στυγοῦσά με ποιεῖ , προνοουμένη δέ , ἵνα μηδείς με θύῃ . ” οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ῥητόρων πολλάκις καὶ
θεῷ , ἱέρακα Ἀπόλλωνι καὶ τὰ ἑξῆς . ἢν Ἀφροδίτῃ θύῃ πυροὺς : Πυροὺς λέγει τῇ Ἀφροδίτῃ θύειν , ἐπεὶ
6378037 καθιζεσθαι
μᾶλλον ἁρμόζει : καὶ λαβόμενος τῆς χειρὸς Γλαβρίωνος εἷλκεν αὐτὸν καθίζεσθαι κελεύων ἐπὶ τοῦ βασιλείου θρόνου . ἦν δὲ ἐκεῖνος
ταχὺ ἐπείθοντο . ἐπεὶ δὲ παρεγένοντο , πρῶτον μὲν ἐκέλευε καθίζεσθαι αὐτῶν ὅσοις ἐστὶ πλέον ἢ δυοῖν μηνοῖν ἐν τῇ
6366134 διωκῃ
καὶ δι ' αὑτὰς αἱρεῖσθαι . ἂν γὰρ προαιρούμενος μὲν διώκῃ , οἷον μοιχεύῃ , [ καὶ ] μὴ μέντοι
καὶ χείρων μὲν αὐτὸς αὑτοῦ γίνεται , ὅταν τὸ μέγα διώκῃ καὶ περιττὸν ἐν τῇ φράσει , μακρῷ δέ τινι
6255483 καθαγιζειν
οὐχ ὁμοίως δυναμένοις τὰ λεπτότερα τῶν προβάτων θύειν καθέστηκε , καθαγίζειν δὲ τὰ ἱερεῖα ὁμοίως πάντα . σὺν δέ σφισι
ἀπαρχὰς ἀπονέμειν : καὶ τὰ μὲν παρατιθέναι , τὰ δὲ καθαγίζειν αὐτοῖς : † αὐτὸν δὲ τῆι αὐταρκείαι προσεσχηκότα τὸ
6184115 συστραφῃ
τὴν μάννην καὶ τὴν ἀριστολοχίαν καὶ ἕψε , ἕως ἂν συστραφῇ . ἄρας δὲ τὴν κάκαβον κίνει . τινὲς δὲ
τὰ λειωθέντα καὶ ἕψε μαλακωτάτῳ πυρί , σπαθίζων ἕως ἂν συστραφῇ : ὑπόκαιε δὲ ξύλα ἀμπέλινα ξηρά . Κηρωτὴ ποδαγρικὴ
6169909 συνοικῃ
ἑλόντος . ἔστω δὲ καὶ ἐὰν ἡ ξένη τῷ ἀστῷ συνοικῇ κατὰ ταὐτά , καὶ ὁ συνοικῶν τῇ ξένῃ τῇ
θῆσσα καλεῖται , ἣν ὁ ἀγχιστεὺς ἐκδίδωσιν , ἂν ἑτέρᾳ συνοικῇ , ἢ πάντως γαμεῖ . ὁ μὲν οὖν ἀνὴρ
6143259 ἱερειον
ἐλάττονι μέν , ἄρρενι δὲ καὶ τούτῳχίμαρος γάρ ἐστι τὸ ἱερεῖον , τὰ δὲ τοῦ ἰδιώτου καταδεεστέρῳ τὸ εἶδοςθῆλυ γὰρ
ὅτι φευκτόν . ὡς Πίττακόν φασι πέμψαντος αὐτῷ τοῦ Ἀμάσιδος ἱερεῖον καὶ ἀξιώσαντος ἀντιπέμψαι τῶν μορίων αὐτοῦ τὸ κάλλιστον ἅμα
6136168 Ἰουδαιος
ἂν ἦλθε φοβούμενος , μὴ τοξεύσας αὐτὸν ἀποκτείνηι Μοσόλλαμος ὁ Ἰουδαῖος . ἀλλὰ τῶν μὲν Ἑκαταίου μαρτυριῶν ἅλις : τοῖς
οὕτως εἰ δοκεῖ . κἀκεῖνος τοίνυν τὸ μὲν γένος ἦν Ἰουδαῖος ἐκ τῆς Κοίλης Συρίας , οὗτοι δ ' εἰσὶν
6115285 ἐκκρινῃ
, ἵν ' ἐπειδὰν εἰς φῶς προέλθῃ , τὴν περιττεύουσαν ἐκκρίνῃ . τό τε γὰρ μηκώνιον καλούμενον περίττωμα [ ὂν
μὴ μόνον ἐρυθρὸς ᾖ , ἀλλὰ καὶ ὅταν πολὺ δάκρυον ἐκκρίνῃ . ξηροφθαλμία δέ ἐστιν , ὅταν οἱ κανθοὶ ἑλκώδεις
6095518 ἁδιστον
ἰσωνία κόγχος , ἃν τέλλιν καλέομες : ἐστὶ δ ' ἅδιστον κρέας . τὴν τελλίναν δὲ λεγομένην ἴσως δηλοῖ ,
δαιμόνων . Καὶ γίνεταί γα τᾶνδε τᾶν χοίρων τὸ κρῆς ἅδιστον ἂν τὸν ὀδελὸν ἀμπεπαρμένον . Ἤδη δ ' ἄνευ
6081810 θυει
Σκυθίαν διακομίζει . ἔνθα αὐτὸς σφάζει μὲν τὸν κριὸν καὶ θύει Διὶ Φυξίῳ , ὅτι ἐξέφυγε τὴν ἐπιβουλὴν τῆς μητρυιᾶς
ἐκεῖθεν δὲ διαβὰς τὸν πόρον ἧκεν ἐς Μέμφιν : καὶ θύει ἐκεῖ τοῖς τε ἄλλοις θεοῖς καὶ τῷ Ἄπιδι καὶ
6069793 θυωσι
δὲ τῶν σπονδῶν παιὰν ᾄδεται . ὅταν δὲ τοῖς ἥρωσι θύωσι , βουθυσία μεγάλη γίνεται καὶ ἑστιῶνται πάντες μετὰ τῶν
μητρὶ τῶν θεῶν , ἀκολουθῶν Μενάνδρῳ λέγοντι Μιλησίους , ὅταν θύωσι τῇ Ῥέᾳ , προθύειν Τιτίᾳ καὶ Κυλλήνῳ . .
