ἣν ὄρη μέγιστα ὑπερέτεινε , μεστὰ ἀνθρώπων ἀγρίων , δέρματα θήρεια ἐνημμένων , οἳ πέτροις βάλλοντες ἀπήραξαν ἡμᾶς , κωλύοντες
ἀλλ ' οἴκους μὲν ποιήσασθαι ἁμάξας , τροφὴν δὲ κρέα θήρεια , πόμα δὲ ταὐτὸ καὶ τροφὴν τὸ γάλα ,
6964983 δαψιλεις
ἡ Μεγάλη πόλις . ” βοσκήμασι δ ' εἰσὶ νομαὶ δαψιλεῖς , καὶ μάλιστα ἵπποις καὶ ὄνοις τοῖς ἱπποβάτοις :
χρῶνται . τούτων δ ' ἔρημος ὑπέρκειται μεγάλη , νομὰς δαψιλεῖς ἔχουσα , ἐκλειφθεῖσα δ ' ὑπὸ πλήθους σκορπίων καὶ
6762656 χορηγουσιν
τινος εὐχερείας ἀδαπάνου καὶ παντελῶς ἀπίστου : ἑψήματα γὰρ αὐτοῖς χορηγοῦσιν ἔκ τινος εὐτελείας ἑτοίμης γινόμενα , καὶ τῶν ἐκ
, στρατιὰν καὶ βέλη καὶ ἀγορὰν καὶ τὴν ἄλλην παρασκευὴν χορηγοῦσιν . ἴτε οὖν ἐπὶ τὸ ἔργον ἀξίως τῆς τε
6609877 μελιπηκτων
ἐκπεπονηκόσιν ἕκαστον ὧν ἐπετήδευσαν : τὰ μὲν γὰρ ἀμήτων καὶ μελιπήκτων καὶ ἄλλων ἀμυθήτων πεμμάτων ποικιλώτατα γένη οὐ μόνον ταῖς
ἀδιαίρετα ἐσκευασμένα , ἅμαξαν πληρῶσαι δυνάμενα : καὶ μετὰ ταῦτα μελιπήκτων καὶ στεφάνων ἐκ σμύρνης καὶ λιβανωτοῦ σὺν ἀνδρομήκεσι λημνίσκων
6597188 ἐπιπλα
ἀκούω δὲ ὑμᾶς καὶ ἀνέμους γίγνεσθαι καὶ λῄδια ἀνασείειν λέγεσθε ἔπιπλα μετεώρως αὐτὰ κολποῦντες . ἔδει δὲ ἀλλὰ τούτους γε
ἐξιστάμεθα τῶν πόλεων , παραχωροῦμεν τῶν οἰκιῶν καὶ κτημάτων , ἔπιπλα καὶ χρήματα καὶ κειμήλια καὶ τὴν ἄλλην ἅπασαν λείαν
6566100 ἀροτριαν
ὧδέ πως ἔχει . γεωργεῖν ἢ σπείρειν ἢ φυτεύειν ἢ ἀροτριᾶν ἀγαθὸν τοῖς γῆμαι προῃρημένοις καὶ τοῖς ἄπαισιν : ἄρουρα
, καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἀρόειν ἀροῦν . σημαίνει δὲ τὸ ἀροτριᾶν : παρὰ τὸν ἄρεα , τὸν σίδηρον : σιδήρῳ
6397620 καταφρακτους
συμπεφευγότες εἰς τὴν Βύρσαν ἐν διμήνῳ κατεσκευάσαντο ναῦς ἑκατὸν εἴκοσι καταφράκτους , καὶ τοῦ στόματος τοῦ Κώθωνος φρουρουμένου διώρυξαν ἄλλο
πεζοὺς μὲν τρισμυρίους , ἱππεῖς δὲ χιλίους , ναῦς δὲ καταφράκτους πεντήκοντα . μετὰ δὲ τοσαύτης δυνάμεως ἐξορμήσας ἐπὶ τὴν
6377914 ἀκροδρυα
ζῶμεν , λάχανα μὲν κηπεύοντες , ἰχθῦς δὲ σιτούμενοι καὶ ἀκρόδρυα . πολλὴ δέ , ὡς ὁρᾶτε , ἡ ὕλη
δὲ πᾶν ποτάμιον ὕδωρ φασὶν ὡς δρῦν πᾶν δένδρον καὶ ἀκρόδρυα πάντας τοὺς καρπούς : οὐ γάρ ἐσθ ' Ἕκτωρ
6358591 χηνεια
εἰσφέρειν Λάκαινά τις : καὶ εὐθέως περιεφέρετο περδίκια ὀλίγα καὶ χήνεια ὀπτὰ καὶ τρύφη πλακούντων . τὸ δὲ τοιοῦτον δεῖπνον
εἰσφέρειν Λάκαινάν τις : καὶ εὐθέως περιεφέρετο περδίκεια ὀλίγα καὶ χήνεια ὀπτὰ καὶ τρύφη πλακούντων . τὸ δὲ τοιοῦτον δεῖπνον
6345792 ἡδυοινους
' αὐτῶν αἱ σταφυλίδες καὶ αἱ σταφίδες . ἀμπέλους μέντοι ἡδυοίνους καὶ πολυοίνους καὶ εὐοίνους . καὶ περιπετάννυται τὰ οἴναρα
, πολύδενδρα , λάσια : γηλόφους εὐαμπέλους , εὐφύτους , ἡδυοίνους , καταρρύτους : ἀρούρας εὐπύρους , λήια κομῶντα ,
6302878 παμπληθη
θυσίας ἐλογίσατο αὐτοῖς πλέον ἢ τετρακισχιλίας δραχμὰς ἀνηλωμένας ἕτερά τε παμπληθῆ , ἃ πρὸς τὸ κεφάλαιον συνελογίζετο : ὥσπερ διὰ
οὐδὲν προτελέσαντες οἱ φίλοι αὐτοῦ οὐδὲ τὸ δημόσιον βλάψαντες πάντες παμπληθῆ χρήματα ἔλαβον . ἔτι δὲ ὁπότε αὐτόμολοι ὡς εἰκὸς
6268392 ὠνουντο
καὶ κεκτῆσθαι τοὺς ἑαυτοῦ , μόνον δὲ σίδηρον καὶ χαλκὸν ὠνοῦντο πολλοῦ καὶ τοὺς ἐσφέροντας οὐκ ἠδίκουν . ὅθεν ἀθρόας
τότε δὴ τῶν βαρβάρων οἱ τὴν Κρήτην οἰκοῦντες οὐκ ὀλίγους ὠνοῦντο , πολὺ χρυσίον ὑπὲρ αὐτῶν καταβαλέσθαι μὴ παραιτούμενοι ,
6256732 πυρφοροι
, καὶ οὕτως συνέβαλλον αἱ στρατιαί . διεσῴζοντο δὲ οἱ πυρφόροι ὡς ἱεροὶ τοῦ θεοῦ καὶ εἰ πάντες ἀπώλοντο :
ἄνωθεν βαρεῖς κόρακας . πολλαῖς δ ' αὐτῶν χεῖρες προσήρτηντο πυρφόροι στυππία πολλῇ πίττῃ λελιπασμένα περὶ αὑτὰς ἔχουσαι , προεκκείμεναι
6242670 μισθουσθαι
ἱλαρίας μετέχειν , ἐναντία δὲ ἀγοράζειν , οἰκίας ἢ χώρας μισθοῦσθαι ἢ μετοικίζεσθαι , ἐκτιτρώσκειν δὲ ἐπικίνδυνον καὶ ταῖς αὐτομάτως
γαμεῖν τε ἀπὸ χηρείας , καὶ τὸ μετοικίζεσθαι δὲ καὶ μισθοῦσθαι καὶ δανείζεσθαι καὶ ἐκτιτρώσκειν , πατρῷα λαμβάνειν , πλοῦ
