! ! ! ! ! ! ! ! ! ] θου [ ” ] [ ! ! ! ! !
. . . . . . . . . . θου ? . . . . . . . .
5352239 Ῥωμαϊκη
, ἐξ ἀλλοφύλου τε γένους συνοικισθείσης , ἡ μετέπειτα συστᾶσα Ῥωμαϊκὴ πόλις τὴν ἐπωνυμίαν ἀμείψασα , εἰς τὴν τοῦ κρατοῦντος
Ῥωμαϊκῆς διαλέκτου ὅτι ἐστὶν ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς κοὐκ αὐθιγενὴς ἡ Ῥωμαϊκὴ διάλεκτος . . . : Ἄκη , πόλις Φοινίκης
4948533 μητροπολις
ἐν ᾗ τὸ δέρας ἔκειτο . αὕτη δέ ἐστι Κόλχων μητρόπολις . ἔστι τις αἰπεινοῖσιν : ὅτι ἡ Θεσσαλία περιέχεται
μεγίστη τῆς Εὐβοίας μετὰ Χαλκίδα , ἔπειθ ' ἡ Χαλκὶς μητρόπολις τῆς νήσου τρόπον τινά , ἐπ ' αὐτῷ τῷ
4850916 παιωνιας
τὸ ἀφέψημα αὐτῶν ἢ κοραλίου δραχ . β . ἢ παιωνίας κόκκους ιε ἐρυθρούς . Θαυμαστῶς δὲ ποιεῖ καὶ σπόγγος
ἄδηλον διαπνοὴν προτρέπειν . ἔστι δὲ ἡ σύνθεσις αὕτη : παιωνίας ῥίζης προσφάτου ⋖ αʹ , κρόκου κιλικίου ⋖ δʹ
4846335 ϞϚʹ
πρὸς παιδοποιΐαν . Ἐλαίου παλαιοτάτου # αʹ , σκώληκας τιθυμάλλου ϞϚʹ : λάμβανε δὲ τὰς καμπὰς ἐν τῷ θέρει ,
μηʹ , τοῦτ ' ἔστιν γο Ϛʹ , κηροῦ ⋖ ϞϚʹ , τοῦτ ' ἔστιν γο ιβʹ , πίσσης ξηρᾶς
4794001 τοξοτιδος
καὶ ὅσα ἀπὸ τῶν εἰς ης ἀρσενικῶν μεταπεποίηται , δραπέτιδος τοξότιδος . τῇ μήνιδι , τὴν μήνιδα καὶ μῆνιν ,
καταναγκαστικὴ αὕτη ἡ αἰτία : ἰδοὺ γὰρ τὸ χάριτος καὶ τοξότιδος καὶ μήνιδος μὴ ἔχοντα διχῶς τὴν γενικὴν ἐκφερομένην τὴν
4788641 βρυττιας
Κάλλιστον δὲ ἐπ ' αὐτῶν ἐστι καὶ τὸ διὰ τῆς βρυττίας πίσσης Γαληνοῦ φάρμακον τὸ πρὸς τοὺς λυσσοδήκτους ἀναγεγραμμένον .
, κηροῦ # ιβʹʹ , πιτυΐνης # ιβʹʹ , πίττης βρυττίας # ιη γρ ιβ , ἐλαίου παλαιοῦ τὸ ἀρκοῦν
4787898 νηʹ
∠ ʹʹ μθʹ Πασυρίς νηʹ ∠ ʹʹ μθʹ Ϛʹʹ Ἔρκαβον νηʹ ∠ ʹʹ μθʹ δʹʹ Τρακάνα νηʹ ∠ ʹʹ μθʹ
τοῦ δευτέρου τῶν σφαιρικῶν [ τῷ προτέρῳ λήμματι ] . νηʹ . Ἔστω διὰ τῶν πόλων τῆς σφαίρας κύκλος ὁ
4673421 σεμνη
γὰρ ἄλλην , ἣν σῴζειν τὰς πολιτείας νενόμικεν . ἡ σεμνή . ὡς εὐδοκιμοῦσα μᾶλλον τῶν ἄλλων τῆς μουσικῆς εἰδῶν
, ὀλβιόμοιρε , ἣ κατέχεις ὀρέων δρυμούς , ἐλαφηβόλε , σεμνή , πότνια , παμβασίλεια , καλὸν θάλος , αἰὲν
4668476 κωμη
, πόλις Φοινίκης . τὸ ἐθνικὸν Σαμφαῖος . Σάμψα , κώμη τῆς Ἀραβίας . τὸ ἐθνικὸν Σαμψηνός . σάμψα δὲ
. . . . οδ ∠ ʹ κϚ : Ἄῤῥη κώμη . . . . . . . . .
