δὲ τῶν σπονδῶν παιὰν ᾄδεται . ὅταν δὲ τοῖς ἥρωσι θύωσι , βουθυσία μεγάλη γίνεται καὶ ἑστιῶνται πάντες μετὰ τῶν
μητρὶ τῶν θεῶν , ἀκολουθῶν Μενάνδρῳ λέγοντι Μιλησίους , ὅταν θύωσι τῇ Ῥέᾳ , προθύειν Τιτίᾳ καὶ Κυλλήνῳ . .
7937614 θυωσιν
Μακαρεὺς ἐν τῇ τρίτῃ Κῳακῶν , ὅτι ὁπόταν τῇ Ἥρᾳ θύωσιν οἱ Κῷοι οὔτε εἴσεισιν εἰς τὸ ἱερὸν δοῦλος οὔτε
χρηστηριαζόμενοι . Ἡρόδοτος καθάπερ ἔτι καὶ νῦν , ὅταν χρηστήρια θύωσιν ἐν τῷ ἱερῷ . ἱερὰ τούς τε περιβόλους τῶν
6843588 μελλωσιν
τε καὶ εὔχονται αὐτοῖς ὑπὲρ γενέσεως παίδων , ὅταν γαμεῖν μέλλωσιν . ἐν δὲ τῶι Ὀρφέως Φυσικῶι ὀνομάζεσθαι τοὺς Τριτοπάτορας
τοὺς δούλους ἑτέραις ἀνάγκαις , ὑφ ' ὧν καὶ ἢν μέλλωσιν ἀποθανεῖσθαι κατειπόντες , ὅμως ἀναγκάζονται τἀληθῆ λέγειν : ἡ
6765566 πραττωσι
δὲ πράξεις οὔ . Καὶ τοῖς πράττουσιν ἡ ὕλη ὅταν πράττωσι τὸ ὑποκείμενον δίδωσι μένουσα ἐν αὐτοῖς , εἰς τὸ
ἂν ἐν τῇ χώρᾳ μένοντες αὐτῶν καὶ τῶν συμμάχων ἔργα πράττωσι πολεμίων , μηθὲν αὐτοῖς ψηφίζεσθαι φιλάνθρωπον . πολὺς γὰρ
6713257 ἀδικωσιν
τοῦ περὶ τὰ τοιαῦτα , ἀνθρώπων τε , ἵνα μὴ ἀδικῶσιν , καὶ τῶν ἄλλων θηρίων , ἐν αὐτῷ τε
: καὶ περὶ τοῦ λοιποῦ χρόνου εἰπεῖν ὅτι ἂν μὲν ἀδικῶσιν , οὐκ ἐπιτρέψουσιν , ἂν δὲ δίκαια περὶ τοὺς
6501262 ἀρχωνται
τῶν ναυτῶν , τῶν δέ γε ναυτῶν ἀρετή , ἂν ἄρχωνται ὑπὸ τοῦ κυβερνήτου . εἰ δὲ τῆς αὐτῆς ἐπιστήμης
τὴν προειρημένην ἀποθεραπευτικὴν τρῖψιν , ἅμα μὲν ἀναπαύοντες , ὅταν ἄρχωνται καμεῖν , ἅμα δὲ κατὰ βραχὺ διακαθαίροντες τοὺς πόρους
6437966 ἑστιωνται
ὅταν δὲ τοῖς ἥρωσι θύωσι , βουθυσία μεγάλη γίνεται καὶ ἑστιῶνται πάντες μετὰ τῶν δούλων : οἱ δὲ παῖδες ἐν
ὅταν δὲ τοῖς ἥρωσι θύσωσι , μεγάλη βουθυσία γίνεται καὶ ἑστιῶνται πάντες μετὰ τῶν δούλων : οἱ δὲ παῖδες ἐν
6416463 μελλωσι
ῥήτορες ἐν σχήματι ὑπογραφῆς ὁμοῦ καὶ ἐπιγραφῆς . ὅταν γὰρ μέλλωσι δύο τινὰς ὑποθέσεις εἰπεῖν ἀλληλενδέτους καὶ συνεχεῖς , πληρώσωσι
ἄλλοι πάντες οἱ παριόντες εἰς ὑμᾶς , ἐπειδάν τινος κατηγορεῖν μέλλωσι , τοῦτο αὐτοῖς ὑπάρχειν ἀξιοῦσι παρ ' ὑμῶν ,
6399754 τεκωσι
, τὰ πρωτότευκτα ζῷα θύοντες θεῷ , ὅς ' ἂν τέκωσι παρθένοι πρώτως τέκνα τἀρσενικὰ διανοίγοντα μήτρας μητέρων . *
οὐκ ἀπαλλάσσεσθε ; Τότε γὰρ αἱρήσετε ἡμέας , ἐπεὰν ἡμίονοι τέκωσι . Τοῦτο εἶπε τῶν τις Βαβυλωνίων , οὐδαμὰ ἐλπίζων
6316770 διαλεγωνται
ἔδοξεν , εἶπεν : Ἀλλ ' εἰ μὲν ὅταν σοι διαλέγωνται περὶ ἐμοῦ τινες καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄνομα οὐκ
ὤκνουν καλεῖν : ἐπεὶ καὶ ὅταν περὶ τῶν θείων μονάδων διαλέγωνται , ἄλλως μὲν τὴν νοητὴν ἀφορίζονται μονάδα , ἀφ
6239361 ἡκωσι
θερμαινόντων . ὅταν δ ' ἐπὶ πλεῖστον ὑγρότητος καὶ θερμότητος ἥκωσι , νοσώδης ἡ κεφαλὴ γίνεται καὶ ῥᾳδίως ὑπὸ τῶν
ἁπάσης . ἐπαινεῖται γὰρ ὁ δαπανώμενος , ὅταν οἱ μὲν ἥκωσι πεπαιδευμένοι , τὰ δὲ ὅταν καὶ οὕτω κρατῇ :
6205494 δεξωνται
ἀνεῳχθέντες κλεισθῶσιν ὑπὸ τοῦ ἐλαίου ἐπιπωματικοῦ ὄντος , καὶ μὴ δέξωνται ἀέρα ἔκτοθεν . . , . , . λιπαρὸς
τοὺς Ἐπιδαμνίους καὶ Ζακυνθίους καὶ ὥς : καὶ ἐὰν μὴ δέξωνται Κερκυραίους προέσθαι : προδοῦναι ξυγκρούειν δέ : ἀπὸ κοινοῦ
6162019 ἐγχειρωσι
συνέθεντο ἆραι σύσσημον ἐν τῆι ἀγορᾶι πῖλον Λακωνικόν , ἐπειδὰν ἐγχειρῶσι . τῶν δὲ εἱλώτων τινὲς ἐξαγγείλαντες , τὸ μὲν
[ ἄλλοι ] ἀλλήλοις κεκωφωμένοι * * * κατὰ συμπράξεις ἐγχειρῶσι τοῖς αὐτοῖς . τὸ δὲ οὐκ ἐπ ' ὠφελείᾳ
6080357 βουλευωνται
τῇ ἐκκλησίᾳ . Οὐ μέντοι . Ὅταν οὖν περὶ τίνος βουλεύωνται ; οὐ γάρ που ὅταν γε περὶ οἰκοδομίας .