6216460 θησαυριζειν
σὺ δὲ τὰς τιμὰς τάς σοι προσηκούσας ἐν τοῖς φίλοις θησαυρίζειν ἐπινοεῖς καὶ διδοὺς μᾶλλον περιποιῇ . τιμὴ γὰρ οὐκ
ἐγγὺς ἐλθεῖν . Βουλόμενον δὲ αὐτὸν ἐν ἀσφαλείῃ τὰ χρήματα θησαυρίζειν οἰκοδομέεσθαι οἴκημα λίθινον , τοῦ τῶν τοίχων ἕνα ἐς
6207149 Ἐδωκε
καταβουλήν : τοσοῦτον γὰρ κακῶν ὄχλον τῇ δυνάμει κατηγωνίσατο . Ἔδωκε δὲ αὐτῷ πρὸς γάμον τὴν ἰδίαν θυγατέρα Κασάνδραν καὶ
χλωροῦ σίτου τὴν ὗν γευσαμένην ἀσθενεῖς ἔχειν τοὺς ὀδόντας . Ἔδωκε δὲ ἄρα ἡ φύσις ταῖς κυσὶ τραυμάτων ἀντίπαλον πόαν
6195727 Γυναιξι
πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν . Γίγνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν ὅπου τρέχεις . Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι
πολύν οὐ κεκραμένον σὺ πίνεις μεστὸς ὢν κοὐκ ἐξεμεῖς ; Γυναιξὶ δ ' ἀρκεῖ πάντ ' ἐὰν οἶνος παρῇ πίνειν
6186599 ἀρτυειν
ἔπειτα εἰσιόντα εἰς τὰς ἀλλοτρίας οἰκίας τὰ ἑψόμενα τοῖς ἄλλοις ἀρτύειν ἐμβάλλοντα ὧν ἦν χρεία , κἆθ ' οὕτως ἀνακάψαντα
ἀνήθῳ βραχεῖ καὶ ἐλαίῳ ϲυμμέτρῳ . ἑψηθειϲῶν δὲ τῶν ϲαρκῶν ἀρτύειν ἁλϲὶ ϲυμμέτροιϲ καὶ διδόναι ἐϲθίειν καὶ ῥοφεῖν τὸν ζωμόν
6159827 ἀμφιδεας
πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , χλίδωνα , περόνας , ἀμφιδέας , ὅρμους , πέδας , σφραγῖδας , ἁλύσεις ,
περιβραχιόνια , περὶ δὲ τοὺς καρποὺς περικάρπια καὶ ἐχίνους καὶ ἀμφιδέας καὶ ὄφεις καὶ ψέλια καὶ χλιδῶνας καὶ βουβάλια ,
6136998 πολυκαρπια
ἐστι τὰ ὁρίζοντα πλῆθος καὶ καλλονὴν πίττης , οὐχ ἡ πολυκαρπία τῶν πευκῶν . Οἱ δὲ περὶ τὴν Ἴδην φασί
πρὸς τὴν νίκην . ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἡ πολυκαρπία τρέφουσα τοῖς τε ἀναστήμασι τῶν σωμάτων καὶ τοῖς ὄγκοις
6135674 ταραττον
, θαρροίην . καὶ τί γάρ , ἠρόμην , τὸ ταράττον ; οὐδέν , ἔφη , μέγα δὲ ὅμως ἥμερόν
. συνηγορεῖν , καὶ ὑπέρδικοι οἱ συνήγοροι . θρᾶττον . ταράττον , ἐνοχλοῦν . οὐδ ' ὁ Ἡρακλῆς . παροιμία
6132831 ἀλικα
τῷ “ φαινόμενος ” . Γ χόνδρον ] ὃν ⌈ ἄλικα [ ἅλικα Γ ] Ῥωμαῖοι καλοῦσιν . Γ ὅπως
καὶ κεφάλους συχνῶς ἐσθίειν . ἐκ δὲ τῶν ὀσπρέων τὸν ἄλικα δίεφθον καὶ ὑδαρέστερον καὶ καρυκευτὸν διὰ μέλιτος , στάχους
6129144 τρυφωσι
ἀλλὰ καὶ τῶν πρὸς ἁβροδίαιτον βίον εὐποροῦντες ἱλαρώτερον ἐξ ἀφθόνων τρυφῶσι μετὰ κόσμου τοῦ προσήκοντος . τρίτον ἐστὶ γέρας τὰ
πλούσιος ὢν πολλὰ πάνυ ἤσθιε . παρέπεται δὲ καὶ τοῖς τρυφῶσι καὶ πολλὰ ἐσθίουσι τὸ πέρδεσθαι . ἢ ὡς εὐρύπρωκτον
6112371 προσβορρος
καὶ . . . τῶν ἐκτὸς ἡ μὲν παρωκεανῖτις ἡ πρόσβορρος ἀμοιρεῖ διὰ τὰ ψύχη , ἡ δ ' ἄλλη
ἡ Χῖος ἐλέγετο . . . . Κύρνος : νῆσος πρόσβορρος Ἰαπυγίας . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . . . Νῶλα
6105618 ἀνεδιδου
* . . . Ἀνεκήκιεν : ἀνέφερεν , ἀνῄει , ἀνεδίδου : ἐκ τοῦ κίω , τὸ πορεύομαι , ἔκιον
καὶ νύκτα , τῆς μὲν ἡμέρας τὸ κράτος ὁ πατὴρ ἀνεδίδου τῷ ἡλίῳ , οἷα μεγάλῳ βασιλεῖ , τῆς δὲ
6104602 πεφρυγμενα
ἄγνου τὸ σπέρμα καὶ τὸ τῆς καννάβεως , καὶ μᾶλλον πεφρυγμένα , καὶ τοῦ πηγάνου τὸ σπέρμα καὶ τὰ φύλλα
. ἐνταῦθα τὸ ” οἷον “ . φρυκτοὺς : τὰ πεφρυγμένα ἰχθύδια . Γ ” φρυκτοὺς “ γὰρ καὶ τὰ
6093680 λιμναια
νέον γλάγος . ὡς λιμνῆτις ἅπαν ἐκ βδέλλα : ὡς λιμναία βδέλλα , παρὰ τὸ βδάλλειν καὶ οἷον ἐξαμέλγειν τὸ
καὶ δύσπεπτος , αἱ σφύραιναι τῶν γόγγρων τροφιμώτεραι . ἡ λιμναία ἔγχελυς τῆς θαλασσίας εὐστομωτέρα καὶ πολυτροφωτέρα . τῷ μελανούρῳ
6091402 ἀγεωργητον
μὲν γὰρ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις οἱ πολέμιοι καταφθείροντες τὴν χώραν ἀγεώργητον κατασκευάζουσι : παρὰ δὲ τούτοις τῶν γεωργῶν ἱερῶν καὶ
, πύλας καθιστᾶν , ἱερὰ ἱδρύειν , βωμοὺς οἰκοδομεῖν , ἀγεώργητον χώραν γεωργεῖν , φρέατα ὀρύσσειν , μεταλλεύειν , παρακατατίθεσθαι
6086634 ῥοφηματωδεις
ἐμβρέχειν ὀξυροδίνῳ , πόμα δὲ ὕδωρ γαλακτῶδες διδόσθω καὶ τροφαὶ ῥοφηματώδεις , μηδὲν παντάπασι φυσῶδες ἢ ἐρεθιστικὸν συνουσίας ἔχουσαι .
