τῶν δὲ δυνατωτέρων αἱ πράξεις . εἰ μὲν οὖν κακὸν εὗρες ἐπὶ τῆς ἀρχῆς τὸν ἄνδρα καὶ μεμφομένους αὐτῷ τοὺς
ἀπόδος , Β βασιλεῖ , Δ Διονυσίῳ , Ο ὃν εὗρες , Ε ἐνθάδε , Θ θησαυρόν , Χ χρυσίου
7099435 εὑρηκα
' ἔδει : νῦν δ ' οὐκ ἔχεις : κενὸν εὕρηκα τὸ φάρμακον πρὸς τὸ κενόν : οἰήθητι δ '
ἄλλα τὰ ὁμο - γενῆ τούτοις ἁπλῶς ὑπὸ οὐδενὸς νενοημένα εὕρηκα . πάντα δὲ τὰ λεχθέντα , ὅσοις οὐκ ἐντέτευχα
7054415 εἰργασαι
ἐκεῖνος παύσαιτο πίνων μήτε σὺ γράφων , ὃς τοῦτο μέγιστον εἴργασαι τὸ μεθ ' ἡσυχίας στῆσαι τὸ τρόπαιον . Οὗτος
ὧν ἐμοὶ προστρίβεις , ἀλλ ' ἑκουσίων , ὧν αὐτὸς εἴργασαι , προσδέχου . Οὐ μέμφομαι τὴν ἀχαριστίαν ὑμῶν πολλάκις
6995582 μαρτυρομαι
ὑμῶν ἀποθανεῖν . καταρῶμαι οὖν ὑμῶν τὴν πατρίδα καὶ θεοὺς μαρτύρομαι , οἳ ἐπακούσουσί μου ἀδίκως ἀπολλυμένου καὶ ἐκδικήσουσί με
τέκνα τοῦ θαλασσίου θεοῦ νόσῳ βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ; μαρτύρομαι δὲ Ζηνὸς ἑρκείου . . ἐς Οἰδίπου δὲ παῖδε
6981081 εἰργασω
ὁθούνεκ ' αὐτὸς αὐτὸν οὔτε νῦν καλὰ δρᾷς οὔτε πρόσθεν εἰργάσω βίᾳ φίλων , ὀργῇ χάριν δοὺς ἥ ς '
ἐξάρχουσα θρήνων τοῖς νεκροῖς : φερώνυμος : πολλὰ γὰρ νείκεα εἰργάσω : σὰ δ ' ἔρις οὐκ ἔρις : ἡ
6960111 δειξον
Ἐλάλησε δὲ Ἱερεμίας λέγων : Παρακαλῶ σε , κύριε , δεῖξόν μοι τὶ ποιήσω Ἀβιμέλεχ τῷ Αἰθίοπι , ὅτι πολλὰς
εἶναι , ἄρα πῶς προκόπτεις ; Σὺ οὖν ἐνταῦθά μοι δεῖξόν σου τὴν προκοπήν . καθάπερ εἰ ἀθλητῇ διελεγόμην δεῖξόν
6907783 ὠναμην
τῆς σῆς “ , ἔφη , ” δεξιᾶς ἐς πολεμίους ὠνάμην , ὀνήσομαι δὲ μέγιστον , εἰ νῦν με κατεργάσαιο
. . ἀπώνατο : ἀπὸ τοῦ ὀνῶ ὀνήσω ὤνησα ὠνησάμην ὠνάμην ὤνου ὤνατο καὶ ἀπώνατο . ἢ ὄνημι συζυγίας δευτέρας
6877233 φιλτατη
τήνδε [ τὴν ] ψυχὴν [ ] ἅπαξ σοί , φιλτάτη τεκοῦσα , παρεθέμην [ ] μολών ? [ :
ὧν ἕνεκα ἤθλουν , καὶ φημὶ πρὸς αὐτήν , Ὦ φιλτάτη , δεῖξόν μοι μαγγανεύουσαν ἢ μεταμορφουμένην τὴν δέσποιναν :
6846195 ἰδοιμι
ἀνατείνας δὲ τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν “ εἰ γὰρ ἴδοιμι ” φησίν , “ ὦ Ζεῦ καὶ Ἥλιε ,
τῶν ἑαυτοῦ : καὶ νὴ τὴν Ἀθηνᾶν , ὁπότε Νέρωνα ἴδοιμι ἀσχημονοῦντα , δάκρυά μοι ἐξέπιπτεν ἐνθυμουμένῳ τὸν Κλαύδιον ,
6833199 Ἱπποκρατες
μοι ἐφαίνετο ἐν τῇ γνώμῃ . Τί φὴς , ὦ Ἱππόκρατες , ἐν τῇ γνώμῃ σοι ἐφαίνετο ; τί οὖν
, ὁ δὲ τὸ διηνεκὲς οἰστρομανίην ἔχει τῆς ἀσελγείης . Ἱππόκρατες , μὴ γελάσω τὸν κλαίοντα δι ' ἔρωτα ,
6799120 ταλαιπωρε
ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι
μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου
6797271 ἐποιησας
' αὐτῇ . Οὐκοῦν ἐπεὶ λίθου τοῦτό γε ὡς ἀληθῶς ἐποίησας οὔτε παρακολουθήσας οὔτε τὸν Σμυρναῖον ἐκεῖνον ἐρόμενος , ὅστις
καὶ ἀπὸ τοῦ ἰδίου σώματος : σὺ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἐποίησας αὐτὸν ἐλεεῖν ψυχὰς πάντων ἀνθρώπων . τότε κύριος πρὸς
6782909 ἐρωτᾳς
Καὶ ὁ Πρωταγόρας ἐμοῦ ταῦτα ἀκούσας , Σύ τε καλῶς ἐρωτᾷς , ἔφη , ὦ Σώκρατες , καὶ ἐγὼ τοῖς
ἐμοῦ ὅτι φημὶ αὐτὴν εἶναι , ὥστε τὸ μετὰ τοῦτο ἐρωτᾷς εἰ οὐ καλή μοι δοκεῖ εἶναι ; Οὐ γὰρ
6743056 οἰμωζων
. ἄλλος φιλόθηρος . δὸς ἱππάριον καλὸν ἢ κυνάριον : οἰμώζων καὶ στένων πωλήσει ἀντ ' αὐτοῦ ὃ θέλεις .
