πόδες ὑλοδρόμων μὴ λυέσθων : Βομβαλοβομβάξ . μέλλει γὰρ ὁ καλλιεπὴς Ἀγάθων πρόμος ἡμέτερος Μῶν βινεῖσθαι ; Τίς ὁ φωνήσας | ||
μὴ οὕτως ἔχοντα , ὥστε εἰκότως ὑψηλὸς εἶναι δοκεῖ καὶ καλλιεπὴς * εὐγενεῖς ἐπάγων ῥυθμούς . καὶ ταῦτα μὲν Διονύσιος |
ἀειρομένων ὑπὲρ ὤμων Ἠῶιον περὶ νῶτον ὀπίστεραι . ἑβδομάτη δὲ στυγνὰ κατηφιόωντι κελαινιόωσα χιτῶνι , ἐς δρόμον ἱπταμένη φυσίζοος ἔρχεται | ||
ἄτλητος , Ἐνυαλίοιο λέλογχας , Κύπρι ; τίς ὁ ψεύστας στυγνὰ καθᾶψε μάτην ἔντεα ; σοὶ γὰρ Ἔρωτες ἐφίμεροι ἅ |
καὶ τὰ κατεστωμυλμένα κόβαλα ἔλεγον , ὡς Ἀριστοφάνης ἐν Βατράχοις κόβαλά γ ' ἐστὶν , ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ : | ||
καὶ δημοκόπος καὶ κόβαλος , ὁ κομψός : καὶ μὴν κόβαλά γ ' ἐστὶν ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ [ . |
, μᾶλλον δὲ τὰ ὕπωχρα , ἐφεξῆς δὲ τούτοις τὰ χαροπά . τὰ δέ γε λευκὰ καὶ οἷον ὑδατώδη , | ||
χωροῦντα τοῦ χρώματος , ὠχρὰ καὶ ὕπωχρα ἂν εἴη , χαροπά τε καὶ λευκά , οἷον τὰ ὑδατώδη καὶ γαλακτώδη |
Ὀβολκωνίτης . Ὀγκαῖαι , πύλαι Θηβῶν . Εὐφορίων Θρᾳκί . Ὄγκα γὰρ ἡ Ἀθηνᾶ κατὰ Φοίνικας . Ὄγκειον , χωρίον | ||
” ῥύου “ οὕτως ῥητέον , ὦ μάκαιρ ' ἄνασσα Ὄγκα , ὦ μακαρία θεὰ Ἀθηνᾶ πρὸ τῆς πόλεως γενομένη |
τεχνῶν εἶχον ἀναμεμιγμένα , καὶ μετὰ ταῦτα κἀμὲ ἵστασαν ἔνθα κατέλυον . καὶ οὗτοι μετὰ τὸ δεῖπνον τοῦ δεσπότου πολλὰ | ||
καὶ τοῦ Φιλιστίδου τότε πρέσβεις δεῦρ ' ἀφικνούμενοι παρὰ σοὶ κατέλυον , Αἰσχίνη , καὶ σὺ προὐξένεις αὐτῶν : οὓς |
[ ] ἂψ πάλιν [ ] Τιδνασίδη [ ] ἄμφω ὁμ [ ] δίζετο δ [ ] [ ] ! | ||
[ ἡμῖν τε ποιήσειν ἑτοιμο [ ἔφη προελθὼν ἐχθὲς εἰς ὁμ [ ὁ Μοσχίων ἀδελφὸς ἐμός ἐστιν ? [ , |
ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς . ἓξ χοᾶς χωρήσεται . οὔτοι | ||
. τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε : τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων |
ἀγνώμωσι . ἀσχολία . μέριμνα , φροντίς . Φαρσαλίοις . Φάρσαλα πόλις Θεσσαλίας , ἧς οἱ πολῖται οὗτοι . ἐκ | ||
πᾶσα δὲ ἡ πόλις τῶν Μυρμιδόνων , ἣ νῦν λέγεται Φάρσαλα , καὶ ἡ Ἰαωλκὸς , καὶ ἡ Ἄρνη , |
δὲ ἐφ ' ἡγεμονίας τεταγμένος , ὑπελήφθη δραστικὸς εἶναι καὶ φιλότεχνος ἐκ τοῦ πρὸς ἕκαστον τῶν καιρῶν ἐπινοεῖσθαί τι τῶν | ||
τῆς Ῥώμης πόλεις ἔσχον . μεγαλόφρων γὰρ ὢν μᾶλλον ἢ φιλότεχνος ὁ Μόμμιος , ὥς φασι , μετεδίδου ῥᾳδίως τοῖς |
ἑαυτοῦ ἐν τῇ πρὸς Εὐρύλοχον ἐπιστολῇ . καὶ ? [ Ἡροδότωι ] [ ] Ἐπίκουρος : πρότερον , [ φησί | ||
καὶ ἡδονὰς ποιῆσαι καὶ γλυκύτητας , οἷαί εἰσιν αἱ παρὰ Ἡροδότωι , καὶ νὴ Δία γε ἄλλο τι λόγων εἶδος |
τύχοι ἐλθοῦσα αὐτοῖς βοήθεια ἡ παρὰ τοῦ Περδίκκου καὶ τοῦ Πολλῆ μεμονωμένους : τῆς συμμαχίας δηλονότι . ἄνδρες Πελοποννήσιοι . | ||
τύχοι ἐλθοῦσα αὐτοῖς βοήθεια ἡ παρὰ τοῦ Περδίκκου καὶ τοῦ Πολλῆ μεμονωμένους : τῆς συμμαχίας δηλονότι . ἄνδρες Πελοποννήσιοι . |
φὺς ] ὁ γενόμενος . ἀδολεσχίαν ] ἀδολεσχία ἡ πάνυ φλυαρία , ἤγουν ἡ πλείστη . ποιητικοῦ πράγματος ] ποιητικὸν | ||
ἑώρα , ἐκπηδήσας εἰς μέσον τίς , ἔφη , ὑμᾶς φλυαρία ἔχει , ὦ Μοῦσαι ; καὶ οὐκ ἀπιοῦσαι μύθους |