6056128 κολοιος
Αὐτόματοι δ ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἵενται . Ἀεὶ κολοιὸς πρὸς κολοιὸν ἱζάνει : ἐπὶ τῶν τοῖς ὁμοίοις προσομιλούντων
τοῦ εὐωχεῖσθαι . εἴρηται ἀπὸ τῶν ἀγροίκως ὀρχουμένων . Ἀεὶ κολοιὸς πρὸς κολοιόν : καί : Ἀεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει
6053725 χαιρῃ
τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν ἡμέραν ἔνδον , ὥσπερ τοῖς
τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν ἡμέραν ἔνδον , ὥσπερ τοῖς
6021229 φυτευσῃς
, ἐὰν ἀψίνθιον ἢ ἀρτεμισίαν ἢ ἀβρότονον περὶ τὴν ἔπαυλιν φυτεύσῃς . τοὺς δὲ ὄντας ἐλάσεις , ἐὰν κρίνου ῥίζαν
τὸ σπέρμα αὐτῶν μετὰ ξηρῶν ῥόδων ἀποθέμενος , καὶ φυράσας φυτεύσῃς . δύνανται δὲ καὶ δίψαν τὴν ἀπὸ καύσωνος καταπαύειν
5966266 ἑψηθῃ
Πρὸς κοιλιακούς . ] Βάλλε καρδαμοσπόρον εἰς καινὸν τζουκάλιον ἕως ἑψηθῇ , καὶ λαβὼν ὠὸν ἔκζεσον χωρὶς καὶ ἐκλέπισον καὶ
ἑψηθέντι καὶ ἀποθεμένῳ τὸ φυσῶδες : ἐὰν γὰρ μὴ καλῶς ἑψηθῇ , φυσᾷ τὰ ὑποχόνδρια καὶ αὐτὴ , καθάπερ καὶ
5955581 ἁλῳ
μέχρι οὗ Ἀθήναζε πεμφθῶσιν , ὥστ ' , ἐάν τις ἁλῷ ἀποδιδράσκων , ἅπασι λελύσθαι τὰς σπονδάς . οἱ δὲ
ἐφ ' οἷς ἐπολιτεύσατο : καὶ τὸ δεδιέναι μήποτε γραφῆς ἁλῷ , καὶ τιμωρίαν ἐπὶ πολλοῖς ἀδικήμασιν ὑπόσχῃ : ταῦτα
5946849 ἐπιβαλῃ
ὥσπερ τιμιώτερα τὰ ψυχικώτερα : οὕτως δὴ καὶ ἐπειδὰν φιλοσοφεῖν ἐπιβάλῃ , προτίμα μὲν τὰ διὰ ψυχῆς καὶ νοῦ ἄνευ
ἐξεικονισμένον , ἐπιζήμιον ζημιωθήσεται : καθ ' ὅ τι ἂν ἐπιβάλῃ ὁ ἀνὴρ τῆς γυναικός , δώσει μετὰ ἀξιώματος :
5938116 ἐντελλεται
καὶ πλοῦτον παρέξει . Καὶ περὶ πάντων δὲ τῶν κλήρων ἐντέλλεται οὕτως : ἐὰν καλὸν ζῴδιον ἐπέχῃ ὁ κλῆρος καὶ
, αὗται μὲν αἱ πύλαι ἀποκληίονται , ἄλλας δ ' ἐντέλλεται ἀνοίγειν ἄλλοισι τοῖσι δεομένοισι μάλιστα τῶν λοιπῶν . Ὡς
5900780 ἐπιβλημα
. λέγεται λῶμα καὶ τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίου . Λωτεῦντα :
οἰκεῖα τὰ παρηγορικὰ τῶν βοηθημάτων οἷον θερμοῦ κατάχυσις ὕδατος καὶ ἐπίβλημα ἐλαιοβρεχές . τὴν δὲ διαίρεσιν περίστασις παροῦσα εἰ μὴ
5895315 ὀϊν
: ὅσσοι γὰρ νήεσσιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι τῶν πάντων οἱ ἕκαστος ὄϊν δώσουσι μέλαιναν θῆλυν ὑπόρρηνον : τῇ μὲν κτέρας οὐδὲν
πυρήν τ ' ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν , Τειρεσίῃ δ ' ἀπάνευθεν ὄϊν ἱερευσέμεν οἴῳ παμμέλαν ' , ὃς μήλοισι μεταπρέπει ὑμετέροισιν
5891948 πεφυκῃ
γὰρ δύνηται τοῦτον ποιεῖσθαι τὸν ἀναπλασμὸν ψυχή , τουτέστιν ὅταν πεφύκῃ , διάνοια καλεῖται , ὅταν δὲ ἐνεργητικῶς ἤδη ποιῇ
οὐδὲ γυναικῶν βαθυκόλπων καλὸν τὸ πρόσωπον , ἐὰν μὴ κόσμιον πεφύκῃ . ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . καὶ ὁ
5867868 νικησῃ
ὄνομά σου καὶ τοῦ κοινωνοῦντός σοι ψήφισον , καὶ ἐὰν νικήσῃ τὸ ὄνομά σου , συμφέρει : εἰ δὲ τοῦ
τι χρὴ ποιεῖν ἔχειν εὑρεῖν ; ἂν δὲ δὴ τοῦτο νικήσῃ πᾶσι συνδόξαν , ἑκάστους ἐκ περιτροπῆς ἡγεῖσθαι , οἷον
5836311 ἐπιφοιτησει
εἰς Κρότωνα ἐπεδήμησε , τίνα τε ἔπραξεν ἐν τῇ πρώτῃ ἐπιφοιτήσει , καὶ τίνας λόγους εἶπεν εἰς τοὺς νεανίσκους .