κύνες ἀκούσαντες τὸν λύκον ἐδίωκον . ὁ δὲ φεύγων καὶ οἰμώζων ἔλεγεν : „ οὐκ ἔδει με τὸν ταλαίπωρον αὐλητὴν
6727888 ἀγανακτεις
μοι λέγεις , ὦ Φιλοσοφία , τίνα ἠδίκησαι , ἀλλὰ ἀγανακτεῖς μόνον . Καὶ μὴν ἄκουε , ὦ Ζεῦ ,
ὑπέργηρων ἐρέσθαι βούλομαι . τί δακρύεις τηλικοῦτος ἀποθανών ; τί ἀγανακτεῖς , ὦ βέλτιστε , καὶ ταῦτα γέρων ἀφιγμένος ;
6693559 ὀψομαι
πι συλλαβῆς : ὄπτω γάρ ἐστιν , ἀφ ' οὗ ὄψομαι , καὶ παράγωγον ὀπτεύω : ἀποβολῇ τοῦ τ ὀπεύω
βοᾶι : τὸ παιδίον φησὶν ἐμπρήσειν ἀπειλῶν . ὑιδοῦν ὀπτώμενον ὄψομαι . πάλιν πέπληχε τὴν θύραν . στρόβιλος ἢ σκηπτὸς
6680000 φερεις
κομίσας τὴν ἔγχελυν δός μοι αὐτὴν προσειπεῖν . Γ εἰ φέρεις ] εἰ ὄντως φέρεις . Γ ἀκούσας τὰ περὶ
. Ἔπειτ ' ἀνέκραγον πάντες : Ὦ μιαρώτατε , σπονδὰς φέρεις τῶν ἀμπέλων τετμημένων ; Κἀς τοὺς τρίβωνας ξυνελέγοντο τῶν
6666078 διηγουμαι
Ἱστορῶ τὸ ἐρωτῶ , ὡς ἐνταῦθα : τὸ ἱστορίαν τινὰ διηγοῦμαι : καὶ τὸ βλέπω , ὡς παρ ' Εὐριπίδη
ἄν μοι φιλανθρώπως λαλήσῃ καὶ ἀποδέξηταί με , καὶ ἄλλοις διηγοῦμαι , πῶς μοι ἐλάλησεν ; μὴ γὰρ Σωκράτης ἐστίν
6664846 φευγεις
βαλλέτω ὡς ἐθέλει : πάλιν Ἄρτεμις ἄμμιν ἀρήγει . οὐ φεύγεις τὸν Ἔρωτα , τὸν οὐ φύγε παρθένος ἄλλη .
δὴ σοί , ὦ Εὐθύφρων , τίς ἡ δίκη ; φεύγεις αὐτὴν ἢ διώκεις ; Διώκω . Τίνα ; Ὃν
6647370 Γετα
νυνὶ γάρἀλλὰ ποῦ θεοὺς οὕτω δικαίους ἐστὶν εὑρεῖν , ὦ Γέτα ; Λακωνικὴ κλείς ἐστιν ὡς ἔοικέ μοι περιοιστέα .
τι ληρεῖς . πέπλεγμαι ] πράγματι [ ] ἔφθαρμαι , Γέτα . [ ! ] μὴ καταρῶ , πρὸς τῶν
6644811 στενεις
ς ' ἀνέμνησεν κακῶν ; ἢ τὰς Ὀρέστου τλήμονας φυγὰς στένεις καὶ πατέρα τὸν ἐμόν , ὅν ποτ ' ἐν
θεοὺς ἐγὼ πυθέσθαι βούλομαι τί τὸ πρᾶγμα τουτί . Τί στένεις ; Τί δυσφορεῖς ; Οὐ χρῆν σε κρύπτειν ὄντα
6639122 μαθε
πρὶν οὐ μάθεν στενάζει . Τὸ καλὸν φύσει μαθοῦσα , μάθε καὶ πόθεν τὸ κρεῖσσον . Τὸ ῥόδον πάλιν προλάμπει
ὦν ἐπιμνησθέντα ὀργῇ λέγειν πρὸς τὸν Πρηξάσπεα : Σύ νυν μάθε [ αὐτὸς ] εἰ λέγουσι Πέρσαι ἀληθέα εἴτε αὐτοὶ
6606729 θανατε
τὸν ἀσθενῆ σθένειν τίθησι καὶ τὸν ἄπορον εὑρίσκειν πόρον ὦ θάνατε , σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων τάδ ' οὐχ ὑπάρχων ,
γίγνετ ' , ἄλλοθ ' ἁτέρα λιμὴν Ἀίδας ἀνιᾶν ὦ θάνατε παιάν , – ˘ ? ἰατρὸς μόλοις Ἅιδην δ
6600055 τὠμωι
γάμων Ἑλένης τε ; πόθεν ἦλθ ' ἐπ ' ὀλέθρωι τὠμῶι , πάτερ ; βλέψον πρὸς ἡμᾶς , ὄμμα δὸς
μέν , Ἡράκλεις , οὐδ ' ἐγκεχείρηκ ' , ἀλλὰ τὠμῶι δεσπότηι εἴρηχ ' , ὑπέσχηταί τ ' ἐμοὶ ?
