πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος . ὅταν καρηβαρεῦντας : ὅταν ὁ σίντης ἤγουν ὁ Ναύπλιος ὁ Παλαμήδους πατὴρ φαίνῃ περὶ τὸν | ||
Σίντιες οἱ σινωταί , κακοῦργοι : ὅθεν καὶ ὁ λέων σίντης λέγεται . τινὲς δὲ τοὺς ἐν τῇ Λήμνῳ κατοικοῦντας |
εὖ ἂν εὖ οἷ : τὸ εὖ ἂν εὖ οἷ Βακχικὰ ἐπιφθέγματα : εἰσὶ δὲ ἐπιρρήματα θειασμοῦ . διόρισον [ | ||
ὠμησταὶ τετράπεζοι ἐνὶ σφίσιν ὠρύονται . Ἔνθεν ἐγὼν ἐδάην καὶ Βακχικὰ νεβρίταο δῶρα λίθου , Βρομίῳ κεχαρισμένα : τόν περ |
: ταῖς * μακεδναῖς : ὑψηλαῖς ἄγραυλοι : ὅτε οἱ ἄγραυλοι , τουτέστιν οἱ ποιμένες , καταλείψαντες τὰ ἔργα τῶν | ||
ἐπ ' ἀγρῷ αὐλιζόμενοι : “ ὡς δ ' ὅταν ἄγραυλοι πόριες . ” ἀγρώσσων οἷον ἀγρεύων : “ ἰχθῦς |
φωνὴ αὐτῶν ἐξακούεται , ὥσπερ καὶ αὐτοὶ κατὰ τὴν λίμνην ἠχοῦσιν . ἐπεὶ οὖν διαλελοίπασι καὶ χορὸς ἐγεγόνει , διὰ | ||
, πλησσομένου τούτου διὰ τῆς κρούσεως τοῦ πλήκτρου . ἡδέως ἠχοῦσιν . ᾠδαῖς . . Εἰ δ ' ἀληθῶς , |
τῆς αἴσης , τουτέστιν ἁμαρτωλά . αἰσυητῆρι νεανίᾳ : “ αἰσυητῆρι ἐοικὼς πρῶτον ὑπηνήτην , οὗπερ χαριεστάτη ἥβη . ” | ||
Ἀπίων ἐτυμολογῶν τὰ σεσυλημένα τῆς αἴσης , τουτέστιν ἁμαρτωλά . αἰσυητῆρι νεανίᾳ : “ αἰσυητῆρι ἐοικὼς πρῶτον ὑπηνήτην , οὗπερ |
ἕτεροι , ὧν ὁ μὲν Ἀγρὸς ἐκαλεῖτο , ὁ δὲ Ἀγροῦ ἥρως ἢ Ἀγρότης , οὗ καὶ ξόανον εἶναι μάλα | ||
. μιγνύμενοι δὲ ἀλλήλοις οἱ ὄφεις βαρυτάτην ὀσμὴν ἀφιᾶσιν . Ἀγροῦ γειτνιῶντος θαλάττῃ καὶ φυτῶν παρεστώτων ἐγκάρπων γεωργοὶ πολλάκις καταλαμβάνουσιν |
δὲ , δριμύτατον ὄξος Σφηττοῖ ἐγίνετο . . βρέχων . Σφῆττος τόπος , ἔνθα δριμὺ ὄξος γίνεται . Θ . | ||
Ἀετίου τοῦ Ἄνθα . Τροίζηνος δὲ οἱ παῖδες Ἀνάφλυστος καὶ Σφῆττος μετοικοῦσιν ἐς τὴν Ἀττικήν , καὶ οἱ δῆμοι τὰ |
ἡ πολυτελὴς καὶ δαψιλής . πεποίηται ἢ παρὰ τὰ συβάρεια ἐπιφθέγματα , ἅπερ ἐστὶ παρ ' Ἐπιχάρμῳ , ἢ παρὰ | ||
[ Περδίκα Ἀγρίππα ] σίττα , ψίττα ποιμενικὰ καὶ βουκολικὰ ἐπιφθέγματα . ἔλεγον δὲ ταῦτα διώκοντες τὰ πρόβατα καὶ τὰς |
Μεγαρικοί , μαινίδες Καρύστιαι , φάγροι δ ' Ἐρετρικοί , Σκύριοι δὲ κάραβοι . ἰχθύσιν ἀμφίβληστρον ἀνὴρ πολλοῖς περιβάλλειν οἰηθείς | ||
παλαιὸν ᾤκουν Πελασγοί τε καὶ Κᾶρες ” . οἱ νησιῶται Σκύριοι καὶ Σκυρία αἴξ . Σκυτόπολις , πόλις Λιβύης , |
ὅτι ἐπειγομένη τυφλὰ τίκτει . ἔστι δὲ καὶ εἶδος ὀρνέου ἀκαλανθίς . 〚 καὶ φρυγίλῳ : Ἡ τρίτη περίοδος κώλων | ||
| κολυμβίς | ΐυγξ | κεγχρίς κίσσα | χλωρίς | ἀκαλανθίς | νῆσσα | πιπώ | δρακοντίς νυκτερίς | γλαῦξ |
τανύγλωσσοι : ἐπὶ μὲν τῶν κορωνῶν φησι „ τανύγλωσσοί τε κορῶναι „ . κατὰ μέντοι τὸ προφαινόμενον , τεταμένας εἰς | ||
ἤδη μοι δοκεῖ . Μὴ πείθου : φθονεραὶ γὰρ ἐπικρώζουσι κορῶναι . Ἀλλ ' ἱέρακα φίλει μεμνημένος ἐν φρεσίν , |
πλευραῖς . βράβιλα τὰ κοκκύμηλα , ἤτοι Δαμασκηνά . βραβίλοισι καταβρίθοντες : κοκκυμήλοις , ἤγουν Δαμασκηνοῖς . ἑπτάενες : οἱ | ||
: τὰ καλούμενα Δαμασκηνά : Θεόκριτος : ὅρπακες † βραβήλοισι καταβρίθοντες ἔραζε . Ἀθήναιος δὲ ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Δειπνοσοφιστῶν |