ἐπιφοιτήσει , τοῦτο ἤδη μαθητέον ἐστί : εἰ γὰρ δὴ ἐπιφοιτήσει γε συνεχέως , φαίην ἂν καὶ αὐτὸς θεῖον εἶναι
5833630 εἰσιῃ
κατάλογον δόξεις μ ' ἐρεῖν . εἰς οἰκίαν ὅταν τις εἰσίῃ φίλου , ἔστιν θεωρεῖν , Νικοφῶν , τὴν τοῦ
διακοσμηθεὶς στέλλεται πρὸς τὰς ἱερουργίας , ἵν ' , ὅταν εἰσίῃ τὰς πατρίους εὐχάς τε καὶ θυσίας ποιησόμενος , συνεισέρχηται
5817251 κιττα
τῶν κυουσῶν γυναικῶν . ἢ ἐπειδὴ ἀδηφάγον ἡ ὄρνις ἡ κίττα , κιττᾶν λέγοιτο ἂν τὸ ἐπιθυμεῖν . εἴρηται δὲ
ἀπὸ τῶν κυουσῶν γυναικῶν . ἐπειδὴ ἀδηφάγον τὸ ὄρνεον ἡ κίττα καὶ περίεργον εἰς ἐπιθυμίαν . παμφάγον γὰρ τὸ ὄρνεον
5815247 προσαγοιτο
καὶ κάμινον βαλανείου φησίν . εἰκότως δ ' ἂν βαλανείῳ προσάγοιτο καὶ τὸ ἐν ταῖς Λημνίαις ὑπ ' αὐτοῦ εἰρημένον
οὐδ ' ἂν ἔχοι τινὰ λόγον , εἴ τις αὐτῶν προσάγοιτο ἀντίληψις . Ἃ δ ' ἐστὶ τούτων ἐχόμενα ἐρωτήματα
5815107 ἀθλῳ
ἀγρευτικὸς λαβὼν θηρίον ἥδεται , καὶ κέχρηται τῇ ἄγρᾳ ὡς ἄθλῳ , ἐὰν αὐτῷ συγχωρήσῃ ὁ δεσπότης : εἰ δὲ
πρὸ τοῦδε φροντίσας καὶ βοήσας καὶ παραινέσας , καλλίστῳ δὲ ἄθλῳ κατακλείων τὴν σπουδήν . μιμοῦ δὴ σαυτὸν καὶ πρόσθες
5795603 προσιῃ
ἐπὶ γῆς βεβηκότες πολὺ μὲν ἰσχυρότερον παίσομεν , ἤν τις προσίῃ , πολὺ δὲ μᾶλλον ὅτου ἂν βουλώμεθα τευξόμεθα .
εἰς θεραπείαν σομβάλλεται . ἐὰν γάρ τις μὴ διαγνοὺς ἀκριβῶς προσίῃ , κίνδυνος πρόπτωσιν ἐπακολουθῆσαι ἀνακαθαιρομένων τῶν ἑλκῶν καὶ μάλιστα
5789665 Νιβας
ἥκιστα . Θεσσαλονίκῃ τῇ Μακεδονίτιδι χῶρός ἐστι γειτνιῶν καὶ καλεῖται Νίβας . οὐκοῦν οἱ ἐνταῦθα ἀλεκτρυόνες ᾠδῆς τῆς συμφυοῦς ἀμοιροῦσι
, ὃς λέγει τότε ἂν ἔχοιτε τόδε τι , ὅταν Νίβας κοκκύσῃ . Ὅτε Ἀλέξανδρος τὰ μὲν ἐδόνει τῆς Ἰνδῶν
5783468 κἀπιβοα
, γελῶν δ ' ἱπποσέλινα καὶ κοσμοσάνδαλα βαίνων , ἔγχει κἀπιβόα τρίτον παιῶν ' , ὡς νόμος ἐστίν . ἢν
, γελῶν δ ' ἱπποσέλινα καὶ κοσμοσάνδαλα βαίνων , ἔγχει κἀπιβόα τρίτον παιῶν ' , ὡς νόμος ἐστίν . Ἢν
5768742 πωλων
ἐμέθεν , δόμων ἃς κατεῖδον ἄτας : ποτανὸν μὲν δίωγμα πώλων , τεθριπποβάμονι στόλωι Πέλοψ ὅτ ' ἐπὶ πελάγεσι διεδίφρευσε
ελλ ? [ ἐπ ' ⌊ ἁρμάτων τε καὶ Θρεϊκίων πώλων λευκῶν ⌊ † ὀείους κατεγγὺς † Ἰλίου πύργων ἀπηναρίσθη
5767037 εὐχηται
] ὑπακουσομένων , ἐάν τε ἐν τῇ | πατρίδι αὐτοῖς εὔχηται ἐάν τε , ὡς ἀνυστόν , ἐγγυτάτω | πέλας
ἀνὰ κράτος τὸ ἀδικεῖν ἀποδράσεται . τὸν δὲ Ἰσμαὴλ ὅταν εὔχηται ζῆν , οὐκ ἀπέγνωκε τὴν γένεσιν Ἰσαάκ , ὡς
5747464 ἰκτινος
ἡ εὐθεῖα αὕτη εὕρηται ἐν χρήσει , ἀλλ ' ἔστιν ἴκτινος ἡ εὐθεῖα , ὡς παρὰ Σοφοκλεῖ . ἴκτινος ὣς
ἐμφαίνεται . λούμενος : Ἀντὶ τοῦ λουόμενος . . καταπτάμενος ἴκτινος κ . τ . λ . : Ἵνα καὶ
5734097 ἁρμοττῃ
παθεῖν καὶ ὁ ποιήσας ποιῆσαι , εἶτα χρῆσθαι ὁποτέρως ἂν ἁρμόττῃ . ἐνίοτε γὰρ διαφωνεῖ τὸ τοιοῦτον , ὥςπερ ἐν
χρώμενον , ὥσπερ ἂν εἰ φαίης ἀσπίδα , ᾧ ἂν ἁρμόττῃ , τούτῳ εὔρυθμον εἶναι , καὶ χλαμύδα , καὶ
5724907 κατακαῃ
πολιτείᾳ , εἶπεν : μήτε λίαν ἐγγύς , ἵνα μὴ κατακαῇ , μήτε πόῤῥω , ἵνα μὴ ῥιγοῖ . Ὁ
τελευτήσει Μελέαγρος , ὅταν ὁ καιόμενος ἐπὶ τῆς ἐσχάρας δαλὸς κατακαῇ . τοῦτο ἀκούσασα τὸν δαλὸν ἀνείλετο Ἀλθαία καὶ κατέθετο
5723168 καστωρ
ἐπιληψίαν ἰᾶται παραδόξως καὶ ὑπὲρ λόγον . Κυνοπόταμος ὁ καὶ κάστωρ λεγόμενος γνωστός ἐστι . Τούτου οἱ ὄρχεις , τὸ
μηδὲ πνεύμονας ἔχειν ταῦτα . ἀμφίβια δὲ ἵππος ποτάμιος ἐνυδρὶς κάστωρ κροκόδειλος . φολιδωτὰ δὲ σαῦρος σαλαμάνδρα χελώνη κροκόδειλος ὄφις
5713407 θωρακ
τι τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως
πάντα τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως
5708375 μυρμηξ
. καὶ ἐν τοῖς Καλλιμάχου γὰρ ἀναγέγραπται κέβλη . εἶτα μύρμηξ Ἑρμίππου τετραμέτροις . καὶ Θεμιστοκλέους τὸν πρωνός τις ὢν
. ἴδρις ⌊ σωρὸν ἀμᾶται ⌋ : νῦν ὁ ἔμπειρος μύρμηξ : σωρὸς δὲ ὁ θησαυρός . * μηνὸς δ
5704920 κυνηγεσιον
ῥόπαλον , τὸν δὲ ἀρκυωρὸν ἕπεσθαι : πρὸς δὲ τὸ κυνηγέσιον σιγῇ προσιέναι , ἵνα μὴ ὁ λαγῶς , ἐάν
καὶ ὅταν ἀναγρία ἐμπίπτῃ , ἀναλύειν χρὴ τὰ περὶ τὸ κυνηγέσιον πάντα . Κυνῶν δὲ κόσμος δέραια , ἱμάντες ,
5696274 θυμιασαι
πῶς ἄρα . . θύσειεν : Ὅτι καὶ ἐπὶ τοῦ θυμιάσαι τὸ θύειν . ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ βοὸς σφάξειεν
πῦον : ἢν δὲ μὴ , τῇ ὑστεραίῃ λούσας θερμῷ θυμιάσαι , καὶ ἢν ῥαγῇ , ἰῆσθαι ὥσπερ ἔμπυον .
