εἰ μέντοι γε πιών τιϲ ὁτιοῦν τῶν ὑπηλάτων φαρμάκων μὴ καθαίροιτο μηδὲ κενοῖτο , χαλεποῦ μὲν ὑπάρχοντοϲ οὐδενὸϲ οὐδὲν περιεργάζεϲθαι
καὶ μὴ καθαιρομένοιϲ . Εἰ δέ τιϲ πιὼν φάρμακον μὴ καθαίροιτο , μελίκρατον ἀκρατέϲτερον δίδου καταρροφεῖν ϲυνεχῶϲ καὶ νίτρου βραχυτάτου
7122479 τελειη
καί : ἑβδόμη ἐν πρώτοισιν [ ] καὶ ἑβδόμη ἐστὶ τελείη . καί : ἑπτὰ δὲ πάντα τέτυκτο ἐν οὐρανῷ
ἡ κάθαρσις γίνεται ἡμέρῃσι τριήκοντα : οὕτως ἡ χρονιωτάτη καὶ τελείη , ἀκίνδυνος δ ' ἂν εἴη καὶ ἐν εἴκοσιν
6350811 Κηφισιαδης
πίστιν ἐπιθεῖναι ἣν ἂν κελεύῃ οὗτος . ἔπειτα ἵνα ὁ Κηφισιάδης ἔχῃ τὸ ἀργύριον , ἄνθρωπος μέτοικος , ἢ Φορμίων
οὐδέτερα ποιῆσαι , οὔτε κακῶς οὔτε εὖ , ὁ δὲ Κηφισιάδης καὶ μέτοικος καὶ οὐδὲν δυνάμενος , ὥστε μὴ προσθέσθαι
6098578 χρονιωτατη
μὲν τῇ κούρῃ ἡμέρῃσι τεσσαράκοντα καὶ δύο : οὕτως ἡ χρονιωτάτη καὶ τελείη , ἀκίνδυνος δ ' ἂν εἴη καὶ
τῷ κούρῳ ἡ κάθαρσις γίνεται ἡμέρῃσι τριήκοντα : οὕτως ἡ χρονιωτάτη καὶ τελείη , ἀκίνδυνος δ ' ἂν εἴη καὶ
5609006 ἱππασιας
ἀγαθόν , ἵνα ἀμφότεραι αἱ γνάθοι καθ ' ἑκάτερον τῆς ἱππασίας ἰσάζωνται . ἐπαινοῦμεν δὲ καὶ τὴν ἑτερομήκη πέδην μᾶλλον
δύναμιν ἔχει παραπλησίαν ἐλλεβόρῳ κούφῳ λευκῷ . Τῆς δ ' ἱππασίας ὀλίγη χρῆσίς ἐστιν ἐπὶ νοσούντων : εἰ μὲν γὰρ
5577975 ἀπωλλυτο
. ἐς καιρὸν ἦλθε , τότε δ ' ἄκαιρ ' ἀπώλλυτο : τὸ δ ' ἄθλιον κεῖν ' εὐτυχὲς τάχ
ἐν ψήφου φορᾶι , οὐκ ἄν ποθ ' Ἑλλὰς δοριμανὴς ἀπώλλυτο . καίτοι δυοῖν γε πάντες ἄνθρωποι λόγοιν τὸν κρείσσον
5569507 δεησειε
διετέτακτο αὐτῷ τειχοφυλακεῖν καὶ ἐς τὰ ἀναγκαῖα , εἴ πῃ δεήσειε , μεταχωρεῖν , δισμύριοι δὲ τειχομαχήσειν ἔμελλον , ὅτε
κακοποιῶν διάμετρος ἢ □ ἢ σὺν αὐτῇ , φάσιν ποιούμενος δεήσειε τὸν ἀστέρα αὐτὸν ἐφορᾷν ποῖός τίς ἐστι . κἂν
5569386 ξυνιησιν
. ἢ οὐκ ἐπῆρται καὶ φρονεῖ ἐπὶ τῇ νίκῃ καὶ ξυνίησιν , ὡς ἔσοιτο ἀοίδιμος ἐπὶ τῷ ἔργῳ καὶ ἐν
ἀλλ ' ὁ δειλὸς ” ἔφη „ οὗτος οὔτε Εὐριπίδου ξυνίησιν οὔτε ἐμοῦ . „ καὶ μὴν καὶ λόγου ἀφικομένου
5517177 Ἑρεννιον
προστίθεται μᾶλλον ὡς σοφῷ τῷ ἔθνει ἐπὶ τοσοῦτον ὡς καὶ Ἑρέννιον Φίλωνα ἐν τῷ Περὶ Ἰουδαίων συγγράμματι πρῶτον μὲν ἀμφιβάλλειν
πως ὡς σοφῶι τῶι ἔθνει ἐπὶ τοσοῦτον , ὡς καὶ Ἑρέννιον Φίλωνα ἐν τῶι Περὶ Ἰουδαίων συγγράμματι πρῶτον μὲν ἀμφιβάλλειν
5506090 ἀποδοιητε
ἔσθ ' ὑπόλοιπον εἰπεῖν . εἰ προβούλευμα τοῦ συνεδρίου ποιήσαντες ἀποδοίητε τῷ δήμῳ διαγνῶναι , πότερον αὐτῷ δοκεῖ πάλιν ὑπάτους
: ἀνθ ' ὧν δικαίως ἂν αὐτῷ ταύτην τὴν χάριν ἀποδοίητε , τὴν ἐκείνου γνώμην περὶ τῶν αὑτοῦ κυρίαν εἶναι
5490682 ὀψοφαγος
; Σχολῇ γ ' ἄν , ἔφη , ἄλλος τις ὀψοφάγος εἴη . καί τις ἄλλος τῶν παρόντων , Ὁ
ὀψοφάγον φησὶ γεγονέναι . καὶ Μάτρων δ ' ὁ σοφιστὴς ὀψοφάγος ἦν , περὶ οὗ Ἀντιφάνης φησίν : ὀφθαλμὸν ὤρυττεν
5490678 παρεταττετο
αὐτόν τε καὶ τὸ συμμαχικὸν ἅπαν , ὁπόσον μετὰ σοῦ παρετάττετο . Εἰ μὴ ἑορτήν , ὦ οὗτος , ἤγομεν
πολεμίοις ἔτι καθεύδουσιν . Ὅτι Ἰφικράτης , εἰ μὲν ἀγυμνάστοις παρετάττετο ἔχων ἠσκημένους , οὐ παραχρῆμα συνῆπτε τὸν πόλεμον ,
5488050 ἀπολοιτο
νομίζων , ζημίαν δὲ τιθεὶς εἰ καὶ ὁ μικροῦ ἄξιος ἀπόλοιτο : εἰ δ ' ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένοιεν
γεγονὼς ὅστις τοι ἐπιβουλεύσει , εἰ δ ' ἔστι , ἀπόλοιτο ὡς τάχιστα : ὃς ἀντὶ μὲν δούλων ἐποίησας ἐλευθέρους
5487135 διαῤῥοιῃ
ῥεῦμα ἐκ τῆς κεφαλῆς : ἐπὶ ῥεύματι διάῤῥοια : ἐπὶ διαῤῥοίῃ σχέσις τῆς ἄνω καθάρσιος : ἐπὶ τῇ σχέσει θάνατος
ψύχεσθαι ἐπαγόμενον . Ὅσα οὖν δεῖ ξηρῆναι ἢ ψῦξαι ἢ διαῤῥοίῃ ἐχόμενον ἢ ἄλλῃ τινὶ θερμασίῃ , ἡ τοιαύτη μᾶζα
5480639 ἐνελιξας
Τὸ ἀμπέλιον τρίβων χλωρὸν ἐν μέλιτι , καὶ ἐς εἰρίον ἐνελίξας , προστιθέναι τὸν αὐτὸν τρόπον . Τῆς κυπαρίσσου τὸν
ὀβολὸν , τρίψας , ἐν μέλιτι μίξας , ἐς εἰρίον ἐνελίξας , πρόσθες πρὸς τὸ στόμα τῆς μήτρης , τῆς
5468011 δειλοτερος
σε καὶ δι ' ἑτέρου τῶν ὀνομαστοτάτων παραμυθήσομαι , ἐπειδὴ δειλότερος εἶ τοῦ δέοντος , ἵνα μὴ λέγω θρασύτερος .