: ἐλεᾷ γὰρ πάντας , κἂν ὦσιν ἁμαρτωλοὶ , κἂν βουλεύωνται περὶ αὐτοῦ εἰς κακά . Οὕτως ὁ ἀγαθοποιῶν νικᾷ
6073180 κακοβιοι
[ καὶ ] αἰτίας καὶ συνοχῆς πεῖραν λαβόντες ἐνδεεῖς καὶ κακόβιοι γενήσονται . ὁμοίως καὶ ἐὰν * * ἐναντιωθῇ τῷ
φείδεσθαι δεομένων . ἐν δὲ τούτωι Καύνιοί τινες ἄνθρωποι , κακόβιοι καὶ ἄποροι καὶ ταπεινῶν ὑπουργημάτων ἕνεκα τῆι τοῦ βασιλέως
6069793 θυῃ
στυγοῦσά με ποιεῖ , προνοουμένη δέ , ἵνα μηδείς με θύῃ . ” οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ῥητόρων πολλάκις καὶ
θεῷ , ἱέρακα Ἀπόλλωνι καὶ τὰ ἑξῆς . ἢν Ἀφροδίτῃ θύῃ πυροὺς : Πυροὺς λέγει τῇ Ἀφροδίτῃ θύειν , ἐπεὶ
6059087 διακλυζονται
καὶ σμύρνῃ καὶ ὅταν πρὸς κοίτην ἀπέρχωνται , ὄξει δριμεῖ διακλύζονται . διαμασῶνται δέ τινες καὶ τὰ τῆς πίτυος φύλλα
τὰ τῆς πίτυος φύλλα , ὅταν ἐκπορεύωνται , καὶ ὕδατι διακλύζονται . τινὲς δὲ καὶ ἄνισον διαμασῶνται ἢ γλυκύῤῥιζον ἢ
6020923 κεφαλους
εἴδη κεστρέων εἶναι κέφαλον καὶ σφηνέα καὶ δακτυλέα . καὶ κεφάλους μὲν λέγεσθαι διὰ τὸ βαρυτέραν τὴν κεφαλὴν ἔχειν ,
λαγωοὺς καὶ συάγρους ἀπέχειν δεῖ . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων κεφάλους καὶ κίχλας καὶ πάντα τὰ ἀλέπιδα ἐσθίειν : ὅσα
6006736 λαμβανωσι
μετρείσθωσαν δὲ καὶ ἄχρις ἂν τοὺς παρὰ τῆς γῆς ἄρτους λαμβάνωσι , σῖτον εἰς τὰς τῶν θεραπόντων διατροφάς : διδόσθω
κἂν ἀγαθοποιοὺς [ δὲ ] διαμετρῶσι καὶ παρ ' αὐτῶν λαμβάνωσι : τριγωνίζοντες δὲ συμφανέστερα τὰ ἀποτελέσματα ποιοῦσι καὶ ἠπιώτερα
6005765 διαφθειρωσι
ἔφη μέλλειν , μὴ κακοὶ φύντες νόμῳ παραλα - βόντες διαφθείρωσι τὰ πράγματα τὸ τοῦ Φαέθοντος παθόντες . οὕτω τὴν
μὲν ἀξιοῦντας εἶναι κρείττους ὅ τι ἂν τοὺς ἥττους ἑκόντες διαφθείρωσι τῇ σφετέρᾳ λυμαίνονται φιλοτιμίᾳ . τὸ γὰρ εἶναι τοὺς
5995370 προθυειν
ὁ δ ' Ἀπόλλων τῶν αὑτοῦ χρησμῳδιῶν ταύτην προὐστήσατο καὶ προθύειν ἐπέταξεν . Ἥφαιστος δὲ ὑπὸ μὲν τοῦ ἔρωτος ἀναγκάζεται
ἀκολουθῶν Μενάνδρῳ λέγοντι Μιλησίους , ὅταν θύωσι τῇ Ῥέᾳ , προθύειν Τιτίᾳ καὶ Κυλλήνῳ . . . , : Περὶ
5987185 ἐμπλεοντες
. Συνίστανται σπανίως λίθοι πωροειδεῖς ἐν τῷ κύτει τῆς ὑστέρας ἐμπλέοντες , οὓς ἐξαίρειν προσήκει : προκενώσας τὴν κοιλίαν κλυστῆρι
δύο μὲν εὐθὺς ηὐτομόλησαν , ἐν ἑτέραις δὲ ἀλλήλοις οἱ ἐμπλέοντες ἐμάχοντο , ἦν δὲ οὐδεὶς κόσμος τῶν ποιουμένων .