5684093 καταγνωσθῃ
τιμηθῇ , δεδέσθω τέως ἂν ἐκτείσῃ ὅ τι ἂν αὐτοῦ καταγνωσθῇ . Ἀκούετ ' , ὦ ἄνδρες δικασταί ; λέγ
ἢ τὰ ἱερὰ κλέπτῃ , κριθέντα ἐν δικαστηρίῳ , ἂν καταγνωσθῇ , μὴ ταφῆναι ἐν τῇ Ἀττικῇ , τὰ δὲ
5678129 Ἀμφιτριτῃ
πνοιάς τε ζαέων ἀνέμων σὺν Κυματολήγῃ ῥεῖα πρηΰνει καὶ ἐυσφύρῳ Ἀμφιτρίτῃ , Κυμώ τ ' Ἠιόνη τε ἐυστέφανός θ '
ὃ καλεῖται Μεσόγειον , τότε ἐνταῦθα Ποσειδῶνι μὲν ταῦρον , Ἀμφιτρίτῃ δὲ καὶ Νηρηΐσι ζῶσαν καθιέναι παρθένον : ὄντων οὖν
5676592 λαρῳ
: ” εἶναι δέ φησιν ὁ Ἀπίων τὴν αὐτὴν τῷ λάρῳ καὶ τῇ αἰθυίῃ . ἐπὶ δὲ τοῦ κρίκου τῆς
ἰξευτῶν καὶ ἁλιέων σπουδάσματα . Ἀλλ ' οὔτ ' αἴγαγρος λάρῳ παρόμοιος εἰς θήραν , οὔτε μὴν ἐχῖνος ῥινοκέρωτι ,
5672495 κλεμμα
τοῦ κάθημαι . κλέμμα μὲν Φιλίππου ] παραμυθεῖται τὰς συμφορὰς κλέμμα λέγων , ἀλλ ' οὐ κατόρθωμα . δωροδόκημα ]
κλέμμα . Ἥλιος καὶ Σελήνη ἅμα ὡροσκοποῦντες οὐ μόνον τὸ κλέμμα μηνύουσιν ἀλλὰ καὶ τὸν κλέπτην . Ἥλιος καὶ Σελήνη
5670867 ὑποτακτικως
, ἢ σὺν τῷ ο τονθορυσμὸς καὶ τονθορύζω . Δύνῃ ὑποτακτικῶς , ” ἐὰν δύνωμαι , ἐὰν δύνῃ ” ,
, προτακτικῶς μὲν ἐν τοῖς φωνήεσι , προτακτικῶς δὲ καὶ ὑποτακτικῶς ἐν τοῖς συμφώνοις : ὅταν δὲ ἐκφωνεῖν ἐθελήσῃ ἢ
5667015 ἐπιβοιον
, Φερεκράτης δ ' ἐν Ἐπιλήσμοσιν . . . . ἐπίβοιον : Λυκοῦργος ἐν τῶι Περὶ τῆς ἱερείας . Φιλόχορος
καὶ τῆι Πανδρόσωι θύειν ὄιν , καὶ ἐκαλεῖτο τὸ θῦμα ἐπίβοιον . ὁμοίως καὶ Στάφυλος ἐν α τῶν Περὶ Ἀθηνῶν
5663049 κνυζηθμον
Ἀμυκλαίῃσι : Λακωνικαῖς * κελεύων : διεγείρων τῇ φωνῇ * κνυζηθμόν : βοήν ἄσημον κλαυθμόν : ἡ φωνὴ λέγεται δὲ
καὶ ὅλην αὐτοῦ τὴν ἰσχὺν καὶ προθυμίαν . Ἄλλως : κνυζηθμόν : λείπει ἡ διά , ἤτοι διὰ κνυζηθμὸν κυνὸς
5660627 ἀχερδος
ἡ δυσχερὴς ταῖς χερσὶ λαβέσθαι , καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ ἄχερδος , ὡς ὕω ὕδω , δείω δείδω , .
, ἄχερός τις οὖσα , ἡ δυσχερὴς , τοῦ δ ἄχερδος ' . . . . ἀχερδούσιος : οἷον :
5654206 παγκοινῳ
ἀδίκως . . ἐνδίκως ] γρ . ἐκδίκως . . παγκοίνῳ ] γρ . παγκοίνως . . δημοσίᾳ . δάμη
ἀμνήμοσιν , ταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματος , πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ' δάμη . οὕτως δ ' ὁ μάντις ,
5648861 ἁγνῳ
εἰς τὴν θέαν ἐρχόμεθα τοῦ αὐτοκάλου . Τὸ δὲ ἐν ἁγνῷ βάθρῳ τὸ νοητὸν λέγει , ἐπειδὴ ὁ τόπος ὁ
πάντων δ ' ἀνάκτων τῶνδε κοινοβωμίαν σέβεσθ ' : ἐν ἁγνῷ δ ' ἑσμὸς ὡς πελειάδων ἵζεσθε κίρκων τῶν ὁμοπτέρων
5639910 θυμιωμενος
δύναται . Δύναται δὲ τὰ αὐτά τις καὶ Θρᾴκιος λίθος θυμιώμενος ἀποτελεῖν , ὃς ἐὰν μὲν πυρὶ παραδοθῇ , πρότερον
ἅψασθαι . τοῦ οὖν δένδρου τὰ φύλλα ἢ ὁ φλοῦς θυμιώμενος , πᾶν κακὸν ἀποδιώκει . Πτίλον δὲ περιστερᾶς ἔχον
5632173 Πανδροσῳ
ὄνομα : τῇ δὲ ἑτέρᾳ τῶν Ὡρῶν νέμουσιν ὁμοῦ τῇ Πανδρόσῳ τιμὰς οἱ Ἀθηναῖοι , Θαλλὼ τὴν θεὸν ὀνομάζοντες .
