, ὅτι Πλάτων ἐν Πολιτείᾳ τοὺς ἀπὸ τῆς θείας θεωρίας καταβαίνοντας εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ὑποκορίζεται τούτῳ τῷ ῥηματίῳ , οἴου
τοῦ Διονύσου ἦν , ὁρᾶν ἀνθρώπους πολλοὺς ἀπὸ τοῦ ᾠδείου καταβαίνοντας εἰς τὴν ὀρχήστραν : δείσας δὲ αὐτούς , εἰσελθὼν
6259301 ὑπερβαινοντας
ᾠκοδομημένον τειχίον , ἤγουν φραγμός : ἀπὸ τοῦ αἱμάττεσθαι τοὺς ὑπερβαίνοντας ὑπὸ τῶν † κειμένων τοὺς σωροὺς τῶν λίθων ,
καὶ ἅψεα πληθυντικῶς . Αἱμασιά , ἀπὸ τοῦ αἱμάσσεσθαι τοὺς ὑπερβαίνοντας τὰς ἀκάνθας . Ἄλεισον , τὸ ποτήριον : ἐκ
6191979 ἁλιευτικων
τοὺς ἀντιλέγοντας ὑπ ' αὐτοῦ ὥσπερ τοὺς ἰχθῦς ὑπὸ τῶν ἁλιευτικῶν κύρτων . . . . . Δυρράχιον : .
, καὶ τίνες φίλοι . Κεφάλαια τοῦ δευτέρου βιβλίου τῶν ἁλιευτικῶν . Περὶ νάρκης . Περὶ λάβρακος . Περὶ καρίδων
6099915 θρισσης
δ ' ἐν τῷ περὶ ἰχθύων καὶ τῆς ποταμίας μέμνηται θρίσσης καὶ τὴν τριχίδα τριχίαν ὀνομάζει . Νικοχάρης Λημνίαις :
φησὶν ὁ Ἀριστόβουλος εἰς μὲν τὸν Νεῖλον ἀνατρέχειν μηδὲν ἔξω θρίσσης καὶ κεστρέως καὶ δελφῖνος διὰ τοὺς κροκοδείλους , ἐν
6087761 ὠπας
. οὕτω Φιλόξενος . Λύπη : παρὰ τὸ λύειν τοὺς ὦπας , ἤγουν τοὺς ὀφθαλμούς : ἢ παρὰ τὸ λύω
πλεονασμὸν τοῦ α : εἴρηται γὰρ παρὰ τὸ στεριάκειν τοὺς ὦπας τὸ ὁρᾶν διὰ τῆς ἀντιτύποσης λαμπηδόνος . Ἀζηχής ,
5950349 ἀποσταλεντας
, ἔτι δὲ τὴν ἐσθῆτα παρεκρούσατο τοὺς ἐπὶ τὴν ἀναίρεσιν ἀποσταλέντας . αὐτὸς δὲ ῥάκη περιβαλόμενος ἀνοδίᾳ τὴν ὁδοιπορίαν ἐποιήσατο
, καὶ τὰς ἐξαιρεθείσας ἐκ τοῦ δημοσίου δαπάνας εἰς τοὺς ἀποσταλέντας ἐπὶ τὴν σιτωνίαν ἄνδρας , καὶ ἄλλα πολλά τιν
5926571 ἁλλεσθαι
ψῶρα καλεῖται . λέγεται δὲ φάλαινα παρὰ τὸ εἰς φῶς ἅλλεσθαι . μακρὸν δὲ ἔχει τὸ α [ καὶ ]
ἐφέλκεται : ἕτερον δὲ καὶ φοβερὰ ὀνομάζει : καὶ κελεύουσιν ἅλλεσθαι καὶ καταπίπτειν ἐς τὰ φρέατα καὶ ἄγχεσθαι , ἅτε
5878866 διωξαντας
οὐ διὰ μακροῦ γενομένης καὶ τῶν ἐπὶ τοῖς τείχεσι τοὺς διώξαντας ἀποκρουσαμένων . μετὰ τοῦτο τὸ ἔργον οἱ μὲν ἐπίκουροι
μετὰ τεσσαράκοντα δὲ νεῶν ἀπέπλευσεν εἰς Μιτυλήνην . τοὺς δὲ διώξαντας Ἀθηναίους αἱ τῶν Πελοποννησίων ναῦς ἅπασαι περιχυθεῖσαι κατεπλήξαντο ,
5878337 οὐρητηρας
, εἰς μὲν τὴν κύστιν ᾗ παράγει κατὰ νεφροὺς καὶ οὐρητῆρας , εἰς δὲ τὸ ἔντερον κατὰ φλέβας καὶ χιτῶνας
ὄγκου ἢ διατάσεως , γίνωσκε περὶ τοὺς νεφροὺς ἢ τοὺς οὐρητῆρας εἶναι τὴν ἔμφραξιν ἢ φλεγμονὴν ἢ λίθον . ὅπως
5818743 προερχομενον
μόνον ὑμένα φαίνεται διασπειρόμενον , ἀλλὰ καὶ μέχρι τῆς ὑπερῴας προερχόμενον : κοινός τε γὰρ δὴ καὶ εἷς ἐστιν ὁ
, τὸν πόνῳ κτητὸν καὶ χρόνῳ , καὶ μέχρι θανάτου προερχόμενον , νέων καὶ καλῶν ἀμφοτέρων , καὶ σωφρόνων ,
5808437 εὑδοντας
ἐγγράφειν μήποτε θρέψω παρὰ Περσεφόνῃ τοιόνδε ταὧν , ὃς τοὺς εὕδοντας ἐγείρει . ἄνδρες ἑταῖροι , δεῦρο δὴ τὴν γνώμην
. Μήποτε θρέψω παρὰ Περσεφόνῃ τοιόνδε ταὧν , ὃς τοὺς εὕδοντας ἐγείρει . Ἄνδρες ἑταῖροι , δεῦρο δὴ τὴν γνώμην
5802690 δεδωκοτας
δημοκρατίαν , τῆς ἐλευθερίας προεστῶτα . ἀλλὰ καὶ ὑμᾶς τοὺς δεδωκότας ἐγκωμιάσαι καλόν : ὁ πλοῦτος ἐξεδυσώπησεν ὑμᾶς . ἐφοβήθητε
νεὼς ἐγήγερτο καὶ ἡ σκηνὴ παρεσκεύαστοκαλέσειν ἔμελλε κατὰ τάξιν τοὺς δεδωκότας ὑπὸ κήρυκι καὶ θεολόγῳ , καὶ παρὰ τοῦ θεοῦ
5796239 χολερικους
προσενέγκαιτο , πρὸς ἔμετον ὁρμᾷ . πέπων μὴ καλῶς πεφθεὶς χολερικοὺς ἀποτελεῖν εἴωθεν : καὶ γὰρ καὶ πρὶν διαφθαρῆναι εἰς
, καὶ μᾶλλον ὅταν μὴ καλῶς πεφθῇ : τηνικαῦτα δὲ χολερικοὺς ἀποτελεῖν εἴωθεν : καὶ γὰρ καὶ πρὶν διαφθαρῆναι πρὸς
5795554 ἀνυποδητους
θυγατριδοῦς ὄντας ἐκ τῆς οἰκίας τῆς αὑτῶν ἐν τριβωνίοις , ἀνυποδήτους , οὐ μετὰ ἀκολούθου , οὐ μετὰ στρωμάτων ,
νοῦν ἔχων ταῦτα τὰ ἔπη : τοὺς ὠχριῶντας , τοὺς ἀνυποδήτους λέγεις , ὧν ὁ κακοδαίμων Σωκράτης καὶ Χαιρεφῶν .