5986204 δεωνται
ἱκανά , ἀλλὰ καὶ οἷα καὶ ὅσα ἐκείνοις ὧν ἂν δέωνται . Δεῖ γάρ . Πλειόνων δὴ γεωργῶν τε καὶ
καὶ ἀνέμους καὶ ὕδατα καὶ ὥρας καὶ ὅτου ἂν ἄλλου δέωνται τῶν τοιούτων , ἢ τοιοῦτον μὲν οὐδὲν οὐδ '
5982607 καῃ
δύνοντι καὶ ἀφανεῖς γίνονται νύκτας μ . Ἐν δὲ τῇ καῃ Εὐδόξῳ Ὑάδες ἀκρόνυχοι δύνουσιν . Ἐν δὲ τῇ κγῃ
Ὠρίων ἄρχεται δύνειν : καὶ χειμάζει . Ἐν δὲ τῇ καῃ Εὐδόξῳ Λύρα ἑῷος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ κζῃ
5967570 ἐπικηρυκειας
οἰκείους καιροὺς ποιήσομαι τὸν λόγον . τὰ δὲ περὶ τὰς ἐπικηρυκείας ὑπ ' αὐτῶν γινόμενα , ὅτε τὴν δόξασαν ἀδικεῖν
ὡς Ἡρόδοτος ἱστορεῖ . πολλοὶ δὲ καὶ τῶν βαρβάρων τὰς ἐπικηρυκείας ποιοῦνται μετ ' αὐλῶν καὶ κιθάρας , καταπραύνοντες τῶν
5965333 ἐκτεινηται
πολὺ ἕκαστον , ὅταν ἀδυνατοῦν εἰς αὐτὸ νεύειν χέηται καὶ ἐκτείνηται σκιδνάμενον : καὶ πάντη μὲν στερισκόμενον ἐν τῇ χύσει
καὶ μέλαν . καὶ τὸ μεταβάλλειν τὸ α , ἐπειδὰν ἐκτείνηται , εἰς τὸ η , ὡς τὸ Ἥρη ,
5924305 δοκωσιν
ἴδιον γὰρ ἐλευθέρων οἱ στέφανοι [ καὶ μᾶλλον ὅταν ἀγωνισάμενοι δοκῶσιν εἰληφέναι αὐτούς ] . τὰ δὲ κρυπτὰ ἐλέγχουσι διὰ
ἀρχὰς ἔχοντας , ὥσπερ καὶ Περσῶν καὶ Μήδων οἳ ἂν δοκῶσιν ἄξιοι εἶναι . Ἐπεὶ δ ' ἐδείπνησαν , ἐξῆγε
5906930 ἐκκρινῃ
, ἵν ' ἐπειδὰν εἰς φῶς προέλθῃ , τὴν περιττεύουσαν ἐκκρίνῃ . τό τε γὰρ μηκώνιον καλούμενον περίττωμα [ ὂν
μὴ μόνον ἐρυθρὸς ᾖ , ἀλλὰ καὶ ὅταν πολὺ δάκρυον ἐκκρίνῃ . ξηροφθαλμία δέ ἐστιν , ὅταν οἱ κανθοὶ ἑλκώδεις
5895986 εὐχηται
] ὑπακουσομένων , ἐάν τε ἐν τῇ | πατρίδι αὐτοῖς εὔχηται ἐάν τε , ὡς ἀνυστόν , ἐγγυτάτω | πέλας
ἀνὰ κράτος τὸ ἀδικεῖν ἀποδράσεται . τὸν δὲ Ἰσμαὴλ ὅταν εὔχηται ζῆν , οὐκ ἀπέγνωκε τὴν γένεσιν Ἰσαάκ , ὡς
5890809 ἀποθανωσιν
, ἣν ἂν παίδων ὄντων γνησίων ὁ πατὴρ διαθῆται ἐὰν ἀποθάνωσιν οἱ παῖδες πρὶν ἡβῆσαι , κυρίαν εἶναι . Ὅ
πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν , καὶ οὐ μὴ ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ , ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς
5880398 κελευωσιν
δεῖσθαι Θηβαίων μηδέν , ἀλλ ' ἐπαγγέλλεσθαι βοηθήσειν , ἂν κελεύωσιν , ὡς ἐκείνων ὄντων ἐν τοῖς ἐσχάτοις , ἡμῶν
φίλον ἴδιον ἡγήσασθαι μήτ ' ἐχθρόν , ἐὰν μὴ Ῥωμαῖοι κελεύωσιν : ἔπειθ ' ὅτι Λευκανοὺς οὐ πρότερον ἐποιήσαντο Ῥωμαῖοι
5879091 ἀκουητε
ζητεῖτε τὸν ὑπομνήσοντα ὑμᾶς , ἀλλ ' ἄχθεσθε , ἐὰν ἀκούητε τούτων . εἶτα λέγετε ἀφιλόστοργος γέρων : ἐξερχομένου μου
ἐν κωκυτοῖς , μὴ ἁρπάζετε τὸ θρηνεῖν , ἐάν τινας ἀκούητε ἢ σφαττομένους ἢ ἡττημένους : ἐν τούτῳ γὰρ τῷ
5874889 Ῥεᾳ
: Τάτιος δὲ Ἡλίῳ τε καὶ Σελήνῃ καὶ Κρόνῳ καὶ Ῥέᾳ , πρὸς δὲ τούτοις Ἑστίᾳ καὶ Ἡφαίστῳ καὶ Ἀρτέμιδι
συνάπτει μὲν οὐρανὸν τῇ γῇ , συνάπτει δὲ Κρόνον τῇ Ῥέᾳ , συνεργοῦντος αὐτῷ πρὸς ταῦτα τοῦ ἔρωτος : εἶτα
5861809 μαινονται
ἴδοιμι : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μαινόμενον : ὡς αἱ ἵπποι μαίνονται ἔχοντός τινος τὸ ἱππομανές . λιπαρᾶς ἔκτοσθε παλαίστρας :
καὶ αἱ Θυιάδες ἐπὶ τούτοις τῷ Διονύσῳ καὶ τῷ Ἀπόλλωνι μαίνονται . Τιθορέα δὲ ἀπωτέρω Δελφῶν ὀγδοήκοντα ὡς εἰκάσαι σταδίοις
5846723 γηρασαντες
αἱ θήλειαι βαστάζουσι τοῖς πτεροῖς , ἐν δὲ τῇ συνουσίᾳ γηράσαντες † οἱ ἄρρενες τελευτῶσι . τὴν δὲ λῆρον καὶ
ἐπ ' αὐτῶν δὲ τῶν ἀμπέλων ὅταν ἐπιστρέφωσι ἢ καὶ γηράσαντες ἀποσταφιδωθῶσι . Σχεδὸν δὲ καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις γίνεταί
5845999 ξυγγενηται
ἀνδρὸς , ἢν ἄριστα ἔχωσιν αἱ ὑστέραι . Ὅταν δὲ ξυγγένηται ἐν τῇσιν ἡμέρῃσι τῇσιν εἰρημένῃσιν , ἢν εὐτρεπισθῶσιν αἱ
γάρ τοι τῶν ἐν ἀνθρώποις ἔρως , ἐπειδάν τῳ καθαρῶς ξυγγένηται , οὐ πλοῦτον τέθηπεν , οὐ τύραννον δέδιεν ,
5839438 ἁρπαζοντες
αὐτῇσι οὐκ ἔχουσι . Πρὸς ὦν ταῦτα σοφίζονται τάδε : ἁρπάζοντες ἀπὸ τῶν θηλέων καὶ ὑπαιρεόμενοι τὰ τέκνα κτείνουσι ,
Ἐπειδὴ πολλὰ καὶ παράνομα οἱ πλούσιοι δρῶσι παρὰ τὸν βίον ἁρπάζοντες καὶ βιαζόμενοι καὶ πάντα τρόπον τῶν πενήτων καταφρονοῦντες ,
5811747 Δημων
, πολλὰ δὲ καθαίρει . Ὅθεν καὶ τὴν παροιμίαν . Δήμων . . . : Δωδώνη . . . .
