τοῦ Σισάμνεω , ἐντειλάμενός οἱ μεμνῆσθαι ἐν τῷ κατίζων θρόνῳ δικάζει . Οὗτος ὦν ὁ Ὀτάνης , ὁ ἐγκατιζόμενος ἐς
ὕψει τὸ δικαστήριον : Ἄρειος δέ , ἐπεὶ τὰ φονικὰ δικάζει , ὁ δὲ Ἄρης ἐστὶ τῶν φόνων : ἢ
5944518 φυς
ἀστὴρ ἐν καθέτῳ κόσμου μέσον οὐρανὸν ἀμφιπολεύῃ , τῆμος ὁ φὺς ἔσεται μὲν ἐν ἡγεμόνεσσιν ἄριστος , φρουρητῆρα σίδηρον ἔχων
ἰσόμοιρα δι ' αἰθέρος ἀκροπολεύῃ , τηνίκα τοι θεόληπτος ὁ φὺς ἐν σχήματι τοίῳ γίνεται , ἔκπληκτός τε , σεληνάζων
5831000 ἀσεβης
ὁ βλεπεδαίμων . ὁ δὲ ἐναντίος ἄθεος , ἀνίερος , ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής ,
λαβεῖν τι . βωμολόχος : ἀντὶ τοῦ ” κακοῦργος , ἀσεβής “ . ἀπὸ τῶν λοχώντων τὰ ἐν τοῖς βωμοῖς
5812969 ἀλαστωρ
; πῶ πῶ ; πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ' ἂν ἀλάστωρ . βιάζεται δ ' ὁμοσπόροις ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων μέλας Ἄρης
πείραν : ὁ μὴ ἔχων πείραν λόγων καὶ μαθημάτων . ἀλάστωρ ὁ ἀσεβής : ὁ Ζεὺς ὁ ἐποπτεύων τοὺς τὰ
5727011 ὁσιος
. ὅσιος ] δίκαιος . θ ὅσιος ] εὐσεβής . ὅσιος ] ἄξιος . μομφῆς ] μέμψεως . μομφῆς ]
ὕδασιν ἐξαρδῶν ἀεί . ὑμεῖς δ ' [ ἐπειδὰν ] ὅσιος ἦι Κάδμου πόλις χωρεῖτε , [ παῖδες ] ,
5713757 παλαμναιος
παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ
ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ
5662753 δικαστης
μάραγδον εἶναι ταῦτ ' ἔδει καὶ σάρδια . εἴ τις δικαστὴς ἢ διαιτητὴς θεῶν . ἐνταῦθ ' ἀπόστα μικρόν .
Φιλίππῳ τῷ Ἀμύντου , αὐτὸς μέν σφισιν ὁ Γάλλος ἀπηξίωσε δικαστὴς καταστῆναι , Καλλικράτει δὲ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος ἀνδρὶ ἀλάστορι
5657530 Ἀνηρ
, ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν
. ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ
5543678 φυγας
δὲ ὡς Ἀθηναῖος ὢν ὁ ποιητὴς εἶπε . κἂν μὴ φυγὰς γὰρ εἴη τις , ὅμως φέρει τὰς ἀμαθίας τῶν
τοὺς ἀλωμένους ἐπανάξει , τοῦτο μεταποιήσει τὰ νῦν , τὰς φυγὰς καὶ τὰς διώξεις . ὄψει τοὺς αὐτοὺς στρατιώτας ἐρευνωμένους
5537794 λυπουμενος
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν .
5501757 ᾡτινι
. καὶ ἔστι πρῶτον τὸ κατὰ πλάσμα γινόμενον σχῆμα , ᾥτινι καὶ Ὑπερίδης ἐχρήσατο ἐν τῷ κατὰ Δημάδου λόγῳ :
٤ τὸ ὑπὸ ٢٣ ٤٥ ٢٠ τῶν ΓΔ , ΖΕ ᾥτινι ἴσον τὸ ὑπὸ τῶν ΔΖ , ΖΘ ἡ ΘΖ
5385091 Χρυσευς
ὁ . οἵδε ] οὗτοι . πέσον ] ἔπεσον . Χρυσεὺς ] κύριον . Μέταλλος ] ἐπίθετον . μυριόνταρχος ]
σὸν κατέκταν παῖδα μισῶ παρ ' ἐχθρῶν θῶπας εὐειδεῖς λόγους Χρυσεὺς δ ' ὁ μάντις φυγὰς γένοιτο μηδὲν οἴκοθεν λαβών
5373215 θνατους
οὐδεὶς θνατὸς ὅπῃ φέρεται : θεὸς δὲ πάντας ἐν κινδύνοις θνατοὺς κυβερνᾷ . ἀντιπνέει δὲ πολλάκις εὐτυχίαις δεινή τις αὔρα
δὲ ] Ὁ δὲ ἀντὶ τοῦ γάρ . : σέβῃ θνατοὺς ] Φιλάνθρωπος εἶ . : φέρ ' ὅπως χάρις
5322813 γηρων
τοῦ γ εἰς κ , † οἷον † ὁ μὴ γηρῶν . ἢ παρὰ τὸ κηραίνω : ὤφειλεν εἶναι ἀκήραντος
στερητικοῦ α ἀγήρατος καὶ ἀκήρατος , ὁ ἄφθαρτος καὶ μὴ γηρῶν , . , . * . Ἀκηχέδαται : λυποῦνται
5310498 ἁλους
ἄν : μᾶλλον δὲ πολὺ μετριώτερος ἐκεῖνος , ἔρωτι μὲν ἁλούς , ὡς ἔφασκεν ἀπολογούμενος , ἑκὼν δὲ μάλα εὐψύχως
. ἐπ ' ὀφθαλμοῖς , ἐπ ' αὐτῷ τῷ κλέμματι ἁλούς . παραγγέλσεις . παραγγέλσεις . τὸν βίον . .
