' ἑκάτερα ἑκατέροις συντεταγμένοις ἰσομέτρητά τε καὶ ἰσοχειλῆ εἶναι . Ὅστις οὖν τῆς ἁρμονίας ταύτης ἐρᾷ , καὶ ἐθέλει ἠχεῖν | ||
διαπόντιος : οὕτω τι τἀλλότρι ' ἐσθίειν ἐστὶ γλυκύ . Ὅστις διαπλεῖ θάλατταν ἢ μελαγχολᾷ , ἢ πτωχός ἐστιν , |
, ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν | ||
. ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ |
ἀπόρου σχήματος καὶ ματαία ἡ σκέψις διότι οὔτε ἀλαζὼν οὔτε ἀνόητος ἀρετή , οἷοι δὴ καὶ τυφλοὶ πόνοι πάντες οἱ | ||
Ὑπέρβολος ὁ λυχνοποιὸς καὶ Διοκλῆς ὁ λωποδύτης καὶ Μελιτίδης ὁ ἀνόητος . Καὶ τί σοι λέγομεν τὸν Ἀπόλλω ; ὁρᾷς |
λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν πρᾶγμα χρηστὸς ὢν ποιεῖ . Ὡς ἡδὺ συνέσει | ||
† ἐργάζεται . Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου . Οὐδεὶς ὃ νοεῖς μὲν οἶδεν , ὃ δὲ ποιεῖς βλέπει |
] εἰς γάμον ἠγόμην . ὄζων τρυγός : ἁπλῶς εἰπεῖν πλουτῶν πᾶσι πράγμασι τοῖς ἐξ ἀγρῶν τῷ βίῳ χρησίμοις . | ||
θρασύτητα δὲ τὸν Ἀγύρριον κωμῳδοῦσι . πέρδεται δὲ , στρηνιᾷ πλουτῶν , ἐπεὶ τοῖς πολυφάγοις παρέπεται τὸ πέρδεσθαι . ] |
καὶ καθαρώτερον ἐκ τῶν εἰκότων ἀνθρώπῳ προσφέροιτ ' ἂν ἢ ὅστις δύναιτο ὁποίους χρὴ καὶ ὁπόσους καὶ πρὸς ὁποίους καὶ | ||
' οἶσθα κάττυμ ' , οὐδ ' ἐγὼ χορδεύματα , ὅστις ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῦ βοὸς τοῖς ἀγροίκοισιν πανούργως , |
οἰκειότατον δὲ κακίας ὄνομα σύγχυσις : οὗ πίστις ἐναργὴς πᾶς ἄφρων , λόγοις καὶ βουλαῖς καὶ πράξεσιν ἀδοκίμοις καὶ πεφορημέναις | ||
, φθονεῖς , ταράσσῃ , μεταβάλλῃ : διὰ ταῦτα ὁμολογεῖς ἄφρων εἶναι . ἐν δὲ τῷ φιλεῖν οὐ μεταβάλλῃ ; |
οὐ δύναται . Ἑρμηνεία . Γαστρὸς τὸν κόρον οὐκ οἴσει πρᾶος ἀνήρ , Ἡ δὲ κτηνώδης φύσις εἰς ἄγαν φέρει | ||
[ εἴτε ] ? οἶστρος ἢ κεραυνὸς [ εἴσελθε ] πρᾶος ? ? τασδ ? [ αἰσχρὸν ] ? δὲ |
τωθαστικός , καγχαστής , ἄπληστος , συρφετώδης , χαῦνυς , πάροινος ἔξοινος , ὑγρός , σφαλερός , δυσόργητος , μεθύων | ||
διδόναι κέκριται , Ἀντιφάνης ἐν Λυδῷ εἴρηκε : Κολχὶς ἄνθρωπος πάροινος . σὺ δὲ παροινῶν καὶ μεθύων οὐδέπω κόρον ἔχεις |
, καὶ διὰ τοῦτο αἱρετόν ἐστιν . αἱρεῖται γὰρ ὁ σπουδαῖος καὶ ζῆν καὶ αἰσθάνεσθαι καὶ νοεῖν , ὅτι αἰσθάνεται | ||
τὸ ἡδὺ καὶ τὸ ἵλεων τοῦτο : ἵλεως δὲ ὁ σπουδαῖος ἀεὶ καὶ κατάστασις ἥσυχος καὶ ἀγαπητὴ ἡ διάθεσις ἣν |
ἄλλων ἕνεκα τοιούτους εἶναι , γιγνώσκοντας ὅτι , ἐάν τις πρόθυμος εἰς ὑμᾶς ᾖ , οὐ μόνον ἡμᾶς ὠφελήσετε : | ||
προδοσίαν , ὅτι τὸν κατὰ Ῥωμαίων πόλεμον ἐκφέρειν οὐκ ἦν πρόθυμος , ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ κοινῷ μόνος ἀντέλεγε τοῖς |
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον | ||
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος : |
τίκτοντι εἰς γένεσιν τοῦ ὁμοίου ἀπὸ ὀρέξεως ἐμφύτου μετὰ δικαιοσύνης ξυνών , καὶ διορίζων τὸ θῆλυ : οὗτος θεῶν Γαμηλίων | ||