: οὐ τὸ μὲν τετράπουν τοῦτο ἡμῖν ἐστι χωρίον ; μανθάνεις ; Ἔγωγε . Ἕτερον δὲ αὐτῷ προσθεῖμεν ἂν τουτὶ | ||
, ταυτηνὶ λαβὼν ἔνεγκον ἐπὶ τὸ μνῆμ ' ἐκείνῃ , μανθάνεις ; καὶ κατάχεον . ΜΕΤΑΝΙΠΤΡΟΝ ἡ μετὰ τὸ δεῖπνον |
ἐπίπασσε . ἰᾶται γὰρ ὠτῶν ἕλκη ἐπιπασσόμενον , καὶ εἰς ὀδονταλγίας ὠφέλιμον γίνεται σὺν οἴνῳ κλυζόμενον . Ἡ δὲ καρδία | ||
μάλιστα χρεία τοῖς φλεγμαίνουσιν . ποιεῖ δὲ καὶ τὰ πρὸς ὀδονταλγίας ἀναγεγραμμένα , ἰδιαίτερον δ ' ὄξος ἐναφηψημένης ὑοσκυάμου ῥίζης |
ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν , ὃ καὶ στελειὸν λέγεται ποιητικῶς , καὶ στελεός | ||
ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν , ὃ καὶ στελειὸν λέγεται ποιητικῶς , καὶ στελεός |
ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει . ἀνδρεία μὲν γάρ ἐστι δύναμις σώματος ἐπαινουμένη : ἀνδραγαθία ? δὲ καὶ τὴν ψυχικὴν ἀρετὴν ἔχει | ||
ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει . ἀνδρεία μὲν γάρ ἐστι δύναμις σώματος ἐπαινουμένη : ἀνδραγαθία δὲ τῆς κατὰ ψυχὴν ἀρετῆς μαρτυρία . |
Οὐ γὰρ δὴ συμπεσεῖν γε φήσω τά τε ἐν Αἰγύπτῳ ποιεύμενα τῷ θεῷ καὶ τὰ ἐν τοῖσι Ἕλλησι : ὁμότροπα | ||
τὰ μὲν γὰρ ἐπιπολῆϲ ξέει τὰ ἔντερα , ἀναδορὴν μούνην ποιεύμενα , καὶ ἔϲτιν ἀϲινέα . ἀτὰρ δὲ ἀϲινέϲτερα πολλόν |
δὲ σαφῆ μὴ σῴζει τὴν περίστασιν , ὑποθέσεως λείπεται . Νόμου τοίνυν ἐστὶν εἰσφορὰ διπλῆ γυμνασία , συνηγορία καὶ κατηγορία | ||
ταῦτα ἐπίλογος : ἴδωμεν οὖν ἐπὶ προβλήματος τὴν διαίρεσιν . Νόμου ὄντος τοῦ κατὰ μοιχῶν , καταλαβοῦσα ἡ γυνὴ τὸν |
περὶ αὐτῆς μικρὸν ὕστερον ἐν τῷ περὶ γλυκύτητος λέξομεν . Λέξις γε μὴν ἀφελὴς τὸ μὲν πλεῖστον ἡ αὐτή ἐστι | ||
ἀπὸ δὲ τῶν σχημάτων δῆλά πως καὶ τὰ ἑξῆς . Λέξις μὲν γὰρ ὅπερ ἔφην βραχέα , ἥτις ἂν εἴη |
γλήνεα φοινίσσει : ἤτοι αἱματώδεις ἔχει τοὺς ὀφθαλμούς . * φοινίσσει : πειφοινιγμένος ἐστὶ κατὰ τὰ γλήνη , ἤτοι κατὰ | ||
ἴσως δ ' ἐκ φολίδων τετρυμένη : αὐτὰρ ἐνωπῆς γλήνεα φοινίσσει τεθοωμένος , ὀξὺ δὲ δικρῇ γλώσσῃ λιχμάζων νέατον σκωλύπτεται |
μνημονευσάντων ἐνδόξων προσώπων ὡς ἀληθῆ τιμώμενα . Ὅρος σαφηνείας . Σαφήνειά ἐστιν ἡ ἐναργὴς τῶν πραγμάτων διδασκαλία μηδὲν ἐξ ἑρμηνείας | ||
μνημονευσάντων ἐνδόξων προσώπων ὡς ἀληθῆ τιμώμενα . Ὅρος σαφηνείας . Σαφήνειά ἐστιν ἡ ἐναργὴς τῶν πραγμάτων διδασκαλία μηδὲν ἐξ ἑρμηνείας |
. ὁρίζεται δ ' ἐκ μὲν τοῦ δεξιοῦ πλευροῦ τῇ Λιβυκῇ παραλίᾳ μέχρι Καρχηδόνος , ἐκ δὲ θατέρου τῇ τε | ||
. . τῆς Μηδείας . ἐν ᾗ ἐν ᾗτινι γῇ Λιβυκῇ Γουνέα , Πρόθοον καὶ Εὐρύπυλον ὁ βορρᾶς πνέων ἐκβράσσει |
καὶ ἕδρᾳ καὶ μαστοῖς φλεγμονάς , ἔτι δὲ ῥαγάδας , στολίδας , ἀναξέσεις ἕδρας . Ἐν μολυβδίνῃ θυίᾳ καὶ δοίδυκι | ||
κοινῶς ἐπὶ μὲν τῶν ἀτόκων ἡ μήτρα κατὰ τὸν πυθμένα στολίδας ἔχει δύο κατὰ τὸ πλεῖστον πιλοειδῶς ἐνδεδιπλωμένας , ἐπὶ |
Κλέαρχος ἧκε , καὶ ἠρώτησεν εἰ ἤδη ἀποκεκριμένοι εἶεν . Φαλῖνος δὲ ὑπολαβὼν εἶπεν : Οὗτοι μέν , ὦ Κλέαρχε | ||
κήρυκες οἱ μὲν ἄλλοι βάρβαροι , ἦν δ ' αὐτῶν Φαλῖνος εἷς Ἕλλην , ὃς ἐτύγχανε παρὰ Τισσαφέρνει ὢν καὶ |
