω καὶ αἰδοῦμαι . Σωτηρία βίου ἕκαστον δι ' ὅλου αὐτὸ τί ἐστιν ὁρᾶν | ||
πολιτείας . Πολεμικὴ ἐμπειρία πολέμου . Συμμαχία κοινωνία πολέμου . Σωτηρία περιποίησις ἀβλαβής . Τύραννος ἄρχων πόλεως κατὰ τὴν ἑαυτοῦ |
: στείχω ἔστιχον ἔστιχες ἔστιχε , τὸ προστακτικὸν στίχε καὶ ἀπόστιχε . . . . ἀπόερσεν : ἀπέπνιξε , διέφθειρε | ||
τροπῇ τοῦ η εἰς ω ἀποφώλιος . . . . ἀπόστιχε : ἀπαλλάσσου , ἀναχώρει : στείχω ἔστιχον ἔστιχες ἔστιχε |
ἀμπέλου λημνία , ὡς ἱστορεῖ Ἀνδροτίων ἐν τῷ Γεωργικῷ . φῖτυ : τὸ σπέρμα , τὸ γένος . καὶ γάρ | ||
δοῦναι πρὶν εἰσβῆναί σε δεῖ . ἀτὰρ ἤγαγες καινόν τι φῖτυ τῶν βοῶν . ἀνεκάς τ ' ἐπαίρω καὶ βδελυρὸς |
κριθῶν . τοὺς δὲ ῥυπαροὺς ἄρτους φαιοὺς Ἄλεξις καλεῖ . βλῆμα δὲ καλεῖται ὁ ἐντεθρυμμένος ἄρτος καὶ θερμός , πύρνον | ||
πεσόντος δὲ τοῦ παιδὸς ἀνασχίζειν αὐτὸν κελεύειν καὶ σκέψασθαι τὸ βλῆμα : ὡς δὲ ἐν τῇ καρδίῃ εὑρεθῆναι ἐνεόντα τὸν |
ὁ καχεκτῶν τῷ σώματι , νοσεῖ δὲ ὁ κλινήρης . ἀρρωδεῖν καὶ ὀρρωδεῖν διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ διὰ τοῦ | ||
διὰ τοῦτο εἴρηται τὸ φοβεῖσθαι ὀρρωδεῖν . λέγεται δὲ καὶ ἀρρωδεῖν . τοὺς θεοὺς ] οὐκ ἔχων δεῖξαι δύναμιν ὑπάρχουσαν |
ἑλισσόμενος . πηλὸς ἐφυράθην , οὐ ψεύσομαι . ἀλλ ' ἐφίλησα , ὦ ξεῖν ' , ὀστρακέων δύσμορον ἐργασίην . | ||
, ὡς ἂν διαδὺς κατεφίλησά σε : καὶ τὴν χεῖρα ἐφίλησα ἄν , εἰ μὴ τὸ στόμα ἤθελες . μήκων |
καὶ ῥυθμοῦ καὶ μέλους καὶ φυλάττειν σχῆμα καὶ ἐμμέλειαν μὴ παρατρέπειν καὶ ἀποπληροῦν τῶν διδαχθέντων τὴν ἀπαίτησιν , φύσεως δῶρα | ||
, γοητεύειν , ἀπατᾶν ἐξαπατᾶν , παρακρούεσθαι , παράγειν , παρατρέπειν , ποικίλλειν , κακουργεῖν , φενακίζειν , πανουργεῖν , |
Θούλης , ἐκτείνει πλέον ἢ δεῖ τὸ μῆκος , ἵνα ποιήσηι πλέον ἢ διπλάσιον τοῦ λεχθέντος πλάτους . φησὶ δ | ||
ἐπιθυμίας ἐπίτασιν λαμβανούσης , φῆσαι δεῖν μὴ σπεύδειν πῶς ἄπορον ποιήσηι τὸν γείτονα , ἀλλὰ τοὐναντίον ὅπως πλούσιος ὑπάρχηι : |