6597603 κελευεις
, ἔλεγε τάδε : Βασιλεῦ , ἐπειδὴ ἀληθείῃ διαχρήσασθαι πάντως κελεύεις ταῦτα λέγοντα τὰ μὴ ψευδόμενός τις ὕστερον ὑπὸ σέο
αὐτὸς ὑπέσχετο καὶ κατένευσε : τύνη δ ' οἰωνοῖσι τανυπτερύγεσσι κελεύεις πείθεσθαι , τῶν οὔ τι μετατρέπομ ' οὐδ '
6582702 πεπονθας
παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ ] τούτου τοῦ δεσμοῦ ἐλευθερωθῶ . . πέπονθας ἀεικὲς πῆμα ] ὁ χορὸς ἀκούσας τῶν τοῦ Προμηθέως
. Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσιν : ὅπερ γὰρ οἱ τὰς ἐγχέλεις θηρώμενοι πέπονθας . καὶ δευτέραις Νεφέλαις : τὰς εἰκοῦς τῶν ἐγχέλεων
6581988 ᾐσθου
; Ἔπειτ ' οὐδ ' ἐκ τῆς ἐπιδοθείσης αὐτῇ προικὸς ᾔσθου ; Ὥστε καὶ δι ' αὐτὸ τοῦτο ἀγανακτήσαντι δήπου
ἵνα φυλάττῃ : εἰ δὲ τὴν πατρίδα πονηρὰν καὶ ἀχάριστον ᾔσθου , ἀκληρεῖν ἡγῇ σύ , ἀλλ ' οὐ χάριν
6576754 γεροντ
σε μήτηρ ; ἐγὼ μὲν οὐκ ἰδὼν τἀκεῖ κακὰ δακρύοις γέροντ ' ὀφθαλμὸν ἐκτήκω τάλας . ἓν γοῦν λόγοισι τοῖς
' ἄμμοροι τέκνων . τί σοι πρὸς Ἕκτορ ' ἢ γέροντ ' εἴπω πόσιν ; ἄγγελλε πασῶν ἀθλιωτάτην ἐμέ .
6559635 ἀρεσαι
, καὶ λοιπὸν τῶν πλουσίων ἀγοραζόντων τοὺς τόπους , βουλόμενος ἀρέσαι τῷ δήμῳ καὶ τοῖς πένησιν , ἵνα ἔχωσι καὶ
Σωκράτης ἔφη : Πότερα δέ , ὦ Χαιρέκρατες , οὐδενὶ ἀρέσαι δύναται Χαιρεφῶν , ὥσπερ οὐδὲ σοί , ἢ ἔστιν
6558712 πεποιηκας
Οἶδα , ὦ τέκνον , πολλὰ ἐκεῖνον ἐτόξευσας . Οἷα πεποίηκας , ὦ Τιτάνων κάκιστε ; ἀπολώλεκας τὰ ἐν τῇ
καὶ μόνον ἐπριάμην τοῦ σοῦ ἔρωτος , ὅτι μου τηλικαύτην πεποίηκας τὴν γαστέρα καὶ μετὰ μικρὸν παιδοτροφεῖν δεήσει , πρᾶγμα
6557836 ὑπολαμβανεις
. Ὀρθῶς γὰρ οἴει , ὦ Σώκρατες , καὶ δικαίως ὑπολαμβάνεις . Ἴθι νυν καὶ σὺ τὴν ἀπόκρισιν ἣν ἠρόμην
Ἀλλ ' ἄρα , ὦ Ἱππόκρατες , μὴ οὐ τοιαύτην ὑπολαμβάνεις σου τὴν παρὰ Πρωταγόρου μάθησιν ἔσεσθαι , ἀλλ '
6552364 ἀπολει
οὕτως οὖν , ὃς ἄλλῳ τις κίνδυνον κινεῖ , ἑαυτὸν ἀπολεῖ . ὄνον ἄρρωστον λύκος ἐπεσκέπτετο καὶ ἤρξατο τὸ σῶμα
; τἀναντία . ὁ σπλήν ; σεσάχθω . νῆστις ; ἀπολεῖ μ ' οὑτοσί . Στακτὴ δυοῖν μναῖν οὐκ ἀρέσκει
6549044 ἐκτησαμην
: καὶ ἐν Ἰλιάδι „ κτεάτισσα πόλιν „ ἀντὶ τοῦ ἐκτησάμην . . Π . α . ἡμῖν δ '
ἐξ ἀρχῆς καὶ ἐπαιδοποιησάμην , οὐκ οἶδ ' ἂν εἰ ἐκτησάμην παῖδα τοιοῦτον περὶ ἐμέ : ἐπεὶ ἄλλους τε οἶδα
6547401 ἐνοχλεις
αὐτὸς μὲν οὖν σὺ ] κόπτε : τί μ ' ἐνοχλεῖς , τάλαν ; [ λάβ ] ' : ἀποτρέχω
ταῦτα συγγράφοντι παραστὰς εἴποι : Τί , ὧ πονηρὲ , ἐνοχλεῖς σεαυτῷ ταῦτα συγγράφων καὶ ἃ μὴ οἶσθα διηγούμενος ;
6538574 σεαυτην
ἔοικας , ὦ τέκνον , τὴν μητέρα . σύ τοι σεαυτήν , οὐκ ἐγώ , κατακτενεῖς . ὅρα , φύλαξαι
θορυβῇ , ἐν ἁμαρτίαις τυφλώττουσα ; Μνήσθητι ὅτι ἐὰν ἀνελῇς σεαυτήν , ἡ Σηθῶν , ἡ παλλακὴ τοῦ ἀνδρός σου
6537234 Ἀνθρωπε
τοὺς χρησμοὺς ἐξηγοῦνται . ὦ μεγάλης ἀναισχυντίας καὶ γοητείας . Ἄνθρωπε , τί ποιεῖς ; αὐτὸς σεαυτὸν ἐξελέγχεις καθ '
καθίζου μαλακῶς , ἵνα μὴ τρίβῃς τὴν ἐν Σαλαμῖνι . Ἄνθρωπε , τίς εἶ ; Μῶν ἔγγονος εἶ τῶν Ἁρμοδίου
6536809 ὠγαθε
' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν ,
βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι
6534557 δακρυεις
δ ' ἔπλησας φωνᾶς ἅλα : νῦν πάλιν ἄλλον υἱέα δακρύεις καινῷ δ ' ἐπὶ πένθεϊ τάκῃ . ἀμφότεροι παγαῖς
; Ἒ ἔ , αἰαῖ . Ὦ παῖ , τί δακρύεις ; Φεῦ . Μηδὲν μέγ ' ἀΰσῃς . Ἀπολεῖς
6528119 ἀδικεις
. ] τὸ λαλεῖν σε ἐν ὕπνῳ τὸ ” Φίλων ἀδικεῖς “ , τοῦτο ἐστὶ τὸ κακόν , ὅτι ἀεὶ
τῶν νόμων γε μὴ πρότερον εἶναι θέλειν : σὺ τοίνυν ἀδικεῖς τοὺς νόμους ἀγαπῶν τὸν μιαιφόνον . ὁ δέ φησιν
6515072 Βροτοις
βίον . Βίος κέκληται δ ' ὡς βίᾳ πορίζεται . Βροτοῖς ἅπασιν ἡ συνείδησις θεός . Βίου δικαίου γίγνεται τέλος
γίγνεται τέλος καλόν . Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον . Βροτοῖς ἅπασιν ἀποθανεῖν ὀφείλεται . Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε .
6514015 θυμε
χλοερὸν δρέπων δὲ φύλλον ἐδόκει τελεῖν Κυθήρην . ἄγε , θυμέ , πῆι μέμηνας μανίην μανεὶς ἀρίστην : τὸ βέλος
μέροϲ λόγου κ ! [ τοῦδε ϲυμπλέκειν [ ἔγειρε , θυμέ , γλῶτταν [ εὐκέραϲτον ὀρθουμένην εἰϲ ὑπόκριϲιν λόγων .
6504308 δωσων
. Ἐπῆλθες ἡμῖν ὡς μεμηνόσιν , ὦ Ἱππόκρατες , ἐλλέβορον δώσων , πεισθεὶς ἀνοήτοις ἀνδράσι , παρ ' οἷσιν ὁ
. Φερεκράτης Δουλοδιδασκάλῳ : νυνὶ δ ' ἀπόνιζε τὴν κύλικα δώσων πιεῖν , ἔγχει τ ' ἐπιθεὶς τὸν ἡθμόν .
6499967 δεδωκας
δεοίμην : ἐγὼ δὲ φροντίζω , πῶς ἂν ὧν ἤδη δέδωκας ἀποδοίην χάριτας . καίτοι τόν γε τρόπον αὐτὸς ὑποδεικνύεις
, τούτῳ δὲ τρίτου προσάψασθαι μόνον ἐπὶ τοῦ μείζονος θρόνου δέδωκας , ὃν ἔδει πλείονος , εἰ δὲ μή ,
6499832 εἰπας
ζήσονται τῷ θεῷ . Διατί , φημί , κύριε , εἶπας περὶ τῶν τηρούντων τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ : Ζήσονται τῷ
χοαὶ ἐπὶ τῶν νεκρῶν : οἷον : εἰς τί τοῦτο εἶπας : ἐνέχυρον τῆς σωτηρίας ἡμῖν : λείπει τὸ ἕνεκεν
6493961 ἀγνοεις
καὶ γὰρ ἄλλως ἑορταστικὴν ἄγομεν ἡμέραν Ἡράκλεια θύοντες : οὐκ ἀγνοεῖς δὲ δήπου τὸν θεὸν ὡς ὀξὺς ἦν πρὸς Ἀφροδίτην
ἆρ ' οὐ δῆλον ἐκ τῶν ἔμπροσθεν ὅτι οὐ μόνον ἀγνοεῖς τὰ μέγιστα , ἀλλὰ καὶ οὐκ εἰδὼς οἴει αὐτὰ
6492241 πεφυχ
λέγων ὧδε : ἔστιν δ ' ὅπου μὲν ὁ κάλαμος πέφυχ ' ὅδε φέτωμ ' ἄορνον . οὑξ ἀριστερᾶς δ
σῶφρον γὰρ ὄμμα τοὐμὸν Ἑλλήνων λόγος πολὺς διήκει . καὶ πέφυχ ' οὕτως , γύναι , κοσμεῖν τ ' ἐμαυτὸν
6491972 διδως
ἑταίρων ὕστερον θοινάσομαι . καλόν γε τὸ γέρας τῶι ξένωι δίδως , Κύκλωψ . οὗτος , τί δρᾶις ; τὸν
ἢ κέγχρον ἢ ἄλητον ἢ χόνδρον : τούτων ὁκόσα μὲν δίδως ἐς διαχώρησιν , λεπτὰ διδόναι καὶ διεφθότερα , καὶ
6489536 ποησω
. εἴ σοι δεινὸν εἶναι φαίνεται ἂν λάβω ξύλον , ποήσω τὰ δάκρυ ' ὑμῶν ταῦτ ' ἐγὼ ἐκκεκόφθαι .
