πρότερος ἐγεγόνει „ , . . . Δ . ἵνα θαυμάζωσιν ἅπαντες . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ
καταπιὼν περιπατεῖς ; ἤθελον , ἵνα με καὶ οἱ ἀπαντῶντες θαυμάζωσιν καὶ ἐπακολουθοῦντες ἐπικραυγάζωσιν : ὦ μεγάλου φιλοσόφου . τίνες
5290831 ἑψοντος
: ὡς κἀκεῖνος τὸ ἀλλότριον κατόρθωμα ἴδιον ἐποιήσατο . ΓΘ ἕψοντος ] σφάζοντος . Γ ἕψοντος ] ὄνομα ἀντιτίθησι καὶ
ἤγαγον . Ἐγὼ δὲ περιπατῶν γ ' ἀπ ' ἐργαστηρίου ἕψοντος ἑτέρου τὴν χύτραν ὑφειλόμην . Καὶ μὴν ποήσας αὐτίκα
5220622 φυλασσοντες
βέλτιστα βουλεύοντες ἰσχυρίζοντο , καὶ ἅμα περὶ τὰς πύλας παρέμενον φυλάσσοντες , ὥστε οὐκ ἐγένετο τοῖς ἐπιβουλεύουσι πρᾶξαι ὃ ἔμελλον
ηʹ . Ἑλληνοταμίαι , οἱ τὰ ἐκ τῶν φόρων χρήματα φυλάσσοντες , ἃ πρότερον κοινῇ οἱ Ἕλληνες ἐν ἀδήλῳ ἀπετίθεντο
5179979 παραγινομενοι
καὶ πλῆθος ἀλφίτων πεφυραμένων . καὶ οὐ μόνον φησίν οἱ παραγινόμενοι τῶν Γαλατῶν ἀπὸ τῶν κωμῶν καὶ τῶν πόλεων ἀπέλαυον
εἰς κακουργίαν . Μεγαρέων τὰ χλανίσκια : οἱονεὶ ἐξετίνασσον αὐτοὺς παραγινόμενοι . ἢ τοιοῦτό τι λέγει : ἐσυκοφάντουν οὐ μόνον
5174187 μεινωσιν
πέτρα . ὁ μητροφόντης δ ' , ἢν δορυξένων ἐμῶν μείνωσιν ὅρκοι Πυθικὴν ἀνὰ χθόνα , δείξω γαμεῖν σφε μηδέν
εἰς τὴν πόλιν παρεμπεσεῖν , ἢ βραχύν τινα χρόνον ἐπὰν μείνωσιν , ὑπὸ τῶν βελῶν τυπτόμενοι ἀπολοῦνται . τινὰ δὲ
5140497 Σηων
. . . ἀμορραίων : ὄνομα ἔθνους : : τὸν Σηὼν βασιλέα τῶν Ἀμορραίων : ὁ Ἀμορραῖος τοῦ Ἀμορραίου .
' οὗ κατασοφίζονται οἱ τὸν ὅρον τῆς ἀληθείας ὑπερβαίνοντες . Σηὼν οὖν ὁ διαφθείρων τὸν ὑγιῆ κανόνα τῆς ἀληθείας καὶ
5133769 ψαυοντες
τῷ πηδήματι τὰς πληγὰς κατεφέροντο : οἱ δὲ καὶ ἄκρου ψαύοντες τοῦ σκάφους ἐξωλίσθαινον : ἔνιοι δὲ καὶ ἐπιβαίνοντες τοῖς
' ἰνίον ὀστοῦ τῆς κεφαλῆς ἐκφυόμενοι φαίνονται δύο μύες ἀλλήλων ψαύοντες , εἷς ἑκατέρωθεν , ὁ μὲν ἐκ τῶν δεξιῶν
5111346 παραγιγνωνται
, καὶ ἢν ἐς ἄλλο τι δέῃ , ταχὺ ξυνεστῶτες παραγίγνωνται . οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ταύτης τῆς νυκτὸς τῇ ἐπιγιγνομένῃ
. ἐκκρίτους καὶ ἐκλεκτοὺς ἐποιήσαντο ταχὺ ξυνεστῶτες παραγίγνωνται : ταχὺ παραγίγνωνται διὰ τὸ συνεστάναι τῷ Λαβδάλῳ : Λάβδαλον τόπος ἐν
5064137 ἐπαυλις
κλισίη πυρὶ κάτθεσαν . ” λέγεται δὲ οὕτως καὶ ἡ ἔπαυλις , ἀπὸ τοῦ κλίνεσθαι τὰ θρέμματα . κλίσιον .
φλιά . καὶ τὸ ἐν τοῖς ζυγοῖς . καὶ ἡ ἔπαυλις . σταφυλή : ὁ καρπός . καὶ τὸ τεκτονικὸν
5059588 ἐσσειοντο
χαλκείας κόρυθας κεφαλῇσιν ἔθεντο δεινὸν λαμπομένας , ἐπὶ δὲ λόφοι ἐσσείοντο φοινίκεοι : καὶ τοὶ μὲν ἀμοιβήδην ἐλάασκον , τοὶ
ἀψύχου τοῦ δόρατος τέτακται : ὁμοιώσεως δὲ πάντες δ ' ἐσσείοντο πόδες πολυπιδάκου Ἴδης : καὶ οὔρεος ἐν κορυφῇσι .