οὐκ ἂν φροντίσαις , ἑνὸς δ ' ἂν αἰσχύνοιο ὁμολογῶν δειλότερος εἶναι ; οὐκ οἶσθ ' ὅτι οὐ τοῦ νεκροῦ
5417942 ποτιμος
. Συρεντῖνος δὲ ἀπὸ πέντε καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ἄρχεται γίνεσθαι πότιμος : ὢν γὰρ ἀλιπὴς καὶ λίαν ψαφαρὸς μόλις πεπαίνεται
Μεγαρικὰ πιθάκνια . Ὁ Λευκάδιος πάρεστι καὶ Μιλήσιος οἰνίσκος οὔπω πότιμος . Γύναι , ῥάφανόν με νομίσας ' εἰς ἐμὲ
5401984 αὐτοδιον
γοῦν τοῦ Ὀδυσσέως εἶπε πρὸ τῆς παρὰ Φαίαξι θοίνης : αὐτόδιον δ ' ἄρα μιν ταμίη λούσασθαι ἄνωγεν . ἐπὶ
ἴωμεν αὐτόθεν ἀπέλθωμεν ἐξ αὐτῆς . οὕτως ἔχει καὶ τὸ αὐτόδιον δ ' ἄρα μιν , ἀντὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς
5399653 διαλυθειη
τε ὑμῖν ἀγαπητὸς καὶ μόλις ἡ μήτηρ ἀπ ' αὐτοῦ διαλυθείη μέχρι τῶν ὅρων εἰλημμένη . ταῦτ ' οὖν ἀεί
: ταυροκόλλα γὰρ καλὴ καὶ διαυγὴς ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος λινοῦν ἐμπλάσσεται καὶ κατακολλᾶται τοῦ
5356660 ἀρχοειδεστερον
: εἰς ὃ δέ τι ἀναλύεται , ἐκεῖνο πρῶτον καὶ ἀρχοειδέστερόν ἐστι : τὸ γὰρ διαλυτὸν εἴς τι πρῶτον ἀναλύεται
: εἰς ὃ δέ τι ἀναλύεται , ἐκεῖνο πρῶτον καὶ ἀρχοειδέστερόν ἐστι : τὸ γὰρ διαλυτὸν εἴς τι πρῶτον ἀναλύεται
5354106 μοτος
ἐπιθεῖναι σπόγγον μαλθακόν : εἶτα καταδῆσαι ὅκως μὴ ἐκπέσῃ ὁ μοτός : ἀφιέναι δὲ χρὴ δυοκαίδεκα ἡμέρας τὸν ὕδρωπα ,
. . Ἄμοτον : ἀπλήρωτον : παρὰ τὸ μένω γίνεται μοτός καὶ ἄμοτος καὶ ἄμοτον , οἷον : ἄμοτον μεμαῶτι
5351360 ὀλυραι
μετὰ τοὺς πυρίνους εἰσίν , ὅταν γε εὐγενεῖς ὦσιν αἱ ὄλυραι , δεύτεροι δ ' αὐτῶν οἱ τίφινοι : μοχθηρῶν
ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς ὦσιν αἱ ὄλυραι , δεύτεροι δ ' αὐτῶν εἰσιν οἱ τίφινοι .
5332555 βαλαντιου
γὰρ πᾶν φυτὸν γενικῷ ὀνόματι καλεῖται . Γενναῖος εἶ ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦτον εὐγενῶν εἶναι δοκούντων .
