. . . ἀμορραίων : ὄνομα ἔθνους : : τὸν Σηὼν βασιλέα τῶν Ἀμορραίων : ὁ Ἀμορραῖος τοῦ Ἀμορραίου .
' οὗ κατασοφίζονται οἱ τὸν ὅρον τῆς ἀληθείας ὑπερβαίνοντες . Σηὼν οὖν ὁ διαφθείρων τὸν ὑγιῆ κανόνα τῆς ἀληθείας καὶ
8781116 Ἐσεβων
καὶ αἱ γυναῖκες ἔτι προσεξέκαυσαν πῦρ ἐπὶ Μωάβ ” . Ἐσεβὼν ἑρμηνεύεται λογισμοί : οὗτοι δ ' εἰσὶν αἰνίγματα ἀσαφείας
τῷ βασιλεῖ Ἀμορραίων Σηών , καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν ἀπολεῖται Ἐσεβὼν ἕως Δεβών , καὶ αἱ γυναῖκες ἔτι προσεξέκαυσαν πῦρ
6638079 Μωαβ
” δέ εἰσιν αἱ αἰσθήσεις , κεκλημέναι νοῦ θυγατέρες : Μωὰβ γὰρ ἐκ πατρὸς ἑρμηνεύεται , καὶ προστίθησι : „
Ἐσεβών , φλὸξ ἐκ πόλεως Σηών , καὶ κατέφαγεν ἕως Μωὰβ καὶ κατέπιε στήλας Ἀρνών . οὐαί σοι , Μωάβ
5984553 ἀχανη
χρυσίου λέγῃ . εἴρηται παρὰ τὸ μὴ χαίνειν χάνη καὶ ἀχάνη , τοῦ α ἐπιτατικοῦ νοουμένου ' . . .
χρυσίου λέγει „ . εἴρηται παρὰ τὸ χαίνειν χάνη καὶ ἀχάνη τοῦ α ἐπιτατικοῦ νοουμένου , ὡς τὸ ἀχανές πέλαγος
5946972 ἐκχεισθαι
στόμα ἡ ἀσπίς , διαστέλλεσθαι μέν φασι τὰ ὑμένια , ἐκχεῖσθαι δὲ τὸν ἰόν , καὶ πάλιν συντρέχειν ἐκεῖνα καὶ
ἢ τοῖς ἐχθροῖς γινομένης ἢ παρ ' αὐτῶν ἐπαγομένης ἀμέτρως ἐκχεῖσθαι καὶ οὕτως ἐλαυνομένους κινδυνεύειν , ἀλλὰ πάν - τα
5934593 ἀλιπη
ὅσα πιότητά τινα ἔχει καὶ λῖπος : ὅσα δ ' ἀλιπῆ ταῦτα δ ' ἄοσμα , καθάπερ τὸ κόμμι καὶ
τὸ στόμιον κατὰ τετράγωνον σχῆμα τέμνειν , κἂν μὲν ᾖ ἀλιπῆ τὰ ὀστάρια , μηδὲν περιεργάζεσθαι , λιπασμοῦ δ '
5845702 παγος
τῆς Ἀθηνᾶς τὸν Ὀρέστην , ἐφ ' ὧι ὁ Ἄρειος πάγος ὑπῆρχε , τῆς δίκης ἀκούσαντος Μενεσθέως μεταξὺ Οἴακος τοῦ
καὶ ἐὰν ἀναζυμωμένης τῆς γῆς ἐπιγένηται ψύχη καὶ πάχνη καὶ πάγος ἐκπήγνυσιν : καὶ διαδύεται διὰ τὴν μανότητα καὶ αὐτὴν
5829440 Ἀνατελλων
ταῦτα λέγεται σημεῖα : ἀνέμου δὲ καὶ πνευμάτων τάδε . Ἀνατέλλων ὁ ἥλιος καυματίας κἂν μὴ ἀποστίλβῃ ἀνεμῶδες τὸ σημεῖον
μεταξὺ τόπῳ τοῦ τε ἀνατολικοῦ ἡμικυκλίου καὶ τοῦ μεσημβρινοῦ . Ἀνατέλλων δὴ ποιείσθω τὰς τροπάς . Λέγω δή , ὅτι
5811707 σκεδασθηναι
μὲν ὡρμήθη καὶ ὥρμησε περᾶσαι τὸν πεπηγότα ποταμὸν , πρὶν σκεδασθῆναι πανταχοῦ τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου , ἤγουν πρὸ τοῦ
ἀλλ ' οὔτε ἐκ διεστηκότων ἐστίν , ὡς τὰ μέρη σκεδασθῆναι , οὔτ ' ἐκ συναπτομένων , ὡς διαλυθῆναι ,
5807404 χεομενα
. ὁμώνυμα ] πολυνεικῆ . θ δίυγρα : ζῶντα πήματα χεόμενα καὶ πολλά . τριπάλτων δὲ σφοδρῶς πηδησάντων . δίμετρον
μόνον ἵνα ξηρανθῇ καὶ λευκανθῇ . Ὧδε νόησον : πάντα χεόμενα πάντα ἀποβάλλει : καὶ οὐδὲν μένει , εἰ μὴ
5795352 ἐπισπασηται
λίθον ἕτερα σιδήρια δι ' ἑτέρων ἕλκειν συμβαίνει , ὅταν ἐπισπάσηται τὸ ἐκ τῶν πόρων τοῦ σιδήρου ἡ λίθος ,
ἀναξηρανθέντα τὰ φλέβια ἐν θερινῇ ὥρῃ δριμέα καὶ θερμὰ ῥεύματα ἐπισπάσηται ” . ἡ δὲ ὁλοσχερὴς αἰτία καύσου ἐν τῷ
5783365 ποκος
μὴ διαστολή τις σημαινομένου γένοιτο , οἷον : κύκος Πλάκος πόκος τόκος . σεσημείωται τὸ φακός ὀξύτονον . τὸ δὲ
εἰς ἀδύνατα ἀναβαλλομένων . Ἀπ ' ὄνου γὰρ οὐκ ἔστι πόκος . Ἐς Κυνόσαργες , Ἐς ἀνηλίου πύλας : ἐπὶ
5776141 ἐπιπνει
ἔρχεται . ἐπιπνεῖ ] ἐμπίπτει . ἐπιπνεῖ ] κινεῖται . ἐπιπνεῖ ] + ἐπὶ τὴν πόλιν . ἐπιπνεῖ ] ἐπέρχεται
καὶ πόλεων πυρπολήσεις : ἐπιδεξίως οὖν τὸ πνεῖ ἔφη . ἐπιπνεῖ λαοδάμας ] ἐπέρχεται ὁ τὸν λαὸν δαμάζων Ἄρης .