5036993 κρατηθῃ
ἰαθῆναι : ἢν δ ' ἐν ᾧ τοῦτο ὁρᾶται , κρατηθῇ διὰ τὸ βραδέως αὐτὸν ἐπὶ τὸν θεραπεύσοντα ἐλθεῖν ,
τὴν πάθην οὐκ ἔλαβεν εὐπετὲς ὄργανον , ἵνα μὴ πάμπαν κρατηθῇ ὑπὸ τοῦ ἐσιόντος . Λοιπός ἐστιν ὁ λόγος ὁ
5024094 μετῳκισαν
αὐτά . βάτραχοι δὲ ἡμιτελεῖς πεσόντες ἐξ ἀέρος πολλοὶ Αὐταριάτας μετῴκισαν ἐς χῶρον ἕτερον . καὶ γένος μέντοι Λιβυστινόν ,
τῆς ἐλπίδος οὐκ ἐκπεσόντες , κρατήσαντες δὲ τῆς Πελοποννήσου , μετῴκισαν εἰς Θήβας τοὺς Αἰγείδας . ἔνιοι δέ φασιν Αἰγείδας
5010465 αἱρουσι
: καὶ τέλειον μὲν λαβεῖν ἀδύνατόν ἐστι , νεοττοὺς δὲ αἱροῦσι . καὶ Βάκτριοι μὲν γειτνιῶντες Ἰνδοῖς λέγουσιν αὐτοὺς φύλακας
, κρατοῦσι δὲ σύμπαντας Πελοποννησίους , τριήρεις δὲ τὰς μὲν αἱροῦσι , τὰς δὲ καταδύουσιν ὁμοῦ τῷ σκηπτῷ καὶ τοῖς
4993972 πελασαντα
δίψους ἀκμὴ ἐκ τοῦ καύματος μάλιστα λαμβάνουσα τὴν ἐπίτασιν : πελάσαντα γοῦν τῷ τόπῳ καὶ πλησθέντα τοῦ κράματος σκιρτῶσι πρῶτον
οἵ οἱ ἔασι δυσμενέες : τῶν ἤν τιν ' ἐσαθρήσῃ πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον
4985132 φθασωμεν
ἐφ ' ἑπτὰ καὶ λοχαγέτας μολών . ] κἂν μὲν φθάσωμεν , ἔστι σοι σωτηρία : ἢν δ ' ὑστερήσηις
τὸ πλάτος καὶ ἔλαττον γινόμενον νοήσομεν , ἐπειδὰν δὲ ἅπαξ φθάσωμεν στερῆσαι τοῦ πλάτους τὸ μῆκος , οὐκέτι οὐδὲ μῆκος
4976512 συρομενον
Ὑδάσπης ναυσίπορος ποταμὸς τὸν Ἀκεσίνην ποταμὸν ἀπὸ τῶν ὑψηλῶν σκοπέλων συρόμενον εἰσδέχεται . Ἐπὶ τούτοις δὲ καὶ ὁ Κώφης ποταμὸς
. κονταράτοι . Μυσοὶ ] οἱ . πλῆθος . πεζῇ συρόμενον διὰ πλοίων , πεζῇ . . ναῶν ] η
4970881 βημασι
ἐὰν διαδράμῃ τὸν κρύσταλλον μὴ ἐνδιδόντα μηδὲ εἴκοντα τοῖς ἐκείνης βήμασι , θαρροῦσι καὶ ἕπονται . πεῖραν δὲ αὐτὴ ποιεῖται
σταχυοτόμῳ δρεπάνῳ θερίσας . κατὰ δ ' ὑδατοπαγοῦς βαῖνε κελεύθου βήμασι κούφοις , Τιτὰν δὲ κύκνῳ πυρόεντι βολᾷ σύμμαχος ἐφάνη
4965328 Φλεγρας
Δίδυμος δέ φησι , διὰ τὴν ὁμοιότητα τῶν ὀνομάτων τῆς Φλέγρας καὶ τῆς Νεφελοκοκκυγίας . κᾆθ ' ὑπερηκόντισαν : Δέον
' σθ ' ἅπαντα ; Καὶ λῷστον μὲν οὖν τὸ Φλέγρας πεδίον , ἵν ' οἱ θεοὶ τοὺς γηγενεῖς ἀλαζονευόμενοι
4961373 φθειρεις
βεβαώς , βεβαῶτος . καταλούῃει ] ἀναλίσκεις , καταχέεις , φθείρεις . . βίον ] ζωήν , περιουσίαν . καταλούῃ
ᾧ ἀγωνίζονται . ἐλαύνεις ] διώκεις . , διεγείρεις , φθείρεις . ἐλαύνει ὁ χαλκεὺς τὸν σίδηρον σφυρηλατῶν , καὶ
4960799 θηρευται
, ἀλλ ' ἐπὶ τὴν γῆν ἐξελαύνουσιν , [ ὡς θηρευταὶ κύνες ὑλακῇ τὰ φανέντα τῶν θηρίων μεταδιώκοντες , ὥστε
δὲ τῶν κεράτων μορφῇ ἐπετέρπετο . ἄφνω δέ τινες ἐφίστανται θηρευταὶ καὶ ταύτην ἐδίωκον . καὶ καθ ' ὅσον μὲν
4960133 χοεως
Ἀπὸ γραμμῆς αὐτῆς : ἐκ μεταφορᾶς τῶν τρεχόντων . Ἀπὸ χοέως σπάσον : παρόσον οἱ μεθύοντες ἀληθεύουσιν . Ἀπὸ μηχανῆς
ἀπὸ τῶν εἰς ευς ἐστίν , οἷον ἀπὸ τοῦ χοεύς χοέως χοέϊ χοέα γέγονε χοᾶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ ε καὶ
4954142 ὑφυδροι
σπογγοκολυμβηταὶ δὲ Λυκοῦργος εἴρηκεν ἐν τῷ κατὰ Μενεσαίχμου . κολυμβηταὶ ὕφυδροι , κολυμβηταὶ δυόμενοι : ὁ γὰρ δύτης εὐτελές ,
. ἀγώνισμα δὲ ἄρα ποιοῦνται συλλαβεῖν αὐτὸν οἱ κολυμβηταὶ οἱ ὕφυδροι : τούτου γὰρ ᾑρημένου καὶ τὴν ἀγέλην αἱροῦσι πᾶσαν
4949029 Ταρχων
σὺν αὐτῷ δὲ μίξαντες τὸν στρατὸν οἱ βʹ παῖδες Τηλέφου Τάρχων καὶ Τυρσηνὸς οἰκήσουσι τὴν Τυρσηνίαν . ἀπὸ δὲ τοῦ
Πυρίσσοος καὶ ἕτεροι ἑτέρως ἐκαλοῦντο . δίπτυχοι δὲ οἱ Τηλέφου Τάρχων τε καὶ Τυρσηνός . Τυρσηνία ἡ χώρα . Τάρχων
4947193 Κισθηνης
πόλις Λιβύης ἢ Αἰθιοπίας . : Κισθίνης ] Γρ . Κισθήνης : ἔστι δὲ πόλις ἢ Λιβύης ἢ Αἰθιοπίας .
