' ἐλπίδας εἶχε τὸ δρᾶμα γαλῆν τῆς ἑσπέρας ἀπάγξαι . Τοιάδε χρὴ Χαρίτων δα - μώματα καλλικόμων τὸν σοφὸν ποητὴν
: καίτοι δυσχερὲς αὐτῷ τὸ προσδοκηθὲν καὶ οὐ ῥᾴδιον . Τοιάδε μὲν ἄγρα λεόντων περὶ τὴν διψήρη Λιβύην γίνεται .
7333328 Δαρδανια
ξεστῶν περγάμων τῶν Ἀπολλωνίων Ἐρινύν . ὀτοτοτοῖ ἰαλέμων ἰαλέμων : Δαρδανία τλάμων , Γανυμήδεος ἱπποσύνα , Διὸς εὐνέτα . σαφῶς
. . . , . , . Ἐλέγετο δέ ποτε Δαρδανία , διὰ τὸν Δάρδανον , ὃς ἐν τῷ κατακλυσμῷ
7190304 ψοθου
. ψόθον γὰρ καλοῦσιν Ἀριστοφάνης : πλέῳ γράσου τε καὶ ψόθου , οἷον καὶ ῥύπου τε καὶ ψόθου πλέως Αἰσχύλος
συναρέσκοντος . Σοφοκλῆς Ποιμέσι . ἔστι δὲ ἀποκομματικὸν λεξείδιον τοῦ ψόθου . ψόθον γὰρ καλοῦσιν Ἀριστοφάνης : πλέῳ γράσου τε
7093511 Μαριανδυνιαν
κατάλαβρ ' ὦ κιθαραοιδότατε . Ὁρῶ . θεῶ νῦν τήνδε Μαριανδυνίαν . Ἀτεχνῶς μὲν οὖν τὸ λεγόμενον σκύτη βλέπει .
κατασκευάσαντες Ἑῷον τὸν θεὸν ἐπωνόμασαν : τά τε περὶ τὴν Μαριανδυνίαν καὶ ἐνταῦθα κειμένην Ἀχερουσίαν ἄκραν , καὶ ὡς Λύκος
7080085 Δωριος
ἥρμοστο τῷ Πινδάρῳ ἡ λύρα . ἁρμονίαι δὲ πλείονες : Δώριος , Φρύγιος , Λύδιος . τὸ δὲ ἀπὸ δύναται
Περὶ κωμῳδίας . εὐλάχα : τὸ ἄροτρον παρὰ Θουκυδίδῃ . Δώριος δὲ ἡ λέξις . εὐνάς : ἰδίως Θουκυδίδης τὰ
7071925 ἰαλεμων
ἱππικὴ Δαρδανία . ἢ ἱπποσύνου Γανυμήδους , τουτέστιν ἱππικοῦ : ἰαλέμων : τῶν θρήνων , ἀπὸ Ἰαλέμου τοῦ Καλλιόπης καὶ
' : Ἀπόλλων δ ' εἰκότως κλῄζῃ βροτοῖς : ὀτοτοῖ ἰαλέμων : ὀτοτοῖ ἐπίφθεγμά ἐστι θρηνητικόν . ἰάλεμος θρῆνος .
7053503 Ὀρθοτατα
μεγίστου ἡ σκέψις , ἀγαθοῦ τε βίου καὶ κακοῦ . Ὀρθότατα , ἦ δ ' ὅς . Σκόπει δὴ εἰ
ἢ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ μοῖραν αὐτὴν τιθέντες ὀρθῶς θήσομεν ; Ὀρθότατα μὲν οὖν . Οὐκοῦν ὅπερ ἀρχόμενος εἶπον τούτου τοῦ
7048138 ἰαλεμος
μυλωθρός , ἐν δὲ γάμοις ὑμεναῖος , ἐν δὲ πένθεσιν ἰάλεμος . λίνος δὲ καὶ αἴλινος οὐ μόνον ἐν πένθεσιν
βροτοῖς : ὀτοτοῖ ἰαλέμων : ὀτοτοῖ ἐπίφθεγμά ἐστι θρηνητικόν . ἰάλεμος θρῆνος . Δαρδανία δὲ πόλις πλησίον τῆς Τροίας ἀπὸ
7040631 πνιγι
διαίτηϲ . οὐδὲ γὰρ οὐδὲ ἐνδείῃ μοῦνον , ἀλλὰ καὶ πνιγί : ἢν δ ' ὑπὸ πλήθεοϲ γίγνηται ϲυγκοπὴ καὶ
τὴν πρώτην συναίσθησιν , ἢ καὶ ἤδη κατειλημμένης τῇ ὑστερικῇ πνιγί , διαδέσμοις τὰ ἄκρα χρὴ καταλαμβάνειν καὶ τρίβειν ἰγνύας
6978786 Ἑκαλῃ
οἶκος καὶ νεὼς τοῦ θεοῦ . Π . Καλλίμαχος ἐν Ἑκάλῃ [ . ] Λιμναίῳ δὲ χοροστάδας ἦγον ἑορτάς .
. Διόδωρος καὶ Δίδυμος Τρινεμεῖς ἀναγράφουσι τὸν δῆμον , Καλλίμαχος Ἑκάλῃ Τρινέμειαν . ὁ δημότης Τρινεμεύς . τὸ τοπικὸν Τρινεμέαθεν
6969353 τραγῳδος
φεύγειν θλιβομένους περὶ ἀλλήλοις καὶ πατουμένους . ὡς δὲ ὁ τραγῳδὸς ἰδίᾳ τοὺς πρώτους αὐτῶν ἀπολαβὼν τήν τε τοῦ προσωπείου
. φορὰ γὰρ γέγονε νῦν τούτου καλή . . . τραγῳδὸς ἦν ἀγὼν Διονύσια . πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν
6939170 Νικοχαρης
ἦν ἀκριβὴς εὐχέρεια τῆς βολῆς . μνημονεύει δὲ τοῦ μάνου Νικοχάρης ἐν Λάκωσιν . ἕτερον δ ' ἐστὶν εἶδος παιδιᾶς
διασκεδᾷ τε τὸ προσὸν νῦν νέφος ἐπὶ τοῦ μετώπου . Νικοχάρης : εἰσαύριον . . ἀντὶ ῥαφάνων ἑψήσομεν βαλάνιον ,
6939031 Μηθυμνα
. . . . . νε γοʹ λθ ∠ ʹγ Μήθυμνα . . . . . . . . .