5298259 βραβευτης
ἀντισπώμενοι , μέχρις ἂν ὁ τῆς ἁμίλλης καὶ διαμάχης ταύτης βραβευτὴς θεὸς ἀναδῷ τὰ βραβεῖα τάξει τῇ βελτίονι , τὴν
: αἰσυμνήτης βασιλεὺς ἐπιστάτης ἄρχων : οἱ δὲ , τύραννος βραβευτὴς πάρεδρος : ὅτι δὲ οἱ μὲν Ἱππότου , οἱ
5293173 διωκων
προσάγων : καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται , μέτˈρα μὲν γνώμᾳ διώκων , μέτˈρα δὲ καὶ κατέχων γλῶσσα δ ' οὐκ
τοῦ κλήρου : εἰ μὲν γὰρ τῷ ὡροσκόπῳ προσνεύσει ὁ διώκων ἰσχυρότερος ἔσται , εἰ δὲ τῇ δύσει ὁ φεύγων
5283126 ἐχθρος
κυριεύσας ἐπεξῆλθε . καὶ διὰ τοῦτο ἦν εὐεργέτης ἀπέχθεσθαι : ἐχθρὸς γενέσθαι . διακομίζεται : ἄγεται . ἐς τὴν ἤπειρον
ἔσται , ὡς μή μοι τρύζητε παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος . ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν ὅς χ '
5277813 κολαστης
τῶν θεοσεβῶν καὶ πατὴρ τῶν δικαίων , κριτὴς δὲ καὶ κολαστὴς τῶν ἀσεβῶν . Ἄναρχος δέ ἐστιν , ὅτι ἀγένητός
τυράννου , μᾶλλον δὲ τύραννος χαλεπώτερος καὶ δεσπότης ἀπαραίτητος καὶ κολαστὴς ὠμότερος καὶ ὑβριστὴς βιαιότερος , τὸ δὲ μέγιστον ,
5267799 φρονει
σῖτον ἄγοι καὶ ἐν Κιλικίᾳ κρόκον : λείπει , οὐ φρονεῖ ἤ τι ἄλλο τοιοῦτον : λέγεται γὰρ ἐπὶ τῶν
δὲ πλοῦτον ἢ σθένος μᾶλλον φίλων ἀγαθῶν πεπᾶσθαι βούλεται κακῶς φρονεῖ . στείχομεν οἰκτροὶ καὶ πολύκλαυτοι , τὰ μέγιστα φίλων
5265085 πολυμοχθος
, χρησιμωτάτηι θεῶν , προσευχόμεσθα τήνδε διασῶσαι πόλιν . ὦ πολύμοχθος Ἄρης , τί ποθ ' αἵματι καὶ θανάτωι κατέχηι
, ἀφ ' ἧς δὴ πάντα γίγνεται κακά . ὦ πολύμοχθος βιοτὴ θνητοῖς , ὡς ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖσαι ,
5247720 εὐτυχει
λέγω , καὶ μὴ ἀνοηταίνειν οἰομένους τι ἑτοίμως διαπράξασθαι . εὐτύχει . Τὰ μὲν παρὰ σοῦ ἐλθόνθ ' ὑπομνήματα θαυμαστῶς
σά . ἐπεὶ δίδαξον τοῦτο : πῶς , ὅτ ' εὐτύχει Τροία , πέριξ δὲ πύργος εἶχ ' ἔτι πτόλιν
5234833 ὑποστας
: καὶ γὰρ τὸν ἡγεμόνα τῶν πολεμίων οὗτος ἀπέκτεινε μόνος ὑποστὰς καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ ἀγαθούς . λυθέντος δὲ τοῦ
δυνάμει θαρρῶν λαός . . δόκιμος ] ἱκανὸς ἔσται . ὑποστὰς ] ὑπομείνας τοῦτο . . μεγάλῳ ῥεύματι ] σύναπτε
5231900 ἐψευσμενος
ἀπαραιτήτου τυγχάνει κατηγορίας . οὐ μὴν ἀλλὰ προφανῶς ἐν τούτοις ἐψευσμένος , μεταβὰς ἐπὶ τοὺς ἐν Ἰταλίαι Λοκροὺς πρῶτον μέν
? δὲ ? ταύτην εὑρὼν τεθνηκυῖαν ἐπιστενάξας [ ] ὡς ἐψευσμένος τῆς προσδοκίας ? , ὃ ἐφεν [ ! !
5230281 κολαζεται
, λαμβάνει τι ὧν δεῖται , ὅταν δὲ ἀμελῇ , κολάζεται . ἀνθρώπους δ ' ἔστι πιθανωτέρους ποιεῖν καὶ λόγῳ
δωρεὰν , εἰ γὰρ , φησὶν , ὁ λιπὼν τάξιν κολάζεται , δῆλον ὅτι ὁ ἀριστεύσας τιμηθήσεται . Ἐὰν μὲν
5226427 ἀβουλιαις
ἐστι τῷ ἥττονι τὸ τῶν ὑπερεχόντων κράτος ἐκκλῖναι . κἀκεῖνος ἀβουλίαις : ἀντὶ τοῦ ὕστατος τῆς ἁλώσεως ἀπέθανεν . τουτέστι
. ἀβουλίαις ] ἀσυνεσίαις . ἀβουλίαις ] ἐν μωρίᾳ . ἀβουλίαις ] μωρίαις . ἀβουλίαις ] κακῇ βουλῇ . ἐγείνατο
5213802 ἀπολις
νόμους παρείρων χθονὸς θεῶν τ ' ἔνορκον δίκαν ὑψίπολις : ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι τόλμας χάριν : μήτ
ὄλωλας κοὐκέτ ' εἶ , βλέπουσα φῶς , ἄπαις ἄνανδρος ἄπολις ἐξεφθαρμένη . οὐ καινὸν εἶπας , εἰδόσιν δ '
5212674 κακος
τοῦτο καὶ τὸ ἀλεξιφάρμακος ἀπὸ τοῦ ἀλέξω γέγονε καὶ τοῦ κακός , ἀλεξώκακος καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς ι ἀλεξίκακος
ἐφ ' ἑστίαν . πρὸς τοῖσδε νῦν ἄκουσον ὡς φαίνηι κακός : χρῆν ς ' , εἴπερ ἦσθα τοῖς Ἀχαιοῖσιν
5211678 μαρτυρουμενος
τὰ πλατωνικὰ ῥήματα τοῖς γενεθλιαλογικοῖς καὶ ταῦτα τοῖς τελεστικοῖς : μαρτυρούμενος τῶν δύο χασμάτων καὶ τὴν Ὁμήρου ποίησιν οὐ μόνον
ἕτερον ; καὶ ἐρεῖ σοι οὔ . σὺ δὲ τοῦτο μαρτυρούμενος λέγε ἄνδρες πολῖται , πολλοί εἰσιν ποταμοὶ χείμαρροί τε