Θρᾴκης . Κρατῖνος κἀνθένδ ' ἐπὶ τέρματα γῆς ἥξεις καὶ Κισθήνης ὄρος ὄψει . Κιττοφόρος : ἔνιοι μετὰ τοῦ σ
4945893 ὑλακῃ
φαινομέναις τῶν ὁδῶν ἐλινοστάτουν . Οἱ μὲν δὴ κύνες ἅμα ὑλακῇ διαθέοντες ἐφόβησαν τὰς αἶγας : αἱ δὲ τὰ ὀρεινὰ
ἀλκήν , καὶ τὰ φρονήματα οὐ ταπεινοί , βαρείᾳ τῇ ὑλακῇ καὶ καταπληκτικῇ χρώμενοι , καὶ , ἐν τῷ προσελθεῖν
4945676 καταβαντες
ἅπασι καὶ τοῖς καθ ' ἡμέραν πεμπομένοις . καὶ ὅτε καταβάντες ἐκ τῆς πόλεως δυσωνοῖντό τι τῶν πωλουμένων , ἔθος
Ἀριαῖον ἀποτραπόμενοι ἄλλην ὁδὸν ᾤχοντο . οἱ δὲ ἀμφὶ Χειρίσοφον καταβάντες ἐστρατοπεδεύοντο ἐν κώμῃ μεστῇ πολλῶν ἀγαθῶν . ἦσαν δὲ
4942907 καθαιροντες
οὔρῳ διακλύζουσι τὸ παρακείμενον φλέγμα ἀφαιροῦντες , καὶ τὴν γλῶσσαν καθαίροντες ἀπὸ τῶν σκωλήκων λαβίδι ἐξαιρουμένων , ἁλσί τε τὴν
λυόμενος . ὅταν δ ' αὖ θεοὶ τὴν γῆν ὕδασιν καθαίροντες κατακλύζωσιν , οἱ μὲν ἐν τοῖς ὄρεσιν διασῴζονται βουκόλοι
4940507 Κλεοβις
ἄγαλμα ἀνέθηκαν Μειλιχίου Διός . πλησίον δέ εἰσιν ἐπειργασμένοι λίθῳ Κλέοβις καὶ Βίτων αὐτοί τε ἕλκοντες τὴν ἅμαξαν καὶ ἐπ
ἓν ι μακρὸν Βουσίρι , ὥσπερ ὄφιος ὄφιι ὄφι καὶ Κλέοβις Κλεόβιος Κλεόβιι Κλεόβι , κατὰ κρᾶσιν τῶν δύο ιι
4939567 ἐπιζευχθῃ
τοὺς τειχομαχοῦντας ἐξωθοῦσι τοῦ τόπου : καὶ ἐὰν τὰ ἄκρα ἐπιζευχθῇ τῶν δυοῖν κριῶν ξύλῳ , ὁμοῦ πολλοὺς ἀπώσεται προεστῶ
σημείου ἐπὶ τὸ ἐν τῷ ἐπιπέδῳ πέρας τῆς εὐθείας εὐθεῖα ἐπιζευχθῇ , ἡ περιεχομένη γωνία ὑπὸ τῆς ἀχθείσης καὶ τῆς
4919161 προσεσχον
δὲ τῶν Ἐρετριέων ἀνδραποδισμένους Δᾶτίς τε καὶ Ἀρταφρένης , ὡς προσέσχον ἐς τὴν Ἀσίην πλέοντες , ἀνήγαγον ἐς Σοῦσα .
γίγνεσθαι . Ὡς δὲ αἵ τε νῆες αἱ σὺν Ἀλεξάνδρῳ προσέσχον τῇ πόλει καὶ αἱ γέφυραι ἐπεβλήθησαν τῷ τείχει ἀπ
4917748 Καλπουρνιος
, ᾧ Λεύκιός τε Κίγκιος καὶ Κάτων Πόρκιος καὶ Πείσων Καλπούρνιος καὶ τῶν ἄλλων συγγραφέων οἱ πλείους ἠκολούθησαν , γέγραφε
, ᾧ Λεύκιός τε Κίγκιος καὶ Κάτων Πόρκιος καὶ Πείσων Καλπούρνιος καὶ τῶν ἄλ - λων συγγραφέων οἱ πλείους ἠκολούθησαν
4917692 παρεμειναν
πληθυντικὰς ἀντωνυμίας συντίθεσθαι , ὅπου γε αἱ ἑνικαὶ ἀντωνυμίαι συντεθεῖσαι παρέμειναν τῷ ἑνικῷ ἀριθμῷ . ἀλλ ' οὐδὲ τὸ σφέας
, ὁ τὴν λίμνην σὺν τοῖς ὅπλοις διανηξάμενος , οἷς παρέμειναν ἑταῖροί τε καὶ συγγενεῖς καὶ πελάται , τῶν ἐπιχωρίων
4916303 βεβηλων
; ἢ δῆλον ὅτι αὐτὸν κατ ' αὐτοῦ ; ἄπαγε βεβήλων καὶ ἀνοσίων ἐνθυμημάτων . καλὸν ἐκνίψασθαι τὴν ἀθλίαν ψυχὴν
' ἐπίθεσθε βεβήλοις , καὶ τὸ ὅμοιον τούτῳ κακοφραδέων δὲ βεβήλων οὔατα λαχνήεντα περισκεπέτωσαν ἀράχναι , καὶ τὸ Καλλιμάχειον ἐκεῖνο
4911984 μιγεντες
, πλατυτάταις . γενύεσσι : στόμασι , κατὰ μαγούλοις . μιγέντες : εἰσελθόντες , ἑνωθέντες , κλεισθέντες , ἐμπεσόντες ,
ὀϊόμενοι κρυπτὸν δόλον , ὄφρα λάθωσι βατράχου εὐρείῃσιν ἔσω γενύεσσι μιγέντες . ὡς δ ' ὅτε τις κούφοισι πάγην ὄρνισι
4906622 Χαρμανδη
Κρώμου Κρῶμοι καὶ Χαρισίαι Χαρίσιον ἔχουσαι οἰκιστήν ] ” . Χαρμάνδη , πόλις πέραν τοῦ Εὐφράτου . Σοφαίνετος ἐν Κύρου
ἐρήμους σταθμοὺς ἦν πόλις εὐδαίμων καὶ μεγάλη , ὄνομα δὲ Χαρμάνδη : ἐκ ταύτης οἱ στρατιῶται ἠγόραζον τὰ ἐπιτήδεια ,
4906337 ἑωρωντο
διεῖχον δὲ πολὺ ἀπ ' ἀλλήλων καὶ ἔστιν ὅτε οὐδὲ ἑωρῶντο . καὶ οἱ μὲν Ἕλληνες τεταγμένοι τε προσῇσαν καὶ
ῥήματος , ἧττον δὲ ἔργου πάλιν . καίτοι καὶ εἰκόνες ἑωρῶντο τοῦ ταῦτα ἀκηκοότος . ἀλλ ' ὅμως αὐτὰς παρῄεσαν
4905648 ἐρριψαν
τῶν τραγῳδιῶν ποιητής : αἳ διέσπασαν αὐτὸν καὶ τὰ μέλη ἔρριψαν χωρὶς ἕκαστον : αἱ δὲ Μοῦσαι συναγαγοῦσαι ἔθαψαν ἐπὶ
ἀδίκως ἀπολλυμένου καὶ ἐκδικήσουσί με . ” οἱ δὲ ὠθήσαντες ἔρριψαν αὐτὸν κατὰ τοῦ κρημνοῦ , καὶ οὕτως ἀπέθανε .