γὰρ καὶ παρὰ τὸ ῥίζα ῥιζόθεν , ἐσχάρα ἐσχαρόθεν , Μήθυμνα Μηθυμνόθεν , Μέγαρα Μεγαρόθεν . Οὐ βίαιον δὲ καὶ
6923824 παιδικως
Λύσιν , ὅθεν καὶ ἐξανέστη . ὁ οὖν Λύσις μάλα παιδικῶς καὶ φιλικῶς , λάθρᾳ τοῦ Μενεξένου , σμικρὸν πρός
, καὶ τοῦτο θαυμαστὸν οἷον ἔδοξέ μοι , καὶ ὅτι παιδικῶς μάλα πρὸς τὸν σκύμνον τοῦ λέοντος ἀναβλέπουσι , μεταξὺ
6888044 Ἀνθεια
, . , . . . . + . . Ἄνθεια : ἡ Ἥρα : ὅτι ἀνίησι τοὺς καρπούς ,
Ἄργους , ὡς Φίλων . τὸ ἐθνικὸν Ἀνθεύς . ἔστιν Ἄνθεια καὶ τοῦ Πόντου πόλις πρὸς τῆι Θράικηι . .
6878428 Σιμμιας
δεῖ γὰρ καὶ Κέβητα πείθειν . Ἱκανῶς , ἔφη ὁ Σιμμίας , ὡς ἔγωγε οἶμαι : καίτοι καρτερώ - τατος
, τοῦτο πέπεισμαι . Καὶ ὀρθῶς γε , ἔφη ὁ Σιμμίας . Ἔτι τοίνυν , ἔφη , πάμμεγά τι εἶναι
6867469 κυανοχαιτης
. . κυανοχαῖτα Ποσειδάων : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ κυανοχαίτης . . . . . ἡ διπλῆ ὅτι ἅπαξ
ἑλλανοδίκου , γυνή ὁ μισογύνης τοῦ μισογύνου , χαίτη ὁ κυανοχαίτης τοῦ κυανοχαίτου , τέχνη ὁ κλυτοτέχνης τοῦ κλυτοτέχνου :
6861079 Θρυαλλις
Λύχνος ἐπικαλουμένη , καὶ Εὔκλεια , καὶ Γρυμαία , καὶ Θρυαλλὶς , ἔτι Χίμαιρα καὶ Λαμπάς . : Σὺ δὲ
Λύχνος ἐπικαλουμένη , καὶ Εὔκλεια , καὶ Γρυμαία , καὶ Θρυαλλὶς , ἔτι Χίμαιρα καὶ Λαμπάς . : Σὺ δὲ
6857632 Χαρμιδης
' ἄλλων ἀκούσεσθε τὰ ὀνόματα . Καὶ αὐτοῖς ἀναγίγνωσκε . Χαρμίδης Ἀριστοτέλους : οὗτος ἀνεψιὸς ἐμός : ἡ μήτηρ ἡ
“ ποτέ ; ” “ Καὶ μάλα , ” ὁ Χαρμίδης εἶπεν , “ καὶ ἀκήκοα παρὰ τῶν ἀκριβῶς εἰδότων
6853355 Δηλιασιν
ἔθος Ἐριχθόνιον συνίστησιν . μνημονεύει τοῦ ἔθους Κρατῖνος μὲν ἐν Δηλιάσιν , Φερεκράτης δὲ ἐν Ἐπιλήσμονι . Γ ] ἀντὶ
Εὐρώπῃ : ῥύζων ἅπαντας ἀπέδομαι τοὺς δακτύλους . καὶ Κρατῖνος Δηλιάσιν : † ἵνα σιωπῇ † τῆς τέχνης ῥάζωσι τὸν
6841095 Μαλεα
, καὶ ποταμὸς Εὐρώτας , καὶ Βοΐα πόλις , καὶ Μαλέα ἄκρα . 〚 ΚΥΘΗΡΑ . 〛 Κατὰ ταύτην κεῖται
Ἑκαταῖος περιηγήσει Αἰγύπτου . Λιθήσιος , ὁ Ἀπόλλων ἐν τῷ Μαλέα λίθῳ προσιδρυμένος ἐκεῖ . Ῥιανὸς Ἠλιακῶν τρίτῳ . ὡς
6840617 Σαρων
ἥτις νῦν καλεῖται Ζεφύριον . Σάρωνος ναυτικώτερος : οὗτος ὁ Σάρων δαίμων ἦν ναυτικώτατος : ἐξ οὗ καὶ πέλαγος Σαρωνικὸν
ἐπίσημα ἔχει τρίαιναν καὶ Ἀθηνᾶς πρόσωπον . μετὰ δὲ Ἄλθηπον Σάρων ἐβασίλευσεν . ἔλεγον δὲ ὅτι οὗτος τῇ Σαρωνίδι τὸ
6838807 Ἀσπληδων
Ἀπολλόδωρος . : Σπληδόνα τ ' ἠγαθέην . τὸ δὲ Ἀσπληδών πλεονασμῷ ποιητικῷ τοῦ α : ἔστι δὲ πόλις Φωκίδος
ἣν δὴ Πελασγικὸν Ἄργος εἶπεν Ὅμηρος . . . : Ἀσπληδών : φασὶ γὰρ εἶναι Σπληδόνα τὸν Πρεσβῶνος καὶ Στερόπης
6836248 ἑπταπους
, Οἰδίπους Οἰδίποδος , τρίπους τρίποδος , τετράπους τετράποδος , ἑπτάπους ἑπτάποδος : τὰ γὰρ ἀποβολῇ τοῦ ς ποιοῦντα τὴν
γὰρ ἡ ΒΓ δεκάπους ἐστί , κεῖται δὲ ἡ ΒΔ ἑπτάπους , ἡ ΔΓ τρίπους ἐστί . τετμήσθω καὶ ἡ
6825738 Ἰφις
καὶ μὴν ὅδ ' αὐτὸς σὸς πατὴρ βαίνει πέλας γεραιὸς Ἶφις ἐς νεωτέρους λόγους , οὓς οὐ κατειδὼς πρόσθεν ἀλγήσει
ὡς παρ ' Αἰσχύλῳ , ὥσπερ ἀστράγαλος ἄστρις καὶ Ἰφιάνασσα Ἶφις καὶ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ Βαθυκλῆς Βάθυλλος ὑποκοριστικά . ταῦτα
6825358 Βαθυκλεους
καὶ τριάκοντα εἶναι φαίνοιντο ἂν πήχεις . ἔργον δὲ οὐ Βαθυκλέους ἐστίν , ἀλλὰ ἀρχαῖον καὶ οὐ σὺν τέχνῃ πεποιημένον
ἐπὶ τὰς Γηρυόνου βόας ὁρμῶντα . οἴδαμεν δὲ καὶ τὸ Βαθυκλέους τοῦ Ἀρκάδος ποτήριον , ὃ σοφίας ἆθλον ὁ Βαθυκλῆς
6824726 Δοξα
ἰδιώτῃσιν , ἐπεὶ οὐδέποτε βλαβερὸν τῆς ἀρετῆς τὸ ἄμετρον . Δόξα δὲ νούσου γίνεται τὸ ὑπερβάλλον διὰ τὴν τῶν κρινόντων
δὲ μή , τοῦ τοῦτο φρονοῦντος . Οὐδὲν γάρ . Δόξα ἄρα ἀληθὴς πρὸς ὀρθότητα πράξεως οὐδὲν χείρων ἡγεμὼν φρονήσεως
6822656 προσπολος
, ἢ κεῖσθαι ἡσύχως . Θ . κοιμᾶσθαι . . πρόσπολος : Ὁ νεώκορος , δοῦλος . Θ . .