ἡμμένην . κἀγώ τιν ' αὐτῶν τήμερον δοῦναι δίκην ἐμοὶ ποήσω , κεἰ σφόδρ ' εἴς ' ἀλαζόνες . ἰοὺ
6485658 ἐπηρετο
θεῷ περὶ τῆς πορείας . ἐλθὼν δ ' ὁ Ξενοφῶν ἐπήρετο τὸν Ἀπόλλω τίνι ἂν θεῶν θύων καὶ εὐχόμενος κάλλιστα
καὶ τοῖς νέοις ἀπειπέτην μὴ διαλέγεσθαι . ὁ δὲ Σωκράτης ἐπήρετο αὐτὼν εἰ ἐξείη πυνθάνεσθαι , εἴ τι ἀγνοοῖτο τῶν
6477099 κἀμε
νικήσαντα δέ , εἰ μὲν ἐχθρὸς εἶ τῆς πατρίδος , κἀμὲ ἡγεῖσθαι πολέμιον , ἃ ἔδοξα συνοίσειν αὐτῇ , βουληθέντα
Παναίτιος : ὅς ῥ ' ἐτέλεσσε καὶ ψυχὴν θνητήν , κἀμὲ νόθον † τελέσαι . Θεωρίαν ἀπάξειν . θεωρίαν ἀπάξειν
6468815 ἑωρακα
μὲν πολὺ κάλλιστος ὁ ἐμὸς πατήρ , Μήδων μέντοι ὅσων ἑώρακα ἐγὼ καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς καὶ ἐπὶ ταῖς θύραις
ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου . κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν : ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω , οὔτε γῆν τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ,
6467001 ἀπωλεσα
φρένα καὶ κατὰ θυμόν : ἣ πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα θυμολέοντα , παντοίῃς ' ἀρετῇσι κεκασμένον ἐν Δαναοῖσιν ,
“ Οἴμοι δειλαία τῶν κακῶν : καὶ γὰρ τὸν ἄνδρα ἀπώλεσα διὰ σέ , οὔτε γὰρ ἂν ἔχοιμί σε τοῦ
6463167 ὀδυρωμαι
ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι ; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα εἶχεν Ἀθήνησιν ; ὡς
ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν : καὶ
6456631 μετανιπτριδα
τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον ἴσῳ μετανιπτρίδα μεγάλην , ἐπειπὼν τῆς Ὑγιείας τοὔνομα . Φιλόξενος δ
. Καλλίας δ ' ἐν Κύκλωψι : καὶ δέξαι τηνδὶ μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον
6449647 ἐρρετω
ἀξίας ] εὐώνους . Γ ὁ πόλεμος ἑρπέτω : γράφεται ἐρρέτω , τουτέστι χαιρέτω , ὅ ἐστιν , οὐδεμίαν φροντίδα
καλοὺς παρασχεῖν τοὺς λόγους δυνήσεται αἰδὼς ἀπώλες ' αὐτόν , ἐρρέτω , κακή : πολλὴν γὰρ αὐτὴν δειλὸς ὢν ἐκτήσατο
6434325 ἐδεξαμην
! ! ] ! ! [ φήμη γὰρ α [ ἐδεξάμην τ [ κόραξ ἐπᾴδ [ ἄριστος ὦ δυς ?
, ὡς Φιλίππου τοῦ Ἀμύντου υἱός εἰμι , ἀλλ ' ἐδεξάμην τὸ μάντευμα , χρήσιμον εἰς τὰ πράγματα εἶναι οἰόμενος
6434186 ἀνθρωπε
τὸν καρπόν . τί γὰρ πλέον θέλεις εὖ ποιήσας , ἄνθρωπε ; οὐκ ἀρκεῖ τοῦτο , ὅτι κατὰ φύσιν τὴν
ρωτᾶν ἅπαντας ἐν μέρει , Τί γὰρ σύ , ὦ ἄνθρωπε , δέδοικας τὴν πενίαν οὕτως πάνυ , τὸν δὲ
6433388 χαιρεις
δοῦναι χάριν ἐμοί . ἀλλὰ δός , ἑταίρων φίλτατε , χαίρεις γὰρ ἀκούων τοῦτο μᾶλλον ἢ τὸ τῆς ἀρχῆς ὄνομα
ἄνδρα τύραννον . Ἀλλ ' εὐπαράγωγος εἶ , θωπευόμενός τε χαίρεις κἀξαπατώμενος , πρὸς τόν τε λέγοντ ' ἀεὶ κέχηνας
6431422 λυπησεις
ἀεί σε βουλοίμην ἂν τοῦτο ποιεῖν . καὶ γὰρ εἰ λυπήσεις οὐχ ὑπακούων , ἀλλ ' ἕξεις ἐν προϊόντι τῷ
δ ' ἀντεπιστέλλων μὲν χαριῇ , μὴ δυνάμενος δὲ οὐ λυπήσεις . ἴσμεν γὰρ ἐπὶ τὸν τῶν πραττομένων ὄχλον τὴν
6430949 ὠναξ
ὤνθρωπον λέγοντες καὶ τὰ ὅμοια . οὕτω καὶ τὸ ἄναξ ὤναξ . εἰ δέ ἐστιν ἀττικὴ συναλοιφὴ ἀντὶ τοῦ ὦ
τοῦ κλῦθι ἀττικῶς , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . * ὤναξ ἀντὶ τοῦ * ἄναξ δωρικῶς ὀξύνεται : τὸ γὰρ
6422414 Ἀσκληπιε
ἄλλα τὰ παραπλήσια ; Φεῦ τῆς πολλῆς πλάνης , ὦ Ἀσκληπιέ . τὰ μᾶλλον πληρέστατα καὶ μεστότατα ὄντα , ταῦτα
κινεῖται τὸ πᾶν , τί εἴπομεν ; Ἀσώματον , ὦ Ἀσκληπιέ . Τὸ οὖν ἀσώματον τί ἐστι ; Νοῦς ὅλος
6417131 δερκομενα
τᾶν ὀίων ἕπεται σκοπός : ἃ δὲ βαΰσδει εἰς ἅλα δερκομένα , τὰ δέ νιν καλὰ κύματα φαίνει ἅσυχα καχλάζοντος
τυγχάνῃ δεικτική . τὸ ἑξῆς : τὰν κύνα βάλλειεἰς ἅλα δερκομένα , ὥστε τὰ λοιπὰ διὰ μέσου . τᾶν ὀΐων
6415430 νηπιε
Πυθίαν εἰπεῖν , Λυδὲ γένος , πολλῶν βασιλεῦ , μέγα νήπιε Κροῖσε , μὴ βούλου πολύευκτον ἰὰν κατὰ δώματ '
ὁ Ἡσίοδος ὡς πρὸς τὸν ἀδελφὸν λέγων ” ἐργάζευ , νήπιε Πέρση “ πᾶσι παραινεῖ . οὕτω καὶ ὁ Ἰσοκράτης
6409061 ἀγαπᾳς
καὶ ἀληθῶς ἐρωτιῶν : πάντων γάρ σου κατήκουσα . οὐκ ἀγαπᾷς ὅτι σοι καὶ λαλῶ καὶ μεγάλην εὐτυχίαν δοκεῖς τὸν
πάτερ , ἵνα τι πλέον παρρησιάζωμαι τοῦ συνήθους , ὅσον ἀγαπᾷς τε καὶ περιέπεις , τοσοῦτον οὐ δεῖ τὸν σεσωκότα
6401905 κακιστ
τάχος τῷ κανθάρῳ . Ἰδού . Δὸς αὐτῷ , τῷ κάκιστ ' ἀπολουμένῳ : καὶ μήποτ ' αὐτῆς μᾶζαν ἡδίω
. . τὸν τρόπον ὅμοιος τῷ ἀδελφῷ σου . τῷ κάκιστ ' αὐδωμένῳ ] τῷ βλασφημουμένῳ ὑπὸ σοῦ . .