τῶν κινδυνευόντων . ὅμοιον τῷ Ἐπὶ ξυροῦ . Εὐγενὴς ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλούτου τιμωμένων . Ἔγχος ἐπὶ
5298957 τετανου
ἤτοι ϲπαϲμοῦ ἐκ τῶν Ἀρχιγένουϲ . τί μὲν ϲημαίνει τὸ τετάνου ὄνομα . ἤδη προείρηται . ἁλίϲκονται δὲ τῷ πάθει
δύϲθυμοι , κατηφέεϲ καμάτῳ καὶ αἰϲχύνῃ τοῦ δεινοῦ . Περὶ τετάνου . Ϲπαϲμοὶ οἱ τέτανοι , κάρτα μὲν ἐπίπονοι ,
5298715 Βυβλου
] ἀπὸ Κύπρου τῆς θυγατρὸς Κινύρου , [ ἢ τῆς Βύβλου καὶ Ἀφροδίτης , ὡς Φιλοστέφανος ἐν τῷ περὶ νήσων
πόλεως , ἐξ οὗ καὶ Βύβλινος οἶνος , ἀπὸ τῆς Βύβλου πόλεως , . , , . , . *
5294803 ἀπορητεον
περὶ τῆς εἰς Σ καταλήξεως τὸν λόγον ἐτελείωσεν . Καὶ ἀπορητέον ἐνταῦθα : διατί εὐτάκτως , ὡς εἴπομεν , καὶ
διὰ τοῦτο ἡ γενικὴ διὰ τοῦ Κ ἐκφέρεται . Καὶ ἀπορητέον : διατί μὴ καὶ τὸ ἅρπαξ ἅρπακος ἀλλὰ ἅρπαγος
5287563 ἀναβρωσις
τοιαῦτα : ἀναγεμίζει γὰρ αὐτά . Μυιοκέφαλόν ἐστιν , ὅταν ἀνάβρωσις γένηται τοῦ κερατοειδοῦς χιτῶνος καὶ λοιπὸν ὁ ἔσωθεν τοῦ
καθαρὸν ὡς ἐν φλεβοτομίᾳ φέροιτο , προσέχειν ἀκριβῶς μή τις ἀνάβρωσις γέγονεν ἐν τῇ μήτρᾳ . χρὴ οὖν τοῖς ξηραίνουσι
5273910 ἀπυρετος
δὲ ἑπτὰ ἡμέραι παρέλθωσιν , ἢ ὀλίγῳ πλείους , ἢν ἀπύρετος ᾖ , καὶ μὴ φλεγμαίνῃ τὸ ἕλκος , τότε
καὶ περὶ τῶν ἐχόντων ἕλμινθας μετὰ πυρετοῦ . Εἰ δὲ ἀπύρετος ὑπάρχει , μηκέτι τὸ ῥοδόμελι δίδου μήτε πέπονα εὐχερῶς
5263381 διενεγκοι
καὶ διενέγκοι : ἄμφω δόκιμα . ἔστι δὲ τὸ μὲν διενέγκοι ἀπὸ τῆς ὀξυτόνου μετοχῆς , ὡς δραμών δράμοι ,
' οὕτως ἢ καὶ ἄλλως ληπτέος , οὐδὲν ἂν ἴσως διενέγκοι πρὸς τὰ νῦν : ἐκεῖνο δὲ ἀληθές , ὥς
5251525 ἠπιαλου
τοῦ τριταίου , τὸ δὲ συνεδρεῦον , ὡς ἐπὶ τοῦ ἠπιάλου . οὗτος γὰρ γίνεται ἐξ ὕλης ἡμισαποῦς , καὶ
ἐχρύσωσα , ὁπότε μ ' ἰάσατο διὰ τρίτης ὑπὸ τοῦ ἠπιάλου ἀπολλύμενον . ” “ Ἦ γὰρ καὶ ἰατρός ,
5248237 περιτυχουσα
: ἡ δὲ μαθοῦσα φεύγει . ἐν τοσούτῳ δὲ λῃσταῖς περιτυχοῦσα πιπράσκεται Λυκούργῳ . κατ ' ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν
κυνηγοὺς φεύγουσα εἰς ἄντρον εἰσέδυ . λέοντι δ ' ἐκεῖ περιτυχοῦσα ὑπ ' αὐτοῦ συνελήφθη . θνῄσκουσα δ ' ἔλεγεν
5246181 ἀναγοιτο
μάλα ξυνεχέεϲ , ἀλλὰ ῥεμβώδεεϲ . ἀπὸ δὲ κοιλίηϲ ἂν ἀνάγοιτο μέλαν καὶ πηγνύμενον , κἢν ἀπὸ ἀρτηρίηϲ ᾖ :
διαβρωτική ἐστι καὶ δριμεῖα ἡ ὕλη : εἰ δὲ μὴ ἀνάγοιτο , καὶ ὡς σημεῖον καὶ ὡς αἴτιον κακὸν ,
5240929 Κεἰ
, ληφθείς γ ' ὑπὸ λῃστῶν ἐσθίοι κριθὰς μόνας . Κεἴ τις στρατηγεῖν βουλόμενος μὴ ξυλλάβοι ἢ δοῦλος αὐτομολεῖν παρεσκευασμένος
οὖν ἡμῖν δοκεῖ ἐξισῶσαι τοὺς πολίτας κἀφελεῖν τὰ δείματα . Κεἴ τις ἥμαρτε σφαλείς τι Φρυνίχου παλαίσμασιν , ἐγγενέσθαι φημὶ
5234436 Καρδιης
. Καρδιαλγικὰ καὶ μετὰ στρόφου , κοιλίης θηρία καταῤῥήγνυται . Καρδίης ἄλγημα , πρεσβυτέρῳ πυκνὰ ἐπιφοιτέον , θάνατον ἐξαπίναιον σημαίνει
. ταῦτ ' οὖν ἐπιστάμενος ὁ Νάρις ἐκτήσατο ἐκ τῆς Καρδίης αὐλητρίδα , καὶ ἀφικομένη ἡ αὐλητρὶς εἰς τοὺς Βισάλτας
5232943 ἀληϊος
πηγοὺς ἀθλοφόρους , οἳ ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο . οὔ κεν ἀλήϊος εἴη ἀνὴρ ᾧ τόσσα γένοιτο , οὐδέ κεν ἀκτήμων
πηγοὺς ἀθλοφόρους , οἳ ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο . οὔ κεν ἀλήϊος εἴη ἀνὴρ ᾧ τόσσα γένοιτο οὐδέ κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο
5232476 ἀνεϲαϲ
πρὸϲ τὰϲ κατὰ τὸ ἄκρον περιωδυνίαϲ . ἀλόην καλλίϲτην οἰνομέλιτι ἀνέϲαϲ ἔνϲταζε . Ἄλλο . ἔρια οἰϲηπηρὰ ζέϲαϲ ὄξει ἐγχυμάτιζε
ἀμώμου ϲμύρνηϲ ῥόδων ξηρῶν ἴϲα λεάναϲ καὶ μετὰ ναρδίνου μύρου ἀνέϲαϲ χρῶ . Ἄλλο . ϲμύρνηϲ καϲϲίαϲ ῥόδων ἑκάϲτου ἴϲον
5217606 αἰτοιην
βουλοίμην μεγάλην θήραν ποιῆσαι : καὶ ἱππέας , ἔφη , αἰτοίην ἄν σε ἐκ τοῦ φανεροῦ . Κάλλιστα λέγεις ,