. Ἄττης : Ὁ Ἄττης παρὰ Φρυξὶ μάλιστα τιμᾶται ὡς πρόσπολος τῆς μητρὸς τῶν θεῶν . Τὰ δὲ περὶ αὐτὸν
6818749 Τιν
ἀκριβέστερον ἔχει ; Καὶ μάλα δοκεῖ μοι τοῦτο διερωτᾶν . Τίν ' οὖν , ὦ Πρώταρχε , αὐτῷ δίδομεν ἀπόκρισιν
Εἰς τὸ σοφίαν δὲ τὸ δρέπων λάμβανε κατὰ συνεκδοχήν . Τίν τ ' , Ἐλέλιχθον ] * Καὶ σοί ,
6807612 Τιμασαρχου
ὅτι οὐκ ἔστι δυνατὸν εἰς πάντας τοὺς ἐπαίνους χωρεῖν τοῦ Τιμασάρχου . ἐπάγει γοῦν , ὅτι οὐκ ἔστι δυνατὸν τὸν
ἐστὶ τὸ γένος Ἀθηναῖος . ταῦτα δέ φησιν ὡς τοῦ Τιμασάρχου ὑπὸ τοῦ Μελησίου ἀληλιμμένου . ἔφεδρος οὖν τοῖς ἐχθροῖς
6805708 ἐπιθυμουσα
, καὶ ἐπιδοῦσα ἃ ἐξῆλθεν ἔχουσα παρ ' αὐτοῦ , ἐπιθυμοῦσα μὲν τῆς ἐνθάδε οἰκήσεως , φοβουμένη δὲ τὸν Φρυνίωνα
Μαιμώωσα . πλεονασμῷ τοῦ μ , οἷον αἱμώωσα , αἵματος ἐπιθυμοῦσα . ἀπὸ τῶν ἐμψύχων ἡ μεταφορά . δύναται καὶ
6804117 Γορτυς
ὀργιζόμενοι ἀπέστελλον τοὺς συμβούλους . Γορτύνιος : ἰστέον ὅτι ἡ Γόρτυς πόλις ἐστὶ Κρήτης ἀπέχουσα Κυδωνίας σχεδὸν σταδίους χιλίους :
Ἀκόντιον Μακαρία Δασέα : ἐκ δὲ Κυνουραίων τῶν ἐν Ἀρκαδίᾳ Γόρτυς καὶ Θεισόα ἡ πρὸς Λυκαίῳ καὶ Λυκαιᾶται καὶ Ἀλίφηρα
6803214 παιδισκη
ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ . ἦν δὲ αὐτῇ παιδίσκη Αἰγυπτία , ᾗ ὄνομα Ἄγαρ . εἶπε δὲ Σάρα
ὁδῷ Σούρ . καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος κυρίου : παιδίσκη Σάρας , πόθεν ἔρχῃ , καὶ ποῦ πορεύῃ ;
6801111 βακχεια
καὶ διὰ παρθενικῆς ἁπαλόχροος ὡς πνεῦμα διαδύεται καὶ διέρπει , βακχεῖα καὶ χοροὺς καὶ παννυχίδας ἐξετάζων καὶ συκοφαντῶν . :
βυρσότονον κύκλωμα ” τόδε μοι Κορύβαντες εὗρον . ἀνὰ δὲ βακχεῖα „ συντόνῳ κέρασαν ἁδυβόᾳ Φρυγίων αὐλῶν πνεύματι , ”
6797769 Ἡγελοχος
ἀλλὰ γαλῆν . ὡς ἀηδὴς δὲ τὴν φωνὴν κωμῳδεῖται ὁ Ἡγέλοχος . . ἔστι δὲ παροιμία ἐπὶ τῶν διαφυγόντων τὰ
ἐχομένη ἡ Μελεάγρου , τελευταία δὲ τῶν βασιλικῶν ἰλῶν ἧς Ἡγέλοχος ὁ Ἱπποστράτου ἰλάρχης ἦν . ξυμπάσης δὲ τῆς ἵππου
6797461 Ἱκεσιου
ἢ ῥοδίνου ἔχουσαν ἀμμωνιακὸν καὶ λίβανον , ἔμπλαστροι ἥ τε Ἱκεσίου καὶ ἡ δι ' ἰτεῶν τό τε Νειλέως ἐπίθεμα
δὲ σπληνίοις , οἷά ἐστιν ἡ Σεραπίωνος μηλίνη καὶ ἡ Ἱκεσίου καὶ ἡ πανάκεια . ἐχρησάμην δὲ αὐτός ποτε ἐν
6797436 Πετραιᾳ
δὲ ὁ πίναξ , ἀπὸ μὲν ἀνατολῶν Ἰουδαίᾳ καὶ Ἀραβίᾳ Πετραίᾳ καὶ Ἀραβικῷ κόλπῳ , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τῇ ἐντὸς
δὲ ὁ μυχὸς γειτνιῶν τυγχάνει τῇ τε Αἰγύπτῳ καὶ τῇ Πετραίᾳ καλουμένῃ Ἀραβίᾳ , ἥτις τῇ λεγομένῃ Ἰουδαίᾳ συνάπτει ,
6790044 καλλυντρον
μυληθρὶς καὶ μυλακρίς ἔνιοι δὲ μυλακρίδα καὶ τὴν ἀλετρίδακαὶ τὸ κάλλυντρον μυλήκορον . τὸν δὲ νῦν μυλοκόπον ὀνοκόπον Ἄλεξις εἴρηκεν
φαίης ἂν τὸ κορεῖν , ἦ που καὶ τὸ κόρημα κάλλυντρον . εἰ δὲ καὶ σαίρειν φήσεις τὸν θυρωρόν ,
6784910 Κασσανδρα