5791343 Ἰδουσα
ἐν τῷ χρηστηρίῳ τοῦ , τὸ ἔκπαλαι λελεγμένον ἐπλήρωσεν . Ἰδοῦσα δὲ ὀξεῖα ἡ Ἐριννύς , ἡ ἔφορος τῶν ἀδικουμένων
τὰ τῇ Μηδείᾳ τετολμημένα , ὥρμησε τὴν ναῦν διώκειν . Ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν πλησίον ὄντα Μήδεια , τὸν ἀδελφὸν φονεύει
5789173 ἀπονους
πάσας . ἐπεύθυνον ] διῴκουν . νόστοι ] ὑποστροφαί . ἀπόνους ] † ἤγουν ἀβλαβεῖς καὶ μὴ τε - τρωμένους
ἰχθύων ὁ ζωμὸς μιγνύμενος κονίᾳ στάκτῃ ὀμμάτια λαμπρύνει παλαιὰ καὶ ἀπόνους ποιεῖ . οἱ δὲ ἐν τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ λίθοι
5771755 ἑλκομενους
πλόον , ἀλλ ' ὑπὸ δεσμῷ φαίης εὐγόμφοισιν ἐνισχομένους πινάκεσσιν ἑλκομένους ἀέκοντας ἀναγκαίῃσιν ἄγεσθαι . τόσσον ἔρως γλαφυρῇσιν ἐφ '
πόδα ἂν εὐθὺς ἀνέστρεφον , οἰκτείρας δηλαδὴ τοὺς κακοδαίμονας ἐκείνους ἑλκομένους πρὸς αὐτῆς οὐ τῆς ῥινὸς ἀλλὰ τοῦ πώγωνος καὶ
5698452 πηδωντας
τοὺς μὲν βάλλοντας , τοὺς δὲ ἀκοντίζοντας , τοὺς δὲ πηδῶντας , τοὺς δὲ ὅπλα ἐπισκευάζοντας , τοὺς δὲ ξίφη
τοὺς ἰχθῦς ἐκ τῶν ποταμῶν εἰς τὴν γῆν ἐξιόντας καὶ πηδῶντας πάλιν εἰς τὸ ὕδωρ ἀπιέναι καθάπερ τοὺς βατράχους .
5693915 Αἰακιδας
τριήρους , ἥτις πρώτη τῆς ναυμαχίας ἄρχειν ἔδοξεν ἐπαγομένη τοὺς Αἰακίδας : ὡς γὰρ Ἡρόδοτος ἐν ὀγδόῃ φησί , κατὰ
, εὐπροσώπων κακῶν . Ὁμήρου δὲ οὐκ ἀκούεις ἐγκωμιάζοντος τοὺς Αἰακίδας , ὅτι ἦσαν ἄνδρες . . . . πολέμῳ
5690533 δεσμους
εὖ εἰδότας , ὅτι εἰ κατὰ τῶν αὐτῶν χωρίων τοὺς δεσμοὺς ἐπιβάλλομεν , ὅθεν ἡ κένωσις γίνεται , οὔτε οὐδὲν
τούτων κοιμωμένων ] τῷ παρακειμένῳ πυρὶ προσεκύλισεν ἑαυτὸν καὶ τοὺς δεσμοὺς κατακαύσας τοὺς μὲν φύλακας ἀνεῖλε , κρύφα δὲ ἐς
5680080 θηρευτας
δάσει , αὐτὸ δὲ ἀντιπρόσωπον ἕστηκε , καὶ δοκεύει τοὺς θηρευτάς , καὶ ὑποθαῤῥεῖ πως , καὶ οἴεται μηκέτι φανῆναι
καὶ τοὺς ὄρνιθας λαθεῖν τοὺς ἁρπακτικοὺς καὶ τῶν ἀνθρώπων τοὺς θηρευτάς , κατὰ πολλὴν τὴν εἰρήνην ἀποτίκτουσιν : εἶτα τὰ
5668886 ἀπερυκειν
τὰ δ ' ὑπὲρ αὐτὸ προύχοντα , ὡς τὸν ὄμβρον ἀπερύκειν , προτεγίσματα . εἶτα ὑπερῷα οἰκήματα , τὰ δ
: κυρίως γὰρ ἄλη , ἡ ἐν θαλάση ταραχή . ἀπερύκειν κωλύειν : κατέχειν : κρατεῖν : ἀπὸ τοῦ ἔραν
5665325 περισωθεντας
τὸν ἐν Παφλαγονίᾳ Πόντον περὶ τὴν Ἀμάσειαν γέγονε καὶ τοὺς περισωθέντας τῶν Ἀλανῶν εὑρὼν οὐ πλείους ἑκατὸν πρὸς τοῖς πεντήκοντα
Ἴστρῳ πεποίηκεν ἐκ πάνυ πολλῶν βραχεῖς τινας καὶ τούτους μόγις περισωθέντας . καὶ πάλιν μετὰ μικρὸν Τόμηριν τὸν Σκύθην ἀπὸ
5658657 θεωμενους
, ὡς δεδέσθαι μὲν ἀγοράζοντας , δεδέσθαι δὲ ἐκκλησιάζοντας καὶ θεωμένους αὖ καὶ πομπὰς πέμποντας . καὶ Σκυθῶν ὁπόσοι ἁμαξεύουσιν
ἐν θεάτρῳ καθήμενος . διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἀριστοφάνης “ θεωμένους ” προειπὼν νῦν “ θεατάς ” φησιν , ὡς
5633184 ἀνθιστασαι
σοι γέγονεν [ ] ἢ ? τί σοι ὤφθη ; ἀνθίστασαι [ ] ? γὰρ ἡμῶν τῶι [ νόμωι ]
, εἰς τὸν περὶ τοῦ κάλλους ἀγῶνα πρὸς Σωκράτην οὐκ ἀνθίστασαι ; Νὴ Δί ' , ἔφη ὁ Σωκράτης ,
5622920 ἐγρηγορων
γρήγορον . λεύσσοι : βλεπέτω . Ἐγρήσσων : γρηγορῶν , ἐγρηγορῶν . πεπταμένοισιν : ἠνεῳγμένοις , διεγηγερμένοις , ἐγρηγορῶσιν .