6401253 Κᾀτα
ἀκριβῶς οἶδα ὅτι πλέον ἂν εὕροι ἢ ἑκατονταπλασίονα τούτου . Κᾆτα οὕτως ἐγνωκὼς σὺ μὲν οὐχ ἡγῇ προσδεῖσθαι χρημάτων ,
μὴ φλυαρήσεις ἔχων , ἀλλ ' ἀντιβὰς ἐλᾷς προθύμως . Κᾆτα πῶς δυνήσομαι ἄπειρος , ἀθαλάττευτος , ἀσαλαμίνιος ὢν εἶτ
6396257 θαυμαζεις
ἤ τισιν ἄλλαις οὕτω ληρώδεσιν ὑποθέσεσι φυσικὰς ἐνεργείας ἐπιτρέπειν . θαυμάζεις μὲν γὰρ τὴν φύσιν , ὡς τεχνικήν τε ἅμα
. εἰ δ ' , ὥς φασί τινες , ἡδονὴν θαυμάζεις καὶ τούτων ἀντέχῃ ὧν μὴ προσήκει τοὺς φρονίμους ἀνθρώπους
6390168 ἐπικροτησατε
γὰρ ἐγὼ κατελειπόμην . Ἐγάμησεν ἣν ἐβουλόμην ἐγώ . Ἐξάραντες ἐπικροτήσατε . Δεινὸν σὺ φράγμα τῆς νύμφης λέγεις . Τηρῶ
οὐκ ἠρκέσαμεν . . ἑαυτοῖς . . . . ἐξάραντες ἐπικροτήσατε . . . . ἀπεκήρυξεν αὐτὴν ἀγαγών . τὴν
6384577 Χαιρε
δι ' ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτου ἐξάγονται . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς θέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα
ῥοδοδάκτυλος οὖσα ; Ποιμὴν καθέστηκ ' αἰπόλος καὶ βουκόλος . Χαῖρε χρυσόκερω βαβάκτα κήλων , Πάν , Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων
6380724 φρονεις
” καὶ Καλλίας Πεδήταις : Τί δὴ σὺ σεμνὴ καὶ φρονεῖς οὕτω μέγα ; Ἔξεστι γάρ μοι : Σωκράτης γὰρ
ἐξ ἑτοίμου τὰ τῶν τεχνῶν κάλλιστα ἀποδιδόντων γνώμῃ . Ἀρχαϊκὰ φρονεῖς : ἤτοι εὐήθη . Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα : τὸ ἀηδές
6375267 ἐπιες
τὸν θαλάσσιον . Μένανδρος Αὐλητρίσι : ἐλλέβορον ἤδη πώποτ ' ἔπιες , Σωσία ; ἅπαξ . πάλιν νυν πῖθι :
Ὠρεῷ κατήγου , καὶ ἀπὸ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἔφαγες καὶ ἔπιες καὶ ἔσπεισας , καὶ τὴν δεξιὰν ἐνέβαλες ἄνδρα φίλον
6369168 ἐξευρησω
: ἀλλὰ πῶς λέγεις ; Ὧδ ' , εἶπον , ἐξευρήσω , σοῦ ἀποκρινομένου ζητῶν ἅμα . Ἐρώτα δή ,
ἡμῖν λέξει ; Ἐγὼ μὲν γὰρ ἀπορῶ , εἴ τινα ἐξευρήσω δεινὸν τὴν τέχνην κατὰ τὸν Χείρωνα κεῖνον , ἵνα
6368745 ἐσθιεις
γὰρ ἄλλους νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς . τὸ δεῖνα δ ' ἐσθίεις ; τουτι κακόνωτα πλοῖα Κωπᾷδας λέγεις ; ἀγρίως γε
γε μὴν χυλὸν αὐτῶν εἰ παραμιγνύων ἐπτισμένῃ καὶ ἡψημένῃ κρίθῃ ἐσθίεις , ἤ τινι τοιούτῳ ἐδέσματι , μάλιστα δὲ τῷ
6363018 ἀφησω
οὐδέν . τὸ γὰρ ὡς καὶ αὐτὸς ὑβρίζομαι , τούτοις ἀφήσω : πάλαι γὰρ τοῦτο αὐτοῖς ἐν μελέτῃ . σπινθῆρα
με ἀπελθόντες καταλίποιτε , βρόχον πλεξαμένη τὴν ψυχήν μου οὕτως ἀφήσω . ” ἐγὼ δὲ ὡς ταῦτα ἤκουσα , τὸ
6362859 κακοδαιμον
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ
6362476 ἐσχετε
τούτους ηὐξήσατε , ῥύσια δόντες , καὶ διὰ ταῦτα κακὴν ἔσχετε δουλοσύνην . ὑμέων δ ' εἷς μὲν ἕκαστος ἀλώπεκος
ἦν , ὅτε δ ' ἦν οθλα ? ! , ἔσχετε τῆς ἐμῆς . ἀτὰρ οὖν καὶ ὑμεῖς ἐμοῦ ,
6361010 οὐπωποτ
καὶ ἀνάστατος αὐτῶν ἡ χώρα γέγονεν , οἱ δ ' οὐπώποτ ' ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ γενόμενοι Μακεδόνες καὶ βάρβαροι