ἀθλία τύχης . χαῖρ ' , ὦ τεκοῦσα , χαῖρε Κασσάνδρα τέ μοι . . . χαίρουσιν ἄλλοι , μητρὶ
αὐτῶι ἑτέρα ἀπήνη , ἔνθα ἦν τὰ λάφυρα καὶ ἡ Κασσάνδρα . αὐτὸς μὲν οὖν προεισέρχεται εἰς τὸν οἶκον σὺν
6783143 καθιζ
φιλομειδὴς Ἀφροδίτη ἀντί ' Ἀλεξάνδροιο θεὰ κατέθηκε φέρουσα : ἔνθα κάθιζ ' Ἑλένη κούρη Διὸς αἰγιόχοιο ὄσσε πάλιν κλίνασα ,
δ ' ἠμείβετ ' ἔπειτα μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ μή με κάθιζ ' Ἑλένη φιλέουσά περ : οὐδέ με πείσεις :
6782436 συμπλεκω
, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , ὃ σημαίνει τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται ὅρος : καὶ γὰρ ὁ
γίνεται σπόρος , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται ὅρος : καὶ γὰρ ὁ
6767390 Τενεδος
γράψαι , τὸ δὲ ἀληθὲς προσφώνησιν εἰς τὴν πρυτανείαν . Τένεδος δέ ἐστι καὶ τῆς Λιβύης καὶ τῆς Τροίας .
Μυσίαν τὴν περὶ Κύζικον ἰόντι εἰς Μιλητούπολιν . . : Τένεδος . . . ἔστι καὶ πόλις Τένεδος πρὸς τῇ
6766562 Θρυον
. . . . Θρύον : ἡ διπλῆ , ὅτι Θρύον εἶπε τὴν ἐν ἄλλοις Θρυόεσσαν ἔστι δέ τις Θρυόεσσα
κατὰ τοὺς περατοὺς τοῦ ῥείθρου τόπους . τάχα δέ φασι Θρύον μὲν εἰρῆσθαι τὸν πόρον , εὔκτιτον δ ' Αἶπυ
6763406 Φωκαευς
ὡς εἴρηταί μοι ἐν τοῖς Βυζαντιακοῖς . μέμνηται τούτων ὁ Φωκαεὺς Παρθένιος . Γούνας , κατοικία Συρίας , βαθύγειος καὶ
ἐν Ἰωνίᾳ ἐμπορίᾳ χρώμενοι ἔκτισαν Μασσαλίαν . Εὔξενος δὲ ὁ Φωκαεὺς Νάνῳ τῷ βασιλεῖ ἦν ξένος . οὗτος ὁ Νάνος
6761022 συμβουλια
, κατήγορος , πανηγυρικός , ἐγκωμιαστικός , ψεκτικός . συμβουλή συμβουλία , νομοθεσία , δημαγωγία , πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη
καὶ μαθεῖν ὃ μὴ νοεῖς . Σοφία σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία . Στρέφει δὲ πάντα τἀν βίῳ μικρὰ τύχη .
6758476 ἀναστρεφομαι
προσλαλῶ , ἀμφιβάλλω , ἀμοι - βαδίζω , βακχεύω , ἀναστρέφομαι , ἐπηρεάζω , εἰρωνεύομαι , δικολογῶ , προφασίζομαι ,
τῇ χύτρᾳ . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ πέλω : τὸ ἀναστρέφομαι . ἐνταῦθα δὲ πέλανον τὴν θυσίαν φησί . .
6754814 Ὠρωπος
διάπλουν ἔχουσα ἑξήκοντα σταδίων . μετὰ δὲ τὸ Δελφίνιον ὁ Ὠρωπὸς ἐν εἴκοσι σταδίοις : κατὰ δὲ τοῦτόν ἐστιν ἡ
. ἐγένετο δὲ ταῦτα ἄρχοντος Ἀθήνησι Πολυζήλου . ἔστι δὲ Ὠρωπὸς πόλις κειμένη ἐν τῇ ἠπείρῳ ἐν μεθορίοις τῆς Βοιωτίας
6753982 βαρυφωνος
ἀνασηκῶσαι ἀνδρίζεσθαι ἀνεψιαδοῖ ἀνοητία ἀπαίροντες ἀρτοστροφεῖν ἀσπάλαθος αὐόμενος ἀψευδοῦντες βαρβιτίζειν βαρύφωνος ἡ βάτος βελέκκων βιβλιδάριον βλέπησιν βοηλατεῖν βοῦκλεψ βοῦς βωλοκοπεῖν
εἶτα μήτηρ δευτέρα , εἶτα τηθὶς παραλαλεῖ τις , εἶτα βαρύφωνος γέρων , τηθίδος πατήρ , ἔπειτα γραῦς καλοῦσα φίλτατον
6750210 σισυρναν
ἔκ μ ' ἔλασας ἀλγέων ἔμ ' αὔτωι παλαμάσομαι ἔνδυς σισύρναν ἔπετον Κυπρογενήας παλάμαισιν Ἐρραφέωτ ' , οὐ γὰρ ἄναξ