κριθῶν γίνεσθαι , ὡς Ἀντικλείδης ἐν τοῖς ἐξηγητικοῖς ὑποσημαίνει . Δήμων δ ' ἐν τῷ περὶ θυσιῶν φησι : καὶ
5801735 πιστευσωσιν
φησί τις προφητεία δυστυχήσειν τὰ τῇδε πράγματα , ὅταν ἀνδριᾶσι πιστεύσωσιν . λέγει δὲ καὶ ἕτερος προφήτης : συνάξει πᾶσαν
συγγραφάς , τούτου ἕνεκα σημηνάμενοι τίθενται παρ ' οἷς ἂν πιστεύσωσιν , ἵνα , ἐάν τι ἀντιλέγωσιν , ᾖ αὐτοῖς
5796230 μαρτυρησωσι
τῷ πλῷ . ἐὰν οἱ β ἀγαθοποιοὶ μετὰ τοῦ Ἑρμοῦ μαρτυρήσωσι τῷ Ἡλίῳ καὶ τῇ Σελήνῃ καλλίστη καταρχὴ τοῖς ἀναγομένοις
πλῷ . ἐὰν δὲ οἱ δύο ἀγαθοποιοὶ μετὰ τοῦ Ἑρμοῦ μαρτυρήσωσι τῷ Ἡλίῳ καὶ τῇ Σελήνῃ καλλίστην καταρχὴν τοῖς ἀναγομένοις
5785212 Ταυρικῃ
ἐκ τῆς Θρᾴκης καὶ κομισθέντας εἰς τὸν Πόντον προσχεῖν τῇ Ταυρικῇ , τὴν ἀγριότητα τῶν ἐγχωρίων ἀγνοοῦντας : νόμιμον γὰρ
ξβʹ μηʹ ∠ ʹʹ Πόλεις δὲ εἰσὶ μεσόγειοι ἐν τῇ Ταυρικῇ Χερσονήσῳ αἵδε : Τάφρος ξʹ γοʹʹ μηʹ δʹʹ Ταρῶνα
5765031 πνεῃ
κεκαυμένα ἢ σηπίας ὄστρακα μέλιτος ἐπισταζομένου βραχέος . Ὅπως δὲ πνέῃ τὸ σῶμα ἡδύ , τῇ ἁφῇ καταμίσγειν κόμην κυπαρίσσου
δὲ εἴσω εἰς Φᾶσιν , καὶ λέγεται , ὅταν βορρᾶς πνέῃ , ὡς καλοὶ πλοῖ εἰσιν εἰς τὴν Ἑλλάδα .
5754105 ἑψητους
τὴν τροφὴν λίχνοι , παρασκευάζοντες ἐν τοῖς δείπνοις θρῖα καὶ ἑψητοὺς καὶ ἀφύας καὶ ἐγκρασιχόλους καὶ ἀλλᾶντας καὶ σχελίδας καὶ
ἀπὸ τῆς διφροφόρου : χρηστὸς εἶ καὶ κόσμιος . Τοὺς ἑψητοὺς καὶ τοὺς πέρδικας ἐκείνους . Ἀλλ ' ἴθι προσαύλησον
5740451 Τριτοπατορας
γαμεῖν μέλλωσιν . ἐν δὲ τῶι Ὀρφέως Φυσικῶι ὀνομάζεσθαι τοὺς Τριτοπάτορας Ἀμαλκείδην καὶ Πρωτοκλέα καὶ Πρωτοκρέοντα , θυρωροὺς καὶ φύλακας
ρες : Δήμων ἐν τῆι Ἀτθίδι φησὶν ἀνέμους εἶναι τοὺς Τριτοπάτορας . Φιλόχορος δὲ τοὺς Τριτοπάτορας πάντων γεγονέναι πρώτους .
5727585 Αὐτομολοις
ὄρθριον . καὶ τῶν καλουμένων δὲ ΜΕΛΙΚΗΡΙΔΩΝ μνημονεύει Φερεκράτης ἐν Αὐτομόλοις οὕτως : ὥσπερ τῶν αἰγιδίων ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος
ὅπερ ἀγνοήσαντές τινες γράφουσι πασσυδεί . ἔστι δὲ καὶ ἐν Αὐτομόλοις Φερεκράτους . παππίζειν : τὸ πάππαν καλεῖν . πάππος
5712964 παρασιτοι
ἀλλὰ τὸν τῶν παρασίτων βίον . ἐκαλοῦντο δὲ δαιτυμόνες οἱ παράσιτοι τότε . πῶς οὖν λέγει ; πάλιν γὰρ ἄξιον
κατεπίνετο , καὶ παιδομαθὴς πρὸς αὐτὸ τὴν διάνοιαν ἦν . παράσιτοι δ ' ἐπ ' ὀνόματος ἐγένοντο Τιθύμαλλος μέν ,
5710190 κεφαλοι
καὶ ἔμβρωμα καὶ πλάδων καὶ ναυτίας ποιητικά , μάλιστα οἱ κέφαλοι : πνεύμων μέντοι ἐρίφειος δίσεφθος δοκεῖ ἐπὶ πᾶσι βρωθεὶς
εἰς ὅσον τὸ χεῖλος αὐτῆς προσπελάζει τῷ ὕδατι . οἱ κέφαλοι δὲ καὶ οἱ τούτοις ὁμοειδεῖς κεστρεῖς , ἤτοι τῇ
5705761 ἀλεκτρυονες
: καὶ ἀπὸ τῶν ὤτων ἑκατέρωθεν εἶχε κρεμάμενα ὥσπερ οἱ ἀλεκτρυόνες τὰ κάλλαια : βαρεῖα δ ' ἦν ἡ φωνή
ὡς πατραλοίας τοῦτον ἀποδέχεται τὸν νόμον . τοιοῦτοι δὲ οἱ ἀλεκτρυόνες . . τὸν ὄρνιν ἐκεῖνον . . ἀντὶ τοῦ
5685326 γαμουσιν
. Ὑμὴν ὤ , Ὑμέναι ' ὤ . Ἕπεσθέ νυν γαμοῦσιν , ὦ φῦλα πάντα συννόμων πτεροφόρ ' , ἐπὶ
, ἡ δὲ Ἀφροδίτη ἐν καλοῖς , καὶ οὕτω καλῶς γαμοῦσιν , μετά τινος μέντοι ζημίας , ἐὰν δὲ ἡ
5670118 νοωμεν
ἐστίν . Τὸ νοοῦν καὶ κρῖνον , ὅταν ὁρῶμεν καὶ νοῶμεν , ὅτι τε ὁρῶμεν καὶ ὅτι νοοῦμεν , τὸ
κατὰ παραύξησιν δέ , ὅταν ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου κινούμενοι νοῶμεν , οἷον ὃς οὐκ ἐῴκει ἀνδρί γε σιτοφάγῳ ,
5666097 κολαζητε
περὶ τῆς τούτου κολάσεως , ἀλλ ' ἐὰν καὶ μὴ κολάζητε τοὺς τοιούτους . κοινῇ μὲν γὰρ ἅπαντας ἀνθρώπους ἠδίκει
. Ὡς δ ' ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι , ἐὰν μὲν κολάζητε τοὺς ἀδικοῦντας , ἔσονται ὑμῖν οἱ νόμοι καλοὶ καὶ
5662047 ἐφευγομεν
, ξένος ἦν Κηφισόδοτος ὁ τούτου πατήρ , καὶ ὅτε ἐφεύγομεν , ἐν Θήβαις παρ ' ἐκείνῳ κατηγόμην καὶ ἐγὼ
ἰλίῳ ἔσται τὸ ὑπὸ σκότον καλυφθέντες τῷ πλήθει τῶν βελῶν ἐφεύγομεν : ἐὰν δὲ ἔνδον τῇ οἰκίᾳ εἰς τοὺς σκοτεινοὺς
5659659 μαγειροι