5760257 ὑποπυον
ἀγωγῆς κρατύνεσθαι ἡ τῶν ὀστέων συμβολή . ἐὰν δέ ποτε ὑπόπυον γένηται τὸ τῆς ῥαφῆς διάστημα , διαιρείσθω τὸ ἐπὶ
καὶ γίνηται ὅμοιον ῥαγὶ σταφυλῆς , λευκὸν τῇ χροιᾷ . ὑπόπυον δέ ἐστιν , ὅταν πῦον ὅλην τὴν ἴριν περιλάβῃ
5740151 βουνοι
: ἡ γῆ : εἴρηται δὲ παρὰ τοὺς βουνούς , βουνοὶ δέ εἰσιν οἱ ὑψηλοὶ καὶ ὀρώδεις καὶ γεώλοφοι τόποι
ἔστι ταῦτα χαλκεύων Ἀχιλλεῖ πανοπλίαν Ἥφαιστος οὐδ ' ἐν οὐρανῷ βουνοὶ χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου , ἀργύρου τε καὶ χρυσοῦ εἰσιν
5726311 λυγαιον
Λυγαῖον , τὸ φοβερόν . οἷα λυγερόν τι ὄν . λυγαῖον δὲ τὸ σκοτεινόν . ἴσως παρὰ τὸ λύειν τὴν
Ἀμφιλύκη , κατὰ τροπὴν τοῦ γ εἰς τὸ κ : λυγαῖον γὰρ τὸ σκοτεινόν . παρὰ τὸ λύειν , ἢ
5722421 σεσιδηρωμενον
' αὐτοὺς φερομένων βελῶν , ὠσάμενοι τὸ μὲν πρῶτον τὸν σεσιδηρωμένον χάρακα διέσπασαν , τοῖς δὲ πλοίοις πολλὰς ἐμβολὰς δόντες
ἀγωνίσασθαι . προέταξαν δὲ τῆς στάσεως ταύτης τοὺς κομίζοντας χάρακα σεσιδηρωμένον καὶ δεδεμένον ἀλύσεσιν , ὃν παρεσκευάσαντο πρὸς τὴν τῶν
5709485 τοπιτης
τόπος δηλῶν τὴν ἐν τῇ πόλει πορευτὴν ὁδόν . ὁ τοπίτης ἀγυιεύς , καὶ κίων ἀγυιεύς , καὶ ἀγυιάτης ,
ἀγροιῶτις καὶ ἀγρωστῖνος καὶ ἀγρεῖος καὶ ἀγρίτης , ὡς τόπος τοπίτης , καὶ ἀγρείη διὰ διφθόγγου . Ἀγυιά , τόπος
5707064 ἠϊκται
* ἀπεχεύατο : ἀπορρίπτει διατείνει * σκολύμῳ : φυτόν * ἠΐκται : ὡμοίωται * τροχέην : γράφεται τραχέην * βριαρή
ζοφοείδελος δέ , ὅτι ζοφοειδής ἐστι κατὰ τὴν ὄψιν . ἠΐκται δέ , ἤγουν ὅμοιός ἐστι σκολύμῳ , ὅ ἐστι
5706589 ἐρεβοδιφωσιν
] ὅπου . μεγάλοι ] βολβοί . ⸎ . . ἐρεβοδιφῶσιν ] ἐρευνῶσιν , ἐξετάζουσιν , ζητοῦσιν . Τάρταρός ἐστιν
] ἐν τῷ σκότει ψηλαφῶσιν . , σκοτοψηλαφοῦσι . . ἐρεβοδιφῶσιν : ἐρευνῶσιν , ἐξετάζουσι τὸ ἔρεβος ἤγουν τὸ σκότος
5697006 καμπτηρ
: οἷον , Νῦσα : Φῦσα : τὸ νύσσα ὁ καμπτὴρ , καὶ λύσσα διὰ δύο σσ γράφονται . Τὰ
δὲ διότι ὁρίζει τήν τε πρόοδον καὶ ἐπάνοδον , ὡσανεὶ καμπτὴρ ὑπάρχων , καὶ μή τι διὰ τοῦτο δύναμίς ἐστιν
5685836 βοθρων
, καὶ οὐ σήπεται . Προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων φύτευσον τὸ φυτόν , καὶ γῇ σεσησμένῃ προσχώσας ,
φυτευτέον . εʹ . περὶ φυτωρίου . Ϛʹ . περὶ βόθρων τῶν εἰς φυτείαν ἐλαιῶν . ζʹ . ὁποῖα εἶναι
5677903 Κοσμος
γʹ λα : ἀπὸ δὲ ἀνατολῶν τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου , Κόσμος . . . . . . . ξδ δʹ
τὸ φθειρόμενον ὑπὸ χρόνου μεταβάλλεται καὶ γηρᾷ : ὁ δὲ Κόσμος ἐν τοσούτοις ἔτεσιν ἀμετάβλητος μένει . Τοσαῦτα καὶ πρὸς
5677525 διαιρεισθω
ἐὰν δ ' ὑπόπυον γένηται τὸ τῆς ῥαφῆς διάστημα , διαιρείσθω τὸ ἐπὶ τῷ ὑγρῷ σῶμα , καὶ μετὰ τὴν
ὡς μηδὲν κολπίζεσθαι τοῦ πύου . τὰ μέντοι πλατέα ἀποστήματα διαιρείσθω , τὰ δ ' ἰσχυρῶς κυρτούμενα περιογκοῦται καὶ εἰς
5671947 ὀστρακωδη
δὲ κρέασι ἐσθίειν κατὰ τὸν κανόνα τὸν προλεχθέντα καὶ ὅσα ὀστρακώδη τὰ λεγόμενα ζῳόφυτα τουτέστιν ὄστρεια , παγούρους καὶ ἀστακοὺς
ὁ δὲ ζωμὸς αὐτοῦ πινόμενος κωλικοὺς στροφουμένους ἰᾶται . Μυάκια ὀστρακώδη εἰσι . τούτων τὸ ἀπόζεμα ποθὲν γαστέρα μαλάσσει .
5652410 σκεπον
τῶν ἐνύδρων , ῥυπαρομέλαινα τὴν χροιὰν καὶ ῥύγχος ὀξὺ ἔχει σκέπον τε τὰ ὄμματα , τὰ δὲ πολλὰ καταδύεται .
