: οὐ τὸ μὲν τετράπουν τοῦτο ἡμῖν ἐστι χωρίον ; μανθάνεις ; Ἔγωγε . Ἕτερον δὲ αὐτῷ προσθεῖμεν ἂν τουτὶ
, ταυτηνὶ λαβὼν ἔνεγκον ἐπὶ τὸ μνῆμ ' ἐκείνῃ , μανθάνεις ; καὶ κατάχεον . ΜΕΤΑΝΙΠΤΡΟΝ ἡ μετὰ τὸ δεῖπνον
7559320 μαθησομαι
ἀντίδοσιν , οἷον ὅτι τοσάδε σοι μέλλω δοῦναι ὑπὲρ ὧν μαθήσομαι καὶ τοσάδε ὑπὲρ ὧν τερφθήσομαι . ἡ μὲν οὖν
τίνος ἀκούσω : τίνος κλύω : ἀπὸ τίνος ἀκούσω καὶ μαθήσομαι τὸ συμβάν σοι αἴτιον ὅθεν ἀπώλου : ἦ ,
7510349 πονηρ
οὐκ ἀπεκοιμήθημεν ὅσον ὅσον στίλην ; ἀλλ ' , ὦ πόνηρ ' , ἥξουσιν ὀλίγον ὕστερον οἱ ξυνδικασταὶ παρακαλοῦντες τουτονὶ
' Αἰσχύλε . Ἀπὸ τῶν χαλαζῶν δ ' , ὦ πόνηρ ' Εὐριπίδη , ἄναγε σεαυτὸν ἐκποδών , εἰ σωφρονεῖς
7437400 Ἀληθεστατα
, οὔτ ' ἔπειτα γενήσεται οὔτε γενηθήσεται οὔτε ἔσται . Ἀληθέστατα . Ἔστιν οὖν οὐσίας ὅπως ἄν τι μετάσχοι ἄλλως
ὃς ἂν τὰ ὀνόματα εἰδῇ εἴσεται καὶ τὰ πράγματα . Ἀληθέστατα λέγεις . Ἔχε δή , ἴδωμεν τίς ποτ '
7434810 δυστην
κἀμὲ ποιεῖται δόμων . τί γὰρ τάδ ' , ὦ δύστην ' , ἐμὴν μοχθεῖς χάριν πόνους ἔχουσα , πρόσθεν
ἔκτανέν νιν ; πῶς ἐμὰς ἦλθ ' ἐς χέρας ; δύστην ' ἀλήθει ' , ὡς ἐν οὐ καιρῶι πάρει
7393696 παυ
ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς . Ἁνὴρ παφλάζει , παῦε παῦ ' , ὑπερζέων : ὑφελκτέον τῶν δαλίων ἀπαρυστέον τε
καὶ φιλοδικαστὴν καταρρυθμιζόμενον εἰς βίον ἥμερον ὑπὸ τοῦ παιδός : παῦ ' : ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶς προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ
7389888 ἐξεληλυθεν
καταλλαγὴν ἔχει . Τί ποτ ' ἐστίν ; ὡς ῥαγδαῖος ἐξελήλυθεν . Δῶρον δ ' ἐμαυτῇ παρὰ θεῶν εὑρημένη .
. γυναικῶν θηλύφρων ξυνουσία οὐ γάρ ποθ ' ὑγιὲς οὐδὲν ἐξελήλυθεν δράσους ' : ὅμως δ ' οὖν ἐστι καρτερητέον
7386389 Ὀρθοτατα
μεγίστου ἡ σκέψις , ἀγαθοῦ τε βίου καὶ κακοῦ . Ὀρθότατα , ἦ δ ' ὅς . Σκόπει δὴ εἰ
ἢ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ μοῖραν αὐτὴν τιθέντες ὀρθῶς θήσομεν ; Ὀρθότατα μὲν οὖν . Οὐκοῦν ὅπερ ἀρχόμενος εἶπον τούτου τοῦ
7386081 κυπταζεις
. ἰαμβικοὶ τρίμετροι λβʹ , ὧν τελευταῖος χώρει : τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν ; ἄγε δή , κάτειπέ
” κυπτάζεις “ : στραγγεύῃ , διατρίβεις οὕτως ἐνταῦθα . κυπτάζεις ] ἀναβάλλῃ . ἀλλ ' ἴθι χαίρων : παράβασις
7365564 Ταυτι
, τὸν φιλοῦντα ἐκείνω καὶ ὑπ ' ἐμοῦ φιλεῖσθαι . Ταυτὶ μὲν εὐπότμου , δυστυχοῦς δὲ τὰ ῥηθησόμενα . τὴν
ἐξεληλυθότα χρυσὸν θεραπεύειν πειρωμένων τοῖς παρὰ σφῶν τὴν βλάβην . Ταυτὶ μὲν ἀφείσθω τὴν ζημίαν ἔχοντα ἐν χρήμασιν , ἃ
7334656 διαλεγει
ἀγαθῶν μυρμηκιά ἀγροῦ πλέως ἀδηφάγους τριήρεις αἰγιαλῷ λαλεῖς , ἀνέμῳ διαλέγει ἄλλη συνωρίς ἁμαξιαῖα χρήματα ἀμήρυτοι λόγοι ἀνασπᾶν γνωμίδιον ἀνδρόγυνον
πυθοίμην αὐτοῦ σοῦ , πότερον ὡς ὑπὲρ διεφθαρμένης τῆς νεὼς διαλέγει , ἢ ὡς ὑπὲρ σεσῳσμένης . εἰ μὲν γὰρ
7325856 ἠδικησαι
δέχοιτο ; οὐκοῦν μέχρι μὲν τούτων οὐδὲν ὑπ ' οὐδενὸς ἠδίκησαι , βασιλεῦ : ποῖον γὰρ ἀδίκημα παρ ' οὗ
οἵ γε ξυνηδίκηνταί μοι καὶ αὐτοί . Πρὸς τίνων οὖν ἠδίκησαι , εἰ μήτε τοὺς ἰδιώτας μήτε τοὺς φιλοσόφους αἰτιᾷ
7314891 ψησω