τε πηγανίνου ἐλαίου ἢ Σικυωνίου ἢ παλαιοῦ , τροφαὶ σιτώδεις ῥοφηματώδεις , κλυστῆρες , σικύαι τε κολλάσθωσαν ἐν τοῖς παρεθεῖσι
6079767 κρεμωσι
παῖδες τὰ προκατειλεγμένα ἀκρόδρυα , καὶ ταῦτα πρὸ τῶν θυρῶν κρεμῶσι . κατά τι δὲ χρηστήριον πρὸς ἀποτροπὴν λιμοῦ ταῦτα
πίσσα μιγνυμένη καὶ ἐπιχριομένη . τινὲς ἰχθὺν τὸν καλούμενον κορακῖνον κρεμῶσι τοῦ δένδρου , καὶ διαφθείρουσι τοὺς μύρμηκας . Κώνωπας
6074470 ἀρουσιν
: Πάτερ , ἄνοιξον , ἵνα σε ἀπολαύσω πρίν σε ἀροῦσιν ἀπ ' ἐμοῦ . ἀνέστη δὲ Ἁβραὰμ καὶ ἤνοιξεν
καταβληθησομένων δεδιώς . ὀνειδιστέον καὶ τοῖς σκληρὰν καὶ λιθώδη γῆν ἀροῦσιν : οὗτοι δὲ τίνες ἂν εἶεν ἢ οἱ στείραις
6065014 παντοδαπα
ἔτι τὰ τῶν λεγομένων περιδίνων τῶν περὶ τὴν Ἰταλίαν γιγνομένων παντοδαπὰ κλωπῶν ἔργα τε καὶ παθήματα . πρὸς ἅ τις
παντοδαποὺς ἐκφέρουσαν καρπούς : διὸ καὶ τῆς ὡρίμου ξηραινομένης ὀπώρας παντοδαπὰ πλάσματα χρήσιμα πρὸς ἀπόλαυσιν οἱ τὸν Τίγριν πλέοντες ἔμποροι
6063841 ἀμφιεσω
σύνθετον εὐτράπελος . Ἐσθής . παρὰ τὸν ἕσω μέλλοντα . ἀμφιέσω . ὄνομα ῥηματικὸν . . . παρώνυμον ἑστὴς ,
, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι , εἵματά τ ' ἀμφιέσω : πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν , ὥς κε
6063400 ἐσθησιν
δὲ τὸ πᾶν μὲν πορφυρᾶν , ἔνθα δὲ ταῖς ἄλλαις ἐσθῆσιν ἡ χώρα τῆς πορφύρας , ἐκεῖ χρυσὸς ἦν .
ἐλεφαντίναις ἢ χελώνης ἢ χρυσοῦ πεποιημέναις καὶ στρωμναῖς ἀνθοβαφέσι καὶ ἐσθῆσιν ἁλουργίσι καὶ πεμμάτων μελιπήκτων περιεργίαις καὶ τραπεζῶν πολυτελείαις .
6059887 αἱματα
ἀντὶ ἐπιτάσεως λέγουσι , ἵν ' ᾖ : ὑπερτρέμω ἰδεῖν αἵματα , φόνους , θανάτους τῶν φίλων ὀλλυμένων τοῖς ἐναντίοις
τοῦ φόνου τούτου . κικλήσκων ] καλῶν . αἱματολοιχὸς ] αἵματα λείχων , φόνων ἐπιθυμῶν . ἰχώρ ] ἤγουν φόνος
6054574 διοπας
δ ' αὐτῶν οὐ λέγεις ταυτί ; τί δαί ; διόπας , διάλιθον , πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς ,
κτένιον εἶναι νομίζουσιν . περὶ δὲ τοῖς ὠσὶν ἕρματα , διόπας , ἐλλόβια , ἐνώτια , ἕλικας , ἑλικτῆρας ,
6052511 ὀπτωντες
ὠμά , τὰ δ ' ἕψοντες , τὰ δ ' ὀπτῶντες , διδόασιν . ἀνυποδήτων δὲ καὶ γυμνῶν τῶν πλείστων
αὐτὸ καθ ' ἑαυτὸ ἁλυκώτερον ἑαυτοῦ γίνεται . Ὅσα μὲν ὀπτῶντες προσφέρομεν ξηραίνει : ὅσα δ ' ἑψῶντες ὑγραίνει ,
6050028 θεριζε
] καὶ μὴ μεγαλορρημόνει . τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α
ἄρχηται μέρη τινὰ τοῦ ληΐου ξανθίζειν , πάντα τὰ γενήματα θέριζε , καὶ μάλιστα τὰς κριθάς : πολὺ δὲ θᾶττον
6034928 ἀφθονα
, βαδίζειν δὲ τὴν ἐπὶ Καυκάσου , τὰ γὰρ ἐπιτήδεια ἄφθονα καὶ φίλη ἡ χώρα . „ ἐρομένου δὲ αὐτὸν
καταριθμεῖσθαι , χυμοὺς καὶ πέμματα καὶ καρυκείας : ἅπαντα γὰρ ἄφθονα . ἐν τούτῳ δὲ ὁ Κλεόδημος ἐπικύψας ἐς τὸν
6031904 ὑπερηφανα
Λεωδάμαντα πράξεις τὰς περιβοήτους , ἃς ὑμεῖς ἅπαντες σύνιστε , ὑπερήφανα τὰ ἐπιτάγματα ἐπιτάττειν , ὡς ταῖς τούτου ὑπερβολαῖς αὐτὸν
ὑπέρφρονας δὲ λόγους τοὺς ὑπερηφάνους φησὶν , οἱονεὶ , οὔτε ὑπερήφανα λέγει ὡς ὁ Τυδεὺς , καὶ μισεῖ τοὺς ὑπερηφάνους
6019707 κτηνεων
καλὰ γνωρίζουσι καὶ ζηλοῦσιν οἱ εὐφυέες πρὸς αὐτά . . κτηνέων μὲν εὐγένεια ἡ τοῦ σκήνεος εὐσθένεια , ἀνθρώπων δὲ