σκέποντος τὴν βάλανον δέρματος ὡς μηκέτι ἀποσύρειν δύνασθαι . τὸ σκέπον δὲ τὴν βάλανον ποσθὴ ἢ ἀκροποσθία καλεῖται . υιεʹ
5651683 τελειωτικα
: καίτοι οὐ θεωροῦνται τὰ τοιαῦτα ἄνευ οὐσιῶν . ἀλλὰ τελειωτικὰ τῶν οὐσιῶν ὑπάρχουσι καὶ οὕτως παράγονται ἐκεῖθεν , ὡς
ἔστιν οὐσιῶδες , πρῶτον μὲν ἐντεῦθεν ἀποδεικτέον : τὰ οὐσιώδη τελειωτικὰ ἡμῶν εἰσι καὶ ὅσον αὔξονται , τοσοῦτον τελειωτικὰ γίνεται
5643775 βλιττειν
Κλέων . ΓΓΘ βλίττεις ] ἀμέλγεις . Γ βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . ΓΓ
τρυγᾶνἔστι γὰρ τὸ καρπῶν ἀποδρέπεσθαι πόνων ἀμοιβὴ δίκαιοςἐξαιρέτως δὲ ἐθέλω βλίττειν τὰ σμήνη . ἔχων οὖν , σίμβλους ὑπὸ τῇ
5643250 χοεως
Ἀπὸ γραμμῆς αὐτῆς : ἐκ μεταφορᾶς τῶν τρεχόντων . Ἀπὸ χοέως σπάσον : παρόσον οἱ μεθύοντες ἀληθεύουσιν . Ἀπὸ μηχανῆς
ἀπὸ τῶν εἰς ευς ἐστίν , οἷον ἀπὸ τοῦ χοεύς χοέως χοέϊ χοέα γέγονε χοᾶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ ε καὶ
5643120 ἐκκοπη
οὐ πεπειραμένος , ὅτι , ἂν ὗς τὸν ἕτερον ὀφθαλμὸν ἐκκοπῆ , ἀποθνῄσκει ταχέως . Αἶγας δὲ καὶ πρόβατα βορείοις
γλυκὺν , ἥσυχον , γλυκύτατον . καμάτοιο : κόπου , ἐκκοπῆ . δόρπα : δεῖπνα . Δεῖπνος , ἄριστος καὶ
5638248 ἐκχεειν
μέν τινος ἑτέρου ἄγγους λεχθήσεται ἐγχέειν , μὴ ὑποτεθέντος δὲ ἐκχέειν , καίπερ μηδεμίαν αὐτὸς τροπὴν καὶ ἀλλοίωσιν ἀναδεξάμενος .
τά τε χρέα καὶ τὸν ἔρανον . εἰώθασιν ὅταν μέλλωσιν ἐκχέειν τὸ ἀπόνιπτρον ἀπὸ τῶν θυρίδων τοῖς παριοῦσιν ἐπιβοᾶν “
5633913 φρονουμενα
οὐκ ἄρα τὸ ὂν φρονεῖται . καὶ μὴν ὅτι τὰ φρονούμενα οὐκ ἔστιν ὄντα , συμφανές : εἰ γὰρ τὰ
δὲ ἀκουστὰ παραπέμπομεν ὅτι οὐχ ὁρᾶται , οὕτω καὶ τὰ φρονούμενα καὶ εἰ μὴ βλέποιτο τῆι ὄψει μηδὲ ἀκούοιτο τῆι
5613983 καταπιπτοντα
μύστας θείων , εὐεργετικοὺς φιλοσυνήθεις αὐτάρκεις θρασυδείλους , γενναίως τὰ καταπίπτοντα φέροντας , δυσεπιτεύκτους καὶ ἀνωμάλους περὶ τὸν βίον ,
Ἀφροδίτη , καὶ ἐπ ' ἀγαθῷ μοι φανείης . ” καταπίπτοντα δὲ αὐτὸν ἤδη Λεωνᾶς ὑπέλαβε καὶ “ αὕτη ”
5608253 ΗΘΛ
ΔΕ , ΕΖ ἴσαι εἰσίν , καὶ γωνία ἡ ὑπὸ ΗΘΛ γωνίας τῆς ὑπὸ ΔΕΖ μείζων , βάσις ἄρα ἡ
τὸ ἀπὸ ΠΛ , τὸ ἀπὸ ΜΠ πρὸς τὸ ὑπὸ ΗΘΛ μετὰ τοῦ ἀπὸ ΘΠ . ἴσον ἄρα τὸ ἀπὸ
5608050 εἰσρειν
τοῦ νοητοῦ κάλλους διαδύνῃ εἰς τὴν ψυχὴν , ἀπὸ τοῦ εἰσρεῖν κληθείη ἂν ἵμερος , καὶ ἐν ὅσῳ ἐσμὲν πρὸς
ἀλλὰ προφαίνονται μόνον κατὰ γῆς ὄντα πρότερον , διὰ τὸ εἰσρεῖν τὸ ὕδωρ εἰς τὰς θαλάμας αὐτῶν . Ἄλλο δὲ
5607822 προῳδικα
. ἐπῳδικὰ καλεῖται , ἐὰν δὲ ἐν τῇ πρώτῃ , προῳδικά , ἐὰν δὲ ἐν μέσῳ , μεσῳδικά . Ταῦτα
στροφῇ , ἐπῳδῷ , ἀντιστροφῇ , ἐπῳδῷ : ἅτινα ἐλέγετο προῳδικά , ἐπῳδικά , μεσῳδικὰ καὶ παλινῳδικά . Σύγκειται δὲ
5604723 Καλυδνου
. Κάλυδνα , νῆσος . καὶ πόλις Θήβης , ἀπὸ Καλύδνου παιδὸς Οὐρανοῦ . λέγεται καὶ Καλυδνός . ὁ πολίτης
. . . . . ξϚ Ϛʹ λϚ ∠ ʹδʹ Καλύδνου ποταμοῦ ἐκβολαί . . ξϚ γʹ λϚ ∠ ʹγʹ
5594820 Ἐπωπευς
. καὶ τὸ μὲν ὄνομα ἦν ὡς λόγος τοῦ ἁλιέως Ἐπωπεύς , ἦν δὲ ἐξ Ἰκάρου τῆς νήσου , καὶ
τιτρώσκεται μὲν Νυκτεύς , ἐτρώθη δὲ κρατῶν τῇ μάχῃ καὶ Ἐπωπεύς . Νυκτέα μὲν δὴ κάμνοντα ὀπίσω κομίζουσιν ἐς Θήβας
5588035 αἰσυλος
παροξύνεται : στωμύλος αἱμύλος στρογγύλος ἀγκύλος καμπύλος . τὸ δὲ αἴσυλος προπαροξύνεται ὡς σύνθετον , ἀπὸ τοῦ Α καὶ τοῦ
πέλαγος , τὸ λίαν κεχηνός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι αἴσυλος , οἱονεὶ ὁ πάνυ συλῶν καὶ ἁμαρτάνων . ἀντὶ
5586722 ἀνεσπασαν
τὴν πόλιν καὶ τὰ πλεῖστα τῶν ὀρνέων αὐτοῦ κτείνουσιν : ἀνέσπασαν δὲ καὶ τὰ τρόπαια καὶ κατέδραμον ἅπαν τὸ ὑπὸ
οὓς Ῥωμαϊκοῖς ὅπλοις ἐσκεύασεν , τὰς μὲν πύλας ἐκ μηχανήματος ἀνέσπασαν ὡς δὴ Μαρκέλλου προσιόντος ἀσμενίζοντες , εἰσδεξάμενοι δ '
5584922 βαλλονται