μὲν αὐτουργοῦσα τὰ αὑτῆς ἔργα νομίσματος ἀποδιδοῖτο , ὥσπερ οἱ μάγειροι καὶ οἱ βαλανεῖς , αὐτοπωλικὴ ἂν ἐν δίκῃ καλοῖτο
οἱ προγάστορες . τέτταρες δ ' αὐλητρίδες ἔχουσι μισθὸν καὶ μάγειροι δώδεκα , καὶ δημιουργοὶ μέλιτος αἰτοῦσαι σκάφας . τὸ
5645410 ἐξηγωνται
πρῶτον μὲν τοῖς θεοῖς ἐξελεῖν ὁποῖ ' ἂν οἱ μάγοι ἐξηγῶνται , ἔπειτα τἆλλα χρήματα παραδεχομένους ἐν ζυγάστροις στήσαντας ἐφ
, οἷς πάντα πείθονται αἱ πόλεις καὶ ὅπως ἂν ἐκεῖνοι ἐξηγῶνται καὶ συμβουλεύωσιν , οὕτω πράττουσιν , ἐάν τε πολεμεῖν
5644389 τυγχανωσιν
καὶ ὁ τοῦ Κρόνου καὶ ὁ τῆς Ἀφροδίτης καὶ αὐτοὶ τυγχάνωσιν ἀνατολικοί τε καὶ ἰδιοπροσωποῦντες ἢ καὶ ἐπίκεντροι , εὐδαιμονίαν
εὐθύγραμμον σχῆμα πάντως εἰς τρίγωνα τοσαῦτα , ὅσαιπερ ἂν αὐτοῦ τυγχάνωσιν αἱ πλευραί , αὐτὸ δὲ τὸ τρίγωνον τὸ αὐτὸ
5642022 Πισαιοι
τῷ Φείδωνι , τετάρτῃ δὲ ὀλυμπιάδι καὶ τριακοστῇ στρατὸν οἱ Πισαῖοι καὶ βασιλεὺς αὐτῶν Πανταλέων ὁ Ὀμφαλίωνος παρὰ τῶν προσχώρων
Ἠλείους : ὡς δὲ ἐτελεύτησεν ὁ Δαμοφῶνοὐ γὰρ δὴ οἱ Πισαῖοι συνεχώρουν μετέχειν δημοσίᾳ τοῦ τυράννου τῶν ἁμαρτημάτων , καί
5641761 Κορῃ
εὔφορον πάνυ καὶ καλόν , ἔνθα καὶ τὸ πάθος τῇ Κόρῃ φασὶν ἀνθιζομένῃ γενέσθαι , καὶ ποταμὸς ἔστι Ζυγάκτης ,
ἀκριβοῦντες δόκιμοι . εὔξαντο δὲ καὶ τῇ Βουλαίᾳ καὶ τῇ Κόρῃ διά τε τῶν ἱεροφαντῶν καὶ τοῦ δᾳδούχου σωτηρίαν αὑτοῖς
5640257 πινωσιν
ἐπὶ τῷ σίτῳ , ἢ πίνειν ἀηδῶς , ὅταν ὕδωρ πίνωσιν , ἀναμνησθήτω πῶς μὲν ἡδὺ μᾶζα καὶ ἄρτος πεινῶντι
σκορόδοιο ποθεῖσα . Καί τε σὺ μήκωνος κεβληγόνου ὁππότε δάκρυ πίνωσιν , πεπύθοιο καθυπνέας : ἀμφὶ γὰρ ἄκρα γυῖα καταψύχουσι
5635537 πολυπληθειᾳ
ἀνθρώποις ἐπεκτείνειν οὐκ ἂν οἶμαι τῇ τῶν ἀγγέλων καὶ δαιμόνων πολυπληθείᾳ τῶν ἀνθρώπων αἱ ψυχαὶ γένοιντ ' ἂν ἰσάριθμοι .
τὰς πολιτείας καὶ τὰς πολιτικὰς πράξεις , ὅτε μὴ μόνον πολυπληθείᾳ ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ ἀνδρείᾳ χορηγοῦνται . ὅθεν ἁμαρτάνουσι πολλοί
5631032 σιντης
πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος . ὅταν καρηβαρεῦντας : ὅταν ὁ σίντης ἤγουν ὁ Ναύπλιος ὁ Παλαμήδους πατὴρ φαίνῃ περὶ τὸν
Σίντιες οἱ σινωταί , κακοῦργοι : ὅθεν καὶ ὁ λέων σίντης λέγεται . τινὲς δὲ τοὺς ἐν τῇ Λήμνῳ κατοικοῦντας
5626586 οἰωνται
τοὺς ἀνθρώπους καὶ βλάπτον , ὅτι ἐὰν τιμῶσιν αὐτὰ καὶ οἴωνται διὰ τούτων μόνων εἶναι τὸ εὐδαιμονεῖν , [ καὶ
Σκιρῖται καὶ οἱ προερευνώμενοι ἱππεῖς : ἢν δέ ποτε μάχην οἴωνται ἔσεσθαι , λαβὼν τὸ ἄγημα τῆς πρώτης μόρας ὁ
5621397 καταπληκτικα
, καὶ τὸ σταθερόν : τὰ γὰρ γλαυκόφθαλμα τῶν ζώων καταπληκτικὰ , καὶ θυμωδέστερα : ἢ γλαυκῶπις λέγεται μεταληπτικῶς ,
δὴ τῶν δαιμονίων ἐστὶν ἡμερώτερα : τὰ δὲ τῶν ἀρχόντων καταπληκτικὰ μέν ἐστιν , εἰ περὶ τὸν κόσμον ἐνεξουσιάζουσι ,
5611586 λαγωοι
, ἐφ ' ᾧ πάλιν ἄρτος μέγας καὶ χῆνες καὶ λαγωοὶ καὶ ἔριφοι καὶ ἕτεροι ἄρτοι πεπονημένοι καὶ περιστεραὶ καὶ
βαρὺ πῆμα . Ὡς δ ' ὅταν αἰετὸν ὠκὺν ὑποπτώσσωσι λαγωοὶ θάμνοις ἐν λασίοισιν , ὅτ ' ἐγγύθεν ὀξὺ κεκληγὼς
5603478 μεταπεσῃ
δὲ τὰ δεξιὰ καὶ τὰ ἀριστερὰ ἀριστερὰ τοὐναντίον , ὅταν μεταπέσῃ συμπηγνύμενον ᾧ συμπήγνυται φῶς , τοῦτο δέ , ὅταν
ἐπαιρόμενοι δοκοῦσί μοι κάλλιστα συνηγορεῖν αὐτῇ καὶ παρασκευάζειν ὅπως ἐπειδὰν μεταπέσῃ , μηδεὶς αὐτῇ μέμφηται . τοὐναντίον γὰρ ἅπαντες τῇ
5601959 βουθυσια
παιὰν ᾄδεται . ὅταν δὲ τοῖς ἥρωσι θύσωσι , μεγάλη βουθυσία γίνεται καὶ ἑστιῶνται πάντες μετὰ τῶν δούλων : οἱ
; καὶ πῶς οὐ γελοῖον , ὁπότε περιφανὴς ἦν ἡ βουθυσία καὶ πᾶσι γνώριμος ; πῶς δ ' ἂν ἦλθεν
5599079 πλειας
τὰ διδόμενα : ἢ ἀπὸ τοῦ δι ' αὐτῆς τὰς πλείας διεξιέναι πράξεις . Δραθεῖν . τὸ κοιμᾶσθαι . δρήθω
τὰ διδόμενα : ἢ ἀπὸ τοῦ δι ' αὐτῆς τὰς πλείας διεξιέναι πράξεις . Δραθεῖν . τὸ κοιμᾶσθαι . δρήθω
5598369 μελαναιγις
. . . . . ] ἐπέρχεσθαι τοὺς ἁμαρτάνοντας . μελαναιγὶς ] ἡ τὴν μέλαιναν καὶ φοβερὰν αἰγίδα ἔχουσα .
