| ἐπὶ τῶν ἁπλῶν οὐκ ἔστι ζήτησις τοῦ διὰ τί οὐδὲ δίδαξις , ἀλλὰ τρόπος ἕτερος τῆς ζητήσεως τῶν τοιούτων , | ||
| καὶ τῷ λόγῳ διαφέρει , ὥσπερ ἀνάβασις καὶ κατάβασις , δίδαξις καὶ μάθησις . ὧν εἴποι ἄν τις τὸ μὲν |
| ἀκριβῆ ὁρισμόν : οὐ γάρ ἐστι γένος τῆς προαιρέσεως ἡ βούλευσις οὐδ ' ἡ ὄρεξις , ἀλλὰ τὸ ἐξ ἀμφοῖν | ||
| ζητεῖ , ἡ εὐβουλία ἄρα ζητεῖ . βουλὴ γὰρ καὶ βούλευσις τὸ αὐτό . ἕτερον δὲ ἡ βούλησις παρὰ τὴν |
| εὐποτμία , εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , | ||
| καὶ μέγεθος τῶν καλῶν ἐπίδοσις . τρίτη δ ' ἐστὶν εὐλογία , ἧς ἄνευ βεβαιώσασθαι τὰς προτέρας χάριτας οὐκ ἔστι |
| δόξα ψευδὴς οὐδέποτε . εἰπὼν δὲ οὐδὲ δὴ δόξα ἡ εὐβουλία , ἐπήγαγε τὸ οὐδεμία , ὅτι διάφορα τὰ γένη | ||
| καὶ ἄνευ μελέτης , τοῦτό ἐστιν εὐστοχία : ἡ δὲ εὐβουλία οὐ τοιαύτη : μετὰ γὰρ χρόνον καὶ βραδέως ἡ |
| τὸ αὐτὸ πάθος ὑπερβολή τε καὶ ἔνδεια , ὑπερβολὴ μὲν ἀναισχυντία , ἔνδεια δὲ κατάπληξις , εἴη ἂν καὶ μεσότης | ||
| καὶ φίλους . ἕπεσθαι δὲ δοκεῖ μάλιστα τῇ ἀχαριστίᾳ ἡ ἀναισχυντία : καὶ γὰρ αὕτη μεγίστη δοκεῖ εἶναι ἐπὶ πάντα |
| εὐρωστία , δικαιοσύνη , δικαιοπραγία , εὐσέβεια , ὁσιότης , εὐγνωμοσύνη , ἐπιείκεια , μεγαλοψυχία , μεγαλογνωμοσύνη , φιλανθρωπία , | ||
| μὴ μεταπέσῃ τὸ ἦθος τοῦ δια - φερομένου καὶ προσγένηται εὐγνωμοσύνη . πολεμεῖν δὲ μὴ λόγῳ , ἀλλὰ τοῖς ἔργοις |
| ἡμῖν [ δὲ δικαιοσύνη ] ? τε καὶ ἀδικία , εὐνομία ? ? ? ? τε καὶ δυσνομία , ἥ | ||
| εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , εὐδικία , εὐπαιδία , εὐγαμία , εὐτεκνία , |
| ὄνομα , κέχρηται δὲ αὐτῷ Ἀριστοφάνης . ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης . Ἀριστοφάνης δὲ μελῳδὸς καὶ προσῳδὸς εἴρηκε . | ||
| . Ἐπεὶ δὲ τοῖς πρὸς ἐκείνους λόγοις συνεχής ἐστιν ἡ ἐγχείρησις τῆς ἡμετέρας ὑποσχέσεως , λαβόντες ἀρχὴν ἑτέραν λέγωμεν , |
| , κακοήθεια , πικρία , πειθώ , φενακισμός , ἀπάτη ἐξαπάτη , παροξυσμός , δεινολογία , οἰκτρολογία , ταπεινολογία . | ||
| βούλεται καταγωνίσασθαι ὑμᾶς . . . πάλαισμα δὲ καταγωνισμὸς καὶ ἐξαπάτη ἢ τέχνη , σχῆμα . . ἐμβαλεῖν ] ἐνέμεινε |
| . συνομαρτοῦσι δὲ αὐτῇ τῶν συνηθεστάτων πανουργία προπέτεια ἀπιστία κολακεία φενακισμὸς ἀπάτη ψευδολογία ψευδορκία ἀσέβεια ἀδικία ἀκολασία , ὧν ἐν | ||
| , καὶ σκέπη . Ἄλλως . φενακίσας , ἀπατήσας : φενακισμὸς γὰρ ἡ ἀπάτη . . ἄλλως δὲ κεφαλῆς τριχῶν |
| ὄφρα τελέσσῃ . ὁ δὲ θυμός ἐστιν ὀργὴ ἀρχομένη . Ἡδονὴ δέ ἐστιν ἄλογος ἔπαρσις ἐφ ' αἱρετῷ δοκοῦντι ὑπάρχειν | ||
| δὲ ἄλογος ὄρεξις : ἢ δίωξις προσδοκωμένου ἀγαθοῦ . δʹ Ἡδονὴ δὲ ἄλογος ἔπαρσις : ἢ δόξα πρόσφατος ἀγαθοῦ παρουσίας |
| τερπνόν : οὐ γὰρ μετὰ μάθησιν ἀπόλαυσις , ἀλλὰ ἅμα μάθησις καὶ ἀπόλαυσις . Οὔτε τοὺς προχείρους εἰς φιλίαν οὔτε | ||
| πρὸς ὃ καὶ ἐν ἀρχαῖς εἰπὼν πᾶσα διδασκαλία καὶ πᾶσα μάθησις ἀντιδιαστελλόμενος εἶπε τὸ διανοητικὸν ὡς οὔσης καὶ αἰσθητικῆς τινος |
| , ἅ , κἂν ἡσυχάζητε , ἑτέρων λεγόντων ἀκούσεσθε : προπέτεια τοίνυν ἐστὶ μετὰ ἀναισχυντίας , ὕβρις μετὰ βίας , | ||