πεινῶ πεινήσω , ἀγαπῶ ἀγαπήσω , μασήσω ἀπατήσω τρυφήσω καυχήσω ψήσω : τὸ ἐλεῶ τῆς πρώτης καὶ δευτέρας , καὶ
μέρη . Ψεδνός . παρὰ τὸ ψῶ , οὗ μέλλων ψήσω , ῥηματικὸν ὄνομα ψεδνὸς , ὁ μαδαρὸς , παρὰ
7310713 ἀποκρινωμαι
εἴτε αἰσχρὸν εἴτε καλὸν ἡγοῦμαι τὴν ῥητορικὴν πρὶν ἂν πρῶτον ἀποκρίνωμαι ὅ ἐστιν . οὐ γὰρ δίκαιον , ὦ Πῶλε
πᾶσιν . . Βούλει οὖν σοι κατὰ Γοργίαν [ ] ἀποκρίνωμαι ἧι ἂν σὺ μάλιστα ἀκολουθήσαις ; Βούλομαι : πῶς
7299996 ἀποκρινῃ
αἴτιον ; Οἶμαι ἔγωγε . Περὶ ὧν ἄρα ἄκων τἀναντία ἀποκρίνῃ , δῆλον ὅτι περὶ τούτων οὐκ οἶσθα . Εἰκός
, ὅτι οὐκ ἐπινεύεις μόνον καὶ ἀνανεύεις , ἀλλὰ καὶ ἀποκρίνῃ πάνυ καλῶς . Σοὶ γάρ , ἔφη , χαρίζομαι
7283857 Κρατυλε
μοι οὕτω . Ἔστιν ἄρα , ὡς ἔοικεν , ὦ Κρατύλε , δυνατὸν μαθεῖν ἄνευ ὀνομάτων τὰ ὄντα , εἴπερ
τὰ πολλὰ ἐκείνως ἐσήμαινεν . Τί οὖν τοῦτο , ὦ Κρατύλε ; ὥσπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα , καὶ ἐν
7270983 τρυγῳδων
καὶ τίνες ἂν εἶεν ; πρῶτα μὲν Σαννυρίων ἀπὸ τῶν τρυγῳδῶν , ἀπὸ δὲ τῶν τραγικῶν χορῶν Μέλητος , ἀπὸ
καὶ τίνες ἂν εἶεν ; πρῶτα μὲν Σαννυρίων ἀπὸ τῶν τρυγῳδῶν , ἀπὸ δὲ τῶν τραγικῶν χορῶν Μέλητος , ἀπὸ
7262249 Καλλιστα
πάντα οὐδὲ πολλά ; Ὑπολαβὼν οὖν ὁ σοφώτερος εἶπεν ὅτι Κάλλιστα ταῦτ ' εἴη τῶν μαθημάτων καὶ προσήκοντα ἀφ '
τῷ τιμᾶν ἀσκῶμεν τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας . Κάλλιστα , ἔφη , λέγεις . Εἶεν : τῶν δὲ
7248099 φηιϲ
[ ! ! ] κωκοϲ ? [ ! ] ! φήιϲ ? ἡνίκ ' ἂν ! αιωτιγ ? ! ?
! ἐλήλυθεν ? ? ? [ ] ? τί ] φήιϲ ; πέπονθαϲ ἀγάθ ' ; ὑπὲρ ταύτηϲ λαλεῖϲ [
7245750 Καλλιστ
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν
7243605 Φερ
. Συνεπόμνυθ ' ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι ; Νὴ Δία . Φέρ ' ἐγὼ καθαγίσω τήνδε . Τὸ μέρος γ '
' αὖ γυνὴ ὡραιοτάτη τις . Ποῦ ' στι ; Φέρ ' ἐπ ' αὐτὴν ἴω . Ἀλλ ' οὐκέτ
7240783 προδιορθωσις
] εἰσβολὴ ἐντεῦθεν ἐπὶ τὸ συμφέρον : τὸ δὲ σχῆμα προδιόρθωσις . τρίτον προοίμιον , μᾶλλον δὲ εἰσβολὴ τῶν ἀγώνων
πάντα εἰς ἑαυτὸν ἀνάγων φορτικὸς εἶναι δοκῇ . τὸ σχῆμα προδιόρθωσις . μὴ συνιέναι ] σημείωσαι ὅτι διενήνοχε σύνεσις φρονήσεως
7228921 ἀκροω
τέσσαρα νῦν τοῦ χοροῦ μαθὼν μέρη τὴν ἔξοδον τὸ πέμπτον ἀκροῶ μέρος , ὅπερ μετ ' ἐμμέλειάν ἐστιν εἰς τέλος
φορῶ φορέσω , καὶ ἡ δευτέρα τὸ α ὡς τὸ ἀκροῶ ἀκροάσω , γελῶ γελάσω : τέως δὲ ὡς ἐπὶ
7212463 φλεγμαινονταϲ
κολλουρίοιϲ περιχρίϲτοιϲ ἢ λυκίῳ ἢ γλαυκίῳ ἢ κρόκῳ ἀποθεραπεύϲομεν , φλεγμαίνονταϲ δὲ τοῖϲ πρὸϲ τοῦτο καταπλάϲμαϲιν καὶ ἄλλοιϲ βοηθήμαϲιν ἰαϲόμεθα
ὁ ἀγήρατοϲ δὲ ϲτυπτικῆϲ τε καὶ διαφορητικῆϲ ὑπάρχων δυνάμεωϲ γαργαρεῶναϲ φλεγμαίνονταϲ ὠφελεῖ . τὸ δὲ τῆϲ Ἀϲϲίαϲ πέτραϲ ἄνθοϲ λεπτομερὲϲ
7211378 Ἐριθοις
πίονος . μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Ἄλεξις ἐν Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις : μάγειρος δ ' ἐστὶν ὁ προσδιαλεγόμενος : ὅτι
ἂν κώθωνος ἐκ στρεψαύχενος πίοιμι τὸν τράχηλον ἀνακεκλασμένη ; Ἄλεξις Ἐρίθοις : εἶτα τετρακότυλον ἐπεσόβει κώθωνά μοι , παλαιὸν οἴκων
7194046 φιλοσοφεις