' ἐπὶ χλαῖναν βάλε κοιμηθέντι : ἐπιφέρει γὰρ κεῖτ ' ἐγρηγορῶν . Ζηνόδοτος δὲ καὶ τοῦτον καὶ τὸν πρῶτον τῆς
5612625 ἐπιγιγνομενους
μνημεῖα τῇ πόλει καταλελεῖφθαι , ὥστε μηδ ' ἂν τοὺς ἐπιγιγνομένους ἑτέρας πολιτείας ἐπιθυμεῖν , τότε δὴ οὗτοι τοὺς κακῶς
τὴν ἄλλην ποίησιν , μυρία τῶν παλαιῶν ἔργα κοσμοῦσα τοὺς ἐπιγιγνομένους παιδεύει : ὃς δ ' ἂν ἄνευ μανίας Μουσῶν
5610145 ἀγανακτησαντας
μὲν παρὰ πάντων γενέσθαι τῶν θεατῶν , τοὺς ἀθλοθέτας δὲ ἀγανακτήσαντας ἐπὶ τῇ τόλμῃ μαστιγώσαντας αὐτὸν ἐκβαλεῖν τοῦ θεάτρου :
συμβάντων κρινοῦμεν : οὐδὲ τοὺς μὲν ὑπὲρ μιᾶς γυναικὸς ὑβρισθείσης ἀγανακτήσαντας ἀνδρῶν ἀγαθῶν λογισμῷ χρῆσθαι φήσομεν , τοὺς δ '
5595831 μωλωπας
ἦσαν οἱ καταβάλλοντες „ . Κλεάνθης ὁ Στωϊκὸς φιλόσοφος εἶπε μώλωπας ἔχειν ἐν τῇ ψυχῇ τὰς ὑπὸ Ζήνωνος νουθεσίας .
σὺν ὄξει καταχριόμενον . χρόνῳ δ ' αἴρει τοῦτο . μώλωπας δὲ ταχέως ὁμοχρόους ποιεῖ κρίθινον ἔλαιον ἐπαλειφόμενον συνεχῶς .
5580590 ἀποδιδρασκουσα
, ἵνα ἀπολαύῃ τῶν ἀφροδισίων . ὅθεν ἡ θήλεια γιγνώσκουσα ἀποδιδράσκουσα τίκτει . τὰ αὐτὰ ἱστορεῖ καὶ Καλλίμαχος ἐν τῷ
καὶ ἐκκαθαίρει . νεοττεύει δὲ ἐπὶ τῶν φοινίκων τοὺς αἰλούρους ἀποδιδράσκουσα : οὐ γάρ τί που ῥᾳδίως ἐκεῖνο τὸ ζῷον
5575554 ἐπιληπτους
τὰ ἐναποκείμενα ἡμῶν οὐκ εὐαγῆ τῇ ψυχῇ βουλεύματα καὶ τὰς ἐπιλήπτους καὶ ὑπαιτίους πράξεις , αἷς ἀγνοίᾳ τῶν συμφερόντων ἐνεχειροῦμεν
. καὶ τοὺς τὸν ἄλλον τρόπον ἐκμανέντας καί τινας καὶ ἐπιλήπτους ἔπαυσεν ἐν μεταβολῇ τοῦ ἡβάσκειν καί τινας βαρυνομένους καὶ
5569677 θιξιν
ὀμφακίῳ : ξὺν τοιϲίδε καὶ ἐπιπλάϲματα , θερμὰ μὲν ἐϲ θίξιν , ἐϲ δύναμιν δὲ ϲτρυφνά . καὶ ἤν πῃ
προσέχειν δὲ μόνῳ τῷ λευκαίνεσθαι αὐτὸν κατὰ τὴν τῆς γλώττης θίξιν : τοῦτο γὰρ γίνεται καὶ παραμιγέντος αὐτῷ ὀποῦ τιθυμάλλου
5549485 τεθηρευμενους
ἡδονῆς δούλους εἶναι : καὶ τοὺς μὲν ὑπὸ τοῦ κάλλους τεθηρευμένους , τοὺς δ ' ὑπὸ τῆς προικός , τὰ
δεῖ καὶ ἡμῖν διὰ τῶν ἤδη προηλωκότων φίλων τοὺς οὔπω τεθηρευμένους . οὐ γὰρ δὴ τῶν περιστερῶν μὲν αἱ ἐθάδες
5543574 ξενοκτονιαν
Τμῶλος καὶ Τηλέγονος οἳ καταπαλαίοντες τοὺς ξένους ἀνῄρουν ὧν τὴν ξενοκτονίαν μὴ φέρων πατὴρ ἤτοι ὁ Πρωτεὺς ηὔξατο τῷ πατρὶ
οὔτε γὰρ ἐχάρη διὰ τὴν φύσιν οὔτε ἐλυπήθη διὰ τὴν ξενοκτονίαν αὐτῶν . * Φλεγραίας Θρακικῆς , ὅτι ἐκεῖσε οἱ
5542070 ἰχωρας
διαβιβρώσκων ἀεὶ καὶ διὰ βάθους ὑποκάμπτων , στῆναι ἀμηχανεῖ : ἰχῶράς τε ἐκβάλλει παντὸς ἰοῦ θηριώδους πονηροτέρους , δυσώδεις τε
, φησίν , ἐν τῇ Τυφαονίᾳ πέτρᾳ κεραυνωθεὶς ὁ Τυφὼς ἰχῶράς τινας ἀφῆκεν , ἐξ ὧν ἐγένετο ὁ τὸ δέρος
5541215 θαρραλεους
ἀκολουθοῦντος τῷ τοὺς ἐπιστήμονας καὶ ἐμπείρους θαρραλέους εἶναι καὶ τοὺς θαρραλέους ἐπιστήμονας , καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἀνδρείαν οὖσαν γνῶσιν
τοὺς μὲν ἀνδρείους θαρραλέους εἶναι , μὴ μέντοι τούς γε θαρραλέους ἀνδρείους πάντας : θάρσος μὲν γὰρ καὶ ἀπὸ τέχνης
5532663 χαλκοτυπους
γε σκυτοτόμους καὶ τοὺς βαλανέας καὶ τοὺς τέκτονας καὶ τοὺς χαλκοτύπους ῥᾳδίως ἔστιν ἰδεῖν ὑπερορῶντας τῆς φύσεως καὶ τὰ δεσμὰ
ἀπὸ τῆς Ὁμηρικῆς συνηθείας , ἔνθα φησί : καδδῦσαι κατὰ χαλκοτύπους ὠτειλάς . ἕλκεα : νῦν μὲν τὰ πρόσφατα ,
5530897 συνεκαλεσεν
Ἐπὶ τοῦτον τὸν κάπρον τοὺς ἀρίστους ἐκ τῆς Ἑλλάδος πάντας συνεκάλεσεν : καὶ τῷ κτείνοντι τὸν θῆρα τὴν δορὰν δώσειν
' ἐπὶ ταῖς σκηναῖς ἐγένοντο . Ἐπεὶ δὲ κατεστρατοπεδεύσαντο , συνεκάλεσεν ὁ Κῦρος τοὺς ἐπικαιρίους καὶ ἔλεξεν : Ἄνδρες σύμμαχοι
5514921 ὁρμησαντας
. ” οὗτος ἀπέλιπε δύο παῖδας ἐπὶ τρυφὴν καὶ πλοῦτον ὁρμήσαντας . ΣΩΠΟΛΙΣ . Καὶ Σωπόλιδος ἠκροάσατο πολλάκις ὁ ταῦτα
Βοίους τὸν Ἑρκύνιον δρυμὸν οἰκεῖν πρότερον , τοὺς δὲ Κίμβρους ὁρμήσαντας ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον , ἀποκρουσθέντας ὑπὸ τῶν Βοίων
5499374 θυλακους
ταῦτ ' ἐκερτόμησεν ὀξὺ φωνήσας : “ πολλοὺς μὲν οἶδα θυλάκους ἰδὼν ἤδη : οὐδεὶς δ ' ὀδόντας εἶχε ζῶντος
τῶν ἱερῶν σπλάγχνων μαντευομένους 〛 . κυρίως μέντοι θυηλὰς τοὺς θυλάκους , εἰς οὓς τὰ θυμιάματα ἐμβάλλεται . . .