: καὶ τελευτῶν οὐκ ὤκνησεν ἀποφήνασθαι τοιοῦτον εἶναι οἷσπερ ἥδεται ξυνών . Οὐκοῦν δίκαιον καὶ περὶ Τιμάρχου τοῖς αὐτοῖς ὑμᾶς |
ἀφαρὶ λέγουσι τὸ ἐσπουδασμένως καὶ ἀπερισκέπτως . Αἱμύλος , ὁ πανοῦργος . παρὰ τὸ δαίω , δαίσω , δαίμων ὁ | ||
ἔφυσας , διὰ ταῦτα καὶ βρέφος ἀξιοῖς νομίζεσθαι γέρων καὶ πανοῦργος ὤν ; Τί δαί σε μέγα ἠδίκησα ὁ γέρων |
ἐκεῖνα : ἢ ἐλεύθερος ἢ δοῦλος , ἢ πεπαιδευμένος ἢ ἀπαίδευτος , ἢ γενναῖος ἀλεκτρυὼν ἢ ἀγεννής , ἢ ὑπόμενε | ||
. Ἄγροικος ὁ ἐν ἀγροῖς διατρίβων , ἀγροῖκος δὲ ὁ ἀπαίδευτος . Τὰ εἰς ας ἀρσενικὰ δισύλλαβα βαρύτονα ἔχοντα τὸ |
ἐμαυτοῦ νομίζω , καὶ γὰρ εἶ κοινὸν ἀγαθὸν πάσης Σικελίας εὐτυχῶν . δὸς οὖν μοι σχολάζοντα σεαυτὸν καὶ ἀκούσῃ μεγάλα | ||
παιδαρίου γνώμην ἔχει . κοινὸν ἀγαθόν ἐστι τοῦτο , χρηστὸς εὐτυχῶν , πόλει . εἴπερ τὸν ἀδικοῦντα † μενως ἠμύνετο |
τὸ α πρῶτος ἐδίκαζε , καὶ οἱ ἄλλοι ὁμοίως . ὑβρίζει αὐτήν . . λαχοῦς ' : Κληρωθεῖσα . ἔπινες | ||
, λυτικοὶ κακῶν . Λωβᾶται , βλάπτει , λυμαίνεται , ὑβρίζει . Μαθηματικόν , ἀντὶ τοῦ φιλομαθῆ . ἐν Τιμαίῳ |
' εὖ οἶδ ' ὅτι οὐδεὶς οὕτω τολμηρὸς ἔσται οὐδὲ ἀπονενοημένος ἄνθρωπος . ὡς δὲ καταφανὲς ὑμῖν ἔσται , ὦ | ||
παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός , ἰταμός , ἀπονενοημένος , παραβεβλημένος : τὸ γὰρ λεουργὸς παρὰ Ξενοφῶντι φορτικόν |
τοῦτο καὶ τὸ ἀλεξιφάρμακος ἀπὸ τοῦ ἀλέξω γέγονε καὶ τοῦ κακός , ἀλεξώκακος καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς ι ἀλεξίκακος | ||
ἐφ ' ἑστίαν . πρὸς τοῖσδε νῦν ἄκουσον ὡς φαίνηι κακός : χρῆν ς ' , εἴπερ ἦσθα τοῖς Ἀχαιοῖσιν |
ἄψ γέγονεν ἐκβολῇ τοῦ ψ ' . . . . αὐθάδης : αὐτάρεσκος , θυμώδης : εἴρηται ὁ ἑαυτῷ ἁδῶν | ||
ἐνδείξασθαι τὸ παραστάν . ἡ δὲ τῶν ποιητῶν τέχνη μάλα αὐθάδης καὶ ἀνεπίληπτος , ἄλλως τε Ὁμήρου , τοῦ πλείστην |
ἀποδύων , ἁρπάζων , ἀφαιρούμενος , παρεισπράττων , ἰταμός , ἀναίσχυντος , ἀπηρυθριακώς , δυσχερής , ἀνήμερος , ἄγριος , | ||
ἐρᾶν . καὶ ἐγὼ ἔσομαι τοίνυν ὁμοία τις αὐτῷ [ ἀναίσχυντος ] καὶ οὐκ ἀφήσω τὸν ἐμὸν Τίμαρχον . ἔρρωσο |
Ἀλεξίου ἄρχοντος , εὐθὺς ἐγυμνασιάρχουν εἰς Προμήθεια , καὶ ἐνίκων ἀναλώσας δώδεκα μνᾶς . καὶ ὕστερον κατέστην χορηγὸς παιδικῷ χορῷ | ||
ἐπιθυμητικῶς . ἐν εἰρωνείᾳ . . μνᾶς : Λίτρας . ἀναλώσας : Ἐξοδιάσας . λογίσασθαι : Λογαριάσαι ἡμῖν . Θ |
οὐ γὰρ δύναταί τις πρὸς ἑαυτὸν καὶ τὸ ἴδιον μέρος ἄδικος εἶναι , οὐδὲ τὸ ἴδιον κτῆμα προαιρεῖταί τις βλάπτειν | ||
, ᾧ ταὐτὸν δύναται κατὰ τὸν προειρημένον τρόπον τὸ ἄνθρωπος ἄδικος οὐκ ἔστιν : ὡς γὰρ συντόμως εἰπεῖν , ἡ |
ἡ τρὺξ καὶ ὁ ῥύπος τοῦ ἐλαίου . ἀλαζών ] ἀναιδής , κενόδοξος . , ὑπερήφανος . ἀλαζών . . | ||
: κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής : σεσημείωται τὸ κοῖλον , ἐξ οὗ καὶ τὸ |