αἰγείων δερμάτων ἔτι τὰς τρίχας ἔχον σκέπαστρον . τὴν δὲ σισύρναν οἱ κατὰ Λιβύην λέγουσι τὸ ἐκ τῶν κωδίων ῥαπτόμενον
6748022 βομβυλιος
ὁ κρυψιμέτωπος καὶ τρυήλης Μεντορουργὴς εὐλαβῆ ἔχων τὴν κέρκον καὶ βομβυλιὸς καὶ δειροκύπελλον καὶ γηγενῆ πολλὰ οἷα Θηρικλῆς ὤπτα ,
σπήλυγγες : σπιλάδες . ἐβόμβεον : ἤχουν . ὅθεν καὶ βομβυλιὸς εἶδος μελίσσης . καὶ ποτηρίου δὲ εἶδος , ὡς
6747596 Βοιωτιδιον
οὗ ἡ παροιμία Βοιωτία ὗς , καὶ Βοιωτίς . καὶ Βοιωτίδιον ἐκ Βοιώτιος . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσιν ” ὦ χαῖρε κολλικοφάγε
. Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Ἀχαρνεῦσιν : ὦ χαῖρε κολλικοφάγε Βοιωτίδιον . τούτων οὕτω λεχθέντων ἔφη τις τῶν παρόντων γραμματικῶν
6745771 φλυαρια
φὺς ] ὁ γενόμενος . ἀδολεσχίαν ] ἀδολεσχία ἡ πάνυ φλυαρία , ἤγουν ἡ πλείστη . ποιητικοῦ πράγματος ] ποιητικὸν
ἑώρα , ἐκπηδήσας εἰς μέσον τίς , ἔφη , ὑμᾶς φλυαρία ἔχει , ὦ Μοῦσαι ; καὶ οὐκ ἀπιοῦσαι μύθους
6745749 ἀμφικαυστις
, ἀμφίθυρον δωμάτιον . οὕτως Φρύνιχος . . , . ἀμφίκαυστις : ἡ πρώτη τῶν ἀσταχύων ἔκφυσις . καλεῖται δὲ
περίεισιν οἱ γονεῖς : οὗτοι καὶ τὰς εἰρεσιώνας διεκόσμουν . ἀμφίκαυστις : ἡ ὡρίμη κριθή , ἣν ἡμεῖς εὔστραν καλοῦμεν
6745672 Σαννυριων
δὲ κεραμῖτιν εἴποις ἂν καὶ γῆν κεραμίδα , ἢ ὡς Σαννυρίων ἐν Γέλωτι , κεραμικὴν γαῖαν στρέφων . οὗ μέντοι
ἐγὼ δ ' ᾤμην σε γαλῆν λέγειν ὁρῶ . καὶ Σαννυρίων ἐν Δανάῃ [ . ] : τί οὖν γενόμενος
6740032 κολποισι
καρπὸν ἔδουσι , καὶ ζώιων πάντων , ὁπός ' ἐν κόλποισι τιθηνεῖ γαῖα θεὰ μήτηρ καὶ πόντιος εἰνάλιος Ζεύς .
τραγικῇ τέχνῃ , σχῆμα τὸ σεμνότατον . * ἥδε χθὼν κόλποισι Φασηλίτην Θεοδέκτην κρύπτει , ὃν ηὔξησαν Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες .
6738109 Παριανος
Στράβων ἑνδεκάτῃ . οἱ οἰκοῦντες Μασηνοί , ἢ ὡς Πάριον Παριανός . Μάσκωτος , πόλις Λιβύης . Ἑκαταῖος περιηγήσεως [
Σάρδιος Σαρδιανός , [ τοῦ δὲ δευτέρου ] Πάριον Παρίου Παριανός , Βοσπορίου Βοσποριανός , Κίου πόλεως Μυσίας Κιανός ,
6732370 Κυθνος
Νάξος , Σίφνος , Κέως , Μύκωνος , Τῆνος , Κύθνος , Ἄμοργος , Σέριφος : κατὰ δέ τινας ιβʹ
Κέως πρώτη τετράπολις Σουνίου νῆσος ὑπόκειται καὶ λιμήν : ἔχεται Κύθνος νῆσος πόλις τ ' , εἶτεν Σέριφος καὶ λιμήν
6727980 Ἁλιμουσιος
ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ κειμένη , ἔνθα κεχάρακται Θουκυδίδης Ὀλόρου Ἁλιμούσιος . πρὸς γὰρ ταῖς Μελιτίσι πύλαις καλουμέναις ἐστὶν ἐν
Λεοντίδος φυλῆς . Καλλίμαχος δὲ πόλιν ἡγεῖται . ὁ δημότης Ἁλιμούσιος . τὰ τοπικὰ Ἁλιμουντόθεν Ἁλιμοῦντάδε Ἁλιμοῦντι . Ἄλινδα ,
6723958 Αἰγλη
τῆς Ἰαλύσου . καὶ πρότερον μὲν ἐκαλεῖτο Μεταποντίς , εἶτα Αἴγλη . τὸ ἐθνικὸν Συμαῖος , ὡς Κυμαῖος Δυμαῖος .