5498559 ἡττηθεντας
ἐπὶ λῃστείαν τραπέσθαι διὰ τὰς ἀπορίας καὶ πολὺ μᾶλλον τοὺς ἡττηθέντας καὶ περιγενομένους ἐκ τοῦ πολέμου . καὶ δὴ καὶ
ἀτυχήματα καὶ τὰ ἐναντία τῶν ἀληθῶν ποιεῖν ἀγγέλλεσθαι . Τοὺς ἡττηθέντας εἰς ἀπόνοιαν ἄγειν οὐ δεῖ , ἀλλὰ ποικίλοις τρόποις
5493365 βυρσης
; παῦε παῦε , μὴ λέγε : ὄζει κάκιστον τοὐνύπνιον βύρσης σαπρᾶς . εἶθ ' ἡ μιαρὰ φάλλαιν ' ἔχουσα
οἶμαι δὲ οὐδὲ ψίαθον ἀντὶ ξυστίδος , οὐδ ' αὖ βύρσης ὄζειν , μύρων ἐξόν . ἀλλὰ ταῦτ ' ἐστὶν
5489274 φλεγεσθαι
γὰρ τὸ πνεῦμα προσαγορεύειν ἔοικε , τοῦτο δὲ ἐκτείνεσθαι καὶ φλέγεσθαι ἐπὶ τῶν θυμουμένων οἴεται . πάλιν δὲ αὖ τὸ
γένους καὶ ὁ Πυριφλεγέθων : εἴρηται γὰρ ἀπὸ τοῦ πυρὶ φλέγεσθαι τοὺς τελευτῶντας , ὡς Ὅμηρός φησιν Οὐ γὰρ ἔτι
5487911 κανθους
, παράλυσις , πρόπτωσις , ἐκτροπή . περὶ δὲ τοὺς κανθοὺς , ἐγκανθὶς ἀγκύλη , πτερύγιον , ῥοιὰς , πρόσφυσις
' ἰθὺ ᾗ αἱ ὀφρύες συγκλείονται καὶ τελευτῶσιν ἐς τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν , μία δὲ ἀπὸ τῆς κορυφῆς ἐς
5487231 νηφοντας
ἡμεῖς καὶ συμμάχους πρὸς ἑαυτοῖς ἔχοντας καὶ ἐγρηγορότας ἅπαντας καὶ νήφοντας καὶ ἐξωπλισμένους καὶ συντεταγμένους ἐνικῶμεν : νῦν δ '
ἢ κριθὰς μέλλωσιν εἰς τὰς ἀρού - ρας καταβαλέσθαι , νήφοντας ἐπὶ τὸν σπόρον χωρεῖν προεξητακότας καιρῶν ἰδιότητας , χώρας
5470948 δακνομενους
καταγματικούς , ἀπὸ ὕψους ἢ τετραπόδων πίπτοντας καὶ ὑπὸ θηρίων δακνομένους καὶ ὑπὸ συμπτώσεως ἢ ἐμπρησμοῦ σινουμένους , ἔτι καὶ
πλακούντων ἢ τραγημάτων οὐδὲν ὅλως προσφέρεσθαι δεῖ τοὺς ὑπὸ χολῆς δακνομένους καὶ ὀδυνωμένους τὸ κῶλον . Λουτρὰ δὲ τὰ ἀπὸ
5468591 ἐμβληθεις
Σωκράτης κάθηται καὶ τὸν Πλάτων περιπατεῖ , ὁ καί σύνδεσμος ἐμβληθεὶς μέσος ὥσπερ συνδεῖν δι ' ἑαυτοῦ μέσου καὶ ἑνοῦν
ὁ Κύκνου διαβληθεὶς ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ὡς πειράσας αὐτὴν καὶ ἐμβληθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρὸς εἰς λάρνακα , ἐσώθη διὰ τῆς
5463090 παλλειν
ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλειν τὸ δόρυ , ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλειν κατὰ τὴν ἡλικίαν : παρθένος γάρ ἐστιν , ὅθεν
μετεωρίζειν ἢ ἀπὸ τῆς γῆς ἢ ἐν ταῖς χερσὶν ” πάλλειν “ τε καὶ ” πάλλεσθαι “ καὶ ὀρχεῖν καὶ
5447695 ἀναφερομενους
ὡς νόμος ἐστίν . ὁ δὲ πεποιηκὼς τοὺς εἰς αὐτὸν ἀναφερομένους Μεταλλεῖς φησιν : ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες
τόπος ἐστὶν ἐν Ἐρυθρᾶι κείμενος . . . τοὺς μὲν ἀναφερομένους εἰς Μουσαῖον [ ] Ὀνομακρίτου εἶναι λέγουσι , τὸν
5447327 διεφθορυιας
αὐτῷ τῷ βαλανείῳ θερμὸν ὕδωρ οὖν ἀπεμέσειεν τοὺς ἐκ τῆς διεφθορυίας τροφῆς ἠθροισμένους χυμούς . μαλάσσει δὲ θερμὸν λουτρὸν καὶ
λέγοντος καὶ ἄρτι ἀναμιμνήσκομαι . ταῦτα ἐκ τῶν Διδύμου περὶ διεφθορυίας λέξεως . . ἀπηρτισμένως , τελείως . Θ .