4905063 καιοντων
ὑπὸ ἰητρικῆς κρατηθῆναι ἄν : αὐτίκα γὰρ τῶν ἐν ἰητρικῇ καιόντων τὸ πῦρ ἐσχάτως καίει , τουτέου δὲ ἧσσον καὶ
φρένα ποιμήν : τόσσα μεσηγὺ νεῶν ἠδὲ Ξάνθοιο ῥοάων Τρώων καιόντων πυρὰ φαίνετο Ἰλιόθι πρό . χίλι ' ἄρ '
4902668 κεκαλυμμενοι
ὄν , καὶ ὡς φησίν ” ἠέρι καὶ „ νεφέλῃ κεκαλυμμένοι : οὐδέ ποτ ' αὐτοὺς ἠέλιος φαέθων ” ἐπιλάμπεται
, ἢ θάλασσα ἀναβρασσομένη ψάμμον αὐτοῖς ἐπιβάλῃ , ὡς ἂν κεκαλυμμένοι μὴ βρωθῶσιν ὑπὸ τῶν δυσμενῶν . Ὅρα θεοῦ δικαιοσύνην
4890949 σκυλευσαντες
υἱὸς δὲ τῆς Ἀλκμήνης Ἡρακλῆς , καὶ ὁ ἔνδοξος Ἰόλαος σκυλεύσαντες τὸν Κύκνον , ἤγουν ἀποδύσαντες αὐτὸν τὰ καλὰ ὅπλα
Ὄλυμπον . υἱὸς δ ' Ἀλκμήνης καὶ κυδάλιμος Ἰόλαος Κύκνον σκυλεύσαντες ἀπ ' ὤμων τεύχεα καλὰ νίσοντ ' : αἶψα
4888943 ἐξεθεον
χειροποίητα ἦν , ἱδρύονται , τὰ δ ' ὅπλα ἀναλαβόντες ἐξέθεον τῶν ἄλλων συμμάχων προθυμότερον ὡς ἢ μόνοι πολεμήσοντες ἢ
χεῖρας , οὔτε σφίσιν οἱ πεζοὶ τοσοῦτο ἀπὸ τῆς τάξεως ἐξέθεον ὥστε τὴν φάλαγγα ἐπιταράσσειν τὴν οἰκείαν καὶ οἱ ψιλοὶ
4882943 Ἀντιατων
: οἱ δὲ Κοριολάνοι μέγα φρονοῦντες ἐπὶ τῇ παρὰ τῶν Ἀντιατῶν βοηθείᾳ , ἣν οὐ διὰ μακροῦ σφίσι παρέσεσθαι ἐπίστευον
καταγγελοῦντας Αἰκανοῖς τὸν πόλεμον , ἐὰν μὴ τούς τ ' Ἀντιατῶν φυγάδας ἀπελάσωσιν ἐκ τῆς πόλεως καὶ δίκας τοῖς ἠδικημένοις
4882252 καταλευσθεντες
πολυτρόπως ἐν ἀμηχάνοις καὶ ἀπόροις γυμνάσαντες ἐξασθενοῦσι καὶ καθάπερ οἱ καταλευσθέντες ἢ τείχους αἰφνίδιον ἐπενεχθέντος προκαταληφθέντες , οὐδ ' ὅσον
καὶ οἱ πάντες ὡς ὀκτωκαίδεκα τῶν Σπαρτιατῶν , οἱ μὲν καταλευσθέντες , οἱ δὲ καὶ τραυματισθέντες . εἰ δὲ μὴ
4877629 ὀχυρου
ἐπὶ πᾶσι καλουμένους . ὥσπερ γὰρ οἰκίας οὔτε ἄνευ λιθολογήματος ὀχυροῦ οὔτε ἄνευ τῶν στέγειν ποιούντων οὐδὲν ὄφελος , οὕτως
, καὶ κατακτανεῖν . χρήσιμοι δ ' ἐκκαλέσασθαι ἐκ χωρίου ὀχυροῦ πολεμίους τῷ διὰ μακροῦ τὰ βέλη ἀφιέντες ἐλπίδα παρέχειν
4871673 ἀνεβησαν
δέ , ἑκάστη τὸ ἴδιον χαρισάμεναι , εἰς τὸ Ἑλικῶνα ἀνέβησαν ὄρος . ὁ δὲ Αἴσωπος αὐτὸ τὸ ταχθὲν ὑπὸ
ἀναβῆναι , δηλοῖ τὸ εἰς τὸ Κωρύκιον ἀνενείκαντο , ἤγουν ἀνέβησαν . . . . . ὅτι δὲ καὶ ἀντὶ
4866141 ἐξεπιπτον
στρατοῦ βαρυτάτου τε καὶ λαφύρων καταγόμου : πολλοὶ δ ' ἐξέπιπτον ὑπὸ τῆς δυσοδίας ἐς τὰ ἀπόκρημνα καὶ σκεύεσιν αὐτοῖς
αὐτοὺς ἰδόντες οἱ Ῥωμαῖοι ἐμιμοῦντο ἐπιμόχθως . καὶ πολλοὶ μὲν ἐξέπιπτον , εἰσὶ δ ' οἳ τὸ τεῖχος ὑπερβάντες καὶ
4863751 καταδιωξαντες
μαχόμενος . οἱ δὲ περὶ τὸν Κόνωνα μέχρι τῆς γῆς καταδιώξαντες τοὺς Λακεδαιμονίους πεντήκοντα μὲν τριήρων ἐκυρίευσαν , τῶν δ
ὁ κίνδυνος : ὡς δὲ οἱ Ἀθηναῖοι πρὸς τὴν γῆν καταδιώξαντες τοὺς Φοίνικας καὶ Κυπρίους ἐπέστρεψαν , ἐκβιασθέντες ὑπὸ τούτων
4860699 Νηπειας
ῥόος Αἰσήποιο ἄστυ τε καὶ πεδίον Νηπήιον Ἀδρηστείης ] πεδίον Νηπείας ἐστὶ περὶ Κύζικον : μνημονεύει δ ' αὐτοῦ καὶ
κολῶναι τοῖς Ἀργοναύταις ἐφαίνοντο . καὶ πεδίον Νηπήιον : πεδίον Νηπείας ἔστι περὶ Κύζικον . μνημονεύει δὲ αὐτοῦ καὶ Καλλίμαχος
4853751 ὠμοφρονες
: ὁ δὲ φόνος αὐτοὺς ὁ ὠμόφρων παρόσον οἱ φονεύοντες ὠμόφρονές εἰσιν : πάλιν ξυνῆψε φίλᾳ γᾷ : οὗτοι δὲ
: ὁ δὲ φόνος αὐτοὺς ὁ ὠμόφρων παρόσον οἱ φονεύοντες ὠμόφρονές εἰσιν : πάλιν ξυνῆψε φίλᾳ γᾷ : οὗτοι δὲ
4848177 ἐδεθλον
ἀγχόθι νήσους . τῶν ἤτοι ἑτέρῃ μὲν ἐν ἱερὸν ἔσκεν ἔδεθλον : ἐν δ ' ἑτέρῃ , πληθὺν πεφυλαγμένοι Ἀψύρτοιο
οἱ τὸ ἔπος ἔχει , Δήμητρος τόθι φασὶν Ἐρινύος εἶναι ἔδεθλον . ὁ μὲν δὴ Ὄγκιος Ἀπόλλωνός ἐστι κατὰ τὴν
4846277 ὑπαγομενοι
γενέσθαι παραλαβών . Κἀκεῖνοι οὐ δέχονται αὐτὸν , ἀλλὰ φεύγουσιν ὑπαγόμενοι ἔνθα ἔμελλον ἐν καλῷ ὑποστρέψαντες ἐπιθήσεσθαι . Ὁ δὲ
ἄρτου καὶ ἀρνογλώσσου . Ἐκ τῶν Ἡροδότου . Οἱ ἄνθρακες ὑπαγόμενοι κατὰ γένος τοῖς ἐξανθήμασιν ἐμφερεῖς εἰσι ταῖς ὑπὸ καυτήρων
4835193 Κολχοι
γάμος ἐκείνῃ τῇ νυκτί , καὶ οὕτως ἄπρακτοι γενόμενοι οἱ Κόλχοι μένουσιν ἐν τῇ Σχερίᾳ , δεδοικότες ἐπανελθεῖν πρὸς Αἰήτην
Ἀλκινόου γυνὴ φθάσασα Μήδειαν Ἰάσονι συνέζευξεν : ὅθεν οἱ μὲν Κόλχοι μετὰ Φαιάκων κατῴκησαν , οἱ δὲ Ἀργοναῦται μετὰ τῆς
4826551 κελευσμα
μὴ φανῇ τοιαῦτα πείθων ὁ θεός : αὐτὸ , μαντόσυνον κέλευσμα : ὦ δαῖμον , ὦ Φοῖβε : τὸ ὦ
, κινεῖν ἐκείνας ἀλλὰ παρίστασθαι καὶ Πτολεμαῖον τοῖς ἀδυνατοῦσιν καθελκύσαι κέλευσμα Ἰσμηνίαν . . . . νῦν ) δὲ λέγω
4824031 ἀνακλησεως
αὐτὸν τοὺς ἀπὸ τῆς χώρας μετά τινος μεμελῳδημένου θρήνου καὶ ἀνακλήσεως , ᾧ καὶ νῦν ἔτι πάντες χρώμενοι διατελοῦσι .