μέλαιναν καὶ φοβερὰν αἰγίδα ἔχουσα . μελαναιγὶς ] θανατηρά . μελαναιγὶς ] μέλαιναν αἰγίδα φοροῦσα . θ μελαναιγὶς ] ἡ
5595097 προσφερωνται
ἡσυχίας ποιούμενος τὸν λόγον , ἵν ' οἱ γυμναζόμενοι μὴ προσφέρωνται τὰ σιτία εὐθέως , καθάπερ ἔθος , ἔτι διασῴζοντες
ἐπαινῶ τὰ τοιαῦτα τῶν φαρμάκων , ἐπειδὰν καθ ' ἑαυτὰ προσφέρωνται : βλάπτουσι γὰρ τὰ μέγιστα , εἰ καὶ παρηγορεῖν
5589127 ῥεχθῃ
ὅταν πραχθῶσι τὰ πράγματα οὕτως ὡς λέγω . . γράφεται ῥεχθῇ , τυπωθῇ , ἑδραιωθῇ . . μαλακογνώμων ] ταπεινός
πραχθῶσι τὰ πράγματα οὕτως ὡς λέγω . * : ταύτῃ ῥεχθῇ : Ὅταν τυπωθῇ ὑπὸ τῶν Μοιρῶν καὶ ἑδραιωθῇ οὕτως
5586674 τρωγουσι
μέλη . ἄφωνος ἐγένετο , ἔπειτα μέντοι πάλιν ἀνηνέχθη . τρώγουσι μύρτα καὶ πέπονα μιμαίκυλα . κἄπειτ ' ἰδὼν ἀσφάραγον
καὶ τοὺς ἰσχνοὺς τῶν ἀνθρώπων φιβάλεις ἐκάλουν . τρώξονται ] τρώγουσι . Γ τρώξονται ] φάγωσι . βαβαί ] θαυμαστικόν
5582231 εἱλιποδες
ἵνα πάρα μὲν κάραβοι καὶ βατίδες καὶ λαγῲ καὶ γυναῖκες εἱλίποδες . καὶ Ἐπίχαρμος ἐν Ἥβας γάμῳ : ἦν δὲ
πάρα μὲν κάραβοι καὶ βατίδες καὶ λαγῴ , καὶ γυναῖκες εἱλίποδες . οὐ πῦρ οὐδὲ σίδηρος οὐδὲ χαλκὸς ἀπείργει μὴ
5572902 Ἀτθιδι
καὶ ταῦτα , ὁποῖα λέγεται , πρότερον ἔτι ἐν τῇ Ἀτθίδι συγγραφῇ . Περσεῖ δ ' ἐς Λιβύην καὶ ἐπὶ
κατὰ τὸν Ἄλεξιν οὐδενὸς ἐμψύχου μεταλαμβάνεις , ὅς φησιν ἐν Ἀτθίδι τάδε : ὁ πρῶτος εἰπὼν ὅτι σοφιστὴς οὐδὲ εἷς
5567227 ἀκουωσι
αἴνιγμαἀλλὰ πέμπωμεν τοὺς προεροῦντας Θηβαίοις ἀπέχεσθαι Λακεδαιμονίων . κἂν μὲν ἀκούωσι ταῦτα καὶ πείθωνται , οὔτε πρὸς τούτους ὑπεναντίον ἡμῖν
τιμᾶν . ὅταν γὰρ οἱ μέγιστοι καὶ σεμνότατοι ῥᾳδίως κακῶς ἀκούωσι , καὶ ταῦθ ' ὑπὸ τῶν σοφωτάτων εἶναι δοκούντων
5560501 δωσι
ἀνηιρηκότες πρότερον τὸν Ἆγιν αἰσθόμενοι τοῦτο καὶ φοβηθέντες μὴ δίκην δῶσι τοῦ Ἀρχιδάμου κατελθόντος , ἐδέξαντο μὲν αὐτὸν εἰς τὴν
τοῦτο . Δώσεις οὖν δραχμήν ; Ναί , ναίκι , δῶσι . Τἀργύριον τοίνυν φέρε . Ἀλλ ' οὐκ ἔκὠδέν
5548001 χλιαρους
αὐτὸν ἀναφερομένας κωμῳδίας ἐν Διονύσῳ δευτέρῳ : ταγηνίας ἤδη τεθέασαι χλιαροὺς σίζοντας , ὅταν αὐτοῖσιν ἐπιχέῃς μέλι ; καὶ Κρατῖνος
, εἴσαγε διὰ πασῶν Νικολᾷδας Μυκονίας . ταγηνίας ἤδη τεθέασαι χλιαροὺς σίζοντας , ὅταν αὐτοῖσιν ἐπιχέῃς μέλι ; καὶ ταῦτα
5543963 Φησεις
: ὅταν δὲ χρῆσθαι , ἡ ἀμπελουργική ; Φαίνεται . Φήσεις δὲ καὶ ἀσπίδα καὶ λύραν ὅταν δέῃ φυλάττειν καὶ
τοῦτον ὀκλαδίαν πόει . Μακάριος εἰς τἀρχαῖα δὴ καθίσταμαι . Φήσεις γ ' , ἐπειδὰν τὰς τριακοντούτιδας σπονδὰς παραδῶ σοι
5539154 κερκῳ
γενέσθαι . Κερκωπίζειν : ἡ παροιμία ἀπὸ τῶν προσσαινόντων τῇ κέρκῳ ζώων μετενήνεκται . Ἄμεινον δὲ ἀπὸ τῶν Κερκώπων ,
. Φράζευ , Ἐρεχθεΐδη , κύνα Κέρβερον ἀνδραποδιστήν , ὃς κέρκῳ σαίνων ς ' , ὁπόταν δειπνῇς , ἐπιτηρῶν ἐξέδεταί
5535918 πραττωσιν
ἄρα ταύτῃ οἰκοῦνται αἱ πόλεις , ὅταν τὰ αὑτῶν ἕκαστοι πράττωσιν ; Οἶμαι ἔγωγε , ὦ Σώκρατες . Πῶς λέγεις
δὴ τοῦτον ἀκαιρότερον ὄντα ἢ χρή , ὅταν ἃ βούλονται πράττωσιν , ἔλαθον αὐτοί τε ἀπολέμως ἴσχοντες καὶ τοὺς νέους
5535198 πινωσι
Ἀνερροθίαζε περὶ τὰ χείλη τῆς νεώς . Ὅταν δὲ δὴ πίνωσι τὴν ἐπιδέξια . Οἴνου παρόντος ὄξος ἠράσθη πιεῖν .