ὄντες . ” καὶ ἅμα ἐς τὸν Ἀσκληπιὸν βλέψας „ φιλοσοφεῖς , „ ἔφη ” ὦ Ἀσκληπιέ , τὴν ἄρρητόν
ἂν ταῦτα ᾤου . „ „ σὺ δέ , ἐπειδὴ φιλοσοφεῖς , ὦ βέλτιστε , ” ἔφη ” τί περὶ
7173895 προσκαλει
ὃ εἰκὸς ἦν εἶπε Χρύσιππε , μαίνει : τί τοῦτον προσκαλεῖ ; ἐμοὶ γὰρ ἀποδέδωκε τὸ χρυσίον . ἀλλὰ μὴ
λαβὼν κύκλῳ περισοβεῖν τὰς πόλεις καλούμενος . Ὑπὸ πτερύγων τι προσκαλεῖ σοφώτερον ; Μὰ Δί ' , ἀλλ ' ἵν
7166859 Εὐθυδημε
κελεύεις ; Ὅτι , ἦν δ ' ἐγώ , ὦ Εὐθύδημε , τὰ σοφὰ ταῦτα καὶ τὰ εὖ ἔχοντα οὐ
λέγει . Νὴ Δία , ἔφη ὁ Κτήσιππος , ὦ Εὐθύδημε : ἀλλὰ τὰ ὄντα μὲν τρόπον τινὰ λέγει ,
7166269 Αἰσχυλε
οὐ πελάθεις ἐπ ' ἀρωγάν ; Δύο σοι κόπω , Αἰσχύλε , τούτω . Κύδιστ ' Ἀχαιῶν , Ἀτρέως πολυκοίρανε
τὰς τραγωδίας . διὸ Σοφοκλῆς αὐτῷ μεμφόμενος ἔλεγεν : ὦ Αἰσχύλε , εἰ καὶ τὰ δέοντα ποιεῖς , ἀλλ '
7165853 ψαγδαν
Φέρ ' ἴδω , τί σοι δῶ τῶν μύρων ; ψάγδαν φιλεῖς ; Τῆς μυρηρᾶς ληκύθου πρὶν κατελάσαι τὴν σπαθίδα
φέρ ' ἴδω , τί σοι δῶ τῶν μύρων ; ψάγδαν φιλεῖς ; οὐδ ' ἐστὶν αὐτῷ στλεγγὶς οὐδὲ λήκυθος
7165119 Σαρας
παιδίσκην μου , ἵνα τεκνοποιήσῃς ἐξ αὐτῆς ” . τὸ Σάρας ὄνομα μεταληφθέν ἐστιν „ ἀρχή μου „ : φρόνησις
Σούρ . καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος κυρίου : παιδίσκη Σάρας , πόθεν ἔρχῃ , καὶ ποῦ πορεύῃ ; καὶ
7158530 οἰμ
ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς . ἓξ χοᾶς χωρήσεται . οὔτοι
. τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε : τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων
7158177 Πολυστρατε
προσήγετο ἁπανταχόθεν τῆς γῆς τὰ κάλλιστα . Ἐτυράννησας , ὦ Πολύστρατε , μετ ' ἐμέ ; Οὔκ , ἀλλ '
ἕτοιμος ἐπὶ τῆς δίκης . Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἀνιαρόν , ὦ Πολύστρατε , ὅτι μὴ ἐκείνης παρούσης ποιήσομαι τοὺς λόγους :
7156137 κισσοχαιτ
: ἅδε σοι δεξιᾶς καὶ ποδὸς διαρριφά : θριαμβοδιθύραμβε , κισσόχαιτ ' ἄναξ , ἄκου ' ἄκουε τὰν ἐμὰν Δώριον
: ἅδε σοι δεξιὰ καὶ ποδὸς διαρριφά , θριαμβοδιθύραμβε , κισσόχαιτ ' ἄναξ , ἄκουε τὰν ἐμὰν Δώριον χορείαν .
7154726 τελω
καὶ Λιβάνιος : ” ὡς τὰ αὐτὰ ἐφροντίζομεν “ . τελῶ λέγεται τὸ πληρῶ , ἀφ ' οὗ καὶ τέλος
καὶ τελευτὴ ὁ θάνατος : τελῶ καὶ τὸ γίνομαι , τελῶ καὶ τὸ μυοῦμαι καὶ τὸ διδάσκομαι , ὡς ἐνταῦθα
7153328 ὑπεμνησθην
τούτων τῶν θεωρημάτων , διὰ τοῦτο κατ ' εἶδος οὐχ ὑπεμνήσθην : καὶ γὰρ καὶ ἐπαναδίπλωσις ἐν ἐνίοις αὐτῶν γέγονε
ἐλλάμποντι καὶ ἐκείνῳ συμπεριαγομένη . τοῦτο μὲν οὖν ὧδε συντόμως ὑπεμνήσθην , ἵνα μὴ ὁμοίως ὡς ἐν τοῖς ἄλλοις τοῖς
7152340 σκευωρια
ὁ εὐτελής . τάχα δ ' ἀπὸ τούτων καὶ ἡ σκευωρία καὶ ἡ σκευοποιία καὶ τὸ ἐσκευοποιημένον πρᾶγμα , ὡς
στρέμφυλα Ἕλληνες . στύρακα θηλυκῶς Ἀττικοί , ἀρσενικῶς Ἕλληνες . σκευωρία καὶ σκευωρήματα Ἀττικοί , συσκευή Ἕλληνες . συνέριθοι Ἀττικοί
7151027 κυφας
γάμῳ βαιόνας τινας ἰχθῦς καλεῖ : ἄγε δὲ τρίγλας τε κυφὰς κἀχαρίστους βαιόνας . καὶ παρ ' Ἀττικοῖς δὲ παροιμία
δὲ τοῦ συμβεβηκότος Ἐπίχαρμος ὀνομάζει αὐτὰς κυφάς : τρίγλας τε κυφὰς κἀχαρίστους βαιόνας . Σώφρων δὲ τριγόλας τινὰς ὀνομάζει .