| ἐχθροὺς εὐφράνηις . Πᾶσιν ἄρεσκε . Καλὸν ἡσυχία . Ἐπισφαλὲς προπέτεια . Ἀεὶ αἱ μὲν ἡδοναὶ θνηταί , αἱ δὲ |
| λαλεῖν τι . τῶν ἡδυσμάτων πάντων κράτιστόν ἐστιν ἐν μαγειρικῇ ἀλαζονεία : τὸ καθ ' ὅλου δὲ τῶν τεχνῶν ὄψει | ||
| . Θ . ἀλαζονεία . . . ἡμετέρα ἀτιμία αὐτοῦ ἀλαζονεία καὶ ἔπαρσις . Θ . υἱὸς Σταμνίου : 〚 |
| γάρ ἐστιν ὁ μαλθακευόμενος ἐν ὑποκρίσει τὸ σῶμα : καὶ βλακεία ἡ μεθ ' ὑπεροψίας ὁμιλία . συντεταγμένως : Σπουδαίως | ||
| στοχαζόμενον τῆς σωματικῆς εὐμετρίας . ἐπιτεινομένη γὰρ καθαρειότης θρύψις καὶ βλακεία εὑρίσκεται , ἐπιτεινομένη δὲ λιτότης ἀκαθαρσία καὶ ῥύπος γίνεται |
| εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , εὐδικία , εὐπαιδία , εὐγαμία , εὐτεκνία , εὐγένεια , | ||
| . πρόδικος προδικεῖν , προδικάσασθαι προδικασία ὡς Ἀντιφῶν . καὶ εὐδικία εὐθυδικία , καὶ αὐτοδικεῖν . καὶ ἐκδικάζεσθαι , καὶ |
| τὰς προειρημένας ἡμῖν περὶ φωνῆς ἰδιότητας : μέρη δὲ αὐτῆς λῆψις μίξις χρῆσις : λῆψις μέν , δι ' ἧς | ||
| : διὸ καὶ ἀφ ' ἑστίας ἀγόμεθα , καὶ ἡ λῆψις διὰ δεξιᾶς . μηδὲ ἀλεκτρυόνα λευκὸν θύειν : ἱκέτης |
| πᾶν τὸ ἐζυμωμένον ἐπαίρεται : χαρὰ δὲ ψυχῆς ἐστιν εὔλογος ἔπαρσις : ἐπ ' οὐδενὶ δὲ τῶν ὄντων μᾶλλον χαίρειν | ||
| : φυλακή . Εἰρχθῆναι : φυλακισθῆναι . Ὀφρῦς : ἡ ἔπαρσις . Ἄθρους : ὁμοῦ . Ἀάπτους : ἀπροσπελάστους . |
| τὰ καλὰ ] καὶ δίκαια [ δρᾶν ] ! δόξα ἀγήρατος [ ] σι , παῖ , πατρὸς γεραιτέρου [ | ||
| δριμύ . Φρύγιος λίθος ἀποκρούεται καὶ διαφορεῖ . Καὶ ὁ ἀγήρατος ὁμοίως , ᾧ οἱ σκυτεῖς χρῶνται , ἀποκρούεται καὶ |
| ἔν τε μικροῖς καὶ μεγάλοις . παρέπεται δὲ τῇ σωφροσύνῃ εὐταξία : εὐκοσμία : αἰδώς : εὐλάβεια . Ἐγκράτεια δέ | ||
| οὐχ ἥκιστα δὲ κἀν ταῖς μελίσσαις : ἥ τε γὰρ εὐταξία καὶ πρὸς τὰς ἡγουμένας τῆς ἐν αὑταῖς πολιτείας εὐπείθεια |
| μὲν οὖν ἐστιν εὐλάβεια ὀρθοῦ ψόγου . βʹ Ἁγνεία δὲ εὐλάβεια τῶν περὶ θεοὺς ἁμαρτημάτων . Ἐπαινετὰ μέν ἐστι τὰ | ||
| ᾧ τὸ καθαρὸν χρυσίον δοκιμάζεται . ὄκνος . ἀνάδυσις , εὐλάβεια , ἀναβολή . δυνατή ἡ τῶν ἀρχόντων φύσις . |
| ἀθάνατοι πέμψουσιν , ὅθι ξανθὸς Ῥαδάμανθυς , τῇ περ ῥηΐστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν : οὐ νιφετός , οὔτ ' ἂρ | ||
| ΕΣΚΕΔΑΣ ' . Ἀντὶ τοῦ ἡ ἐκ τῶν τεχνῶν τρυφηλὴ βιοτὴ ἐσκέδασεν καὶ ἐσκόρπισεν , ἤγουν εἰς φῶς ἐξήγαγε , |
| ὁ θάνατός τινα ] # ἕξει καὶ ? [ παντελὴς ἀναισθησία ] ? [ εὐθὺς γενήσεται ] # , ἢ | ||
| ὁμολογοῦμεν : οὐ γὰρ ἐν τῷ χρώματι ἡ τοῦ τυφλοῦ ἀναισθησία , οὐδὲ γὰρ ἡ τυφλότης , ἀλλ ' ἐν |
| πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος βέβηλος ἐναγὴς βωμολόχος ἀλάστωρ παλαμναῖος ἀνελεύθερος ἀπότομος θηριώδης | ||
| ἀλλ ' ἡ φύσις ἡ ἔνυλος καὶ διὰ τὸ ἔνυλον ἄστατος , καὶ δῆλον ὅτι τοῖς ὀρθῶς κρίνουσιν οὐχ ὁ |
| ἁρπαγαί , ψευδομαρτυρίαι , ὑποκρίσεις , διπλοκαρδία , δόλος , ὑπερηφανία , κακία , αὐθάδεια , πλεονεξία , αἰσχρολογία , | ||
| , τὸ πληγῆναι πολλάκις , εἰς δὲ τὴν τύχην αὐτὴν ὑπερηφανία , βαρύτης , μικρολογία . ἀδικώτατά μοι δοκοῦσιν ἐγκαλεῖν |
| ἑλληνισμός , ἀττικισμός , πολυγνωμοσύνη , πολύνοια , πολυλογία , εὐγλωττία , εὐφωνία , ἀφθονία , βραχυλογία , συντομία , | ||