τὰ οὔρεα βιοτεύουσι : φόρον δὲ καὶ οὗτοι ἀπὸ τῶν κτηνέων ἀποφέρουσι : καὶ θηρεύουσιν οὗτοι ἀνὰ τὴν χώρην ὄρνιθάς
6016983 ἐπετειον
καὶ ἁπαλὰ ταῦτα καὶ αὖα . Τὴν δὲ βύβλον τὴν ἐπέτειον γινομένην ἐπεὰν ἀνασπάσωσι ἐκ τῶν ἑλέων , τὰ μὲν
τισι τόποις ὥστ ' ἐπάνω τοῦ ὀμφαλοῦ . λέγεται δὲ ἐπέτειον εἶναι καὶ φύεσθαι μὲν τοῦ ἦρος λήγοντος , ἀκμάζειν
6016518 ἀμυθητων
: οὐδὲ γὰρ εἰκὸς ἦν , ὁπότε καὶ ἡ τῶν ἀμυθήτων φθορὰ θρεμμάτων οὐδεμίαν τῶν παρὰ τούτοις ἀγέλην συνεπεσπάσατο πρὸς
τὰς ὑπὸ γαστέρα , καὶ ῥέουσαι καὶ χεόμεναι πάντῃ φορὰν ἀμυθήτων ἀπεργάζονται κακῶν τὸ τῆς ἑορτῆς ἀδεὲς ὁρμητήριον ἔχουσαι καὶ
6014932 προσημαινουσιν
οὕτω δὲ καὶ ἀνάρμοστον καὶ τοῦ βεβαίου δίχα τὸν γάμον προσημαίνουσιν ὡς ἐκ τῆς Ἀφροδίτης . εἰ μὲν ἀρσενικῷ ζῴδιῳ
φίλου ἀγνώμονος συμβουλίαν λαμβάνειν . Αἱ μὲν χελιδόνες εὐδίαν ἡμῖν προσημαίνουσιν , οἱ δὲ ἐκ φιλοσοφίας λόγοι ἀλυπίαν . Οὐχ
6008705 ἀντιβολουντας
τὸν ἀνεψιόν , τὸν τροφέα , τὸν φίλον : εἶδες ἀντιβολοῦντας , ὀδυρομένους , δῶρα διδόντας . καὶ βασιλεὺς ὠμωμόκει
, τοὺς δὲ κοιμωμένους καταλαβόντες ἐν τοῖς ἰδίοις κατασφάττουσιν ἐφεστίοις ἀντιβολοῦντας καὶ γόνασι προσκυλιομένους καὶ ἀνθ ' ὅτου ταῦτα πάσχουσι
6006631 κατεπινον
ὀρνέων ἵπτανται αἱ νεφέλαι . εἶτ ' ἀντ ' αὐτῶν κατέπινον : τουτέστιν ἀντὶ τούτων τῶν ᾀσμάτων , ὧν ἐποίουν
ὑδάτων δροσερᾶν νεφελᾶν ” : εἶτ ' ἀντ ' αὐτῶν κατέπινον κεστρᾶν τεμάχη μεγαλᾶν ἀγαθᾶν κρέα τ ' ὀρνίθεια κιχηλᾶν
6002043 ἀφανιζουσι
' ἔχοντα . † ) καὶ ὁ Ἀθηνοκλῆς προηθέτει . ἀφανίζουσι γὰρ τὸ χωρίον τοῦ αἰνίγματος διαῤῥήδην αἰτοῦντος . ἄλλως
Ὡς δὲ τῇσι τρίτῃσιν εὐτύχεεν , θεοί μιν ἐξ ἀνθρώπων ἀφανίζουσι , τὸ δὲ πλοῖον ἐν Ἀρμενίῃ περίαπτα ξύλων ἀλεξιφάρμακα
6001837 ἐνωτια
γίνονται γυναιξὶ μόναις συμφέρουσιν . ὅρμοι δὲ καὶ ἁλύσεις καὶ ἐνώτια καὶ λίθοι πολυτελεῖς καὶ πᾶς κόσμος περιδέραιος γυναικεῖος γυναιξὶ
. ἕρματα τρίγληνα μορόεντα . † ) τρίκορα κόσμια , ἐνώτια , τριόφθαλμα . τὸ δὲ μορόεντα ἀντὶ τοῦ μετὰ
6001125 ὑποζυγια
ἁμάξας καὶ τὰ περισσὰ τῶν ἐς αὐτὰς τιθεμένων καὶ τὰ ὑποζύγια , χωρὶς ὧν αὐτὸς ὑπελείπετο , πραθῆναι . καὶ
. ἡ δὲ τοῦ Πύρρου δύναμις ἀπολωλεκυῖα σκηνάς τε καὶ ὑποζύγια καὶ ἀνδράποδα καὶ τὴν ἀποσκευὴν ἅπασαν ἐπὶ μετεώρου τινὸς
6001031 ὀρυσσοντες
δὲ καὶ ἕτερος λόγος , ὡς τοῦ τείχους τὰ θεμέλια ὀρύσσοντες ἐπιτύχοιεν κορώνῃ χαλκῇ . θεῶν δέ ἐστιν ἐνταῦθα Ἀρτέμιδός
τῇ πέτρᾳ . τινὲς δέ φασιν , ὅτι οἱ στενωποὺς ὀρύσσοντες τὸ μὲν γόνυ ἐρείδουσι τῇ γῇ , τῷ δὲ
5999542 κατακοπτουσι
καρποῖς : ἔχουσι δὲ καὶ πρόβατα ὀλίγα ὥστ ' οὐδὲ κατακόπτουσι φειδόμενοι τῶν ἐρίων χάριν καὶ τοῦ γάλακτος : τὴν
δὲ ὄντες οὐχ ἡσσηθήσονται . . . οἳ τοὺς πύργους κατακόπτουσι καὶ κατερείπουσιν . ἱππιοχάρμας δὲ κλόνους λέγει τοὺς πολεμικοὺς
5997872 ἀνατροφας
ὀργίλους . θ ἐπικότους ] χολώδεις . Ξ τροφὰς ] ἀνατροφάς : ἠράσατο γὰρ αὐτοῖς πάντα τὸν αὐτῶν αἰῶνα ἐκ
αἶ διὰ μέσου . . . καταρασίμους . ἔπεμψεν ὀργίλας ἀνατροφάς . ἠράσατο γὰρ αὐτοῖς πάντα τὸν αὐτῶν αἰῶνα ἐκ
5997041 τετραπηχεις
. ὑπῆρχον δὲ καὶ ἄνδρες ἐπὶ καμήλων ὀχούμενοι , μαχαίρας τετραπήχεις ἔχοντες , τὸν ἀριθμὸν ἴσοι τοῖς ἅρμασι . ναῦς