γὰρ πάλιν ἀναβλέψαι . Τί φῄς ; Ἅνθρωπος οὗτός ἐστιν ἄθλιος φύσει . Ὁ Ζεὺς μὲν οὖν οἶδ ' ὡς | ||
θ ἀρτίφρων ] ἐν αἰσθήσει γεγονώς . Ξ μέλεος ] ἄθλιος . ἀθλίων ] τῶν παρανόμων . ἀθλίων ] τῶν |
Ὅτι δ ' οὐκ ἔστιν ὀρθῶς ἡγεῖσθαι , ἐὰν μὴ φρόνιμος ᾖ , τοῦτο ὅμοιοί ἐσμεν οὐκ ὀρθῶς ὡμολογηκόσιν . | ||
ἡ μὲν τρυγὼν ἐκ φύσεώς ἐστι σώφρων ἡ δὲ ἀλώπηξ φρόνιμος ὁ δὲ λέων ἀνδρεῖος ὁ δὲ πελαργὸς δίκαιος : |
ὅτι ὁ μὲν ἐρῶν νοσεῖ , ὁ δὲ μὴ ἐρῶν σωφρονεῖ , καὶ δεῖ τῷ σωφρονοῦντι μᾶλλον ἢ τῷ νοσοῦντι | ||
γὰρ μα - νίαν δυστυχεῖς , τὰ δὲ ἐνύπνιά σου σωφρονεῖ . ” ταῦτά μου διαλεγομένου ὡς πρὸς ἀκούουσαν Λευκίππην |
ἀλλὰ συντρέχειν εὔχομαι τὴν τύχην , ὅπως αὐτοῖς μὴ δόξω ῥᾴθυμος εἶναι . ταῦτ ' ἔφην οὕτως ἔχων εὐημερίας , | ||
ἀδωροδόκητος . ψέγων δὲ ἀμβλύς , ἄμοχθος , ἄμαχος , ῥᾴθυμος , ἀμελής , νωθής , βραδύς , μισοστρατιώτης , |
ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ δειλὸς ἧττον , οὐδ ' ἔλαττον ἀλγεῖς οὐδ ' ἐλαττόνων | ||
ὡς ἔοικε τότε ταῦτα , Γ Ἡρακλῆς πεινῶν καὶ Διόνυσος δειλὸς καὶ μοιχὸς Ζεὺς Γ ὥστε καὶ αὐτοὺς Γ δοκεῖν |
' , ὦ οὗτος , σοί γε , κἂν θύλαξ γένῃ , οὐ προσελεύσομαι . ” ὁ λόγος δηλοῖ , | ||
ἐσίγησεν . “ ἀλλὰ δέομαί σου , Διονύσιε , μὴ γένῃ τοῖς τυμβωρύχοις ὅμοιος μηδὲ ἀποστερήσῃς με πατρίδος καὶ συγγενῶν |
καὶ τοῦ ἀγγέλου τῆς πονηρίας τὰ ἔργα . πρῶτον πάντων ὀξύχολός ἐστι , καὶ πικρὸς καὶ ἄφρων , καὶ τὰ | ||
ἀντὶ τοῦ : διαπαντὸς ὀξύθυμός ἐστιν . δριμεῖα χολά : ὀξύχολός ἐστι , παραδείκνυσιν αὐτοῦ τὸ ὀξύχολον . τὰ Δάφνιδος |
. Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν | ||
τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου |
μεγίστας συμφορὰς πεπονθότας , μάλιστα δὲ ὁ τῶν Ἀθηναίων δῆμος πεφυκὼς πρὸς εὐεργεσίαν καὶ εἰωθὼς τοὺς ἠδικηκότας σῴζειν . διὰ | ||
Διὸς πρόπολος Διώνης εἶπε Τημένωι τάδε : “ ὦ παῖ πεφυκὼς ἐκ γονῶν Ἡρακλέους , Ζεύς σοι [ ] δίδωσι |
ὠφελεῖ τὸν ζηλοῦντα μὴ βλάπτουσα τὸν ζηλούμενον . μικρὰ διδόναι βούλου μᾶλλον ἢ μεγάλα ἐγγυᾶν : ὅ τε γὰρ κίνδυνος | ||
ὁτὲ μὲν βασιλέως , ὁτὲ δὲ ἀλήτου . μὴ οὖν βούλου δευτερολόγος ὢν τὸ πρωτολόγου πρόσωπον : εἰ δὲ μή |
ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν | ||
κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς |
πεπρᾶσθαι . Ἐγώνγα καὐτός φαμι . Τίς δ ' οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο , φανερὰν ζαμίαν ; Ἀλλ | ||
τοιούτων πλευρῶν λέγεται , οὕτω καὶ ὁ ἄφρων καὶ ὁ ἄνους οὐ κατὰ στέρησιν φρενῶν καὶ νοῦ , ἀλλὰ τοιούτων |
τῶν θεοσεβῶν καὶ πατὴρ τῶν δικαίων , κριτὴς δὲ καὶ κολαστὴς τῶν ἀσεβῶν . Ἄναρχος δέ ἐστιν , ὅτι ἀγένητός | ||
τυράννου , μᾶλλον δὲ τύραννος χαλεπώτερος καὶ δεσπότης ἀπαραίτητος καὶ κολαστὴς ὠμότερος καὶ ὑβριστὴς βιαιότερος , τὸ δὲ μέγιστον , |
ἀζημίους δ ' ὠφελείας καὶ συνόλως ἀμιγῆ κακῶν τὰ ἀγαθὰ δωρούμενον ὕμνοις τε καὶ εὐδαιμονισμοῖς καὶ εὐχαῖς θυσίαις τε καὶ | ||
