ὦ ξένε , τὸ μὲν σὸν οὐκ ἀπαιδεύτως ἔχει ἐς θαύματ ' ἐλθεῖν δακρύων ἐμῶν πέρι : ἐγὼ δ '
καὶ ἡμῖν πολλὰ μάλ ' ἐν λίμνῃ καὶ ἐπὶ χθονὶ θαύματ ' ἰδέσθαι . ἀμφίβιον γὰρ ἔδωκε νομὴν βατράχοισι Κρονίων
6090772 πανθειον
, Ναΐσι καὶ Βάκχαις ἡγούμενε κισσοφόροισι : δεῦρ ' ἐπὶ πάνθειον τελετὴν Σατύροις ἅμα πᾶσι θηροτύποις , εὔασμα διδοὺς Βακχείου
καὶ τὸ ἄλλο τῶν πλανήτων καὶ ἀπλανῶν ὡς ἀληθῶς περιέχοντα πάνθειον : ἔλεγέ τε , ὡς ἔστιν ἀκούειν , κατακερτομῶν
5944337 ὀργαν
ἐπιμέλεια τοῖς νοσοῦσι , χειρουργία ὀνομάζεται παρὰ τὸ τὴν χεῖρα ὀργᾶν . καὶ γὰρ τὸ διακαίειν χειρουργία ὀνομάζεται καὶ τὸ
φιλοργὴς δὲ διὰ τὸ ῥοῶδες : ἡ φιλοῦσα ὀργίζεσθαι καὶ ὀργᾶν καὶ μαίνεσθαι διὰ τὰς τρικυμίας δεσπόζει νηῶν : τῇ
5738612 ἐπιφθεγμα
ἐστιν ἔτα καὶ † Δωρικῶς ἔταν † . ὠόψ : ἐπίφθεγμα τῶν ἀφιέντων τινὰς ἅμα τρέχειν ἤ τι τοιοῦτον ποιεῖν
〚 ὦ κοὰξ , κοάξ : Διὰ τὸ συνεχὲς αὐτῶν ἐπίφθεγμα , παίζων λέγει : ὄρρον δὲ , τὸν λεγόμενον
5722688 ναπος
ὅταν τι ναοῖς ἐγκατασκήψῃ μύσος Ἀκτῖτις πέτρα Βαρκαῖον αἶπος Φασιανὸν νάπος ὁ γὰρ θεὸς μέγιστος ἀνθρώποις νόμος θεοῦ θέλοντος †
ἡμῖν πομπὸς ἦν θεωρίας . πρῶτον μὲν οὖν ποιηρὸν ἵζομεν νάπος , τά τ ' ἐκ ποδῶν σιγηλὰ καὶ γλώσσης
5683806 ἁλιπορφυρος
κύματος ἄνθος ἅμ ' ἀλκυόνεσσι ποτῆται νηλεὲς ἦτορ ἔχων , ἁλιπόρφυρος ἱερὸς ὄρνις . Ἱκανῶς δὲ καὶ ὁ ποιητὴς λέγεται
καὶ πῖλον καλοῦσιν . ὁ δὲ κάνδυς ὁ μὲν βασίλειος ἁλιπόρφυρος , ὁ δὲ τῶν ἄλλων πορφυροῦς , ἔστι δ
5664993 τετραμμενη
σταδίους μὲν εἴκοσιν Ἤλιδος καὶ ἑκατὸν ἀφέστηκε , κεῖται δὲ τετραμμένη τε πρὸς Σικελίαν καὶ ὅρμον παρεχομένη ναυσὶν ἐπιτήδειον :
ἀντὶ παθητικοῦ . αὐλὴ πρόσειλος : ἡ πρὸς τὸν ἥλιον τετραμμένη . καὶ τέγος πρόσειλον . ἀλλόκοτον : σημαίνει μὲν
5664129 σηματος
περὶ ἐναγισμῶν γράφει τάδε : ὄρυξαι βόθυνον πρὸς ἑσπέραν τοῦ σήματος . ἔπειτα παρὰ τὸν βόθυνον πρὸς ἑσπέραν βλέπε ,
οὕτως : χαλκῆ παρθένος εἰμί , Μίδου δ ' ἐπὶ σήματος ἧμαι . ἔς τ ' ἂν ὕδωρ τε νάῃ
5612945 βραχη
συμβῇ τὴν σταφυλὴν ἔτι οὔσαν ἐν τῇ ἀμπέλῳ ἐπὶ πλέον βραχῆ - ναι , ἢ μετὰ τὸ τρυγηθῆναι τύχῃ ταύτην
συμβῇ τὴν σταφυλὴν ἔτι οὔσαν ἐν τῇ ἀμπέλῳ ἐπὶ πλέον βραχῆ - ναι , ἢ μετὰ τὸ τρυγηθῆναι τύχῃ ταύτην
5605016 Ἰακχ
κωμικὸς διθυραμβικὰ , τουτέστι Διονυσιακὰ δράματα ποιῶν . 〛 〚 Ἴακχ ' ὦ πολυτιμήτοις : Ὠδὴ | καὶ στροφὴ κώλων
; Ἔγειρε : φλογέας ἐν χερσὶ γὰρ ἥκει τινάσσων , Ἴακχ ' , ὦ Ἴακχε , νυκτέρου τελετῆς φωσφόρος ἀστήρ
5572968 βυσσον
: βιαζόμενον , καταπονούμενον . κατεπειγόμενον , σπουδάζοντα . ποτὶ βυσσόν : πρὸς τὸν βυθόν . ὑποβρυχίοισι : βυθίοις ,
Ἰκάρῳ . κνῆ τυρὸν κνήστι . ἔκοπτε τυρὸν κοπίδι . βυσσόν . πυθμένα . ἐξ ὑπογύου . παρ ' αὐτά
5537347 Ἀταργατις
ΙΝ ἔχουσι τὴν αἰτιατικὴν , περισπῶνται : Βενδῖς Μολῖς Τοτῖς Ἀταργατῖς . Τὰ εἰς ΟΣ καθαρὰ δισύλλαβα τῷ Α μακρῷ
Μενδῖς Μενδῖδος Μενδῖδι Μενδῖν , Μολῖς Μολῖδος Μολῖδι Μολῖν , Ἀταργατῖς Ἀταργατῖδος Ἀταργατῖδι Ἀταργατῖν : ταῦτα δέ εἰσιν ὀνόματα δαιμόνων
5525077 χλωρηϊς
δὲ ἐπικεκόσμηται τῇ ἑρμηνείᾳ , καὶ ἔστι χαριέστερα τῷ τε χλωρηῒς καὶ τῷ Πανδαρέη κούρη εἰπεῖν ἐπὶ ὄρνιθος , ἅπερ
ἢ τὸ ἀπὸ τῶν χλωρῶν συναγόμενον ὑπὸ τῶν μελισσῶν . χλωρηῒς ἀηδών ἀπὸ τοῦ χρώματος , ἢ διὰ τὸ ἐν