| εὐπαιδία , εὐγαμία , εὐτεκνία , εὐγένεια , εὐλάβεια , εὐγλωττία , εὐφημία , εὐσέβεια , εὐμένεια , εὐμουσία , |
| προθυμήθητι δὴ τὸν ἄνθρωπον εὖ ποιεῖν : ὡς ἔστι γε βουληθέντι δύναμις . Ἔδοξε Παιονίῳ καὶ νόμους προσλαβεῖν , ἐγὼ | ||
| γνάθους , ἡσυχαζούσης τῆς κάτω γένυος . ἔνεστι δὲ τῷ βουληθέντι τοὺς ὀδόντας ἐπ ' ἀλλήλων ἐρείσαντι τῶν γνάθων ἑκατέραν |
| πράττουσι : καὶ ὁ τοιοῦτος ἐπιχαιρέκακος καλεῖται καὶ ἡ ἔλλειψις ἐπιχαιρεκακία : τῆς δὲ μεσότητος νεμέσεως καλουμένης , ὁ ἔχων | ||
| κήλησις μὲν οὖν ἐστιν ἡδονὴ δι ' ὤτων κατακηλοῦσα : ἐπιχαιρεκακία δὲ ἡδονὴ ἐπ ' ἀλλοτρίοις κακοῖς : τέρψις δέ |
| τὸ σύμβολον , ἀλλὰ τοῖς παρελθοῦσι . καίτοι πῶς οὐκ ἀλογία πολλὴ τοὺς μὲν ἃ τῆς τοῦ σώματος τύχης ἔχεται | ||
| , . * . Ἀναλογία : παρὰ τὸ λόγος λογία ἀλογία καὶ ἀναλογία : αἱ γὰρ δύο στερήσεις ὁμοῦ οὖσαι |
| , οὕτω κἀνταῦθα ἡ φυσικὴ ἀρετὴ προϋπάρχει τῆς κυρίας , εὐφυΐα τις οὖσα καὶ αὐτὴ πρὸς ὑποδοχὴν τῆς κυρίως ἀρετῆς | ||
| εὐφυὴς εὐθιξίας , ἐπιμονῆς , μνήμης , ἐν οἷς ἡ εὐφυΐα : ὁ δὲ εὐμαθὴς ἀκροάσεως , ἡσυχίας , προσοχῆς |
| τὴν νόησιν ; μάτην οὖν ἔτι περιενεχθήσεται , εἰ οὐδέποτε συντελέσει . οὐδέποτε οὖν ἔσται νενοηκώς : καίτοι πάσης νοήσεώς | ||
| καταπρᾶξαι διὰ τὸ μὴ δοῦναί σε τὴν πίστιν οὐδὲν μὴ συντελέσει τῶν ἐπηγγελμένων , πάλιν ἀκούσας τούτων μετενόησε καὶ μετακαλεσάμενος |
| τῶν ἐγχειρημάτων , τὰ δ ' ἀναγκαῖα ἐλλιπῆ , καὶ διχόνοια ἔσται μέσον πατέρων καὶ ἀδελφῶν καὶ ταραχαὶ ἀρχόντων . | ||
| . τί δυστυχία ; δόγμα . τί στάσις , τί διχόνοια , τί μέμψις , τί κατηγορία , τί ἀσέβεια |
| ὑπὲρ αὐτοκράτορος οὐκ εἰκὸς ἦν εὐλαβηθῆναι , μή τις γένηται μήνυσις τῷ πάντα σεμνοποιοῦντι τὰ καθ ' αὑτὸν διαφερόντως ; | ||
| δὲ συμφορᾷ τῆς πόλεως οὔσης τοῖς ἐξηγηταῖς τῶν ἱερῶν γίνεται μήνυσις ὑπὸ δούλου τινός , ὅτι μία τῶν ἱεροποιῶν παρθένων |
| τοῖς λόγοις ἐλέγετο ὑπὸ σοῦ ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης καὶ πάντα ταῦτα ὡς ἕν τι εἴη συλλήβδην , | ||
| τὸ δὲ πρότερον αὖ ἐφάνη ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ὁσιότης σχεδόν τι ταὐτὸν ὄν . Ἴθι δή , ἦν |
| ἐπιβολῆς , ἀλλὰ διακενῆς τὰ σώματα ταῖς ὀδύναις ὑποβληθήσεται . Τρόπος δὲ τῆς θεραπείας ἕτερος ἀγέσθω , κάθαρσις , ἡ | ||
| δίκαιον ᾖ . Τὴν τῶν κρατούντων μάθε φέρειν ἐξουσίαν . Τρόπος δίκαιος κτῆμα τιμιώτατον . Τύχη τὰ θνητῶν πράγματ ' |
| ἐν τοῖς ἧττον ἐλέγχεσθαι δυναμένοις μέρεσιν ἀπέκρυψεν . ἡ δὲ παρεστῶσα πλησίον ἡμῶν ζάκορος ἀπίστου λόγου καινὴν παρέδωκεν ἱστορίαν : | ||
| ἐὰν ἐξαναστῇ . τῆς δὲ γυναικὸς [ ἐτύγχανε γὰρ αὐτῷ παρεστῶσα ] πυνθανομένης : „ καὶ πόθεν αὐτὰ ἀποδώσεις „ |
| ἐξ αὐτῶν ποιοὶ ὠνομάζοντο , εἰ μὴ ποιότητες ἦσαν ἡ σύνεσις καὶ ἡ ἀσυνεσία . οὕτω δείξας ὅτι εἰσί , | ||
| εὐβουλίας τοσαῦτα : ῥητέον δὲ περὶ συνέσεως . ἔστι τοίνυν σύνεσις καὶ ἀσυνεσία , καθ ' ἃς λέγομεν συνετοὺς καὶ |
| καὶ ἆθλα τοῖς νικῶσι μεγαλοπρεπῶς ἐδίδου , καὶ ἦν πολλὴ εὐθυμία ἐν τῷ στρατεύματι . Τῷ δὲ Κύρῳ σχεδόν τι | ||