οὐκ ἂν οὕτω ἄφθονα συναγάγοι ὥστε μὴ ἐπιλείπειν διδόντα καὶ δωρούμενον : εἶτα αὕτη αὖθις δευτέρα κακία προσγίγνεται μετὰ τὴν |
τὸ καλὸν ἐρευνῶν : λέγεται σοφιστὴς καὶ ὁ ψεύστης καὶ ἀπατεών : ἐπὶ τούτοις ὀνομάζεται σοφιστὴς καὶ ὁ πλασματογράφος καὶ | ||
, πλειών πλειῶνος , αἰών αἰῶνος , λυμεών λυμεῶνος , ἀπατεών ἀπατεῶνος , Καρνειών Καρνειῶνος , Ἐλεών Ἐλεῶνος Β οἵ |
δὲ σοφία ἐπιστήμη - ἐστίν , ὁ ? ἄρα ? μανθάνων ? ἐπιστήμην [ - ] [ ] ἀναλαμβάνει ? | ||
. Κεγχρεαί , πόλις Τρῳάδος , ἐν ᾗ διέτριψεν Ὅμηρος μανθάνων τὰ κατὰ τοὺς Τρῶας . δευτέρα πόλις καὶ ἐπίνειον |
περὶ ἀδοξίαν ἢ πενίαν ἢ νόσον ἢ ἀφιλίαν ἀδεὴς ὁ ἀνδρεῖος : ἔνια γὰρ δεῖ φοβεῖσθαι τούτων , καὶ αἰσχρὸν | ||
ὁ δὲ τὰς δυνάμεις ἀναλαβὼν ὑπεχώρει , καίτοι ἀνὴρ ὢν ἀνδρεῖος , ὡς ἐν πολλοῖς δέδειχεν . Οἱ βάρβαροι δὲ |
, πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα | ||
, πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ |
ὁ μοιχὸς καὶ ὁ μέθυσος καὶ ὁ κατάλαλος καὶ ὁ ψεύστης καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ὁ ἀποστερητὴς καὶ ὁ τούτοις | ||
κατὰ τῶν πλησίον . ὅτι μὲν οὖν ἐστι φιλαπεχθὴς καὶ ψεύστης καὶ τολμηρός , σχεδὸν ἱκανῶς ἐκ τῶν προειρημένων ὑπεδείχθη |
” Ὦ Εὐάγγελε , σὺ μὲν χρυσῆν δάφνην περίκεισαι , πλουτεῖς γάρ , ἐγὼ δὲ ὁ πένης τὴν Δελφικήν . | ||
ἄνθρωπε , πέρυσι πτωχὸς ἦσθα καὶ νεκρός , νυνὶ δὲ πλουτεῖς . κομψὸς στρατιώτης οὐδ ' ἂν εἰ πλάττοι θεὸς |
ἔστιν ὁ σκοπὸς τοῦ λόγου τοιοῦτος , ὅτι ὡς ὁ ὑγιαίνων ἢ εὐεκτῶν οὐκ ἂν δεηθῇ εἰδέναι ἰατρικὴν πρὸς τὸ | ||
ὀλίγον ἔμπροσθεν . οὕτως ἀποκρινῇ ; Τίς γὰρ ἀποκρινόμενος ἄλλως ὑγιαίνων ἄν ποτε φανείη ; Σχεδὸν οὐδ ' ὁστισοῦν : |
κἀκείνους πάθει προσζεύξῃ ἢ ὅτι ἐν σχήματι ἀνδρὸς ἐφάνη ὁ Πλοῦτος : δεῖ δὲ ἐννοεῖν αὐτὸν ῥυπῶντα καὶ ταπεινὸν τὸ | ||
ἀνθρώποις δοκεῖ εἶναι ἀγαθά . Ταῦτα οὖν τίνα ἐστί ; Πλοῦτος δηλονότι καὶ δόξα καὶ εὐγένεια καὶ τέκνα καὶ τυραννίδες |
τοῦ γ εἰς κ , † οἷον † ὁ μὴ γηρῶν . ἢ παρὰ τὸ κηραίνω : ὤφειλεν εἶναι ἀκήραντος | ||
στερητικοῦ α ἀγήρατος καὶ ἀκήρατος , ὁ ἄφθαρτος καὶ μὴ γηρῶν , . , . * . Ἀκηχέδαται : λυποῦνται |
, εἰπεῖν πρὸς τοὺς παρόντας ὡς τυφλόν ἐστι τοῦ μέλλοντος ἅνθρωπος : ἐκφαγεῖν γὰρ ἂν Ἀθηναίους τοῖς αὑτῶν ὀδοῦσιν , | ||
τῶν Ἀχαιῶν ; ἐροῦμεν , νὴ Δία : πρώην ἔγημεν ἅνθρωπος καὶ συγγνώμη τῆς γυναικὸς ἐχομένῳ . τοῦτο γὰρ ἡμῖν |
' ἄελπτον . καὶ μὴν παρών γε κοὐ λόγους ἄλλων κλύων , Πέρσαι , φράσαιμ ' ἂν οἷ ' ἐπορσύνθη | ||
Αὐτὸς βαρεῖαν ξυμφορὰν ἐν ὄμμασιν πατρὸς δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων . Ποῦ δ ' ἐμπελάζεις τἀνδρὶ καὶ παρίστασαι ; |
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος | ||
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν |
θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής , | ||
ἐκείνου παρελόμενος αὐτὸς ἐπεγράφη τῷ κατορθώματι . ὡς εἴ τις ἀγνώμων ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ ἀμητῷ ἐκ τῆς ἅλω ἐκβαλὼν |
σῖτον ἄγοι καὶ ἐν Κιλικίᾳ κρόκον : λείπει , οὐ φρονεῖ ἤ τι ἄλλο τοιοῦτον : λέγεται γὰρ ἐπὶ τῶν | ||
δὲ πλοῦτον ἢ σθένος μᾶλλον φίλων ἀγαθῶν πεπᾶσθαι βούλεται κακῶς φρονεῖ . στείχομεν οἰκτροὶ καὶ πολύκλαυτοι , τὰ μέγιστα φίλων |
τῆς ῥητορικῆς λόγους , ἀκηκοότων δ ' ἃ μὴ προσῆκε μάταιος ἐξ ἀμφοῖν ἡ βλασφημία . ἀλλ ' οἶμαι ἅμα | ||
ἔτυχεν : ἢ ἀκαίρως . ὅθεν καὶ εἰκαῖος , ὁ μάταιος . . καταδαρθέντα : Καὶ ὑπνώσαντα καταπεσόντα . . |
, οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ Διὸς ζηλωτὴς καὶ οὗτος ὁ φιλάνθρωπος ἀτεχνῶς . τῶν δὲ ἄλλων Κῦρον μὲν φιλοπέρσην καλῶ | ||
, ἅπερ οὐκ ἐάσει καθ ' ὑμῶν ἰσχῦσαι ψῆφος ὑμετέρα φιλάνθρωπος . Εὔβουλος ἐγράψατο Ἀρίσταρχον ἐπὶ τῷ Νικόδημον πεφονευκέναι : |
' ἑνὸς μ γράφεται : ἄμαθος γὰρ λέγεται παρὰ τὸ ἀμαθὴς * καὶ * ἀμέτρητος εἶναι καὶ ἐν συγκοπῇ ἄμος | ||
καὶ οὐκ εὐτελὴς ὤν , ἠλίθιος δὲ μᾶλλον , οἷον ἀμαθὴς καὶ ἀνόητος , ὃς εἰ παιδευθείη καλὸς ἂν εἴη |
ποθεινοτέρα . καὶ γὰρ δὴ μύρῳ μὲν ἀλειψάμενος δοῦλος καὶ ἐλεύθερος εὐθὺς ἅπας ὅμοιον ὄζει : αἱ δ ' ἀπὸ | ||
τοῦτο γὰρ ἐγώ σε ἐξῄτησα , πότερον δοῦλος εἶ ἢ ἐλεύθερος ; τί δέ μοι τοῦτο διαφέρει ; ” Αἴσωπος |
ταύτην ἀτιμάζεις : ἐπιδειχθήσει θ ' ἅμα ἀτυχὴς γεγονὼς καὶ σκαιὸς ἀγνώμων τ ' ἀνήρ . ” ὅμοιά γ ' | ||
αὐτὸς [ ἐστεφανῶσθαι ] πρότερον . ἀλλὰ πρὸς θεῶν οὕτω σκαιὸς εἶ καὶ ἀναίσθητος , Αἰσχίνη , ὥστ ' οὐ |
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ | ||
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν |
Διοδώρου δὲ σοφιστής , ὑπὸ δὲ Πύρρωνος ἐγένετο παντοδαπὸς καὶ ἴτης καὶ οὐδέν . Ὅ θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ | ||
' ὡς γόης εἶ , φάναι , μήθ ' ὡς ἴτης μήθ ' ὡς ἀλαζὼν μήθ ' ὡς φιλοχρήματος μήθ |
ἢ καταψηφίζονται τοῦ μὴ ἀπηντηκότος εὐήθης : ἔσθ ' ὅτε μωρὸς καὶ ἄνους , ἔσθ ' ὅτε χρηστὸς καὶ χρήσιμος | ||
τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν , ἔφη , δύναιτο μωρὸς ὢν ἐν οἴνῳ σιωπᾷν ; Θεώρει ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ |
ἄλλην οἶσθα καιριωτέραν βουλὴν ἑτοίμαζ ' , ὡς ἔγωγ ' ἀμήχανος χρησμῶν ἀκούσας εἰμὶ καὶ φόβου πλέως . ξένοι , | ||
πρῶτον μὲν ἔνδοθεν ἐγείρεται καὶ περὶ τὰ χείλη τοῦ πιόντος ἀμήχανος κνησμός , καὶ οἷος δὴ τοὺς χριομένους τῷ ὀπῷ |
τῶν ὁμοιοτήτων δύναται παράγειν , πῶς δὲ ὁ τῆς ἀληθείας ἀνεπιστήμων ἄτακτός ἐστι . Τριῶν δὲ ὄντων τούτων , εὑρέσεως | ||
κατὰ μετάληψιν : μεταλαμβάνει γὰρ ἀντὶ τοῦ οὐκ ἰατρὸς τὸ ἀνεπιστήμων . ὅταν ὁ ῥήτωρ κτλ . . τριττὸς ὁ |