ᾤκισαν αὐτὴν ὑπὸ πεδίον Γάργαρον . Ἐκείνη δὲ ἐρημωθεῖσα καλεῖται Παλαιὰ Γάργαρος , ὠνόμασται δὲ ἀπὸ Γαργάρου τοῦ Διὸς , | ||
κατὰ μὲν δὴ τὴν ἐξ Ἀκριῶν ἐς Γερόνθρας ὁδὸν ἔστι Παλαιὰ καλουμένη κώμη , ἐν δὲ αὐταῖς Γερόνθραις Ἄρεως ναὸς |
οἶκος καὶ νεὼς τοῦ θεοῦ . Π . Καλλίμαχος ἐν Ἑκάλῃ [ . ] Λιμναίῳ δὲ χοροστάδας ἦγον ἑορτάς . | ||
. Διόδωρος καὶ Δίδυμος Τρινεμεῖς ἀναγράφουσι τὸν δῆμον , Καλλίμαχος Ἑκάλῃ Τρινέμειαν . ὁ δημότης Τρινεμεύς . τὸ τοπικὸν Τρινεμέαθεν |
δέ ἐστιν ἡ ἐκ τοῦ σύνεγγυς ὑπὸ σιδήρου πληγή . ἐλέατρος καὶ ἐδέατρος διαφέρει . ἐλέατρος μὲν γάρ ἐστιν ὁ | ||
ἐδίστασεν . ἀρχὴ τοῦ ε ἐλεάτρος καὶ ἐδέατρος διαφέρει . ἐλέατρος μὲν γάρ ἐστιν ὁ μάγειρος παρὰ τοὺς ἐλεούςἐλεοί εἰσιν |
καὶ τὸ καρβώνια τὰ ἐπικείμενα τοῖς λύχνοις , ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ ἐν τῇ Ἑκάλῃ , . . ὁππότε λύχνου Δαιομένου | ||
ἀληθὲς ὑπάρχον , ἐστὶ καὶ πεπηγός . Ἐπιτάξ . παρὰ Καλλιμάχῳ . τὸ ἐπίῤῥημα , παρὰ τὸ ἐπιτάξω , ἀποβολῇ |
Ἡρόδοτον , καὶ κῆδος ἡ ἐπιγαμία κατὰ Θουκυδίδην , καὶ κηδεία κατὰ Δημοσθένην , καὶ κηδεύματα κατὰ Πλάτωνα . καὶ | ||
τὸ ἐπιγαμβρεύω , καὶ τὸ ἐνταφιάζω , ἐξ οὗ καὶ κηδεία ὁ ἐνταφιασμός . ἐννεμέθονται : οἰκοῦσι , βόσκονται , |
ῥύω , ξέω ξύω . παρὰ τὸ φλέω ἐστὶ τὸ φλύω . Φόρτος . παρὰ τὸ φέρω , τροπῇ . | ||
πλεονάσαντος τοῦ ο . οἱ δὲ παρὰ τὸ φλέω καὶ φλύω , φλοισμός καὶ ἀφλοισμός ἐν πλεονασμῷ τοῦ α : |
[ × – ] σι καὶ μέγιστ ? [ × Σπαρτιᾶτιν ] [ ] ? ! [ × ] ην | ||
πολλὰς σελήνας , δέκα διελθούσας ἔτη . ἦ καὶ γυναῖκα Σπαρτιᾶτιν εἵλετε ; Μενέλαος αὐτὴν ἦγ ' ἐπισπάσας κόμης . |
κεκουφισμένην , ἁπαλήν , . , . . . . Ἀλέα : σημαίνει δὲ τὴν θερμασίαν : Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις | ||
. λέγεται καὶ Αἴγειρος , ὡς Θεόπομπος νϚ . . Ἀλέα : πόλις Ἀρκαδίας . Θεόπομπος νϚ . . Εὔγεια |
τὸ ἵστημι ἐστὶ τὸ ἱστάς καὶ παρὰ τὸ βίβημι τὸ βιβάς , κίχρημι κιχράς , τίθημι τιθείς . ἔδει οὖν | ||
ὁ μὲν Ἀπίων προβαίνοντες : καὶ γὰρ „ ἤιε μακρὰ βιβάς „ . ἢ φωνοῦντες , οἷον προεγκελευόμενοι μετὰ βοῆς |
περικεφαλαίας . περιφραστικῶς δὲ τὸ βασιλικὸν στέμμα φησί . . βαλὴν ] βασιλεὺς κατὰ Θουρίων γλῶσσαν , ὥς φησιν Εὐφορίων | ||
. ἠέ ] φεῦ . στροφὴ ἑτέρα κώλων ηʹ . βαλὴν ] ὦ βασιλεῦ κατὰ Θουρίων γλῶσσαν , ὥς φησιν |
τὸ παῖσαι κέντρῳ σκορπίον ἢ σφῆκα ἤ τι τοιοῦτον . ἐδέατρος : τὸ μὲν ὄνομα Ἑλληνικόν , ἡ δὲ χρεία | ||
ὅτι προήσθιον τῶν βασιλέων πρὸς ἀσφάλειαν . νῦν δὲ ὁ ἐδέατρος ἐπιστάτης γέγονε τῆς ὅλης διακονίας . ἦν δ ' |
ἔχεις τὰ σαυτῆς πάντα : προστίθημί σοι ἐγὼ θεραπαίνας , Χρυσί . ἐκ τῆς οἰκίας ἄπιθι . τὸ πρᾶγμ ' | ||
, ὦ Μουσάριον , τότε . Ὅστις δέ , ὦ Χρυσί , μήτε ζηλοτυπεῖ μήτε ὀργίζεται μήτε ἐρράπισέ ποτε ἢ |
' ἐν ἕδραις ἐνθάδε ναίων , Ἴακχ ' , ὦ Ἴακχε , ἐλθὲ τόνδ ' ἀνὰ λειμῶνα χορεύσων ὁσίους εἰς | ||
καλεῖτε θεόν . καὶ οἱ ὑπακούοντες βοῶσι , Σεμελήϊ ' Ἴακχε πλουτοδότα . ἢ πρὸς τὸ ἐν ταῖς θυσίαις ἐπιλεγόμενον |
ἀλυσιτελής . Τοῖσι περιπλευμονικοῖσιν , οἷσι γλῶσσα πᾶσα λευκὴ καὶ τρηχεῖα γίνεται , ἀμφότερα φλεγμαίνει τὰ μέρεα τοῦ πλεύμονος : | ||