τις τῇ Ἀθηνᾷ θύῃ βοῦν , ἀναγκαῖόν ἐστι καὶ τῇ Πανδρόσῳ θύειν οἶν , καὶ ἐκαλεῖτο τὸ θῦμα ἐπίβοιον .
5628050 οἰν
φίλον μακάρεσσι θεοῖσιν , φυλόπιδος λῆξαι , πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ . Καὶ πῶς , ὦ κατάρατε , λύκος
' ἀμφέθηκα μυρσίνας . πυρᾶς δ ' ἔπ ' αὐτῆς οἶν μελάγχιμον πόκωι σφάγιον ἐσεῖδον αἷμά τ ' οὐ πάλαι
5615661 προσσεσηρως
ἀναπνέων δ ' ὑάκινθον , καὶ μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς : ὦ φιλῶν μὲν ἀμάρακον , προσκινῶν δὲ σέλινα
νεωτέρους παράσιτος . εἴποις δ ' ἂν καὶ κύων προσσαίνων προσσεσηρώς , ἐπισίτιος , λυμεὼν τῆς νεότητος , ἀσύμβολος ,
5604867 φυλαττῃ
αἰσθητοῖς , ἐδεήθη καὶ φαντασίας , ἵνα δι ' αὐτῆς φυλάττῃ τοὺς τύπους τῶν αἰσθητῶν . χρεία οὖν ἐστι μαθημάτων
ἀμφισβητοῦντος , τά τε πρόβατα σημείοις διειλημμένα , κἂν μηδεὶς φυλάττῃ , σώζεται τοῖς κεκτημένοις , ἔν τε ταῖς ἄλλαις
5604382 ἐπιβαλλῃς
, ἢ τιτάνῳ , ἢ ὡς ἐπινοεῖς . Καὶ ἐὰν ἐπιβάλλῃς ἀργύρῳ , ποιεῖς χρυσόν : ἐὰν δὲ χρυσῷ ,
' ἔα μαίνεσθαι . κλαύσει , τὴν χεῖρ ' ἢν ἐπιβάλλῃς . παύσασθε μάχης καὶ λοιδορίας . ἀλλ ' ἐπίδειξαι
5599080 ὁπλιτῃ
τὰ δεξιά , ἵνα - περ τὸ δόρυ ἐστὶ τῷ ὁπλίτῃ , ἐπ ' ἀσπίδα δὲ ἡ ἐπὶ τὰ λαιά
, καὶ Καλλικράτης ἀπὸ τῆς ἐπὶ Ληθαίῳ Μαγνησίας ἐπὶ τῷ ὁπλίτῃ δρόμῳ στεφάνους δύο ἀνῃρημένος : Λυσίππου δὲ ἔργον ἡ
5593662 λαγων
κενούμενον λαγαρὸν γίγνεσθαι : ὅθεν ἀπὸ μὲν τοῦ λαγαροῦ ἡ λαγών , ὥσπερ καὶ λάγανον , ἀπὸ δὲ τοῦ λαπάττειν
Ἀλκαῖος δὲ ὡς πολλῶν ὄντων ἐμφανίζει . εὕρηται δὲ τὸν λαγών ὀξυτόνως μετὰ τοῦ ν . Ξενοφῶν δ ' ἐν
5592656 τροχιλος
τῶν ὀρνίθων τοὺς παρευδιαστὰς καλουμένους , ὧν ἐστι κηρύλος , τροχίλος καὶ ὁ τῇ κρεκὶ προσεμφερὴς ἐρῳδιός : οὗτοι γὰρ
τὸν δὲ ὠφελούμενον αἰσθάνεσθαι , καὶ ὅταν ἐξελθεῖν βούληται ὁ τροχίλος , τὸν αὐχένα κινεῖν , ἵνα μὴ συνδηχθῇ .
5581407 καιομενος
φασὶν εἰπεῖν , ὅτι τότε τελευτήσει Μελέαγρος , ὅταν ὁ καιόμενος ἐπὶ τῆς ἐσχάρας δαλὸς κατακαῇ . τοῦτο ἀκούσασα τὸν
πᾶσαν ὥραν . Ἀπόλλων δὲ καὶ αὐτὸς τῆς παιδὸς πόθῳ καιόμενος ὀργῇ τε καὶ φθόνῳ εἴχετο τοῦ Λευκίππου συνόντος καὶ
5581331 ἐστεμμενος
περιβεβλημένος πολυτελῆ καὶ ὑποδούμενος λευκὰς Λακωνικάς , στέφανον δάφνης χρυσοῦν ἐστεμμένος , καὶ διανέμων τὰ τῶν πλουσίων τοῖς πένησι ,
ταχέως . Ἡ δὲ νέα εἰρεσιώνη θαλλὸς ἦν ἐλαίας , ἐστεμμένος ἐρίοις , καὶ προσκρεμαμένους ἔχων παντοδαποὺς τῶν ἐκ γῆς
5575394 φοβηται
ἐν θυσίαις καὶ ἑορταῖς , μηδὲν ἀπολωλεκὼς τούτων , ἢ φοβῆται πλέον ἢ ἐν δισμυρίοις ἀνθρώποις ἑστηκὼς φιλίοις , μηδενὸς
. τοῦτο δ ' οὐκ ἂν δύναιτο ἄχρι ἂν ἢ φοβῆται Ἀρταξέρξην ἰατρὸς αὐτοῦ ὢν ἢ ἐλπίζῃ κάνδυν πορφυροῦν καὶ
5568113 λυχνιτης
ὑπερφερέστερος . Τὸ δὲ εἶδος τούτου τοῦ λίθου ἐστὶν ὡσπερεὶ λυχνίτης καθαρός , πορφυροῦς , ἡλιόφεγγος . Λίθος ὁ χαλκηδόνιος
. θράνος ἐστὶν ὑποπόδιον , ἔνθα καὶ θρανίτης , ὡς λυχνίτης , ὑποκοριστικῶς . μάκτρα : θυεία ἐπιμήκης , ἐν
5555478 Αὐτομολοις
ὄρθριον . καὶ τῶν καλουμένων δὲ ΜΕΛΙΚΗΡΙΔΩΝ μνημονεύει Φερεκράτης ἐν Αὐτομόλοις οὕτως : ὥσπερ τῶν αἰγιδίων ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος
ὅπερ ἀγνοήσαντές τινες γράφουσι πασσυδεί . ἔστι δὲ καὶ ἐν Αὐτομόλοις Φερεκράτους . παππίζειν : τὸ πάππαν καλεῖν . πάππος
5554079 κιναιδος
ποτῷ ἢ ἐν βρώματι , τὸν λίθον ὁ λαβών , κίναιδος ἔσται ὁμολογουμένως αὐθημερόν . ἐὰν δὲ ἀλεκτρυόνι αὐτὸν δῷς
ἤδη δὲ ἀποχωρῶν πτάρνυται : κἀκεῖνος εὐθὺς ἀνεβόησεν ὡς εἴη κίναιδος . εἶτα ἐπ ' ἀνθρώπου μὲν ὁ πταρμὸς ἐξήλεγξε
5551250 κλαῃ
, ὦ ἄνδρες δικασταί , ἐάν τις παῖδας αὑτοῦ ἀναβιβασάμενος κλάῃ καὶ ὀλοφύρηται , τούς τε παίδας δι ' αὐτὸν
. τί βούλει ; ἂν δὲ φῇ δεινὰ πάσχειν καὶ κλάῃ καὶ ὀδύρηται καὶ κατηγορῇ ἐμοῦ , ἃ μὲν ἂν
5551074 ἐπιθημα
ἰσχνότης . Νίκανδρος δὲ ἀντὶ τῆς ἐκμαλθάξεως αὐτὴν τέθεικεν . ἐπίθημα ἔχειν : ἀντὶ τοῦ πῶμα ἔχειν . ἰδίως γὰρ
εὐρόουϲ ποιέειν . τέγξιϲ κεφαλῆϲ ὁκοῖον ἡ ἐν καύϲοιϲι . ἐπίθημα ἐϲ θώρηκα καὶ μαζὸν ἀριϲτερὸν ὁκοῖον ἐν ϲυγκοπῇ .
5546899 μιχθῃ
διεξελθεῖν τῶν δαιτυμόνων μισγομένην : τῶν δὲ ὡς ἕκαστός οἱ μιχθῇ , διδοῖ δῶρον τὸ ἂν ἔχῃ φερόμενος ἐξ οἴκου
δὲ πρώτῳ ἐμβαλόντι ἕπεται οὐδὲ ἀποδοκιμᾷ οὐδένα . Ἐπεὰν δὲ μιχθῇ , ἀποσιωσαμένη τῇ θεῷ ἀπαλλάσσεται ἐς τὰ οἰκία ,
5543245 λαρος
ἀναστρέφων ἐσώθη . * λοῖσθον δὲ : ὕστερον δὲ ὡς λάρος κυματοδρομήσας , ὡς κόγχος * τε * περιτριβεὶς παντόθεν
διακινδυνευόντων ταῖς ψυχαῖς καὶ πρὸς τοῦτο καρτερῶς ἀγωνιζομένων ταττομένη . λάρος ἐν νεμέσει : παροιμία ἐπὶ τῶν ταχὺ ἀποδιδόντων .
5534708 βλοσυρῳ
καὶ τὸν ποταμὸν αὐτὸν ἐν βαθεῖ δόνακι κείμενον , ἐν βλοσυρῷ τῷ εἴδει , κόμη τε γὰρ ἀμφιλαφὴς αὐτῷ καὶ
δ ' ἰδίοις ἐπιτέρπεται αἰεί , Αἰγόκερῳ τε καὶ Ὑδροχόῳ βλοσυρῷ τε Λέοντι καὶ Χηλαῖς Κριῷ τε , τότ '
5529595 στεφανος
ἐπίδοσιν ἐν ταῖς πόλεσι δηλοῖ . ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ στέφανος νίκης τε ἅμα σύμβολον καὶ χαρᾶς . ἐνίκησαν γὰρ
, οἶνος ἡδύς , ᾠά , σησαμαῖ , μύρον , στέφανος . ὀνόματα τῶν δώδεκα θεῶν διελήλυθας . οὐ φιλοτραγήμων
5511660 βλαπτοιντο
μὴ ὀρθῶς μεταβάλλοιεν , οἱ ὅλῃσι τῇσι πτισάνῃσι χρεόμενοι : βλάπτοιντο δ ' ἂν καὶ οἱ μούνῳ τῷ χυλῷ χρεόμενοι
ἵνα τοῖς ἐκεῖσε ἐμφωλεύουσιν ὄφεσι διδόντες μὴ ⌈ βλάπτωνται [ βλάπτοιντο ] ὑπ ' αὐτῶν . οἱ γοῦν εἰσιόντες οὐκ
5510694 ἀναζεσῃ
ἰσχύν . ὠμὸν οὖν ποιεῖσθαι ὧδε : ἐπειδὴ ἂν ἰσχυρῶς ἀναζέσῃ τὸ ἔλαιον , ἀφελόντα τοῦ πυρὸς αὐτὸ χρὴ ἐμβάλλειν
κινῆται , συγκινηθῇ , ἀναφυσωθῇ , ἀναταραχθῇ , βράσῃ , ἀναζέσῃ : ἰστέον ὅτι βράσσηται ταῖς δίναις . πάμφυρτος :
5506407 ἱερευς
ἕλον Ἀτρεΐδῃ Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον . Χρύσης δ ' αὖθ ' ἱερεὺς ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων λυσόμενός
Διονύσου κατὰ μικρὸν ἐξιλασκομένου τὴν αἰδῶ ἄρχει λόγου πρῶτος ὁ ἱερεὺς πρὸς τὸν Σώστρατον : “ Τί οὐ λέγεις ,
5505196 ξηρανθῃ
δ , ϲὺν ὄξει δριμυτάτῳ ἡμικοτυλίῳ λέαινε , μέχρι ἂν ξηρανθῇ , καὶ ἀνελόμενοϲ χρῶ μήλην βάπτων καὶ ἐπικυλίων τῷ
ᾖ , διαπλάσσειν φθόεις , εἶτα ξηραίνειν : ὅταν δὲ ξηρανθῇ , κατακαίειν ὡς δυνατὸν μάλιστα : εἶτα ἐπειδὰν ψυχθῇ