πρὸς ἡδονὴν καὶ πρὸς τὰ ἀφροδίσια : μάλιστα δὲ οἱ πουλύποδες . ἱστορεῖ δ ' Ἀριστοτέλης τὸν πολύποδα ἔχειν πόδας | ||
τῶν σελαχωδῶν : τὰ χονδρώδη δ ' οὕτω λέγεται : πουλύποδες , γαλεοί τε κύνες . μαλάκια δὲ καλεῖται τὰ |
ἐπὶ τὰς τῆς πόλεως χρείας πεμπόμεναι καὶ ταχυναυτοῦσαι . ἀναπτάμενος τρίορχος : Ἐπεὶ ἑταίρα ἦν , ἔπαιξε τὸ τρίορχος . | ||
αὐτὴν ἁρπάσαντες ἔφυγον πτερὰ δὲ τῶν πλοίων τὰ λαίφη . τρίορχος καὶ τριόρχης καὶ μόρφνος καὶ μελανόστης καὶ μέλας καὶ |
: κριθαὶ πεφρυγμέναι . κέδρον οὐδετέρως λέγουσι τὸ θυμίαμα . κελέοντες : οἱ ἱστόποδες καὶ πάντα τὰ μακρὰ ξύλα . | ||
. πῆχυς . ἱστόπους , ὡς Εὔβουλος λέγει : καὶ κελέοντες δ ' οἱ ἱστόποδες καλοῦνται . ἀγνῦθες δὲ καὶ |
πνευμάτων τάδε . Ἀνατέλλων ὁ ἥλιος καυματίας κἂν μὴ ἀποστίλβῃ ἀνεμῶδες τὸ σημεῖον : καὶ ἐὰν κοῖλος φαίνηται ὁ ἥλιος | ||
, ἵνα μὴ ὑπ ' ὄμβρων φθαρῶσι . τὸ φθινόπωρον ἀνεμῶδες καὶ ὑγιεινόν . ἡ ἄμπελος εὐφορήσει . ἐπιτήδειον τὸ |
κάτα τυμβοχόησα ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν κίχλην καλέουσιν πιπὼ ] παιπαλέη ? τῆι τε πτερὰ [ – ˘˘ | ||
τὸ κῆτος πιποῦς δὲ ὄρνεον μικρὸν θαλάσσιον εὐειδές . * πιπὼ ὄρνεόν ἐστι θαλάσσιον εὐπρεπές , νῦν δὲ τὴν Ἡσιόνην |
αἰκάλλειν . ἁμάρτια ἀμβλώψ , ἀμβλωπόϲ . ἀμφίδρομοϲ πορθμόϲ . ἀνακαλπάζει . ἀναπλήϲαϲ . βόα νῦν ἀντίδουπά μοι . Πλάτωνοϲ | ||
σημαίνει δὲ τὸ οἷον πρόσκειται ἰσχυρῶς . . , . ἀνακαλπάζει : τινὲς μὲν ὡς οὐ δόκιμον ἐφυλάξαντο τὴν φωνήν |
, ἧς τὸ ἐθνικὸν Ὑπερασιεύς . Φλέγων κγʹ ὀλυμπιάδι . Ὑπερβόρεοι , ἔθνος . Πρώταρχος δὲ τὰς Ἄλπεις Ῥίπαια ὄρη | ||
δ ' Ὠκεανῷ , Κρόνιον δέ ἑ κικλήσκουσι , πόντον Ὑπερβόρεοι μέροπες , νεκρήν τε θάλασσαν : Οὐκέτι δὲ προφυγεῖν |
' ἐκέκαστο Πανέλληνας καὶ Ἀχαιούς : οἳ Κῦνόν τ ' ἐνέμοντ ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε Βῆσσάν τε Σκάρφην τε | ||
πόλιν αὐτήν φησιν . Ὅμηρος ” οἳ Κῦνόν τ ' ἐνέμοντ ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε „ . οἱ οἰκοῦντες |
Ποσειδῶνος εἶναι καὶ κατασοφίσασθαι τὴν Τυρὼ ἀφελῆ κόρην οὖσαν ; Ὀψὲ ζηλοτυπεῖς , ὦ Ἐνιπεῦ , ὑπερόπτης πρότερον ὤν : | ||
ἦεν . Αὐτὰρ ὃ κυδιόων ἐν τεύχεσι δάμνατο λαούς . Ὀψὲ δέ οἱ ἐπόρουσε Πάρις , στονόεντας ὀιστοὺς νωμῶν ἐν |
. εἵπετο δ ' αἰόλος ἵππος ἀρηιφίλους ἐπὶ βωμοὺς κυδιόων ὑπέροπλα , βίην δ ' ἐπέρεισεν Ἀθήνη χεῖρας ἐπιβρίσασα νεογλυφέων | ||
ἐν τενάγεσσι θαλάσσης φέρβονται , βατίδες τε βοῶν θ ' ὑπέροπλα γένεθλα τρυγών τ ' ἀργαλέη καὶ ἐτήτυμον οὔνομα νάρκη |
ὄλυρα , ζέα , τῶν δ ' ὄρνεων πέρδικες , ἀτταγῆνες , νῆσσαι καὶ τῶν κρεῶν ὀλίγα , οἷον αἴγεια | ||
Σακάδας , ἀδάμας . λεκτέον δὲ καὶ ἀτταγαῖ καὶ οὐχὶ ἀτταγῆνες . ΠΟΡΦΥΡΙΩΝ . ὅτι καὶ τούτου Ἀριστοφάνης μέμνηται δῆλον |
σῶκος : ἐπίθετον Ἑρμοῦ : καὶ ὁ μὲν Ἀπίων ἀποδίδωσι σῶκος σάοικος σωσίοικος , ἔνιοι δὲ σόωκος ὁ ὠκέως σοούμενος | ||
τὸ ἰσχύειν , ἐξ οὗ καὶ σῶκος ὁ ἰσχυρός : σῶκος ἐριούνιος . . . . , . ἄντυξ : |
σου πάντα τραυλίζοντος , ὅτι νοοίης . εἰ μέν γε βρῦν εἴποις , ἐγὼ γνοὺς ἂν πιεῖν ἐπέσχον : μαμμᾶν | ||