5200054 φονικα
καὶ ἐν ὕψει τὸ δικαστήριον , Ἄρειος δὲ ἐπεὶ τὰ φονικὰ ἐδίκαζε , ὁ δ ' Ἄρης τούτων ἔφορος ἦν
ἐπόντων ἢ σὺν Ἡλίῳ ἢ Σελήνῃ ἢ Ἑρμῇ , καὶ φονικὰ ἐγκλήματα ἀναλαμβάνουσι καὶ καθ ' ἑαυτῶν κινδυνῶδές τι μηχανῶνται
5193753 αἰκα
ποτὶ τὰς ἀναλώσιας πολυδαπανώτεροι . διὰ δὲ τὼς ἐκτός , αἴκα ξενικὸς ἐπίδαμος ὄχλος γένηται εὐαμερίαις ἐμπορικαῖς χαίρων , ἢ
οὐσίας μέτρια καὶ ἀπὸ γεωπονίας ἔχοντα τὰν πρόσοδον : καὶ αἴκα τὰς ἀρχὰς ἄρχωντι τὰς μὲν ἀρετᾶς δεομένας τοὶ ἀγαθοί
5174120 εὐτυχων
ἐμαυτοῦ νομίζω , καὶ γὰρ εἶ κοινὸν ἀγαθὸν πάσης Σικελίας εὐτυχῶν . δὸς οὖν μοι σχολάζοντα σεαυτὸν καὶ ἀκούσῃ μεγάλα
παιδαρίου γνώμην ἔχει . κοινὸν ἀγαθόν ἐστι τοῦτο , χρηστὸς εὐτυχῶν , πόλει . εἴπερ τὸν ἀδικοῦντα † μενως ἠμύνετο
5173851 φανεις
, νικηφόρος τροπαιοῦχος ὀνομαζόμενος , ὡς ἀπ ' Ὀλυμπίων αὐτῶν φανεὶς τοῖς κινδυνεύουσι σύμμαχος , καὶ τὰ τοιαῦτα . Εἶτα
τοίης τιμῆς δὲ * * * στίλβων δ ' Ἑρμείαο φανεὶς ἐπὶ τὴν δύσιν ἀστὴρ * * * * *
5169716 συνεργος
οἱ ἄδειαν δοῖεν , μηνύσειν καὶ περὶ τῶν μυστηρίων , συνεργὸς ὤν , τοὺς ἄλλους τοὺς ποιοῦντας μεθ ' ἑαυτοῦ
: τὸ σύν κατὰ κοινοῦ , τουτέστιν : ὁ δὲ συνεργὸς συμπράσσων τῷ Ὀρέστῃ , ὁ πονηρὸς ἀνὴρ Φωκεὺς ,
5159858 δαιμων
, καὶ πάσχειν ἕτοιμοι πᾶν , ὅ τι ἂν ὁ δαίμων καὶ τὸ χρεὼν φέρῃ . μαντεύομαι δὲ καλοῖς ἐγχειρήμασιν
ἐπῄνει τὴν φιλεργίαν . ἐφάνη δέ μοί ποθεν ὁ Κωρυκαῖος δαίμων , Στρόμβιχος ὁ παμπόνηρος . ἰδὼν γάρ με ἐφεπόμενον
5145015 φιληδονος
Αἰγυπτιακῶν ἔργων „ : ἐπεὶ ζῶν γε ὁ βασιλεὺς καὶ φιλήδονος τρόπος ἐν ἡμῖν γεγηθέναι τὴν ψυχὴν ἀναπείθει ἐφ '
νομίζων τὰς εὐεργεσίας ] . οὐδεὶς γὰρ οὕτω μαλακὸς οὐδὲ φιλήδονος ὃς οὐχ ἥδεται τῇ αὑτοῦ πράξει , κἂν τύχῃ
5144097 ἀψευδης
: περὶ δὲ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον καὶ τὰς πράξεις ἀψευδής τις ἀπὸ ταὐτομάτου πλανᾶται φήμη κατὰ τὴν πόλιν ,
. τῷ ἀσέμνως τὸ ἄσεμνος παράκειται , τῷ ἀψευδῶς τὸ ἀψευδής , τῷ ἀκλαυτί τὸ ἄκλαυτος , τῷ ἀθεωρητί τὸ
5124305 ψευδομενος
ἀμφότερα ταῦτα , εἰ προαγορεύων ὡς ὑπὸ θεοῦ φαινόμενα καὶ ψευδόμενος ἐφαίνετο . δῆλον οὖν ὅτι οὐκ ἂν προέλεγεν ,
μόνον τῷ εἶναι ψευδεῖς : λέγεται γὰρ συκοφάντης οὐχ ὁ ψευδόμενος μόνον , ἀλλὰ καὶ ὁ πολυπραγμονῶν τὰ μὴ προήκοντα
5119122 γελᾳ
ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς
, οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο
5115490 ἐπιχαρτα
. νῦν δ ' αἰθέριον κίνυγμ ' ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα . τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν , ὅτῳ τάδ
κίνυγμ ' ] κρέμασμα ὑπάρχων ἐχθροῖς ] τοῖς ἄλλοις θεοῖς ἐπίχαρτα ] ἐπιχαρῆ πέπονθα ] ἤγουν πάσχω † τίς ὧδε
5090105 χρησμων
Ἐς ] τοιαῦτα μὲν καὶ οὕτω ἐναργέως λέγοντι Βάκιδι ἀντιλογίας χρησμῶν πέρι οὔτε αὐτὸς λέγειν τολμέω οὔτε παρ ' ἄλλων
τῶν λόγων προσταττόμενα δρῶντες , ἅτε δὴ τοῦ θεοῦ τρανοτέραις χρησμῶν ἀποδείξεσι ταῖς διὰ σημείων καὶ τεράτων τὸ βούλημα δεδηλωκότος
5089728 ἀτιμος
αὐτῷ τούτων τῶν κινδύνων ἐμέλησεν , ἀλλ ' ἐβουλήθη καὶ ἄτιμος εἶναι [ καὶ τὰ χρήματ ' αὐτοῦ δημευθῆναι ]
πάρεστι ] ἡ Ἑλένη . πάρεστι ] ἰδεῖν αὐτήν . ἄτιμος ] πολύτιμος . ἀλοίδορος ] οὐ γὰρ λοιδοροῦμεν αὐτὴν
5079428 φρονιμων
πάντας ἀνθρώπους εὐσεβεῖν ἰδίᾳ τε καὶ κοινῇ . Περὶ τῶν φρονίμων καὶ τοῦτό φησι πληθυντικῶς οὕτω λέγων , εἰ καὶ
ἐστὶν εὕρημα μὲν καὶ δῶρον θεῶν , δόγμα δὲ ἀνθρώπων φρονίμων καὶ τὰ ἑξῆς . γένοιτο δ ' ἄν που
5072662 ματαιος
τῆς ῥητορικῆς λόγους , ἀκηκοότων δ ' ἃ μὴ προσῆκε μάταιος ἐξ ἀμφοῖν ἡ βλασφημία . ἀλλ ' οἶμαι ἅμα
ἔτυχεν : ἢ ἀκαίρως . ὅθεν καὶ εἰκαῖος , ὁ μάταιος . . καταδαρθέντα : Καὶ ὑπνώσαντα καταπεσόντα . .