τοὺς ἀπὸ τῆς χώρας μετά τινος μεμελῳδημένου θρήνου [ καὶ ἀνακλήσεως ] , ᾧ καὶ νῦν ἔτι πάντες χρώμενοι διατελοῦσι
4822000 πολυπιδακος
ἀνὰ κυδιάνειραν , Ζῆνα δ ' ἐπ ' ἀκροτάτης κορυφῆς πολυπίδακος Ἴδης ἥμενον εἰσεῖδε , στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ
δὲ θυμῷ : Ζῆνα δ ' ἐπ ' ἀκροτάτης κορυφῆς πολυπίδακος Ἴδης ἥμενον εἰσεῖδε , στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ
4821213 Ἰλιεων
ᾤχοντο . Χάρης δὲ ἀσφαλῆ τὴν ἀποχώρησιν ἐποιήσατο . Χαρίδημος Ἰλιέων λεηλατούντων αὐτοῦ τὴν πόλιν οἰκέτην Ἰλιέα προελθόντα ἐπὶ λείαν
καὶ φίλον ἡμῖν καὶ εὐεργέτην ἀναγεγράφθαι ; τὸ γοῦν τῶν Ἰλιέων ἀτεχνῶς πεπόνθαμεν : τραγῳδόν τινα τοῦτον ἐφ ' ἡμᾶς
4820167 ἀνεεργε
' ἀλεγεινὸν ἀεξόμενοι Διὸς ὄμβρῳ , τοὺς μέλαν οἶδμ ' ἀνέεργε πολυστόνου Ἀμφιτρίτης πόντον ἐσελθέμεναι , πρὶν τείχεα πάντ '
μῦθον ἀκούσας , καί ῥ ' ἐς μέσσον ἰὼν Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας , μέσσου δουρὸς ἑλών : οἳ δ '
4816303 Σολυμων
Παμφυλίας , ὡς Φίλωνοὐκ ἔστι δὲ Παμφυλίας ἀλλὰ τῆς τῶν Σολύμων γῆς καὶ οὐδὲ Ὀλβία ἀλλὰ Ὄλβα καλεῖται , καὶ
μητρόπολις τῆς Ἰουδαίας , ἣ Σόλυμα ἐκαλεῖτο , ἀπὸ τῶν Σολύμων ὀρῶν . ὁ πολίτης Ἱεροσολυμίτης . Ἰεταί , φρούριον
4816266 διωδευον
καὶ ὅπου ἂν παύσηται , ἐκεῖ πόλιν κτίσαι : καὶ διώδευον ἀκούοντες ψόφου καὶ κυμβάλων , καὶ παυσαμένων περὶ Ἀττικὴν
καὶ οὗπερ ἂν παύσηται , ἐκεῖ πόλιν κτίσαι . καὶ διώδευον ἀκούοντες ψόφου , καὶ κυμβάλων καὶ τυμπάνων : καὶ
4815726 σφιγγεται
ὄστρεια , ἤ τι τὰ κῶλα τοῦ ἀστέρος πιέζεται οἱονεὶ σφίγγεται , ἢ τὰ ὄστρεα πιέζεται ἀντὶ τοῦ δαπανᾶται καὶ
' ὐπὰ σδεύγλᾳ κρατερῶν λεπάδνων στέρνα γαίας καὶ πολιᾶς θαλάσσας σφίγγεται : σὺ δ ' ἀσφαλέως κυβερνᾷς ἄστεα λαῶν .
4815603 ἐφθαρησαν
ὑπόκεινται , ἃ ἔθος ἦν αὐτοῖς διδόναι τοῖς ἄρχουσιν . ἐφθάρησαν γάρ . οὔτ ' ἐς γᾶν : οὔτε εἰς
ὃ δὲ λέγει , τοιοῦτόν ἐστιν στασιάσαντες ἀπὸ πολέμου , ἐφθάρησαν , ἵνα ἡ μὲν στάσις ᾖ γεγονυῖα ἐκ τοῦ
4810749 ἠσπαιρον
τῷ συνεδρίῳ παρακληθέντες ὑπὸ τῶν ὑπάτων : ἐβόων τε καὶ ἤσπαιρον καὶ τὸν Μάρκιον λυμεῶνα καὶ ὄλεθρον τῆς πόλεως ἀπεκάλουν
οὕτως : οἱ τάριχοι ἐπὶ τῷ πυρὶ κείμενοι ἐπάλλοντο καὶ ἤσπαιρον . καὶ αἱ παροιμίαι δὲ κατὰ τὸ ἄρρεν λέγουσι
4809442 ὑπολελειμμενοι
μισθοφόρους ἱππέας ἐς ὀγδοήκοντα , οἳ ἐπὶ φυλακῇ τῶν Ζαριάσπων ὑπολελειμμένοι ἦσαν , καὶ τῶν παίδων τινὰς τῶν βασιλικῶν ἐκβοηθοῦσιν
[ τε ] τῆς Ἀλεξάνδρου ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τοῦ Ὑδάσπου ὑπολελειμμένοι ἡγεμόνες ἦσαν , ὡς νικῶντα λαμπρῶς κατεῖδον Ἀλέξανδρον ,
4798723 στειλαμενοι
λέγειν . νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια κοινωνίαν πρὸς ἀλλήλους στειλάμενοι ἐμπορεύεσθαι διέγνωσαν . καὶ ἡ μὲν νυκτερὶς ἀργύριον δανεισαμένη
ἔτος τὸν ἕτερον τοῖς αὐτοῖς διέφθειρε τόκον . οἱ δὲ στειλάμενοι πρὸς τὴν ξένην καὶ τὸ τρίτον ἥκοντες καινόν τινα
4793798 Ἀμπυκου
τῆς Ἀργοῦς . καὶ ὁ μὲν Μόψος οὗτος ὁ τοῦ Ἀμπύκου καὶ Χλωρίδος ἐν Λιβύῃ κεῖται , εἷς ὢν τῶν
Ἄρηος . ὁ Μόψος οὗτος εἷς τῶν Ἀργοναυτῶν ἦν υἱὸς Ἀμπύκου καὶ Χλωρίδος τῆς Ὀρχομενοῦ ὁ δὲ Ἄμπυκος υἱὸς Τιταιρῶνος
4792537 ἀποθνῃσκουσιν
μὴ ὥσπερ νῦν διὰ τοῦτο ὑπ ' ἄλλων δίκην ἐπιτιθέντων ἀποθνῄσκουσιν οἱ ἄδικοι . Μὰ Δί ' , ἦ δ
ἔσονται πολὺν χρόνον , ἔσθ ' ὅτε καὶ ἐν εἱρκταῖς ἀποθνῄσκουσιν , καὶ μάλιστα ἀλλοτριωθέντων τῶν ἀγαθοποιῶν . συναπτούσης δὲ
4790130 ἀειρομενη
νόσφι νεῶν ταχέως : ὑπὸ δὲ στέρνοισι κονίη ἵστατ ' ἀειρομένη ὥς τε νέφος ἠὲ θύελλα , χαῖται δ '
αὐτὴν κονίην : “ ὑπὸ δὲ στέρνοισι κονίη ἵστατ ' ἀειρομένη . ” ὁ δὲ Ἀπίων μάχην εἶναι ἔφη .