. ἀτοπώτερον ] τούτου , μὰ τὼ θεώ , ξένον οὐπώποτ ] ' εἶδον . αἲ τάλας , τί βούλεται
6360517 προσειπε
, ὥσπερ εἴρηται , ψυχὴν ἐναντίαν καὶ ἀντίπαλον τῷ ἀγαθουργῷ προσεῖπε . . . . , : καὶ ὅτι τὰ
παιδὸς οἱ ψυχικοὶ τόνοι μαλθακώτεροι . διὸ καὶ τέκνον αὐτὸν προσεῖπε , τὸ δ ' ἐστὶν εὐνοίας καὶ ἡλικίας ὄνομα
6358328 ἐρησομαι
οὐ ς ' , ἀλλ ' ἐμαυτὴν τοὐπὶ τῶιδ ' ἐρήσομαι : τί δὴ φρονοῦσά γ ' ἐκ δόμων ἅμ
γῆς ὡραῖα ἀποδεικνύων ὅτι πλεῖστα ὥσπερ σὺ σαυτῷ , οὐκέτι ἐρήσομαι περὶ τούτου εἰ ἔτι τινὸς ὁ τοιοῦτος προσδεῖται :
6358051 φυλαξω
κακήν , ἣν οὐδεὶς ζηλώσει ὀχήσω ] ἤγουν βαστάσω , φυλάξω , : ὀχεω ῶ . ἐκ μεταφορᾶς τῶν φρουρούντων
θρηνῶ καὶ οὐχ εὑρίσκω τινὰ μηχανήν , δι ' ἧς φυλάξω τὴν μέχρι νῦν σωφροσύνην τετηρημένην ; Ταῦτα λέγουσα ἤγετο
6357806 ἐφης
Ἀχιλλεῦ ἐκ Διὸς ἠείδης τὸν ἐμὸν μόρον , ἦ τοι ἔφης γε : ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων
, Ἀθηναίοισι νόμος κυάμοισι τὰς ἀρχὰς αἱρέεσθαι . Καλῶς πάντα ἔφης καὶ ἱεροπρεπῶς . ἀλλὰ ἀπόδυθι , καὶ γυμνὸν γάρ
6357502 Πυθαγορα
ἐχθροὺς ἄξιον οἶμαι μισεῖν . ἢ σὺ γάρ , ὦ Πυθαγόρα καὶ Πλάτων καὶ Χρύσιππε καὶ Ἀριστότελες , τί φατε
θεῶν λόγον . λέγει γάρ : λόγος ὅδε περὶ θεῶν Πυθαγόρα τῶ Μνημάρχω , τὸν ἐξέμαθον ὀργιασθεὶς ἐν Λιβήθροις τοῖς
6357109 τιμᾳς
ἐν αὐτοῖς ὑπῆρχε καὶ πονηρόν . ὥστε , εἰ τοιαῦτα τιμᾷς , ἀμείνων ἂν εἴης ἀγνωμονῶν . Οἱ τὰς ἀρχὰς
τῶν Βοιωτῶν , ὅτι εἶεν Βοιωτοί . Τῷ μὲν ἐπιστέλλειν τιμᾷς , ὧν δὲ ἐδεήθημεν τυχεῖν , ταῦτα οὔτε ποιῶν
6352764 ἐμφηνας
ἀπέρρηξεν αὐτό , μάλα ἠθικῶς καὶ ἐναργῶς τόν τε ἄγγελον ἐμφήνας ἀκουσίως ἀγγελοῦντα τὴν συμφοράν , καὶ τὴν μητέρα εἰς
ἀπέρρηξεν αὐτό , μάλα ἠθικῶς καὶ ἐναργῶς τόν τε ἄγγελον ἐμφήνας ἀκουσίως ἀγγελοῦντα τὴν συμφοράν , καὶ τὴν μητέρα εἰς
6349938 ἐξεστ
σύ : πῶς γάρ ; ᾗ γε μηδὲ πρὸς θεοὺς ἔξεστ ' ἀκλαύτῳ τῆσδ ' ἀποστῆναι στέγης : ἄλλ '
† ἀπωλόμην παλίμπους τύχη ἐν γῆς φίλης ὄχθοισι κρυφθῆναι καλόν ἔξεστ ' ἐρωτᾶν πότνιά ς ' ἢ σιγὴν ἔχω ;
6349252 ἑλκεις
εἴχετο χείλευς : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὺ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις , ἁνίκα δὴ καὶ σαῦρος ἐν αἱμασιαῖσι καθεύδει ,
αὐτός φησι : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις ; ἔνιοι δὲ τὸ Σιμιχίδα ἐπώνυμον εἶναι λέγουσιδοκεῖ γὰρ
6348553 οἰσω
, καὶ ἐν ῥήμασιν ἑτερόκλιτα , ἔσθω ἔφαγον , φέρω οἴσω . Εἰ αἱ σύνθετοι τῶν λέξεων διηνεκὲς ἔχουσι τὸ
οὗ φέρεται ἡ ναῦς . οἴω , τὸ φέρω , οἴσω * * * . . . , : ὀρρωδῶ
6346829 διδαξον
: εἰπὲ πρὸς αὐτῶν τῶν Ἐλευσινίων Κόρης καὶ Δήμητρος : δίδαξον ἄν τι σφαλώμεθα : πρόσθες τοῖς παρ ' ἡμῶν
ἀμερίμνους ἐκτενοῦσιν ἐπὶ καὶ τὰ στοιχεῖα τὰς ψυχὰς αὑτῶν ; δίδαξον ἐντεῦθεν ἐρᾶν τοῦ τι βουλεύεσθαι , ἵνα ἔχωσι καὶ
6346781 Φιληβε
καὶ τῷ μᾶλλον . Οὐδέ γ ' ἄν , ὦ Φίληβε , λύπη πᾶν κακόν : ὥστ ' ἄλλο τι
καὶ ἐσομένοις . μῶν οὐχ οὕτω πως λέγομεν , ὦ Φίληβε , ἑκάτεροι ; Πάντων μὲν οὖν μάλιστα , ὦ