βρῦν “ πρόσφθεγμα παιδικῶν καὶ νηπίων . πρόσφθεγμα παιδικόν . βρῦν εἴποις ] δι ' οὗ ἐμφαίνουσι τὰ βρέφη , |
θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . μαινίδες . . . σκόμβροι , κοχλίαι , κορακῖνοι ἅλα δᾷδας ἐπιθυμήματα ἡμίπλεκτοι μετάκερας | ||
ὅτι σοι πεπρωμένον ἐστίν . ὅτι ἐν Ἐλευσῖνι ψῆτται καὶ σκόμβροι πολλοί . βατίς . βάτραχος . βάτος βατίδος καὶ |
δ ' ἔτι δεύετο μοῦνον ἀκτῖνος : τὴν οἵγε σιδηρείῃς ἐλάασκον σφύρῃσιν , μαλεροῖο πυρὸς ζείουσαν ἀυτμήν . Ἐν δ | ||
κατὰ δ ' εὔνασε πόντον . οἱ δὲ γαληναίῃ πίσυνοι ἐλάασκον ἐπιπρό νῆα βίῃ , τὴν δ ' οὔ κε |
ὀρφανικοῖο μετ ' ἠιθέοιο μέλαθρον οὔτι σαοφροσύνῃσι μεμηλότες ἥλικες ἄλλοι κλητοί τ ' αὐτόμολοί τε πανήμεροι ἀγερέθωνται , κτῆσιν ἀεὶ | ||
ἀπὸ τοῦ καλεῖσθαι αἱρουμένους . καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ οὗτοι γὰρ κλητοί γε . καὶ τὸ ὀτρύνομεν ἀντὶ τοῦ ὀτρύνωμεν . |
καὶ αὐτοῦ τὰ δεσμὰ ἄλυτα καὶ ἄρρηκτα παντελῶς καὶ μόνοις γάνυνται οἱ δεδεμένοι . ἀλλὰ δεῦρο , ἔφη , καὶ | ||
ἄμεινον ἐπεί κε πέλοιεν ἀστέρες ὀρφναῖοι θέσιας λελαχόντες ἀγαυάς αἱρεσίεσσι γάνυνται . Καὶ πρὸς τὰ πρόσωπα τοὺς ἀστέρας ἐφάρμοζε , |
βελέεσσιν . Ὡς δ ' ὅτ ' ἀπὸ σταθμοῖο κύνες μογεροί τε νομῆες κάρτεϊ καὶ φωνῇ κρατεροὺς σεύουσι λέοντας πάντοθεν | ||
' ἐν οὔρεσιν ἀσχαλόωσα ἥν τ ' ἀπὸ μεσσαύλοιο κύνες μογεροί τε νομῆες σεύοντ ' ἐσσυμένως , ἣ δ ' |
πολλοῦ ὄντος : ἑλώδης γὰρ ὁ τόπος . ἱμονιοστρόφου : ἱμονιὰ γὰρ καλεῖται τὸ τῶν ἀντλημάτων σχοινίον , καὶ τὸ | ||
λαλιά : καλιά : δεξιά : σποδιά : ῥοδονιά : ἱμονιὰ τὸ ἀντλητήριον : ὁρμιά : σεσημείωται διὰ τῆς ει |
νόει , ἐπεὶ καὶ αὐτὰ μέσον εἰσὶ τῶν βοῶν . μεσάβων : τὰ μέσαβα τῶν μεσάβων : λέγονται δὲ αἱ | ||
φησι , πασσαλίσκον ἑλκέτω ὁ μέσος τῶν βοῶν λῶρος . μεσάβων : ὁ πρὸς τὸν ζυγὸν πλατὺς ἱμὰς ὃς εἰς |
τῶν κατὰ τὸ ἱερὸν τῆς Σαμίας Ἥρας φησίν : Οἱ ταοὶ ἱεροί εἰσι τῆς Ἥρας , καὶ μήποτε πρώτιστοι καὶ | ||
τῶν κατὰ τὸ ἱερὸν τῆς Σαμίας Ἥρας φησίν : οἱ ταοὶ ἱεροί εἰσι τῆς Ἥρας . καὶ μήποτε πρώτιστοι καὶ |
εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε | ||
καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν |
μανθάνειν : ἀσεβεῖς τὸν οὐ θέλοντα μανθάνειν θέλων . } Χρυσὸς μὲν οἶδεν ἐξελέγχεσθαι πυρί , ἡ δ ' ἐν | ||
γυναῖκα καταβλάψαι θέλῃ , θησαυρὸν ἐχέτω πλούσιον φρονημάτων . } Χρυσὸς δόλος πέφυκε καὶ γυνὴ δόλος . ἀμφότερα ταῦτα τοὺς |
καὶ γυπὸϲ ἐγκέφαλοϲ καὶ αἰθυίηϲ ὠμῆϲ κραδίη καὶ οἱ ἐνοικάδιοι γαλεοὶ βρωθέντεϲ λύουϲι τὴν νοῦϲον . ἐγὼ δὲ τῶνδε μὲν | ||
διῃρημένα , διακεχωρισμένα γένη πολλά . Ἀκανθίαι : ταῦτα πάντα γαλεοὶ καλοῦνται . ἄρα : δή . Ἀλωπεκίαι : πανοῦργαι |
, ἀλλά οἱ οὔ τι διήλασεν ἐς χρόα καλόν : ῥινοὶ γάρ μιν ἔρυντο βοῶν καὶ ὑπ ' ἀσπίδι θώρηξ | ||
ἀλυσθαίνοντος ἀνῖαι ἐχθόμεναι , χροιὴ δὲ μόγῳ αὐαίνεται ἀνδρός . ῥινοὶ δὲ πλαδόωσιν ἐπὶ χροΐ , τοῖά μιν ἰός ὀξὺς |
δὲ καὶ τότ ' ὄλοντο δυώδεκα φῶτες ἄριστοι ἀμφὶ σφοῖς ὀχέεσσι καὶ ἔγχεσιν . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει | ||