4789076 παρεβοηθουν
πυρὸς ἐκλάμψαντος οἱ μὲν ἐπὶ τῆς θεραπείας τοῦ βασιλέως τεταγμένοι παρεβοήθουν ἀγεννῶς ὡς ἂν οἰνωμένοι , ὁ δὲ Σεσόωσις ἀμφοτέρας
, ὅτιπερ αὐτῶν οἱ ἄνδρες ἀπελαμβάνοντο ἐν τῇ νήσῳ , παρεβοήθουν , καὶ ἐπεσβαίνοντες ἐς τὴν θάλασσαν ξὺν τοῖς ὅπλοις
4786835 Πυῤῥα
, ἐκ δὲ τοῦ Ἐπιμηθέος τοῦ καὶ Ὀποῦντος ἐγεννήθη ἡ Πύῤῥα , ἐκ δὲ τῆς Πύῤῥας καὶ Δευκαλίωνος ἡ Πρωτογένεια
λίθους λαβόντες ὄπισθεν αὐτῶν ἔῤῥιπτον : καὶ οὓς μὲν ἡ Πύῤῥα ἔῤῥιπτε γυναῖκες , οὓς δὲ Δευκαλίων ἄνδρες ἐγένοντο .
4785862 ξυνειποντο
νησιωτικὸν μᾶλλον κατειργόμενοι , ὅτι θαλάσσης ἐκράτουν οἱ Ἀθηναῖοι , ξυνείποντο : Κερκυραῖοι δὲ οὐ μόνον Δωριῆς , ἀλλὰ καὶ
τὰς Ἀθήνας : καὶ ἐπειδὴ ἐγένοντο ἐν Θουρίοις , οὐκέτι ξυνείποντο , ἀλλ ' ἀπελθόντες ἀπὸ τῆς νεὼς οὐ φανεροὶ
4785021 λογχοφοροι
λίθους ἀφίεσθαι καὶ βέλη ἀπὸ τόξων , καὶ λόγχας οἱ λογχοφόροι ἀκοντιζέτωσαν , οἱ τε ψιλοὶ καὶ οἱ † θειασταί
Ἀρμενίας καὶ Τραπεζουντίων οἱ ὁπλῖται καὶ Κόλχοι καὶ Ῥιζιανοὶ οἱ λογχοφόροι . ἐπιτετάχθων δὲ αὐτοῖς οἱ Λεπιδιανοὶ πεζοί . παντὸς
4783474 Παρδαλις
πλησίον : ἡ δὲ ἐκπηδᾷ καὶ ἔχει τὸ θήραμα ⋮ Πάρδαλις Καρικὴ καὶ Λυκιακὴ οὐκ ἔστι μὲν θυμική , οὐδὲ
Ἐρωδιὸς νοσῶν καρκῖνον ἐσθίει . Κύκνος νοσῶν βατράχους ἐσθίει . Πάρδαλις νοσοῦσα αἰγὸς ἀγρίας αἷμα πίνει . Αἴλουρος νοσῶν μυίας
4782804 ἐθεον
οἱ ἐκ τοῦ πεδίου οἱ μὲν πελτασταὶ τῶν Ἑλλήνων δρόμῳ ἔθεον πρὸς τοὺς παρατεταγμένους , Χειρίσοφος δὲ βάδην ταχὺ ἐφείπετο
Πόντον κατῴκισαν πόλεσι λαμπραῖς , καὶ πάντες ὑπὸ τὴν Μίλητον ἔθεον . ὡς δ ' ὑπήχθησαν ἡδονῇ καὶ τρυφῇ ,
4782701 διηρκεσαν
τῷ θεῷ καὶ ποιῆσαι τὸ νομιζόμενον συμφέρον αὐτοῦ . Ξ διήρκεσαν ] ἐτελειώθησαν . διήρκεσαν ] διεπληρώθησαν . διήρκεσαν ]
] διεπληρώθησαν . διήρκεσαν ] ἐπληρώθησαν διήρκεσαν ] ἐτελέσθησαν . διήρκεσαν ] μέχρι τοῦ νῦν ἐπάγουσαι συμφορὰς τὰς ἐξ ἐκείνου
4777331 κιχον
νέκυν θεράποντ ' Ἀχιλῆος : αὖτις γὰρ δὴ τόν γε κίχον λαός τε καὶ ἵπποι Ἕκτωρ τε Πριάμοιο πάϊς φλογὶ
δ ' οὔ κε διὲξ ἁλὸς ἀίσσουσαν οὐδὲ Ποσειδάωνος ἀελλόποδες κίχον ἵπποι : ἔμπης δ ' , ἐγρομένοιο σάλου ζαχρηέσιν
4776572 ὑπακουσωσι
δεῖξον τῇ γνώμῃ συνοίσοντα . ἂν μέντοι μηδ ' οὕτως ὑπακούσωσι , μεταβαλλόμενος τἀναντία παραίνει , καὶ τάχ ' ἂν
ἄφιξις αὐτῶν κληθέντων καὶ ἡ ἀναχώρησις , καὶ ὅταν μὴ ὑπακούσωσι τί δηλοῦσι , καὶ ὅταν ἔλθωσι πολλοὶ τί σημαίνουσιν
4776177 κρημνωδους
ναυτικοῦ καὶ τοῦ πεζοῦ , ἀπὸ τῶν Ἐπιπολῶν καὶ τοῦ κρημνώδους ἀρξάμενοι ἀπετείχιζον μέχρι τῆς θαλάσσης τείχει διπλῷ τοὺς Συρακοσίους
Καρμήλου λόφου , σχολαίως τε καὶ ἀνεπιστρεπτὶ βαίνων , οὔτε κρημνώδους τινὸς οὔτε δυσβάτου πέτρας ἐνισταμένης , καὶ ἐπιστὰς τῷ
4773158 ἐδειπνοποιουντο
οἱ περὶ τὸν Ἱππόθοον παρεσκεύασαν . Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι ἐδειπνοποιοῦντο , ὁ δὲ Ἁβροκόμης πάνυ ἄθυμος ἦν καὶ αὑτὸν
ἡλίου δυσμὰς ἦν καὶ οἱ Ἕλληνες μάλ ' ἀθύμως ἔχοντες ἐδειπνοποιοῦντο , καὶ ἐξαπίνης διὰ τῶν λασίων τῶν Βιθυνῶν τινες
4766384 χρυσιτιν
ὁδοὺς γινώσκουσιν : ὅθεν ἐπ ' αὐταῖς οἱ Ἰνδοὶ τὴν χρυσῖτιν κόνιν τῶν Ἰνδικῶν μυρμήκων κλέπτουσι πρὸς ἀνατολὰς ὁδεύοντες .