5512820 ὁσιους
τὰ πρέποντα διαπράττεσθαι , ὅθεν τοὺς περὶ τὰ ἱερὰ ἠσχολημένους ὁσίους καλοῦμεν : ἐπιτεταμένη γὰρ δικαιοσύνη ἡ ὁσιότης , διὸ
προμαθόντες ὅδιος οἰωνός ὁμόπαιδα κάσιν Κασάνδρας ὀρείοις ποσί ὀρσίπους βοή ὁσίους θαλάμους ὄτοβος ἅλιμος οὐκ ἄμοιρος ἦν οὐκ εὐθυσκόπου ὀχεῖα
5498198 ὠπα
ἔχειν . ἡ δὲ ” ἀστραπή , “ ὅτι τὰ ὦπα ἀναστρέφει , ” ἀναστρωπὴ “ ἂν εἴη , νῦν
γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν . ἐκπέπληκται οὖν καὶ αὐτὸς ὁ Πρίαμος ἐπὶ
5492375 Ἁιδαν
, πυρὸς τετακότας σποδῶι : ποτανοὶ δ ' ἤνυσαν τὸν Ἅιδαν . πάτερ , † σὺ μὲν σῶν † κλύεις
τάφον τε ματεύουσα τὸν αὐτόν , ἔμμοχθον καταλύσους ' ἐς Ἅιδαν βίοτον αἰῶνός τε πόνους : ἥδιστος γάρ τοι θάνατος
5483873 Δαφνην
. καὶ τὸ προάστειον τοῦτο δὴ τὸ πολυύμνητον , τὴν Δάφνην , Σέλευκος εἰς ἱεροῦ μοῖραν κατέστησεν ἀνεὶς τῷ θεῷ
„ . Ἰώνη . οὕτως ἐκαλεῖτο ἡ Ἀντιόχεια ἡ παρὰ Δάφνην , ἣν ᾤκησαν Ἀργεῖοι . τὸ ἐθνικὸν Ἰωνίτης ἢ
5480364 Ἀραχνη
Ἀρνεῖσθαι : διὰ τὸ αἴρεσθαι τὰς χεῖρας ἐπὶ παραιτήσει . Ἀράχνη : παρὰ τὸ ἀναρριχᾶσθαι εἴρηται . ἢ παρὰ τὴν
ἐγένοντο ἀδελφοὶ , Φάλαγξ μὲν ἄρσην , θήλεια δ ' Ἀράχνη τοὔνομα : καὶ ὁ μὲν Φάλαγξ ἔμαθε παρὰ τῆς
5477399 προχοῃς
ἕλε Δημολέοντα Ἱππασίδην , ὃς πρόσθε Λακωνίδα γαῖαν ἔναιε πὰρ προχοῇς ποταμοῖο βαθυρρόου Εὐρώταο , ἤλυθε δ ' ἐς Τροίην
Κασσάνδροιο θοὸν ποσὶ παῖδα Μύνητα ὃν τέκε δῖα Κρέουσα παρὰ προχοῇς ποταμοῖο Λίνδου ἐυρρείταο , μενεπτολέμων ὅθι Καρῶν πείρατα καὶ
5473849 χορευει
. Λύκος χανών : καὶ , ἡ λύκος περὶ φρέαρ χορεύει : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Λύκου πτερὸν ζητεῖς
παροφθεὶς , ἀλλ ' ἐπὶ ταῖς ὄχθαις ἔξω τῶν ποταμῶν χορεύει τὴν ἄπαυστον χορείαν , αἵματος καθαρὰ σώζων τὰ ὅπλα
5458183 νωτ
οἷον μαζία τινά ἔν τε ἀναθήμασιν κτλ . : . νωτ . διοπ . αι ! ! ἀνέθεσαν ! !
[ ] ! [ [ ] οδ ! [ ] νωτ ! [ [ ] εους : ὁσοτεσυ ! !
5451550 Δωδωνην
” . . . ξ : τὸν δ ' ἐς Δωδώνην : Δωδώνην νῦν τὴν Θεσπρωτικήν , ἔνθα τὸ μαντεῖον
ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος . τὸν δ ' ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι , ὄφρα θεοῖο ἐκ δρυὸς ὑψικόμοιο Διὸς
5448239 Ἀχεροντα
, ὅτε εἰς τὴν ἀποικίαν ἔπλεον , χειμασθέντες εἰς τὸν Ἀχέροντα ποταμὸν κατέφυγον , ὅθεν καὶ διασωθέντες οἱ ναῦται Σοωναύτην
δὲ καὶ τοῦτον ὁ ἐκ Δωδώνης χρησμὸς φυλάττεσθαι κελεύων τὸν Ἀχέροντα καὶ τὴν Πανδοσίαν . . . δεικνυμένων γὰρ ἐν
5416906 χαλκειον
καὶ διὰ τοῦ ι γράφεται : γραφεῖον : πρεσβεῖον : χαλκεῖον , τόπος , καὶ ἑορτή : βαλανεῖον : λοφεῖον
ὑπὸ θατέρου διεφθαρμένης , ἀπὸ τύχης εἰσελθόντα τὸν Πυθαγόρειον εἰς χαλκεῖον , ἐπεὶ δείξας ἠκονημένην μάχαιραν ὁ νομίζων ἀδικεῖσθαι τῷ
5413012 Ἀχερουσιον
. Διελθόντες δὲ καὶ τούτους εἰς τὸ πεδίον εἰσβάλλομεν τὸ Ἀχερούσιον , εὑρίσκομέν τε αὐτόθι τοὺς ἡμιθέους τε καὶ τὰς
ἑξαμέτροις , οὕτω προλέγον τὴν τελευτήν , Αἰακίδη προφύλαξο μολεῖν Ἀχερούσιον ὕδωρ , Πανδοσίην θ ' , ὅθι τοι θάνατος
5408553 ἀηδων
καλοῦ καὶ ἐπιθυμητοῦ ἔαρος νεωστὶ ἀρχομένου , ἡνίκα ἡ ἡδύφωνος ἀηδὼν χωρὶς καὶ ἄπωθεν τῶν ἀνθρώπων γεννᾷ ἢ νεοττεύει .