ἐξ εὐνῆς τηροῦς ' ἐπὶ τοῖσι δρυφάκτοις ἄνδρες μεγάλοι καὶ τετραπήχεις : κἄπειτ ' εὐθὺς προσιόντι ἐμβάλλει μοι τὴν χεῖρ
5990602 ἐπικυψαντες
τὸ δέος οὐ συγχωρεῖ . καὶ διὰ τοῦτο οὐ πίνουσιν ἐπικύψαντες ὡς ἂν μή τι τῶν κάτωθεν ἀνερπύσαν εἶτα ἐξαρπάσῃ
ἔνδροσον προαιροῦνται τῆς ἄλλης , καὶ ἐπερείδουσιν εἰς αὐτὴν ὀκλὰξ ἐπικύψαντες , ἐκδῦναι αὐτῶν δεινῶς σφριγῶντες . τοσοῦτον δὲ ἄρα
5990295 χλια
τῶν ὀρνέων ἐσθίειν ὀρνίθια καὶ ἀλεκτορόπουλα καὶ περιστερόπουλα βρακάτα , χλία τε καὶ ὀπτά . εὐώδη καὶ ἀνισάτα κονδίτα καὶ
ὄρτυγας καὶ τρωγλίτας . τούτων μὲν τῶν ἀγρίων γινομένων ψαχνὰ χλία δίεφθα . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων σαργοὺς τηγάνου ,
5988286 εὐχροα
τά τε σώματα ξυνιστᾶσι , καὶ εὔτονα καὶ εὐκίνητα καὶ εὔχροα καὶ εὐηκοώτερα ποιέουσι , καὶ τὰς κοιλίας ξηραίνουσι ,
συντομίαν τὴν ὑπάρχουσαν ἐν τοῖς ψιλοῖς κιθαρισταῖς , χρώματά τε εὔχροα πρῶτος ἐκιθάρισε καὶ ἰάμβους καὶ μάγαδιν , τὸν καλούμενον
5988280 ἐπαναγουσι
ἀμφὶ ταῖς κνήμαις καὶ ὠλέναις : εἰς τὸ ἀρχαῖον γὰρ ἐπανάγουσι τὴν χρόαν . καὶ εἰ χυλὸν δὲ τῆς ῥαφάνου
πᾶς ἰχθὺς ἀποθνήσκει . Κάλαμοι ἰξευτικοὶ καὶ ἰξὸς τοὺς ἀποδήμους ἐπανάγουσι καὶ τοὺς δραπέτας εὑρίσκουσι καὶ τὰ ἀπολωλότα σώζουσι καὶ
5987219 θησαυριζει
τῶν ζῴων μηχανᾶται πρὸς τὴν οἰκείαν σωτηρίαν , οἷον μύρμηξ θησαυρίζει αὑτῷ τροφὰς ἐν χειμῶνι , καὶ χελιδὼν ποιεῖ νεοττιὰν
χελιδὼν ποιεῖ τὴν νεοττιάν , καὶ ὁ μύρμηξ συνάγει καὶ θησαυρίζει : οἱ μέντοι γε ἐμπειρικοὶ μετὰ λόγου τινός ,
5978954 διαλιθον
αὐτῶν οὐ λέγεις ταυτί ; τί δαί ; διόπας , διάλιθον , πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , χλίδωνα ,
' ἑαυτὸν κεραυνοὺς χρυσοῦς δεκαπήχεις δύο , καὶ στέφανον δρυὸς διάλιθον : ἀσπίδες χρυσαῖ εἴκοσι , πανοπλίαι χρυσαῖ ἑξήκοντα τέσσαρες
5978631 ἀμισθι
ποριζόμενος . φησὶ δὲ , ὅτι τῶν λυρικῶν οἱ παλαιοὶ ἀμισθὶ πρὸς τὰ καλὰ τὴν σπουδὴν εἶχον , ἐπὶ δὲ
' ὑπερβολὴν ἀπολογήσασθαι , καὶ δὴ φημί σοι μηδένα μηδὲν ἀμισθὶ ποιεῖν , οὐδ ' ἂν τοὺς τὰ μέγιστα πράττοντας
5975569 κεραμευειν
παῖδας , ὡς πολὺν χρόνον διακονοῦντες θεωροῦσι πρὶν ἅπτεσθαι τοῦ κεραμεύειν ; Καὶ μάλα . Ἦ οὖν ἐκείνοις ἐπιμελέστερον παιδευτέον
καὶ εὐωχουμένους , τὸν τροχὸν παραθεμένους , ὅσον ἂν ἐπιθυμῶσι κεραμεύειν , καὶ τοὺς ἄλλους πάντας τοιούτῳ τρόπῳ μακαρίους ποιεῖν
5972947 προεστηκοσιν
κακόν , ἀλλὰ πρόφασις τοῦ ἀδικεῖν ; καὶ οὐ τοῖς προεστηκόσιν ὑμῶν μόνον ὧν διαβάλλουσι τὴν βουλὴν καὶ συκοφαντοῦσιν ἐπιτιμᾶν
, καὶ κελεύει πειρᾶσθαι πιστὰ τὰ μέγιστα λαμβάνοντα διδόναι τοῖς προεστηκόσιν ἐν ταῖς πόλεσιν ἐφ ' ᾧτε πόλεμον ἐξοίσειν πρὸς
5966577 ἱπποφορβια
ἱπποπῶλοι καὶ ἱπποφορβοί : τὸ δὲ πλῆθος , ἀγέλη : ἱπποφόρβια δὲ οἱ τόποι ἐν οἷς τρέφονται , ἃ καλοῦνται
σχεδὸν πάντα ἦν , καὶ ἔλαβε παμπλήθη καὶ βουκόλια καὶ ἱπποφόρβια καὶ ἄλλα παντοδαπὰ βοσκήματα καὶ ἀνδράποδα πολλά . λαβὼν
5963533 νενησμενοι
ἄλλως ] μάτην . ⌈ ἀμφορεῖς / [ ἀμφορῇς ] νενησμένοι ] μεγαρικὰ σεσωρευμένα . ᾀστέον μ ' ] ἄξιόν
ἀγγεῖα ἐστερημένα οἴνου ἤγουν φρονήσεως . νενοισμένοι ] σεσαθρωμένοι ; νενησμένοι ] ἐμπεπλησμένοι . νενασμένοι ] ναίω , νήω ἢ