ἔμπεδον αὔτως ἐξέφανεν , θάμβος περιώσιον . ἔκφατο δ ' Αἴγλη μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀμειβομένη χατέοντας : “ Ἦ ἄρα δὴ
6723443 Ἀστρα
οὐράνιαι φλόγες ἁγναὶ Ἠελίου , Μήνης θ ' ἱερὸν σέλας Ἄστρα τε πάντα : καὶ σύ , Ποσείδαον γαιήοχε ,
λυπῆσαι μειζόνως . ἐπέρχεταί μοι τὸ τοῦ Πινδάρου προσθεῖναι , Ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου τὴν ἀωρίαν τὴν
6721398 ὑπεδεικνυε
ξίφος τῆς χειρὸς ἀφέντα , ὁ δὲ τὴν κώπην εὐθὺς ὑπεδείκνυε καὶ τῆς μέμψεως ἀπελύετο : καί τις ἀνὴρ Μακεδών
τοῖς δυσί ; ὁ δὲ τὴν χεῖρα προτείνας τοὺς δύο ὑπεδείκνυε δακτύλους . Ἀφυὴς γραμματικὸς ἐρωτηθείς : Ἡ μήτηρ Πριάμου
6718880 Ἡκε
καί τι τοιοῦτον μέμνημαι ἰδὼν περὶ τὸ ἰατρεῖον θαμίζων . Ἧκέ τις ἀμίδα κομίζων , ἐν ᾗ φαιόν τε καὶ
ἁνύσας τι ; Ταῦτ ' , ὦ δέσποθ ' . Ἧκέ νυν ταχύ . Ὦνδρες , τι πεισόμεσθα ; Νῦν
6717772 γινεο
, οἷον ἄγε χέλυ δῖά μοι λέγε , φωνάεσσα δὲ γίνεο καὶ τὰ ἑξῆς . ὁ δὲ Ἡρόδοτος καὶ μᾶλλον
ἄκουε τά σε χρὴ πάντα φυλάσσειν . μήτε φιλομμειδὴς μάλα γίνεο μήτε κατηφής . μήτ ' ἔσο πάμπαν ἀεργός ,
6714536 ὀτοτοτοι
πόσις σός , παῖδ ' ἔδωκ ' αὐτῶι θεός . ὀτοτοτοῖ : τὸν ἐμὸν ἄτεκνον ἄτεκνον ἔλακ ' ἄρα βίοτον
ἐρημώσας ' ] ἤγουν ἀφεῖσα . στροφή . ἡμέτερον + ὀτοτοτοῖ : αἱ περίοδοι αὗται πᾶσαι καλοῦνται ὡς εἴρηται ἀλλοιόστροφοι
6710098 Πανταπασι
ὡς δυνατά ἐστι μετρεῖσθαι πρὸς ἄλληλα ἁμῶς γέ πως ; Παντάπασι μὲν οὖν . Εἰ δ ' ἔστιν αὖ μηδαμῶς
πρὸς ἄλλον τινὰ σκοπὸν στησάμενος ἢ τὸν τοῦ ἀγαθοῦ . Παντάπασι μὲν οὖν , ἔφη . Ἆρ ' οὖν οὐ
6707606 Ὑμην
διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . Ὑμήν : δέρματος πτέρυξ , ἡ λεγομένη τζίπα . Λεπτὸς
ὅστις τὰ σιγῶντ ' ὀνόματ ' οἶδε δαιμόνων . Ὑμὴν Ὑμήν . τὰν Διὸς οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν
6703914 Ἐλευθεραις
λέγειν σύγχορτα , ὡς Εὐριπίδης “ σύγχορτα ναίω πεδία ταῖς Ἐλευθέραις . ” αὐτοχόωνον αὐτοχώνευτον , ἢ καὶ ὡς κεχωνευμένον
. μνημονεύοι δ ' ἂν νῦν ὁ ῥήτωρ τοῦ πρὸς Ἐλευθέραις , οὗ καὶ Θουκυδίδης ἐν τῇ βʹ . Οἶον
6703874 Σεμεληι
† αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί , καλεῖτε θεόν : Σεμελήι ' Ἴακχε πλουτοδότα τίς τῆιδε ; πολλοὶ κἀγαθοί .
† αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί , καλεῖτε θεόν : Σεμελήι ' Ἴακχε πλουτοδότα τίς τῆιδε ; πολλοὶ κἀγαθοί .
6700120 μειρακισκη
ἴσθ ' ἐπ ' αὐτὰς τὰς θύρας ἀφιγμένη , ὦ μειρακίσκη : πυνθάνει γὰρ ὡρικῶς . Φέρε νυν , ἐγὼ
. ἀφιγμένη : Ἐλθοῦσα . Θ . . . ὦ μειρακίσκη : Προσπαίζουσι τῇ πρεσβύτιδι οἱ γέροντες . [ καὶ
6697686 Λιμνας
Λέρον Μιλήσιοι συνώικισαν καὶ περὶ Ἑλλήσποντον ἐν μὲν τῆι χερρονήσωι Λίμνας , ἐν δὲ τῆι Ἀσίαι Ἄβυδον Ἀρίσβαν , Παισόν
Λέρον Μιλήσιοι συνῴκισαν καὶ περὶ Ἑλλήσποντον ἐν μὲν τῇ Χερρονήσῳ Λίμνας , ἐν δὲ τῇ Ἀσίᾳ Ἄβυδον Ἄρισβαν Παισόν ,
6696837 Ἀλσος
σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης ὥς ποτε κρινομένη . Ἄλσος δ ' ὡς ἱκόμεσθα βαθύσκιον , εὕρομεν ἔνδον πορφυρέοις
ἀντολίην διαφαίνεται Ἄλπιος ἀρχή , . , . * . Ἄλσος : τὸ σύμφυτον χωρίον : παρὰ τὸ ἄλδω ἄλσω
6694150 κωτιλλουσα
δὲ ἐκείνῃ : ἐὰν δέ σε καὶ ἀπατᾶν ἐπιχειρήσῃ αἱμύλα κωτίλλουσα , φύ - λαξαι τὴν ἀπάτην : περίκειται γὰρ
κόπις Νησοῦς θυγατρός , ἤ τι Φίκιον τέρας , ἑλικτὰ κωτίλλουσα δυσφράστως ἔπη . ἐγὼ δὲ λοξὸν ἦλθον ἀγγέλλων ,
6692476 Λευκωσια
προκειμένην εἰς θάλασσαν . λέγει δὲ τὸ Ποσείδειον ἄκρον . Λευκωσία δὲ ὀνομάζεται ἡ σειρὴν ἀφ ' ἧς καὶ ἡ
. εἰσὶ δὲ τὰ ὀνόματα τῶν σειρήνων ταῦτα Παρθενόπη , Λευκωσία καὶ Λίγεια : τινὲς γὰρ τριπλῶς ταύτας φασίν .
6690667 πρηωνος
τὸ ἀκρωτήριον . τὸ δὲ ἑξῆς : ἔνθα Λαμπέτης Ἱππωνίου πρηῶνος κέρας σκληρὸν εἰς Τηθὺν νένευκεν ἤγουν εἰς τὴν θάλασσαν
ἔχων μέρος τοῦ τείχους αὐτῆς : τὰ γοῦν ὄπισθεν τοῦ πρηῶνος κτήματα ἔτι νυνὶ λέγεται ἐν τῇ Ὀπισθολεπρίᾳ : Τραχεῖα
6690088 τριχαικες
? ? ? [ ] σακέσπαλος [ ] ? κορυθάιξ τριχάικες δορυσσοῦς ποικιλόπρυμνος [ αἰολόπρυμνος [ λειριόπρυμνος [ καμπυλόπρυμνος ?