πᾶν . ζῶντα μὲν οὖν τέλειον οὐκ ἂν λάβοις , βάλλονται δὲ ἀκοντίοις καὶ οἰστοῖς , καὶ τὰ κέρατα ἐξ
. οἱ δὲ τὸ μὲν ἔχοντες , τῷ δὲ προσιόντες βάλλονται μὲν ὑπὸ τῶν ἄνωθεν τοξοτῶν καὶ ἀπέθανόν τινες ,
5584901 Τιρυνς
τὴν Λάρισσαν φέρει , ἐκτὸς τοῦ προαστείου : Τιρυνθία : Τίρυνς πόλις Ἄργους . ἡ γὰρ Ἀλκμήνη ἀπὸ Τίρυνθός ἐστιν
ἁλός . Καίτοι τὰ εἰς δύο σύμφωνα λήγοντα ὡς τὸ Τίρυνς καὶ τὸ μάκαρς διὰ δύο συμφώνων κλίνονται Τίρυνθος ,
5580855 ἀναδαστον
παρῃτήσω , δεύτερον δὲ τὸ σόν , ὅτε μετεβουλεύσω καὶ ἀνάδαστον ἐποίησας : τὰ πρότερον ἐγνωσμένα λύσας βεβαιοῖς τὰ μετ
διασπᾶν . καὶ τά τε χρέα ἀπέκοψαν καὶ τὴν γῆν ἀνάδαστον ἐποίησαν . ἐπιγενομένων δὲ πολλῶν ἐτῶν καὶ τῶν περὶ
5579684 γρωνη
δεχομένη τὰ σχοινία πέτρα . . . . . . γρώνη : γρώνη : . . . παρὰ τὸ γῶ
οἷον , φωνή : ὠνή : χώνη : ζώνη : γρώνη : μνώνη : πρόσκειται μὴ ἀπὸ ῥημάτων γινόμενα διὰ
5579422 θλιβομενοι
ἀπαλλαγὴν ἤδη ποθοῦντες . ὑπὸ δὲ τοῦ βάρους τῶν ἐλεφάντων θλιβόμενοι πιεζοῦνται , καὶ πολὺ μᾶλλον , ἐπειδὰν τύχῃ στέριφον
ἐπιθέσεις καὶ συμπλοκὰς περιεγίνοντο τῶν ἐγχωρίων . διόπερ οἱ Βοιωτοὶ θλιβόμενοι μὲν τῷ πολέμῳ καὶ πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν ἀπολωλεκότες ,
5579412 πνοων
ἡ χώρα διὰ τὸ ὄπισθεν † ἕρπον τῶν τοῦ Βορέου πνοῶν ἐν τοῖς Ῥιπαίοις ὄρεσιν . τῶν μιν γλυκύς :
ἐκείνην τὴν γῆν τὴν τὰς ἐλαίας ἔχουσαν , ὄπισθεν τῶν πνοῶν τοῦ Βορέου τοῦ ψυχροῦ , ἤγουν κατὰ τὰ Ὑπερβόρεα
5579390 ὑπονομοι
ἐὰν μὴ ὕπομβρος ᾖ ὁ τόπος , κατάξηροί τε καὶ ὑπόνομοι κατὰ τοὺς ἁρμόττοντας τόπους γίνονται , ἵνα ὅταν συγχύνωνται
ἀποδιδόντων . λαῦραι : ῥῦμαι , κῶμαι , στενωποί , ὑπόνομοι . Λείβηθρα : ὄρος Μακεδονίας , οὗ τὸ ἐθνικὸν
5577755 συλλεγομενος
δ ' ἄν τις ἐπιχειρῇ δρᾶν , εὐχαῖς βίον ἀνηνύτοις συλλεγόμενος , ἐκ μὲν ἀγορᾶς ἀγορανόμοι ἐξειργόντων αὐτόν , ἐκ
: ἵσταμαι πρὶν παλαῖσαι , εἰ τύχοι , τὸ πνεῦμα συλλεγόμενος . ἄλλως . ἀντὶ τοῦ παύομαι . πάλιν δὲ
5575943 ἐπεσιτισαντο
τοῦ Μάσκα κύκλῳ . ἐνταῦθ ' ἔμειναν ἡμέρας τρεῖς καὶ ἐπεσιτίσαντο . ἐντεῦθεν ἐξελαύνει σταθμοὺς ἐρήμους τρισκαίδεκα παρασάγγας ἐνενή -
ἀεὶ φαίνεσθαι . πολλοὶ γοῦν ἐς κόρον ἀπὸ τοῦ τοιούτου ἐπεσιτίσαντο , οἷς ἵλεως καὶ φορὸς ὁ κύβος ἐπινεύσει :
5572681 ἀγυιατις
ὃς πάντ ' ἐφορᾷς : καὶ : δὸς φίλος . ἀγυιᾶτις οὖν ἀντὶ τοῦ σύνοικε . ἄλλως : Θρασυδαίῳ Θηβαίῳ
στάδιον ἄνδρας . . τὸ δὲ ἀγυιᾶτις ἀντὶ τοῦ ὦ ἀγυιᾶτις ὡς καὶ παρ ' Ὁμήρῳ : Ἠέλιος ὃς πάντ
5570491 ἐκπιεζειν
: Ἀπὸ τῶν μελιττῶν μετενήνοχε . βλίττειν γὰρ κυρίως τὸ ἐκπιέζειν μέλι . τοῖσι κνωδάλοις : Τοῖς θηρίοις . κυρίως
] ἤγουν οὐ κατοικτείρεις . βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . Γ Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος
5561958 Ἀνθιον
οὐ προσέθηκα τό : ὅπως ἡμῖν εὖ ποιῇς τὸν ἑταῖρον Ἄνθιον . καὶ ἴσως μέν τί σοι κἀκεῖνος βεβοήθηκεν :
πρὸς Μέγαρα ἄγει : ταύτην ἐρχομένοις τὴν ὁδὸν φρέαρ ἐστὶν Ἄνθιον καλούμενον . ἐποίησε δὲ Πάμφως ἐπὶ τούτῳ τῷ φρέατι
5557724 σπειρομενα
δὲ καὶ αὐτὰ γίνονται καὶ εὐγενέστερα εἰς τὴν διάβροχον γῆν σπειρόμενα . Τῶν σπόρων ὁ πρωϊμώτερος πάντων καλλίων : μάλιστα
μετὰ τὸ τὰ τῇδε πάντα πραχθῆναι ἄχρι καὶ τὰ νῦν σπειρόμενα σπέρματα ἀναδίδονται καὶ ἐξέρχονται τῶν λα - γόνων τῆς
5557531 πεπτωκοτα
προσηγόρευσαν Πτολεμαῖον . ἀνῳκοδόμησαν δὲ καὶ τὸ θέατρον καὶ τὰ πεπτωκότα τῶν τειχῶν καὶ τῶν ἄλλων τόπων τοὺς καθῃρημένους πολλῷ
μηχανὰς οὕτως ἀνατρέπειν ὡς τρυφήν , εἴτε ἄνδρα βούλεταί τις πεπτωκότα ἰδεῖν εἴτε πόλιν . οὐ ποταμός ἐστιν οὐδὲ πεδίον
5556472 Γεφυρα
οα ∠ ʹγ λϚ : Σελευκίδος δὲ πόλεις αἵδε : Γέφυρα . . . . . . . . .