5070650 ἀνιαθεις
κομίσῃ , τὴν μητέρα αὐτοῦ λήψεσθαι ἔφη . ὁ δὲ ἀνιαθεὶς ἀπέρχεται ὀλοφυρόμενος τὴν συμφορὰν εἰς τὸ ἔσχατον τῆς νήσου
, τὰ μικρότατα λελειμμένα ἦν . ἐνταῦθα δὴ ἐκεῖνος πάνυ ἀνιαθεὶς δῆλος ἦν καὶ εἶπε πρὸς αὑτόν : Τῆς τύχης
5069128 ὑβριστης
μὲν τὴν φύσιν παράνομος , πρὸς δὲ τὰ ζῷα αὐτὰ ὑβριστής , πρὸς δὲ τὰς τέχνας ἀμαθής , πρὸς δὲ
ἐς τὴν ὑστεραίαν δικασόμενοι ἄμφω , καὶ ὁ μὲν ἀποδόμενος ὑβριστής τε ἠλέγχετο καὶ θυσίας ἐκλελοιπώς , ἃς ἔδει τοῖς
5055295 ἀπειθης
τὸ μέντοι μυθῶ καὶ ἀπειθῶ περισπῶνται , ὅτι μῦθος καὶ ἀπειθής . Τὰ εἰς ΘΩ δισύλλαβα ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους
ἄρχεσθαι ὑπό τινος . ἀναρχίαν ] ἤγουν ἄναρχος δοκοῦσα καὶ ἀπειθής . δεινὸν τὸ κοινόν : χαλεπὴ καὶ βίαιος ἡ
5053895 δολιος
σφάξαι μενοινᾶις ἢ πετρῶν ὦσαι κάτα . οὐδὲν τοιοῦτον : δόλιος ἡ προθυμία . πῶς δαί ; σοφόν τοί ς
καὶ ὑβριστὴς καὶ ἀπότολμος , ἐὰν δὲ ὑπὸ Κρόνου μαρτυρῆται δόλιος καὶ πονηρὸς καὶ πρεσβύτης δηλοῦται ὁ κατήγορος , συνόντος
5040770 ἀνεκπληκτος
πολλάκις ἐκκρούει ἔκπληξις , φαντασίαν δὲ οὐδέν , χωρεῖ γὰρ ἀνέκπληκτος πρὸς ὃ αὐτὴ ὑπέθετο . δεῖ δέ που Διὸς
δὲ ἧττον : ἀλλ ' ὅμως ὁ ἀνδρεῖος ἀνέκπληκτος , ἀνέκπληκτος δ ' ὡς ἄνθρωπος . φοβηθήσεται μὲν γὰρ ἐπὶ
5039973 τιμωρος
εἶχε . . εὔθυνος ] δικαστής . . εὔθυνος ] τιμωρός . . πρὸς ταῦτ ' ἐκεῖνον ] πρὸς ταῦτα
δ ' ἀεὶ ξυνέπεται Δίκη τῶν ἀπολειπομένων τοῦ θείου νόμου τιμωρός , ἦς ὁ μὲν εὐδαιμονήσειν μέλλων ἐχόμενος ξυνέπεται ταπεινὸς
5024030 κακουργων
πολεμεῖν , ὁ δὲ γενομένης εὐτυχίας καταφανέστερός τε νομίζων εἶναι κακουργῶν καὶ ἀπιστότερος διαβάλλων . ” ΓΘ ἔτος ὄγδοον ]
] εἰς ἀπώλειαν , ἄπιθι , εἰς τὸν τόπον τῶν κακουργῶν . ἀποφθερῇ ] μετὰ φθορᾶς ἀπελεύσῃ , μεταφθείρῃ ,
5020105 εὑρεθεις
γνησίους εἶναι , πρῶτον μὲν τὸν ἐν αὑτῷ , ἐὰν εὑρεθεὶς ἐνῇ , ἔπειτα εἴ τινες τούτου ἔκγονοί τε καὶ
ὄντα αὐτῶν , γένη αὐτῶν ἐστιν . εἰ τοίνυν ὁ εὑρεθεὶς λόγος μὴ ἐφ ' ἑτέρου τινός ἐστιν ἀλλ '
5015721 πολυχρηματος
γέγονε προφανὴς ἐκ προφανῶν , ἐξουσιαστικὸς καὶ πολλὰ ἐκόλασε , πολυχρήματος , ἄδικος καὶ κατηγορούμενος : πολυχρήματος γέγονεν οὗτος διὰ
καὶ πολλὰ ἐκόλασε , πολυχρήματος , ἄδικος καὶ κατηγορούμενος : πολυχρήματος γέγονεν οὗτος διὰ τὸν [ ] τρίγωνον , ἄδικος
5013684 εἰργασμενος
ἀπόλλυσιν νόσος ; ἡ σύνεσις , ὅτι σύνοιδα δείν ' εἰργασμένος . πῶς φήις ; σοφόν τοι τὸ σαφές ,
ἐκεῖνοι μὲν ἔφευγον , ὁ Δεινίας δὲ ὑπεξέρχεται τηλικοῦτον ἔργον εἰργασμένος . Καὶ τὸ μέχρι τῆς ἕω παρὰ τῷ Ἀγαθοκλεῖ
5007498 Ἀρης
γονέων καὶ συγγενῶν . καὶ οἷον ἡ Ἀφροδίτη καὶ ὁ Ἄρης ἔτυχεν ὁ μὲν εἷς ἐπιμερίζων , ὁ δὲ ἕτερος
βλαβερώτερος γίνεται τοῖς ἐν νυκτὶ καταρχομένοις νοσεῖν , ὁ δὲ Ἄρης τοῖς ἐν ἡμέρᾳ . Ἡ Σελήνη καὶ ὁ ὡροσκόπος