ἐπιμήνια κρύπτεται : ὁκόταν δὲ ἴῃ , ὡς ψάμμος φαίνεται τρηχεῖα : ἢν δὲ καὶ καθάψηται τῷ δακτύλῳ , τρηχὺ |
εἴδη ὀρχήσεως , ὡς καὶ Ἡσύχιος ὁ Ἰλούστριός φησιν : ἐμμέλεια μὲν τραγική , σίκιννις σατυρική , κόρδαξ δὲ κωμική | ||
ἀπόσκημμα : ἀπέρεισμα . Αἰσχύλος Ἀργείαις . , . : ἐμμέλεια : εἶδος ὀρχήσεως . . . τραγικὴ δὲ ἡ |
πρεσβεύοντι ἔχαιρον . Ὡς δὲ ἐς Πασαργάδας τε καὶ ἐς Περσέπολιν ἀφίκετο Ἀλέξανδρος , πόθος λαμβάνει αὐτὸν καταπλεῦσαι κατὰ τὸν | ||
πλάτος δὲ τὸ ἐν τῇ μεσογαίᾳ τὸ ἀπὸ Σούσων εἰς Περσέπολιν στάδιοι τετρακισχίλιοι διακόσιοι , κἀντεῦθεν ἐπὶ τοὺς τῆς Καρμανίας |
ἀστειεύομαι , ἀστειεύομαι , εἰκαιολογῶ , ὀσφραίνομαι , οἴομαι , οἰωνίζομαι , βοηθῶ , διαμαρτύρομαι , ἐργάζομαι , καταφιλῶ , | ||
πίνειν δεήσει τήμερον πρὸς κλεψύδραν κρουνιζόμενον . ἀμφότερα δ ' οἰωνίζομαι : ἔστιν δ ' ἐλέφας . ἐλέφαντας περιάγει ; |
] μικρᾶς ἕνεκεν ἐλαττώσεως [ ] [ ? ] πρὸς Πυθοκλέα ? [ ] ? [ ἔλεγεν ] : ἂν | ||
ἂν ὑμεῖς καὶ Θεμίστα παρακαλῆτε , ὠθεῖσθαι . πρὸς δὲ Πυθοκλέα ὡραῖον ὄντα Καθεδοῦμαι , φησί , προσδοκῶν τὴν ἱμερτὴν |
' ἐλπίδας εἶχε τὸ δρᾶμα γαλῆν τῆς ἑσπέρας ἀπάγξαι . Τοιάδε χρὴ Χαρίτων δα - μώματα καλλικόμων τὸν σοφὸν ποητὴν | ||
: καίτοι δυσχερὲς αὐτῷ τὸ προσδοκηθὲν καὶ οὐ ῥᾴδιον . Τοιάδε μὲν ἄγρα λεόντων περὶ τὴν διψήρη Λιβύην γίνεται . |
τὰ ἐντὸς μὲν βλεφάρων τραχύτης , παχύτης , σύκωσις , τύλωσις , σκληρία , χαλάζωσις , πλαδαρότης , μύδησις , | ||
δὲ τὸν ὀφθαλμὸν ἐξυγραίνουσιν . Περὶ τυλώσεως . Ἡ δὲ τύλωσις τραχύτης ἐστὶ χρονία ἐσκληρυμμένας τε καὶ τετραχυμένας ἔχουσα τὰς |
ὀστρακοδέρμων καὶ τῶν μαλακοσάρκων , μῆλα τὰ μήπω πέπειρα . Κρέα βόεια καὶ αἴγεια , μᾶλλον τὰ τῶν ταύρων τε | ||
εὐφραίνεται . ἐπιτέρπεται : εὐφραίνεται : γράφεται μέγα τέρπεται . Κρέα : ὑπάρχουσι , λείπει . τερπνά : ἡδέα . |
, ἤγουν μακρὰν ἔχουσι τὴν παραλήγουσαν : τὸ μὲν γὰρ γύννις γύννιδος παρὰ τὸ γυνή ἐστίν , ἀπὸ γὰρ τοῦ | ||
πρῶτος τὴν ἁρμονίαν ἔκλασεν ἐπὶ τὸ μαλθακώτερον . ἦν δὲ γύννις καὶ ψυχρός . Φρύνιν ] ὄνομα κιθαριστοῦ . τὰς |
ἀνυόντων : ἢ ἐπὶ τῶν ταχέως τι πραττόντων . Ὑπέρου γυμνότερος . Ὑπὲρ τὸν κατάλογον : ἐπὶ τῶν γεγηρακότων . | ||
μὲν τυφλότερος λεβηρίδος , οἱ δὲ κενότερος , οἱ δὲ γυμνότερος . Γραῦς βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν |
ἥρμοσται ἑνικόν : καὶ τὰ χαλκόδετα ἔμβολα , ἤτοι οἱ στρόφιγγες , ἡρμόσθησαν καὶ ταῦτα τοῖς λιθίνοις ὀργάνοις τοῦ τείχους | ||
ῥυπαίνω σαπράν σιναμωρεύματα Σκίρα , Σκίρον σκιτών σόφισμα στομοδόκον στρατηγίς στρόφιγγες συηνία καὶ ὑηνία σφῆκες καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα |
καὶ σίκιννις κωμικωτέρα , ἣν πρῶτοι ὠρχήσαντο Φρύγες ἐπὶ Σαβαζίωι Διονύσωι , ὀνομασθεῖσαν κατὰ τὸν Ἀρριανὸν ἐπὶ μιᾶι τῶν ὀπαδῶν | ||
τέτταρσιν ἀνέθηκεν θεοῖς , Κρόνωι καὶ Ἅιδηι καὶ Ἄρει καὶ Διονύσωι . . . ὁ μὲν γὰρ Κρόνος πᾶσαν ὑφίστησι |