, ἣ παρὰ τὸ βύζω , βυτὸς καὶ βυθός . Γέφυρα , οἷον γῆ ἐφ ' ὑγρῷ κειμένη , οἷον
5553386 Ἀεροπος
ἐποχούμενοι ἄνδρες ὅπλισιν ἱππικὴν ἔχοντες φαντασίαν παρέσχον ἱππικοῦ πολλοῦ . Ἀέροπος καταπλαγεὶς τὴν δίοδον ἐσπείσατο . Ἀγησίλαος ἐστρατοπέδευεν ἐν Βοιωτίᾳ
ὕστερον δὲ Λύγκος ἐκλήθη , ἧς καὶ τὴν ἀρχὴν ἔσχεν Ἀέροπος , ὁ πρεσβύτατος τῶν Ἠμαθίωνος παίδων , καθὰ Μελισσεύς
5552391 σηπομενον
χυμοῖς οἱ μὲν ἐν τῷ παντὶ σώματι τὸν χυμὸν ἔχουσι σηπόμενον , καὶ συνεχεῖς γίνονται : οἱ δὲ ἐν ἑνὶ
, ἢ ὅσα τοιουτότροπά ἐστι : ξυνίσταται γὰρ αἷμα : σηπόμενον δὲ ἐκπυΐσκεται : ὑπὸ δὲ τοῦ ἐκπυϊσκομένου πάσχει ἅπερ
5551506 κωλυσοντα
εὐλαβουμένῳ , μὴ προαισθόμενός τις κωλύσῃ : τοὐναντίον μὲν οὖν κωλύσοντά μέ τινα περιῄειν ζητῶν καὶ πολλοῖς ἐξεπίτηδες τὴν περὶ
εὐλαβουμένῳ , μὴ προαισθόμενός τις κωλύσῃ : τοὐναντίον μὲν οὖν κωλύσοντά μέ τινα περιῄειν ζητῶν καὶ πολλοῖς ἐξεπίτηδες τὴν περὶ
5546421 φορτηγα
. τὰς τριήρεις δέ φησι . τὰ δὲ στρογγύλα πλοῖα φορτηγά εἰσιν . ΓΘ μακράς ] τριήρεις , πολεμίας .
. τὰς τριήρεις δέ φησι . τὰ δὲ στρογγύλα πλοῖα φορτηγά εἰσιν . ΓΘ μακράς ] τριήρεις , πολεμίας .
5544757 ἀποτελεσθειη
τῆς κατὰ πῆξιν τῆς Σελήνης στάσεως . τὰ δὲ αὐτὰ ἀποτελεσθείη καὶ τῶν ρπ μοιρῶν τῆς ἀναφορᾶς συμπληρουμένης ἢ καὶ
τὸ αἷμα καὶ καθαρὸν ὑπὸ τῆς αἱματοποιητικῆς δυνάμεως τοῦ ἥπατος ἀποτελεσθείη , τότε καὶ οὖρον τοιοῦτον γίνεται : εἰ δὲ
5540085 ἐκκοπτεσθω
δὲ φθαρῇ τὰ τῶν ὀστέων πέρατα ἑκατέρωθεν , περιτιτράσθω καὶ ἐκκοπτέσθω . ἐκ πληγῆς δὲ τῆς διαστάσεως γεγενημένης , ἀνυπερθέτως
, ἑκατέρωθεν περιτιτράσθω τῷ τρυπάνῳ τὸ τῆς κεφαλῆς ὀστοῦν καὶ ἐκκοπτέσθω , καὶ τῇ πυοποιῷ ἀγωγῇ θεραπευέσθω , ὡς ἐπὶ
5539116 σωληνος
ἁπλῶς ἐπὶ τοῖς ἐρίοις κατὰ τῆς ὑποτιθεμένης ἕδρας τοῦ ἀνοίκτου σωλῆνος : μάλιστα δὲ οὗτος ὁ τρόπος τῆς ἐπιδέσεως ἁρμόδιος
. καὶ μετὰ τὴν κατούλωσιν δὲ συμφέρει βραδῦναι τὴν τοῦ σωλῆνος ἔνθεσιν πρὸς ἀσφαλῆ καὶ βεβαίαν θεραπείαν . καὶ ἐν
5538545 Ἀναυρος
χάριν ἢ χαράν . Μεθόδιος , . , . . Ἄναυρος : ὁ ἐξ ὑετῶν συνιστάμενος ποταμός , ὡς παρὰ
καὶ συγκαταλυθείσας τοῖς τυράννοις . πλησίον δὲ τῆς Δημητριάδος ὁ Ἄναυρος ῥεῖ . καλεῖται δὲ καὶ συνεχὴς αἰγιαλὸς Ἰωλκός :
5534047 ὑποχαλαται
βιάζων : ἐπιτείνει τὸ κέρας , ἡ κεραία , καὶ ὑποχαλᾶται καὶ καταπίπτει . τέμνει : ἢ διαπερᾷ , διέρχεται
λευκότητα . Παρακμάσαντος δ ' ἤδη καὶ φθινοπώρου ἀρχομένου , ὑποχαλᾶται μὲν τά τε χρώματα τῶν τε χυμάτων καὶ τῶν
5533754 κησω
μηδὲν ἔχειν . . , : κῆλον : παρὰ τὸν κήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ καύσω , ὅθεν καὶ τὸ
. Ὅμηρος , πυρὶ κηλέῳ . παρὰ δὲ τὸν αὐτὸν κήσω μέλλοντα , ἀφ ' οὗ κῆλον . Αὖα πάλαι
5517810 ποτιζει
τὰ σκέλη θερμῷ καταντλεῖ . Μαντίας δὲ καστορίῳ καὶ ἀσφάλτῳ ποτίζει δι ' οἴνου , μελλούσης δὲ τῆς καταφορᾶς καταυλήσει
Εἶτα τί πράττει αὕτη ; Τοὺς εἰσπορευομένους εἰς τὸν Βίον ποτίζει τῇ ἑαυτῆς δυνάμει . Τοῦτο δὲ τί ἐστι τὸ
5517462 τηκων
μέλδειν τήκειν : “ κνίσῃ μελδόμενος , ” ὅ ἐστι τήκων . μελεδήματα μεριμνήματα , ἀπὸ τοῦ τὸν μεριμνῶντα οἷον
θάλασσα . κατασμύχων : λεπτύνων , καίων , ξαίνων , τήκων . τὸ πᾶν λίθος : ὅλη λευκὴ οἷον ἄγαλμα
5516952 ἐλεησῃ
, ἤ μιν ἔπειτα γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν αἴ κ ' ἐλεήσῃ . Ὣς φάτο , σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο
βοῦς ἐνὶ νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν , αἴ κ ' ἐλεήσῃ ἄστύ τε καὶ Τρώων ἀλόχους καὶ νήπια τέκνα ,
5515073 ἐπιτυχουσα
Ἀλλ ' αὕτη μὲν βραχείας τινὸς ῥοπῆς τῆς ἀπὸ προσηκούσης ἐπιτυχοῦσα διαίτης ἐπιρρώννυταί τε καὶ διορθοῦται καὶ τὰ σύμμετρα ἐντεῦθεν
' ] κατὰ τύχην φανεῖσα καὶ συναντήσασα , ἐντυχοῦσα , ἐπιτυχοῦσα . ἐπέστειλε ] ἐμήνυσε . , παρήγγειλε , ἐπέτειλε
5511184 εὐφορησει
ὑδάτων : σῖτος μέσος , ἡ ἄμπελος καὶ ἡ ἐλαία εὐφορήσει , τῶν βοῶν ἔσται φθορά . Δημόκριτος δέ φησι
ὁ σῖτος ἔσται σύμμετρος . ἡ ἄμπελος καὶ ἡ ἐλαία εὐφορήσει . εὔθετον τὸ ἔτος πρὸς ἐνοφθαλμισμόν , οὐ μὴν
5508631 πλησσομενος
καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων , βούπληξ δὲ ὁ πλησσόμενος ὑπὸ τοῦ βοός . . μαινομένη , τῷ οἴστρῳ
θάνατος . . οἰστρόπληξ ] οἰστρόπληξ , ὁ ὑπὸ οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων . .
5507833 ἐξεπιπολης
ἄπειμ ' ἐξ ὀμμάτων ” . ἐπιπολῆς λέγουσιν , οὐκ ἐξεπιπολῆς . „ τοὺς ἐπιπολῆς οὖν ἔργον ἀφελεῖν ἦν μέγα
οὗ καὶ αἱ ὄψεις ἀντιλαμβάνονται , τὸ ἐν ἐπιφανείᾳ καὶ ἐξεπιπολῆς , οὐ τὸ ἐν βάθει . εἰ γὰρ καὶ
5506317 ἀναρχιας
οὐδ ' εἰπεῖν δηλομένοις εὐμαρές ἐστι . πᾶς γὰρ ἄνθρωπος ἀναρχίας πλαρωθεὶς καὶ τὸν ὕποπτον ἀπωσάμενος φόβον σκιρτᾷ τε καὶ
μηδεὶς ἀπαγγείλῃ τὴν περὶ αὐτοὺς ἀπόνοιάν τε καὶ παρανομίαν . ἀναρχίας δ ' οὔσης διὰ τὸ μηδεμίαν Ῥωμαϊκὴν ἀρχὴν δικαιοδοτεῖν
5501451 λαταγη
ἐστι παιδιά , ταύτην πρώτων εὑρόντων Σικελῶν . καὶ ἡ λατάγη δὲ Σικελικόν ἐστιν ὄνομα . λατάγη δ ' ἐστὶ
περὶ Ἀλκαίου καὶ τὴν λατάγην φησὶν εἶναι Σικελικὸν ὄνομα . λατάγη δ ' ἐστὶν τὸ ὑπολειπόμενον ἀπὸ τοῦ ἐκποθέντος ποτηρίου
5500506 Φιλιππους
κρίσει καὶ προγραφῇ κατεγνωσμένον καὶ πολιορκήσαντα μὲν τὸ Βρεντέσιον μετὰ Φιλίππους , πολιορκοῦντα δὲ ἔτι τὸν Ἰόνιον ἐν κύκλῳ ,
ψυχροῦ δι ' ἣν ἀτεράμονα γίνεται μαρτυρεῖ καὶ τὸ περὶ Φιλίππους συμβαῖνον περὶ τοὺς κυάμους : ἐκεῖ γὰρ σφόδρα ψυχροὶ
5498171 ἀναβλεψον
ἐστιν ; καὶ διὰ τί κλαίεις ; λέγει αὐτῷ : ἀνάβλεψον τοῖς ὀφθαλμοῖς σου καὶ ἴδε τὰ ἑπτὰ στερεώματα ἀνεῳγμένα
λέγων : „ ἐξήγαγεν δὲ αὐτὸν ἔξω καὶ εἶπεν : ἀνάβλεψον εἰς τὸν οὐρανόν „ , ἐπειδήπερ οὗτος ὁ τῶν
5497353 μακελλαν
κρήνης μελανύδρου † ἀμφυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων : τοῦ μέν
. ἔχματα κωλύματα , ἀπὸ τοῦ ἐπέχειν : “ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων . ” ἐχόμην
5496537 ἀπεσπασται
αὐτῆς τί ἐστι τῆς οὐσίας , ἡ δὲ δυὰς πολὺ ἀπέσπασται τῆς μονάδος : ἀλλ ' ὡς δεύτερος ὅλος κόσμος
τε εἶναι αὐτήν , ἐπειδήπερ καὶ τὸ ἀφ ' οὗπερ ἀπέσπασται ἀθάνατόν ἐστι . τὰ δὲ ζῷα γεννᾶσθαι ἐξ ἀλλήλων
5490597 πεδινα
παρά τε τὰ ἐπικίνδυνα χωρία καὶ ἐρυμνὰ καὶ στενόπορα καὶ πεδινὰ καὶ ὑπερδέξια καὶ ἐνεδρευτικά , καὶ τὰς τῶν ποταμῶν
καὶ κατάῤῥοι , καὶ βῆχες . τῶν δὲ τόπων τὰ πεδινὰ μᾶλλον οἴσει καρπόν : εὔχεσθαι δὲ δεῖ , ἵνα
5488018 Αἰγειρου
ἀρκεία μετὰ ὕδατος διπλασίου . [ Πρὸς πτερύγια . ] Αἰγείρου ὀπῷ μετὰ μέλιτος διπλοῦ ἔγχριε . [ Πρὸς νυκτάλωπας
θερμαινόντων , ἐπὶ τελευτῇ δὲ τῆϲ δευτέραϲ τῶν ξηραινόντων . Αἰγείρου τὰ μὲν ἄνθη θερμὰ τὴν δύναμιν , ἐϲτὶ δὲ
5487500 στερεμνιῳ
τὰ νέφη τόπος αἰθὴρ , καὶ ὁμωνύ - μως τῷ στερεμνίῳ οὐρανός . διὸ τὰ νέφη λέγει πύλας οὐρανοῦ .