5960644 θεραπευουσι
τε κατὰ πλῆθος χρῆσθαι μὲν τῇ λύγῳ , τοῖς δὲ θεραπεύουσι τὴν θεὸν ἐπιτρέψαι φορεῖν τὸν καὶ νῦν ἔτι διαμένοντα
θηλαζούσαις , ὡς εἴρηται ποθέντα . ὀδονταλγίαν δὲ ἐπιτεθέντα πάνυ θεραπεύουσι . σὺν δὲ ναρδίνῳ ἢ ῥοδίνῳ ἐλαίῳ θερμανθέντα ἢ
5960444 πεντηρικων
ἀρχὴν ἀπὸ ἐσχαρίου τινὸς , ὅ φασι παγῆναι πεντήκοντα πλοίων πεντηρικῶν ξυλείᾳ , ὑπὸ δὲ ὄχλου μετὰ βοῆς καὶ σαλπίγγων
ἀρχὴν ἀπὸ ἐσχαρίου τινός , ὅ φασι παγῆναι πεντήκοντα πλοίων πεντηρικῶν ξυλείᾳ , ὑπὸ δὲ ὄχλου μετὰ βοῆς καὶ σαλπίγγων
5957455 παχυτατα
ἢ ἁλμυρότατα , ἢ γλυκύτατα , ἢ λεπτότατα , ἢ παχύτατα , ὁμαλῶς ἢ ἀνωμάλως , τὸ σῶμα , τὸν
κἂν μὴ τῷ θύραθεν ἐκνικώμεθα ψύχει , κἀν τῷ θέρει παχύτατα μηδὲν ἐνταῦθα τοῦ θερμοῦ διαλύοντος . Εἶτα τί ποτ
5955657 πρασεσιν
μέρος πολυτελείαις . ἐν γὰρ ταῖς τῶν φορτίων ἀλλαγαῖς καὶ πράσεσιν ὄγκοις ἐλαχίστοις πλείστην ἀποφέρονται τιμὴν ἁπάντων ἀνθρώπων τῶν ἀργυρικῆς
Σκορπίῳ χρήσιμον ὁδοιπορεῖν , πλεῖν , ἐν δὲ ἀγορασίαις καὶ πράσεσιν ἐπιβουλεύειν , ἐχθροῖς ἐπιτίθεσθαι , πύλας καθιστᾶν , ἱερὰ
5955335 ἀθαρας
. Θ . . . . μεστὸς : Πλήρης τῆς ἀθάρας . Θ . . ἔμπλεος ἢ κεκορεσμένος . .
δ ' ἴσως παραθέσθαι καὶ τὴν Φερεκράτους λέξιν ποταμοὶ μὲν ἀθάρας καὶ μέλανος ζωμοῦ πλέον διὰ τῶν στενωπῶν τονθορυγοῦντες ἔρρεον
5954327 προσφερεσθωσαν
ἀλλὰ καὶ τὴν μὴ οὖσαν γεννῶσι . διὸ μηδὲ πυρῶδες προσφερέσθωσαν , ὃ μέλλει τοὺς νεφροὺς ἢ τὴν κύστιν θερμαίνειν
ἢ ὀριγανίτου συμμέτρου κύλικος μὴ πλέον , καὶ σύμμετρον ἐπιδιαστήσαντες προσφερέσθωσαν τὴν τροφήν , οἴνου τε λοιπὸν ἀπεχόμενοι γλυκέος καὶ
5952464 ἀλυπα
, ὅπερ ἀνάπαυμα κακῶν ἐστιν ἀνθρώποις , ἀφόβους μὲν καὶ ἄλυπα μεριμνῶντας ἔρχεσθαι εἰς αὐτόν , γιγνομένους δὲ ἀπ '
μεγαλοψυχίας παρεσκευάσθαι τῇ πόλει . ἔτι τοίνυν ἀενάων ποταμῶν ῥεύματα ἄλυπα καὶ πηγὰς ἀφθόνους καὶ καρπῶν ἁπάντων φορὰν , ὧν
5952256 ἀντιφραττει
ἥλιος καὶ ἡ σελήνη , ὑποτροχάσασα ἡ σελήνη τῷ ἡλίῳ ἀντιφράττει ταῖς ἀπὸ τοῦ ἡλίου φερομέναις αὐγαῖς πρὸς ἡμᾶς .
ἔχειν τῶν νοητῶν : παρεμφαινόμενον γὰρ κωλύει τὸ ἀλλότριον καὶ ἀντιφράττει . ἔνθεν οἵ τε βαφεῖς τὰ ὡς οἷόν τε
5950950 τιθηνους
θηρήτορας ἠὲ τιθηνούς , οὓς δὲ καὶ ὠμοβόρων θηρήτορας ἠὲ τιθηνούς , δαμναμένους τιθασοῖσιν ὑπ ' ἤθεσι πρηΰνοντας . εἰ
' ἁλίων δεδαηκότας ἔργων , ὀρνίθων τε θοῶν θηρήτορας ἠὲ τιθηνούς , οὓς δὲ καὶ ὠμοβόρων θηρήτορας ἠὲ τιθηνούς ,
5950817 εὐσημα
ἢ ἔξω , εἴσω δὲ τὰ πλεῖστα . σημεῖα δὲ εὔσημα . ἐμβολή : ὑπὲρ τραπέζης τοὺς δακτύλους ἔχων τοὺς
, ἔκδηλα πρόδηλα ἐπίδηλα , ἐπίσημα , θεατά εὐθέατατὸ γὰρ εὔσημα εὐτελέςτὰ δ ' ὑπόγεια , ἀφανῆ , ἄδηλα ,
5947559 περιστεροπουλα
Ἐκ δὲ τῶν ὀρνίθων ἐσθίειν ὄρνιθας καὶ ὀρνιθόπουλα ἄρρενα , περιστερόπουλα λευκά , νήσσας καὶ χῆνας τρυφεράς , καὶ ψαχνὰ
καὶ ὀξυστὰ ἐσθιέτω . ἐκ δὲ τῶν ὀρνέων ὄρνιθας καὶ περιστερόπουλα , λευκὰ δὲ καὶ βρακάτα , ταῦτα γάρ εἰσι
5939351 σχαλιδες
κάμακες , δίκρα , κάλοι , ἱμάντες , κυνοῦχοι , σχαλίδες σχαλιδώματα , ξίφη , δόρατα , ἀκόντια , δρέπανα
προβόλια , ἄρκυες , ἐνόδια , δίκτυα , κυνοῦχος , σχαλίδες , στάλικες , σχαλιδώματα , ποδάγραι , ἁρπεδόναι .