θανεῖν μέλει , πλὴν εἴ τι τέρψω τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς θανών : ὑμᾶς δὲ κλαίω καὶ κατοικτίρω , τέκνα , | ||
, ὅς τις ἔτι ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ [ ἠὲ θανών : ἐθέλω δὲ καὶ ἀχνύμενός περ ἀκοῦσαι . ] |
ἂν δέῃ μὴ ἄπορος δοκῶν εἶναι , καὶ ἔτι ἀναίτιος ἔσῃ παρὰ τοῖς σαυτοῦ στρατιώταις : ἐκ τούτου δὲ μᾶλλον | ||
σοι προνοῶν , ὅπως δὲ αὐτὸς εὔρυθμός τε καὶ κόσμιος ἔσῃ , ἥκιστα πεφροντικώς , ἀλλ ' ἀτιμότερον ποιῶν σεαυτὸν |
νοῦν δὲ ταπεινόν , ὡς ἔχει τὰ τοῦ Λυκόφρονος : ταπεινὸς δὲ ὁ νοῦν μὲν ἔχων ὑψηλόν , λέξεις δὲ | ||
ἤθη πρὸς ἀπόνοιαν ἀποθηριοῦται : πᾶς γὰρ ὁ τῇ τύχῃ ταπεινὸς τοῦ μὲν καλοῦ καὶ τῆς δόξης ἑκουσίως ἐκχωρεῖ τοῖς |
⌋ συμβουλεύοντα : τοῦτο μὲν γάρ ⌊ λαβεῖν ⌋ ⌊ ὅτωι πολεμήσετε ⌋ βουλομένων , οὐχ ἃ τῆι πόλει ⌊ | ||
χρόνωι συνισχνανεῖ . τοὔνομα μὲν οὖν παῖδ ' οἶδ ' ὅτωι κατήινεσας , γένους δὲ ποίου χὠπόθεν μαθεῖν θέλω . |
” , ἐπειδὴ τῆς ἀκαθάρτου φθορᾶς αἴτιον ἡ διάλυσις . μηδέποτ ' οὖν ἰδών τινα τῶν φαύλων οἷς ἂν ἐπιθῆται | ||
ἐν ὀρέξει ἀναπότευκτον , ἐν δ ' ἐκκλίσει ἀπερίπτωτον , μηδέποτ ' ἀτυχοῦντα , μηδέποτε δυστυχοῦντα , ἐλεύθερον , ἀκώλυτον |
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην | ||
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος |
μὲν τὴν φύσιν παράνομος , πρὸς δὲ τὰ ζῷα αὐτὰ ὑβριστής , πρὸς δὲ τὰς τέχνας ἀμαθής , πρὸς δὲ | ||
ἐς τὴν ὑστεραίαν δικασόμενοι ἄμφω , καὶ ὁ μὲν ἀποδόμενος ὑβριστής τε ἠλέγχετο καὶ θυσίας ἐκλελοιπώς , ἃς ἔδει τοῖς |
τὸν μέγαν σπόνδυλον λορδὸν τὸν αὐχένα ἔχειν , ὡς μὴ προπετὴς ἔῃ αὐτέοισιν ἡ κεφαλή : στενοχωρίην μὲν οὖν πολλὴν | ||
νίκας τῆς Ὀλυμπίας τῆς οὔσης παρὰ τῷ Κρονίῳ τεμένει ὁ προπετὴς κλῆρος ὑμᾶς ἀπεστέρησεν , ὦ Ἀλκιμίδη . δελφῖνί κε |
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν | ||
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν . |
, ὡς ὅσων ἂν πόλεων μὴ θεὸς ἀλλά τις ἄρχῃ θνητός , οὐκ ἔστιν κακῶν αὐτοῖς οὐδὲ πόνων ἀνάφυξις : | ||
' , ἐγὼ δ ' ὔμμιν θεὸς ἄμβροτος , οὐκέτι θνητός καὶ ἤδη γάρ ποτ ' ἐγὼ γενόμην κόρη τε |
ῥηθήσεται μαλακός , διότι ἡττήθη ὑπὸ τῶν λυπῶν , ἀλλὰ συγγνωμονικός ἐστι . καὶ ὁ Καρκῖνος τραγικὸς ἦν , ὁ | ||
τὴν ἔλλειψιν ἀποκλίνειν , καθόσον οὐ τιμωρητικός ἐστιν ἀλλὰ μᾶλλον συγγνωμονικός . ἡ δὲ ἔλλειψις κακίζεται , εἴτε ἀοργησία καλεῖται |
, ἤνπερ καὐτὸς ἐντεῦθεν περῶ πρὸς οἶκον , ἢ σοῦ κατθανὼν μενῶ μέτα . γνώμης δ ' ἄκουσον : εἰ | ||
ἐγώ σοι τῶνδε διάδοχος δόμων , ὥστ ' οὐκ ἄτεκνος κατθανὼν ἄλλοις δόμον λείψειν ἔμελλες ὀρφανὸν διαρπάσαι . οὐ μὴν |
κατελθὼν ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς εἰς τὸ ἄστυ , μισούμενος ὑπὸ πάντων λιμῷ ἀπέθανεν . Οἱ δ ' ἐν | ||
. ἐγκαλῶ γὰρ ἐμαυτῷ , τοῦ πατρὸς ἀναγκάζοντος , ὅτι μισούμενος οὐ δέον φιλῶ καὶ φιλῶ πλέον ἢ προσῆκεν . |