ἀὴρ σφαιρικῶς . Ἀναξαγόρας τὴν φωνὴν γίνεσθαι πνεύματος ἀντιπεσόντος μὲν στερεμνίῳ ἀέρι , τῇ δ ' ὑποστροφῇ τῆς πλήξεως μέχρι
5487191 μεριμνᾳ
καὶ πονέει , πονέουσα δὲ θερμαίνεται καὶ ξηραίνεται . Ὁκόσα μεριμνᾷ ἄνθρωπος , κινέεται ἡ ψυχὴ ὑπὸ τουτέων καὶ θερμαίνεται
γραμμὴν λορδὸς ὡς εἰς ἐμβολήν . Ὃς τὰ μὲν ἀφανῆ μεριμνᾷ , τὰ δὲ χαμᾶθεν ἐσθίει . Οὐχ ὅ τι
5486811 ψαμμωδες
Αἰγύπτιον ἄχρι τοῦ Κασίου περατοῦσθαι : τοῦτο δὲ ἄκρον ἐστὶ ψαμμῶδες , ἐπὶ τὰ βόρεια τοῦ Πηλουσίου κείμενον : τὸ
ξυγκρουομένων πρὸς ἀλλήλους ἐν τῇ κλονήσει περιθραύεται καὶ διουρέεται τὸ ψαμμῶδες . Ἔστι δ ' ὅτε καὶ ἐπὴν κατέλθῃ ψάμμος
5484256 θραυσις
ἐφάπτεται . διὸ καὶ κυρίως ἐπιλέγεται τὸ „ ἐκόπασεν ἡ θραῦσις „ , ἀλλ ' οὐκ ἐπαύσατο : παύεται μὲν
μέσον τῶν τεθνηκότων καὶ τῶν ζώντων , καὶ ἐκόπασεν ἡ θραῦσις ” . ὁ γὰρ προκόπτων οὔτε ἐν τοῖς τεθνηκόσι
5483500 ἀντιπασχει
τῷ φαρμάκῳ , ἐπὶ δὲ τῶν ἀπουλώσεως δεομένων ἐλάττονι : ἀντιπάσχει δὲ τὸ ἔλαιον τῷ φαρμάκῳ : διὸ παραφύλαττε προσπλέκειν
ῥήσσειν τοὺς ὄντας ἐν τῷ δώματι ποιεῖ . Δρῦς θαλασσία ἀντιπάσχει πάσης μανίας ἀγωγήν . Τὸ αὐτὸ ποιεῖ καὶ ἀστὴρ
5477750 ἐπανελθωσιν
πόλεως πράττοντες . βουλεῦσαι : βουλεύσασθαι . πάλιν ἔλθωσι : ἐπανέλθωσιν . οἱ δὲ πράξαντες πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους : οἱ
πάντες ὅσοι φεύγουσιν ἀδίκως , ἢ δέονται τῶν πολιτῶν ὅπως ἐπανέλθωσιν , ἢ διαμαρτόντες τούτου λοιδοροῦσι τὰς ἑαυτῶν πατρίδας ,
5475513 ἡμμενον
καταδαρ - ˘˘˘ ] δίμετρος ὑπερκατάληκτος λαβόντες ] λα - ἡμμένον ] ὠξυμμένον σφηκίσκον ] ξύλον ἐκτυφλῶσαι ] ζητήσομέν σε
ἐν Ἄργει κατεκαύθη , Χρυσίδος τῆς ἱερείας λύχνον τινὰ θείσης ἡμμένον πρὸς τὰ στέμματα καὶ ἐπικαταδαρθούσης , ὥστε ἔλαθεν ἁφθέντα
5474414 ἀνειλκον
σχοινίων Γ : ἀντιλάβοιτο . Γ σχοινίοις γὰρ αὐτὴν καταχωσθεῖσαν ἀνεῖλκον . Γ μὴ λαβεῖν ποτ ' ἀσπίδα Γ :
ἐτιτρώσκοντο . ἄλλοι μὲν ἀνέσπων τὰ πρυμνήσια , ἄλλοι δὲ ἀνεῖλκον τὰς ἀποβάθρας , ἄλλοι δὲ ἀγκύρας ἀνιμῶντο : πάντων
5470910 αὐτοῤῥιζων
, ἢ χρυσὸν ἀναθείς . Τὸ δενδρολίβανόν φασι φυτεύεσθαι ἐξ αὐτοῤῥίζων καὶ ἀποσπάδων : δεῖ δὲ τοῦτο ποιεῖν κατατιθέντας εἰς
. οὐ μόνον δὲ ἐξ ἀποσπάδων , ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτοῤῥίζων κατατίθεται . ἔστω δὲ τὰ αὐτόῤῥιζα μὴ ἐλάττω διετοῦς
5470814 ἐπιθι
κτήσει κιναίδου ἢ πόρνης ἢ λῃστοῦ εἶναι . μετὰ τοῦτο ἔπιθι ἐπὶ τὰ τῶν συμβιούντων ἤθη , ὧν μόλις ἐστὶ
γέγονα ὡς κριὸς ποίμνης ἢ ταῦρος ἀγέλης . ἄνωθεν δὲ ἔπιθι ἀπὸ τοῦ : εἰ μὴ ἄτομοι , φύσις ἡ
5470011 Ποταμος
ἐπὶ τῶν ματαιολογούντων . Ποικιλώτερος : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Ποταμὸς τὰ πόῤῥω ποτίζων τὰ ἔγγιον καταλείπει : ἐπὶ τῶν