| δὲ οἱονεὶ ψυχαγωγία ἀπὸ ἀηδοῦς τινος ἐπὶ τὸ κρεῖττον , εὐθυμία δὲ ψυχῆς βραχεῖα χαρά , ἡδονὴ δὲ ψυχῆς ἀρέσκεια |
| τὰ πράγματα ἀνασκησία , ἀμελετησία , ἀμέλεια , βλακεία , νώθεια , ἀθυμία , ῥᾳθυμία , ὀλιγωρία , ἀνανδρία , | ||
| ὄκνος , ἔκλυσις , ἀθυμία , ῥᾳθυμία , ἀνανδρία , νώθεια , νωθρότης , ὀλιγωρία , ἀμέλεια , ὑπτιότης . |
| δυνάμεθα ἀνενέργητοι παντάπασιν εἶναι . ἔοικε δὲ αὕτη ἡ βιωτικὴ τήρησις τετραμερὴς εἶναι καὶ τὸ μέν τι ἔχειν ἐν ὑφηγήσει | ||
| ταῖς συνδρομαῖς τήρησιν ἀποκτᾶσθαι . ἡ μὲν γὰρ τῶν δυναμένων τήρησις κοινή : ἡ δὲ ἐπὶ τοῖς συμπτώμασιν ἰδία ἐκείνων |
| φθονεῖται , Ὁ μέσως δὲ βίος κεκραμένος δίκαιός ἐστιν , αὐτάρκεια γὰρ πρὸς πᾶσιν ἡδονὴ δικαία . Πλειστάκις ἀδικούμενός τις | ||
| σὺ σῶσον νῦν τὴν Πολυξένην : ἀντὶ τοῦ παρατίθημι : αὐτάρκεια τῶν ἀποθανόντων μου τέκνων : † ταύτῃ γέγηθα : |
| ἄν τις τὰ πολλὰ λέγοι ; ἔτι γὰρ καὶ νῦν ἐναργὴς ἡ κίνησις τοῦ θεοῦ . τοῦτο μὲν , ὡς | ||
| καὶ τρυφῇ δεδωκὼς καὶ βραχὺ φροντίζων εὐκλείας , ἦν ἀπόδειξις ἐναργὴς τοῦ μεστὸν αἰσχύνης εἶναι πρᾶγμα τοὺς μίμους . οἷος |
| ἑαυτοῦ οὔτε τινα τῶν γνωρίμων εὗρεν . Καὶ εἶπεν : Εὐλογητὸς κύριος , ὅτι μεγάλη ἔκστασις ἐπέπεσεν ἐπ ' ἐμὲ | ||
| Ἀραβίας . . : Σούρων Σαλομῶνι βασιλεῖ μεγάλῳ χαίρειν . Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς , ὃς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν |
| . αὐτὰρ ὁ γινώσκων θεόθεν τόπερ ἔλλαχε δῶρον , πάντῃ μαστεύει δνοφερὸν ποταμοῖο ῥέεθρον : κεῖθεν καρκινάδας δὲ φίλαις γενύεσσι | ||
| τὰ πρὸς τροφὴν τοῖς κυηθεῖσιν . ἢ ὅτι φυσικῶς αὐτὰ μαστεύει τὰ γεννηθέντα ἡ μήτηρ . Μετάφρενον . ὅτι ἐξόπισθεν |
| σχῆμα τοῦ λόγου . τῇ γὰρ ἀντιπαραθέσει τοῦ ἥττονος ἡ εὐτέλεια δείκνυται . καταγλωττισμάτων : εἶδος φιλημάτων περιεργότερον τὸ καταγλώττισμα | ||
| . Οἰκεῖαι δέ εἰσιν αὐτῆς : αὐστηρία : ἐγκράτεια : εὐτέλεια : λιτότης : κοσμιότης : εὐταξία : αὐτάρκεια . |
| δ ' οἴεσθαι ὅτι μόνοις ποτὲ τοῖς κατὰ διάνοιαν ἐπανέξουσιν εὐήθεια πολλή . οὗ χάριν ἀμφότερα τιθέασι , διὰ μὲν | ||
| ἀποτίκτειν πολλάκις ὠδῖσιν αὐταῖς ἐναποθνῄσκουσιν . ὅλως τοῦτ ' οὐκ εὐήθεια δεινὴ μήτραν ὑπολαμβάνειν γῆν ἐγκεκολπίσθαι πρὸς ἀνθρώπων σποράν ; |
| ἔστι , διότι ἡ ἀρετὴ προαιρετή ἐστιν , ἡ δὲ προαίρεσις τῶν λογικῶν ἐστιν : ἀλλ ' οὐδὲ τοῖς θεοῖς | ||
| τὸ ἐκ τοῦ λόγου καὶ τῆς βουλήσεως , ἐπειδὴ ἡ προαίρεσις ἐξ ὀρέξεώς ἐστι καὶ λόγου . ἔστι δὲ ἡ |
| ὅτ ' ἐστρατήγει τῆς πόλεως : τοῦτο δέ ἐστι τρόπος ἄδολος . . . Εἰ δὲ τοῦτον ἴδοις δικαστικῶν θρόνων | ||
| δοκιμάζεται δ ' ὕδατι διατριβόμενος τοῖς δακτύλοις : ὁ γὰρ ἄδολος ἀνίεται καὶ γαλακτοῦται . Πάνακες Ἀσκλήπιον καὶ Χειρώνειον ἀνίησιν |
| τουτέστιν , ὁμοῦ προσεγένετό μοι καὶ ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ θλίψις διὰ σέ . Ἄλλως . τὸ δισσὸν μέλος ἐπῆλθε | ||
| . . ταῦτά τοι πλανωμένη ] οὐκέτι ἡ ὑποκειμένη μοι θλίψις περὶ ἓν ἵσταται , ἤτοι οὐκ ἐφ ' ἑνὶ |
| γὰρ ἂν ταὐτὸ πᾶσιν ἐδόκει , ἀλλ ' ἀνθρωπίνη τις οἴησις , ἐν ᾗ πολλά τε καὶ ἐναντία ποικίλλεται . | ||