δὲ ἐν ἐπιστολαῖς . οὔκουν ἡγησάμην ἐνοχλήσειν , εἰ χάριν αἰτοίην ὑπὲρ ἧς πρὸς μὲν αὐτὸν οὐκ εἶχέ μοι μνησθῆναι
5217171 ἐπωδυνου
τούτοις καὶ μάλιστα κατ ' ἀρχὰς ἔτι τῆς φλεγμονῆς οὔσης ἐπωδύνου ὅ τε τῆς πτισάνης καὶ τοῦ ἄλικος καὶ τοῦ
ἀλλ ' ἀμελήσεις τοῦ οἴκου καὶ καταφθερεῖς τὸν ἄνδρα ; ἐπωδύνου ἄρα βίου συνδιαιρήσῃ τὴν βλάβην . ἀλλ ' ἀμυνεῖ
5215949 Λωτου
ἀφεψήματι ἄχυρα κριθῶν ἑψήσας , ἐνδήσας ὀθονίῳ , πυρία . Λωτοῦ πρίσματα καὶ κυπαρίσσου ἀφεψῶν ἐν ἀσταφίδος ἀποβρέγματι , ἐνδήσας
ὁκόταν δὲ συνεψήσῃς , ἐμβαλὼν ἐς ῥάκος , πυρία . Λωτοῦ πρίσματα καὶ κυπαρίσσου , ὕδωρ ἐπιχέας καὶ ἔλαιον ,
5213196 βρωματος
προσαγορεύει διὰ τούτων : τὸ μὲν οὖν ὅλον διαφέρειν τράγημα βρώματος νομιστέον ὅσον ἔδεσμα τρωγαλίου . τοῦτο γὰρ πάτριον τοὔνομα
οὗπερ πέφυκεν , αὐτοῦ πώματος , καὶ αὖ τὸ πεινῆν βρώματος ; Οὕτως , ἔφη , αὐτή γε ἡ ἐπιθυμία
5211410 ὑφορασεως
μητρὸς ἀδελφή , ὡς Ἀριστοτέλης . ἀρχὴ τοῦ υ ὑποψία ὑφοράσεως διαφέρει . ὑποψία μὲν γάρ ἐστι κακοῦ τινος ὑπόνοια
, βασιλεῖς δὲ οἱ πατροπαράδοτον τὴν βασιλείαν ἔχοντες . ὑποψία ὑφοράσεως διαφέρει . ὑποψία μὲν γάρ ἐστι κακοῦ τινος ὑπόνοια
5202570 ἐκολαζετο
τότε βασιλεύοντι χρώμενος . Κωνσταντῖνος μὲν οὖν καὶ Ἀβλάβιον τιμῶν ἐκολάζετο , καὶ ὅπως γε ἐτελεύτα ἐν τοῖς περὶ ἐκείνου
τελευτὴν τοῖς μὲν ἄλλοις ὑπῆρξεν ἀπαλλαγή , μόνος δὲ οὗτος ἐκολάζετο περιγραπτοῖς ὅροις , ὧν ἐκτὸς οὐκ ἦν κινεῖσθαι .
5198623 μεθυσκεσθαι
δὲ ἐν τῇ τοῦ Φρυγίου διασκευῇ φησιν : εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίνεθ ' ἡμῖν , οὐδ '
γὰρ τέρψις μὲν οὐκ ἔνεστι πολυτέλεια δέ . Εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίγνεθ ' ἡμῖν , οὐδ '
5196533 γενητη
ἡ ἀψευδεστάτη καὶ πρὸς ἀλήθειάν ἐστιν εἰρήνη , ἡ δὲ γενητὴ καὶ φθαρτὴ οὐσία πᾶσα συνεχὴς πόλεμος . καὶ γὰρ
τὸ ἄναρχον [ καὶ αὐτὴ ] ἰσοδύναμος τῷ θεῷ , γενητὴ δὲ καὶ οὐχ ὑπὸ ἄλλου γεγονυῖα , μόνου δὲ
5189029 φωγνυται
ἐν τῷ μαλάσσεσθαι ἀνιεὶς ὑγρασίαν μελιτώδη . καίεται δὲ καὶ φώγνυται καὶ ὀπτᾶται καὶ αἰθαλοῦται ὡς λίβανος . Τραγάκανθά ἐστι
εἰς τοσοῦτον ἀπονοίας παραγίνονται ὡς καὶ γῆς μιγνύναι αὐτῷ . φώγνυται δ ' εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ ἐπ ' ὀστράκου καινοῦ
5165215 ἑαλωκοτος
καὶ Κροίσου ἐπὶ τῷ παιδὶ καὶ Ἀστυάγους ἡττηθέντος καὶ Πολυκράτους ἑαλωκότος . καὶ Πέρσαι δὲ ἐμέμφοντο τὴν τύχην μετὰ τὴν
οὐ δημοποιήτου πατρὸς οὖσιν οὐδ ' ἐπ ' αἰτίαις αἰσχραῖς ἑαλωκότος , φεύγουσιν ἔτι νήπιοι , καὶ τρέφονται πένητες ἐν
5161382 μεταστρεφεται
ἐλαύνοντος τὸν ἵππον . Καὶ πῶς , ἔφη , οὐδὲ μεταστρέφεται ; καὶ ὁ Κῦρος ἔφη : Μαινόμενος γάρ τίς
λόγον : οὐ γὰρ ἅμαξα : ὅτι ὁ λόγος ῥᾳδίως μεταστρέφεται . Στρηνιᾷ : ἐπὶ τῶν ἀναίδην σκωπτόντων . Στησίχορος
5158991 προσπλεξεις
ἢ ἀνδράχνης ἢ τὰ λευκὰ τῶν ὠῶν καὶ πτισάνης χυλὸν προσπλέξεις . πρὸς δὲ τὰς μὴ πάνυ πυρώδεις δυσκρασίας ἄριστα
χειμῶνος ὄντος : τότε γὰρ εἰ καὶ θερμότερόν τι αὐτοῖς προσπλέξεις , οὐδὲν ἂν βλάψεις , ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ὠφελήσεις
5153846 παρασιτου
, Φρίξος , ἐὰν δὲ κωδάριον Ἰάσων . Χαιρεφῶντος δὲ παρασίτου μέμνηται Μένανδρος λέγων : διαφέρει Χαιρεφῶντος οὐδὲ γρῦ ἄνθρωπος
γαστέρα δέ , φέρε καὶ ἡμεῖς καί τι παίσωμεν , παρασίτου μνημονεύσαντες ἡμεδαποῦ . Ἰόρτιόν τε καὶ τοῦτον θῶπα ἰσχυρὸν
5149296 συγκοπεν
πονεύμενος „ , ὅπερ ἐν Ἰλιάδι κεῖται , εὐκτικόν ἐστι συγκοπὲν ἐκ τοῦ βλείοιο , ἐλέγχων κακῶς νοῆσαι τοὺς εἰπόντας
. Κορμός . παρὰ τὸ κείρω . Κλαίω . παράγωγον συγκοπὲν ἐκ τοῦ καλῶ . ἐπικαλοῦνται γὰρ τοὺς ἀποθανόντας οἱ
5143371 Ἰωνιης
ἐτάχθησαν ἐπὶ τὴν Ἰωνίην καὶ τὴν προσεχέα Αἰολίδα στρατεύεσθαι . Ἰωνίης μέν νυν Κλαζομενὰς αἱρέουσι , Αἰολέων δὲ Κύμην .
χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε . Πρώτῃ δὲ Φωκαίῃ Ἰωνίης ἐπεχείρησε . Οἱ δὲ Φωκαιέες οὗτοι ναυτιλίῃσι μακρῇσι πρῶτοι
5133539 πεττομενος
ἀρρηφόροις γίνεται . ἔστι δὲ ὁ πυραμοῦς ἄρτος διὰ σησάμων πεττόμενος καὶ τάχα ὁ αὐτὸς τῷ σησαμίτῃ ὤν . μνημονεύει
ἔτι αὐξομένοις , ὅταν καλῶς λειωθῇ κατὰ τὸ στόμα , πεττόμενος . τῶν δ ' ἄλλων ζῴων , καθ '
5128253 Ἀντιγενη
τὸ μῆκος στρατιωτῶν οὐκ ὀλίγων οἱ περὶ τὸν Εὐμενῆ καὶ Ἀντιγένη ἠξίωσαν τὸν Πευκέστην ἐκ τῆς Περσίδος μεταπέμψασθαι τοξότας μυρίους
κατεκρήμνισαν αἰκισάμεναι . καὶ αὐτὸς δὲ τοὺς ἰδίους ἀνεῖλε κυρίους Ἀντιγένη καὶ Πύθωνα . περιθέμενος δὲ διάδημα καὶ πάντα τὰ
5124808 θανοι
λάβρακα ζώοντα παρήλασαν , εἴ σφι παρείη : εἰ δὲ θάνοι , τάχα οἵ τις ὑπὸ στόμα θῆκε μόλιβδον ,
τί μοι λέγεις ; Μὴ σοί γέ που δύστηνος ἀντήσας θάνοι . Πρέπον γέ τἂν ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε .
5104400 Στεφανηφορου
Γεωργικῷ . Στεφανηφόρος : Ἀντιφῶν ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα . Στεφανηφόρου ἡρῷον , ὡς ἔοικεν , ἦν ἐν ταῖς Ἀθήναις
ἐλασθείς ἔπλευσε τὴν θάλασσαν , εἰ μὴ μόνος ἐκεῖνος . Στεφανηφόρου μετ ' ἦρος μέλομαι ῥόδον τέρεινον † σὺνεταιρεῖ ἀύξει
5101293 σκευασθεις
ἐπὶ ἡμέρας μʹ , ἔπειτα καυθεὶς καὶ γεγονὼς κόνις καὶ σκευασθεὶς εἰς κηρωτὴν σὺν ἐλαίῳ παλαιῷ καὶ ῥοδίνῳ καὶ κηρῷ
οἱονεὶ ἴυγγι ὁ πάλαι μὲν τεθνηκὼς ἐς τὸ ἑλεῖν δὲ σκευασθεὶς ἰχθύς . εἶτα πλησίον τῆς γῆς γε - νόμενοι
5099783 Κλεανδρος
καὶ θρασὺ βλέπει . . ἀσπάλαθος : ἀκανθῶδες φυτόν . Κλέανδρος θηλυκῶς . Ἀριστοφάνης ἀρσενικῶς . ἀναγωγή : ἐπὶ πλοίου
συνέβαλον μὴ ἄπορον εἶναι ἀλλ ' ἐπιβατόν . ὁ δὲ Κλέανδρος ἐλοιδόρησε τὸν ὕπατον τῆς ἐν Αἰγύπτῳ ἀρχῆς Κομόδῳ ,
5099115 μεντἀν
, καὶ πότερον ῥεῖ τὰ πάντα ἢ οὔ ; ἔγνωσαν μέντἂν κακῶς ῥέοντα τὰ πάντα αὐτοῖς . ἀλλὰ τί μὴν
ἔσται κινδύνου καὶ δυσχερὲς οὐδ ' ὁτιοῦν πείσεται ; οὐ μέντἂν τοσοῦτον ἐλείποντο τοῦ τὴν Ἐπίδαυρον ἔχοντος θεοῦ , φαίης
5098662 ἀτρυγετος
πλεονάζει : ἄτρυτος γὰρ καὶ ἀτρύετος καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀτρύγετος . οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τοῖς Περὶ παθῶν , .
δὲ παρὰ τὸ τρύειν , πλεονάζει : ἄτρυτος γὰρ καὶ ἀτρύγετος πλεονασμῷ τοῦ γε ' . . . . ἀτραπὸς
5096453 Λεπτη
τιμωρὸν καταλιπεῖν , ὦ φίλε Ὅμηρε , κέρδος ἐστί . Λεπτή τις ἐλπίς ἐστ ' ἐφ ' ἧς ὀχούμεθα :
Οἴμοι κακοδαίμων : οὐκέτ ' οὐδέν εἰμ ' ἐγώ . Λεπτή τις ἐλπίς ἐστ ' ἐφ ' ἧς ὀχούμεθα .