5446738 ὁρμαν
ἄνευ λόγου , τῆς δόξης τῆς ἐπὶ τὸ ὀρθὸν πεφυκυίας ὁρμᾶν κρατήσασα καὶ πρὸς ἡδονὴν ἀχθεῖσα κάλλους σωματικοῦ καὶ τῇ
ἰσχύς . παρὰ τὸ κίειν , ὃ ἐστὶ πορεύεσθαι καὶ ὁρμᾶν . Κίβησις : ἢ παρὰ τὸ κίειν , ὃ
5442802 κολαζομενους
ὄφεις περὶ αὐτὴν ἀνθ ' ὧν εἶπον περὶ θεῶν , κολαζομένους δὲ καὶ τοὺς μὴ θέλοντας συνεῖναι ταῖς ἑαυτῶν γυναιξί
ὁ Ἀθηναῖος . παρελθόντες δὲ ὅμως τοῦ Ναυπλίου καθηγουμένου ἑωρῶμεν κολαζομένους πολλοὺς μὲν βασιλέας , πολλοὺς δὲ καὶ ἰδιώτας ,
5438111 Τιτανας
με πλήσσει μεριδάρπαξ ὃς κατὰ λίμνην κινείσθω τιτανοκτόνον ὀβριμοεργόν ᾧ Τιτᾶνας πέφνες ἀρίστους ἔξοχα πάντων αὐτὰρ ἔπειτα κεραυνὸν δειμαλέον διὸς
Ἶσιν τὸν φόνον τοῦ ἀνδρὸς ἀναζητοῦσαν , καὶ τοὺς μὲν Τιτᾶνας ἀνελοῦσαν , τὰ δὲ τοῦ σώματος μέρη περιπλάσασαν εἰς
5437761 δηχθεντας
' αὑτοῦ δείκνυται τὸ σχῆμα , ὑπὸ ὄφεων δὲ τοὺς δηχθέντας ἅμα οἴνῳ τόδε διασῴζει ποθέν . . Ἀλλά σοι
' αὐτῆς δηχθεῖσιν , οἷά περ πρὸς τοὺς ὑπὸ ἐχίδνης δηχθέντας προείρηται : δίψος ἀφόρητον , ὥστε καὶ πλείονος διδομένου
5430314 ταρασσομενους
ἄρασθαι τὰ ἱστία καὶ οὕτω διέφυγε τοὺς ἐναντίους μέλλοντας καὶ ταρασσομένους καὶ ἀπειροτέρους ὄντας ναυτικῆς ἐπιστήμης . Ἰμίλκων Καρχηδόνιος εἰδὼς
μελανίζειν : διὸ μεταφέρει ἐπὶ τοὺς κατὰ ψυχὴν μεριμνῶντας καὶ ταρασσομένους . καὶ ὅτι κωφῷ λέγει τῷ ἀφώνῳ καὶ μηδέπω
5417320 σπασθαι
τὸ ἀποσπασμὸν ποιεῖν : ὡς δὲ Χρύσιππος , διὰ τὸ σπᾶσθαι τὴν ὅλην χεῖρα . ποιεῖ . . . δακτύλους
τὸ ἀποστάντων ποιεῖν : ὡς δὲ Χρύσιππος , διὰ τὸ σπᾶσθαι καὶ τείνεσθαι τὴν χεῖρα : ποιεῖ δὲ δόχμας τρεῖς
5416702 ἁθρους
τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν : καὶ τῶν παρόντων δ ' ἅθρους ἐξεχύθη γέλως καὶ διαγωγὴ πλείων ἐνέπεσε καὶ διατριβή ,
μετ ' ἐπιτάσεως ὁρᾶν . παραδειγμάτων δὲ πάντα μεστά . ἅθρους : Ἀττικῶς δασύνεται οἷον * * : ἅθρους ἐπελθὼν
5405142 βαμμα
Ἀντιφῶν δ ' ἐπιθύμημα . δικαίωμα , ῥῆγμα φράγμα , βάμμα : τὸ γὰρ κῶμα , ὅπερ ἐπὶ τῆς καρηβαρίας
Γιγαντομαχίαν : ἀνθοκρόκοισι πήναις : κροκωτοβαφέσιν : ἄνθος γὰρ τὸ βάμμα : ἄλλως : ἀνθοβαφέσι καὶ κροκωτοῖς . πήναις δὲ
5404604 Κολωνου
. Ἄλλοι δέ φασιν , ὡς Ἄδραστον φεύγοντα καὶ ἐπὶ Κολωνοῦ στήσαντα τοὺς ἵππους Ποσειδῶνα καὶ Ἀθηνᾶν ἱππίους προσαγορευθῆναι .
. Καὶ μετ ' ὀλίγα : Ἀπὸ τούτου δὲ ἕως Κολωνοῦ παρὰ τὸν Χαλκοῦν προσαγορευόμενον , ὅθεν πρὸς τὸν Κηφισὸν
5398407 διδασκομενους
. ἐκ δὲ τούτου κατ ' ὀλίγον ὑπὸ τῆς πείρας διδασκομένους εἴς τε τὰ σπήλαια καταφεύγειν ἐν τῶι χειμῶνι καὶ
λοχαγούς . καὶ ἡ βουλὴ συνίει μὲν αὐτοὺς ἐς ταῦτα διδασκομένους , ἀποκρινεῖσθαι δὲ αὐτοῖς ἔφη δι ' ἑτέρων πρέσβεων
5395163 Βορεαδας
δὲ τῆς πόλεως ταύτης καὶ τοῦ τεμένους ἐπάρχειν τοὺς ὀνομαζομένους Βορεάδας ἀπογόνους ὄντας Βορέου καὶ κατὰ γένος ἀεὶ διαδέχεσθαι τὰς
ἕως τοῦ ἀμφ ' αὐτοῖς : ὅτι Ἡρακλῆς ἀνεῖλε τοὺς Βορεάδας διὰ τὸ κωλῦσαι τὴν ναῦν ὑποστρέψαι πάλιν εἰς τὴν
5393125 ἀνθρακας
ἔρωτα αὐτοὺς φέρων αὐτῆς . Γ καὶ Γ σκαλεύοντ ' ἄνθρακας Γ : ἀντὶ τοῦ “ ζωπυροῦντα τοὺς ἄνθρακας ”
καὶ πεύκας καὶ λαμπάδας καὶ ἰπνοὺς καὶ πανούς , καὶ ἄνθρακας καὶ μαρίλην : καὶ μαρίλαν δ ' ἐκάλουν τὸν
5389108 ἀκταινειν
ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ ἄττω ἀττάζω : καὶ ἀκτάζω . ἀκταίνειν περὶ τὸ ἀκτὴ , ἀκτός : καὶ ῥῆμα ἀκτῶ
† γίνεται δὲ παρὰ τὴν ἀκτήν . . . . ἀκταίνειν : τὸ μετεωρίζεσθαι ἦκται τρίτον πρόσωπον γίνεται ἀκτός ,
5383723 ἐξελκοι
: ἔστι γὰρ ἢ τὸν δίφρον ἐκ τοῦ ῥυμοῦ λαβόμενος ἐξέλκοι , ἢ μετέωρον ἄρας ἐξενέγκοι , ὥστε τὸ περὶ
: ἔστι γὰρ ἢ τὸν δίφρον ἐκ τοῦ ῥυμοῦ λαβόμενος ἐξέλκοι , ἢ μετέωρον ἄρας ἐξενέγκοι , ὥστε τὸ περὶ