7145890 πενθημιμερων
Δεῖ δὲ τὸ ἐλεγεῖον τέμνεσθαι πάντως καθ ' ἕτερον τῶν πενθημιμερῶν : εἰ δὲ μή , ἔσται πεπλημμελημένον , οἷον
λειπούσης συλλαβῆς . τὸ γὰρ ἐγκωμιολογικὸν ἐκ δακτυλικοῦ καὶ ἰαμβικοῦ πενθημιμερῶν σύγκειται . Τὸ εʹ ὅμοιον τῷ βʹ , δακτυλικὸν
7136676 ἀμφιβραχυς
ἀπατηλὸν καὶ ψευδῆ φύσει ] ύ τὰ πάντα ] οὐκ ἀμφίβραχυς , διίαμβος δὲ καταληκτικός κοὐδὲν ] ὲ νομίζεθ '
, ἐν ᾗ μήτε πυρρίχιός ἐστι ποὺς μήτε ἰαμβικὸς μήτε ἀμφίβραχυς μήτε τῶν χορείων ἢ τροχαίων μηδείς ; καὶ οὐ
7135724 Οὐτοι
Πατὴρ δέ σοι τίς ἐστιν ; Ἐμοί ; Μιαρώτατος . Οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ἔσθ ' ὅπως οὐκ ἀποθανεῖ ,
Τί ῥέξοντες ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος , ὧν προὔφαινες ; Οὔτοι νεμεσητὸν ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ καὶ παρὰ νοῦν θροεῖν .
7121664 Δωριῳ
ἤγουν καινοτέραν ἀγλαΐαν ἔχοντα , ᾆσμα λαμπρὰν συνιστῶν χορείαν ἐναρμόσαι Δωρίῳ ῥυθμῷ : ἐπεὶ εἰσπράττονται μὲν ἐμέ , ἤγουν ἀπαιτοῦσιν
τὸ περιεχόμενον . τὴν βάσιν οὖν εἶπε . πρὸς τῷ Δωρίῳ μέλει ἐναρμόσαι τὴν ἀγλαόκωμον φωνήν . γέγραπται γὰρ ἡ
7113122 Κιθαρῳδῳ
ἔν τε ταῖς Μενάνδρου Φιλαδέλφοις ἔστιν εὑρεῖν καὶ ἐν Ἀναξίππου Κιθαρῳδῷ , μυιοσόβην λαβὼν παράστηθ ' ἐνθάδε . Προσαριθμητέον δὲ
ὁ σοφιστὴς ὀψοφάγος ἦν : δηλοῖ δὲ τοῦτο Ἀντιφάνης ἐν Κιθαρῳδῷ , οὗ ἡ ἀρχή οὐ ψεῦδος οὐδέν φησιν :
7112018 Λακριτε
ψηφιεῖται εἰσαγώγιμον εἶναι , ἐμπορικὴν οὖσαν . ἔπειτα , ὦ Λάκριτε , σοὶ μὲν τοῦτο δίκαιον δοκεῖ εἶναι , ἐμοὶ
οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην ; δίδαξον , ὦ Λάκριτε , μόνον δίκαιόν τι λέγων καὶ κατὰ τοὺς νόμους
7108501 Σαφηνεια
μνημονευσάντων ἐνδόξων προσώπων ὡς ἀληθῆ τιμώμενα . Ὅρος σαφηνείας . Σαφήνειά ἐστιν ἡ ἐναργὴς τῶν πραγμάτων διδασκαλία μηδὲν ἐξ ἑρμηνείας
μνημονευσάντων ἐνδόξων προσώπων ὡς ἀληθῆ τιμώμενα . Ὅρος σαφηνείας . Σαφήνειά ἐστιν ἡ ἐναργὴς τῶν πραγμάτων διδασκαλία μηδὲν ἐξ ἑρμηνείας
7107015 ϲαυτωι
? ? , λογιϲμὸν ὧν μέλλειϲ διοικεῖν [ πραγμάτων ] ϲαυτῶι [ ] δόϲ , ἐν ὀλίγοιϲ δὲ καὶ μὴ
βίον . ϲὺ δὲ δὴ τί ϲύννουϲ κατὰ μόναϲ ⌋ ϲαυτῶι λαλεῖϲ | δοκεῖϲ τε παρέχειν | ἔμφαϲιν λυπουμένου ;
7106713 περαινω
χλόην καταμπέχοντα , σάρκα νεογενῆ . τί λέγεις ; τραγῳδίαν περαίνω Σοφοκλέους . ἔστιν δ ' ἑταίρα τῷ τρέφοντι συμφορά
, χλόην καταμπέχοντα σάρκα νεογενῆ . τί λέγεις ; τραγῳδίαν περαίνω Σοφοκλέους . ΓΑΛΑΘΗΝΩΝ δὲ χοίρων ποτὲ περιενεχθέντων καὶ περὶ
7102802 παραλυϲεωϲ
οὖν καὶ ἐπ ' αὐτῶν εὐθετεῖ τὰ προειρημένα ἐπὶ τῆϲ παραλύϲεωϲ ἅπαντα : καὶ γὰρ ἀφαίρεϲιϲ αἵματοϲ , εἰ μηδὲν
, ὡϲ οἷόν τε : καὶ γὰρ ἡ ψῦξιϲ οἷον παραλύϲεωϲ ἔμφαϲιν ἐργάζεται . φυϲικῶϲ δὲ ταῦτα δρᾷ : ἀλέκτοροϲ
7100634 εὐηθικως
οὐκ ἄρα εἶμεν ἀμφότεροιοὐ γὰρ εἷς ἐσμεν , ἀλλὰ δύοοὕτως εὐηθικῶς εἴχομεν : νῦν δὲ παρὰ σοῦ ἤδη ἀνεδιδάχθημεν ὅτι
θεωρεῖν . ἴσως οὖν καλῶς ἡγῇ , ἐγὼ δ ' εὐηθικῶς . ἐγὼ γὰρ αὖ οὐ δύναμαι ἄλλο τι νομίσαι
7100544 δειπνωμεν
Μεταγένους ἀναφωνήσαντος : ἀλλ ' , ὦ ' γαθέ , δειπνῶμεν , κἄπειτά με πᾶν ἐπερωτᾶν ὅ τι ἂν βούλῃ
, ὦ στρατιῶται . φησί που Μεταγένης : ὦγαθέ , δειπνῶμεν κἄπειτά με πάντ ' ἐπερωτᾶν ὅ , τι ἂν
7100246 πυθου
κοινοῦ πατρὸς ὑπηρέτης τοῦ Διός . Ἄν σοι δόξῃ , πυθοῦ μου καὶ εἰ πολιτεύσεται . σαννίων , μείζονα πολιτείαν
εἶ , καὶ τὸ πρᾶγμα πᾶν σύνοισθα . τοιγαροῦν ἐμοῦ πυθοῦ , τῆι γυναικὶ μὴ ' νοχλήσας μηδέν . ἆρ
7094894 σταθμουχος
εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφωι : σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . Ἐκλογ . διαφ . λέξ