μᾶλλον δὲ διὰ δειλίαν ⋮ Ἔστι δ ' ὅμως ἡ ἀηδὼν φιλόμουσος καὶ φιλόξενος . ἐν γοῦν ταῖς ἐρημίαις ὅταν
5405015 φαινε
ἐπῄνεον : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς Ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα , φαῖνε δὲ μηροὺς Καλούς τε μεγάλους τε . φάνεν δέ
φάθ ' , ὁ δ ' ὁρμηθεὶς θεοῦ ἤρχετο , φαῖνε δ ' ἀοιδήν , ἔνθεν ἑλών , ὡς οἱ
5399375 βοτρυ
' ἐν ἑτέρῳ αὐτοῦ ποιήματι , τὸ δρύα . Ὦ βότρυ : εἴρηται . Τὼ βότρυε . Ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι
καὶ ε εἰς τὸ υ μακρὸν [ καὶ ] γίνεται βότρυ . Ἔστιν οὖν εἰπεῖν , ὅτι οὐ δύναται ἡ
5399214 αὐδαται
Πέργαμος οὐχ ὅπλοις κλεινὴ μόνον , ἀλλὰ καὶ ἵπποις πολλάκις αὐδᾶται Πῖσαν ἀνὰ ζαθέην . εἰ δὲ τὸν ἐκ Διόθεν
βρύοντα γῆς ὕπερθεν αὔεται , ὁ δ ' ὀλλύων φλογμοῖσιν αὐδᾶται Λέων . Ἐγγὺς δὲ τούτου Παρθένου κεῖται τύπος :
5396182 τριχοειδη
δοκεῖ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἀδιαλείπτωϲ , καί τινεϲ μὲν αὐτῶν τριχοειδῆ ὁρῶϲιν , ἕτεροι δὲ ὡϲ ἐρίων μηρύματα ἢ ἀραχνίων
τούτων οὗτος μόνος ἔξω κοιμᾶται , βράγχη δὲ καλοῦνται τὰ τριχοειδῆ ἐκεῖνα τὰ ὄντα ἔξωθεν τῶν στομάτων , ἅτινα ἔχει
5390794 δειραδα
τὴν δίκην ἔσχε . κατὰ ταύτην τὴν ἐπώνυμον τοῦ λῃστοῦ δειράδα ποταμὸς ἀπὸ μεσημβρίας κατιὼν ἐς τὸν Ἀλφειὸν καταντικρὺ τοῦ
, εἰς τοῦτον τὸν τόπον . ἐν Αἰγίνῃ . Κορίνθου δειράδα : ἐν γὰρ τῇ Κορίνθῳ τιμᾶται ὁ Ποσειδῶν .
5389758 σωματ
βροτῶν , ἴδετε τάδ ' ἔργα φόνια μυσαρά , δίγονα σώματ ' ἐν † χθονὶ κείμενα πλαγᾶι † χερὸς ὕπ
ἑφθοῖς προσώποις ἰχθύων χειρουμένη , ἄγους ' ὑπ ' αὐτὰ σώματ ' ἀρίστου πύλας , ἀσύμβολον κλίνειν τ ' ἀναγκάζει
5388909 βληχην
, ὅτε θερμὸς Ὀλύμπιος ἵσταται ἀστήρ , οἳ δὲ τότε βληχήν τε παρακταίην ἀΐοντες αὐδήν τ ' αἰπολίων βαρυηχέα πάντες
μυὸς † οἱ ' ἀμυχηβάρους ἔπλετο δῆγμα . παρὰ τὴν βληχήν , τὴν τῶν προβάτων φωνὴν οὐδὲν οὖσαν : βληχρός
5382809 ὠψ
διὰ τοῦ Ω μεγάλου γράφεται , ὥσπερ δὴ καὶ ὁ ὤψ ὁ ὀφθαλμός : ὁ δὲ νυκτάλωψ εἶδός ἐστι νοσήματος
νυκτὸς καὶ τοῦ ἄλη , ἡ πλάνη , καὶ τοῦ ὤψ , ὁ ὀφθαλμός , ἐτυμολογεῖται , διὰ τοῦτο διὰ
5380096 αἰθερ
. εὐδαιμονίζων ὄχλος ἐξέπληξέ με . ἔλα δὲ μήτε Λιβυκὸν αἰθέρ ' εἰσβαλών : κρᾶσιν γὰρ ὑγρὰν οὐκ ἔχων ,
ἐμὰς [ ] μονα . . . ἰδού , πρὸς αἰθέρ ' ἐξαμίλλησαι κόρας γραπτούς τ ' ἐν αἰετοῖσι πρόσβλεψον
5369744 στομ
ταγηνίαις : τεμάχη δ ' ἄνωθεν αὐτόματα πεπνιγμένα εἰς τὸ στόμ ' ᾄττει , τὰ δὲ παρ ' αὐτὼ τὼ
ἀνάγκης δεῖ γελᾶν , ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ
5369399 Σκυθιην
[ ] ? αν ! [ δακρύεται βρέφη μ [ Σκυθίην ποτὲ γ ? [ καὶ μανεῖσα γέγον [ ἀχάριστον
' ἀποκλινθεὶς παιδὸς ἐς ἀγκαλίδας μακρὸν ἔτεινεν ὕπνον . Ἐς Σκυθίην Ἀνάχαρσις ὅτ ' ἤλυθε πολλὰ μογήσας , πάντας ἔπειθε
5361518 στυγνα
ἀειρομένων ὑπὲρ ὤμων Ἠῶιον περὶ νῶτον ὀπίστεραι . ἑβδομάτη δὲ στυγνὰ κατηφιόωντι κελαινιόωσα χιτῶνι , ἐς δρόμον ἱπταμένη φυσίζοος ἔρχεται
ἄτλητος , Ἐνυαλίοιο λέλογχας , Κύπρι ; τίς ὁ ψεύστας στυγνὰ καθᾶψε μάτην ἔντεα ; σοὶ γὰρ Ἔρωτες ἐφίμεροι ἅ
5360653 κωφον
. . . . . , . καὶ Δημοσθένης δὲ κωφὸν καὶ φαλακρόν που λέγει , ὡς τοῦτον ὄντως ἔγραψεν