5937765 ξυλωσιν
τὴν ξύλωσιν : τὴν ἀπὸ ξύλων κατασκευήν . ʃ σημείωσαι ξύλωσιν : ἰδία λέξις τοῦ Θουκυδίδου αὕτη ἡ ἀνάστασις :
κέραμος στεγαστήρ , ἐρέψιμα ξύλα , ἃ Θουκυδίδης εἶπε τὴν ξύλωσιν , πηλός , ἄσβεστος , τίτανος , ἄσφαλτος .
5936198 θεοπρεπως
χειροποιήτους , ἀλλ ' ὑπ ' αὐτῆς τῆς φύσεως ἀνειμένας θεοπρεπῶς . κατὰ πάντα δὲ τὸν τῆς περιφερείας κύκλον οὔτ
τρίτην νομοθετικήν . ἡ μὲν οὖν κοσμοποιία παγκάλως πᾶσα καὶ θεοπρεπῶς μεμήνυται , λαβοῦσα τὴν ἀρχὴν ἀπὸ γενέσεως οὐρανοῦ καὶ
5931258 βοσκηματων
ἐπὶ βλάβῃ μὴ θανασίμῳ μήτε αὐτοῦ μήτε ἀνθρώπων ἐκείνου , βοσκημάτων δὲ ἢ σμηνῶν εἴτ ' ἄλλῃ βλάβῃ εἴτ '
ταῖς ναυσὶν φέρειν . τάχα δὲ καὶ ἐπὶ κυνῶν καὶ βοσκημάτων τοῦτο συννοηθῆναι δύναται . μηδ ' ὥς : μηδ
5930143 ἐναυλων
διοικεῖται . φῦλα : τῶν ἰχθύων , τὰ κατοικοῦντα . ἐναύλων : στενῶν τόπων , τῶν κατασκηνωμάτων : λείπει τόπων
πέλε κῆτος : ἀνοστήτου δὲ γενείου οἶστρον ἀπειλητῆρα χανὸν σπήλυγγος ἐναύλων φρικαλέων ὤϊξε σεσηρότα πορθμὸν ὀδόντων , γείτονος ἀσθμαίνοντος ὀπιπεῦον
5926893 ταλαιπωρως
ζήσεις , ἀνεκτῶς δὲ ἀποθανῇ : ἐκεῖνα δὲ ζηλῶν ζήσεις ταλαιπώρως . ταῦτά μου διεξιόντος αὐτῷ τόν τε φοίνικα εἰς
πρὸ ἀκμῆς . καὶ ἐπὶ τῶν ἀνορέκτων δὲ φύσει καὶ ταλαιπώρως προσφερομένων , καὶ μάλιστα εἰ καὶ ξηρότης εἴη περὶ
5925176 κτηνεα
πυραμίδας καλέουσι ποιμένος Φιλίτιος , ὃς τοῦτον τὸν χρόνον ἔνεμε κτήνεα κατὰ ταῦτα τὰ χωρία . Μετὰ δὲ τοῦτον βασιλεῦσαι
κατά περ τὰ ἄλλα κτήνεα . Καὶ γὰρ τὰ πάντα κτήνεα ὁρᾶν καὶ ὀρνίθων γένεα ὀχευόμενα ἔν τε τοῖσι νηοῖσι
5916252 γαληναις
, ἀλλ ' ἐπιτερπής . Καρκίνος αὖ πολλαῖς κεν ἀνιήσειε γαλήναις , ἀλλ ' οὐδὲν βλαφθεὶς ἀφίκοιτό κεν ἧχι θελήσει
τῷ πλεῖν , ἀλλ ' ἐπὶ χαρᾷ διάξει . Καρκίνῳ γαλήναις συσχεθήσεται , ἀλλὰ διασωθήσεται . Λέοντι κινδυνεύσει , ἐὰν
5915982 ἀποδεδεχαται
. ὁρταὶ μὲν γὰρ καὶ πανηγύριες οὐδαμοῖσιν ἄλλοισιν ἀνθρώπων τοσαίδε ἀποδεδέχαται . Ἱστορέοντι δέ μοι ἐτέων πέρι , ὁκόσα τῷ
εἰδέναι , οὐδέ σφι θεοὶ οὗτοι ἐν τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι ἀποδεδέχαται . Καὶ μὲν εἴ γε παρ ' Ἑλλήνων ἔλαβον
5915893 ὀρυττοντες
χώρα : οἱ δὲ ἐνοικοῦντες ὄνους ἀλέτας παρὰ τὸν ποταμὸν ὀρύττοντες καὶ ποιοῦντες εἰς Βαβυλῶνα ἦγον καὶ ἐπώλουν καὶ ἀνταγοράζοντες
συγγνώμη , οὐδεμία παραίτησις . Ὑπονομεύοντες : ἀντὶ τοῦ ὑπονόμους ὀρύττοντες Δείναρχος ἐν τῷ κατὰ Καλλίππου . Ὑποστήσας : ἀντὶ
5908494 ἀνυποδητοι
οἰκοδομησάμενοι οἰκίας , θέρους μὲν τὰ πολλὰ γυμνοί τε καὶ ἀνυπόδητοι ἐργάσονται , τοῦ δὲ χειμῶνος ἠμφιεσμένοι τε καὶ ὑποδεδεμένοι
εἰ μὴ νύκτωρ . ἦσαν δὲ κεκαρμέναι , μονοχίτωνες καὶ ἀνυπόδητοι . πρῶται δὲ τῶν Λοκρίδων παρθένων Περίβοια καὶ Κλεοπάτρα
5902694 σακκους
χιλίους τε καὶ δὶς τοσούτους ὡπλισμένοι , καὶ ἄμας κομίζουσι σάκκους τε , καὶ ὀρύττουσιν ἀσέληνον ἐπιτηροῦντες νύκτα . ἐὰν
τοῖς τριηράρχοις τεσσαράκοντα σάκκους ἕκαστος ἐχέτω . προσορμιζομένων δὲ τοὺς σάκκους ἄμμου πλήσας * * * κεφαλίδας ἐξῆπτεν ἑκάστης νεὼς
5901627 φυτειαις
πλεῖον εἴρηται τῆς ὑποθέσεως . Ἐν δὲ ταῖς τῶν ἄλλων φυτείαις ἀνάπαλιν τίθενται τὰ φυτευτήρια , καθάπερ τῶν κλημάτων .