4606447 νις
ταῦτα , κάνναβις καννάβεως , Ἄθλιβις Ἀθλίβεως . Τὰ εἰς νις μακροπαράληκτα διὰ τοῦ δος , μήνιδος , τὸ δὲ
' ὀρχημάτων ἐμμέλεια τραγική , κόρδακες κωμικοί , σίκιν - νις σατυρική . ἐνόπλιοι ὀρχήσεις πυρρίχη τε καὶ τελεσιάς ,
4592231 Τραϊανον
ἔκγονος κατὰ θηλυγονίαν , ἀνήνεγκε δὲ τὸ γένος αὕτη ἐπὶ Τραϊανὸν πρόπαππον . γένους μὲν οὖν ὁ Κόμοδος οὕτως εἶχε
καὶ τὴν τοῦ Σεβαστοῦ βασιλείαν ἀεὶ νέαν ποιεῖ καὶ τὸν Τραϊανὸν ἀγήρω φυλάττει καὶ τὸν Μάρκον ὁσημέραι ἀναβιώσκει : οἷς
4577705 ͵ασʹ
καὶ ὁ περίπλους τῆς Μαιώτιδος λίμνης στάδιοι ͵θʹ , μίλια ͵ασʹ . Δεδειγμένων οὖν τούτων , τὸ φιλομαθὲς καὶ σπουδαῖον
ἀφ ' ὧν εἰσὶν εἰς αὐτὴν στάδιοι ͵αχʹ , στάδιοι ͵ασʹ . Ἔστι δὲ ὁ πᾶς τῆς Σκανδίας περίπλους σταδίων
4567230 ναʹ
Παρακτίας Ἄμπελος ἄκρα ναʹ δʹʹ μʹ ∠ ʹʹ Δέρρις ἄκρα ναʹ δʹʹ μʹ γʹʹ Τορώνη νʹ ∠ ʹʹδʹʹ μʹ γʹʹ
Ϛʹʹ Στρεουίντα λθʹ δʹʹ μθʹ ∠ ʹʹ Ἡγητματία λθʹ γοʹʹ ναʹ Βουδοργίς μʹ νʹ ∠ ʹʹ Ἔβουρον μαʹ μθʹ ∠
4549398 Δυμαιων
βιασάμενος ἐντὸς τοῦ τείχους ἐκυρίευσε τῆς πόλεως , τῶν δὲ Δυμαίων τοὺς μὲν ἀπέσφαξεν , τοὺς δ ' εἰς φυλακὴν
πρὸς τὴν Μεσσηνίαν εἰσὶν ὅροι , τὰ δὲ πρὸς Ἀχαΐαν Δυμαίων εἰσὶν ὅμοροι . τούτων τῶν κατειλεγμένων καθηκόντων ἐπὶ θάλασσαν
4536440 Νιτωκρις
, ἑαυτὴν δὲ εἰς οἴκημά τι σποδοῦ πληρὲς ἐνέβαλεν . Νίτωκρις Βαβυλωνία . Ταύτην φησὶν Ἡρόδοτος φρονιμωτέραν Σεμιράμιδος γενέσθαι βασιλίσσαν
εʹ δυναστειῶν ἔτη ͵αυϘʹ . : Ἕκτη δυναστεία . Γυνὴ Νίτωκρις ἐβασίλευσε τῶν κατ ' αὐτὴν γεννικωτάτη καὶ εὐμορφοτάτη ,
4523503 ἐπωνυμον
ἀνάλογον ἡ πρῷρα ὑπερβέβηκεν ἐς τὸ πρόσω ἀπομηκυνομένη , τὴν ἐπώνυμον τῆς νεὼς θεὸν ἔχουσα τὴν Ἶσιν ἑκατέρωθεν . ὁ
ἀπηνέγκατο τήνδε παράληξιν . Τὸ γὰρ χοίρα ἐκτείνεται κατὰ τὸ ἐπώνυμον , ὥσπερ καὶ παρὰ Δεινίᾳ : Λέγεται δὲ τοὺς
4517296 Μουσης
οὐδεὶς Ἀμφίων οὐδὲ Ὀρφεύς : ὁ μὲν γὰρ υἱὸς ἦν Μούσης , οἱ δὲ ἐκ τῆς Ἀμουσίας αὐτῆς γεγόνασι :
αὐτῷ ἐπιγεγράφθαι : ὧδε Λίνον Θηβαῖον ἐδέξατο γαῖα θανόντα , Μούσης Οὐρανίης υἱὸν ἐϋστεφάνου . καὶ ὧδε μὲν ἀφ '
4515179 Δημητρος
τινὸς τετυχηκότες . Μεταποντῖνοί γε μὴν τὴν μὲν οἰκίαν αὐτοῦ Δήμητρος ἱερὸν ἐκάλουν , τὸν στενωπὸν δὲ μουσεῖον , ὥς
ἁγνήν , ἱερὰν ὁσίοις μύσταις χορείαν . Ὦ πότνια πολυτίμητε Δήμητρος κόρη , ὡς ἡδύ μοι προσέπνευσε χοιρείων κρεῶν .
4492868 καλουμενης
κρηπῖδα κατεβάλετο Ῥωμύλος : ὃς ἐκ Ῥέας Σιλβίας , οὕτω καλουμένης Ἑστιακῆς παρθένου , τῷ Ἄρεϊ συνελθούσης , ὡς ὁ
καὶ τῶν γογγυλῶν , ἃς βουνιάδας ὀνομάζουσι , καὶ τῆς καλουμένης κάρους . ὤκιμον κακοχυμότατον , γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα ,
4485058 ᾠδη
. εἰθύφαλλος : αἰδοῖον καὶ ὁ πρόχειρος εἰς συνουσίαν καὶ ᾠδὴ ὑπόκενος . Εἰλείθυιαι : αἱ ἐπὶ τῶν τικτουσῶν θεαί
τοῖς ἐπινίκοις τοῖς ὑπὸ Πινδάρου γεγραμμένοις εἰς τοὺς Ὀλυμπιονίκας πρώτη ᾠδὴ ἐπῳδική ἐστι τριαδικὴ περικοπῶν δʹ . καὶ ἔστιν ἡ
4483080 ἰταλικους
ἐναρίξατο : ἔσφαζεν . φῶτας : ἀνθρώπους . Βαλίους : ἰταλικούς . Μόθοισιν . τοῖς ἐν σταδίοις μόθοις . Οἰνείδης
γλεύκους ἀμιναίας σταφυλῆς τοῦτ ' ἔστι στυφούσης λευκῆς ξε ρνʹ ἰταλικούς , ἑλενίου λι ιβʹ , ἀσπαλά - θου λι
4482869 αἱματιτου
καδμίας . . . . . δραχ . ιϚʹ λίθου αἱματίτου . . . δραχ . μʹ λίθου σχιστοῦ .
Μεμφίτηϲ πρὸϲ ὑποϲφάγματα καὶ μώλωπαϲ κολλύριον τοιοῦτον ἐκτίθεται : λίθου αἱματίτου , αἵματοϲ ὀνείου ἀπὸ καρδίαϲ , ξηρανθέντοϲ ἐν ἡλίῳ
4467387 ἰσομετρων
τίς ὧδε τλησικάρδιος . ” καὶ αὕτη γὰρ κώλων ἐστὶν ἰσομέτρων ἐκείνῃ ιβʹ . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος μόνη .
ἡ ἀρχὴ μηδὲν φοβηθείς . καὶ αὕτη γὰρ κώλων ἐστὶν ἰσομέτρων ἐκείνῃ ιβʹ . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος μόνη .
4465982 Ἀφροδισιον
. . . . . . λϚ λβ ∠ ʹγ Ἀφροδίσιον . . . . . . . . .