ἐποίησε τοὺς πολίτας καὶ ὀκτὼ μέρη τὴν πόλιν . παρὰ κωφὸν ἀποπέρδειν : παροιμία ἐπὶ ἀναισθήτων . παραλοῦμαι : παροιμιακῶς
5360346 λωπος
Αἰσχίνα . ὥστ ' εἴ τοι κατὰ δεξιὸν ὦμον ἀρέσκει λῶπος ἄκρον περονᾶσθαι , ἐπ ' ἀμφοτέροις δὲ βεβακώς τολμασεῖς
] ! ! ! ! ! ! ! ] ο λῶπος [ ! ! ! ] κον [ πεποιῆσθαι ]
5355433 ὁροωσα
' ὀδυρομένη γοόωσα , ἔς τ ' ἐμὰ ἔργ ' ὁρόωσα καὶ ἀμφιπόλων ἐνὶ οἴκῳ : αὐτὰρ ἐπὴν νὺξ ἔλθῃ
δειναὶ θεαὶ ἀγροιώταις , Εὐνίκα καὶ Μαλὶς ἔαρ θ ' ὁρόωσα Νύχεια . ἤτοι ὁ κοῦρος ἐπεῖχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσόν
5352303 τιθηναις
ἐπίπνευσον ἀμεμφής [ ] εὐμενὲς ἦτορ ἔχων , σὺν ἐυζώνοισι τιθήναις . Σκιρτηταὶ Κουρῆτες , ἐνόπλια βήματα θέντες , ποσσίκροτοι
: ἵν ' ὁ Βακχιώτας ἀεὶ Διόνυσος ἐμβατεύει θείαις ἀμφιπολῶν τιθήναις . Θάλλει δ ' οὐρανίας ὑπ ' ἄ -
5346590 ἀγκη
ἔμψυχον ὁ λόγος : ποιητικὸν δέ ἐστι τὸ ἔθος . ἄγκη δὲ τὰ τῶν ὀρῶν κοιλώματα . οἱ δὲ τὰ
: παρὰ τὸ ἄγω ἄγη , καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἄγκη καὶ μετὰ τῆς ἀνά ἀνάγκη . ἢ παρὰ τὸ
5345274 Σκυλλαν
, ἐπὶ τοσοῦτον ἦλθεν ἡδυπαθείας ὡς καὶ τοὺς περὶ τὴν Σκύλλαν ἰχθῦς κατὰ σπουδὴν γράψαι . περὶ δὲ Φιλοξένου τοῦ
τριῶν καὶ τεττάρων πλέθρων οὐκ ἐπινεῖ περαιτέρω , πλὴν εἰ Σκύλλαν εἴποις : οὐδὲ ὅταν ἐκβῇ τῆς θαλάττης ἢ τῆς
5333522 ταλαρους
. πλόκαμος πλοκαμίς , πλεκτάνη . καὶ πυτίνας πλέκειν καὶ ταλάρους καὶ τυροκομεῖα : οὕτω δ ' ἂν καλοίης τὸν
ἧλον λέγει ἧλ : παρὰ Φιλήτᾳ δέ ” δμωίδες εἰς ταλάρους λευκὸν ἄγουσιν „ ἔρι ” [ τὸ ἔριον ]
5330918 πορδαλιων
ὁμοίοισίν τε δόλοισι θήρασσαν καὶ θῶας ἀναιδέας , ἠδὲ γένεθλα πορδαλίων ἀπάτησαν , ἀτὰρ πολὺ μείοσι βόθροις : κίονα δ
Χοροιτυπέουσι : χόροισιν . νομῆαι : νομαὶ , ἀγέλαι τῶν πορδαλίων . Νευστάζουσι : κλίνουσιν . Κῶμα : μέθυ ,
5328551 Κυβελης
καθ ' ἡμᾶς βίου ποιοῦντας αὐτοὺς διατελεῖν . τῆς δὲ Κυβέλης τὸ παλαιὸν βωμοὺς ἱδρυσαμένους θυσίας ἐπιτελεῖν κατ ' ἔτος
ἡ περὶ πεύκας πολλάκι τοὺς ἱεροὺς χευαμένη πλοκάμους , γαλλαίῳ Κυβέλης ὀλολύγματι πολλάκι δοῦσα τὸν βαρὺν εἰς ἀκοὰς ἦχον ἀπὸ
5325892 Καμπανιαν
τῆς στρατιᾶς ἐπανελθὼν ἀφρούρητον αὑτὸν λάβοι , χρήματα φέρων εἰς Καμπανίαν ᾔει , πείσων τὰς πόλεις οἱ στρατεύεσθαι , τὰς
δὲ συνεχῆ ταύτῃ πρότερον Αὔσονες ᾤκουν , οἵπερ καὶ τὴν Καμπανίαν εἶχον , μετὰ δὲ τούτους Ὄσκοι : καὶ τούτοις
5311819 Ἀσιη
τ ' Εὐρυνόμη τε Τελεστώ τε κροκόπεπλος Χρυσηίς τ ' Ἀσίη τε καὶ ἱμερόεσσα Καλυψὼ Εὐδώρη τε Τύχη τε καὶ
Μακεδονίαν ἐπανόδου : ” μὴ σπεῦδ ' Εὐρώπηνδ ' : Ἀσίη τοι πολλὸν ἀμείνων . “ καὶ ἐν Μακεδονίᾳ τὴν
5302806 ὀνειροπολον
' ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον , ὅς κ ' εἴποι , ὅ τι τόσσον
' ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον , καὶ γάρ τ ' ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν
5297948 Λαδων
δὲ τῆς Ἐλευσινίας τὸ ἱερὸν καὶ Θέλπουσαν τὴν πόλιν ὁ Λάδων παρέξεισιν ἐν ἀριστερᾷ , κειμένην μὲν ἐπὶ λόφου μεγάλου
καλούμενον δὲ ὑπὸ Ἀρκάδων Πεδίον . καθότι δὲ αὐτὸς ὁ Λάδων ἐκδίδωσιν ἐς τὸν Ἀλφειόν , Κοράκων ὠνόμασται νᾶσος .