δὲ καὶ τότ ' ὄλοντο δυώδεκα φῶτες ἄριστοι ἀμφὶ σφοῖς ὀχέεσσι καὶ ἔγχεσιν . αὐτὰρ Ἀχαιοὶ ἀσπασίως Πάτροκλον ὑπ ' |
τυμβογέροντες : πέμπτη ἡλικία γερόντων , ὡς καὶ Θεόφραστος . παραπλῆγες καὶ τῇ διανοίᾳ παρηλλαγμένοι , Ἀριστοφάνης . τύρβη : | ||
αὐτὰρ ὅ γε ζοφόεις ἄραδον κακὸν ὤπασε τύψας ἀνδρί : παραπλῆγες δὲ καὶ ἄφραστοι γελόωσιν . ἄλλος δὲ χλοάων τε |
. Μύες μέντοι καὶ γαλαῖ τρύζοντες χειμῶνα ἰσχυρὸν σημαίνουσι . Δειλὸν δὲ ὁ μῦς , καὶ κτύπον φοβεῖται , καὶ | ||
εἶ αὐτῆς τῆς δειλίας : ἐπὶ τῶν σφόδρα δειλῶν . Δειλὸν ὁ Πλοῦτος : παρόσον οἱ πλούσιοι τὰς οἰκίας ἀσφαλίζονται |
ῥά κεν εἴποις : πᾶσα χθὼν ὀλίγον τᾷδε κυναγέσιον . Κέρκωπές τοι πολλὰ κατὰ τριόδους πατέοντες Βοιωτῶν σίνοντο : γένος | ||
τὸν Κέρκωπα τὸν ἕτερον . Διότιμος Ἡρακλέους ἐν ἄθλοις : Κέρκωπές τοι πολλὰ κατὰ τριόδους πατέοντες Βοιωτῶν σίνοντο : γένος |
, συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . . . σταλαγμός , ⌈ καὶ κλίνεται στραγγός : ἀφ ' οὗ | ||
λέγειν μέλλοντος ἄρχεται εἶπεν λέξεων μὲν ποταμός , νοῦ δὲ σταλαγμός . . π . ποιημ . [ . . |
: κατὰ δ ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Φαίηκες δολιχήρετμοι , ναυσίκλυτοι ἄνδρες . καὶ συμμαχία θόρυβον : ἀντὶ τοῦ τὸ | ||
: κατὰ δ ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Φαίηκες δολιχήρετμοι , ναυσίκλυτοι ἄνδρες . καὶ συμμαχία θόρυβον : ἀντὶ τοῦ τὸ |
γὰρ Λυδοὶ κωμῳδοῦνται ταῖς χερσὶν αὑτῶν πληροῦντες τὰ ἀφροδίσια . Λήθαργος κύων : ὁ προσσαίνων μὲν , δάκνων δὲ λάθρα | ||
Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν , ἵππῳ δὲ Πόδαργος καὶ κυνὶ Λήθαργος καὶ θεράποντι Βάβης : Θεσσαλός , ἐκ Κρήτης , |
ἐπασσύτεροι γεγαῶτες Σινδοὶ Κιμμέριοί τε καὶ οἱ πέλας Εὐξείνοιο Κερκέτιοι Τορέται τε καὶ ἀλκήεντες Ἀχαιοί , οὕς ποτ ' ἀπὸ | ||
λιμένα Κερκέται ἔθνος . [ ΤΟΡΕΤΑΙ . Μετὰ δὲ Κερκέτας Τορέται ἔθνος ] καὶ πόλις Ἑλληνὶς Τορικὸς καὶ λιμήν . |
δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη . [ καὶ ἡ κολυμβὶς δὲ φαίνεται καὶ ὁ δρύοψ , καὶ ἡ ἀμπελίς | ||
δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη . [ καὶ ἡ κολυμβὶς δὲ φαίνεται καὶ ὁ δρύοψ , καὶ ἡ ἀμπελίς |
τῶν ἀπειπαμένων τὴν σφετέρην συμμαχίην , πρώτην δὲ ἐς τῶν Μελαγχλαίνων τὴν γῆν . Ὡς δὲ ἐσβαλόντες τούτους ἐτάραξαν οἵ | ||
Σκυθέων οἰκέουσι Μελάγχλαινοι , ἄλλο ἔθνος καὶ οὐ Σκυθικόν . Μελαγχλαίνων δὲ τὸ κατύπερθε λίμναι καὶ ἔρημός ἐστι ἀνθρώπων , |
Κρόνια ἑορτὴ παρ ' Ἕλλησι , τὰ καλούμενα Ἀπατούρια . βεκκεσέληνε ] ἀφρονέστατε , ἀρχαιότατε , ἀρχαϊκέ , ἀρχαῖε , | ||
, παρὰ Ἡροδότῳ φανερά ἐστιν ἐν βʹ . . , βεκκεσέληνε : οἷον σεληνόβλητε καὶ ἀπόπληκτε καὶ σαλέ . βεκκεσέληνε |
καὶ εὔυδρος , μῆκος ἑπτακοσίων σταδίων . Μετὰ δὲ Λοκροὺς Σάγρα , ὃν θηλυκῶς ὀνομάζουσιν , ἐφ ' οὗ βωμοὶ | ||
ἀληθῆ , ἡ παροιμία εἴρηται ἐπὶ τῶν πάνυ ἀληθῶν . Σάγρα δ ' ἔστι τόπος , ἐν ᾧ τὴν μάχην |
χερσὶ στήσασθαι τὸ τέλος τοῦ πολέμου . . . . βουλυτός : Ἀρριανός : γίνεται μάχη καρτερὰ ἔστε ἐπὶ βουλυτὸν | ||
ὁ μέγας ἐπιτατικὸν καὶ τὸ λιμός . . . . βουλυτός : ἡ δειλινὴ ἔργων . . . . βοῦνις |