Ἀντιφάνης δὲ ἐν Ὀβρίμῳ φησὶν ἂν κελεύῃ με σταθμοῦχοςἡ . σταθμοῦχος δ ' ἔστι τίς ; ἀποπνίξεις γάρ με καινὴν
7094698 λεπτυντικηϲ
χλωροῖϲ αὐτὰ ἐργάϲεται . τὰ δὲ ἀμύγδαλα τμητικῆϲ τε καὶ λεπτυντικῆϲ ὑπάρχει δυνάμεωϲ : διὸ ϲπλάγχνων καὶ θώρακόϲ εἰϲιν ἐκκαθαρτικά
ϲταφυλῖνον ὀνομάζουϲι δαῦκον οὐρητικώτερον μᾶλλον ὑπάρχοντα . ἡ δὲ ῥαφανὶϲ λεπτυντικῆϲ τε καὶ θερμῆϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ , ἐϲθίειν δὲ αὐτὴν
7090140 Ἀπολεις
ἔτι : εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός . Ἀπολεῖς μ ' . Ἰδού σοι . Φροῦδά μοι τὰ
γὰρ εἰπάτω . Ζεύς , ὡς λέλεκται τῆς ἀληθείας ὕπο Ἀπολεῖς : ἐρεῖ γὰρ ληκύθιον ἀπώλεσεν . Τὸ ληκύθιον γὰρ
7085023 Κορυδος
. πρῶτον μὲν ἦν σοι Καλλιμέδων ὁ Κάραβος , ἔπειτα Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων , ὁ Σκόμβρος , ἡ
Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι ' ὀνόματος παρασίτων . Τιμοκλῆς : ἀγορὰν
7084585 ἀρχομαι
ἀπεκρύψω ὅτι μέλλεις ἄρα πορρωτέρω ἀποδημεῖν , καὶ αὐτὸς δὲ ἄρχομαι ποθεῖν σε νὴ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον . ἀλλὰ
οἷον συνεχῶς ἀναγιγνώσκω , ἀρκτικῇ , οἷον ἄρχομαι ζέειν , ἄρχομαι θερμαίνεσθαι . Ἐγκλίσεις πόσαι εἰσίν ; πέντε , ὁριστική
7082857 ἐκφυλλοφορηθεντος
. . . . , . , . Κατὰ Πολυεύκτου ἐκφυλλοφορηθέντος ὑπὸ τῆς βουλῆς ἔνδειξις : πάλαι θαυμάζω ὑμῶν .
ἐπεσημαίνετο τὴν αὑτοῦ γνώμην . Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Πολυεύκτου ἐκφυλλοφορηθέντος . . . . παλίμβολον : Αἰσχίνης ἐν τῷ
7077123 ἀτταται
δὲ καὐτός . Ἀλλ ' ἄνοιγε τὴν θύραν . Ἀτταταῖ ἀτταταῖ , στυγερὰ τάδε γε κρυερὰ πάθεα : τάλας ἐγώ
ἔπαθεν , ὁ δὲ ἅπερ ἔχει ἐν εἰρήνῃ χαρμόσυνα . ἀτταταῖ ] φεῦ . κατεγχάνοι : καταγελάσοι . Γ ἀτταταῖ
7074001 κακοτυχες
τοῦ χοροῦ φασι κατ ' ἐρώτησιν : τὸ δὲ ὦ κακοτυχὲς γύναι ἰδίως πρὸς τὴν Μήδειαν ἀναπεφώνηται . τὸ δὲ
γράφεται δαίμονος τύχαι . . δυσπόλεμον ] δυσπόλεμον ἄρα καὶ κακοτυχὲς καὶ ἄθλιον τὸ γένος τῶν Περσῶν , ἀτυχῆσαν ἐν
7070306 Τεθνηκεν
ζημίας μεγάλας φέρει . Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν . Τέθνηκεν ἀνθρώποισιν ἅπασα χάρις . Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν
τόδ ' : ἦ τέθνηχ ' ὁ Πηλέως γόνος ; Τέθνηκεν , ἀνδρὸς οὐδενός , θεοῦ δ ' ὕπο ,
7064295 ἀποδεικνυμαι
Εἰ δὲ μὴ λόγῳ , ἔφη , ἀλλ ' ἔργῳ ἀποδείκνυμαι : ἢ οὐ δοκεῖ σοι ἀξιοτεκμαρτότερον τοῦ λόγου τὸ
δὲ τοῦ πολέμου ταύτην ὑμῖν , ὦ βουλή , γνώμην ἀποδείκνυμαι , μηδὲν ψηφίζεσθαι περὶ μηδενὸς πράγματος , ἕως ἀποδειχθῶσι
7062926 πολυσημ
, . . α . . Ἀκμή : . Περὶ πολυσημ . Ἀκμῆτες : μὴ κεκοπιακότες : παρὰ τὸ κάμω
. . . , . Ἀκειόμενον : . * Περὶ πολυσημ . ? Ἀκεσταί : εὐθεράπευτοι , εὐίατοι : αἱ
7062535 παππα
; παιδίον Κράτεια . [ τίς ] καλεῖ με ; πάππα ⌊ χαῖρε πολλὰ φίλτατε [ ] ⌊ ἔχω ⌋
τάλαινα ? τῆς ἐμῆς ἐγὼ τύχης : ὡς οἰκτρά , πάππα φίλτατε , πεπόνθαμεν . τέθνηκε . ὑφ ' οὗ
7054561 παιζεις
. Πρὸς ταῦτα δὲ εἶπεν ὁ Ἰσχόμαχος : Σὺ μὲν παίζεις , ἔφη , ὦ Σώκρατες : ἐγὼ δὲ καὶ
με δίδασκε . Καὶ ὁ Ἰσχόμαχος γελάσας εἶπεν : Ἀλλὰ παίζεις μὲν σύγε , ἔφη , ὦ Σώκρατες . εὖ
7053214 ἀναστρεφομαι
προσλαλῶ , ἀμφιβάλλω , ἀμοι - βαδίζω , βακχεύω , ἀναστρέφομαι , ἐπηρεάζω , εἰρωνεύομαι , δικολογῶ , προφασίζομαι ,
τῇ χύτρᾳ . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ πέλω : τὸ ἀναστρέφομαι . ἐνταῦθα δὲ πέλανον τὴν θυσίαν φησί . .