εἰσιν οἰκεῖσθαι δυνάμεναι , ὡς δ ' εἰρήκασί τινες καὶ χρυσῖτιν ἔχουσαι γῆν . αἴτιον δ ' ὅτι καὶ οἱ
4764734 ταρφεες
ἔκτοσθε πυλάων ἐσσεύοντο πανσυδίῃ νιφάδεσσιν ἐοικότες , αἵ τε φέρονται ταρφέες ἐκ νεφέων κρυερῇ ὑπὸ χείματος ὥρῃ : ὣς οἵ
ψυχέων ἐμάχοντο : τοὺς δ ' ἤδη ἐδάμασσε βιὸς καὶ ταρφέες ἰοί . τοῖς δ ' Ἀγέλεως μετέειπεν ἔπος πάντεσσι
4763543 προσπλευσαντες
ἐς τὴν ξυμμαχίαν προσεποιήσαντο . ἐπί τε Κεφαλληνίαν τὴν νῆσον προσπλεύσαντες προσηγάγοντο ἄνευ μάχης : κεῖται δὲ ἡ Κεφαλληνία κατὰ
[ καὶ ] καταπελτῶν καὶ τοξοτῶν καὶ σφενδονητῶν ἀνδρῶν καὶ προσπλεύσαντες τοῖς ἐργαζομένοις τὸ χῶμα πολλοὺς μὲν κατέτρωσαν , οὐκ
4759353 ἠφιεντο
δύο , ἐφ ' ὧν κατεσκεύαστο φατνώματα δι ' ὧν ἠφίεντο λίθοι πρὸς τοὺς ὑποπλέοντας τῶν πολεμίων . ἐπὶ δὲ
ἀλλὰ καὶ οἱ παρίοντες ξένοι ὑπὸ τῶν ἐφεστηκότων παίδων οὐκ ἠφίεντο ἕως ἂν μεταλάβωσι τῶν παρασκευασθέντων . Θρᾳκίων δὲ δείπνων
4758233 διωκομενοι
σκιᾶς ἀθροώτερον ἠφανίσθη , καὶ προτροπάδην ἐλαύνομεν οἱ τέως καὶ διωκόμενοι . διὰ τὰς περὶ σοῦ λειπομένας ἡμῖν ἐλπίδας ἑστήκαμεν
' οὐρανὸν ὁρμώμενον , εἰς Αἴγυπτον φυγάδες ἐφέροντο , καὶ διωκόμενοι τὰς ἰδέας μετέβαλον εἰς ζῷα . Ζεὺς δὲ πόρρω
4750472 πνοων
ἡ χώρα διὰ τὸ ὄπισθεν † ἕρπον τῶν τοῦ Βορέου πνοῶν ἐν τοῖς Ῥιπαίοις ὄρεσιν . τῶν μιν γλυκύς :
ἐκείνην τὴν γῆν τὴν τὰς ἐλαίας ἔχουσαν , ὄπισθεν τῶν πνοῶν τοῦ Βορέου τοῦ ψυχροῦ , ἤγουν κατὰ τὰ Ὑπερβόρεα
4748357 μακροτατω
καὶ τὰ σαπρὰ χηνίδια καὶ σκώληκες καὶ ἀράχναι , τὰ μακροτάτω τῆς ἀνθρωπίνης συναναστροφῆς ἀπεληλασμένα . σὺ οὖν ἄνθρωπος ὢν
τριακοντόρῳ σταλεὶς καὶ τῆς χερρονήσου τι τῶν Ἀράβων παρέπλευσε : μακροτάτω δὲ τῶν ἐκπεμφθέντων προὐχώρησεν Ἱέρων ὁ Σολεὺς ὁ κυβερνήτης
4747257 ἐμπρησαντες
ἑστᾶσι καὶ ἀναπαύονται : καὶ οἱ διώκοντες , τὴν ὕλην ἐμπρήσαντες καὶ τὴν ὀπίσω ὁδὸν κατασχόντες , ἱστᾶσιν αὐτούς .