: καὶ γὰρ φλᾶν τὸ θλᾶν , ὡς τὸ “ φηρσὶν ὀρεσκῴοισιν ” . διὰ τὴν ἀθρόαν τοῦ πνεύματος ἐκπήδησιν | ||
τὸ θλᾶν , ὡς [ . . Α , ] φηρσὶν ὀρεσκώοισιν . 〛 πολλὴν : Μερίδα δηλ . . |
' ὑπέροπλος ὀρκύνων γενεὴ καὶ πρημάδες ἠδὲ κυβεῖαι , καὶ κολίαι σκυτάλαι τε καὶ ἱππούροιο γένεθλα . ἐν τοῖς καὶ | ||
ἄλλων οἱ σκληρόσαρκοι δύσφθαρτοι , οἱ ἁπαλώτεροι φθείρονται ῥᾳδίως . κολίαι εὔστομοι , κινητικοὶ κοιλίας : κράτιστοι δ ' οἱ |
Μυρλεανὸς Βιθυνιακῶν αʹ . Ἐν δὲ Κρήτῃ ἠράσθη Λύκαστος τῆς Κύδωνος θυγατρὸς Εὐλιμένης , ἣν ὁ πατὴρ Ἀπτέρῳ καθωμολόγητο , | ||
Κ καὶ Λέλεγες καὶ Καύκωνες δῖοί τε Πελασγοί , Κύδων Κύδωνος : οὕτως οὖν καὶ Λάκων Λάκωνος . Δεῖ προσθεῖναι |
ἔναιεν ἐν ἅλμῃ μορμυρούσῃ , κίχλας θ ' ἑξείης ἡβήτορας ὑψιπετήεις καὶ πέτρας κάτα βοσκομένας , ὑάδας θ ' ὑδατεινούς | ||
ἔναιεν ἐν ἅλμῃ μορμυρούσῃ , κίχλας δ ' ἑξείης ἡβήτορας ὑψιπετήεις καὶ πέτρας κάτα βοσκομένας θυάδας θ ' ὑδατινούς . |
Ὑβέλη : πόλις περὶ Καρχηδόνα . Ἑκαταῖος Ἀσίαι . . Γαῦλος : νῆσος πρὸς τῆι Καρχηδόνι . Ἑκαταῖος Περιηγήσει . | ||
, ὑπὸ Καρχηδονίων οἰκούμεναι : Μελίτη πόλις καὶ λιμὴν , Γαῦλος πόλις , Λαμπάς : αὕτη πύργους ἔχει δύο ἢ |
: οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο ἄνακτα , ἥμενοι ἑσταότες τε , κατ ' εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ . τὸν | ||
ἥμενον : οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο ἄνακτα ἥμενοι ἑσταότες . † ) οὐκ ἄρα ὑπεξῆλθεν ὁ Μίνως ἵνα |
παρ ' Ὁμήρωι ἀλεξάνεμος . . . , . : χειμάμυνα : ἣν Ὅμηρος ἀλεξάνεμον λέγει . . . . | ||
τῶν τοιούτων . . . οὐδὲ τὸ ἀλεξάνεμος χλαῖνα καὶ χειμάμυνα , ἐπεὶ καὶ ὅμοια ἀλέγειν ἄνεμον καὶ χειμῶνα ἀμύνεσθαι |
περίχωρα τὰ ἐκεῖ ἐξέκαιεν καὶ ἀνήγειρεν ἡ σάλπιγξ . . ἀϋτῇ ] ἐν ἤχῳ . ἐπέφλεγεν ] λαμπρῶς ἐπεῖχε . | ||
τῆς μάχης “ ῥεῖα δέ κ ' ἀκμῆτες κεκμηότας ἄνδρας ἀϋτῇ . ” αὐγάζομαι ὁρῶ . αὐΐαχοι μετὰ μεγάλης ἰαχῆς |
δὲ οἱ Κρῆτες τὸν κήρυκα κατέλευσαν , ἔνθα ὁ χῶρος Ἀναιδείας ὠνομάσθη . . . . α , : Ἐγὼ | ||
. παρὰ Ἀθηναίοις Αἰδὼς τιθηνὸς Ἀθηνᾶς : Τόλμης τε καὶ Ἀναιδείας τεμένη παρ ' αὐτοῖς . : συγγενῆ θεόν ] |
. . . βασιλεύτωρ : βασιλεύτωρ : παρὰ τὸ βασιλεύσω βασιλεύτωρ . Ἀντίμαχος ἐν πρώτῃ Θηβαΐδος : ” οἷοι ἔσαν | ||
Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . βασιλεύτωρ : βασιλεύτωρ : παρὰ τὸ βασιλεύσω βασιλεύτωρ . Ἀντίμαχος |
τότε Κρῖσαν καλουμένην , καὶ παῖς αὐτῷ ἐξ Ἀντιφατείας τῆς Ναυβόλου Στρόφιος ἐγένετο , οὗ Ἀστυδάμεια καὶ Πυλάδης ἐκ Κυδραγόρας | ||
ἐκλήθησαν ἀπὸ Φώκου τοῦ Αἰακοῦ . τὸν δὲ Ἴφιτον γενεαλογοῦσι Ναυβόλου καὶ Περινείκης τῆς Ἱππομάχου . ἡ δὲ Πυθὼ πόλις |
ἀῶ , ἀήσω , ἀήτης . οὕτως Ἡσίοδος φησίν : διασκιδνᾶσιν ἀέντος . Ἀμνός , στερητικὸν τοῦ α ἔγκειται . | ||
] ἦν βαρύτονον , ἄεντες ἂν ἐρρήθη : πνοιῇσι λιγυρῇσι διασκιδνᾶσιν ἀέντες , . , . * . Ἀένναος : |
βοῦς τις ε [ ἤδη ? με πνίγεις καὶ σὺ χαἰ [ βόες σέθεν . [ ! ! ! ] | ||