7051222 διοριστεον
διὰ τὸ μόνης τῆς ὕλης πλῆθος , οὐκ ἀγαθόν . διοριστέον οὖν αὐτά ἐστι τῷ σχήματι καὶ τοῖς ἀπ '
ἐγκράτεια καρτερίας , καὶ ἀκρασία ἀκολασίας ἀνεκτότερον . Ἔτι δὲ διοριστέον περὶ αὐτῶν . ἐγκρατὴς μὲν οὖν ἐστιν ὁ κρατῶν
7049048 συναγωγιμον
δοτέον ἔτι , πλακοῦντος ἁπτέον . Κατάκεισο κἀκείνας κάλει . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης
ἐστί σου πάλαι . καὶ Ἔφιππος ἐν Γηρυόνῃ : καὶ συναγώγιμον συμπόσιον ἐπιπληροῦσιν . ἔλεγον δὲ συνάγειν καὶ τὸ μετ
7047209 στελω
χασμώδεις ὄντες ἐκτείνωσι τὰς χεῖρας . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσι : „ στέλω , κέχηνα , σκορδινῶμαι , πέρδομαι . „ ὅπερ
θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ τοῦ θέρω θερίσκω , ὡς στέλω στελίσκω . μεταθέσει τοῦ ο εἰς ω , καὶ
7044597 ψυγεα
δὲ κεστρεύς ἐστι : νῆστις περιπατεῖ . Ἐπὰν δὲ καλέσῃ ψυγέα τὸν ψυκτηρίαν , τὸ τευτλίον δὲ σεῦτλα , φακέαν
οἰναρίου ἀνατρέπει τὸν ψυκτῆρα . Ἄλεξις ἐν Εἰσοικιζομένῳ φησὶ τρικότυλον ψυγέα . Διώξιππος Φιλαργύρῳ : παρ ' Ὀλυμπίχου δὲ θηρικλείους
7041971 ἀπαρτι
καὶ ἑκατὸν στάδια ἐπ ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ διεξιοῦσι ἀναισιμοῦνται ἡμέραι ἀπαρτὶ ἐνενήκοντα : οὕτω τῷ Μιλησίῳ Ἀρισταγόρῃ εἴπαντι πρὸς Κλεομένεα
χρηστοὺς μόνους [ ἔγωγε καὶ τοὺς δικαίους καὶ σώφρονας ] ἀπαρτὶ πλουτῆσαι ποήσω . Τί σὺ λέγεις ; Οὕτω πάνυ
7041528 Μελητε
εἰσάγεις . Ἔτι δὲ ἡμῖν εἰπέ , ὦ πρὸς Διὸς Μέλητε , πότερόν ἐστιν οἰκεῖν ἄμεινον ἐν πολίταις χρηστοῖς ἢ
οὐδ ' ὁπωστιοῦν . Ἄπιστός γ ' εἶ , ὦ Μέλητε , καὶ ταῦτα μέντοι , ὡς ἐμοὶ δοκεῖς ,
7036622 Ἡρακλειϲ
? ? [ ] , εὐτυχὴϲ ἄνθρωποϲ εἶ . } Ἡράκλειϲ , τί ποτ ' ἐϲτὶ [ ] τὸ γεγενημένον
[ ] λέγει γὰρ οὑτοϲὶ τὸν Δημέαν . ὦ [ Ἡράκλειϲ ] : ἀνθρωπίνωϲ ἂν οὐ λάβοι τὸ ϲυμβεβηκόϲ ;
7034391 Δαος
ὄντα με ἰδών , “ τί σύννους ” φησὶ “ Δᾶος ; ” “ τί γάρ ; ” ἐγώ ,
πέμπτον δέ τι πρὸς τούτοις εἶναί φασι τὸ ἐπαπορητικὸν οἷον Δᾶος πάρεστι : τί ποτ ' ἀπαγγελῶν ἄρα ; ὅπερ
7033869 Κυνισκε
ὑμῖν ἠρτῆσθαι ἀπὸ τοῦ λίνου αὐτῶν . Ἀνάγκη , ὦ Κυνίσκε . τί δ ' οὖν ἐμειδίασας ; Ἀνεμνήσθην ἐκείνων
ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρεφομένη . Ἀλλ ' , ὦ Κυνίσκε , τὸ ἀΐδιον τοῦτο καὶ ἄπειρον εὔδαιμον ἡμῖν ἐστι
7031950 καταβαινεις
λάθρᾳ . Ὁ δ ' ἀνὴρ ἐρωτᾷ : Ποῖ σὺ καταβαίνεις ; Ὅποι ; στρόφος μ ' ἔχει τὴν γαστέρ
ὁ Κῦρος πέμψας ἠρώτα Τί οὖν κάθησαι ἐνταῦθα καὶ οὐ καταβαίνεις ; Ἀπορῶν , ἔφη , ὅ τι χρὴ ποιεῖν
7031904 περιδου
κρόμμυα ” . Γ αἰ λῇς ] εἰ θέλεις . περίδου ] συνθήκας ποίησον . θυμιτιδᾶν ] μετὰ θύμου τετριμμένων
τόνδε κόριν κηφῆνα ποιήσω . γρυμέα θυροκοπεῖν καὶ θυροκοπία νεκρόν περίδου πολιτοκοπεῖν στρηνιᾶν γαστὴρ ὅλον τὸ σῶμα , πανταχῇ βλέπων
7027313 διαρραγησομαι
αὐτὸ περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν πρῶτα διαμαχοῦμαι . Οἴμοι , διαρραγήσομαι . Καὶ μὴν ἐγὼ οὐ παρήσω . Πάρες πάρες