5381251 χωριζοντας
, νῦν δὲ ἅπαξ ἐπ ' Ἀχιλλέως , πρὸς τοὺς χωρίζοντας : τούτοις γὰρ χρῶνται . τινὲς δὲ Ἀχιλλέα Πηλείωνα
, καὶ οὐ μάχεται . ἡ δὲ ἀναφορὰ πρὸς τοὺς χωρίζοντας : λύεται γὰρ τοιούτοις . τὸ πρόβλημα . τὰ
5361979 ἐχεως
καὶ δίδου πρὸς δύναμιν ἐν κράματι # γ . Πρὸς ἔχεως καὶ τῶν ἄλλων δηγμάτων κατάπλασμα . Σικύου ἀγρίου φύλλα
ὀδύνας ἀμβλυτέρας παρασκευάζουσι γίγνεσθαι , ἤ περ τὸ δῆγμα τοῦ ἔχεως παρέχειν τοῖς ἐξ αὐτῶν πληγεῖσιν ὀδύνην πέφυκεν . Οὐ
5358704 δανειζομενους
καὶ πρὸς ἀτιμῶσαι ζητεῖς . καὶ τοὺς μὲν ἄλλους τοὺς δανειζομένους ἴδοι τις ἂν ἐξισταμένους τῶν ὄντων : σοὶ δ
γενέσθαι [ αὐτὸν ] καὶ μαλακισθῆναι . καὶ πρὸς τοὺς δανειζομένους καὶ ἐρανίζοντας εἰπεῖν ὡς οὐ πλουτεῖ : καὶ πωλῶν
5357062 ἑλξινην
: τὸ λέμμα ἐν ᾧ ἐστι τὸ σπέρμα ἠὲ καὶ ἑλξίνην : καὶ γὰρ ἑλξίνη καλεῖται παρὰ τὸ ἕλκειν εἰς
γὰρ νήστισι διδομένη παύει τὰς ἀλγηδόνας . παρθενίοιο : τοῦτο ἑλξίνην τινὲς ὀνομάζουσιν , ἔνιοι δὲ περδίκιον καλοῦσιν . *
5347060 κραδαινετω
εἰπεῖν ἐπὶ ταρίχη ἀριστησάτω , ἔφη ἐπὶ ταρίχη τοὺς λόφους κραδαινέτω , διαπαίζων αὐτόν . Γ οἱ ἐν πολέμοις ἐξερχόμενοι
θεμελίων αὐταῖς ] σὺν πνεῦμα ] ἄνεμος κραδαίνοι ] ἤγουν κραδαινέτω καὶ κινείτω πόντου ] τῆς θαλάσσης τραχεῖ ] σφοδρῷ
5344033 ληθης
ἀπροσδόκητον . λάθας ἀτέκμαρτον : πολλάκις τὴν προμήθειαν τὸ τῆς λήθης ἀτέκμαρτον νέφος καὶ διέργεται . ἐνίοτε καὶ τοῖς ἔχουσι
οὔτ ' αὖ τὸν μαθόντα , σῴζοντα δὲ τὴν μνήμην λήθης μηδαμῶς μεσολαβησάσης , ἀλλὰ τὸν πρότερον μὲν ἔχοντα σῷον
5337475 συμβιουντας
ἀδελφούς . οὐ μόνον δὲ πρὸς τοὺς καθ ' ἡμέραν συμβιοῦντας τῶν γνωρίμων τοιαύτην εἶχον τὴν διάθεσιν , ἀλλὰ καθόλου
' ἧς συμβαίνει πᾶσι πάντα , ἡ δὲ πρὸς τοὺς συμβιοῦντας . Ὁ πόνος ἤτοι τῷ σώματι κακόν : οὐκοῦν
5336925 λυσσοδηκτους
ὁμοία παραληφθήσεται τοῖς ἄλλοις ἕλκεσιν . ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς λυσσοδήκτους : Ὄξους # α , πίσσης λιπαρᾶς # α
σκόροδα καταπλαττόμενα καὶ ὀπτὰ ἐσθιόμενα καὶ πινόμενα . [ Πρὸς λυσσοδήκτους . ] Λυσσοδήκτων τοῖς τραύμασι κράμβης φύλλα λεῖα μετὰ
5328907 ληκυθιου
ἑφθημιμερές , ὃ καλεῖται Εὐριπίδειον καὶ ληκύθιον ὡς ἐκ τοῦ ληκυθίου . τὸ γὰρ ληκύθιον , ὅπερ καὶ σίφωνα λέγομεν
σελήνη , τὸ ἐναντίον . Λιπαρώτερος λύχνου , καὶ Λιπαρώτερος ληκυθίου : ἐπὶ τῶν ὑπερβολικῶν . Ὁμοία τῇ , Ἀκόνην
5328319 προδοτιν
οἶκον ἠγόμην , κακὸν μέγα , πατρός τε καὶ γῆς προδότιν ἥ ς ' ἐθρέψατο . τὸν σὸν δ '
ὡς ἐσεῖδες μαστόν , ἐκβαλὼν ξίφος φίλημ ' ἐδέξω , προδότιν αἰκάλλων κύνα , ἥσσων πεφυκὼς Κύπριδος , ὦ κάκιστε
5324256 ἀλωπεκος
ἐπιθυμίαν καὶ ἅμα τῷ τὴν δίψαν σβέσαι ἀναδῦναι μετὰ τῆς ἀλώπεκος σκοποῦντος χρήσιμόν τι ἡ ἀλώπηξ ἔφη ἐπινενοηκέναι εἰς τὴν
προσβιβάζῃ τὸ ἐπαινούμενον . Οἷον εἴ τις κύνα ἐπαινῶν εἴποι ἀλώπεκος εἶναι μείζω αὐτὸν ἢ αἰλούρου , ἆρά σοι δοκεῖ
5323704 ἐρχομενους
ἐχθρῶν τοὺς πρωτεύοντας τῶν πολεμίων ἐπιζητεῖν δεῖ καὶ τούτους φιλοφρονεῖσθαι ἐρχομένους , ὥστε τοῖς πολεμίοις ὑπόπτους γίνεσθαι . Συγκαλύπτειν προσήκει
καὶ τὸν ὕπατον καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον ἐρχομένους συλλαβεῖν , ὡς ῥύσια καθέξοντες ἀνθ ' ὧν Ταρκύνιον
5315335 συνεγνωκοτας
δὲ μήπω τὴν κρίσιν ἐπλήρωσεν , ἀνθ ' ὅτου τοὺς συνεγνωκότας ἐπιζητεῖς , ἀγνοῶν ἔτι σαφῶς , εἰ τοῦτον ὑπάρχει
, ἱκέται προσῄεσαν . καὶ ἀπέλυε πάντας , πλὴν τοὺς συνεγνωκότας ἐπὶ φόνῳ Καίσαρος : τούτοις γὰρ δὴ μόνοις ἀδιάλλακτος
5310486 θηλαζεσθαι
θηλάζουσαι : θηλάζειν γὰρ καλεῖται τὸ τὸν μαστὸν ἐπισχεῖν , θηλάζεσθαι δὲ τὸ ἕλκειν τὸ γάλα ἐκ τῶν μαστῶν .