τοὺς Μητρογαθὴς Ἀρκτεύς τ ' ἀγαθός , βασιλῆς δίοποι , χαἰ πολύχρυσοι Σάρδεις ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν , δίρρυμά τε |
. ἀλλὰ καὶ Ἡρόδοτος ἐν θʹ ἀρσενικῶς προφέρει , οἱ τάριχοι ἐπὶ τῷ πυρὶ κείμενοι ἐπάλλοντο καὶ ἤσπαιρον . Ἡ | ||
δὲ τῶν θαλασσίων οἱ λεγόμενοι πέρκαι ἰχθύες ξηρότατοι οὗτοι καὶ τάριχοι . Τῶν δὲ ζώων τῶν τιθασσῶν , τὰ ὑλόνομα |
. Εὔβουλος δέ φησι Κνίδια κεράμια , Σικελικὰ βατάνια , Μεγαρικὰ πιθάκνια . Ἀντιφάνης δέ : καὶ νᾶπυ Κύπριον καὶ | ||
. σημαίνει δὲ καὶ τὸ κακέμφατον . οἱ δὲ τὰ Μεγαρικὰ τείχη . ὦ μαινόμενε . ἀπαλλαγεὶς τοῦ πολέμου γυμνὸς |
Ὁ Σικελὸς ὡς ἔοικε τὴν ἐξωμίδα : παρόσον οἱ Σικελοὶ κωμῳδοῦνται ὡς κλέπται . Ὅσῳ πλέον ἥμισυ παντός : βούλεται | ||
ἐπισυνηγμένην ἔχουσιν . Σφήττιοι : δῆμος τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς . κωμῳδοῦνται δὲ ὡς ὀξεῖς , ὥσπερ Ἀχαρνεῖς ἄγριοι , Ποτάμιοι |
: ἐπὶ τῶν ὀξὺ λαμβανόντων τέλος ἡ παροιμία εἴρηται . Παρόσον ἡ ἀφύη ἰδοῦσα τὸ πῦρ μόνον ἕψεται , οὕτως | ||
Ἡ Περγαία Ἄρτεμις : ἐπὶ τῶν πλανητῶν καὶ ἀγυρτῶν . Παρόσον ἡ θεὸς ἀγείρειν καὶ πλανᾶσθαι λέγεται . Ἡράκλειος ψώρα |
οἷον : Βοιωτὸν δ ' ὀνόμηνε : τὸ γὰρ καλέουσι βοτῆρες . εἴρηται παρὰ τὸ βῶ , τὸ τρέφω , | ||
, ἠύτε πόρτιν ἐς ἀθανάτοιο θυηλὰς μητρὸς ἀπειρύσσαντες ἐνὶ ξυλόχοισι βοτῆρες , ἣ δ ' ἄρα μακρὰ βοῶσα κινύρεται ἀχνυμένη |
πολέμιος ὢν κατεῖχε , πλεῦσαι . καὶ προσβαλόντες τῇ Ἰάσῳ αἰφνίδιοι καὶ οὐ προσδεχομένων ἀλλ ' ἢ Ἀττικὰς τὰς ναῦς | ||
, εἰ δ ' ἐν ἀποκλίματι , γίνονται ἀρρωστίαι καὶ αἰφνίδιοι θάνατοι , εἰ δὲ κινεῖται ἀπὸ δυσμῶν ἐπ ' |
, καὶ ἐν μὲν τῇ πρώτῃ ἐς τὸ πῦρ ἐμβολῇ κεκόλληνται τῇ σκωρίῃ οἱ λίθοι καὶ ἡ γῆ πρὸς ἄλληλα | ||
καὶ κατὰ πολύ . Ἀβληχραί : οὐτιδαναί . Ἀρηρέδαται : κεκόλληνται . Ἐλάχεια : ἐλαχίστη . Ἀειδέα : ἄσχημον . |
: ἥσυχος . εἰλαπινάζει : εὐωχεῖται , καὶ συμποσιάζει : εἰλαπινάζει ἐστὶ τὸ ὁμοῦ σὺν ἀλλήλοις εἱλούμενον πίνειν , κυρίως | ||
φιλοτιμήματα . Αὐτάρ : δέ . κεχαρημένος : χαίρων . εἰλαπινάζει : θοινεῖ , ἐσθίει , εὐωχεῖται . Δαῖτα : |
παρὰ τὸ ἀρδῶ περισπώμενον ἀρδήσω ἀρδηθμός . . . . ἀρδμός : ὁ ποτισμός : ἀπὸ τοῦ ἄρδω βαρυτόνου . | ||
ἅρπῃ εἰκυῖα . ” λέγεται δὲ καὶ τὸ δρέπανον . ἀρδμός ποτισμός , καὶ ἄρσαι καὶ ἄρδειν τὸ ποτίζειν . |
πρίασθαι : ἐν Μακεδονίᾳ δὲ καὶ Ἀμβρακίᾳ μάλα πολλαί . ἐκτεταμένως δ ' εἴρηκε καρῖδα Ἀραρώς : αἵ τε καμπύλαι | ||
ΡΑΦΑΝΙΔΕΣ . αὗται κέκληνται διὰ τὸ ῥᾳδίως φαίνεσθαι . καὶ ἐκτεταμένως δὲ καὶ κατὰ συστολὴν λέγεται παρὰ Ἀττικοῖς . Κρατῖνος |
. καὶ τῆς τοι πεδίον περιώσιον , ἔνθα τε πολλοὶ ἀκρόκομοι φοίνικες ἐπηρεφέες πεφύασιν . ναὶ μὴν καὶ χρυσοῖο φέρει | ||
κινοῦνται . . . . ἀκρόκομοι : οἷον : Θρήϊκες ἀκρόκομοι , ἤτοι ἀκειρόκομοι . ἢ ἄκρως κομῶντες , τουτέστι |
. οὐ γὰρ προσεκτέα τοῖς λέγουσιν , ὡς ξήναντες οἱ σκύμνοι τὰς τῶν λεαινῶν μήτρας ἐκδίδονται τοῦ σπλάγχνου . δοκεῖ | ||
πῶλοί τε καὶ μόσχοι καὶ σκύλακες , ἀλλὰ καὶ θηρίων σκύμνοι τῶν ἀγριωτάτων . ἡ μὲν γὰρ ἀνθρώπου φύσις νηπία |
ἀλλ ' οὐκ ἐν συλλήψει τὰ σύμφωνα . τὸ δὲ Καδμῖλος προπερισπᾶται ἔχον τὸ Α . Τὰ εἰς ΟΛΟΣ ὑπὲρ | ||