ἢ πρῶτον εἰπεῖν . πάρες : τοῦ Κλέωνος εἰπόντος “ διαρραγήσομαι ” καὶ τοῦ ἀλλαντοπώλου εἰπόντος “ οὐ παρήσω ”
7022763 Ἱκανως
παράκοπον ] Παρακεκομμένην μέρος τοῦ νοῦ . : ἄδην ] Ἱκανῶς . : γεγυμνάκασιν ] Παρήλασαν . : παρθένου :
τὴν μνήμην , δοίης δὲ τῷ παντὶ τὴν ἀθανασίαν . Ἱκανῶς ἡμῖν ηὖκται . Ἀλλ ' ἴωμεν . Εἰ σὸν
7021695 Ἑρμοτιμε
μὴ ἐθέλοντας εἴκειν τοῖς κρείττοσιν . Ταυτὶ μέν , ὦ Ἑρμότιμε , πάνυ εὔλογα . ἢ τί γὰρ παθὼν Εὐθύδημος
τοιοῦτον ἄνδρα εὑρεῖν . Τί δὴ οὖν πράξομεν , ὦ Ἑρμότιμε ; οὐ γὰρ ἀπαγορευτέον οἶμαι ἐπεὶ μηδενὸς ἡγεμόνος τοιούτου
7021657 ἐμβαρος
οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος ἀρχαϊσμὸς οὗτος ῥημάτων „ . ἄρκτου δὲ γενομένης ἐπ
μασχαλισμὸν καὶ ἐν Ἠλέκτρᾳ . Μένανδρος Ῥαπιζομένῃ : ” οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος
7021299 μυγμος
τοῦ μυγμοῦ τὸ μύζειν παρήγαγεν . ἔοικε δὲ εἶναι ὁ μυγμὸς καὶ μωγμὸς ἀπήχημά τι τῶν ὑπνούντων . Ὁ μὲν
τοῦ μυγμοῦ τὸ μύζειν παρήγαγεν . ἔοικε δὲ εἶναι ὁ μυγμὸς καὶ μωγμὸς ἀπήχημά τι τῶν ὑπνούντων . Ὁ μὲν
7018498 ὀστρειοισιν
θᾶκοι πεσσοί τε καλοῦνται . ἡ μὲν δὴ πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . ὠμολίνοις κόμη βρύους ' , ἀτιμίας πλέως
οὕτως ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι . Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις : πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . καὶ Ἐπίχαρμος ἐν Ἥβας γάμῳ : ὄστρεια
7010833 ἁμαρτανω
ἐμαυτοῦ διαιτήμασι καὶ τῷ τοῦ βίου σχήματι , γνώμῃ ἔτι ἁμαρτάνω , τοῦ μὲν ἔχειν αἰτίαν , ὡς ἀδικῶ δημοσίᾳ
, κόψω Βουπάλωι τὸν ὀφθαλμόν . ἀμφιδέξιος γάρ εἰμι κοὐκ ἁμαρτάνω κόπτων . Μητροτίμωι δηὖτέ με χρὴ τῶι σκότωι δικάζεσθαι
7009223 τοὐπι
ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα
ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα
7006027 πατριδιον
⌈ ὑίδιον [ υἱίδιον ] , ὡς ἀπὸ τοῦ πατρὸς πατρίδιον . Γ κυμινοπριστοκαρδαμόγλυφον : παίζει παρὰ τὸ κύμινον ,
ἐγχέλειον : παρατέθεικε τῷ πατρί . τευθὶς ἦν χρηστή , πατρίδιον : πῶς ἔχεις πρὸς κάραβον ; ψυχρός ἐστιν ,
7004214 οὐτως
πρὸς ὅλην ἐστὶν ἄρα ὡς ἡ ΑΕ πρὸς ΒΓ , οὔτως ἡ ΑΔ πρὸς ΔΒ . συνθέντι ἐστὶν ὡς συναμφότερος
Κοττίνας , ἥν φησι καὶ βοῦν ἀναθεῖναι χαλκῆν , γράφων οὔτως : Καὶ τὸ Κοττίνας δὲ τῆς ἑταίρας εἰκόνιον ,
6998110 σθ
σε Κιϲϲόϲ σϚ Κνῆκοϲ σζ Κόκκοϲ κνίδιοϲ ση Κόκκοϲ βαφική σθ Κοκκυμηλέαϲ ὁ καρπόϲ Κοκκύμηλον σι Κολοκάϲιον σια Κόλλα σιβ
[ [ ] ! ! ! [ [ ] ! σθ ? [ . . . . . . [
6986910 εὑρισκομαι
μυρίους ἀχανεῖς ἐποίησε ; καὶ μὴν οὐδὲ τῆς αἰσθήσεως ἡγεμὼν εὑρίσκομαι , τάχα δέ που καὶ δοῦλος ἀκολουθῶν ᾗ ἂν
συνέφερε , καὶ τότε πατὴρ ἀναγορεύομαι , ὅτε καὶ παιδοκτόνος εὑρίσκομαι . . . ἔα με μόνην τὴν μοιχείαν θρηνεῖν
6978784 Ἀγαθωνι
Πραξιφάνης ἐν τῷ περὶ ἱστορίας , Πλάτωνι τῷ κωμικῷ , Ἀγάθωνι τραγικῷ , Νικηράτῳ ἐποποιῷ καὶ Χοιρίλῳ καὶ Μελανιππίδῃ .