5004360 κρινει
καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ ? ⌊ ' ὑπερνικᾶν κακόν . κρίνει φίλους ⌊ ὁ καιρὸς ὡς χρυσὸν ⌊ τὸ πῦρ
ταύτης ἐρῶν οὐ φέρων τὸ πάθος ἑαυτὸν διεχρήσατο . καὶ κρίνει τὸν πατέρα τῆς κόρης ὁ τοῦ νεανίσκου πατὴρ ὡς
5003187 ἐθεσπισεν
νόμοις λέγει , ἐπειδὴ Λακωνικοὺς νόμους ἐν τῇ Αἴτνῃ Ἱέρων ἐθέσπισεν , ἢ ὅτι οἱ ἐν τῇ πόλει κατοικισθέντες Γελῷοι
φῶς μητρὸς ἐκ γονῆς μολεῖν ἄγονον Ἀπόλλων Λαΐωι μ ' ἐθέσπισεν φονέα γενέσθαι πατρός : ὦ τάλας ἐγώ . ἐπεὶ
4997823 εὐκλεης
δειλίας θανεῖν ς ' ὕπο , οὑμὸς δ ' ἀμαρτύρητος εὐκλεὴς πόσις , ὃς τούσδε παῖδας οὐκ ἂν ἐκσῶσαι θέλοι
τεθνεώτων . ὅμως δὲ τοῖς προσθοδόμοις Ἀτρείδαις ὁ γόος ὁ εὐκλεὴς ὁμοίως χάριτες κέκληνται . χάριτες ] χάριτας δὲ νεκρῶν
4996403 ἀδικος
οὐ γὰρ δύναταί τις πρὸς ἑαυτὸν καὶ τὸ ἴδιον μέρος ἄδικος εἶναι , οὐδὲ τὸ ἴδιον κτῆμα προαιρεῖταί τις βλάπτειν
, ᾧ ταὐτὸν δύναται κατὰ τὸν προειρημένον τρόπον τὸ ἄνθρωπος ἄδικος οὐκ ἔστιν : ὡς γὰρ συντόμως εἰπεῖν , ἡ
4994487 σεμνος
αὐτὴν τιθεμένην , χωρὶς τῶν προοιμίων . σεμνὸς ] τὸ σεμνός διττῶς λέγεται , καὶ ἐπὶ τοῦ ὑπερηφάνου καὶ ἐπὶ
: καὶ γὰρ ἐκ τοῦ ἐναντίου σώφρων μὲν λόγος ὁ σεμνός , ὁ δὲ τὸ ἐκπρεπὲς κάλλος ἐπιτηδεύων ἐπίβουλος .
4994301 ματαιᾳ
, δρᾶν παρεσκευασμένος , θεοὺς ἀτίζων , κἀπογυμνάζων στόμα χαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸν πέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ '
Θησέα ἱστορεῖ Θ . ἐν τοῖς πρώτοις καιροῖς . Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται : Αἰσχύλου : τὸ μὲν ἀπόφθεγμα Βίαντος
4984056 λαχων
, ὁ παρὼν καὶ τὴν καλὴν δίκην [ αὐτῷ ] λαχών . περὶ οὗ τὰ μὲν ἄλλα τί δεῖ λέγειν
' ἔστω καὶ ἀπηγόρημα , τῶν μὲν ὡς ἄπειρος ὁ λαχών , τῶν δ ' ὡς ἔμπειρος : ὃς δ
4979787 κατεγνωσθη
σαφῶς τοὺς ἑτέρους συκοφαντήσομεν . εἰ μὲν γὰρ ὀρθῶς ἐκεῖνα κατεγνώσθη , ἠδίκουν μὲν , ὡς ἔοικεν , ἐκεῖνοι ,
μεθα : κατὰ πρόσωπον δὲ πένης καὶ πλούσιος ἐχθροί , κατεγνώσθη θανάτου παρὰ τοῦ δήμου ὁ πένης , παρεδόθη τῷ
4975266 πρακτικος
δὲ ἡ ἐμπαθής , ἁμαρτάνει . καὶ ἀεὶ μὲν ὁ πρακτικὸς νοῦς ἕνεκά του , ὁ θεωρητικὸς δ ' οὔ
καὶ τὸ κοινωνεῖν τὴν φρόνησιν τῷ νῷ κατὰ τοὔνομα . πρακτικὸς γὰρ νοῦς ἡ φρόνησις ὀνομάζεται , περὶ τὰ συμφέροντα
4969124 ἀποθανων
[ τοῖς ] ? [ κάτω ] δίδωσιν [ ] ἀποθανὼν δίκην . γυναῖκα ] ? ? [ λαβεῖν ]
τοιούτων τὴν αὑτοῦ μοῖραν ἀναπλήσει , σχεδὸν ἐάνπερ ἔτ ' ἀποθανὼν ᾖ , μήτε μεθέξειν ἔτι πολλῶν τότε καθάπερ νῦν
4968669 σεβει
. τί δή ; τόδ ' Ἑλλὰς νόμιμον ἐκ τίνος σέβει ; ὡς μὴ πάλιν γῆι λύματ ' ἐκβάληι κλύδων
. θεοστυγήτῳ δ ' ἄγει βροτῶν ἀτιμωθὲν οἴχεται γένος . σέβει γὰρ οὔτις τὸ δυσφιλὲς θεοῖς . τί τῶνδ '