ἕνεκεν , ἀφοσιώσασθαι εἶπεν Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Ἕρμωνα . Ἀφροδίσιον : ἰδίως τὸ τῆς Ἀφροδίτης ἕδος . Ἀφύας :
4461546 στρογγυλης
, ἐλαίου # α , ἴρεως , ἰοῦ , ἀριστολοχίας στρογγύλης ἀνὰ # β , μελιλώτου , μάννης , ἁλὸς
. ἡ μακρὰ δ ' ἧττον μὲν λεπτομερής ἐστι τῆς στρογγύλης , οὐ μὴν οὐδὲ αὐτή γε ἄπρακτος , ἀλλ
4458671 φυταλιης
ἦ νύ τί τοι Τρῶες τέμενος τάμον ἔξοχον ἄλλων καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης , ὄφρα νέμηαι αἴ κεν ἐμὲ κτείνης
: καὶ μέν οἱ Λύκιοι τέμενος τάμον ἔξοχον ἄλλων καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης , ὄφρα νέμοιτο . ἣ δ '
4455857 Λουγδουνησιας
* * * * * ] . Τὸ δὲ τῆς Λουγδουνησίας μῆκός [ ἐστιν ] ἀπὸ τοῦ Γαβαίου ἀκρωτηρίου ἀρχόμενον
Κομουένοι καὶ πόλις αὐτῶν Λούγδουνον κολωνία ιζʹ μδʹ Τῆς δὲ Λουγδουνησίας αἱ μὲν συνημμέναι τῇ Ἀκουιτανίᾳ πλευραὶ εἴρηνται : τῶν
4450774 ἐπωνυμος
ἔργων : ἀλλοίων ἐπιστήμων ἔργων . ἀλλοίοισι : διαφόροις . ἐπώνυμος : αἴτιος , ἐπιστάτης : γράφεται ἐπίσκοπος ἤως ἐπιτηρητικός
πατρός , Ἑρμῆ , φύλασσε , κάρτα δ ' ὢν ἐπώνυμος πομπαῖος ἴσθι , τόνδε ποιμαίνων ἐμὸν ἱκέτην : σέβει
4445606 Σιδους
δὲ καὶ ἔξω τοῦ ἰσθμοῦ χώρα Κορινθίοις , καὶ τεῖχος Σιδοῦς καὶ ἕτερον τεῖχος Κρεμ - μυών . Παράπλους δὲ
ἐν Λυδιακῶν τετάρτῳ . τὸ ἐθνικὸν Σιδηνός ὡς Σωφηνός . Σιδοῦς , κώμη Κορίνθου ἢ Μεγαρίδος ἐπίνειον . τὸ ἐθνικὸν
4441777 μετουσιαστικα
κότινος : διὰ τοῦ ι γραφόμενα , εἰ καὶ μὴ μετουσιαστικά . Τὰ διὰ τοῦ ινος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς πρὸ
πόλις : τὸ δὲ δρακόντειον αἷμα , καὶ λεόντειον δέρμα μετουσιαστικά . Τὰ διὰ τοῦ νιον τρισύλλαβα μονογενῆ προπαροξύτονα ,
4426206 Κυρηναικου
μετὰ ὄξους . ἄλλως : καὶ σιλφίου φησὶ καὶ ὀποῦ Κυρηναικοῦ καὶ σπέρμα κράμβης , τῶν τριῶν οὖν ὁμοῦ λίτραν
ἢ ἀγρίαϲ περιϲτερᾶϲ κόπρου ἢ ὀποπάνακοϲ ἢ ϲαγαπηνοῦ ἢ ὀποῦ Κυρηναικοῦ ἢ καϲτορίου : εἰϲ λίτραν δὲ τοῦ φαρμάκου #
4424542 βωμος
Βώμιος , ὡς ἀπὸ τοῦ Χήσιος τὸ Χησιεύς . καὶ βωμός ὁ τόπος τῶν θυσιῶν , ὁ πρὸς τὴν ἐσχάραν
Ζηνὸς ἐγγύς , ὧν κατ ' Ἰδαῖον πάγον Διὸς πατρῴου βωμός ἐστ ' ἐν αἰθέρι , καὶ οὔ πώ σφιν
4410006 ρας
ιδʹ . Ἥλιος Λέοντι : τὸ ἥμισυ τῆς ἀναφο - ρᾶς ιηʹ : ἔσται ἀφανὴς ἡ Σελήνη Καρκίνῳ περὶ μοίρας
τοῦ οὐρανοῦ στάς φησι τὸν Ὄλυμπον ἀνέλκειν τῆς σει - ρᾶς ἐκ τοῦ ῥίου ἐκδεθείσης . καὶ ὅτι ἡ ἐξ
4402852 μηʹ
ῥῆμα τό : Τί ἐστι φίλος ; Ἄλλος ἐγώ . μηʹ Προθυμία μὲν οὖν Ἡ μὲν οὖν προθυμία τῶν ἐρώντων
τοῦ Ἀχελῴου ποταμοῦ ἐκβολῆς , ἧς ἡ θέσις ἐπέχει μοίρας μηʹ γʹ ιβʹʹ λζʹ ∠ ʹʹ ἡ δὲ ἀπὸ δύσεως
4402179 ἀποχυματος
καὶ τῆς ῥυπαρᾶς ξυλώδους ῥητίνης τῆς ἐν τοῖς κεραμίοις κομιζομένης ἀποχύματος πίσσης ξηρᾶς πίσσης ὑγρᾶς Βρυττίας λι . β κηροῦ
. γ . κηροῦ γοκ ἤτοι οὐγ . κ . ἀποχύματος ζύμης ὠξυκυίας λίτρ . α . χαλβάνης γογ ἤτοι
4399473 πυξις
κυλίσκιον δ ' ἡ σμικρὰ κύλιξ : ἡ γὰρ κυλιχνὶς πυξίς ἐστιν . χρυσὶς δὲ καὶ ἀργυρὶς φιάλαι μὲν ἄμφω
καὶ βακτήριον , καὶ σάκκος , καὶ λυχνίς , καὶ πυξίς , καὶ ἕτερόν τι τοιοῦτον καλαμίσκος ὡς ὅταν φῇ
4399412 Οὐεττιου
δι ' ὀλίγους καὶ ἀναξίους τῆς ἐπιστήμης πολλοὺς ἀτιμάζεσθαι . Οὐεττίου Οὐάλεντος ἀνθολογιῶν βιβλίον εʹ τετέλεσται Πᾶσα μὲν οὖν ἐπιστήμη
ὁ δὲ Καῖσαρ οὐδ ' αὐτὸς ἔτι ἐζήτει περὶ τοῦ Οὐεττίου , μόνος ἔχων τὸ κράτος ἐπὶ τῇ πολιτείᾳ .