5297547 ἀντρα
ἐν μυχοῖς τοῦ Δελφινίου τόπου ἤτοι τῆς Φωκίδος περὶ τὰ ἄντρα καὶ σπήλαια τοῦ Κερδώου θεοῦ ἤτοι τοῦ Ἀπόλλωνος :
Ἐρετρικήν , ὄρη , κρημνούς , φάραγγας , καταδύσεις , ἄντρα , χαράδρας , τρώγλας , χηραμούς , πάντας μυχοὺς
5294839 πετρηρεφη
ἐπόπτης ; πῶς ἐτόλμησας , λιπὼν ἐπώνυμόν τε ῥεῦμα καὶ πετρηρεφῆ αὐτόκτιτ ' ἄντρα , τὴν σιδηρομήτορα ἐλθεῖν ἐς αἶαν
λιπὼν ] ἀφείς ἐπώνυμον ] τὸ Ὠκεάνειον ἀπὸ σοῦ καλούμενον πετρηρεφῆ ] πετρώδη ὄροφον ἔχοντα Σιδηρομήτορα λέγει τὴν τῆς Σκυθίας
5291276 ταριχειαν
κωβιός , ἠλακατῆνες . εἰσὶ δὲ κητώδεις , ἐπιτήδειοι εἰς ταριχείαν . Μένανδρος Κόλακί φησι : κωβιός , ἠλακατῆνες ,
δὲ Σινώπην προϊοῦσα ὡραιοτέρα πρός τε τὴν θήραν καὶ τὴν ταριχείαν ἐστίν : ἐπειδὰν δὲ ἤδη συνάψῃ ταῖς Κυανέαις καὶ
5288541 λεπιδωτα
γαλεὸς , δελφὶν , καὶ τὰ τοιαῦτα , τὰ δὲ λεπιδωτὰ , τὰ δὲ φολιδωτὰ , καὶ ὠοτοκοῦσιν , ὥσπερ
ξηρᾷ διαιτῶνται , καθάπερ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ἄλλῃ πολλαχῇ . λεπιδωτὰ δὲ εἴρηται πάντα τὰ τῶν ἰχθύων γένη ἔξω τῶν
5288057 λεληκας
' ἐν νεφέεσσι φέρων , προσέειπεν : δαιμονίη , τί λέληκας , ἔχει νύ σε πολλὸν ἀρείων . Ἡ δ
ὡς καὶ Ἡσίοδός φησι [ . ] δαιμονίη , τί λέληκας περὶ ἀηδόνος λέγων . ὁ δὲ παρὼν τραγῳδὸς καὶ
5286351 αἰπη
ἀστάτως καὶ ῥᾷον παύεσθαι . Αἰπόλος : ὁ ἐπὶ τὰ αἴπη πολούμενος , ἅ ἐστιν ὄρη : οἷον αἰποπόλος .
ἀστάτως καὶ ῥᾶον παύεσθαι . Αἰπόλος : ὁ ἐπὶ τὰ αἴπη [ αἴ ] πολούμενος , ἄ ἐστιν ὅρη :
5277635 Ζεφυρου
, καὶ Μοῦσαί τε καὶ Ὧραι . περὶ δὲ ἀνέμου Ζεφύρου , καὶ ὡς ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος Ὑάκινθος ἀπέθανεν ἄκοντος
τὸ δὲ ῥόθιον πρὸς ὑποδοχὴν ἐκολποῦτο κυμαίνειν εἰωθός , καὶ Ζεφύρου τι κατέχει τὸ σῶμα λιγυρῷ πνεύματι τὴν θάλατταν κατευνάζοντος
5269956 τραπεισαι
, ποιέων βάλανον , προστιθέσθω . Ἢν πρὸς τὰ σπλάγχνα τραπεῖσαι πνίγωσιν , οἶνον κέδρινον καὶ κύμινον Αἰθιοπικὸν πινέτω ,
παρὰ Διός : ἡ δὲ Ἀγαυὴ καὶ Ἰνὼ εἰς μανίαν τραπεῖσαι τοὺς παῖδας διέσπασαν : καὶ ἡ μὲν Ἀγαυὴ τὸν
5269360 ἐστραμμενον
σπλὴν ἐν τοῖς ἀριστεροῖς , ἀεὶ τὸ σιμὸν ἑαυτοῦ μέρος ἐστραμμένον ἔχων εἰς τὰ δεξιὰ πρὸς τὸ ἧπάρ τε καὶ
, κύκλῳ χορεῦον , ἕλκουσι γνάθοις ὁλκοῖς ἀπαύστοις , παντελῶς ἐστραμμένον τἄνω κάτω δεικνύντες . Ἐὰν μὲν ἄρα πέπερι φέρῃ
5258832 Λερνης
' πολακτίσῃς λέχος τὸ Ζηνός , ἀλλ ' ἔξελθε πρὸς Λέρνης βαθὺν λειμῶνα , ποίμνας βουστάσεις τε πρὸς πατρός ,
ναῦται πρῶτα Καρνῖται κύνες , οἳ τὴν βοῶπιν ταυροπάρθενον κόρην Λέρνης ἀνηρείψαντο , φορτηγοὶ λύκοι , πλᾶτιν πορεῦσαι κῆρα Μεμφίτῃ
5256601 ὀρουειν
μὲν βόες ὀρέχθεον . ” τινὲς οὖν εἶπον ἀπὸ τοῦ ὀρούειν συνεσχηματίσθαι , ὅ φασιν εἶναι τὸ μετὰ θορύβου τὴν
ἐκ πάντων ἔχων τὴν κρᾶσιν , καὶ ὠνόμασται παρὰ τὸ ὀρούειν , ὅ ἐστιν ὁρμᾶν : προώρμησε γὰρ ὁ οὐρανὸς
5254250 Τενεδοιο
τοῖς πρώτοις , ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας Κίλλαν τε ζαθέην , Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις . ἓν οὖν τόδε γίνωσκε ,
μευ ἀργυρότοξ ' , ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας Κίλλάν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις , Σμινθεῦ εἴ ποτέ τοι χαρίεντ
5252883 καλιην
Σὺ μέν , φίλη χελιδόν , ἐτησίη μολοῦσα θέρει πλέκεις καλιήν , χειμῶνι δ ' εἶς ἄφαντος ἢ Νεῖλον ἢ
καὶ κωτιλότητος : αἱμύλα κωτίλλουσα , τεὴν διφῶσα ἐμὴν κενοῦσα καλιήν . δαπάνης : ἀναλωμάτων , ἐξόδου , καινοτομίας .