καὶ ἕκτῳ μέρει . Ὅταν δὲ ὁ ἀπὸ τοῦ Ὠρίωνος Ποταμὸς ἀνατέλλῃ , συνανατέλλει μὲν αὐτῷ ὁ ζῳδιακὸς ἀπὸ Ταύρου
5469607 βαθυτερα
, τὸν Σάλμοξιν τοῦτον ἐπιστάμενον δίαιτάν τε Ἰάδα καὶ ἤθεα βαθύτερα ἢ κατὰ Θρήικας , οἷα Ἕλλησί τε ὁμιλήσαντα καὶ
ταῖς ἐφεξής φλεψὶ κατακερματιζόμενον διανέμει . Ὃ δὴ κἀπὶ τὰ βαθύτερα χωροῦν ἐντεῦθεν τοῦ σώματος εἰς σαρκὸς ἀλλοίωσιν κατεπείγεται ,
5466565 ὀξιζειν
τρεπομένων οἴνων καὶ τῶν μονίμων . ιϚʹ . οἶνον ἀρχόμενον ὀξίζειν θεραπεῦσαι . ιζʹ . οἶνον διὰ θαλάττης περαιούμενον μόνιμον
οἴνου , οἷς ἅλες ἐμβάλλονται ὑπὲρ τοῦ μὴ ἐξίστασθαι μηδὲ ὀξίζειν εὐχερῶς . ἢ ἐπεὶ τοὺς ὑπὸ μέθης καὶ ὡς
5464420 πυρουμενα
κυρίας ὀσμὰς μᾶλλον ἢ ὅσα ψυχρὰ διὰ τὸ προφυρᾶσθαι τὰ πυρούμενα , τὰ μὲν οἴνῳ εὐώδει , τὰ δὲ ὕδατι
: ἡμᾶς τε γὰρ θερμαινομένους ἐρυθραίνεσθαι καὶ τὰ ἄλλα τὰ πυρούμενα , μέχρις ἂν οὗ ἔχῃ τὸ τοῦ πυροειδοῦς .
5460268 καλῳδια
ἡ ναῦς ἐν τοῖς ποντίοις πείσμασι . πείσματα δὲ τὰ καλῴδιά φησιν : οἱ γὰρ ναῦται , ὅταν μέλλωσι στρέψαι
ἡ ναῦς ἐν τοῖς ποντίοις πείσμασι . πείσματα δὲ τὰ καλῴδιά φησιν : οἱ γὰρ ναῦται , ὅταν μέλλωσι στρέψαι
5456592 ὠθεισθαι
ὡς ἀντιτείνων λέγει , ἀλλ ' ὡς ἐξ ἐλευθέρας χειρὸς ὠθεῖσθαι βουλόμενος . ὄντως , ἐάν μέ τις διώξῃ ἐκ
τὸ δὲ περαίνειν αὐτοὺς οὐδέν ἐστιν ἄλλο ἢ εἰς γῆν ὠθεῖσθαι , καὶ τὸ περαίνεσθαι γῆν εἰς τὸ σῶμα παραδέχεσθαι
5454374 Τρητον
' οἱ Σκιπίωνος ἱππεῖς ἐνέπρησαν . Μετὰ δ ' οὖν Τρητὸν ἡ Μασυλιέων ἐστὶ καὶ ἡ Καρχηδονίων παραπλησία χώρα .
πλοῦς βαθύς : ἀγορὰν ἔχει . Ἀπὸ Μύλης ἐπὶ τὸν Τρητὸν στάδιοι νʹ : ἀκρωτήριόν ἐστι τετρημένον , κατάκρημνον τῆς
5454025 Κορκυραιων
φυγουσῶν πρὸς τὴν γῆν , αὗται μὲν ἐνεπρήσθησαν ὑπὸ τῶν Κορκυραίων , ἵνα μὴ τοῖς πολεμίοις ὑποχείριοι γένωνται . ἐνίκησε
προπαρεσκευασμένοι οἵ τε ἄλλοι στρατιῶται τὰ ὅπλα ἐξηνέγκαντο καὶ τῶν Κορκυραίων οἱ ἐπιβουλεύοντες . Τῶν δ ' ἄλλων ἀγνοούντων τὸ
5451667 Ἐρετριης
ἐπὶ τῷ αὐτῷ ἡμεῖς μέν φαμεν ” σκληρότης , “ Ἐρετριῆς δὲ ” σκληροτήρ “ ; Πάνυ γε . Πότερον
μισθοφόροι ξυνεστράτευον . καὶ τῶν μὲν ὑπηκόων καὶ φόρου ὑποτελῶν Ἐρετριῆς καὶ Χαλκιδῆς καὶ Στυρῆς καὶ Καρύστιοι ἀπ ' Εὐβοίας
5449232 κατασκευασθεντα
οἰκίαν εἰσελθών , βουλεύσας μετ ' ἐκείνου τὸν Νικοδήμῳ θάνατον κατασκευασθέντα , ὃν ἴστε πάντες , ἐξέβαλε τὸν Ἀρίσταρχον ἐπὶ
μηνὸς Ἰουνίου ταῖς καλουμέναις Νώναις ἐπὶ τοῦ Ἐνυαλίου λόφου , κατασκευασθέντα μὲν ὑπὸ τοῦ τελευταίου βασιλέως Ταρκυνίου , τῆς δὲ
5449128 ἀναβατης
τι πάσχῃ ὁ ἵππος , ἐν παντὶ κινδύνου καὶ ὁ ἀναβάτης γίγνεται , ὁπλίζειν δεῖ καὶ τὸν ἵππον προμετωπιδίῳ καὶ
ἐπὶ θαλάσσης . ἐπιβάτης ἀναβάτου διαφέρει . ἐπιβάτης ἅρματος , ἀναβάτης ἵππου . ἀναστῆναι τοῦ ἐγερθῆναι διαφέρει . ἀναστῆναι ἐγρηγορότως

Back