6346187 ᾐδεις
τῷ βα - σιλεῖ τοὺς Μακεδόνας : τὰ γὰρ ἡμέτερα ᾔδεις ἀβασίλευτα . ἰδεῖν δὲ τὸν ἐμὸν τύπον μηδεὶς ὡς
ὑπ ' ἀγνοίας τῶν ἐκείνοις προσόντων κακῶν . εἰ γοῦν ᾔδεις τὰς φροντίδας ἃς ἔχουσιν , ἐγέλας ἂν ἐπὶ σαυτῷ
6344660 οἰμωζε
ἢ ὡς ἐν κωμῳδίᾳ , ὡς καλόν τι ἀκούσας τὸ οἴμωζε , ἀποκαλύπτεται φανερὸν αὐτὸν δεικνύς . ἀπὸ γὰρ ὀλέσεις
: Ἐπεὶ μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ ἐστιν ὁ ἀήρ . οἴμωζε παρ ' ἐμὲ : Παίζων τοῦτό φησιν , ἐπειδὴ
6340781 γνωσομαι
] ἐὰν δυνατόν μοι ποιῆσαι ὃ ζητεῖς . εἴσομαι ] γνώσομαι . εἴσομαι ] γνωρίσω . εἴσομαι ] εἰ κοῦφον
κατάλυσις ἥδε καθάπερ σχημάτων . Πῶς ἆρα τοὺς Μελανθίους τῷ γνώσομαι ; οὓς ἂν μάλιστα λευκοπρώκτους εἰσίδῃς . Τί δὴ
6339940 καλεις
περὶ αὐτῶν πῶς λέγεις ; τὸ μέν που ἀρετὴν αὐτοῖν καλεῖς , τὸ δὲ κακίαν ; Πῶς γὰρ οὔ ;
καὶ τῷ ἐπιστέλλειν . καὶ σὺ μὲν τὸ δεύτερον τολμᾶν καλεῖς , ἐγὼ δέ σε μὴ γράφοντα ἀδικεῖν ἂν ἡγούμην
6336580 κτανειν
] [ ] συνάορον [ ] υς δὲ καί φησιν κτανεῖν [ σαφῶς ] ποινὰς ὅπως [ ἐκλέγοιεν ] ἄν
: ποῦ γὰρ ἄγγελοι ; ἥξουσιν : οὔτοι βασιλέα φαῦλον κτανεῖν . ὦ καλλίνικοι παρθένοι Μυκηνίδες , νικῶντ ' Ὀρέστην
6333219 λεληθα
, εἴ τι ᾔσθησαί με φίλτρον ἐπιστάμενον ὃ ἐγὼ εἰδὼς λέληθα ἐμαυτόν . Λέγε δή μοι , ἔφη , εἴ
ὅτι : μὴ μέντοι μου κατείπῃς πρὸς τοὺς ἄλλους . λέληθα γάρ , ὦ ἑταῖρε , ταύτην ἔχων τὴν τέχνην
6332418 βουλευῃ
τέχνῃ τις ἐξ ἐνέδρας , οὐ θαρρῶν ἄντικρυς ἐπιχειρεῖν , βουλεύῃ καὶ μηχανᾶται δολερῶς τὸν φόνον : ἐναγὴς γὰρ καὶ
καί πως ἔλεος αὐτὴν τοῦ κατὰ γαστρὸς εἰσῄει . “ βουλεύῃ τεκνοκτονῆσαι ; Ἰάσων ἀσελγαίνει , καὶ Μηδείας λαμβάνεις λογισμούς
6332224 ἐστεναξε
χεῖρας ἐπεκρότησεν ἀλλήλαις , ἐπεὶ πόνος μάταιος ἐξανηλώθη . κἀκεῖνος ἐστέναξε τὸ στόμα βρύχων , πάλιν δὲ κερδὼ καθικέτευε φωνήσας
, δι ' ὅσων ἦλθε , καὶ οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἐστέναξε : τὸ δὲ καὶ λῦσαί τι τῶν λυπούντων ὑμῶν
6327633 ἀστικον
παιδία βουκολοῦσα . σὺ δὲ ἡμῖν αὐτόχρημα μεσαιπόλιος ἄνθρωπος μειράκιον ἀστικὸν ἀνεφάνης . ἀκούω γάρ σε τὰ πολλὰ ἐπὶ Σκίρου
Μηθυμναίῳ μειρακίῳ τῷ παιδὶ τοῦ κυβερνήτου , ἐξ ὅτου τὸν ἀστικὸν ἔφηβον ἐθεασάμην τὸν ὠσχοφόρον , ὅτε με ἄστυδε προὔτρεψας
6325397 φοβῃ
ἔργῳ δηλώσῃς τὴν νόσον : εἰ τὸ μηδὲν ἄξιον φόβου φοβῇ , πάντα ἂν φοβηθεῖσαν γνῶθι σαυτήν : φοβοῦμαι μὴ
' ὥς ς ' ἀπαλλάξω φόβου : μὴ κατὰ τοῦτο φοβῇ . καὶ γὰρ ἦλθον ἵνα σε ἀπαλλάξω φόβου .
6323714 βιασῃ
καὶ δῆλα . ἐὰν παιδεραστῇς , ἐὰν μοιχεύῃς , ἐὰν βιάσῃ παῖδα , ἄρρενα μὲν μηδὲ λέγε , ἀλλὰ κἂν
τῶν εἰς τοὺς Ἕλληνας ἀδικημάτων . καὶ ἐκ τοῦ ἀπολογουμένου βιάσῃ λέγων συνήδεσθαι καὶ αὐτὸς ἐν τῷ παρόντι καιρῷ ,
6320892 φιλεις
. τοιοῦτόν τι καὶ σὺ ὑπομίμνῃσκε σεαυτόν , ὅτι θνητὸν φιλεῖς , οὐδὲν τῶν σεαυτοῦ φιλεῖς : ἐπὶ τοῦ παρόντος
. . . . . . . . Στράτιε , φιλεῖς δήπου με . μᾶλλον τοῦ πατρός : ὁ μὲν

Back