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον . φίλων | ||
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον φίλων γε |
τοῦτο οὐκ ἐπιτείνεται πρὸς αὐτά , καὶ ἔστιν ὁ τοιοῦτος χαλίφρων καὶ μαινόμενος : ἢ οἴεται μὲν ὠφέλιμα εἶναι , | ||
ῥητόν νήπιός εἰς , ὦ ξεῖνε , λίην τόσον ἠὲ χαλίφρων , ἠὲ ἑκὼν μεθίεις καὶ τέρπεαι ἄλγεα πάσχων . |
φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου | ||
τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος |
' ἰσχάδων ὁρμαθόν . Ἆρα προὐφείλω τι χρηστὸν τῇ πόλει παραινέσαι ; Εἰ δ ' ἐγὼ γυνὴ πέφυκα , τοῦτο | ||
, περιαγωγάς , νοήματα ἐννοήματα , ἐνθυμήματα . συμβουλεῦσαι , παραινέσαι , ὑφηγήσασθαι εἰσηγήσασθαι , διδάξαι , πεῖσαι , γνώμην |
, ἡσυχίαν ἄγειν ἠγάπησεν . Ἡκέτω δὲ ἡμῖν εἰς μέσον τυφλὸς ὁ παῖς περὶ οὗ ὁ λόγος , χειραγωγούμενος τῷ | ||
τεκμαίρεσθαι τοῖς τοιούτοις , τί ἂν πάθοι τις , εἰ τυφλὸς ὢν ἐπιθυμοίη φιλοσοφεῖν ; τῷ διαγνῷ τὸν τὴν ἀμείνω |
μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , | ||
διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς |
ἔθος Ῥωμαίων Ῥωμαῖοι διαφυλάττοντες : ὃ οὐ μόνον διατετήρηκεν ὁ μακάριος ὑμῶν ἐπίσκοπος Σωτὴρ , ἀλλὰ καὶ ἐπηύξηκεν : ἐπιχορηγῶν | ||
: Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις γὰρ μεθόδῳ πενίαν , τὴν ἀνίατον νόσον |
ὅτι τὰς προλήψεις οὐκ ἐφαρμόζει . ὁ δ ' ὅτι πτωχός ἐστιν , ὁ δ ' ὅτι πατέρα χαλεπὸν ἔχει | ||
πράττων , τῶν ἐπιτηδείων σπανίζων , τῶν ἐφημέρων ἀπορῶν , πτωχός , πτωχεύων , ἀγείρων , προσαιτῶν , μισθωτός , |
τὸ φαινόμενον πιστός ἐστιν ἢ οὔ . εἰ μὲν οὖν πιστός ἐστιν , οὐδὲν ἕξει λέγειν πρὸς τὸν ᾧ φαίνεται | ||
λέγει γὰρ Μωυσῆς ἐν ᾠδῇ τῇ μείζονι : ” θεὸς πιστός , καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ ” . |
, ἀνωϊστί , δόλῳ οὐλομένης ἀλόχοιο . ὣς οὔ τοι χαίρων τοῖσδε κτεάτεσσιν ἀνάσσω : καὶ πατέρων τάδε μέλλετ ' | ||
μὲν δὴ αὐτοὶ Πυθαγόρειον ἤδη τῷ Ἀπολλωνίῳ ἐφάνη καὶ ἠκολούθει χαίρων . Τὸν δὲ ὄχθον , ἐφ ' οὗ οἱ |
ὁ βλεπεδαίμων . ὁ δὲ ἐναντίος ἄθεος , ἀνίερος , ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής , | ||
λαβεῖν τι . βωμολόχος : ἀντὶ τοῦ ” κακοῦργος , ἀσεβής “ . ἀπὸ τῶν λοχώντων τὰ ἐν τοῖς βωμοῖς |
δὲ ἀνὴρ ἐν συνθέσει , κατὰ λόγον ἐπαινετὸν , ὁ θαρραλέος καὶ μὴ ψυχρὸς εἰς ἔργον . . θερμοῖς ] | ||
Ὅμηρος αὔρας ἢ ἀνέμου παῖδα . ἀνύποπτος , ἄφοβος , θαρραλέος . μεμελετηκὼς καὶ πρὸς ἄναντες ἀναθεῖν καὶ πρὸς κάταντες |
ἂν [ οὔτω ] ? : πλὴν ἐπὴν λαλῆι , γνώσηι Κέρδων ὀτεύνεκ ' ἐστὶ καὶ οὐχὶ Πρηξῖνος . κατ | ||
γ ' ἐπελθὼν Ἀσιάδ ' Εὐρώπης θ ' ὅρους . γνώσηι τάδ ' αὐτός . τοῦ θεοῦ δ ' ἕκατί |
γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα | ||
πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ |
διατετέλεκα καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ὑπερεπαινῶν καὶ τοῖς λόγοις οἷς καταλελοίπατε ὁμιλῶν ; αὐτὰ γοῦν ἅ φημι ταῦτα , πόθεν ἄλλοθεν | ||
αὐτῶν τοιγαροῦν μεθ ' ὧν ἥλως . ” [ Κακοῖς ὁμιλῶν ὡς ἐκεῖνοι μισήσῃ , κἂν μηδὲν αὐτὸς τοὺς πέλας |
ἀπὸ τοῦ χειμῶνος . εὐδιόωσα : γαληνιῶσα . γαληναίη : ἀτάραχος , γαληνὴ , καὶ ἥσυχος . γένηται : ὑπάρξει | ||
. ἀπαλλάσσουσιν ] ἀπήλλαξαν ἑαυτοὺς τῶν ἐνθάδε . ἀσφάδαστος ] ἀτάραχος . συμβαλῶ ] συγκλείσω . ἔτεινας ] πολλὰ εἴρηκας |
πόρνη ἡ κατωφερής . δοκεῖ δὲ ἡ τοῦ Νηλέως θυγάτηρ ἀσελγὴς γενέσθαι καὶ ὑπό τινος τῶν βαρβάρων φθαρῆναι . τῷ | ||
τὴν μητρυιὰν προσηυκαίρει κυνηγίαις . Ἀποτυχοῦσα δὲ τῆς προαιρέσεως ἡ ἀσελγὴς κατεψεύσατο τοῦ σώφρονος , ὡς βιάσασθαι αὐτὴν θελήσαντος . |
κορώνῃ παρθένος φέρει σῦκα . θεοί , γένοιτο πάντ ' ἄμεμπτος ἡ κούρη κἀφνειὸν ἄνδρα κὠνομαστὸν ἐξεύροι : καὶ τῷ | ||
καθ ' ἡμᾶς . εὐλόγως οὖν ἔφη : ” γίνου ἄμεμπτος ” , μέγα πλεονέκτημα πρὸς εὐδαίμονα | βίον ὑπολαβὼν |
χειν [ [ ἄλλοϲ ἄλλωι ] γὰρ [ γέγηθε ] κοὔ τι ταυτ [ [ ! ! ! ! ! | ||
βελτίων τ ' ἐϲ πάντ [ ] ' ἀνήρ . κοὔ ] τι πολλὰ δεῖ λέγειν ? ? ? [ |
ποτὶ φῶτα κακόν . πιστὸν γὰρ οὐδὲν γλῶσσα διὰ στόματος λαλεῖ διχόμυθον ἔχουσα καρδίῃ νόημα . ἐποίησε δὲ καὶ ἐλεγεῖα | ||
, πωλῶ τοῦτον εὐθὺς ἐν ἀγορᾷ . αὑτῷ βαδίζει καὶ λαλεῖ καὶ πτάρνυται ἕκαστος ἡμῶν , οὐχὶ τοῖς ἐν τῇ |
Αἰγυπτιακῶν ἔργων „ : ἐπεὶ ζῶν γε ὁ βασιλεὺς καὶ φιλήδονος τρόπος ἐν ἡμῖν γεγηθέναι τὴν ψυχὴν ἀναπείθει ἐφ ' | ||
νομίζων τὰς εὐεργεσίας ] . οὐδεὶς γὰρ οὕτω μαλακὸς οὐδὲ φιλήδονος ὃς οὐχ ἥδεται τῇ αὑτοῦ πράξει , κἂν τύχῃ |
καὶ φιλαργύρους , εἰς μισθοφορὰν καταστήσας . περὶ μὲν δὴ λάλων , ὦ Πλάτων , καὶ ἀργῶν καὶ δειλῶν αὐτόθεν | ||
Ἄλλοισι μὲν γλῶσσα , ἄλλοισι δὲ γομφίοι : ἐπὶ τῶν λάλων καὶ φάγων . Ἀνδρὸς γέροντος σταφὶς τὸ κρανίον : |
παραίνεσιν ἀδιανοήτως . ἢ εἰπάτω τις , τί βούλεται τὸ κρείσσων εἰς ἐμέθεν καὶ φέρτερος οὐκ ὀλίγον περ ἔγχει : | ||
ἔν τοι μυρίωι στρατεύματι ἀκόλαστος ὄχλος ναυτική τ ' ἀναρχία κρείσσων πυρός , κακὸς δ ' ὁ μή τι δρῶν |
δυσέφικτος ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων | ||
ὑπνώδης , μέθυσος , ἀκρατής , τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , |
σεύηται ἄλες ἄνω , καὶ βάρος ἔχῃ , καὶ γνώμη καταπλὴξ , ἀναυδίη , περίψυξις , πνεῦμα προσπταῖον , ὄμματα | ||
' ἡ μὲν Εἰλείθυια συγγνώμην ἔχει ὑπὸ τῶν γυναικῶν οὖσα καταπλὴξ τὴν τέχνην . Καταχύσματα : Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ |
αὐτοῦ καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς . Ὁ δὲ Συμεὼν ἦν ἀνὴρ θρασὺς καὶ τολμηρὸς καὶ εἵλκυσε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ ἐκ τοῦ | ||
καὶ ἐν βουλῇσιν ἀνὴρ πολύιδρις ἀμείνων . Τοὔνεκ ' ἐυφρονέοντα θρασὺς πάις Οἰνείδαο λέξατό μ ' ἐκ πάντων ἐπιτάρροθον , |