λόγον , πειράσομαι ὑμῖν διελθεῖν ἐκ τῶν ὡμολογημένων ἐμοὶ καὶ Ἀγάθωνι , αὐτὸς ἐπ ' ἐμαυτοῦ , ὅπως ἂν δύνωμαι
6977238 ἐπιγελασας
ἀλλὰ ἄλλον δεῖ περιμένειν εὐεργέτην . Καὶ ὁ Κέβης ἠρέμα ἐπιγελάσας , Ἴττω Ζεύς , ἔφη , τῇ αὑτοῦ φωνῇ
ἡμῖν ἔληξε τὰ παλαίσματα , λέγω πρὸς τὴν Παλαίστραν ἅμα ἐπιγελάσας , Ὦ διδάσκαλε , ὁρᾷς μὲν ὅπως εὐχερῶς καὶ
6972443 κοω
, ἄστρωτος εὕδω : καὶ τὰ μὲν πρᾶτ ' οὐ κοῶ , ἇς κά μ ' ἔχων ὥκρατος ἀμφέπηι φρένας
Ἱππεῦσιν , οἷον ” κοάλεμον αἱματοπώτην ” . παρὰ τὸ κοῶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ νοῶ , οἷον „ ἡ δ
6971269 χεζητιῳην
τῆς κλίνης καὶ ἔξω τῶν ἱματίων , ἵνα ἀποπατήσῃς . χεζητιῴην ] ὑπὸ τῶν πληγῶν δηλονότι . αὐτοῦ ] αὐτόθι
λέγοντα . κεκραγόθ ' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι .
6970739 δισταζω
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα
6970568 ἀνασκευαζομεν
ὁ θεῖος Πλάτων ὡς διαβάλλειν αἱρεῖσθαι . οὕτως δ ' ἀνασκευάζομεν τοὺς λέγοντας τὸν σκοπὸν εἶναι τοῦ Μενεξένου περὶ τοῦ
περὶ τούτου . εἰσφερομένων τοίνυν τῶν νόμων ἢ κατηγοροῦμεν καὶ ἀνασκευάζομεν , ἢ συνηγοροῦμεν καὶ κατασκευάζομεν . μετὰ δὲ τὸ
6970220 Αἰξιν
. νεανισκεύεται : Ἄμφις Ἐρίθοις . Ποσείδιππος Δημόταις . Εὔπολις Αἰξίν . ἰδίως δὲ ἐσχημάτικεν τὸ νεανισκεύειν ἐν Δήμοις γυναῖκ
γῆν : καὶ νεατὸν Ξενοφῶν , οὐ νέωσιν . Εὔπολις Αἰξίν : ” ἐπίσταμαι γὰρ αἰπολεῖν , σκάπτειν , νεᾶν
6969674 Ἀκριβεστερον
ὑπόστασιν βίου καὶ δόξης κατὰ τὴν τοῦ ἀστέρος τοποθεσίαν . Ἀκριβέστερον δὲ βουλόμενος τὸν περὶ εὐδαιμονίας τόπον βεβαιῶσαι ἐπάνειμι εἰς
: στόνυξ δέ ἐστι πᾶν τὸ εἰς ὀξὺ λῆγον . Ἀκριβέστερον δὲ περὶ τῆς κλίσεως τῶν εἰς υξ ἐν τῷ
6968697 λιλαιω
] , γρ . καὶ λεληϊμμένοι [ ] ἀπὸ τοῦ λιλαίω . λελιμμένοι ] ἐπιθυμοῦντες . θΞ τὸ μὲν λελιμμένοι
Ο : λιλαιόμενα : . . . ἔστι λῶ λαίω λιλαίω , ὡς κερῶ κεραίω : „ ζωρότερον δὲ κέραιε
6968327 Θεαριωνος
Τῶν δὲ γηθύων ῥίζας , ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσιν . Ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών , ἵν ' ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια .
συνδείπνοις ἐπαινῶν Αἰσχύλον θεράπευε καὶ χόρταζε τῶν μονῳδιῶν . ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών , ἵν ' ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια .
6968036 φερτος
γίνεται φερτός καὶ φερτή καὶ ἀφερτή , ἐκ δὲ τοῦ φερτός καὶ προφερέστερος τὸ συγκριτικὸν καὶ προφερέστατος , . ,
: ἀφερτὴ δ ' ἀρετή : ἀπὸ τοῦ φέρω γίνεται φερτός καὶ φερτή καὶ ἀφερτή , ἐκ δὲ τοῦ φερτός
6967645 προσει
' ἄμεινον , ὦ τᾶν , ἐσκοροδισμένος μάχῃ ” . πρόσει ] προσέλθῃς . ἐσκοροδισμένοις ] τῶν σκορόδων ἐμφορηθεῖσι καὶ
ἀποβαλεῖτε ] ἀποδώσετε . σύ ] Δικαιόπολις . οὐ μὴ πρόσει τούτοισιν ἐσκοροδισμένοις : 〚 οὐ καταβαλεῖτε 〛 . ὁ
6965615 λαλεις
σιγὴν ἔχω ; γύναι , τί μοι τραχεῖα κοὐκ εἰθισμένως λαλεῖς ; ἄπολις ἄοικος , πατρίδος ἐστερημένος , πτωχὸς πλανήτης
. Οὐκὶ μὴ λαλῆσι σύ . Κατάρατο , τολμᾷς ἀποτανουμένη λαλεῖς ; Ὦ παρθέν ' , οἰκτίρω σε κρεμαμένην ὁρῶν

Back