. οἷον γυνὴ ἔδοξε περὶ μαζὸν ἔχουσα φλεγμονὴν ὑπὸ προβάτου θηλάζεσθαι . ἀρνόγλωσσον καταπλασαμένη ἰάθη [ διὰ τὸ τὸ ὄνομα
5309217 οἰχομενους
ἐρεῖ γὰρ , ὅτι νόμῳ κελεύοντι μὴ περιορᾷν ἀτάφους τοὺς οἰχομένους ἐπειθόμην : κατὰ φύσιν δὲ , ὡς ὁ νέος
ταῖς οἰκίαις , τοὺς δ ' ἐν τῇ στρατευσίμῳ ἡλικίᾳ οἰχομένους εἰς τὸ Ἀρκαδικόν , ὅμως οὐκ ἠδίκησε τὴν πόλιν
5305887 ἡταιρηκοτων
Τιμάρχου , λέγων τοὺς Τιμάρχου τοὺς κατηγόρους ἢ ἐκ τῶν ἡταιρηκότων ἢ ἐκ τῶν χρωμένων τοῖς παισὶν , ἢ ἐκ
Τιμάρχου . Λέξει γὰρ τοὺς Τιμάρχου συνηγόρους ἢ ἐκ τῶν ἡταιρηκότων , ἢ τῶν συγγινομένων τοῖς παισὶν , ἢ τῶν
5305479 δονακας
ἵππων καὶ δρόσου κηρίοις , ἡ μέλιτος δίκην ἐπὶ τοὺς δόνακας τῶν ποταμῶν ἱζάνει . τὰ δὲ ποιηταῖς τε καὶ
, ἡμεῖς μὲν περὶ ἄστυ κατὰ ῥωπήϊα πυκνά , ἂν δόνακας καὶ ἕλος , ὑπὸ τεύχεσι πεπτηῶτες κείμεθα , νὺξ
5302788 Σιβας
Σίβαισιν , Ἰνδικῷ γένει , ὅτι δορὰς ἀμπεχομένους εἶδον τοὺς Σίβας , ἀπὸ τῆς Ἡρακλέους στρατηλασίης ἔφασκον τοὺς ὑπολειφθέντας εἶναι
, ἀπὸ τῆς Ἡρακλέους στρατηλασίης ἔφασκον τοὺς ὑπολειφθέντας εἶναι τοὺς Σίβας : καὶ γὰρ καὶ σκυτάλην φορέουσί τε οἱ Σίβαι
5300118 δρομεας
ἐν μέσῳ , ἵνα ἄθλον μὲν νοήσωμεν τὴν Ὄλυνθον , δρομέας δὲ Φίλιππόν τε καὶ Ἀθηναίους . προλαβεῖν ] ὡς
τὴν ὕσπληγγα γινομένη γραμμὴ διὰ τὸ ἐπὶ ταύτης βεβηκέναι τοὺς δρομέας βαλβὶς καλεῖται . Βάραθρον : ὄρυγμα εἰς ὃ τοὺς
5290879 ὑπολειφθεντας
εἶδον τοὺς Σίβας , ἀπὸ τῆς Ἡρακλέος στρατηλασίης ἔφασκον τοὺς ὑπολειφθέντας εἶναι τοὺς Σίβας : καὶ γὰρ καὶ σκυτάλην φέρουσί
ἔχοι Ἀθήνας Ξέρξης , ἔτερψε οὕτω δή τι Περσέων τοὺς ὑπολειφθέντας ὡς τάς τε ὁδοὺς μυρσίνῃ πάσας ἐστόρεσαν καὶ ἐθυμίων
5287707 Χοας
: Καλλιππίδην ὑποκριτὴν ἀπὸ ἐργασίας ἐξ Ὀποῦντος ἥκοντα περὶ τοὺς Χόας πέμψαι αὐτῷ σταφυλήν , τὸν δὲ Σοφοκλέα λαβόντα ῥᾶγα
γυναικὸς ἔνδυμα ⌊ , ἔστι δὲ τοῦτο λεπτόν ⌋ . Χόας συνεσταλμένως τὴν ἑορτήν , ⌊ καὶ παροξυτόνως ⌋ :
5287064 ὁδοιπορουντας
' αὐτῷ κατὰ νύκτα καὶ ἀνελπίστως ἐπιθέμενος τοὺς περὶ Ἀθηνίωνα ὁδοιποροῦντας , πολλοὺς καταβαλόντες , οὐκ ὀλίγους δὲ τραυματίσαντες ,
προκαθήρασθαι τῇ ἀνθρωπίνῃ . μεταλλάττειν οὖν τὰς ὁδοὺς τοὺς ὀρθῶς ὁδοιποροῦντας καὶ μεταβαίνειν ἐκ τῆς ἑτέρας εἰς τὴν ἑτέραν ,
5282400 ἀγοραζοντας
τείχη δοκεῖ ταῦτα δεσμωτήρια εἶναι κοινά , ὡς δεδέσθαι μὲν ἀγοράζοντας , δεδέσθαι δὲ ἐκκλησιάζοντας καὶ θεωμένους αὖ καὶ πομπὰς
. Τί ποησάσας ; Ἢν παύσωμεν πρώτιστον μὲν ξὺν ὅπλοισιν ἀγοράζοντας καὶ μαινομένους . Νὴ τὴν Παφίαν Ἀφροδίτην . Νῦν
5275831 κληθεντας
Ἐπειῶν : Ἐπειοὺς τοὺς Ἠλείους , ἀπὸ Ἐπειοῦ τοῦ Ἐνδυμίωνος κληθέντας . τινὲς δὲ τὸν Ἐπειὸν Ἀεθλίου φασίν . ἀπὸ
, κρείττω δὲ ἦν τὰ ἡμέτερα διὰ τοὺς ὑπὸ σοῦ κληθέντας θεούς , καὶ ὅτι κρύψας αὑτὸν οἴκοι μένει περιῃρημένος
5271374 κεκινημενος
λογισμοῖς καὶ αἰτίαις χρώμενος , προσέτι δὲ καὶ μεγίστοις ἐγκλήμασι κεκινημένος ξυνήγαγον ἐνθάδε ὑμᾶς οὐκ ἔτι ἀνασχετὰ ἡγούμενος εἶναι καὶ
. . Αἰσυητήρ : ὡς μέν τινες ὁ ἐντρεχὴς καὶ κεκινημένος [ ] , τινὲς δὲ νεανίαν , Νίκανδρος νομέα
5271326 ὑπτιους
κατιόντας καὶ ἐπὶ τράχηλον ὠθοῦντος τοῦ Ἑρμοῦ ὅμως ἀντιβαίνοντας καὶ ὑπτίους ἀντερείδοντας οὐδὲν δέον . Ἔγωγ ' οὖν καὶ διηγήσομαι