4383653 εἰρος
ἦσαν ἐϋτρεφέες δασύμαλλοι , καλοί τε μεγάλοι τε , ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχοντες : τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι , τῇς
νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα . ἔοικε δὲ καὶ αὐτὴ τὴν ἑαυτῆς καλλιτεχνίαν
4373058 Ἀριϲτολοχιαϲ
Κνίδιοϲ κόκκοϲ μ Ἀγαρικόν μα Κνίκου ϲπέρμα μβ Λαθυρίϲ μγ Ἀριϲτολοχίαϲ ὁ καρπόϲ μδ Λινόζωϲτιϲ με Ϲικύου ἀγρίου ῥίζα μϚ
μετ ' ὄξουϲ λειωθείϲῃ ἐπὶ ἱκανὰϲ ἡμέραϲ καὶ ξηρανθείϲῃ . Ἀριϲτολοχίαϲ ῥίζα κεκαυμένη , ἐλάφειον κέραϲ κεκαυμένον ϲὺν βραχεῖ μαϲτίχηϲ
4368713 ἰωνια
ἀνδραπόδων . ῥοδωνιά ἐστιν ἡ τῶν ῥόδων φυτεία , ὥσπερ ἰωνιὰ ἡ τῶν ἴων , ὡς Ἑκαταῖος ἐν αʹ περιηγήσεως
εἴ τι κέκληται , τῶν δὲ ῥόδων ῥοδωνιά , καὶ ἰωνιὰ τῶν ἴων . ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων καρποφόρων ἐρεῖς
4331197 βιβλος
δὲ οὐδέν ἐστι τοιοῦτον : ἀπ ' ὀρθώσεως : ἡ βίβλος τοῦ πατριάρχου . αὐτά τ ' ἔσται . γρ
. . . ] [ Ἡ μὲν οὖν πρὸ ταύτης βίβλος , τῆς ὅλης συντάξεως οὖσα δεκάτη , τὸ τέλος
4317898 γενεα
ὑπομείνῃ διὰ τῆς ψευδομαρτυρίας καὶ ἐπιορκίας , ἀμαυροτέρα ἡ τούτου γενεὰ γίνεται , ὡς τοῦ εὐόρκου ἀμείνων ἡ γενεά .
Ἐπάφου τὰς πεντήκοντα θυγατέρας τοῦ Δαναοῦ . πῶς δὲ πέμπτη γενεὰ ἦσαν αὗται ἀπὸ τοῦ Ἐπάφου μάνθανε . πρώτη γενεὰ
4316907 μονοστροφου
ἀποθέσεσι καὶ τῷ τέλει παράγραφος . ταῦτά ἐστι τὰ τῆς μονοστρόφου στροφῆς κῶλα . θρέομαι φοβερὰ μεγάλα τ ' ἄχη
τὰ κατὰ σχέσιν στροφῶν ἕξ . ἔστι δὲ τῆς παρούσης μονοστρόφου στροφῆς τὰ κῶλα ἀναπαιστικὰ ξδʹ , ὧν τὰ μέν
4300698 Ἰσιδος
: ἢ γὰρ τὸν οὐρανὸν προσαράξειν ἢ τὰ κρυπτὰ τῆς Ἴσιδος ἐκφανεῖν ἢ τὸ ἐν Ἀβύδῳ ἀπόρρητον δείξειν ἢ στήσειν
ζῴοις ὅμοιον : εἶτ ' ἄλλο ὄρος ἱερὸν ἔχον τῆς Ἴσιδος , Σεσώστριος ἀφίδρυμα : εἶτα νῆσος ἐλαίᾳ κατάφυτος ἐπικλυζομένη
4294371 Λακωνικου
, τὰ δὲ Λακεδαιμονίων λέγω : ἐρᾷ Σπαρτιάτης ἀνὴρ μειρακίου Λακωνικοῦ , ἀλλ ' ἐρᾷ μόνον ὡς ἀγάλματος καλοῦ :
τῶν Ἡρακλειδῶν ναίοντες καὶ κατοικοῦντες ὑπὸ ταῖς ὄχθαις τοῦ Ταϋγέτου Λακωνικοῦ ὄρους ἤτοι ἐν Λακεδαιμονίᾳ , θέλοντι καὶ θέλουσι μένειν
4283864 ʹʹ
λεʹ ∠ ʹʹγʹʹ ἡ ἀρχὴ τοῦ ποταμοῦ ναʹ λϚʹ ∠ ʹʹ Ναυπλία ἐπίνειον ναʹ ∠ ʹʹιβʹʹ λϚʹ Φλιοῦς ναʹ ∠
. . . . . . . οὐγγ . αʹ ʹʹ βδελλίου . . . . . . . γρ
4283652 μυϲτρα
αʹ ʂ . Ὁ δὲ κύαθοϲ ἔχει χήμαϲ μικρὰϲ ἤτοι μύϲτρα μικρὰ βʹ . Ἰταλικὸν κεράμιον ἔχει ἐλαίου οἴνου μέλιτοϲ
μύϲτρον καὶ τὸ ϲίκλον κοχλιάρια δύο . Ὁ κύαθοϲ μικρὰ μύϲτρα τέϲϲαρα . Τὸ ὀξύβαφον καὶ τὸ μέγα μύϲτρον κυάθουϲ
4283368 μθʹ
δʹʹ Λίλαια νʹ ιβʹʹ ληʹ δʹʹ Λοκρῶν Ὀζολῶν μεσόγειος Ἄμφισσα μθʹ ∠ ʹʹ λζʹ ∠ ʹʹγʹʹ Λοκρῶν Ἐπικνημιδίων μεσόγειος Θρόνιον
νϚʹ νʹ δʹʹ Σέριμον νζʹ νʹ Μητρόπολις νϚʹ ∠ ʹʹ μθʹ ∠ ʹʹ Ὀλβία ἡ καὶ Βορυσθένης νζʹ μθʹ ὑπὲρ
4276225 λιτρα
πεντηκοστὸν τὸ ἕκτον , ἑξηκοστὸν τὸ τρίτατον , ἱστάμενον ἡ λίτρα . Ὁ δ ' ἐν δευτέρῳ γεννηθεὶς τῶν γεννητόρων
ε Ϛʹ . Φυλλίνου ἤτοι μαλαβαθρίνου ϲκευαϲία καλλίϲτη . Ἀϲπαλάθου λίτρα αϲ ξυλοβαλϲάμου λίτραι β κυπέρων λίτρα αϲ ἑλενίου λίτρα
4274573 Ὑπατου
μοι τοῦ ἐς Σπαρτιάτας λόγου τὰ ἐπὶ τοῦ ἀγάλματος τοῦ Ὑπάτου Διός . διέχεαν δὲ χαλκὸν πρῶτοι καὶ ἀγάλματα ἐχωνεύσαντο
Ἐρέχθειον καλούμενον : πρὸ δὲ τῆς ἐσόδου Διός ἐστι βωμὸς Ὑπάτου , ἔνθα ἔμψυχον θύουσιν οὐδέν , πέμματα δὲ θέντες
4248133 ῥηθεισης
ἀμφοῖν δὲ ταῖς ἄλλαις ἐφρόντιζον , καὶ μᾶλλον τῆς ἤδη ῥηθείσης Εἰρήνης , καὶ γὰρ ἦν χαρίτων ἡ νεᾶνις ἀνάπλεως
ἔχονταῥητέον γὰρ αὐταῖς λέξεσι ταῦτα τῆς ἀκολουθίας ὄντα τῆς ἄνωθεν ῥηθείσης αὐτοῦ ἐξηγήσεωςφησὶν οὖν ὅτι εἰπὼν ὁ Ἀριστοτέλης τὸν λόγον
4240613 πεπλυμενης
. . . . . δραχ . γʹ ἀλόης ἡπατίτιδος πεπλυμένης καὶ ξηρανθείσης δραχ . ρʹ Πετροσελίνου Μακεδονικοῦ σπέρματος ,
τοῦ ὑμένος τῶν ὀφθαλμῶν εὔθετόν ἐστιν . Καδμίας κεκαυμένης καὶ πεπλυμένης δραχ . ηʹ χαλκοῦ κεκαυμένου . . . .