5249448 εἰσοροωντα
' ἄνδρ ' οὔτε γυναῖκα : σέβας μ ' ἔχει εἰσορόωντα . Δήλῳ δή ποτε τοῖον Ἀπόλλωνος παρὰ βωμῷ φοίνικος
' ἄρ ' ἑτοῖμα τέτυκτο : σέβας μ ' ἔχει εἰσορόωντα . ” ὣς φάτο , γήθησεν δ ' ἱερὸν
5236990 λοφιην
. . κἀκεῖνο δέ τινες ὀρθοτονοῦσι προσπνέοντες , φρίξας εὗ λοφιήν : ἀντὶ τοῦ τὴν αὑτοῦ . Ἡ ἕο κατ
ἀνίσταται τοῦ ὕδατος . ὑπερτέλλοιτο : ἀνατέλλοιτο , ἀναφαίνοιτο . λοφιήν : κεφαλήν , ῥάχιν . φαείνων : δεικνύων .
5235323 θερμαντικος
θερμαντικὸς ὁ οἶνος , τοῦδε δέ τινος ὁ τοσοῦτος εἶναι θερμαντικὸς ἂν ῥηθείη . . . . : καὶ πάλιν
ἐπὶ τῶν μηδὲν ἀνυόντων : ὁ γὰρ κνίδιος κόκκος φύσει θερμαντικὸς ὢν ἐκ τοῦ ψύχεσθαι οὐδὲν τῆς θερμότητος μεταβάλλεται .
5231699 πυθμεν
? ? [ ! ] ? ? [ ! ] πυθμεν [ [ ] ονῆσμα [ ! ] ? !
? ? [ ! ] ? ? [ ! ] πυθμεν [ [ ] ονῆσμα [ ! ] ? !
5227846 νεατας
σπερχόμενον , μολίβῳ τε καταρρεπὲς ἠδὲ σιδήρῳ , σεύεται ἐς νεάτας ῥίζας ἁλός , ἔνθ ' ἀμενηναῖς πηλαμύσι προὔτυψεν ἐν
δὲ μέσας πότι νεάταν δι ' ὀξειᾶν , ἀπὸ δὲ νεάτας ἐς τρίταν συλλαβά , ἀπὸ δὲ τρίτας ἐς ὑπάταν
5225436 ἱσταμενη
, ἢ Μαντινικήν , ἢ Πελληνικήν , ἢ Θετταλικὴν πολιτείαν ἱσταμένη , φιλότιμος δὲ ἄγαν καὶ φιλόνεικος , καὶ δύσερις
ὑπερβαίνουσα μὲν οὖν τοὺς περιεχομένους ὑπὸ τῶν τάσεων τόπους , ἱσταμένη δὲ ἐπ ' αὐτῶν τῶν τάσεων καὶ φθεγγομένη ταύτας
5224060 κεχαρακται
. καὶ διὰ τοῦτο τοῦ νομίσματος αὐτοῦ ἐπὶ θάτερα πέλεκυς κεχάρακται . ἐπὶ θάτερα δὲ ἐξ ἑνὸς αὐχένος πρόσωπον ἀνδρὸς
στήλη δηλοῖ ἡ ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ κειμένη , ἔνθα κεχάρακται : Θουκυδίδης Ὀλόρου Ἁλιμούσιος . Πρὸς γὰρ ταῖς Μελιτίσι
5222608 Διωνυσου
[ ἵνα ] γνώητε δαέντες [ ] πιστὰ πάροιθεν [ Διωνύσου ] ? τε θάλειαν [ ] ν ? κακοδήνεϊ
δ ' ἕσπεται ἄσπετα φῦλα Πευκαλέων : μετὰ τοὺς δὲ Διωνύσου θεράποντες Γαργαρίδαι ναίουσιν , ὅθι χρυσοῖο γενέθλην δαιδαλέην Ὕπανίς
5218721 ἐϋπεπλων
, τοὺς νῦν ἔκπαγλα φίλησε , τῶν τινα καρρέζουσα Ἀχαιϊάδων ἐϋπέπλων πρὸς χρυσῇ περόνῃ καταμύξατο χεῖρα ἀραιήν . Ὣς φάτο
λευκώλενος ἐκ μεγάροιο ; ἠέ πῃ ἐς γαλόων ἢ εἰνατέρων ἐϋπέπλων ἢ ἐς Ἀθηναίης ἐξοίχεται , ἔνθά περ ἄλλαι Τρῳαὶ
5217681 ἰξυν
λοιπῷ τὸν Γλαῦκον δηλοῖ τὰ οὐραῖα ἐξηρμένα καὶ πρὸς τὴν ἰξὺν ἐπιστρέφοντα , τὸ δὲ μηνοειδὲς αὐτῶν ἁλιπορφύρου τι ἄνθος
ἔπειτα νηδύα , τῇ δ ' ἐφύπερθε συνήρμοσε νῶτα καὶ ἰξὺν ἐξόπιθεν , δειρὴν δὲ πάρος , καθύπερθε δὲ χαίτην
5214449 λαειν
: οἱ γὰρ τυφλώττοντες ἀλῶνται . ἢ κατὰ στέρησιν τοῦ λάειν , ὅ ἐστι βλέπειν . Ἀλωή , τὸ σύνδενδρον
, τὸ μὴ βλέπον , ἢ τὸ μὴ βλεπόμενον . λάειν γὰρ τὸ μὴ βλέπειν . ὅθεν ὁ λαὸς ὁ
5214338 γουνασιν
τὸ ἄγαμος τ ' ἀπολέσθαι στίχον τοῦτον : μηδέ τι γούνασιν οἷσιν ἐφέσσασθαι φίλον υἱὸν Δάρδανον : ὡς εἶναι ἴσως
καὶ κατὰ στέγας αὐχμηρὸν οὖδας , τέκνα δ ' ἀμφὶ γούνασιν πίπτοντα κλαίηι μητέρ ' , οἱ δὲ δεσπότιν στένωσιν
5207788 ἀμησατο
τ ' ἐν ὄρεσσι κελαινὴν ἰκμάδα φηγοῦ Κασπίῃ ἐν κόχλῳ ἀμήσατο φαρμάσσεσθαι , ἑπτὰ μὲν ἀενάοισι λοεσσαμένη ὑδάτεσσιν , ἑπτάκι