ἀπάξειν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἐπιλαβόμενος τῶν τριχῶν , ἀπομιμούμενος τὴν Κλεοφῶντος πολιτείαν , ὃς ἐπὶ τοῦ πρὸς Λακεδαιμονίους πολέμου , | ||
Ἀριστοτέλης ἐν τοῖς Περὶ Ποιητικῆς ἱστορεῖ : δρᾶμα δὲ τοῦ Κλεοφῶντος ὁ Μανδρόβουλος , ὡς τοῦ Εὐριπίδου ἡ Ἑκάβη . |
συνανακίρνασθαι τοῖς πλησιάζουσι ζῳδίοις . Ὥσπερ γὰρ τρίγωνα καὶ τετράγωνα ἐγγράφεται εἰς τὸν κύκλον , οὕτω καὶ ἑξάγωνον καὶ ὀκτάγωνον | ||
ταύτην καθέτου ἀπὸ τοῦ κέντρου τοῦ κύκλου , ἐν ᾧ ἐγγράφεται , ἴσον ἐστὶ τῇ τοῦ δωδεκαέδρου ἐπιφανείᾳ . ὡσαύτως |
Πόσειδον διελαμβάνομεν . Καὶ ἀποροῦσί τινες λέγοντες , διατί γὰρ ψευδαιολικὸν λέγομεν τὸ ὦ Πόσειδον , καὶ μὴ κατὰ ἀναλογίαν | ||
ἔχουσι δὲ ἀπολογίαν , ὅτι Αἰολικὸν μὲν τὸ Ἄπολλον , ψευδαιολικὸν δὲ τὸ Πόσειδον : εἰρήκαμεν δέ , πῶς οἱ |
σύγκρισιν τῆς προτέρας ἥδε λέγεται [ ἡ ἑξῆς ] Ῥωμαϊκῶν Ἰταλική . τελευταίῳ δὲ ἔθνει , Σαυνίταις , οἳ παρὰ | ||
χρειώδης , τουτέστιν ἡ Σκυθική , Ἀλανική , Ἀφρικανὴ καὶ Ἰταλική . Σκυθική ἐστιν ἡ ἀδιακρίτως ἔχουσα τὰ τάγματα , |
φθέγξαιτο ; Μέλαιναν δὲ λέγοντες εἶναι τὴν πελειάδα σημαίνουσι ὅτι Αἰγυπτίη ἡ γυνὴ ἦν . Ἡ δὲ μαντηίη ἥ τε | ||
ἐσθλά , τά οἱ Πολύδαμνα πόρεν , Θῶνος παράκοιτις , Αἰγυπτίη , τῇ πλεῖστα φέρει ζείδωρος ἄρουρα φάρμακα , πολλὰ |
γοῦν διαφορεῖ καὶ ἕλκη τὰ ῥυπαρὰ καὶ ϲηπεδονώδη καθαίρει καὶ ἕρπηταϲ ἰᾶται : ξηρανθεῖϲα δὲ μᾶλλον ξηραίνει . διὰ δὲ | ||
ἐν τῇ θυίᾳ , ἀγαθὸν φάρμακον ἐργάϲῃ πρὸϲ ἐρυϲιπέλατα καὶ ἕρπηταϲ καὶ ἄνθρακαϲ . κεῖται καλῶϲ ἡ κηρωτὴ ἐν τῷ |
: καὶ ὡς πεύκη πευκανός καὶ πευκεδανός , οὕτως καὶ βρύκω βρυκεδανός , . , . * . Βρύκω : | ||
. . + * . Βρυκεδανός : γέγονε παρὰ τὸ βρύκω βρυκανός , ὡς πείθω πιθανός , ἵκω ἱκανός : |
? ? , λογιϲμὸν ὧν μέλλειϲ διοικεῖν [ πραγμάτων ] ϲαυτῶι [ ] δόϲ , ἐν ὀλίγοιϲ δὲ καὶ μὴ | ||
βίον . ϲὺ δὲ δὴ τί ϲύννουϲ κατὰ μόναϲ ⌋ ϲαυτῶι λαλεῖϲ | δοκεῖϲ τε παρέχειν | ἔμφαϲιν λυπουμένου ; |
τῆς θαλάσσης διεξελθών . Λέγεται μέν νυν καὶ ἄλλα ψευδέσι ἴκελα περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου , τὰ δὲ μετεξέτερα ἀληθέα | ||
: φέρεται λευκά , παχέα , μυξώδεα , ϲτέατι ξυγκοπέντι ἴκελα , ξὺν τῷ περιρρόῳ : τάδε μέντοι ἀπὸ τοῦ |
: ζύμη ἐπιϲπᾶται τὰ ἐκ βάθουϲ καὶ διαφορεῖ : θέρμοϲ πικρὸϲ ἵππουριϲ ἰϲχυρῶϲ ἰϲάτιϲ ἰτέαϲ τὰ φύλλα καὶ τὸ ἄνθοϲ | ||
τὸ λίτρον . ὅτι δὲ ξηρὸϲ τὴν κρᾶϲίν ἐϲτιν ὁ πικρὸϲ χυμὸϲ καὶ γεώδηϲ κἀκ τοῦ δυϲϲηπτότατα πάντων εἶναι τὰ |
μετὰ ταύτην ἴντυβοι . οἱ εὐώδειϲ οἶνοι εὔχυμοι : τῶν εὐχυμοτάτων δέ ἐϲτιν ὁ Φαλερῖνοϲ ὁ γλυκὺϲ καὶ ὁ Τμωλίτηϲ | ||
δείπνῳ διάβροχον ἄρτον οἴνῳ κεκραμένῳ λαμβάνειν ἤ τι ἄλλο τῶν εὐχυμοτάτων καὶ δυσφθάρτων . οὔτε δ ' οἴνου παχυχύμου προσφέρεσθαι |
πεινῶ πεινήσω , ἀγαπῶ ἀγαπήσω , μασήσω ἀπατήσω τρυφήσω καυχήσω ψήσω : τὸ ἐλεῶ τῆς πρώτης καὶ δευτέρας , καὶ | ||
μέρη . Ψεδνός . παρὰ τὸ ψῶ , οὗ μέλλων ψήσω , ῥηματικὸν ὄνομα ψεδνὸς , ὁ μαδαρὸς , παρὰ |
τοῦ Φορωνέως , καὶ ὁ οἰκήτωρ Κάριος . ἔστι καὶ Καρίνη . ἔστι καὶ Καριάτης . ἔστι καὶ Καριᾶτις , | ||
' , ἣν Λεσβόθεν ἦγε . πῶς δὲ δύναται ἡ Καρίνη Λεσβία εἶναι , εἰ μὴ ἄρα ῥητέον , ὅτι |