| βολῇ . ἔοικε δὲ τούτῳ μᾶλλον . ἡ γοῦν ” οἴησις “ τούτῳ συμφωνεῖ . ” οἶσιν “ γὰρ τῆς |
| ' ὅταν τῇ αἰσθητικῇ τῇ ἔνδον δυνάμει ἢ καὶ διανοητικῇ ἀντιλαβώμεθα ἢ ἄμφω . Πᾶσα γὰρ ψυχὴ ἔχει τι καὶ | ||
| ἡμῖν τὴν μέθοδον κατὰ δύναμιν . Οὐκοῦν τοῦ πρώτου παντελοῦς ἀντιλαβώμεθα , ὃπερ οἱ θεοὶ καὶ τῇ αἰσθήσει προέτειναν εἰς |
| ἐν τούτοις δικασθῆναι ἄξιον . Ἔοικας , ὦ Ἑρμῆ , χαριζομένῳ τὴν δέησιν . ἀποκληρῶμεν δ ' ὅμως , εἰ | ||
| , δηλουμένη διὰ τῆς μορφῆς : ἀτεχνῶς γὰρ διδόντι καὶ χαριζομένῳ μάλιστα προσέοικε τἀγαθά . ταῦτα μὲν οὖν ὡς οἷόν |
| τῶν αἰδοίων ἔπαρσις γίνεται . καὶ περὶ τὸν καιρὸν τοῦτον ψυχική τις αὐτοῖς λύπη ἐντρέχει . περὶ δὲ τὸν αὐτὸν | ||
| μὲν ἔχῃ κατὰ δῆμον ἅπαντα . Ἡ δ ' εὐφροσύνη ψυχική τίς ἐστι διάθεσις , ἣν ἄν τις ἐξηγήσαιτο καλὴν |
| , εὐθὺς ἐξαλεῖψαι : ὅτι ὀλίγου χρόνου ἔσται ἡ τοιαύτη προσοχὴ καὶ λοιπὸν πεπαύσεται ὁ βίος . τί μέντοι δύσκολον | ||
| ἐκεῖ οἱ αὐτοί . καὶ ἔθος κομψὸν οὐδέν , οὔτε προσοχὴ οὔτ ' ἐπιστροφὴ ἐφ ' αὑτὸν καὶ παρατήρησις πῶς |
| ' ὀλίγα πιπράσκειν καὶ μικρά . κακοτεκνία : τοὐναντίον τῷ εὐτεκνία . σημαίνει τὸ κακοῖς καὶ πονηροῖς χρῆσθαι τέκνοις . | ||
| αἱ ἐνέργειαι . κοινῶς δὲ τῶν ἀγαθῶν μικτὰ μέν ἐστιν εὐτεκνία καὶ εὐγηρία , ἁπλοῦν δ ' ἐστὶν ἀγαθὸν ἐπιστήμη |
| , δι ' ὧν τοσοῦτον πλῆθος ἀπώλεσα ἐν Ἑλλάδι . αἰακτὸς ] ποταπὸς θρηνητικός . . γέννᾳ ] τῶν Περσῶν | ||
| τοι . βόα νυν ἀντίδουπά μοι . οἰοῖ οἰοῖ . αἰακτὸς ἐς δόμους κίε . ἰὼ ἰώ [ Περσὶς αἶα |
| : αὕτη γὰρ αἰσθητικωτέρα μέν ἐστι τῆς ἐν ἰχθύσιν , ἀμυδροτέρα δὲ τῆς ἐν ἀνθρώποις . διὸ | τῶν ἐμψύχων | ||
| αὑτῇ μένειν καὶ θεώρημα εἶναι : καὶ θεωρία ἄψοφος , ἀμυδροτέρα δέ . Ἑτέρα γὰρ αὐτῆς εἰς θέαν ἐναργεστέρα , |
| τοῦτο , ὃς ἀγαπᾷ μόνος γενέσθαι . Μεγαλοψυχία δὲ δὴ ὑπεροψία τῶν τῇδε . Ἡ δὲ φρόνησις νόησις ἐν ἀποστροφῇ | ||
| τὸ βραβεῖον πλάτους νάρκη συμβολικῶς : ἀλαζονεία μὲν γὰρ καὶ ὑπεροψία | διὰ τοῦ πλάτους ἐμφαίνεται , χεομένης τῆς ψυχῆς |
| ἀναγόμενα μέσον καὶ αἴτιον , καὶ δι ' ἐκεῖνο ἀλλήλοις σύνεστιν . ἡ γὰρ σελήνη τῷ ἡλίῳ συνοδεύουσα τὸ μὲν | ||
| ὕπαρξιν , ὡς κατὰ μόνην ἔνδειξιν φάναι , ἐπεὶ ταῦτα σύνεστιν ἀλλήλοις , ὕπαρξις καὶ δύναμις καὶ ἐνέργεια , καὶ |
| μέν , οἷς ἐπόνουν , ἐτρέφοντο : τοῖς δὲ ἡ τέρψις ἐτελεύτα πρὸς ἔνδειαν . οὕτως νεότης πονεῖν οὐκ ἐθέλουσα | ||
| ἐτὸς ἰξευτῆρι ἄγρη νόσφι πόνοιο : πόνῳ δ ' ἅμα τέρψις ὀπηδεῖ μούνη , καὶ φόνος οὔτις : ἀναίμακτοι δὲ |
| ' Ἀντισθένους . καὶ κυνίζειν καὶ κυνισμὸς καὶ κυνικὸς καὶ κυνώδης καὶ κυνοῦχος , καὶ κυνήποδες ἵππων . χρῶμα δὲ | ||
| θέλειν λαμβάνειν τροφήν . Εἰ δὲ διὰ θερμότητα πολλὴν γίνοιτο κυνώδης ὄρεξις , οἶνον μὲν αὐτοῖς οὐ χρὴ διδόναι , |
| καὶ ἐνοχλοῦν σῶμά ἐστι , κινεῖ δ ' ἡμᾶς ἡ εὐμουσία ἐνοχλεῖ δ ' ἡ ἀμουσία . ἔτι πᾶν τὸ | ||
| καὶ διατρίβουσι περὶ παιδείαν , οὐδὲ αὐτὴ ἡ ἐν λόγοις εὐμουσία καὶ διατριβή , ἀλλ ' ἣν οἱ πολλοὶ ἀκύρως |
| ἄλλως : ὁ δέ ἀντὶ τοῦ καί , τουτέστιν : εὐγένεια καὶ μωρία ἔνεστί σοι : καὶ ξυνθανοῦμαι : καὶ | ||