4235978 Συρτιδος
Σύρτιδος Φιλαίνου βωμοὶ , ἐπίνειον , Ἄμμωνος ἁλοῦς * τῆς Σύρτιδος . Ἀπὸ τούτου τὴν Σύρτιν παροικοῦντες οἱ Μάκαι χειμάζουσιν
δέχεται . Οὕτως μὲν οὗτοι , ὅ τε τῆς μεγάλης Σύρτιδος καὶ τῆς μικρᾶς δηλονότι , οἱ κόλποι συστρέφονται καὶ
4228577 Ϛʹʹ
λιμὴν καὶ πόλις νʹ γοʹʹ μαʹ Ἄθως ὄρος ναʹ μαʹ Ϛʹʹ Ἄθως ἄκρον καὶ πόλις ναʹ δʹʹ μαʹ δʹʹ τὸ
Πλούβιον πόλις λαʹ ∠ ʹʹ λθʹ ιβʹʹ Ἰουλίολα πόλις λαʹ Ϛʹʹ λθʹ Τίβουλα πόλις λʹ γοʹʹ ληʹ ∠ ʹʹγʹʹ Πύργος
4227492 Οὐριου
Βορυσθένους ποταμοῦ τοῦ καὶ Δανάπρεως καλουμένου ἕως τοῦ ἱεροῦ Διὸς Οὐρίου στάδιοι ͵εχʹ , μίλια ψμϚʹ , Ϙʹ Ϛʹ .
τοῦ Πόντου περίπλους . Βιθυνίας περίπλους ἀπὸ τοῦ Ἱεροῦ Διὸς Οὐρίου . Παφλαγονίας περίπλους . Πόντων τῶν δύο περίπλους .
4225157 κομματιον
παλαιοῖς ποιηταῖς ὠνομάσθη : φησὶ γὰρ ὁ Εὔπολις εἰωθὸς τὸ κομμάτιον τοῦτο : δεύτερον δὲ εἶδός ἐστιν ἡ ὁμωνύμως τῷ
δὲ διὰ τοῦτο εἶπεν , ἐπειδὴ τρὶς ἐλέγετο τοῦτο τὸ κομμάτιον τοῖς νικῶσι . κωμάζει δὲ πρὸς τὸν τοῦ Διὸς
4224866 ἱδρυται
: ἡ δὲ Ἀλουίων , ἐν ᾗ καὶ τὰ στρατόπεδα ἵδρυται , μεγίστη τέ ἐστι καὶ ἐπιμηκεστάτη : ἀρξαμένη γὰρ
καὶ Ἀρτεμίδωρος , ἐφ ' ἧς τὸ τοῦ Ἡρακλέους ἱερὸν ἵδρυται . ἠδὲ καὶ Ἀσσυρίης πρόχυσιν : πρόχυσιν ἔφη τῆς
4221655 Δαματρος
Δήμητρός ἐστιν ἀγὼν καὶ στέφανος ἦν κριθαί . καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος : ἀπὸ κοινοῦ κατὰ πάντων τῶν ἀγώνων
Ὀρχομενὸν τὴν πόλιν . Ἤγουν τὰ Μινύεια . Καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα ] Ἤγουν τὰ Ἐλευσίνεια καὶ τὰ
4218944 Ἰτωνιδος
Θόαντι τὴν Ὑψιπύλην γεγενημένην τὴν βασιλείαν τοῦ πατρὸς εἰληφέναι . Ἰτωνίδος : ἐν Θεσσαλίᾳ θεὰ Ἰτωνὶς τιμᾶται καὶ ἐν Κορωνείᾳ
νίκῃ τοὺς τῶν Γαλατῶν θυρεοὺς ἀνέθηκεν εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Ἰτωνίδος Ἀθηνᾶς καὶ τῶν ἄλλων λαφύρων τὰ πολυτελέστατα , τὴν
4217966 Ὀα
καὶ Ζέφυρος , τώ τε Θρήικηθεν ἄητον . . . Ὄα . ὁ μέντοι δημότης Ὄαθεν λέγεται Δάμων Δαμωνίδου Ὄαθεν
σπανία καὶ σχεδὸν ἀπὸ πάθους γεγόνασιν : ἔστιν γὰρ τὸ Ὄα , ὅπερ ἀπὸ τοῦ Ὦια διὰ τῆς ωι διφθόγγου
4216320 ἀντῳδη
ἔλεγον . θηράσατε . . 〚 εὔδαιμον φῦλον : Ἡ ἀντῳδὴ καὶ ἀντιστροφὴ ὁμοία ἐστὶ τῇ ᾠδῇ καὶ στροφῇ .
τὸ δὲ μετ ' αὐτὴν πέμπτον μέρος ἐπίρρημα , ἡ ἀντῳδὴ δὲ καὶ ἀντίστροφος , ἀντεπίρρημα δὲ τὸ ἕβδομον μέρος
4216275 Ἀσκαλωνος
ςʹʹ , ἀμώμου γο γʹ . ταῦτα βρέχονται εἰς οἶνον Ἀσκάλωνος ξε εʹ ἐπὶ ἡμέρας γʹ καὶ ἕψονται ἕως μελιτώδους
. τὸ ἐθνικὸν Κρομυούσιος . Κρομμύων πόλις , πόλις πλησίον Ἀσκάλωνος . Φιλήμων ἐν Ἐφήβοις . ὁ πολίτης Κρομμυώνιος .