, ἀλλ ' ὥσπερ παρὰ τὸ πετῶ γίνεται πέπτηκα καὶ πέπτωκα κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰς ω , καὶ τὸ | ||
τάδε . ὡς δ ' ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῶι καὶ πνοὰς θερμὰς πνέω μετάρσι ' , οὐ |
Ἀπολλόδωρος . : Σπληδόνα τ ' ἠγαθέην . τὸ δὲ Ἀσπληδών πλεονασμῷ ποιητικῷ τοῦ α : ἔστι δὲ πόλις Φωκίδος | ||
ἣν δὴ Πελασγικὸν Ἄργος εἶπεν Ὅμηρος . . . : Ἀσπληδών : φασὶ γὰρ εἶναι Σπληδόνα τὸν Πρεσβῶνος καὶ Στερόπης |
εἴτε αἰσχρὸν εἴτε καλὸν ἡγοῦμαι τὴν ῥητορικὴν πρὶν ἂν πρῶτον ἀποκρίνωμαι ὅ ἐστιν . οὐ γὰρ δίκαιον , ὦ Πῶλε | ||
πᾶσιν . . Βούλει οὖν σοι κατὰ Γοργίαν [ ] ἀποκρίνωμαι ἧι ἂν σὺ μάλιστα ἀκολουθήσαις ; Βούλομαι : πῶς |
λέγεται . περὶ τοῦ καλουμένου Καταγγίου , νῦν δὲ κατὰ παραφθορὰν Κατακίου . περὶ Φρύξου Λιμένος . περὶ ἄκρας Δέμβου | ||
γὰρ ἀνιᾷ τοὺς θηρεύοντας αὐτήν : ὑφ ' ὧν κατὰ παραφθορὰν νῦν ἀκαλήφη ὀνομάζεται : τάχα δὲ ἴσως διὰ ταύτην |
' ] Ἀπεφθέγξατο , εἶπεν . Ἀθανάτου ] Θείου . Κόραν ] Ἤγουν νέαν γῆν καὶ νῆσον . Ῥίζαν ] | ||
τελέως μ ' ὑπῆλθεν ἡ κατάρατος μαστροπός , ἐπομνύουσα τὰν Κόραν , τὰν Ἄρτεμιν , τὰν Φερρέφατταν , ὡς δάμαλις |
ἐπὶ φλεγμοναῖς , οἱ δ ' ἐπὶ χυμοῖς ἀνάπτονται . Εἰρήκαμεν ὅτι τῶν πυρετῶν οἱ μὲν ἐπὶ πνεύμασι γίνονται , | ||
τὸ μόνον τὸν Ἀχιλλέα διαφυλαχθῆναι , μόνον ἔτικτε λέγει . Εἰρήκαμεν οὖν τὴν ἱστορίαν ἐν τῇ Λυκόφρονος Παραφράσει . Χρὴ |
ἀνύσω : ἀγασάμενοι , παρὰ τὸ ἀγάζω τὸ θαυμάζω : ἁλκυὼν παρὰ τὸ ἐν ἁλὶ κύειν : ἄγχειν παρὰ τὸ | ||
ὑποθερμαῖνον τὸ μάραθον καθαίρει , καὶ ὀξυωπέστερον ἀποφαίνει . Ἡ ἁλκυὼν ὅταν αἴσθηται ἑαυτῆς κυούσης , τηνικαῦτά τοι ἐς τὴν |
, μείζους τε καὶ ἐλάττους , αἱ μὲν μείζους καλούμεναι γνήσιαι , αἱ δὲ ἐλάττους νόθαι , αἳ μάλιστα τῷ | ||
καὶ ἱερὰ σῦριγξ . τῶν δὲ πλευρῶν αἱ μὲν μείζους γνήσιαι , αἱ δὲ ἐλάττους νόθαι , αἳ καὶ εἰσὶν |
μέγεθος ἐγγὺς ἂν ἔλθῃ . ματίῃ ματαιότητι : “ ἡμετέρῃ ματίῃ . ” μαχλοσύνη ἀκολασία , καταφέρεια . μεγαλίζομαι μεγαλύνομαι | ||
τείρετο δ ' ἀνδρῶν θυμὸς ὑπ ' εἰρεσίης ἀλεγεινῆς ἡμετέρῃ ματίῃ , ἐπεὶ οὐκέτι φαίνετο πομπή . ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς |
θνήσκει Εὐχήνωρ ὑπ ' Ἀλεξάνδρου . . . , : Ἁρμονία , νύμφη Ναΐς : ἧς καὶ Ἄρεος Ἀμαζόνας εἶναι | ||
ποιηταῖς εἰρημένον , ὅτι ἐκ τῆς Ἄρεος καὶ Ἀφροδίτης συνουσίας Ἁρμονία συνέστηκεν , ἐξ ἐναντίων , βαρέων τε καὶ ὀξέων |
διὰ τοῦ δʹ Δάρανδος . . Ταρσός : Ἔστι καὶ Ταρσὸς ἄλλη τῆς Βιθυνίας . Τὸ ἐθνικὸν ταύτης Τάρσιος καὶ | ||
εὐθείας τῇδε τῇ γραμμῇ μέχρι τῆς Ἰνδικῆς . Ἡ δὲ Ταρσὸς κεῖται μὲν ἐν πεδίῳ κτίσμα δ ' ἐστὶ τῶν |
στίχος ἐκ Τηλέφου Εὐριπίδου . ἀτταταῖ : διπλῆ καὶ μέλος μεταβολικόν . Γ ἀτταταῖ ] θρηνῶν παρατραγῳδεῖ . παρατηρητέον ὅτι | ||
[ κτλ . . . ] Α φωνῆεν δίχρονον , μεταβολικόν , προτακτικὸν τοῦ Ι καὶ Υ . Β σύμφωνον |
, πόλεις δὲ Ἑλληνίδες αἵδε ἐν αὐτῇ : Θευδοσία , Κύταια καὶ Νυμφαία , Παντικάπαιον , Μυρμήκειον . Παράπλους εὐθὺς | ||