5096066 σιτιου
θρέψῃς μᾶλλον , βλάψεις . Ῥᾷον πληροῦσθαι ποτοῦ , ἢ σιτίου . Τὰ ἐγκαταλιμπανόμενα ἐν τῇσι νούσοισι μετὰ κρίσιν ,
' αὖ ὑγρασίη ξυμφέρει , μὴ ἀσιτέειν , καὶ τοῦ σιτίου καὶ τοῦ ποτοῦ μὴ ἐνδεᾶ εἶναι , μηδὲ πονέειν
5095932 ἀμφημερινου
ἀναπαύεται οὐδένα χρόνον . Ὁ δὲ τριταῖος μακρότερός ἐστι τοῦ ἀμφημερινοῦ , καὶ ἀπὸ χολῆς ἐλάσσονος γίνεται : ὁκόσῳ δὲ
μὲν τοιαῦτ ' ἂν εἴη οὖρα . Τοῦ δέ γε ἀμφημερινοῦ κρατοῦντος λεπτά τε καὶ λευκὰ καὶ οἷον ὑδατώδη καὶ
5095310 κουφοτερος
πλέονι Καρρίναν ἐκπολεμήσοντα Πομπήιον . ὁ δὲ καὶ τούτῳ , κουφότερος ὤν , ἐπεφαίνετο ἄφνω καὶ ἀφιπτάμενος ἠνώχλει καὶ πόλεις
τε κοιλίη ἐφίσταται ἐνίοτε : ὁκόταν δὲ ἀφροδισιάσῃ , δοκέει κουφότερος εἶναι ἐς τὸ παραυτίκα , ἐξ ὑστέρου δὲ μᾶλλον
5093241 σκιλλιτικον
μαʹ . ὥστε διπλασιάσαι τὸ ὄξος . μβʹ . ὄξος σκιλλιτικὸν ποιῆσαι . Οἴνων ὑγιεινῶν ἄρτυσις καὶ σκευασία διάφορα πάθη
σὺν οἴνῳ , ὄνυξ ὁ ἐκ κογχύλης πινόμενος , ὄξος σκιλλιτικὸν καταρροφούμενον . ὀσφραινόμενον δὲ διεγείρει τὰς πνιγομένας ἄσφαλτος ,
5087958 κρεηφαγιης
φύσει πουλυβόρῳ ἐόντι , ξυνέβη ἐμπεσεῖν ἐς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης , μάλιστα δὲ ἐκ χοιρείων ἐναιμοτέρων , καὶ μέθης
, ὁκόσα τῇ διεξόδῳ μετριότητα παρασχήσει : οἴνου δὲ καὶ κρεηφαγίης ἀπέχεσθαι : ἔπειτα μέντοι ἐκ προσαγωγῆς ἀνακομίζεσθαι . Οὗτος
5082241 μετατεθεντος
ὀφθήσεται τοῦ κώνου ] . Πάλιν δέ γε τοῦ ὄμματος μετατεθέντος ἀπὸ τοῦ ταπεινοῦ μετεώρου μὲν τοῦ ὄμματος τεθέντος μεῖζον
πατρὸς ἐνέστακται μένος ἠΰ , ἢ καὶ τεοῖο , Δωρικώτερον μετατεθέντος τοῦ ς εἰς τ καὶ ἐπενθέσεως τοῦ ε γενομένης
5082226 πιοις
. Ἔφιππος δέ φησι : τρεῖς πρὸς τέτταρας . οἶνον πίοις ἄν ; ὑδαρῆ μὰ τὴν γῆν , ἀλλὰ τρία
ἦσαν μεγάλαι . Ἀριστοφάνης Εἰρήνῃ τί δῆτ ' ἂν εἰ πίοις οἴνου κύλικα λεπαστήν ; ἀφ ' ἧς ἔστι λάψαι
5081544 ἀστερισκου
ἕως ὧδε τὰ περὶ τῶν ἐν Χερρονήσῳ ἐκ τοῦ προτέρου ἀστερίσκου . Ἀριστόμηδες ] προδότης ἦν οὗτος . φιλαίτιον ]
οὐχ οὕτως ἔχει ] ἀπ ' ἐντεῦθεν ἕως τοῦ ἑτέρου ἀστερίσκου , τοῦ λόγου τοῦ περὶ τῶν ἐν Χερρονήσῳ ἐπιγραφέντος
5081094 χρηματιζουσα
εἰ ἐπὶ τῶν κέντρων ἢ ἐπὶ τῆς τούτων ἐπαναφορᾶς εἴη χρηματίζουσα καὶ εἰ ἐν ἀγαθοποιοῦ ἀστέρος ζῳδίῳ ἢ μοίραις ἢ
, ἀχρημάτιστος ἐν ἀχρηματίστῳ . καὶ ἐὰν μέν τις διάστασις χρηματίζουσα ἐν [ δὲ ] τοῖς μεταξὺ ἔτεσι μὴ εὑρεθῇ
5079615 πιθοιο
θεῶν ἀνώμοτος φίλος γένοι ' ἂν κἀπικηρυκεύμασιν τάχ ' ἂν πίθοιο : τἀμὰ μὲν γὰρ ἀσθενῆ , τοῖς δ '
θεῶν πρὸς μῦθον ἔειπε : ἦ ῥά νύ μοί τι πίθοιο φίλον τέκος ὅττί κεν εἴπω , ἦέ κεν ἀρνήσαιο
5079114 ἀχρηστου
εἴρηται δὲ ἀπὸ ἰχθύος καλουμένου βλακός , ὁμοίου σιλούρῳ , ἀχρήστου τοσοῦτον ὡς μηδὲ κυνὶ βρώσιμον εἶναι . Πολιτείας τετάρτῃ
μὲν ἐκ τοῦ καταλόγου στρατεύεσθαι ἔφη , ἐκ δὲ τῆς ἀχρήστου ἡλικίας γίνεσθαι τοὺς χορευτάς . ἐπειδὰν δὲ ταῦτα λύσητε
5077636 βιωτεον
μηδενὶ τρόπῳ ἀνεῖναι , ἵνα τῷ ὄντι κατάδηλον γένηται πῶς βιωτέον . καί μοι λέγε : τὰς μὲν ἐπιθυμίας φῂς
τὼ βίω , σκέψασθαι τί τε διαφέρετον ἀλλήλοιν καὶ ὁπότερον βιωτέον αὐτοῖν . ἴσως οὖν οὔπω οἶσθα τί λέγω .
5071438 σταιτος
καὶ κούφως ὑπεζυμωμένου γλυκείᾳ ζύμῃ , ὡς ἐκ στερεωτάτου τοῦ σταιτός : δεῖ δὲ πλείονα χρόνον τρίβεσθαι . ἡ δ
ἤσθιον . καὶ πολφοὶ δέ τι ἐκαλεῖτο , μηρύματα ἐκ σταιτός , ἃ τοῖς ὀσπρίοις ἐνέβαλλον , ἀφ ' ὧν
5070189 σχοινων
τῶν ἐκ τῆς Θηβαΐδος καταφερομένων : ἐντεῦθεν ἀρχὴ τῶν ἑξηκοντασταδίων σχοίνων ἕως Συήνης καὶ Ἐλεφαντίνης : εἶτα ἡ Θηβαϊκὴ φυλακὴ
καὶ Κανδασίς . Κάνδαρα , χωρίον Παφλαγονίας ” ὡς ἀπὸ σχοίνων τριῶν Γάγγρων , καὶ Θάριβα κώμη „ . οἱ
5066839 νοστησω