, ὡς καὶ Ἀπολλώνιος περὶ Μηδείας : Κασπίῃ ἐνὶ κόχλῳ ἀμήσατο . Πτολεμαῖος δὲ δίκην νήσου περιέχεσθαι αὐτὴν τῇ γῇ
5199075 περιρρεουσα
ἢ τοῦ συμφύτου πνευματίου ἀπροαίρετα πρόσεστιν καὶ ὅσα ἡ ἔξωθεν περιρρέουσα δίνη ἑλίσσει , ὥστε τῶν συνειμαρμένων ἐξῃρημένην , καθαράν
τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ ἑκατέρη ἐσέχει , ἡ μὲν τῇ περιρρέουσα , ἡ δὲ τῇ , εὖρος ἐοῦσα ἑκατέρη ἑκατὸν
5197958 πρηων
ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * ἐέργει : ἔχει ἀποκλείει τῶν
ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * ἐέργει : ἔχει ἀποκλείει τῶν
5194443 σκοτιην
Οὐδὲ μὲν οὐδ ' ὁπόσοι σκληρὸν βίον ἐστήσαντο ἀνθρώπων , σκοτίην μαιόμενοι σοφίην , οὓς αὐτὴ περὶ πυκνὰ λόγοις ἐσφίγξατο
πιστὸν εἰς ἀληθείας κρίσιν , τὴν δὲ διὰ τῶν αἰσθήσεων σκοτίην ὀνομάζει , ἀφαιρούμενος αὐτῆς τὸ πρὸς διάγνωσιν τοῦ ἀληθοῦς
5194343 χλαμυς
τασσομένη ἀγαθῆς τε καὶ φαύλης . χλαῖνα καὶ χλανὶς καὶ χλαμὺς καὶ χιτὼν διαφέρει . χλαῖνα μὲν γὰρ λέγεται τὸ
Φουρτουνατιανὸν ἐγγράφων . κωλύσει γὰρ ἴσως οὐδέν , οὔτε ἡ χλαμὺς οὔτε ὁ κείρων . Οὐχ ὅγ ' ἄνευθε θεοῦ
5193365 βορεω
ἠερόεις ἐπάγει νότος : ἀντία δ ' αὐτὸς Κηφεὺς ἐκ βορέω μεγάλῃ ἀνὰ χειρὶ κελεύει . Καὶ τὸ μὲν ἐς
ἀνατέλλοντα , ἔνθεν μὲν ἡ Ἐρυθρὴ παρήκει θάλασσα , πρὸς βορέω δὲ ἡ Κασπίη τε θάλασσα καὶ ὁ Ἀράξης ποταμός
5191405 ἁλοιτο
ὡς ἡ Βριτόμαρτις φεύγουσα τὴν Μίνω βίαν ἀπὸ τῆς Δίκτης ἅλοιτο εἰς ἁλιέων δίκτυα , καὶ διὰ τοῦτο αὐτὴ μὲν
τὸ ἀκούσαι ἀντὶ τοῦ ἤκουσεν . ⌈ ἅλλοιτο . [ ἅλοιτο ] ] πηδήσειε . , πηδᾷ . πόδας ]
5187839 προσβατον
οὖν εἶδεν ἐπί τινα ὑψηλὸν ὄχθον ἀναβαίνουσαν καὶ πρός τινα πρόσβατον πέτραν πορευομένην , καὶ κάτωθεν ἐρίφων βληχὴν ἤκουσεν :
οὖν εἶδεν ἐπί τινα ὑψηλὸν ὄχθον ἀναβαίνουσαν καὶ πρός τινα πρόσβατον πέτραν πορευομένην , καὶ κάτωθεν ἐρίφων βληχὴν ἤκουσεν :
5174932 λαπην
τῶν στηθέων καὶ πλευμόνων οἷον γαστὴρ τρυλλίζει , καὶ ἐμέει λάπην ὀξείην , καὶ τὸ ἔμεσμα ἢν ἐκχέῃς χαμάζε ,
καὶ ἐμέει ἄλλοτε ἀλλοῖα , καὶ χολὴν καὶ σίαλα καὶ λάπην καὶ δριμὺ , καὶ ἐπὴν ἐμέσῃ , ῥᾴων δοκέει
5170143 κυφον
ἐκτίλλειν τῆς πυγῆς . ὑβὸς κυρτός . καὶ ὑβόν ἐστι κυφὸν ἀποβολῇ τοῦ κ καὶ τροπῇ τοῦ φ εἰς β
ἄλεισον ἀμφικύπελλον , οὕτω [ δὲ ] καὶ τοῦτο , κυφὸν δὲ μόνον ; ἀπὸ γὰρ τῆς κυφότητος τὸ κύπελλον
5169359 κυνιδιου
γίνεται ζῷον κροκοδείλῳ χερσαίῳ παραπλήσιον ἰδεῖν : μέγεθος δὲ αὐτῷ κυνιδίου Μελιταίου εἴη ἄν . περίκειται δὲ ἄρα φολίδα τραχεῖαν
μὴ ἔχοντα δὲ ὅτε δεῖ ἔχειν , ὡς ἐπὶ τοῦ κυνιδίου εἰρήκαμεν . ὁ γὰρ λίθος οὐ λέγεται εἶναι τυφλός
5168362 νευει
, κἂν εἰ ἐν χρόνῳ , αὐτὴ ποιεῖ , καὶ νεύει καὶ πρὸς τὸ μέλλον : εἰ δὲ τοῦτο ,
αὕτη μία τῶν τριῶν τῶν ποιουσῶν τρίγωνον τὴν νῆσον , νεύει δὲ ἐπὶ θερινὰς ἀνατολάς , καθάπερ ἡ Καῖνυς πρὸς
5167562 θελκτηρια
καὶ τῇ ᾠδῇ . Κῆλα δὲ ] Ἤγουν : τὰ θελκτήρια γάρ . Δαιμόνων θέλγει ] Οὐ μόνων τῶν ἀνθρώπων
ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα ποικίλον , ἔνθα δέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο : ἔνθ ' ἔνι μὲν φιλότης ,