τὸν προπαροξύτονον οἷον τὸ γαμβρόκτονος ὁ κτανθεὶς ὑπὸ γαμβροῦ . Καδμῖλος λέγεται ὁ Ἑρμῆς παρὰ τοῖς Τυρσηνοῖς . . † |
ιγ , ἐάν τε προσλάβωσι ΔΥ ιβ , ἐάν τε λίπωσι , ποιοῦσι ⃞ον . δεήσει ἄρα ΔΥ ιβ ἴσας | ||
τε προσλάβωσι τὸν δὶς ὑπ ' αὐτῶν , ἐάν τε λίπωσι , ποιοῦσι ⃞ον , ἐκτίθεμεν δύο ἀριθμούς , τόν |
ἡμέτερα , κακῶς βουλευομένοις πολλάκις περὶ ὧν πράττομεν , αὐτοὶ ἄσκεπτοι ὄντες περὶ τῶν ἰδίων καὶ μηδὲν αὐτῶν κρίσει καὶ | ||
ἀνταμείψωνται τὰ ζῴδια . τούτων γὰρ οὕτως ἐχόντων ἀπρόσθετοι καὶ ἄσκεπτοι γίνονται αἱ ἀγορασίαι καὶ οἱ γάμοι , αἰφνίδιοί τε |
ὢν ἅρμ ' ἐλαύνῃς πρὸς πόλιν , ὥσπερ Μεγακλέης , ξυστίδ ' ἔχων ” ἐγὼ δ ' ἔφην : “ | ||
διώκεις , κινεῖς . πρὸς πόλιν ] εἰσερχόμενος . . ξυστίδ ' ἔχων : ξύστις ⌈ ξύστιδος προπαροξυτόνως [ παροξύτονον |
, δάφνῃσι κατηρεφές : ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ ' , ὄϊές τε καὶ αἶγες , ἰαύεσκον : περὶ δ ' | ||
ἔνεμεν ὁ Κύκλωψ . καὶ Ὅμηρος : μῆλ ' , ὄϊές τε καὶ αἶγες . τέως γοῦν τὸ αἰπόλος ἀντὶ |
ἀνυόντων : ἢ ἐπὶ τῶν ταχέως τι πραττόντων . Ὑπέρου γυμνότερος . Ὑπὲρ τὸν κατάλογον : ἐπὶ τῶν γεγηρακότων . | ||
μὲν τυφλότερος λεβηρίδος , οἱ δὲ κενότερος , οἱ δὲ γυμνότερος . Γραῦς βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν |
αὐτὸν ἀναφερομένας κωμῳδίας ἐν Διονύσῳ δευτέρῳ : ταγηνίας ἤδη τεθέασαι χλιαροὺς σίζοντας , ὅταν αὐτοῖσιν ἐπιχέῃς μέλι ; καὶ Κρατῖνος | ||
, εἴσαγε διὰ πασῶν Νικολᾷδας Μυκονίας . ταγηνίας ἤδη τεθέασαι χλιαροὺς σίζοντας , ὅταν αὐτοῖσιν ἐπιχέῃς μέλι ; καὶ ταῦτα |
ὁ βοηθός : ἐκ τοῦ ἀμύνω . . . . ἀμύξ : ἐπίρρημα : καὶ σημαίνει τὸ ἀμυκτικῶς ἤγουν σπαρακτικῶς | ||
, ὡς ἀπὸ τοῦ δήκω δήξω δάξω δάξ , κλάζω ἀμύξ . . . . ἀμύσσω : παρὰ εἰς υ |
τὴν Ἀττικὴν ἢ ὅλως τὴν θρυπτομένοις οἰκείαν οἵαν νῦν οἱ βαρυδαίμονες φοροῦσιν , ἀλλὰ τὴν ἐκ τῶν ἐρίων στερεότητα ἔχουσαν | ||
ἔσαν Οἰχαλιῆες , Ὦλός τ ' Εὐρύβατός τε , δύω βαρυδαίμονες ἄνδρες . Κέρκωπες , τοὶ πολλὰ κατὰ τριόδους πατέοντες |
ἡ μίλτος οἶμαι καὶ τὸ τιγγάβαρι . * * * τιγγάβαρι καὶ μίλτος ἀναμεμιγμένη . γυναικάριον δραπέτευμα ἐντυλίξαι μηδείς ποθ | ||
λασάνων θερμὴν ἀφαιρήσω χύτραν . ἡ μίλτος οἶμαι καὶ τὸ τιγγάβαρι . * * * τιγγάβαρι καὶ μίλτος ἀναμεμιγμένη . |
κύβων , θυννίδων . θύννοι , κολίαι , σαπέρδαι , λεβίαι , μύλλοι . Ἀριστοφάνης δὲ καὶ ταρίχιόν που λέγει | ||
περῶσιν διὰ τοὐν Μαραθῶνι τροπαῖον . σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ |
Ἀργεῖοι δ ' ἀνὰ ἄστυ κυδοίμεον , ἠύτ ' ἀῆται λάβροι ἀπείρονα πόντον ὀρινόμενοι κλονέουσιν , ὁππότ ' ἄρ ' | ||
σιωπὴν κηρύξας Σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ : μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον |
κύριον . Τὰ ἀπὸ ῥήματος κύρια προπαροξύνονται : Ἱππόδαμος Δηΐφοβος Λαόδοκος . τὸ μέντοι ξεινοδόκος οὐ κύριον . Τὰ παρὰ | ||
, πυγμῇ Τυδεύς , ἅλματι καὶ δίσκῳ Ἀμφιάραος , ἀκοντίῳ Λαόδοκος , πάλῃ Πολυνείκης , τόξῳ Παρθενοπαῖος . ὡς δὲ |