οὔ . τί μ ' εἴργασαι ; ἀμάχαιρος ἐπὶ βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα
ἡγεόμην Τρώεσσι φέρων χάριν Ἕκτορι δίῳ . εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι πατρίδ ' ἐμὴν ἄλοχόν τε καὶ
5066833 κυριωϲ
γλαυκώϲεωϲ Δημοϲθένουϲ . γλαύκωϲιϲ λέγεται διττῶϲ : ἡ μὲν γὰρ κυρίωϲ γλαύκωϲιϲ μεταβολή ἐϲτι πρὸϲ τὸ γλαυκὸν καὶ ξηρότηϲ καὶ
καὶ ἡ Ἔϲδρα ἀντίδοτοϲ οὐδὲν ἧττον τῶν εἰρημένων . Ἡ κυρίωϲ πλευρῖτιϲ φλεγμονὴ τοῦ τὰϲ πλευρὰϲ ὑπεζωκότοϲ ὑμένοϲ ἐϲτίν ,
5065452 ἐλεγχθειη
τὸν τοσοῦτον πρότερον Πλάτωνος , ἢ πῶς ἂν Πλάτων μᾶλλον ἐλεγχθείη τἀναντία αὐτὸς ἑαυτῷ λέγων ἢ εἰ φαίνοιτο ἅμα τ
ἔχοντα , αὐτὸν ἀποκτιννύναι . πῶς οὖν ἄν τις μᾶλλον ἐλεγχθείη παράνομ ' εἰρηκὼς ἢ πῶς δεινότερ ' ἂν γράφων
5065241 ἀκροται
ὀχημάτων ὄντες , ἀλλὰ γυμνοὶ καθεστηκότες . γρ . καὶ ἀκρόται : ἐξ οὗ ἔσται ἀπὸ τοῦ ἄκρου . εἰ
, ἀλλὰ γυμνοὶ καθεστηκότες . ἀγρόται ] γρ . καὶ ἀκρόται : ἐξ οὗ ἔσται ἀπὸ τοῦ ἄκρου : εἰ
5062120 Πολυκλεους
τὸν κατὰ τὸν ἐμόν . λέγε . [ Ἐπὶ ἄρχοντος Πολυκλέους , μηνὸς βοηδρομιῶνος ἕκτῃ ἐπὶ δέκα , φυλῆς πρυτανευούσης
ἐμὲ περὶ ὑμῶν αὐτῶν ἐλέγετε κακῶς : ἔπειτα καὶ περὶ Πολυκλέους , ᾧ νυνὶ βοηθεῖτε , πάντ ' εἴρηκα πρὸς
5058833 βολιτον
. Βολιναῖος . . . + . . Βολίνη . βόλιτον : βόλβιτον Ἱππῶναξ : βολβίτου κασιγνήτην . εἶτα :
αὐθεκαστότης κίβδηλον . Βόλβιτον ὀλίγοι τινές , οἱ δὲ πλεῖστοι βόλιτον ἄνευ τοῦ δευτέρου β . Γογγυσμὸς καὶ γογγύζειν Ἰακά
5058705 πυραμους
φοινικίνου βῖκός τις ὑπανεῴγνυτο , ἴτρια τραγήμαθ ' ἧκε , πυραμοῦς , ἄμης , ᾠῶν ἑκατόμβη . πάντα ταῦτ '
γὰρ τὸν Εὐριπίδην ὡς πανοῦργον διαβάλλει . εἶδος πλακοῦντος ὁ πυραμοῦς . οὗτος δὲ ἐτίθετο τοῖς διαπαννυχίζουσιν ἔπαθλον , καὶ
5057861 λυσαντα
φανέντων οὐδὲν ἄλλο ἔτι οἰωνιζόμενοι ἐπορεύοντο , ὡς οὐδένα ἂν λύσαντα τὰ τοῦ μεγίστου θεοῦ σημεῖα . Προϊόντι δὲ τῷ
μέγιστον τῶν τοῦ ταλάντου μερῶν , ὡς εἰς ὄνομα κατακερματίσαι λύσαντα τὸ τάλαντον , ἐπεὶ καὶ τρίτον ἂν εἴποις ταλάντου
5056168 κολυμβητου
ὑπάρχει : περὶ γὰρ τῶν συγγραμμάτων Ἡρακλείτου εἴρηται δεῖσθαι βαθέος κολυμβητοῦ . ἀπὸ δὲ λέξεως γίνεται διττῶς ἡ ἀσάφεια :
κομίσαι τὸ βιβλίον : ὃν καὶ εἰπεῖν Δηλίου τινὸς δεῖσθαι κολυμβητοῦ , ὃς οὐκ ἀποπνιγήσεται ἐν αὐτῷ . ἐπιγράφουσι δ
5053339 καταγωνισθεις
. , : Ἔνιοι φασὶν , ὅτι ὁ ἀπὸ Ἡρακλέους καταγωνισθεὶς Ἀνταῖος , Ἰρασσεὺς ἦν , ἀπὸ Ἰράσσων τῶν ἐν
. Ἴρασσαν πρὸς πόλιν Ἀνταίου : ὅτι ὁ ὑπὸ Ἡρακλέους καταγωνισθεὶς Ἀνταῖος Ἰρασσεὺς ἦν ἀπὸ Ἰρασσῶν τῶν ἐν τῇ Τριτωνίδι
5044283 ἀγοραζοντας
τείχη δοκεῖ ταῦτα δεσμωτήρια εἶναι κοινά , ὡς δεδέσθαι μὲν ἀγοράζοντας , δεδέσθαι δὲ ἐκκλησιάζοντας καὶ θεωμένους αὖ καὶ πομπὰς
. Τί ποησάσας ; Ἢν παύσωμεν πρώτιστον μὲν ξὺν ὅπλοισιν ἀγοράζοντας καὶ μαινομένους . Νὴ τὴν Παφίαν Ἀφροδίτην . Νῦν
5039880 Παντικαπαιου
καὶ ὅτι ἡ ναῦς κενὴ διεφθάρη παραπλέουσα εἰς Θευδοσίαν ἐκ Παντικαπαίου . Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ συμπλεῖν Ὑβλησίῳ κυβερνῶν τὴν ναῦν εἰς
: καὶ ἡ ἑξῆς δ ' ἐστὶν εὔγεως χώρα μέχρι Παντικαπαίου , τῆς μητροπόλεως τῶν Βοσποριανῶν ἱδρυμένης ἐπὶ τῷ στόματι
5033498 ἀπολουσιν
εἰ δὲ καὶ ὑπὸ κακοποιῶν θεωρηθῶσιν , καὶ τὰ πατρικὰ ἀπολοῦσιν . ἐὰν δὲ ὁ Ἥλιος καὶ ὁ τριγωνικὸς αὐτοῦ
ὄρχεις ἐξέλκουσιν καὶ τὸν πρωκτὸν διορύττουσιν , καί μ ' ἀπολοῦσιν . μή νυν βαρέως ἄλγει λίαν . καὶ πῶς
5030792 διαχριεσθω
τῷ κόλπῳ ἰσχάδας μετὰ νίτρου ἤ τι τῶν παραπλησίων ἢ διαχριέσθω κεδρίᾳ μετ ' ἐλαίου παλαιοῦ . Ἁπλοῦν δὲ ἐστὶ
ἢ λυκίου ἀφεψήματι ἀναγαργαριζέσθω , ἢ τρυγὶ οἴνου μετὰ μέλιτος διαχριέσθω . ἢ μυρίκης καρπὸν λειώσας μετὰ μέλιτος διάχριε .