, ὥς φησι Γαληνός . Διαβήτης λέγεται , ὅταν ἅμα πίνωσι καὶ οὐρῶσι συνεχῶς : λέγεται δὲ καὶ εἰς τὰ
5533631 Ἀρειᾳ
ʹ . Ἡ Δραγγιανὴ περιορίζεται ἀπὸ μὲν δύσεως καὶ ἄρκτων Ἀρείᾳ κατὰ τὴν ἐκτεθειμένην διὰ τοῦ Βαγώου ὄρους γραμμὴν ,
. Οἱ δὲ περὶ τὸν Ἱππόθοον προσβαλόντες τῇ κώμῃ τῇ Ἀρείᾳ πολλοὺς μὲν τῶν ἐνοικούντων ἀπέκτειναν καὶ τὰ οἰκήματα ἐνέπρησαν
5523050 Κρητικων
μαστιγοῦν εἰσι τοὺς ἐλευθέρους . Σωσικράτης δ ' ἐν δευτέρῳ Κρητικῶν τὴν μὲν κοινήν , φησί , δουλείαν οἱ Κρῆτες
ἢ κατεσκειρῶσθαι , ὡς Ἀπολλόδωρος . Θεόφραστος δὲ ἀπὸ τῶν Κρητικῶν Κορυβάντων : τῶν γὰρ Κορυβαντικῶν ἱερῶν οἷον ἀντίγραφα αὐτοὺς
5520115 θυονται
πανήγυρίς ἐστι τῆς Ἥρας τὰ λεγόμενα Ἥραια ἢ Ἑκατόμβαια . θύονται γὰρ ἑκατὸν βόες τῇ θεῷ . τὸ δὲ ἔπαθλον
τὸ δὲ καὶ ἐπ ' ἀνθρώπου τάσσεται . θύουσι καὶ θύονται διαφέρει . θύουσι μὲν γὰρ οἱ σφάττοντες τὰ ἱερεῖα
5518281 Σημος
μαντικῆς ἀλήθειαν , Διονύσου δὲ διὰ τὴν ἐν μέθῃ . Σῆμος δ ' ὁ Δήλιός φησι : τρίπους χαλκοῦς ,
Ὀρεστάδου . . Παρμενίσκος δὲ ὁ Μεταποντῖνος , ὥς φησιν Σῆμος ἐν ε Δηλιάδος [ . ] , καὶ γένει
5516203 κενεβρειον
καὶ ἡ ἀγορὰ δέ , ὅπου πωλεῖται τὰ τοιαῦτα , κενέβρειον λέγεται . καρυκοειδέα : καρύκη εἶδός ἐστιν ὑποτρίμματος ἐκ
θ ' ἁρμονίαις χιάζων ἢ σιφνιάζων . Οὐκ ἔσται , κενέβρειον ὅταν θύσῃς τι , καλεῖν με . Τί γὰρ
5514913 Κροκωνιδων
θύοντας , . : Θεοίνια : Λυκοῦργος ἐν τῇ διαδικασίᾳ Κροκωνιδῶν πρὸς Κοιρωνίδας . Τὰ κατὰ δήμους Διονύσια Θεοίνια ἐλέγετο
πρὸς τὴν Μιξιδήμου γραφήν . Προσχαιρητήρια : Λυκοῦργος ἐν τῇ Κροκωνιδῶν διαδικασίᾳ . ἑορτὴ παρ ' Ἀθηναίοις ἀγομένη ὅτε δοκεῖ
5513592 κωλυθῃ
διὰ τοῦ κενοῦ λέγοντες διιέναι χώραν ζητοῦσιν , ἵνα μὴ κωλυθῇ : ὥστε , εἰ ἔτι μᾶλλον οὐ κωλύσει τὸ
ἁμαρτίαις ὑμῶν . δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [ κωλυθῇ καταβῆναι ] ὑμῖν , καὶ δρόσῳ καὶ [ νεφέλῃ
5509011 Ὀδοντες
ἐπιφάνεια ἢ δέρματος ἄφαψις σκληρὰ καὶ ξηρά . πζʹ . Ὀδόντες εἰσὶν οἱ διαιροῦντες τὴν τροφὴν καὶ κατεργαζόμενοι καὶ συνεργοῦντές
εἰσὶν , οἷον ὄροφοι τῶν ὠπῶν : οὕτω Σωρανός . Ὀδόντες . παρὰ τὸ ἔδειν καὶ ἐσθίειν , ἐδόντες καὶ
5508793 ποδωκεις
σημανοῦσιν εἰς τὴν πόλιν . Εἶναι δὲ τοὺς ἡμεροσκόπους καὶ ποδώκεις , οἳ ὅσα μὴ οἷά τε διὰ τῶν σημείων
παραπλησίως , ἀλλ ' ὅστις τοὺς γαύρους καὶ εὐηνίους καὶ ποδώκεις ἅμα καὶ διαρκεῖς , οὕτω δὴ καὶ φιλόλογον καὶ
5508535 τακτῃ
” καὶ οἱ μὲν κατέφαγον τὰ σῦκα . τῇ δὲ τακτῇ ὥρᾳ ὁ δεσπότης λουσάμενος καὶ ἀριστήσας , εὐπέπτως ἔχων
ἐλθεῖν , ἅμα δὲ καὶ τὸν Αἴσωπον . τῇ οὖν τακτῇ ὥρᾳ ἐλθόντες κατεκλίθησαν ἐν τῷ δείπνῳ . καὶ τῶν
5507999 τρυγωσι
δὲ Διονύσου ἐπίθετον , ἀπὸ τοῦ τὸ πρόσωπον μολύνεσθαι ἐπειδὰν τρυγῶσι τῷ ἀπὸ τῶν βοτρύων γλεύκει καὶ τοῖς χλωροῖς σύκοις
πανοῦργον ἐγγλωττογαστόρων γένος , οἳ θερίζουσίν τε καὶ σπείρουσι καὶ τρυγῶσι ταῖς γλώτ - ταισι συκάζουσί τε : βάρβαροι δ
5507633 ἠστραγαλιζον
δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ παλαιόν , ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον , μᾶζαι δ ' ἐν ταῖσι παλαίστραις Αἰγιναῖαι κατεβέβληντο
ἀλαλητός . μήτρας δὲ τόμοις καὶ χναυματίοις οἱ παῖδες ἂν ἠστραγάλιζον . οἱ δ ' ἄνθρωποι πίονες ἦσαν τότε καὶ
5502737 θελωσιν
: εἰ δ ' ἡττηθῇ , στερηθήσεσθαι ὧν ἂν ἐκεῖναι θέλωσιν . Ὑπέρτεραι δὲ αἱ Μοῦσαι γενόμεναι , καὶ τῶν
, οὐ θέλουσι : διόπερ ἀδικοῦνται , ἵνα θεοὺς εἶναι θέλωσιν : εἰ γὰρ μὴ θέλουσιν εἶναι θεούς , οὐ
5502660 ἀποκειρεται
ἡμεῖς ἄφαντοι δυσόμεσθ ' Ἡρακλέους . ὀτοτοτοῖ , στέναξον : ἀποκείρεται σὸν ἄνθος πόλεος , ὁ Διὸς ἔκγονος , μέλεος
Ἑρμῆς κομᾷ καὶ τῷ κροτάφῳ καὶ τοῖς σφυροῖς . τότε ἀποκείρεται καὶ πόλις , ὅτε ἁλίσκεται , καὶ γυνὴ τότε
5495808 ἐμπεσωσι
καὶ βριθομένας τοῖς ἰχθύσιν : ὅταν δὲ ἐς τὴν ναῦν ἐμπέσωσι , διαφαίνεται τῆς εὐθηρίας τὸ μαρτύριον ἐκ τοῦ πλήθους
κατ ' ἴξιν . Ἢν οὖν ἀμφότεραι ἐκπεσοῦσαι μὴ αὐτίκα ἐμπέσωσι , θνήσκουσι δεκαταῖοι οὗτοι μάλιστα πυρετῷ ξυνεχέϊ , νωθρῇ
5495323 Πρωρος
δικαιοσύνης . . . . . . . , Κυρηναῖοι Πρῶρος . . . , Θεόδωρος . . . ἐφ
Πυθαγορείων , διαβολὴν ἂν ἔφερε τῇ μεθόδῳ : ἐπεὶ δὲ Πρῶρος μὲν ὁ Πυθαγόρειος πολλὰ καὶ σεμνὰ καὶ θεοπρεπῆ περὶ
5494641 Μεγαρικῃ
ἐν δ ' Ἀχαρνεῦσιν καὶ ὡς πλεοναζόντων αὐτῶν ἐν τῇ Μεγαρικῇ . περισπῶσι δ ' οἱ Ἀττικοὶ παρὰ τὸν ὀρθὸν
Νῖσαν οὕτως εἴρηκεν : ἦν γὰρ ὁ . . . Μεγαρικῇ . ἐκεῖθεν ἀπῳκισμένη πρόσχωρος [ τοῦ Κιθαιρῶνος ] ,
5493429 ἀποθανωσι
τοὺς βασιλέας θάπτουσι . Τοὺς δὲ ἄλλους Σκύθας , ἐπεὰν ἀποθάνωσι , περιάγουσι οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες κατὰ τοὺς φίλους ἐν
οἷον φόρημα ὁ φόβος : ἔνιοι γὰρ φοβούμενοι μὴ ληφθέντες ἀποθάνωσι προαποθνῄσκουσιν ὑπὸ τοῦ φόβου , οἱ μὲν ῥιπτοῦντες ἑαυτούς
5490501 εἰπωσι
ἄλλας νήσους οἰκουμένας ἔστιν ἰδεῖν , οὐδὲν ἐχούσας ὅ τι εἴπωσι καὶ παρ ' ὧν φόρον ἐκλέγειν ὑμῖν πρὸ τοῦ
, τῶν εἰς ἁρπαγὴν ἐξουσίαν λαβόντων ἔσται ; ἐὰν οὖν εἴπωσι προσελθοῦσαι ὅτι , ὦ βασιλεῦ , ἀλλ ' ἡμεῖς
5488444 ὑβριζετε
σὺ καὶ ὁ Χαιρεφῶν , ἁμαρτάνετε , ἀθετεῖτε . , ὑβρίζετε . ἐσκοπεῖσθον ] ἐσκοπεῖσθε . ἐσκοπεῖσθε ] ἐπιτηρεῖτε ,
καὶ τὰς οἰκίας καὶ ταῦτ ' ἀπογράφειν , ἐδεῖτε καὶ ὑβρίζετε πολίτας ἀνθρώπους καὶ τοὺς ταλαιπώρους μετοίκους , οἷς ὑβριστικώτερον
5488267 Μελαγχλαινων
τῶν ἀπειπαμένων τὴν σφετέρην συμμαχίην , πρώτην δὲ ἐς τῶν Μελαγχλαίνων τὴν γῆν . Ὡς δὲ ἐσβαλόντες τούτους ἐτάραξαν οἵ
Σκυθέων οἰκέουσι Μελάγχλαινοι , ἄλλο ἔθνος καὶ οὐ Σκυθικόν . Μελαγχλαίνων δὲ τὸ κατύπερθε λίμναι καὶ ἔρημός ἐστι ἀνθρώπων ,
5486514 Δαυνιοις
περιοικοῦντες ἰδίως Ἄπουλοι προσαγορεύονται , εἰσὶ δὲ ὁμόγλωττοι μὲν τοῖς Δαυνίοις καὶ Πευκετίοις : οὐδὲ τἆλλα δὲ διαφέρουσιν ἐκείνων τό
Διομήδους βοηθῆσαι αὐτῷ ὑποσχόμενος αὐτῷ δώσειν τῆς γῆς μέρος . Δαυνίοις ἔκτισε πόλιν , ἥντινα Ἵππιον Ἄργος ἐκάλεσεν . ὕστερον

Back