5166278 λαπαρην
ἀριστερήν : φέρεται δ ' ὑποκάτω τοῦ σπληνὸς ἐς τὴν λαπάρην τὴν ἀριστερὴν , ὅθεν ὁ σπλὴν ἀποπέφυκε διὰ τοῦ
ἀφορμὴν ἔσχε τὴν τῆς ἀποκοπῆς ὁμοίως τῷ ” οὖτα κατὰ λαπάρην ” . . μον , , , : Ἀνδριάς
5157751 βιωτικον
: αʹ . Εἰς ἱερὸν ἀπιὼν προσκυνῆσαι μηδὲν ἄλλο μεταξὺ βιωτικὸν μήτε λέγε μήτε πράττε . βʹ . Ὁδοῦ πάρεργον
α . εἰς ἱερὸν ἀπιὼν προσκυνῆσαι , μηδὲν ἄλλο μεταξὺ βιωτικὸν μήτε λέγε μήτε πρᾶττε . β . ὁδοῦ πάρεργον
5153040 Ἀχερουσιας
Τυνδαρίδαις , τουτέστι τοῖς Διοσκούροις , ἱερὸν ἱδρύσομεν ἐπὶ τῆς Ἀχερουσίας ἄκρας . πίονας εὐαρότοιο : ἀντὶ τοῦ : τέμενος
ἐμπρόσθια τοῦ Κενταύρου καὶ τὰ μέσα τοῦ Σκάφους καὶ τῆς Ἀχερουσίας λίμνης καὶ Κρήνη καὶ Ἀγορὰ καὶ τὰ μέσα τοῦ
5151346 βησαν
μάλα μὲν κλύον ἠδ ' ἐπίθοντο . αἱ μὲν ἐείκοσι βῆσαν ἐπὶ κρήνην μελάνυδρον , αἱ δ ' αὐτοῦ κατὰ
ἔσαν ἔξοχ ' ἄριστοι . τὼ δ ' ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ ' ἄμφω βουκόλος ἠδὲ συφορβὸς Ὀδυσσῆος θείοιο
5147961 προχοας
ἀντωνυμίας τὸ ὄνομα : οὐ γὰρ εἶπεν εἰς τὰς ἑαυτοῦ προχοάς : ἡ διπλῆ οὖν παράκειται πρὸς τὸ τῆς ἑρμηνείας
δὲ τῆς Παταληνῆς ἣν ὁ Ἰνδὸς ποιεῖ σχισθεὶς εἰς δύο προχοάς . Ἀριστόβουλος μὲν οὖν εἰς χιλίους σταδίους διέχειν ἀλλήλων
5141980 Αὐτη
ἀχύρων τετρύγηκας σῖτον : ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀγαθοῦ μεταλαγχανόντων . Αὐτὴ νῦν ἡ σοφία ζῇ : ἐπί τινος εὐδαιμονοῦντος .
νερτάτου τοῦ κνημιαίου , παρὰ τὴν ἔνδεσιν τοῦ ποδός . Αὐτὴ δὲ διὰ τῆς ἐπιγουνίδος ἐς τὸ ἐντὸς διὰ τῆς
5140097 ὀρεα
, ἀντροδίαιτε , ἣ διέπεις ὄχθους ὑψαύχενας ἀκρωρείους ἠδ ' ὄρεα σκιόεντα , νάπαισί τε σὴν φρένα τέρπεις , ὁπλοχαρής
ἐν τῇ νήσῳ , πάντ ' ἐκλείπειν καὶ ἐς τὰ ὄρεα καταφυγοῦσιν ἀντέχεσθαι σωτηρίης . Ὅθεν δὴ τί κακὸν οὐκ
5133176 ἐμβαλλοντος
περιέχοντος τὴν γῆν ὠκεανοῦ , προσηγορεῦσθαι δ ' ἀπό τινος ἐμβάλλοντος εἰς αὐτὴν ποταμοῦ Τρίτωνος : κεῖσθαι δὲ τὴν λίμνην
' ἐστὶ καθ ' ὑπερβολήν , ποταμοῦ μείζονος εἰς αὐτὸν ἐμβάλλοντος , καὶ κατὰ μέσον ἔχει νῆσον εὔυδρον καὶ δυναμένην
5132952 μεγαρον
' αἰεὶ προτέρην ἐς ἀταρπιτὸν ὄσσε φέροντας ἔρχεσθ ' ἐς μέγαρον μηδὲ προτιμυθήσασθαι , εἴ κέν τις ξύμβληται ὁδίτης ἔστ
γὰρ λέγεται τὸ μαγειρεῖον ἀπὸ τοῦ μελαίνειν τὸν αἰθέρα , μέγαρον δὲ τὸ ὑπερῷον ἢ καὶ ἄλλο τι τῶν εὐγενῶν
5132077 καλλιεπης
πόδες ὑλοδρόμων μὴ λυέσθων : Βομβαλοβομβάξ . μέλλει γὰρ ὁ καλλιεπὴς Ἀγάθων πρόμος ἡμέτερος Μῶν βινεῖσθαι ; Τίς ὁ φωνήσας
μὴ οὕτως ἔχοντα , ὥστε εἰκότως ὑψηλὸς εἶναι δοκεῖ καὶ καλλιεπὴς * εὐγενεῖς ἐπάγων ῥυθμούς . καὶ ταῦτα μὲν Διονύσιος
5129232 ἀταρπιτον
' Ἀναύρου . Ἀλλ ' ὅτε δή μ ' ἐνόησαν ἀταρπιτὸν ἐξανύοντα , ἀσπασίως ἤγερθεν : ἐγήθεε δ ' ἦτορ
κ ' ἀπονόσφι τράπησθε , ἀλλ ' αἰεὶ προτέρην ἐς ἀταρπιτὸν ὄσσε φέροντας ἔρχεσθ ' ἐς μέγαρον , μηδὲ προτιμυθήσασθαι
5128754 ναιεις
Χρησμός : Πῖν ' οἶνον τρυγίαν , ἐπεὶ οὐκ Ἀνθηδόνα ναίεις , οὐδ ' ἱερὰν Ὑπέραν , ὅθι γ '
δηλοῖ , ἣν ἐδωρήσατο τῇ περσεφόνῃ ὁ ζεύς : ἥτις ναίεις καὶ οἰκεῖς ἐπὶ τοῦ μηλοβότου ἀκράγαντος , τοῦ ὁμωνύμου

Back