Ἐρινεὸν καὶ Βοιὸν καὶ Κυτίνιον , ἀφ ' οὗ καὶ τριχάικες ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ λέγονται . οὐ πάνυ δὲ τὸν
6688584 νωε
κομισθέντες πῆδα ϝὸν θέλωσα φίλης ἀγκάλης ' ἑλέσθη τού τε νῶε † νίκας ' ὁ μεγαλοσθενὴς † Ὠαρίων χώραν τ
εὐθεῖαν σημαινούσηςοὐ . γὰρ ὑγιὲς τὸ λέγειν ὡς ἀκόλουθος τῇ νῶε , ὅτε οὐδὲ Ὅμηρος ἐχρήσατο . Πρὸς οἷς δοθήσεται
6687200 ἀπεβησετο
ἀναστενάχουσιν Ἀχαιοί . Ἣ μὲν ἄρ ' ὣς εἰποῦς ' ἀπεβήσετο , τοὶ δ ' ὀρέοντο ἠχῇ θεσπεσίῃ νέφεα κλονέοντε
: ὣς ἔφαθ ' , ἡ δ ' ἀλύους ' ἀπεβήσετο , ἀντὶ τοῦ ἀποροῦσα καὶ ῥιπταζομένη . Βακχεῖος μέντοι
6685682 Σαφης
ὁ ἀλεκτρυών : τῶν εἰς ων ὀξυτόνων καὶ ἑξῆς . Σαφὴς ὁ κανών : ἰστέον δὲ ὅτι κυρίως περιεκτικά ἐστιν
πολλῆς ἀκριβείας καὶ σχολῆς τὰ καθ ' ἑαυτὸν διηγούμενον . Σαφὴς δὲ ἡ διήγησις γίνεται διχόθεν , ἐξ αὐτῶν τῶν
6682532 ὀλω
καὶ τἄλλα ὀξύνεται . καὶ τὸ ὀλοός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ ὀλῶ . Τὰ εἰς ΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Υ συνεσταλμένῳ προπαροξύνεται
καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα
6680728 βρυγμος
κύαμος , χόνδρος , τυρός , μέλι , σησαμίδες , βρυγμός , μνοῦς , μῆλον , κάρυον , γάλα ,
: βοτάνης εἶδος , ὃ βηκίαν καὶ βήκιον καλοῦμεν . βρυγμός : ἰδίωμα ποιοῦ ψόφου . βλιχῶδες : οἱ δὲ
6680558 Ἀριστα
εἰκότα μῦθον ἀποδεχομένους πρέπει τούτου μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν . Ἄριστα , ὦ Τίμαιε , παντάπασί τε ὡς κελεύεις ἀποδεκτέον
Πρωτεσίλεως φυλάξασθαι προὔλεγεν εἰδὼς αὐτὸν ἀντίπαλον τοῖς ἐξῃρημένοις ὄντα . Ἄριστα , ξένε , τοῦ χρησμοῦ ἐτεκμήρω . Τῶν δὲ
6680162 Ταρσος
διὰ τοῦ δʹ Δάρανδος . . Ταρσός : Ἔστι καὶ Ταρσὸς ἄλλη τῆς Βιθυνίας . Τὸ ἐθνικὸν ταύτης Τάρσιος καὶ
εὐθείας τῇδε τῇ γραμμῇ μέχρι τῆς Ἰνδικῆς . Ἡ δὲ Ταρσὸς κεῖται μὲν ἐν πεδίῳ κτίσμα δ ' ἐστὶ τῶν
6679191 στυγνα
ἀειρομένων ὑπὲρ ὤμων Ἠῶιον περὶ νῶτον ὀπίστεραι . ἑβδομάτη δὲ στυγνὰ κατηφιόωντι κελαινιόωσα χιτῶνι , ἐς δρόμον ἱπταμένη φυσίζοος ἔρχεται
ἄτλητος , Ἐνυαλίοιο λέλογχας , Κύπρι ; τίς ὁ ψεύστας στυγνὰ καθᾶψε μάτην ἔντεα ; σοὶ γὰρ Ἔρωτες ἐφίμεροι ἅ
6675808 συνοδοντων
. πίονα : λιπαρόν . Ῥαφίδας : βελονίδας . φῦλα συνοδόντων : περίφρασις . πολυσπερέων : διεσπαρμένων . συνοδόντων :
σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ φῦλα πολυσπερέων συνοδόντων . σκόμβροι μὲν λεύσσοντες ἐν ἕρκεϊ πεπτηῶτας ἄλλους ἠράσσαντο
6671959 Στρεψιαδη
” παίζων εἴρηκεν : ἔστι γὰρ ἡ κλητικὴ “ ὦ Στρεψιάδη ” , οὐ “ Στρεψίαδες ” . Στρεψίαδες ]
εἰς η αὐτὴν ἔχειν : τὸ γὰρ Στρεψιάδης Στρεψιάδου ὦ Στρεψιάδη καὶ Ἡρακλείδης Ἡρακλείδου ὦ Ἡρακλείδη γενόμενα Στρεψίαδες καὶ Ἡράκλειδες
6667813 Οὐκετ
καὶ πηδῶντος μεθ ' ὁρμῆς ἐτέθη τὸ ἀκταινῶσαι . Αἰσχύλος Οὐκέτ ' ἀκταίνω φησί , βαρυτόνως , οἷον οὐκέτι ὀρθοῦν
. Οὔτ ' ἰχθὺς φωνὴν οὔτ ' ἀπαίδευτος ἀρετήν . Οὐκέτ ' ἐμὸν τὸν πρᾶγμα : πολλὰ χαιρέτω : παρόσον
6667557 Ἀπελλαιον
Ὑπερείδῃ ἐξέδωκε τὴν πρόγονον τὴν αὑτοῦ , ἐν τῷ πρὸς Ἀπελλαῖον περὶ θησαυροῦ . πάλιν τοίνυν ἀδελφῶν παῖδες ἀνεψιοί ,
' Εὐφήμου καὶ Ἀριστοφάνης Ἥρωσιν . Πυθαέα : Ὑπερείδης πρὸς Ἀπελλαῖον . ἄπορον πῶς ἀπὸ τούτου ἐσχημάτισται παρὰ τῷ Διδύμῳ
6661827 Φαιακος
σύνθετον Φαγρωριόπολις καὶ Φαγρωριοπολίτης . Φαίαξ καὶ Φαιακία , ἀπὸ Φαίακος . Ἑλλάνικος Ἱερειῶν αʹ ” Φαίαξ ὁ Ποσειδῶνος καὶ
Εὔπολις ἐν Αἰξὶν οὕτως : πλὴν ἅπαξ ποτ ' ἐν Φαίακος ἔφαγον καρίδας . καὶ ἐν Δήμοις : ἔχων τὸ
6661091 τριβος
Ὁδιουπολίτης . Ὁδός , παρὰ τὸ ἑδός , ἡ πεπατημένη τρίβος . τὸ παράγωγον ὅδιος καὶ ἐνόδιος , καὶ ὅδιος
: ἡ ὁμιλία . καὶ ἡ γυνή . ὁδός : τρίβος . ἢ πλοῦς . οἰκῆες : τοὺς κατὰ γένος
6658832 τραγῳδω
, ὑμνῶ σοί καὶ ὑμνῶ σέ . κιθαρίζω σοι , τραγῳδῶ σοι , ἀναγινώσκω σοι , φαίνω σοι , κιρνῶ
εἰ παρ ' ὄνομα εἴη , περισπᾶται : κιθαρῳδῶ κωμῳδῶ τραγῳδῶ μεθ ' ὧν καὶ τὸ πηδῶ καὶ αὐδῶ .