| νυμφίων , ἀποροῦσαι δὲ ὑπὸ πενίας . μικρὸν γὰρ ἡ εὐγένεια νῦν . ἐνθυμηθεὶς οὖν ὡς ἐμοί τε αἰσχύνην ἔχει |
| . ἐξ ὧν Θρᾳκῶν θρησκεύειν ἤκουσεν ἡ περὶ τὸ θεῖον εὐσέβεια . πρότερος δὲ πάντων Θρᾳκῶν Ὀρφεὺς λέγεται εἰσηγήσασθαι τὰς | ||
| , τίμα : Ἐπειδὴ πασῶν τῶν ἀρετῶν ἡγεμών ἐστιν ἡ εὐσέβεια πρὸς τὴν θείαν αἰτίαν τὴν ἀναφορὰν ἔχουσα , εἰκότως |
| καὶ καταφρονεῖ τῆς λύπης . ὁ δὲ λυπηρὸς ἀνὴρ πάντοτε πονηρεύεται : πρῶτον μὲν πονηρεύεται , ὅτι λυπεῖ τὸ πνεῦμα | ||
| , κἂν μὴ μετ ' εὐλόγου προσχήματος δυνηθῇ , ἀπαρακαλύπτως πονηρεύεται . αἴλουρος συλλαβὼν ἀλεκτρυόνα τοῦτον ἐβούλετο μετ ' εὐλόγου |
| ἀπ ' αὐτῶν ἐγγινομένας τέρψεις ἀντίταξιν . „ δεῦρο οὖν ἀποστείλω σε πρὸς αὐτούς „ , τουτέστι μετακλήθητι καὶ πρόσελθε | ||
| ποῖ δεήσει οἰκεῖν : εὐπορία : ἐγὼ πορεύσω χρυσόν : ἀποστείλω . εἴποι δ ' ἄν τις : ἕως οὗ |
| γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ | ||
| ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις |
| τὴν παρέκβασιν ἰωμένη τοῦ θείου ὅρκου , ἡ δὲ βιωτικὴ εὐορκία ταῖς πολιτικαῖς ἀρεταῖς διασῴζεται . μόνοι γὰρ οἱ τὰς | ||
| ὀμνύναι . μέρος γὰρ οὐ μικρόν ἐστι τῆς εὐσεβείας ἡ εὐορκία . καὶ περὶ μὲν τοῦ πρώτου γένους τῶν κρειττόνων |
| μὲν οὔπω τῆς ψυχῆς ἐχούσης εὖ , μὴ γιγνομένου δὲ ἀπαθῶς ἰσχούσης τοῦ αἰτίου τοῦ πάθους τοῦ περὶ αὐτὴν ὁράματος | ||
| ταύτης , ἐκείνην δὲ ἀληθεστέραν τῇ οὐσίᾳ οὖσαν εἰδῶν μόνων ἀπαθῶς εἶναι θεωρίαν . Ἀπὸ δὴ τούτων τῶν εἰδῶν , |
| ἁμαρτωλὸν ἢ πλάνον . Ἄλη γὰρ ἡ πλάνη καὶ ἡ ἁμαρτία . Ἀλλὰ γὰρ ἀθυμοῦντες ἄνδρες οὔποτε τρόπαιον ἐστήσαντο . | ||
| σε ἐν τῷ σκηνώματί σου , οὐ γὰρ γέγονέ σοι ἁμαρτία . Ἀνάψυξον ἐν τῷ σκηνώματί σου ἐν τῇ παρθενικῇ |
| ] ἡ νύξ . ἡ ἀνοία παροξυτόνως Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ ἄνοια διὰ δὲ τὸ μέτρον ἐξέτεινεν . ὁ δὲ νοῦς | ||
| φαύλους τε καὶ μοχθηροὺς καὶ ἀναιδεῖς γενέσθαι , πᾶσά τε ἄνοια καὶ ψυχῆς ἀμαθία διὰ λήθην ἐμπίπτει . ὁ δὲ |
| εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , εὐδικία , | ||
| , ἀηδόνων , τῶν ἄλλων ὅσα φύσις μεμούσωκε , λογικῶν εὐφωνία , κιθαρῳδῶν κωμῳδίαν τραγῳδίαν τὴν ἄλλην ὑποκριτικὴν ἐπιδεικνυμένων . |
| καὶ ἀνάμνησις : μνήμη μὲν γάρ ἐστι μονὴ νοῦ , ἀνάμνησις δὲ ἀπολομένης μνήμης ἀνανέωσις . καὶ ἡμεῖς μὲν οὕτως | ||
| κατὰ τὰ αὐτὰ παρίστατο ἅπασιν εἰκάζειν : ἐμὲ δὲ ἐσῆλθεν ἀνάμνησις ὡς Θουκυδίδης ποιήσειεν ἐν τοῖς λόγοις Λοκρῶν τῶν πρὸς |
| βουλόμενος . . ἡ τῶν συγγενῶν ἔχθρη τῆς τῶν ὀθνείων χαλεπωτέρη μάλα . . μὴ ὕποπτος πρὸς ἅπαντας , ἀλλ | ||
| ἐστιν , ἕως ἂν ἄρξωνται βήσσειν : πολυχρονιωτέρη δὲ καὶ χαλεπωτέρη κείνης . Τὸ δὲ σίαλον λεπτὸν καὶ ἀφρῶδες πτύει |
| σωφροσύνην ἢ ὑγίειαν , καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , | ||
| ἄλλον . Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι , ὅσον ὁ θεὸς εὐφραίνεται ἐπὶ τῷ δικαίῳ , τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ |
| ἐκνοσηλεῦσαι , νοσοκομῆσαι , νοσοτροφία . ἀρρωστεῖν , ἀρρώστημα , ἀρρωστία : ὑγίεια , ὑγιαίνειν , ὑγιής . δίαιτα , | ||