5504534 μαλαχας
' οὗ καὶ τὸν Ἀριάδνης καλούμενον στέφανον πεπλέχθαι . ὦ μαλάχας μὲν ἐξερῶν , ἀναπνέων δ ' ὑάκινθον , καὶ
δὲ λαβὼν τὸ δρέπανον ἀπεθέριζεν αὐτῷ ἀσπαράγους , σεῦτλα , μαλάχας καὶ ἀρτύματα . εὐτελὲς δὲ δεσμήσας φορτίον ἐπέδωκε τῷ
5500950 τρισαθλιος
! ] ἕτερος ὑμῖν . ποικίλον ἄριστον ἀριστῶσιν . ὢ τρισάθλιος ἐγὼ κατὰ πολλά . νῦν μὲν οὖν οὐκ οἶδ
ἀγοραῖς νομίζεται , ἐπὰν δ ' ἀνοίξη τὰς θύρας , τρισάθλιος . Εὐπολίδος : Ὡς πολλά γ ' ἐν μακρῶ
5500368 Χαιρις
ψηφηφορεῖν [ ψηφοφορεῖν Γ ] οὖν μόνον τρεφόμενον . καὶ Χαῖρις δὲ τὸ κήθιον τρυβλίου τι εἶδος καὶ τὸ λαγαρίζειν
γίνεσθαι , ὥστε ἀναίδειαν προστραπῆναι . καὶ οὐκ ἀπιθάνως ὁ Χαῖρις . οὐ πρέπει νῷν : οὐ προσῆκον οὐδὲ δίκαιον
5499908 Δοκιμαζε
Ἀρετὴν ἐπαίνει . Κακοὺς μίσει . Τὸν κρατοῦντα τίμα . Δοκίμαζε φίλους . Ὅμοιος σαυτῷ γίνου . Ἐπαγγέλλου μηδενί .
, ἄχρις ἂν τὸ θεῖον ἀναχωρήσῃ ἐκ τῆς ὑδραργύρου . Δοκίμαζε δὲ τὴν ὑδράργυρον οὕτως . Λαβὼν αὐτὴν , βαλὼν
5498295 ὀφθῃ
, καὶ οὐρὰν οὐκ ἔχειν ἀκούω αὐτήν : καὶ εἰ ὀφθῇ γυναικί , εἰς νόσον ἀδόκητον ἐμβάλλει αὐτήν . Πάρδαλις
ἔστι γένος ἢ διαφορά , ἵνα μὴ ποικίλη καὶ δεινὴ ὀφθῇ τούτων ἡ διδασκαλία . τινὲς δὲ λέγουσι : τί
5491427 κελευσῃ
δέος , μὴ καὶ τὸ κοινὸν τοῦ ἔθνους ὄνομα συναφανισθῆναι κελεύσῃ ὁ νεωτεροποιὸς καὶ μεγαλουργὸς ἄνθρωπος . ἀμφοτέρων οὖν τῶν
μόνον ὑπὲρ σαυτοῦ ἂν καὶ τῆς σῆς μητρός , ἐὰν κελεύσῃ σέ τις , ὀμόσαις , ὡς ἔοικεν , ἀλλὰ
5488409 κογχον
, ἀλλὰ κἂν τὴν πολυθρύλητον ἔχῃς φακῆν ἢ τὸν καλούμενον κόγχον . γελασάντων δὲ πάντων καὶ ἐπὶ τῷ κόγχῳ μάλιστα
μὴ πρὸ φακῆς λοπάδ ' αὔξων ἐς στάσιν ἄμμε βάληις κόγχον καὶ κύαμον σύναγ ' , ὦ φίλε , κἂν
5486619 πληκτρον
καί , Οὐδ ' ἂν αἵματι στένων πείσειεν . Αἶρε πλῆκτρον : ἐπὶ τῶν εἰς ἄμυναν ἀντικινουμένων . Αἴρειν ἔξω
, αἱ χεῖρες δὲ ἡ μὲν δεξιὰ ξυνέχουσα ἀπρὶξ τὸ πλῆκτρον ἐπιτέταται τοῖς φθόγγοις ἐκκειμένῳ τῷ ἀγκῶνι καὶ καρπῷ ἔσω
5485260 βροτοεντα
σκοπὸν εἵλομεν . . νηὶ δ ' ἐνὶ πρύμνῃ ἔναρα βροτόεντα Δόλωνος θῆκ ' Ὀδυσεύς , ὄφρ ' ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ
χάζεο , λεῖπε δὲ νεκρόν , ἔα δ ' ἔναρα βροτόεντα : οὐ γάρ τις πρότερος Τρώων κλειτῶν τ '
5480238 ἀμαθεστερος
καὶ κρίσεως , δουλεύομεν αὐτοῖς . τοῦτο δὲ πρὸς τὸ ἀμαθέστερος : ὅ τι ποτ ' εἰσὶν οἱ θεοί :
Πολὺ δὲ μᾶλλον ἀπορηθείς , καθίσας ἔκλαεν εἰ καὶ κριῶν ἀμαθέστερος εἰς τὰ ἔρωτος ἔργα . Ἦν δέ τις αὐτῷ
5479880 καλῃ
. ” ὕβριζ ' , ἕως ἂν τὴν δίκην ἅρχων καλῇ . οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρ ' ἔτ ' ἐνταυθοῖ
τι δηλώσας ῥῦσαι τὸν ἑταῖρον τοῦ κακοῦ . Ἐπανήκει τῇ καλῇ πόλει τὸ τῆς προσηγορίας ἔργον , καὶ ἔστιν ὄντως
5478347 σπενδοντας
' ἐδάην , τά κε λέξω . Πρῶτα μὲν οὖν σπένδοντας ἀναιμάκτων ἐπὶ βωμῶν οὐ γὰρ ἄγειν θέμις ἐστὶ θυηλὴν
' ἐδάην , τά κε λέξω . Πρῶτα μὲν οὖν σπένδοντας ἀναιμάκτων ἐπὶ βωμῶν οὐ γὰρ ἄγειν θέμις ἐστὶ θυηλὴν
5475243 φευγῃ
μῆλον πάντ ' ἔστιν ἐξευρεῖν , ἐὰν μὴ τὸν πόνον φεύγῃ τις , ὃς πρόσεστι τοῖς ζητουμένοις . δεδράμηκα εἰ