4212564 ερι
ἐπίτασιν δηλοῦν , ὡς καὶ τὸ αρι , καὶ τὸ ερι , καὶ τὸ ζα . τὰ λάπτω οὖν δηλοῖ
δῶκε Κρονίων . . . . , . [ ] ερι τῶνδε [ [ ] γυναῖκες [ [ ] ν
4204392 μητρῳον
, τέττιξ , ἐρέβινθος , ἀχράς , τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ μελέδημ ' ἰσχάς , Φρυγίας εὑρήματα συκῆς .
τοὺς Διαγορείους καὶ τὰ περὶ τὴν πρεσβῦτιν , ἧς τὸ μητρῷον γένος αὐτοῦ ἅπτεται . Καὶ εἰ μὴ σφόδρα ᾔδειν
4203591 Λιβανου
μεταφρένου ἐπιτιθεμένη , μεγάλως βοηθεῖ : ἔχει δὲ οὕτως . Λιβάνου , σμύρνης , κρόκου , ἴρεως , βδελλίου ,
καὶ ἀναπληροῖ : καδμείας βοτρυίτιδος δρ . ηʹ , μάννης Λιβάνου δρ . ηʹ , κρόκου δρ . εʹ ,
4202433 θριδακος
, μέχρις ἑνωθῇ . Ἐκθλίψαντες ὑγρὸν ψύχοντός τινος , οἷον θρίδακος ἢ στρύχνου ἢ ὀξαλίδος , ἐμβάλλομεν μετ ' ἀνδράχνης
κροκίζων ἐν τῇ ἀνέσει , ὁ δ ' ἐκ τῆς θρίδακος ἐξίτηλος τῇ ὀσμῇ καὶ τραχύτερος , ὁ δ '
4199702 συκινης
καυκαλίς , δαῦκος , κονία , καὶ μᾶλλον ἡ ἀπὸ συκίνης τέφρας , κράμβη , κρῆθμον , κρίνου τὰ φύλλα
⋖ υπʹ , τοῦτ ' ἔστι λι εʹ , κονίας συκίνης , τοῦτ ' ἔστιν ἀπόπλυμα ξύλων συκίνων καυθέντων καὶ
4191337 Πυθοπολις
κόλπου . οἱ κατοικοῦντες Πυθιανοί καλοῦνται καὶ Πυθιανὰ ποτήρια . Πυθόπολις , Καρίας πόλις , ἡ μετὰ ταῦτα κληθεῖσα Νῦσα
. ὁ πολίτης Πυθοπολίτης ὡς Ἑρμοπολίτης . ἔστι καὶ ἄλλη Πυθόπολις Μυσίας . Πυθώ , ἡ τοῦ Ἀπόλλωνος πόλις .
4188362 Κουριον
οἷον , Ἴλιον : Σπήλιον : Ὄβριον τὸ ὄρος : Κούριον : Χώριον : Οἴνιον : Σέστριον : Θρόνιον ἡ
, ὁμώνυμος τῷ ὄρει , ἣν καὶ Ὑποχαλκίδα καλοῦσι : Κούριον δὲ πλησίον τῆς παλαιᾶς Πλευρῶνος , ἀφ ' οὗ
4187703 ζυγιου
, μέρος . . * πλάστιγγα : πλαστιγξ ἡ τοῦ ζυγίου χύτρα * πεσοῦσαν : πεσόντα * ἐργάζοιο : κόπτε
τῆς κινύρας , καὶ ἡ τῆς πλάστιγγος , ἤως τοῦ ζυγίου , διαφέρει δ ' ἕκαστον κατά τε τὸ εἶδος
4186126 σησαμοειδους
ἐστι καὶ γεώδη πάντα , κυκλάμινος , ἀνεμῶναι πᾶσαι , σησαμοειδοῦς τοῦ λευκοῦ τὸ σπέρμα , σκόροδον , κρόμμυον ,
μᾶλλον τὸ σπέρμα , ἱπποσέλινον , ὀρεοσέλινον , σέσελι , σησαμοειδοῦς τοῦ λευκοῦ τὸ σπέρμα , σίον , σίνων ,
4184709 Βρομιε
κώμοις σὲ φιλοχόροισι μέλψω . Σὺ Διός , ὦ Διόνυσε Βρόμιε , καὶ Σεμέλας παῖ , χωρεῖς τερπόμενος κατ '
θεοκτίσταν φλόγα λέγε δὲ σὺ κατὰ πόδα νεόχυτα μέλεα . Βρόμιε δορατοφόρ ' ἐνυάλιε πολεμοκέλαδε πάτερ Ἄρη , ὦ Ζηνὸς
4169382 φυτλης
γὰρ ] αὐτὸν ἄνακτα καὶ Αἰακὸν ἀμφιπολεύεις [ ] [ φύτλης ] ὑμετέρης ἡγήτορας ? ? ? ? ? ,
ἄλλον ἀείσω Μιλτιάδην [ ] ; καὶ τόνδε φέρεις ἡγήτορα φύτλης [ ] . αὐδήσω [ σε ] Πλάτωνα ;
4158263 Ἀλος
πολίτης κατὰ τέχνην Ἀλοπίτης . ἔστι δὲ καὶ Ἀλοπεύς . Ἄλος , πόλις Ἀχαΐας . καὶ Φθιώτιδος ὑπὸ τῷ πέρατι
εὐθείας , τῆς ἡ Γέρηνος , τὸ Γερηνεύς ὡς τοῦ Ἄλος Ἀλεύς , καὶ ἐξ αὐτοῦ Γερηνία καὶ Γερήνιος .