| ἀπομιμούμενος κίνησιν . οὗτος ἕπεται μὲν ἀρτηριῶν μαλακότησι καὶ ἱκανῶς ἀρρωστία δυνάμεως . συμβαίνει δὲ ἐπὶ λαύραις κενώσεσιν , αἱμορραγίαις |
| σοί ἐστι σημεῖα καὶ ὑποδείγματα τῆς ἐμῆς διανοίας , ὅτι μαντική ἐστι καὶ προορᾷ πλέον τι τοῦ γενομένου καὶ φαινομένου | ||
| ξυνὸς Ἐνυάλιος , καί τε κτανέοντα κατέκτα . Μαντική . μαντική τις ἐστίν : οἷον ζητητικὴ τῶν ἐσομένων , καὶ |
| δ ' ὄντως τῶν θεῶν τυγχάνουσα , τά τε ἄλλα εἰλικρινὴς καὶ καθαρὰ ἄτρεπτος ἀληθής , καὶ δὴ καὶ ὑπὸ | ||
| καὶ σφόδρα εὐώδης καὶ τῇ γεύσει πυρροτέρα τήν τε ὀσμὴν εἰλικρινὴς καὶ μὴ νοτίζουσα πταρμούς τε ἐν τῷ κόπτεσθαι κινοῦσα |
| νόμιμον παραβεβασμένον ὁμοίως καὶ φανερώτερον ἐνδείκνυται λέγων ἡ μὲν οὖν ἀσέλγεια καὶ πλεονεξία , ᾗ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους Φίλιππος χρῆται | ||
| ὤτων ἀρξάμεναι τῆς διαφθορᾶς ἀπολώλασιν αἱ πλείους . ἡ γὰρ ἀσέλγεια [ καὶ δι ' ὤτων καὶ δι ' ὀφθαλμῶν |
| ἔχουσα καὶ ἐρύθημα καὶ ἀλγηδόνα σύντονον . τερηδὼν ὀστῶν φθορὰ ἀπροφάσιστος , μάλιστα περὶ τὴν κεφαλήν . ἀχὼρ ἕλκος περὶ | ||
| ἀνὴρ παράσιτος τοῦτο ποιεῖ διὰ τέλους . ἐρᾷς , συνεραστὴς ἀπροφάσιστος γίγνεται . πράσσεις τι , πράξει συμπαρὼν ὅ τι |
| Καὶ διελθόντος ἐνιαυτοῦ μετὰ ταύτην τὴν μάχην , Φαβρίκιος αὖθις ἐπιπέμπεται τῷ Πύρρῳ μετὰ στρατιᾶς , ᾧ τὸ τέταρτον τῆς | ||
| καθ ' ὃ ἀπό τινος ἀποστέλλεται . ὅτῳ μὲν οὖν ἐπιπέμπεται , θνῄσκει πάντως ἐκεῖνος , ἀφ ' οὗ δὲ |
| πονηρία , μοχθηρία , φαυλότηςφλαυρότης δὲ σκληρόν , σκαιότης , ἀπαιδευσία , πανουργία , ἀμαθία , μισολογία , ἄνοια , | ||
| τῦφος καὶ μαλακία καὶ ἡδυπάθεια καὶ ἀσέλγεια καὶ ὕβρις καὶ ἀπαιδευσία . δεῖται δή σου ἐπ ' ἐκεῖνα μὲν οὐδαμῶς |
| εἴρηται , φυσικοῦ κατακρατοῦντος θερμοῦ ἀλλοίωσις τις καὶ πέψις καὶ θρέψις γίνεται . Τούτου δὲ τοῦ οἰκείου τόνου διαπεπτωκότος καὶ | ||
| . τί δὲ καὶ χωρισθέντα ἐνεργήσουσιν ; τί γὰρ ἡ θρέψις θρέψει ἢ αὐξήσει ἡ αὔξησις ἢ ἡ αἴσθησις αἰσθανθήσεται |
| δικαίῳ , ὑποφαίνει δὲ ὀλιγάκις καὶ τὸ δυνατόν ʃ ἡ παροῦσα δημηγορία πλεῖον ἔχει τοῦ ἀναγκαίου , ἀφ ' οὗ | ||
| , καὶ τῶν ἐρωτικῶν ἐκοινώνει , συμ - πράττουσα καὶ παροῦσα : καὶ ὅλως μικρότατον αὐτῶι τῆι Στατείραι μετεδίδου χρῆσθαι |
| καὶ αὐτῶν . Θεὸς ἡ Ἀναίδεια : ἐπὶ τῶν τῇ ἀναισχυντίᾳ ὠφελουμένων . Θρᾷκες ὅρκια οὐκ ἐπίστανται : ἐπὶ τῶν | ||
| πρῶτον ὡς οἷόν τε μάλιστα ὠργίσθην καὶ ἠγανάκτησα ἐπὶ τῇ ἀναισχυντίᾳ τοῦ λόγου , ἔπειτα δὲ ἐλογισάμην πρὸς ἐμαυτὸν ὅτι |
| κομψεύεσθαι ἢ ἀνδρὶ ὃν ἡ πόλις ἀξιοῖ αὑτῆς προεστάναι . Πρέπει μέν που , ὦ μακάριε , τῶν μεγίστων προστατοῦντι | ||
| τε καὶ ἡλικίᾳ ἱκανοὺς ἡγεμόνας τε καὶ παιδαγωγοὺς εἶναι . Πρέπει γάρ . Ἀλλὰ γάρ , φήσομεν , καὶ παρὰ |
| νόμον προυτέθη . περιβάλλουσα δὲ αὐτὸν ἡ μήτηρ καὶ πανύστατον ἀσπαζομένη , τοῦ προσώπου θοἰμάτιον ἀφελοῦσα καὶ καταφιλοῦσα τὸν νεκρὸν | ||
| δι ' ὀλίγου χρόνου ἴδοι , ἐπιπηδᾷ ἀτρέμα , ὥσπερ ἀσπαζομένη , καὶ τῷ ἀσπασμῷ ἐπιφθέγγεται , οἷα φιλοφρονουμένη . |
| ῥεούσης , ὥστε καὶ ἐσῆλθε Ῥωμαίους καὶ τὸ ἄλλο συμμαχικὸν μνήμη τῶν ἐπῶν ὧν ἐν καταλόγῳ πεποίηκεν Ὅμηρος ἐπὶ τῇ | ||