Σαρματικός ἐστι καὶ Ἀρκτικὸς ὠκεανός . Κυταΐδος : Κολχικῆς : Κύταια γὰρ πόλις Κολχίδος . ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα Κύταια |
θεῷ ἥ τε παροῦσα πραγματεία πληροῦται καὶ τὰ σχόλια τοῦ Προγνωστικοῦ . δόξα τῷ θεῷ . ἀμήν . Κολλύριον ὀφθαλμικὸν | ||
καὶ θεραπείας προηγεῖσθαι ὀφείλει σημείωσις . λοιπὸν ἀρξώμεθα ἀπὸ τοῦ Προγνωστικοῦ . | ἀλυσμόν : ἀπορίαν , ἀμηχανίαν . ὡς |
πρὸς ταῦτα ἀμειψάμενος ἤιε ἐπὶ τὴν νέα τὴν Εὐρυβιάδεω . Ἀπικόμενος δὲ ἔφη ἐθέλειν οἱ κοινόν τι πρῆγμα συμμεῖξαι : | ||
γένος Πάριον , διαβαλόντα μιν πρὸς Ὑδάρνεα τὸν Πέρσην . Ἀπικόμενος δὲ ἐς τὴν ἔπλεε ὁ Μιλτιάδης τῇ στρατιῇ ἐπολιόρκεε |
Δαναΐσι τῶν χειρῶν ἔργα μνοῦς ἐστιν . τὰ μὲν οὖν τυλεῖα καὶ τὰ κνέφαλλα οὐ μόνον παρὰ τοῖς κωμῳδοῖς ἔστιν | ||
ἐνήλατον κλιντήριον . εἶτα φυλλάδες , πτερίδες , πόαι , τυλεῖα , κνέφαλα , προσκεφάλαια ὡς Δημοσθένης καὶ πολλοί . |
” σκέδασον χώρισον . σκίμψαι ἐμπαγῆναι , ἐμπελασθῆναι . σκίδναται σκεδάννυται , ὅ ἐστι σκορπίζεται : ὁ δὲ Ἡλιόδωρος χωρίζεσθαι | ||
οἱ δὲ παλαιοὶ ἀντὶ τοῦ ἀντιτιθέναι . Σκορπίζεται Ἰώνων , σκεδάννυται Ἀττικῶν . Ῥέει , πλέει , ζέει Ἰακά : |
ἁ μελίτεια : ἤγουν ἡ μελιτόεσσα : ἔστι δὲ ἡ μελίτεια εἶδος βοτάνης γλυκιζούσης . μελίτεια : εἶδος ἄνθους γλυκώδους | ||
μελιτόεσσα : ἔστι δὲ ἡ μελίτεια εἶδος βοτάνης γλυκιζούσης . μελίτεια : εἶδος ἄνθους γλυκώδους . ῥόδα κισθός . . |
ὁμοίων . , . ἀφείκατο : Ἀττικῶς . τὸ δὲ ἀφέωκα Δωρικόν . , . ἀφεωκέναι καὶ ἀφεώκαμεν : οἱ | ||
πᾶσι γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ ' . . . . ἀφέωκα καὶ ἀφέωνται : ἀφίημι ἀφήσω ἀφῆκα , πλεονασμῷ τοῦ |
ὠργίζοντο τῷ Σωκράτει . Οἵα μὲν οὖν ἡ συνουσία ἐγεγόνει Κριτίᾳ πρὸς Σωκράτην καὶ ὡς εἶχον πρὸς ἀλλήλους , εἴρηται | ||
, τοῖς δὲ χρυσουργοῖς καὶ δακτυλιογλύφοι : τὸ ὄνομα παρὰ Κριτίᾳ καὶ Πλάτωνι , Φιλύλλιος δὲ ἐν Πόλεσι δακτυλιουργὸν ὠνόμασεν |
ἐπιπλοκὴν , ὧν τὸ δεύτερόν ἐστι Τ , οἷον : Κίμωλος εὐρύσμωλος φάσκωλος : Καστωλός δὲ ὀξύνεται ἔχον δύο σύμφωνα | ||
ἡ Δῖα νῆσος νδʹ ∠ ʹʹ λεʹʹ γοʹʹ καὶ ἡ Κίμωλος νῆσος , ἐν ᾗ πόλις νδʹ γʹʹ λεʹ ∠ |
τοῦ κ λέγουσι τὸ “ γναφεύειν ” : ἔστι δὲ κνάφος ἀκανθῶδές τι , ᾧ ξύουσι τὰ ἱμάτια : οἱ | ||
: Διὰ τοῦ κνάφου τὰ ἱμάτια καλλωπίζει . ἔστι δὲ κνάφος εἶδος ἀκάνθης . . βάπτει ἢ λευκαίνει . . |
ταττομένους . Μετὰ τὸ ταγῆναι τὰ τάγματα ἀναγινώσκηται τὰ ἐπιτίμια Ῥωμαϊστὶ καὶ Ἑλληνιστὶ οὕτως : Ἐὰν στρατιώτης ἐν καιρῷ παρατάξεως | ||
ἆρον τὸ δέρμα καὶ ἰαθήση . ἄλλο . κιχώριον τὸ Ῥωμαϊστὶ λεγόμενον ἰντυβολάχανον , ἐπιτίθει τοῦ πάσχοντος τὴν κεφαλήν . |
τοῦ μυγμοῦ τὸ μύζειν παρήγαγεν . ἔοικε δὲ εἶναι ὁ μυγμὸς καὶ μωγμὸς ἀπήχημά τι τῶν ὑπνούντων . Ὁ μὲν | ||
τοῦ μυγμοῦ τὸ μύζειν παρήγαγεν . ἔοικε δὲ εἶναι ὁ μυγμὸς καὶ μωγμὸς ἀπήχημά τι τῶν ὑπνούντων . Ὁ μὲν |
τὰ δὲ κήτους . Ἀργῷός τε λιμήν : παρὰ τῇ Τριτωνίδι λιμήν ἐστιν Ἀργῷος καλούμενος . αὔλιος : ὁ ἕσπερος | ||
ὑπάρχειν αὐτὴν Ἑσπέραν προσαγορευθεῖσαν , κειμένην δ ' ἐν τῇ Τριτωνίδι λίμνῃ . ταύτην δὲ πλησίον ὑπάρχειν τοῦ περιέχοντος τὴν |