δὲ γνωριζομένων ἐστὶ τάδε τὰ ὀνόματα : Κροτωνιᾶται Ἱππόστρατος , Δύμας , Αἴγων , Αἵμων , Σύλλος , Κλεοσθένης , | ||
θνήσκουσι δὲ συμμαχοῦντες αὐτοῖς οἱ Αἰγιμίου παῖδες , Πάμφυλος καὶ Δύμας . ἐπειδὴ δὲ ἐκράτησαν Πελοποννήσου , τρεῖς ἱδρύσαντο βωμοὺς |
. Καλλίμαχος ἐθνικαῖς ὀνομασίαις : ἐγκρασίχολος ἐρίτιμος . τριχίδια , χαλκίς , ἴκταρ , ἀθερίνη . ἐν ἄλλῳ δὲ μέρει | ||
. διὰ τὸ χαλκῶδες δὲ ἔχειν τὸ πτερὸν λέγεται καὶ χαλκίς . λέγεται καὶ κύμινδις . ἐμβὰς ἐπῶζε : Ἐπῴζειν |
ἠχῆσαι ἐποίησεν . διεκορκορύγησεν ] κορκορυγὴ κυρίως ἐπὶ ἵππου , διεκορκορύγησεν : μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἵππων : ἡ κοινῶς γοργορική | ||
ἐμπλησθεὶς εἶτ ' ἐταράχθης τὴν γαστέρα καὶ κλόνος ἐξαίφνης αὐτὴν διεκορκορύγησεν ; νὴ τὸν Ἀπόλλω , καὶ δεινὰ ποεῖ γ |
εἶπε τὸν ἀνελόντα διὰ τὸ ἰῶδες τοῦ φαρμάκου . καὶ Αἴθικες ὁμοίως , ὧν καὶ Ὅμηρος μέμνηται τοὺς δ ' | ||
. . . αἰθικία : ἡ Κιλικία . τὸ ἐθνικὸν Αἴθικες . . . αἰθιόπιον : χωρίον Λυδίας : ἢ |
Ἀμαλθείης . ” αἴης γῆς . αἴκεν ἐάν : “ αἴκεν πῶς μιν ἕλω , δῴη δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων | ||
σὺ δὲ θησαπίονα μαζὸν Ἀμαλθείης . ” αἴης γῆς . αἴκεν ἐάν : “ αἴκεν πῶς μιν ἕλω , δῴη |
, ἐφ ' ᾧ πάλιν ἄρτος μέγας καὶ χῆνες καὶ λαγωοὶ καὶ ἔριφοι καὶ ἕτεροι ἄρτοι πεπονημένοι καὶ περιστεραὶ καὶ | ||
βαρὺ πῆμα . Ὡς δ ' ὅταν αἰετὸν ὠκὺν ὑποπτώσσωσι λαγωοὶ θάμνοις ἐν λασίοισιν , ὅτ ' ἐγγύθεν ὀξὺ κεκληγὼς |
μὴ περιτραπέντες εἰς γῆν κατενεχθῶσιν . Ἀσφάλειος ] τιμᾶται Ποσειδῶν Ἀσφάλειος παρ ' Ἀθηναίοις ἵνα ἀσφαλῶς πλέωσιν . τονθορύζοντες : | ||
καὶ ὁ θεὸς οὗτος οὐ μόνον Ἐνοσίχθων , ἀλλὰ καὶ Ἀσφάλειος ὑμνεῖται : καὶ οἱ τοὺς σεισμοὺς παύειν ἐθέλοντες Ποσειδῶνι |
δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν | ||
” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες . |
αἴτιον ὂν ζωογονίας καὶ σπερμάτων . . . . . ἑανός : Ὁ δὲ Θρᾷξ ἐξηγεῖται ἑανὸν τὸ λεπτόν : | ||
ἐν συναιρέσει ἦ : Ἴωνες δὲ ἐπεκτείνοντες ἦα φασίν . ἑανός : γυναικεία ἐσθὴς ποδήρης . ἐγγύη : γάμου ἀπογραφή |
, ἐπήνεικάν τ ' ἐπὶ τούτῳ σιτευτὰς ὄρνιθας ἐπ ' ἀργυρέοισι πίναξιν , ἄτριχας , οἰέτεας , λαγάνοις κατὰ νῶτον | ||
: ἐρατὴ δὲ θυηπολίη πέλε πάντῃ : οἳ δέ που ἀργυρέοισι καὶ ἐν χρυσέοισι κυπέλλοις πῖνον ἀφυσσάμενοι λαρὸν μέθυ : |
. Γυναικὶ μὴ πίστευε , μηδ ' ὅταν θάνῃ . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ | ||
χρόνον δ ' ἁλίσκεται : ἐπὶ τῶν ἅπαξ δυστυχησάντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ |
δὲ Διονυσιακῆς πομπῆς πρῶτοι μὲν προῄεσαν οἱ τὸν ὄχλον ἀνείργοντες Σειληνοὶ , πορφυρᾶς χλαμύδας , οἱ δὲ φοινικίδας , ἠμφιεσμένοι | ||
πᾶσαν τὴν ὁδόν . Ἠκολούθουν δ ' αὐτῷ Σάτυροι καὶ Σειληνοὶ ἑκατὸν εἴκοσιν , ἐστεφανωμένοι , φέροντες οἱ μὲν οἰνοχόας |
ἅμα Βαστάρναι τε , Δακῶν τ ' ἄσπετος αἶα καὶ ἀλκήεντες Ἀλανοί , Ταῦροί θ ' , οἳ ναίουσιν Ἀχιλλῆος | ||
Κιμμέριοί τε καὶ οἱ πέλας Εὐξείνοιο Κερκέτιοι Τορέται τε καὶ ἀλκήεντες Ἀχαιοί , οὕς ποτ ' ἀπὸ Ξάνθοιο καὶ Ἰδαίου |