5029612 Σινις
καί σύνδεσμος λόχων : λόχοι Λακεδαιμονίων πέντε , Αἰδώλιος , Σίνις , Σαρῖνας , Πλόας , Μεσοάτης προσβάλλειν : τῇ
δὲ ἐπὶ τοῦ ἰσθμοῦ τῆς ἀρχῆς , ἔνθα ὁ λῃστὴς Σίνις λαμβανόμενος πιτύων ἦγεν ἐς τὸ κάτω σφᾶς : ὁπόσων
5029026 θανασιμος
ιεʹ . Ἀνθρώποισιν ἐν τοῖσιν ὠσὶ ῥύπος ὁ μὲν γλυκὺς θανάσιμος , ὁ δὲ πικρὸς οὔ . Καὶ οὗτος ὁ
ἐστιν . ὡς οὖν κατὰ φύσιν ἐστὶν , οὐκ ἔστι θανάσιμος , ἐπειδὴ ἐν τῷ κατὰ φύσιν . πῶς οὖν
5027450 εὐξαιο
καὶ τὸν πηλόν , ἐροίμην ἄν σε ποτέρῳ ἂν ὅμοιος εὔξαιο γενέσθαι : οἶδα γὰρ ὡς αὐτίκα ἕλοιο ἂν ἐκ
, οὕτω καὶ τοῦ παθεῖν κακῶς . τοῦτο γὰρ κἂν εὔξαιο τοῖς θεοῖς , λαβεῖν με τιμωρίαν εἰς τὸ σῶμα
5023600 ἐμβαλοιϲ
εἰ δὲ ἀντὶ τῆϲ ϲκαμμωνίαϲ κνήκου κόκκων κ τὸ ἐντὸϲ ἐμβάλοιϲ καθαίρει φλέγμα : εἰ δὲ πολυποδίου ⋖ δ τὸν
καθαίρει χολήν . εἰ δὲ κνήκου κόκκων κ τὸ ἐντὸϲ ἐμβάλοιϲ ἀντὶ τῆϲ ϲκαμμωνίαϲ καθαίρει φλέγμα . εἰ δὲ πολυποδίου
5023091 φωλεος
νεαρὸν τοῦ προσφάτου : τὸ βίος τοῦ ζωή : τὸ φωλεὸς τοῦ κοίτη : τὸ ἕνεκα τοῦ χάριν : τὸ
ἀπὸ τοῦ χῶ τὸ χωρῶ καὶ ἐξ αὐτοῦ χηραμὸς ὁ φωλεὸς καὶ ἡ κατάδυσις τῶν ὄφεων καὶ σφηκῶν καὶ μελισσῶν
5012445 χιλιαδος
ὁπλίτῃσι καὶ ψιλοῖσι τοῖσι μαχίμοισι ἕνδεκα μυριάδες ἦσαν , μιῆς χιλιάδος , πρὸς δὲ ὀκτακοσίων ἀνδρῶν καταδέουσαι . Σὺν δὲ
Ἴβηρος ” . ἀφ ' οὗ παρὰ Κουαδράτῳ ἐν Ῥωμαϊκῆς χιλιάδος εʹ ἐστὶν Ἰβήροισιν οὕτως ” καί τοι Λίγυσί θ
5008641 λεκαναισι
ἀμύλων καθήμενα . παρῆν δὲ χόνδρος γάλακτι καταμεμιγμένος ἐν καταχύτλοις λεκάναισι κἀμύλου τόμοι . . . ὀπταὶ κίχλαι δ '
' ὄρνεα . Ἐπηλοφόρουν δ ' αὐτοῖσι τίνες ; Ἐρῳδιοὶ λεκάναισι . Τὸν δὲ πηλὸν ἐνεβάλλοντο πῶς ; Τοῦτ '
5007661 ἀκραιφνης
κατ ' ἀνδρῶν δῆτ ' ἐνοικήσει στέγην ; καὶ πῶς ἀκραιφνὴς ἐν νέοις στρωφωμένη ἔσται ; τὸν ἡβῶνθ ' ,
: κἂν γὰρ εἰς τὸ παρὸν ἐλλείπῃ , σώζεται γοῦν ἀκραιφνὴς εἰς τὰ μέλλοντα . Αἱ μὲν κατ ' ὄψιν
5002041 διαλυτον
ἀναλύεται , ἐκεῖνο πρῶτον καὶ ἀρχοειδέστερόν ἐστι : τὸ γὰρ διαλυτὸν εἴς τι πρῶτον ἀναλύεται . ταῦτα καὶ περὶ τοῦ
πᾶν ζῷον θνητόν , οὐ πᾶν ζῷον ἀθάνατον . τὸ διαλυτὸν φθαρτόν , τὸ μένον ἀμετάβλητον ἀίδιον . τὸ ἀεὶ
5000795 ξηραντικος
ἐκφώνησιν . ὁ δὲ τοῦ Ἑρμοῦ κατὰ μὲν τὸ πλεῖστον ξηραντικὸς ὑπάρχων διὰ τὴν πρὸς τὸν ἥλιον κατὰ μέγεθος ἐγγύτητα
. Λιβανωτὸς θερμαντικὸς μέν ἐστι κατὰ τὴν δευτέραν τάξιν , ξηραντικὸς δὲ κατὰ τὴν πρώτην : ἔχει δέ τι καὶ
5000761 λειεντεριη
, ἐπιγενομένης μακρῆς τῆς δυσεντερίης , ὕδρωψ ἐπιγίνεται , ἢ λειεντερίη , καὶ ἀπόλλυνται . Ὁκόσοισιν ἐκ στραγγουρίης εἰλεοὶ γίνονται
ἂν γένοιτο : ἐς δυσεντερίην τεινεσμός : ἀπὸ δὲ δυσεντερίης λειεντερίη : ἐκ δὲ λειεντερίης ἐς ὕδρωπα : καὶ ἐκ
4999200 ἀραιοτητος
ἐπὶ τούτων , ἀλλ ' οὐκ ἀφίστανται τῆς ἰδίας αὐτῶν ἀραιότητος καὶ βραδύτητος , ἀλλ ' ὅσῳ μὲν ἐπὶ τῶν
καὶ τοὺς ἀλλήλοις δὲ ἐπικειμένους κλῶνας ἀφαιρεῖν χρή , καὶ ἀραιότητος προνοεῖν : καὶ τοὺς καμπύλους δὲ περικόπτειν , μάλιστα
4998697 σκωπτομενος
τε ξυνιέναι ὀξύτερος ᾖ καὶ ἀμείνων μνημονεύς . Ὁ αὐτὸς σκωπτόμενος ὑπό τινος ὅτι διὰ σμικρολογίας τοῦτο ποιεῖ εἶπεν :
νόμοις τῆς πατρίδος . Βίας ἔν τινι πότῳ σιωπῶν καὶ σκωπτόμενος εἰς ἀβελτερίαν ὑπό τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν

Back