δυσανάκλητον δὲ ἐν συμφοραῖς . Ὅταν Περικλῆς μὲν οἴχηται , φεύγῃ δὲ Ἀριστείδης , ἀποθνήσκῃ δὲ Σωκράτης , ἀνίστηται δὲ
5475127 περικλυστῳ
ἐν εὐκόλποισι Φαλήρου ἀγκῶσιν ληφθένθ ' ἱεροῖς . κἀν τῇ περικλύστῳ ἐστὶ Ῥόδῳ γενναῖος , ἐὰν ἐπιχώριος ἔλθῃ . ἂν
κούρην ἐρικυδέα , τήν ποτε Θησεὺς κάλλιπεν οὐκ ἐθέλων γε περικλύστῳ ἐνὶ Δίῃ : τοὺς δ ' ἠὺς Διόνυσος ἑῷ
5472294 εὐθρυπτος
λίθου , ὁτὲ δὲ ψαμμία ὑφίστανται τῷ οὔρῳ , εἰ εὔθρυπτος εἴη ὁ λίθος , ἢ καὶ γενέσεως ἀρχὴν ἔχοι
τρόφιμος , εὐέκκριτος . ἥπατος ἢ μαζέας τρυφερὸς μέσως , εὔθρυπτος , λελυμένος , εὔστομος , δύσπεπτος δὲ καὶ τρόφιμος
5470033 σκαφιον
τῇ πρὸς τὴν Δημοσθένους γραφὴν ἀπολογίᾳ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον εἶδος κουρᾶς καὶ Ἀριστοφάνης Γήρᾳ . Σκευοποιοῦντα τὸ πρᾶγμα
φησι Πάμφιλος . εἶναι δ ' αὐτὸ οἷόν ἐστι τὸ σκαφίον . ΚΕΛΕΒΗ . τούτου τοῦ ἐκπώματος Ἀνακρέων μνημονεύει :
5468361 καπρος
. τῖφος : ὁ κάθυγρος τόπος , ἔνθα διέτριβεν ὁ κάπρος . περὶ δὲ τοῦ κάπρου καὶ Ἡρόδωρός φησιν ,
αὐτοῦ καὶ Εὐξίππης , ἢ ὅτι Λητὼ ἐκεῖ βουλομένην τεκεῖν κάπρος ἐπιφανεὶς ἐπτόησε . τὸ ἐθνικὸν Ἀκραιφιαῖος καὶ Ἀκραίφιος καὶ
5467434 προκωνια
Δήμων δ ' ἐν τῷ περὶ θυσιῶν φησι : καὶ προκώνιά ἐστι κάγχρυς κατηριγμέναι μετ ' ἀρωμάτων . Ἔστι δέ
δηλοῖ . Προκώνια : Λυκοῦργος κατὰ Μενεσαίχμου . Δίδυμος ” προκώνιά “ ” φησίν “ ἐστι πυροὶ μέλιτι κεχρισμένοι .
5462401 ψαιρει
δὲ καὶ ἐνταῦθα ἡ λέξις αὕτη . . γράφεται καὶ ψαίρει . κυρίως δὲ ἡ λέξις ἐπὶ τῶν λαιφῶν τῶν
ἵστατο ἀλλ ' εἰς ἀέρα ἐφέρετο , διὰ τοῦτο τὸ ψαίρει τὸν λευρὸν οἷμον τοῖς πτεροῖς εἶπεν . ἴσθι δ
5457101 ἐκπιῃς
ἔθηκα τὴν συνθήκην ; καὶ ἐρεῖ σοι ἵνα τὴν θάλασσαν ἐκπίῃς . σὺ δὲ εἰπέ μή τι ἕτερον ; καὶ
τεθείκαμεν τὰς συνθήκας ; καὶ ἐρεῖ σοι ἵνα τὴν θάλασσαν ἐκπίῃς . εἰπὲ οὖν μή τι πλέον ; ἐρεῖ οὔ
5451513 Ποδαργος
. ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν , ἵππῳ δὲ Πόδαργος , καὶ κυνὶ Λήθαργος καὶ θεράποντι Βάβης . τίς
εἶναι αὐτῶν ἓν μνῆμα , ἐν ᾧ γέγραπται : Σᾶμος Πόδαργος Λάμπος Ἄλκιμος Θόας . Θύρσις ὅδ ' ὡξ Αἴτνας
5451280 ὑποχρυσος
ἢ εἰς γεωργούς , καὶ ἂν αὖ ἐκ τούτων τις ὑπόχρυσος ἢ ὑπάργυρος φυῇ , τιμήσαντες ἀνάξουσι τοὺς μὲν εἰς
οὕτω φησίν : ὅταν δὲ ὁ βασιλίσκος δάκῃ , πληγὴ ὑπόχρυσος γίνεται . Τὰ μὲν οὖν ἐν τοῖς πλείστοις τῶν
5450904 γαλεωτης
μυγαλὴ ἀπὸ τοῦ ἁλίσκειν τοὺς μύας . λέγεται ἀσκαλαβώτης καὶ γαλεώτης ἢ μῦς ἢ ἡ κοινῶς λεγομένη νυμφίτζα , ἀπὸ
τοῦ κωμικοῦ ἀστεῖον : ἐν γὰρ τῷ εἰπεῖν “ νύκτωρ γαλεώτης κατέχεσεν ” ἐπέφερε “ δεῖπνον ἡμῖν οὐκ ἦν ἑσπέρας
5449924 ἀποκτεινῃ
, τὴν βουλὴν δικάζειν : ὁ δέ , ἄν τις ἀποκτείνῃ , εὐθὺς ἔγραψεν ἀγώγιμον εἶναι . τοῦτο φυλάττετε καὶ
αὐθάδη ὀλίγα , τὴν μέσην μέτρια , ἕως ἂν ἢ ἀποκτείνῃ αὐτὸν κατὰ πόδας ἢ εἰς τὰς ἄρκυς ἐμβάλῃ .
5448794 καμῃ
θύμα , θύμβραν . Ὡς ἡ ποτ ' αὐτὸν ἢν κάμῃ τις , εὐθέως ἐρεῖ [ πρὸς αὐτὸν ] ,
κῦμ ' ἀλεείνων πάντοθεν ἐσσύμενον στυγερῇ ὑπὸ χείματος ὥρῃ χεῖρα κάμῃ καὶ θυμόν , ὑποβρυχίης δ ' ἄρα νηὸς ὀλλυμένης

Back