νικῶσιν , ἐς Κατάνην κομίζεσθαι , ἢν δὲ μή , ἐμπρήσαντες τὰς ναῦς πεζῇ ξυνταξάμενοι ἀποχωρεῖν ᾗ ἂν τάχιστα μέλλωσί
4745881 Μαρσοι
ἐπὶ ] Ὑπεράνω κεῖνται οἱ Σαυνῖται τοῦ Σιλάρου ποταμοῦ . Μαρσοὶ δὲ ὑπεράνω κεῖνται Συβάρεως . Ἥν ποτ ' ]
οὐ βάσιμα . ὑπὲρ δὲ τῆς Πικεντίνης Ὀυηστῖνοι τε καὶ Μαρσοὶ καὶ Πελίγνοι καὶ Μαρρουκῖνοι καὶ Φρεντανοί , Σαυνιτικὸν ἔθνος
4744894 ἀφαρκτοι
καὶ ἔργῳ οὐδὲν σφᾶς δεῖν λαμβάνειν ἃ γνώμῃ ἔξεστιν , ἄφαρκτοι μᾶλλον διεφθείροντο . [ Ἐν δ ' οὖν τῇ
διανταίῳ βέλει : ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες ἄφαρκτοι δυσχίμου πλημυρίδος , πλόκαμον ἰδούσῃ τόνδε : πῶς γὰρ
4744011 περιεχωσιν
, ΒΓ δοθεῖσά ἐστιν . Ἐὰν δύο εὐθεῖαι δοθὲν χωρίον περιέχωσιν ἐν δεδομένῃ γωνίᾳ , ᾖ δὲ συναμφότερος δοθεῖσα ,
τῶν εὐωνύμων , ὁ δὲ Κρόνος ἐκ τῶν δεξιῶν αὐτὴν περιέχωσιν , ὁ φυγὼν ἀνασταυρωθήσεται . Σελήνης μεσουρανούσης ἢ δυνούσης
4743860 Λωρεντον
σὺν Αἰνείᾳ διαφυγόντες ἐξ Ἰλίου τῆς πόλεως ἁλούσης κατέσχον εἰς Λωρεντόν , αἰγιαλὸν Ἀβοριγίνων ἐπὶ τῷ Τυρρηνικῷ πελάγει κείμενον ,
ὅσα εἰς τος τῇ εν συλλαβῇ παραλήγει . ἣν καὶ Λωρεντόν φασι μετὰ τοῦ ρ . Λώρυμα , πόλις Καρίας
4743301 συλλεξαμενοι
, ἀλλὰ καὶ θεοῖς θύουσιν ἐπιχωρίοις καὶ ἄλλως σιτοῦνται . συλλεξάμενοι δὲ τὰς ὁπλὰς ἐκκαθήραντές τε καὶ διελόντες ποιοῦσιν ἀπ
Νείλου : πάντα γὰρ τὰ ἐκ τῶν μεταξὺ κωμῶν σκάφη συλλεξάμενοι , ἐπιβάντες ἔπλεον ἐπὶ Σχεδίαν , καὶ . .
4738049 Κρισης
φησιν . , : οἰκιστὴς δὲ τοῦ Μεταποντίου Δαύλιος ὁ Κρίσης τύραννος γεγένηται τῆς περὶ Δελφούς , ὥς φησιν Ἔφορος
οὐ πρὸς Μέταβον . οἰκιστὴς δὲ τοῦ Μεταποντίου Δαύλιος ὁ Κρίσης τύραννος γεγένηται τῆς περὶ Δελφούς , ὥς φησιν Ἔφορος
4735023 ἀραμενοι
δὲ καὶ δικέλλας , ἵν ' ἐκκόψαντες γυμνόν τε σκεύους ἀράμενοι τὸ ὕδωρ φέρωσιν ὥσπερ λίθον . φύσις μὲν δὴ
ἐμβάλλουσι , τὴν δὲ θεὸν τὴν ἐπ ' ἐμοὶ κομιζομένην ἀράμενοι ναῷ ἄλλῳ ἔδωκαν , τὸ δὲ χρυσίον τῇ πολίτιδι
4734335 ἀντειχον
ἡγεμόνα Ῥωμαίων οὐ τὸν ἀφανέστατον στρατηλάτην ἔσχον : ἀλλ ' ἀντεῖχον ἑκάτεροι τῆς χώρας , ἐν ᾗ τὸ πρῶτον ἔστησαν
τῆς Πόλεως εἶχον , ἀλλ ' ἰσχυρῶς τε ἐμάχοντο καὶ ἀντεῖχον γενναίως . Παλτόγλης δὲ τὸ φρούριον ἐξελὼν αὖθις ἐπιπλεῖ
4733983 Σικανοι
τῶν Λαιστρυγόνων . Ἴβηρες ὄντες : ὅτι Ἰβήρων ἄποικοι οἱ Σικανοί ἀναστάντες : ἤγουν μετανάσται καὶ μέτοικοι γεγονότες . τὰ
παρακατέθετο συνθέμενος ἀπολήψεσθαι τὸν θερίζεσθαι μέλλοντα . ἀσμένως ἐδέξαντο οἱ Σικανοί . ὁ δὲ Φάλαρις τοὺς σιτοφύλακας αὐτῶν ἔπεισεν ἀργυρίῳ
4733530 Κραννωνιοι
ἐκ δὲ τούτου πολὺν πλοῦτον δηλοῖ . οἱ δὲ Σκοπάδαι Κραννώνιοι τὸ γένος : Κραννὼν δὲ πόλις Θεσσαλίας , ὅθεν
' αὐτοὺς Λαρισαῖοι , Φαρσάλιοι , [ Παράσιοι ] , Κραννώνιοι , Πυράσιοι , Γυρτώνιοι , Φεραῖοι . ἡγοῦντο δὲ
4725977 Εἰδοθεη
ἐγένοντο ἐντολαί ; . , , . Εἰδοθέη : , Εἰδοθέη Εὐρυνόμη . . αἰεὶ γὰρ περὶ νῆσον ἀλώμενοι ἰχθυάασκον
μ ' ἐλέησε , Πρωτέος ἰφθίμου θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος , Εἰδοθέη : τῇ γάρ ῥα μάλιστά γε θυμὸν ὄρινα :
4723876 μεταπεμψαμενοι
οἱ δ ' ἐξ Ἀντίσσης Τέρπανδρον ἐφ ' αἵματι φεύγοντα μεταπεμψάμενοι ἤκουον αὐτοῦ ἐν τοῖς συσσιτίοις καὶ κατεστάλησαν . ἐκαλοῦντο
' ἐποίησαν Ῥωμαῖοι τὸ ἱερόν , ἀφίδρυμα ἐνθένδε τῆς θεοῦ μεταπεμψάμενοι κατὰ τοὺς τῆς Σιβύλλης χρησμούς , καθάπερ καὶ τοῦ
4722592 φευξονται
τῷ δ ' ἴσως ἄλλος τις . εἰ δὲ τοῦτο φεύξονται καὶ μὴ ' θελήσουσι ποιεῖν , σκοπεῖτ ' ,
πυκνῶς διέρχονται διάσπειρον : ἢ γὰρ τεθνήξονται φαγοῦσαι , ἢ φεύξονται . φασὶ δέ , ὅτι εἴ τις θηράσας μίαν
4722147 πεπαινονται
ἀτελέες , ὑπὸ πολυπληθείης τοῦ ὕδατος : διὸ καὶ οὐ πεπαίνονται : ἠήρ τε πουλὺς κατέχει τὴν χώρην ἀπὸ τῶν
πολλὰ ξυναποθνήσκει . Βράγχοι καὶ κόρυζαι τοῖσι σφόδρα πρεσβύτῃσιν οὐ πεπαίνονται . Οἱ ἐκλυόμενοι πολλάκις καὶ ἰσχυρῶς , ἄνευ φανερῆς
4719756 ἐνοικουντες
, εὖρος δύο πλέθρων . ταύτην τὴν πόλιν ἐξέλιπον οἱ ἐνοικοῦντες μετὰ Συεννέσιος εἰς χωρίον ὀχυρὸν ἐπὶ τὰ ὄρη πλὴν
, ἀλλὰ ψιλὴ ἦν ἅπασα ἡ χώρα : οἱ δὲ ἐνοικοῦντες ὄνους ἀλέτας παρὰ τὸν ποταμὸν ὀρύττοντες καὶ ποιοῦντες εἰς

Back