4157592 ῥιζης
χόριον , αὐλίσκον τε λεπτὸν ἐοικότα ἐντέρῳ ἐκ μέσου κατατεινούσης ῥίζης τρόπον ἢ μίσχου , ἐξ οὗ ἐκκρεμὲς ῥιζωθέν τ
β . ἢ καθ ' αὑτὸ ἢ καὶ μετὰ πάνακος ῥίζης ὀβολοῦ ἑνός . ἐνιέναι δὲ καὶ τῇ μήτρᾳ τὰ
4157347 νβʹ
Πειραιεύς νβʹ ∠ ʹʹδʹʹ λζʹ Ϛʹʹ Ἰλισσοῦ ποτ . ἐκβολαί νβʹ ∠ ʹʹγʹʹ λζʹ ιβʹʹ Μουνυχίας λιμήν νγʹ Ϛʹʹ λζʹ
Λουγίδουνον λθʹ ∠ ʹʹ βνʹ ∠ ʹʹ Στράγονα λθʹ γοʹʹ νβʹ γʹʹ Λίμιος ἄλσος μαʹ νγʹ ∠ ʹʹ Βουδόριγον μαʹ
4156310 λϚʹ
ʹʹγʹʹ Σεμνόνων μεσόγειοι Σούασα λεʹ ∠ ʹʹ μγʹ γοʹʹ Ὄστρα λϚʹ μγʹ ∠ ʹʹ Πικηνῶν μεσόγειοι Τραΐανα λϚʹ ∠ ʹʹ
θερινὰ μέρη τοῦ ἀνταρκτικοῦ ιβʹ : αἱ πᾶσαι γὰρ ἦσαν λϚʹ : ὧν ἀφέλωμεν κδʹ : λοιπαὶ ιβʹ . αἷς
4154636 ρκηʹ
ξδʹ , ὅς ἐστι τετράγωνος ἅμα καὶ κύβος : εἶτα ρκηʹ : μεθ ' ὃν σνϚʹ , ὅς ἐστι τετράγωνος
τῶν σνηʹ λόγῳ πρὸς τὰ σνϚʹ , ὅς ἐστιν ἐπὶ ρκηʹ . Τὴν δὲ βραχεῖαν οὕτω παραλλαγὴν δυνατὸν εἶναι κρῖναι
4149322 μετεσχηκος
τῶν δ ' ἄλλων ἕκαστον πῇ ἀγαθόν , ὡς ἐκείνου μετεσχηκὸς καὶ ἐν συνθέσει τινὶ θεωρούμενον , διὰ τοῦτο οὐχ
τὴν κόλασιν δεῖν γὰρ τὴν ἐξουσίαν ἔχειν τὸ τῶν κινδύνων μετεσχηκὸς πλῆθος βουλεύσασθαι πῶς χρηστέον ἐστὶν τοῖς ἡλωκόσινὁ μὲν Δρομιχαίτης
4136333 νζʹ
ἐκβολαί κʹ Ϛʹʹ νηʹ ∠ ʹʹ Δοῦνον κόλπος κʹ δʹʹ νζʹ ∠ ʹʹ Γαβοαντουΐκων εὐλίμενος κόλπος καʹ νζʹ Ὀκέλου ἄκρον
εἴσχυσις ιζʹ ∠ ʹʹ νηʹ γʹʹ Σεταντίων λιμήν ιζʹ γʹʹ νζʹ ∠ ʹʹδʹʹ Βελισάμα εἴσχυσις ιζʹ ∠ ʹʹ νζʹ γʹʹ
4129591 κασιας
, παιωνίου καὶ παλιούρου σπέρματος , καὶ σαρξιφάγου , καὶ κασίας ἀνὰ # βʹ , μετὰ κονδίτου ἢ οἴνου παλαιοῦ
σφαιρίων # α , κηκῖδος ὀμφακίτιδος ἀτρήτου # Ϛ , κασίας σπουδαίας # Ϛ . θλασθέντα βρέχεται ἐφ ' ἡμέρας
4119207 ρδʹ
ἀκατάληκτα καὶ ἡμιόλια καὶ πενθημιμερῆ καὶ τρίμετρα βραχυκατάληκτα καὶ καταληκτικὰ ρδʹ ὧν τελευταῖον : γαίας μονόφρουρον ἕρκος . μονόμετρον .
Ἀρχιγένους ργʹ . Θεραπεία τῶν ἐν τῇ μήτρᾳ ἀνθρακωδῶν ἑλκῶν ρδʹ . Πρὸς τὰ ἐν μήτρᾳ ἀκάθαρτα ἕλκη ρεʹ .
4108353 ἀνθους
δὲ καὶ τῶν ῥοῶν καὶ εἴ τι ἄλλο μέχρι τοῦ ἄνθους ἀφικνεῖται μόνον . ἐν γὰρ τῇ ἰδίᾳ φύσει τὰς
σὺν δὲ τριάκοντα δραχμαῖς ἔτι καὶ δύο μίσγε ὁλκὰς ἐξ ἄνθους νάμασι πηγὸς ἁλός . καὶ † Ζακορίσου Μούσαις ἰσάριθμον
4105664 σεμνοτατον
. Κήρυττε δή . Τὸν ἄριστον βίον πωλῶ , τὸν σεμνότατον . τίς ὠνήσεται ; τίς ὑπὲρ ἄνθρωπον εἶναι βούλεται
τοῦ λαθεῖν . ὀρθῶς δὲ προσέταξας : ἀνείληφας γὰρ τὸ σεμνότατον πρόσωπον τοῦ δικαστοῦ καὶ θέλεις παρὰ Πέρσαις εὐδοκιμεῖν .
4104188 Ὑγεια
ἐσόδου τῇ μὲν Ἄρτεμις , τῇ δὲ Ἀσκληπιός ἐστι καὶ Ὑγεία . θεαὶ δὲ αἱ Μεγάλαι Δημήτηρ μὲν λίθου διὰ
σώματος : μεῖζον οὖν κακὸν νόσος ψυχῆς νόσου σώματος . Ὑγεία μὲν σώματος τέχνης ἔργον , ὑγεία δὲ ψυχῆς ,
4102130 ἰρεως
βοτανῶν , ὀριγάνου καὶ ὑσσώπου καὶ καλαμίνθης καὶ γλήχωνος καὶ ἴρεως . πλευρῶν δ ' ὀδύνας ἄνευ πυρετῶν βδέλλιον ἰᾶται
μύρα ἀπὸ ἀνθῶν ἕψουσι κρίνου καὶ ῥόδου καὶ ναρκίσσου καὶ ἴρεως : ταῦτα ἀλγηδόνων ἰάματα ἀνθρώποις γίνεται . τὸ δὲ
4102003 προσαγορευομενη
. ‚ τῇ δὲ λαγών ἡ διὰ τοῦ ω παραπλησίως προσαγορευομένη λαγῴ παρ ' Εὐπόλιδι ἐν Κόλαξιν ἵνα πάρα μὲν
ἀστέρων παραδοῦναι ἐνεργείας καὶ διαθέσεις . Πρώτη βοτάνη ἡλίου ἡ προσαγορευομένη ἡλιοτρόπιον : εἰσὶ δὲ πλείονα εἴδη ἡλιοτροπίων , ἀλλὰ
4101310 Ταλα