6657313 Σφιγγι
κεφαλῆι ἀντίποινα τοῦ ἐκείνου δεσμοῦ , καίτοι ἐν τῆι ἐπιγραφομένηι Σφιγγὶ εἰπών : τῶι δὲ ξένωι γε – ˘ ἀρχαῖον
κεφαλῆι ἀντίποινα τοῦ ἐκείνου δεσμοῦ , καίτοι ἐν τῆι ἐπιγραφομένηι Σφιγγὶ εἰπών : τῶι δὲ ξένωι γε † στέφανον †
6656571 Θρᾳκικη
Ἀβαντιάδα φησὶ καὶ Καλλίμαχος . Πεπάρηθος ] πόλις δέ ἐστι Θρᾳκικὴ , ἥτις οὐ κεῖται ἐν τῷ τῆς χωρογραφίας πίνακι
ἑκατέρας ἀπὸ τούτων σημαίνων . ἐκαλεῖτο δὲ Σάος ἡ ὅλη Θρᾳκικὴ Σάμος : καὶ Μόσυχλον δὲ τὰ ὄρη τῆς Λήμνου
6655884 Σεβηριανος
καὶ τὸ σκέλος κακῶς διατεθεὶς ἐτελεύτησε τὸν βίον . εἶτα Σεβηριανός , φησίν , ὁ πολίτης ἡμῶν ἐν τοῖς καθ
καὶ ἁμιλλητικὸς πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας ἦν . , . . Σεβηριανός καὶ Ἀρκαδίῳ δὲ τῷ ἀπὸ Λαρίσσης δι ' ἐπιστολῆς
6655321 ποδοστραβη
λεκανίς , σπογγία , ἐπίδεσμα , σπληνίον , λαμπάδιον , ποδοστράβη , κλυστήρ : ἔστι γὰρ παρ ' Ἡροδότῳ τοὔνομα
τὸ καταπλασθὲν εἴρηκεν : τὸ γὰρ περιαπτὸν ἀλεξιφάρμακον . καὶ ποδοστράβη δ ' ἡ τὰ στρέμματα κατευθύνουσα ἐν τῇ κωμῳδίᾳ
6652551 Παρρασιου
τινων Ἀρκάδων ὀλίγων . τοὔνομα μὲν λέγεται ἀπὸ Πάρου τοῦ Παρρασίου ἀνδρὸς Ἀρκάδος ἔχειν , ὡς Καλλίμαχος . Νικάνωρ δὲ
τοῖς ἐν ὑστέρῳ ἐσομένοις . μονιμωτέρα γοῦν τῶν Ἀπελλοῦ καὶ Παρρασίου καὶ Πολυγνώτου γένοιτ ' ἄν , καὶ αὐτῇ ἐκεινῇ
6650713 Δωδωνη
τούτους πλάττει Ὀρφεὺς καὶ ἀσχημονέστερον καὶ ἀσελγέστερον καὶ βιαιότερον . Δωδώνη πόλις ἐστὶν ἐν τῇ Ἠπείρῳ κειμένη , ἐν ᾗ
ἐπειδή ἐστιν ἡ ὑσμίνη τῆς ὑσμίνης τῇ ὑσμίνῃ καὶ ἡ Δωδώνη τῆς Δωδώνης τῇ Δωδώνῃ διὰ τοῦ η καὶ ι
6650613 Ἱστιαιαν
τῇ Εἰρήνῃ . Ὠρεὸς δὲ Εὐβοίας πόλις , ἣν Ὅμηρος Ἱστιαίαν φησίν . Γ δῆλός ἐσθ ' οὗτός γ '
τῇ Εἰρήνῃ . Ὠρεὸς δὲ Εὐβοίας πόλις , ἣν Ὅμηρος Ἱστιαίαν φησίν . Γ δῆλός ἐσθ ' οὗτός γ '
6647457 λιαρος
ἀλλήλοισιν ἑὴν ἀναφαίνετον ἀλκήν , ἤδη δ ' ἐκ μελέων λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρὼς χεύεται ἀμφοτέροισι : τὰ δ '
. λιαρός : χλιαρός , λιπαρός : γράφεται λιπαρός . λιαρὸς ἤγουν λιπαρὸς διὰ τὴν ἀλοιφὴν τοῦ ἐλαίου . ἀθέσφατος
6643531 Θεωροις
τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦ μετώπου κεκυρτωκότων . μνημονεύει Αἰσχύλος ἐν Θεωροῖς : καὶ μὴν παλαιῶν τῶνδέ σοι σκωπευμάτων . .
τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦ μετώπου κεκυρτωκότων . μνημονεύει Αἰσχύλος ἐν Θεωροῖς : καὶ μὴν παλαιῶν τῶνδέ σοι σκωπευμάτων . καλλαβίδων
6642615 Ἀριφραδης
ἐν τῇ περὶ τοῦ Λάχης διδασκαλίᾳ , ἡνίκα περὶ τοῦ Ἀριφράδης διελαμβάνομεν : ὥσπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ φαίνω γίνεται Ἀριστοφάνης
α καὶ ὅμως εἰς ους ἔχει τὴν γενικήν , οἷον Ἀριφράδης Ἀριφράδους : εἰς ους δὲ ἔχει τὴν γενικήν ,
6641647 θαμβησασα
ὤρινε θεάων . Ἥρη μὲν παράκοιτις ἀγαλλομένη Διὸς εὐνῇ ἵστατο θαμβήσασα καὶ ἤθελε ληίζεσθαι : πασάων δ ' ἅτε Κύπρις
γὰρ κράτος ἔστ ' ἐνὶ οἴκῳ . ” ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει : παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο

Back