ὅρων τῆς στρατείας : καὶ τὴν μὲν χώραν ἐξημεροῦν ταῖς φυτείαις , στρατιώτιδας δ ' ἐπιλέξασθαι γυναῖκας , καθάπερ καὶ
5900991 μετοικιζεσθαι
μετέχειν , ἀσύμφορον δὲ ἀγοράζειν οἰκίας ἢ χώρας μισθοῦσθαι ἢ μετοικίζεσθαι καὶ ὅσα τε ἀπὸ ξηρῶν συνέστηκεν ἀνάρμοστον ἐργάζεσθαι ,
πλὴν ἀμπέλου , γαμεῖν τε ἀπὸ χηρείας , καὶ τὸ μετοικίζεσθαι δὲ καὶ μισθοῦσθαι καὶ δανείζεσθαι καὶ ἐκτιτρώσκειν , πατρῷα
5900354 βρωθεντα
κόστος καὶ τὸ κίκινον ἔλαιον πινόμενον καὶ κάρυα βασιλικὰ πλείονα βρωθέντα ἕλμινθας πλατείας ἐκβάλλει καὶ ἀναιρεῖ . ἕλμινθας ἐκβάλλει φλοιὸς
ὑπέρχεται καὶ τοῖς ἄλλοις ποδηγεῖ : ταῦτα δ ' ὕστατα βρωθέντα συνδιαφθείρει καὶ τἄλλα . Τὰ μικρὰ χημία , πορφύραι
5895955 γαυλοι
γαυλώς : παρὰ τὸ γάλα . εἴδη δέ εἰσιν οἱ γαυλοὶ ἀγγείων ποιμενικῶν . σκαφίδας : ἀγγεῖα , εἰς ἃ
μαλακῆς πόας ὑπὸ τῆς νοτίδος τρεφομένης . Ἀνέκειντο δὲ καὶ γαυλοὶ καὶ αὐλοὶ πλάγιοι καὶ σύριγγες καὶ κάλαμοι , πρεσβυτέρων
5892981 διακαθαρσις
καὶ μάλιστα τὴν ἐλάαν . Ἐπεὶ δ ' ἐπίπονος ἡ διακάθαρσις διὰ τὰς πληγὰς διὰ τοῦτ ' οὐ τὴν τυχοῦσαν
εἴη κυρίως . Ἀλλ ' ὅμως καὶ ἡ τοιαύτη αὐτοῦ διακάθαρσις ἐγγύς τι πρόσεισι τῆς ἑαυτοῦ φύσεως , ἀλλ '
5891545 προρριζα
? ἄνανδροι ? ? | , ὥσπερ τὰ μεγάλα δένδρα πρόρριζα ἀνατρέπονται | . Τὸν μὲν δὴ εὐθυμεῖσθαι ἐθέλοντα |
. θ ' ] καὶ . ἱδρύματα ] κατοικίαι . πρόρριζα ] † ἤγουν ἐκ βάθρων . φύρδην ] ὁμοῦ
5889934 ἀσηπτον
μέρη τὰ συμφυῆ , τό τε σεσηπός φημι καὶ τὸ ἄσηπτον . Καὶ εἰ μὲν ἐξ ὑγρῶν μόνων ἐθέλοι καταβαφὴν
οὐ ⌋ σὴς οὐδὲ ⌊ ⌋ κὶς δάμναται , ὡς ἄσηπτον : ἐγγίνεται δ ' οὖν τὰ τοιαῦτα θηρίδια τοῖς
5889480 ὁλομελη
ὀχλικὰς χωρὶς τῶν ἀναλισκομένων σωρευμάτων ἑκάστῳ ἀποφέρειν ἐδίδου τῶν ἑστιατόρων ὁλομελῆ κρέα χερσαίων τε καὶ πτηνῶν καὶ θαλαττίων ζῴων ἀδιαίρετα
ποιούμενος χωρὶς τῶν ἀναλισκομένων σωρευμάτων ἑκάστῳ τῶν ἑστιατόρων ἐδίδου ἀποφέρειν ὁλομελῆ κρέα χερσαίων , πτηνῶν , θαλασσίων ζῴων ἀδιαίρετα ἐσκευασμένα
5888731 οὐποθ
τῶν ἐμῶν μέλλοντι δεσπόζειν δόμων . κἄνπερ διέλθηι λαιμόν , οὔποθ ' ἵξεται κλεινὰς Ἀθήνας , κατθανὼν δ ' αὐτοῦ
Βοιωτοί : βοῶν γὰρ ὦτα ἔχετε . Βορβόρῳ ὕδωρ λαμπρὸν οὔποθ ' εὑρήσεις : ἐπὶ τῶν τὰ κάλλιστα μιγνύντων τοῖς
5885090 φυσησαντες
τὰ σοφίσματα , καὶ τίνων οἱ σοφισταὶ στοχάζονται . φυλετικῶς φυσήσαντες καὶ ἐπισκευάσαντες ἑαυτούς : ἤγουν ἐξ ἐπιτεχνήσεώς τινος :
φορὰν ὑπομεῖναι , πῦρ τε διὰ τῶν σιφώνων τῷ ἀέρι φυσήσαντες , καί τινα ἄλλα σκεύη καὶ αὐτὰ πυρὸς ἀνάμεστα
5883848 τραγελαφους
ἅττ ' ἐποίεις ; οὐχ ἱππαλεκτρυόνας μὰ Δί ' οὐδὲ τραγελάφους , ἅπερ σύ , ἃν τοῖσι παραπετάσμασιν τοῖς Μηδικοῖς
, στρώματ ' , ἀργυρώματα , φιάλας , τριήρεις , τραγελάφους , καρχήσια , γαυλοὺς ὁλοχρύσους . πλοῖα ; τοὺς
5871398 σιδηρεις
ὅμοια . ζωγράφοι , στυππειοπῶλαι , σχοινοσυμβολεῖς , χαλκεῖς , σιδηρεῖς . τὰ δ ' εἰς τὴν κατασκευὴν χρήσιμα σανίδες
τῶν χαλκευτικῶν ἔργων , καταλύονται οἱ χαλκοτύποι , καὶ οἱ σιδηρεῖς γε ὡσαύτως : καὶ ὅταν γε πολὺς σῖτος καὶ
5864133 διαστροφα
, ἀρτιμελῆ , μὴ κολοβὰ μηδὲ ἔμπηρα μηδὲ ἠκρωτηριασμένα μηδὲ διάστροφα . Σόλων δὲ τὰ ἔμπηρα καὶ ἀφελῆ ὠνόμασε .
τὸ παιδία μοι ἀφυῆ μὴ γενέσθαι μηδὲ κατὰ τὸ σωμάτιον διάστροφα . τὸ μὴ ἐπὶ πλέον με προκόψαι ἐν ῥητορικῇ
5864066 κιθαριζοντι
[ νοῦ ] τοῦ ὄντος ; Ὅμοιος γὰρ ὁ λογιζόμενος κιθαρίζοντι εἰς κιθάρισιν καὶ μελετῶντι εἰς ἕξιν καὶ ὅλως τῷ
ἐστι τὸ ἴον . σύντροπον , κοινόν . κτῆμα : κιθαρίζοντι γὰρ τῷ Ἀπόλλωνι αἱ Μοῦσαι χορεύουσιν . . Τὸ

Back