καὶ ἡ ἑκάστου αὐτῶν ἑρμηνεία , οἷον ἥ τ ' αὔλησις καὶ ἡ ᾠδὴ καὶ τὰ λοιπὰ τῶν τοιούτων : | ||
ξένους : ἔνθεν Ἀριστοφάνης τὸν συκοφάντην Ἀβυδοκόμην εἶπεν . Ἀγαθώνιος αὔλησις : ἡ μαλακὴ , καὶ μήτε πικρὰ μήτε χαλαρὰ |
μᾶλλον δὲ οὐδὲ πρὸς τὸν δάκτυλον . τί σὺ λέγεις Λάμια ; οὐκ ἀληθῆ ταῦτα ; οὐ δίκαιά φημι ; | ||
ὑπομένει . τί ποιήσω , πρὸς τῶν θεῶν ἱκετεύω σε Λάμια . νὴ τὰ μυστήρια , νὴ τὴν τούτων τῶν |
ἀγοράζων . ἀντ ' ὀνομάτων αὗται μετοχαί : ὁ γὰρ ἀγοραστὴς ἐπὶ τοῦ ὀψωνοῦντος τέτακται . καὶ Πλάτων δ ' | ||
ἀγοράζων . ἀντ ' ὀνομάτων αὗται μετοχαί : ὁ γὰρ ἀγοραστὴς ἐπὶ τοῦ ὀψωνοῦντος τέτακται . καὶ Πλάτων δ ' |
, ἔξωθεν δὲ ἔριον ἐπιτιθέϲθω . ὅταν δὲ ὁ ὀφθαλμὸϲ ἀφλέγμαντοϲ γένηται , μέλιτι ἐπαλειφέϲθω ἢ τῇ Ἐραϲιϲτράτου ὑγρᾷ ἢ | ||
ταύταιϲ χρῶ ἐπὶ τῶν δηγμάτων ἀμφοτέραιϲ . ἔϲτι δὲ αὕτη ἀφλέγμαντοϲ ἐπὶ παντὸϲ ἰοῦ , καὶ ἔϲτιν ἀνέκδοτοϲ ἡ τοιαύτη |
παρὰ τὸ ἀργὸς ἀργής : ἀργῆτι κεραυνῷ . Ἐδωδή . ἔδη , διπλασιασμῷ ἐδηδὴ , καὶ ἐδωδὴ κατὰ τροπὴν τοῦ | ||
ἀκίνητα κινεῖν παροιμία καθ ' ὑπερβολήν , ὅτι μὴ δεῖ ἔδη μηδὲ βωμοὺς κινεῖν ἢ τάφους ἢ ὅρους . ἐμνήσθη |
τετράφθαι τὴν Ἥραν . καὶ Καλλίμαχος μέμνηται . ὁ δὲ Ταρραῖος οὕτως : Παρθενία δὲ ἡ Σάμος ἀπὸ Παρθενίας τῆς | ||
κἀκεῖ τὸν βίον ἐτελεύτησεν : γίγας δὲ ἦν . οὕτως Ταρραῖος . τυτθὸν ὑπ ' ἐκ Φρυγίης : τὴν οὖσαν |
εἰς μέτρον ποιητάς τινας ὑπουργοῦντας τῷ ἱερῷ . πρώτην δὲ Φημονόην γενέσθαι φασὶ Πυθίαν , κεκλῆσθαι δὲ καὶ τὴν προφῆτιν | ||
ἧς ἡ κρήνη τοὔνομα ἔχει , καὶ ἔσχε Καστάλιον καὶ Φημονόην , ἥν φασι πρώτην ἑξαμέτρῳ χρῆσαι . πόλιν δὲ |
, οὐκ ἀνάγκῃ ὁ Δαρεῖος . ποταμουδέ ] σκληροτέρα ἡ συναλιφὴ ποταμουδὲ ἀφ ' ἑστίας , οἷόν ἐστι τὸ τουένεκα | ||
. , : χαίρω : παρὰ τὸ χέω , οὗ συναλιφὴ χῶ , καὶ παράγωγον χαίρω : τὸ διακεχυμένην καὶ |
Ἡρακλέα καὶ τὴν Σελήνην καὶ τὴν Σεμέλην . ζώνη καὶ ζώνιον διαφέρει . ζώνη μὲν ἡ τοῦ ἀνδρός , ζώνιον | ||
διαφέρει . ζώνη μὲν γάρ ἐστιν ἡ τοῦ ἀνδρός , ζώνιον δὲ τὸ τῆς γυναικός . ἠγέρθη καὶ ἀνέστη διαφέρει |
ἐϲτιν ἀρίϲτη ἡ βαρυτάτη καὶ πυκνὴ ἁδρὰ καὶ δύϲθραυϲτοϲ τραχεῖα εὐώδηϲ μετά τινοϲ δριμύτητοϲ . Λίβανοϲ πρωτεύει ὁ ἄρρην , | ||
τροφὴ δὲ ἔϲτω εὐχυμοτάτη καὶ ῥοφηματώδηϲ καὶ οἶνοϲ κιρρὸϲ καὶ εὐώδηϲ : καὶ ὕπνοϲ διαδεχέϲθω τὴν τροφήν : καὶ τὰ |
ἀπὸ τοῦ τείρω κατὰ συγκοπήν . παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον , ὡς φέρω φέρτρον καὶ παρὰ τὸ λέγω , | ||
, πέλεκυς ξυλοκόπος , ὡς ἔφη Ξενοφῶν , τρύπανον , τέρετρον , τρυπανοῦχος , ἀρίςΚαλλίας γοῦν ἐν Πεδήταις λέγει τῆς |
τῶν Ἀθηναίων . τὸ ἐθνικὸν Ἁγνωνείτης , ὡς Μαρωνείτης τοῦ Μαρώνεια καὶ Καυκωνείτης τοῦ Καυκώνεια , κατ ' ἔλλειψιν τοῦ | ||
Ὅμηρον ἀναφερόμενον Μαργίτην , ὅπερ ποίημα Καλλίμαχος θαυμάζειν ἔοικεν . Μαρώνεια : Δημοσθένης ἐν τῇ πρὸς Πανταίνετον παραγραφῇ . τόπος |
ταύτην γάρ φησι ἐν τῷ μαγεύειν . ὁ Μύνδιος : Μύνδος πόλις Ἀρκαδίας , ἔνθεν ἦν ὁ νεανίας . οἱ | ||
, πόλις Αἰγύπτου . Ἑκαταῖος . ὁ πολίτης Μυλοπολίτης . Μύνδος , πόλις Καρίας . Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . ἔστι καὶ |