βασιλικῷ πλούτῳ πρὸς τρυφὴν κατασκευασμάτων . Ἐν Λυδίᾳ ἐστὶ λίμνη Τάλα μὲν καλουμένη , ἱερὰ δὲ οὖσα νυμφῶν , ἣ
Ἀπίστων . . . . : Ἐν Λυδίᾳ ἐστὶ λίμνη Τάλα μὲν καλουμένη , ἱερὰ δὲ οὖσα νυμφῶν , ἣ
4100626 λθʹ
μεσόγειοι Ῥουδία μαʹ ∠ ʹʹγʹʹ λθʹ ∠ ʹʹδʹʹ Νήρητον μβʹ λθʹ ∠ ʹʹιβʹʹ Ἀλήτιον μβʹ λθʹ γʹʹ Βαῦστα μβʹ δʹʹ
ʹʹ μδʹ ∠ ʹʹδʹʹ Ἀρδώτιον μʹ μδʹ ∠ ʹʹγʹʹ Στουλπί λθʹ ∠ ʹʹ μδʹ γοʹʹ Κουρκούμ μʹ ∠ ʹʹ μδʹ
4096768 πεφωγμενων
Ἄλλο . ἀλκυονίου ⋖ β θείου ἀπύρου ⋖ α μυιῶν πεφωγμένων ὡϲ ἀναξηρανθῆναι κυάθουϲ β , τὰϲ μυίαϲ λέαινε κατ
, ἄμεως , λιγυστικοῦ , σελίνου σπέρματος , ἀμυγδάλων πικρῶν πεφωγμένων ἀνὰ τριώβολον , καρδαμώμου , ἀνήσσου , ζιγγιβέρεως ,
4080686 ειτα
τῷ Φαρναβάζῳ καὶ θεραπεύων [ ἐκεῖνόν ] ? ? , ειτα ? ? ) [ δὲ εἰς ] ἔχθραν καταστὰς
ν βασιλεὺς [ ] πάντων ? ? [ ± ] ειτα ? [ ! ! ! ! ! ! ]
4075507 ἀντιστροφος
καὶ τετάρτην μεταβάντες κίνησιν ἐπισκεψώμεθα καὶ τὸν αὐτῆς τρόπον . ἀντίστροφος δέ πως ἔοικεν ὑπάρχειν τῷ τρίτῳ : κατὰ μὲν
. Ἱέρωνι Συρακουσίῳ . Τῆς τρίτης ᾠδῆς ἡ στροφὴ καὶ ἀντίστροφος κώλων ιγʹ . τὸ αʹ ὅμοιον τῷ : ἀμβολὰς
4074079 μετενηνεγμενη
ἱερὰ καθημένων Γ * [ τὰ ἱερὰ καθιεμένων ] ⌈ μετενηνεγμένη : τῇ γὰρ Ἑστίᾳ ⌈ πρώτῃ τὰς ἀπαρχὰς ἔθος
δ ' ἀνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι . Κατάχρησίς ἐστι λέξις μετενηνεγμένη ἀπὸ τοῦ πρώτου κατονομασθέντος κυρίως τε καὶ ἐτύμως ἐφ
4068124 χειροπληθες
[ Περὶ κεφαλαλγίας Βαρλαμὰ μοναχοῦ . ] Ἄλευρον κυάμινον λεῖον χειροπληθὲς καὶ μαστίχης ὁμοίως ὀλίγον σὺν κυμίνῳ ὀλιγοστῷ : δεῖ
ἄγε δὲ αὐτὰς ὑπὸ σκιάν . διάῤῥοιαν δὲ ἰάσῃ ἀλφίτων χειροπληθὲς καὶ κηροῦ τὸ ἶσον οἴνῳ μίξας , καὶ μάζας
4067817 ἀκρωρεια
ὅτι Μακεδονικὸς Ὄλυμπος θεῶν οἰκητήριον : ἡ γὰρ Πιερία τούτου ἀκρώρεια , καὶ Ἠμαθία τὸ πρότερον ἡ Μακεδονία ἐκαλεῖτο .
ἀκρότατα , ἀκρωλένια , ἀκρόδρυα , ἀκροχειρισμός , ἀκροκώλια , ἀκρώρεια , ἀκροθίνια , καὶ παρ ' Εὐριπίδῃ ἠκροθινιαζόμην ,
4066338 Αἰγυπτιακη
ἔχει δραχμὴν αʹ . Δραχμὴ δὲ καὶ ἄλλη ὁμωνύμωϲ καλεῖται Αἰγυπτιακή , ἥτιϲ ἕκτον μέροϲ ἐϲτὶ τῆϲ Ἀττικῆϲ δραχμῆϲ ἄγουϲα
ἐπεθύμησας θοίνης εὐτελεστέρας . ἔστι δὲ καὶ ἰδέα τις δείπνων Αἰγυπτιακή , τραπεζῶν μὲν οὐ παρατιθεμένων , πινάκων δὲ παραφερομένων
4061385 ἐπισημου
. τοῖς φίλοις δὲ ὑμῖν , Σαμίππῳ μὲν εἴκοσι μεδίμνους ἐπισήμου χρυσίου παραμετρῆσαι τὸν οἰκονόμον ἐκέλευσα ἄν , Τιμολάῳ δὲ
ἀπὸ τοῦ στόλου τῶν Φωκαέων καὶ προσενεχθέντες αὐτόθι ἀπὸ τοῦ ἐπισήμου τῆς νεὼς τὴν πόλιν ὠνόμασαν . τὸ ἐθνικὸν Ταυροέντιοι
4059908 τιμωσης
σμικρᾶς τε καὶ ἀνελευθέρου ψυχῆς καὶ σφόδρα τὸ ὄστριον τοῦτο τιμώσης , καὶ δὴ καὶ ἐφ ' ὅσοις καλλωπίζονται ὡς
. ἐμός ἐστιν , Ἀθηναῖός ἐστι , πόλεως καὶ πλέον τιμώσης τὸ κοινὸν γῆρας ἢ τὸ τῶν πατέρων ἕτεροι .
4053507 δʹʹ
νδʹ λεʹ καὶ ἡ Δίκτη ὄρος νεʹ ∠ ʹʹ λεʹ δʹʹ Πόλεις δέ εἰσιν ἐν τῇ Κρήτῃ μεσόγειοι αἵδε Πολυρρηνία
μβʹ λθʹ ∠ ʹʹιβʹʹ Ἀλήτιον μβʹ λθʹ γʹʹ Βαῦστα μβʹ δʹʹ λθʹ δʹʹ Οὔξεντον μβʹ λθʹ Ϛʹʹ Οὐέρητον μβʹ γʹʹ
4047444 καρωου
καὶ τῶν γογγυλίδων ἃς βουνιάδας ὀνομάζουσι , καὶ τῆς καλουμένης καρώου . ὤκιμον κακοχυμότατον , γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα , κράμβη
χαμαίδρυοϲ ἀφέψημα ϲυνεχῶϲ πινόμενον κωλύειν εἴωθε τεταρταῖον καὶ ἀμφημερινόν : καρώου ϲπέρμα νάρθηκοϲ ϲπέρμα φλόμου ῥίζα ἢ χυλὸϲ ϲὺν οἴνῳ

Back