4960144 κρατηθεις
πρῶτος ἠξίωσα περὶ καταλύσεως τοῦ πολέμου διαλέγεσθαι , οὔτε μάχῃ κρατηθεὶς ὑφ ' ὑμῶν οὔτ ' ἐπισιτισμοὺς εἰσάγεσθαι κωλυόμενος οὔτε
πεφαρμακωμένον τοῦτον χιτῶνα , ὑφ ' οὗ δραστηρίῳ καὶ πυρώδει κρατηθεὶς τῷ κνησμῷ τελευτᾷ ἐν τῷ πλησίον ποταμῷ ἐξ οὗ
4955581 δολιῳ
βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ . [
βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ . αὐχεῖς
4955183 ἰστω
καὶ ποιητὴν τῶν συμπάντων ὁρᾶν , ἐπ ' ἄκρον εὐδαιμονίας ἴστω προεληλυθώς : οὐδὲν γὰρ ἀνωτέρω θεοῦ , πρὸς ὃν
σύν τε δίκᾳ , τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα . ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον . εἰ γὰρ ἅμα
4949948 προφητης
διὰ τοῦ στόματος ἔχομεν ἐκβαλεῖν αὐτήν . καὶ εἶπεν ὁ προφήτης : στόμα πρὸς στόμα ἐλάλουν τοῦ θεοῦ , καὶ
ἐργασίας πλέκτοντας . ” ταῦτα δὲ αὐτοῦ λέγοντος , ὁ προφήτης , “ μάντις Ἀπόλλων , ” εἶπε , “
4949247 βλαπτων
Ἀμυνόμενος : μαχόμενος , βοηθούμενος παρά τινος , ὑπερπολεμῶν , βλάπτων : ἀμύνω δοτικῇ τὸ βοηθῶ , ἀμύνομαι αἰτιατικῇ παθητικῶς
τοῦ ἔτους , καὶ κατὰ πῆξιν ὁ κακοποιὸς ἐκεῖνος τύχῃ βλάπτων τὸν ἐπιμερίζοντα ἢ τὸ ζῴδιον τοῦ ἔτους ἢ τὸν
4948273 κλεπτης
δὲ , ὧν ἄλλος τις ἰδιώτης κύριος ἦν : οὐκοῦν κλέπτης εἰμὶ , οὐχ ἱερόσυλος : πάλιν δὲ ὁ κατήγορος
τοῖς οὕτω διακειμένοις . ποῖος γὰρ ἔτι τύραννος ἢ ποῖος κλέπτης ἢ ποῖα δικαστήρια φοβερὰ τοῖς οὕτως παρ ' οὐδὲν
4939306 νικησει
ἀσύμφορος τῷ ἄδικον δίκην εἰσάγοντι , ὁ δὲ δικαίως ἐγκαλῶν νικήσει . Ἐκκείσθω δὲ καὶ τὰ ἐκ τῶν ἐπῶν Δωροθέου
Μηδικὸν τὸν Μαραθῶνα ποιεῖς . ὦ Κυναίγειρε , τὴν ναυμαχίαν νικήσει βασιλεύς : τῆς μάχης μόνῳ Κυναιγείρῳ εἴσεται χάριν .
4937903 παραβας
ἑκουσίου μοχθηρίας : αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο . Τοῦτον παραβὰς τὸν νόμον Ἀλκιβιάδης ἐδυστύχει , οὐχ ὁπότε αὐτὸν Ἀθηναῖοι
καὶ διανοίᾳ παράβασιν εἶναι ῥητοῦ , καὶ κρίνεταί τις ὡς παραβὰς τὸ ῥητὸν , πῶς ὁ φεύγων δύναται ῥητὸν προτείνεσθαι
4932558 Νομος
στεναγˈμὸν βαρύν : ἦν διακρῖναι ἰδόντα πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν
συνήθεια τρέψασα τὸ α εἰς ε , λέγει νερόν . Νόμος . παρὰ τὸ νέμω ῥῆμα . ὁ νέμων πᾶσι
4930594 ἐαντε
εὑρίσκοι τοὺς ἄρχοντας ἀληθῶς ἐπιστήμονας καὶ οὐ δοκοῦντας μόνον , ἐάντε κατὰ νόμους ἐάντε ἄνευ νόμων ἄρχωσι , καὶ ἑκόντων
κἂν πάνυ φαῦλος ᾖ ὁ λέγων , ἐάντε γυνὴ ἀκούῃ ἐάντε ἀνὴρ ἐάντε μειράκιον , ἐκπεπληγμένοι ἐσμὲν καὶ κατεχόμεθα .
4926949 μισουμενος
κατελθὼν ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς εἰς τὸ ἄστυ , μισούμενος ὑπὸ πάντων λιμῷ ἀπέθανεν . Οἱ δ ' ἐν
. ἐγκαλῶ γὰρ ἐμαυτῷ , τοῦ πατρὸς ἀναγκάζοντος , ὅτι μισούμενος οὐ δέον φιλῶ καὶ φιλῶ πλέον ἢ προσῆκεν .