| κἀν τοῖς κατὰ τῶν ἐχθρῶν λόγοις ἡ ὑφειμένη τῶν ἐλαττωμάτων μνήμη καὶ ἔτι ἡ κατὰ παράλειψιν ἐφ ' ἑκατέρου μέθοδος |
| ἀφ ' ὧν οὐ δεῖ † . τὰ δὲ πράγματα μεγαλοφροσύνη , μεγαλοψυχία , μεγαλογνωμοσύνη , ἐλευθερία . ῥήματα δ | ||
| . . . . . ἥ τε γὰρ τοῦ Αἰσχύλου μεγαλοφροσύνη καὶ τὸ ἀρχαῖον , ἔτι δὲ τὸ αὔθαδες τῆς |
| ἑνὶ γὰρ μυρίων ὄντων τῶν περὶ ἡμᾶς τῷ ἡγεμόνι νῷ συνέζευκται , τοῦ δὲ τρισὶν ἐφαρμόζοντος αὐτὸ γένεσιν , τῷ | ||
| , ἀμέτοχον κηρῶν , αἷς τὸ γενητὸν καὶ φθαρτὸν πᾶν συνέζευκται ; Πρὸς δὲ τούτοις φησὶ τριττὰς αἰτίας δίχα τῶν |
| τινι γεγενημένων . Εἰ δὲ καί , ὥσπερ δοκεῖ , ἄχρονος πᾶσα νόησις , ἐν αἰῶνι , ἀλλ ' οὐκ | ||
| οὐκ αἰσθητή , | νοητὴ δὲ μόνον , τρόπον τινὰ ἄχρονος . ἀλλ ' ἴσως ἄν τις εἴποι : τί |
| καλούς . Ἐνταῦθα δ ' ἐτυράννευεν Ὑψιπύλης πατὴρ Θόας , βραδύτατος ὢν ἐν ἀνθρώποις δραμεῖν . Τοὺς ἄνδρας ἀπεχρήσαντο τοὺς | ||
| , καὶ τραχείᾳ χρῆσθαι . . . . βάρδιστος : βραδύτατος : παρὰ τὸ βάρος βαρύς γίνεται βαρδύς πλεονασμῷ τοῦ |
| τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
| : σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |
| ἐπικτυπῇ ἡ φάρυγξ , τουτὶ γὰρ ἔοικε φθόγγῳ ἀμούσῳ , εὐστομία δέ , ἢν τὰ χείλη ἐνθέμενα τὴν τοῦ αὐλοῦ | ||
| , εὐλογία , ἐγκώμιον : βίαιον δὲ τὸ καλλιλογία καὶ εὐστομία : ἐπαινεῖν , εὐλογεῖν , εὐφημεῖν , ἐγκωμιάζειν , |
| : καὶ γὰρ σώματος ζωὴ κίνησις . Εἰ οὖν καὶ τοπική , ὡς δυνήσεται κινήσεται καὶ οὐχ ὡς ψυχὴ μόνον | ||
| , οἷον ἀλλ ' ἀποκήρυκτος εἶ , καὶ καταδρομὴ ἐνταῦθα τοπική : ὁ δὲ , ἀλλ ' ἐπέμεινα τῇ νηΐ |
| τοῦτο ἀθάνατον καὶ ἄπαυστον ἐν τοῖς οὖσίν ἐστιν , οἷον ζωή τις ὑπάρχουσα πᾶσι τοῖς ὑπὸ φύσεως συνεστῶσιν . καὶ | ||
| ταῦτα πάσχουσιν : φιλοψυχοῦσι μέν , ὅτι † τοῦτο ἢ ζωή ἐστιν ἢ ψυχή : ταύτης οὖν φείδονται καὶ ποθοῦσιν |
| μὲν φαντασία τῶν ὄντων ἐστὶν ἀναπόλησις , ἡ δὲ ψιλὴ ἐπίνοια τῶν μὴ ὄντων ἐστὶ διατύπωσις , ὡς ὅταν τις | ||
| , καὶ μηδενὸς ὄντος ἀριστεροῦ συμπεριγράφεται καὶ ἡ τοῦ δεξιοῦ ἐπίνοια . ἀλλὰ δὴ τὰ πρός τι συγκαταλαμβάνεται ἀλλήλοις : |
| , καὶ λοιμικὴ κατάστασις . ἐν τοξότῃ οὔσης αὐτῆς , εὐετηρία καὶ πολυομβρία , καὶ σίτου εὐθηνία , καὶ εὐφροσύνη | ||
| Ἐπίδοξα . ἀντὶ τοῦ προσδόκιμα . Εὐεστώ . εὐημερία , εὐετηρία , ἡ καλλίστη τῶν ἐτῶν διαγωγή . Διογενιανὸς ἄνευ |
| κατεφρόνει ὁ Ἱπποκράτης τὰ νοσήματα , ἀλλ ' ὅτι ἡ κακοήθεια τοῦ νοσήματος ἐβιάζετο . πάντα γὰρ ἐποίησεν ὁ Ἱπποκράτης | ||
| . καὶ ὁ τῦφος δὲ καὶ ἡ μεγαλαυχία καὶ ἡ κακοήθεια καὶ τὸ βρενθύεσθαι καὶ λαρυγγίζειν ἀπέστω , καὶ τὸ |
| τὸν λόφον καὶ ὅτι τῆς ὀχείας ἑτέρῳ δίχα μάχης οὐ παραχωρεῖ . Θεόφραστος δέ φησι τοὺς ἀγρίους ὀχευτικωτέρους εἶναι τῶν | ||
| , καὶ ἐπιμένει καὶ ἐπαύξει τὸ δεινὸν , καὶ οὐδὲ παραχωρεῖ , οὐδὲ παύεται , ἄχρις ἂν κόρον λαβὼν τοῦ |
| καὶ ἤδη δυνάμενον σπείρειν , * * * κἂν ἐκεῖνος εὐχάριστος ὢν πρὸς τὰ παιδεύματα , δι ' ὧν ἀρετῇ | ||
| . Λύει δὲ λύπην παντὸς ἀνθρώπου λόγος . Λόγος τις εὐχάριστος ἀπόδοσις καλή . Μηδέποτε πλούτει , θάνατον εὐλαβούμενος . |