τοῦτο τῇ πόλει , πρὸς ἑκάτερον ἀπήντησεν . ἐπειδὴ δὲ ὑπτίους αὐτοὺς ἐποίησεν εἰπὼν τὸ δύσμαχον τοῦ Μακεδόνος ὑπὲρ Ἀθηναίων
5269459 ἀνιοντας
Κῶ ὑποστρέφοντα . δεδουπότος : μετὰ γὰρ τὸν θάνατον Πελίου ἀνιόντας ὡς ἐπὶ τὴν πατρίδα τοὺς Βορεάδας ἐκ τοῦ ἐπιταφίου
τὴν διάνοιαν καὶ λέγοντος ὅτι τοὺς ἐπὶ προδοσίᾳ τῆς πόλεως ἀνιόντας ἐπὶ τὸ τεῖχος τῶν ξένων ὁ νόμος κωλύει ἀνιέναι
5252089 θνησκοντας
τεθνεῶτας . : Φερεκύδης ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοὺς ἐν Δελφοῖς θνήσκοντας αὐτὸν ἀναβιώσκειν . . . . Λ , :
τῆς ταλαιπωρίας . καὶ ἐδείκνυ δὴ λέγων αὐτοῖς οἷς εὐπόρουν θνήσκοντας τοὺς εὐπόρους καλοῦντας ἐφ ' ἑαυτοὺς τὰ τῶν κακούργων
5250813 ἀγανακτουντας
πλουσίοις τῶν τε κινδύνων καὶ τῶν ἀναλωμάτων , ὡς εἶδεν ἀγανακτοῦντας αὐτούς , δι ' ἑτέρου τρόπου τήν τ '
σοι , τοὺς δ ' εἰ μὴ τῶν ἀρχόντων ἄρχοιεν ἀγανακτοῦντας διὰ τῶν τὰ παρ ' ἐκείνων ἐν παραβύστῳ πραττόμενα
5250470 σαρκωσιν
, ἀρκοῦμαι τῷ ἀκρωτηριασμῷ καὶ τὴν σκυταλίδα πρίζω πρὸς εὐχερῆ σάρκωσιν . Σφίγγει ποτὲ δακτυλίδιον δάκτυλον : καλῶς δ '
ἐστιν ὃ παρὰ τῶν ἰατρῶν οἱ κάμνοντες ἴσχουσιν εἰς τὴν σάρκωσιν , ὡς ξηρὸν μὲν ἅπαν εἶναι τὸ χωρίον ,
5245035 μυκτηρας
εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς διαδίδοται . ἐντεῦθεν δὲ καὶ εἰς τοὺς μυκτῆρας ἀποφύσεις ἤρτηνται , δι ' ὧν τε ὀσφραινόμεθα καὶ
καστόριον μετ ' ὄξους λεῖον , καὶ διαχρίειν αὐτῷ τοὺς μυκτῆρας , ἢ χαλβάνην ὁμοίως καὶ σαγάπηνον καὶ ὄξος δριμύτατον
5243409 νευροτρωτους
μετὰ τὰς ὀδύνας πεποίηται καὶ τὸ δι ' εὐφορβίου πρὸς νευροτρώτους γραφησόμενον γαλήνειον φάρμακον . καὶ μέντοι καὶ ἄλλο φάρμακον
δὲ τῶν σκληροτέρων μικτέον αὐτῷ τὸ διὰ τῶν μεταλλικῶν πρὸς νευροτρώτους , τῆς μίξεως ἑκάστοτε κατὰ τὴν τῶν σωμάτων τε
5234961 ἀσθενειν
ἐστι πτῶμα τῆς ψυχῆς τὸ οὕτως ἐλθεῖν εἰς ὕλην καὶ ἀσθενεῖν , ὅτι πᾶσαι αἱ δυνάμεις οὐ πάρεισιν εἰς ἐνέργειαν
συμβαίνοντα μετρίως φέρειν τιθέασιν , Μένανδρος δ ' ἐπὶ τοῦ ἀσθενεῖν παρὰ τὴν τῶν δοκίμων χρῆσιν . Λιθάριον πάνυ φυλάττου
5232354 λαοποροις
κω - πηλασίας . λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις . λαοπόροις τε μηχαναῖς : ταῖς τοὺς λαοὺς πορθμευούσαις ἢ ταῖς
εἶπεν . . λεπτοδόμοις πείσμασι ] λεπτοῖς σχοινίοις . . λαοπόροις τε ] ταῖς τοὺς λαοὺς διαπορθμευούσαις , ἢ ταῖς
5231903 προτιμησω
' ὅμως ἀπόλλυται Φαίδρα : τὸ γὰρ τῆσδ ' οὐ προτιμήσω κακὸν τὸ μὴ οὐ παρασχεῖν τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς ἐμοὶ
πρὸς τὰς γυναῖκας ὁμιλίαν : τὸ γὰρ τῆσδ ' οὐ προτιμήσω : οὐ τὸ ταύτης κακὸν ἔμπροσθεν θήσομαι τοῦ μὴ
5231583 Ἱππεας
' ἐπίβαλλε : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας δεομένων ῥᾳστώνης . Ἱππέας εἰς πεδίον : φανερόν . Ἱερὰ ἄγκυρα : δήλη
. Κλέωνα δὲ τὸν βυρσοδέψην , εἰς ὃν γέγραφε τοὺς Ἱππέας . Ὑπέρβολον δὲ , εἰς ὃν καὶ Εὔπολις ἔγραψε
5224590 νεοσσους
' ἀγρία γὰρ ὄρνις , ἢν πλάσῃ δόμον , ἄλλην νεοσσοὺς ἠξίωσεν ἐντεκεῖν . ἀλλὰ Λεωκράτης τοσοῦτον ὑπερβέβληκε δειλίᾳ ,
. Οὗτος φιλότεκνός ἐστι πάνυ . ὅταν οὖν γεννήσῃ τοὺς νεοσσοὺς καὶ ὀλίγον αὐξηθῶσι , τύπτουσιν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτῶν

Back