4924684 νοσει
καὶ τὰς ἐπιμενούσας εἶναι μικράς . ἔνια δὲ καὶ ῥιγώσαντα νοσεῖ , καθάπερ ἡ ἄμπελος : ἀμβλοῦνται γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ
, οἷον ἐὰν εἴπω οὐχ ὑγιαίνει Ἄνυτος , δῆλον ὅτι νοσεῖ . ἐπὶ δὲ τῶν μὴ οὕτως ὄντων ῥημάτων πάντα
4923853 θεοφιλης
μάλιστα καὶ εὐτυχὴς καὶ μακάριος καὶ ὄλβιος καὶ εὐσεβὴς καὶ θεοφιλὴς καὶ ἀξιωματικός , βασιλικός τε καὶ στρατηγικὸς καὶ πολιτικὸς
πράξεων . τοιγαροῦν μετ ' ὀλίγων ἄλλων φιλόθεός τε καὶ θεοφιλὴς ἐγένετο , καταπνευσθεὶς ὑπ ' ἔρωτος οὐρανίου καὶ διαφερόντως
4922279 λεξας
ἀλλὰ ξὺν τοῖς θεοῖς ἐπίωμεν ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας . Τοιαῦτα λέξας ἐπεψήφιζεν αὐτὸς ἔφορος ὢν ἐς τὴν ἐκκλησίαν τῶν Λακεδαιμονίων
καὶ μὴ ταχέως οὕτως ἐπιδραμεῖν σου τῇ διαβολῇ , ἐκεῖνο λέξας τἀληθέστατον ἂν εἴποιμι , ὦ Φιλοστέφανε , διότι θορυβεῖσθαι
4913859 ἐπιορκος
δὲ ἔχει τοῦ δυνατοῦ ὅτι εἰ καὶ Φίλιππος ἄδικος καὶ ἐπίορκος , ἀλλ ' ὅμως βίᾳ καθέξει τὰ πράγματα .
βασάνῳ τἀληθῆ λέγειν καταναγκάσομεν ; καὶ τίς οὐκ οἶδεν ὡς ἐπίορκος ἀεὶ καὶ ἄπιστος ἡ τῶν ἀνδραπόδων φύσις καὶ τῶν
4912509 καταδικος
ἀκούειν ] πάρεστιν . γινώσκετε . τροπαιουχήσας . ἔσεται . κατάδικος . τιμωρητέος , δίκας ὀφείλων . μεμπτός : διὰ
πράγματα αἵρεσις , καταδίκη , κατάγνωσις , καὶ ὁ ἀνὴρ κατάδικος : ἀπὸ μὲν τούτου μόνου ὄνομα , τὰ δ
4901791 ἐπιταραχος
χρόνον ἀποτελῶσι , μετὰ τὸν κύκλον ἡ τοῦ συνδέσμου λύσις ἐπιτάραχος καὶ ἐπιζήμιος γενήσεται . Κρόνος δὲ ἀπὸ Αἰγόκερω καὶ
καὶ ἐν ὀχλήσει γινομένους . Ζεὺς Ἄρει , βλαβερὸς καὶ ἐπιτάραχος ὁ ἐνιαυτὸς καὶ πρὸς ὑπερέχοντας ἔχθρας καὶ διαβολὰς καταγνώσεις
4896073 νικᾳ
ταὐτὸ ἀμφισβητούσαις , ἐνῆν ποιήσασθαι συνθήκας , ἐὰν ἡ ἑτέρα νικᾷ , μετεῖναί τι καὶ τῇ ἡττηθείσῃ : καδίσκος γὰρ
; ἔτι μάχῃ ; πόσας ἔτι ψυχὰς ἔχεις ; οἴμοι νικᾷ νεκρὸς ἡμᾶς Ἀθηναῖος . ἄνδρες , μηκέτι βάλλετε :
4889379 ποριζομενος
σκηνὴν ἐπεδείκνυ Ἰουλιανός , ἀνέσεις τινὰς τοῖς στρατιώταις καὶ ἡδονὰς ποριζόμενος . Ὅτι τοσαύτη ἐν τοῖς προαστείοις Κτησιφῶντος ἀφθονία τῶν
προοίμιον ὁ Πίνδαρος πάλιν ἑαυτῷ τῆς τοῦ ἐπινίκου γραφῆς μισθὸν ποριζόμενος . φησὶ δὲ , ὅτι τῶν λυρικῶν οἱ παλαιοὶ
4887729 πρεπων
ὅσον , αὐτὸς δὲ ὡς γενναῖός τε καὶ σώφρων καὶ πρέπων κατασχεῖν ἃ διανοεῖται , πέμπωμεν ἐφ ' ἃ ὥρμηκεν
ὅτι τοῖς μεγάλοις πράγμασι καὶ περὶ τηλικούτων λόγοις ἁρμόδιος καὶ πρέπων ὁ ὑψηλὸς χαρακτήρ . Ϙγʹ Ἀλλὰ τῶν προτέρων συγγνώμην
4887676 συμβουλος
σύνθετα . σύλλογος , σύνοδος , σύγκλητος , συνεκκλησιαστής , σύμβουλος , σύσσιτος συσσιτία , συμπότης , συλλογεύς , συστρατιώτης
, καὶ εἰς ὁμόνοιαν ἤδη ποτὲ καταστῆσαι τὴν στάσιν ὑμῶν σύμβουλος καὶ διαιτητὴς ἀμφοῖν γενόμενος : κωλύομαι δὲ πράττειν αὐτὰ
4879964 ἀψευδεστατος
καὶ αἰεὶ αὐτῇ συνοικέει : ἐὼν δὲ ἐν τοῖσι ἑωυτοῦ ἀψευδέστατος , ὅμως ἔστιν ὅτε καὶ ψεῦδος ἀγαθῷ κεράσας παρέχεται
' οἶκον ἐστρωφᾶτο μισητὸς βάβαξ . Ζεὺς ἐν θεοῖσι μάντις ἀψευδέστατος , καὶ τέλος αὐτὸς ἔχει . ει [ οι
4870151 πονηρος
μᾶλλον πέφυκε τἀνθρώπῳ . Ὁ δ ' αὖ οὐ πάνυ πονηρὸς καθέστηκεν ἀπὸ τῆς τῶν χρωμάτων τεκμαιρομένων ἡμῶν οἰκειότητος .
ἔλυσε τοὺς νόμους : εἰ δ ' ἐκβαλεῖν ἀπάτην ἣν πονηρὸς ἄνθρωπος ἐνέθηκέ σοι , μένει μὲν Ἱεροκλῆς ἐν τῷ
4869193 ἐλπιζοντων
τοῖς ἱκετεύουσιν . ἄνθρακες ὁ θησαυρὸς ἦσαν : ἐπὶ τῶν ἐλπιζόντων μὲν ἀγαθά , κακουμένων δὲ ἀφ ' ὧν ἦν
ἠμελῆσθαι , ὡς εἰρήνην ἀγόντων αὐτῶν καὶ οὐ δεδοικότων οὐδὲ ἐλπιζόντων ἐπιβουλήν ἐπεγένετο : τοῖς Πλαταιεῦσι . ξυνεστραμμένον : εἰς
4863680 ἀστων
δυσχίμου πλημυρίδος , πλόκαμον ἰδούσῃ τόνδε : πῶς γὰρ ἐλπίσω ἀστῶν τιν ' ἄλλον τῆσδε δεσπόζειν φόβης ; ἀλλ '
παῖδα δ ' οὔτ ' ἐμὴν κτενῶ οὔτ ' ἄλλον ἀστῶν τῶν ἐμῶν ἀναγκάσω ἄκονθ ' : ἑκὼν δὲ τίς
4863077 ἀνδρειος
περὶ ἀδοξίαν ἢ πενίαν ἢ νόσον ἢ ἀφιλίαν ἀδεὴς ὁ ἀνδρεῖος : ἔνια γὰρ δεῖ φοβεῖσθαι τούτων , καὶ αἰσχρὸν
ὁ δὲ τὰς δυνάμεις ἀναλαβὼν ὑπεχώρει , καίτοι ἀνὴρ ὢν ἀνδρεῖος , ὡς ἐν πολλοῖς δέδειχεν . Οἱ βάρβαροι δὲ
4855548 δοτηρ
καὶ ἡγεμὼν καὶ ταμίας ὄντων καὶ γιγνομένων ἁπάντων , οὗτος δοτὴρ ἁπάντων , οὗτος ποιητὴς , οὗτος ἐν μὲν ἐκκλησίαις
δωτῆρες ἑάων ” . οὕτως ἕτης ἑτήρ , καὶ ὡς δοτὴρ δώτωρ , οἷον „ δῶτορ ἑάων „ , οὕτως
4852285 πεπαιδευμενος
πεῖραν ἔλαβεν αὐτῶν : καὶ ὁ μὲν ἔν τισι μερικοῖς πεπαιδευμένος ἐκεῖνα κρινεῖ καλῶς , ὁ δὲ περὶ πᾶν πεπαιδευμένος
λέγει , ὡς ἂν εἰ ἔλεγε “ σώφρων εἰμι καὶ πεπαιδευμένος ” . ὁ δὲ αὐχεῖ ἐπὶ τῷ κλέπτειν .
4852024 μισοπονηρος
μέγας , πλούσιος , πεπαιδευμένος , πολύφιλος , παρρησιαστικός , μισοπόνηρος , δικαιοκρίτης , καὶ πολλοὶ ἐπ ' αὐτὸν καταφεύγουσι
καινοτάτας καὶ παρηλλαγμένας , ἃς ἐμεγαλούργησεν ἡ πάρεδρος τῷ θεῷ μισοπόνηρος δίκη , τῶν τοῦ παντὸς δραστικωτάτων στοιχείων ἐπιθεμένων ὕδατος
4843436 γιγνομενος
ταὐτὰ ἔχοντα ἀεί . λόγος δὲ ὁ κατὰ ταὐτὸν ἀληθὴς γιγνόμενος περί τε θάτερον ὂν καὶ περὶ τὸ ταὐτόν ,
παίζειν τοῖς τοιούτοις , καὶ πρὸς ἀφροδισίοις [ οὗτος ] γιγνόμενος , ἐὰν καὶ πάνυ τύχῃ ἐρῶν , μέμνηται τοῦ
4843267 ἐντολων
ἤματα δάκρυ χέουσα . ἡ δὲ Πηνελόπη τῶν τοῦ Ὀδυσσέως ἐντολῶν μνημονεύει , φήσαντος ὁπότε ἐξῄει τῶ οὐκ οἶδ '
θαυμαστή σου δύναμις καὶ πειθὼ κατὰ τοὺς λόγους ἡττᾶτο τῶν ἐντολῶν τοῦ Διονυσίου : καὶ Πόλλις ἐκείνῳ μὲν συνεβάλλετο ,
4843252 ἀρωγος
' ἀναπτυχαί : πῶς ποτε ἐκφύγω τὰς παρούσας τύχας : ἀρωγός : φανείη δηλονότι : τοῦτο γὰρ ἀπὸ κοινοῦ :
ἐν συνθέσει ἀποφήλιος , καὶ τροπῇ ἀποφώλιος , ὡς ἀρήγω ἀρωγός καὶ ῥήσσω ῥωγμός . : ῥωχμὸς ἔην γαίης ,
4843162 Ὁστις
' ἑκάτερα ἑκατέροις συντεταγμένοις ἰσομέτρητά τε καὶ ἰσοχειλῆ εἶναι . Ὅστις οὖν τῆς ἁρμονίας ταύτης ἐρᾷ , καὶ ἐθέλει ἠχεῖν
διαπόντιος : οὕτω τι τἀλλότρι ' ἐσθίειν ἐστὶ γλυκύ . Ὅστις διαπλεῖ θάλατταν ἢ μελαγχολᾷ , ἢ πτωχός ἐστιν ,
4837418 ταραττομενος
τὸ μὲν διώκων τὸ δὲ φεύγων , καὶ διὰ τοῦτο ταραττόμενος , οὐδέποτε εὐδαιμονήσει . ἤτοι γὰρ πᾶν ὃ διώκει
ταύρῳ λασίῳ τὸ μέγεθος . οὗτος οὖν ὅταν διώκηται , ταραττόμενος ἀφίησι πυρῶδες καὶ δριμὺ ἀποπάτημα , ὡς ἀκούω ,
4836718 βοηθων
φεύγων , ἀλλὰ πάσης τῆς ἀγέλης προμαχόμενος καὶ τοῖς ἀσθενέσι βοηθῶν , προθυμούμενος σῴζειν τὸ πλῆθος ἀπὸ τῶν χαλεπῶν καὶ
Νεοπτόλεμος , Πριάμου πόλιν ἐπεὶ πράθε : τεθνηκότων δὴ τῶν βοηθῶν ἐν Πυθίοις δαπέδοις κεῖται . ποίων δὲ βοηθῶν ;

Back