εὐρωστία , δικαιοσύνη , δικαιοπραγία , εὐσέβεια , ὁσιότης , εὐγνωμοσύνη , ἐπιείκεια , μεγαλοψυχία , μεγαλογνωμοσύνη , φιλανθρωπία ,
μὴ μεταπέσῃ τὸ ἦθος τοῦ δια - φερομένου καὶ προσγένηται εὐγνωμοσύνη . πολεμεῖν δὲ μὴ λόγῳ , ἀλλὰ τοῖς ἔργοις
8555321 σκαιοτης
ἀποδόμενος τὸν ἀγρόν . συηνία καὶ ὑηνία : ἀμαθία , σκαιότης παρὰ Φερεκράτει . καὶ συηνεῖν Πλάτων ὁ φιλόσοφος τὸ
ἀνισότης , ἀγριότης , δωροδοκία , παραγωγή , ἑτερορρέπεια , σκαιότης , πλάνη . καὶ τὰ ῥήματα ἀδικεῖν , παρανομεῖν
8319253 ἀπαιδευσια
πονηρία , μοχθηρία , φαυλότηςφλαυρότης δὲ σκληρόν , σκαιότης , ἀπαιδευσία , πανουργία , ἀμαθία , μισολογία , ἄνοια ,
τῦφος καὶ μαλακία καὶ ἡδυπάθεια καὶ ἀσέλγεια καὶ ὕβρις καὶ ἀπαιδευσία . δεῖται δή σου ἐπ ' ἐκεῖνα μὲν οὐδαμῶς
8266664 εὐγλωττια
ἑλληνισμός , ἀττικισμός , πολυγνωμοσύνη , πολύνοια , πολυλογία , εὐγλωττία , εὐφωνία , ἀφθονία , βραχυλογία , συντομία ,
εὐπαιδία , εὐγαμία , εὐτεκνία , εὐγένεια , εὐλάβεια , εὐγλωττία , εὐφημία , εὐσέβεια , εὐμένεια , εὐμουσία ,
8188240 μικροπρεπεια
ἀπόρους ἀσωτία καὶ πολυτέλεια , πολλοὺς δὲ ἀδόξους αἰσχροκέρδεια καὶ μικροπρέπεια . μετά γε μὴν τὴν κακίαν δευτέρα τῶν τοιούτων
. ἔστι δὲ περὶ χρημάτων δαπάνας ὑπερβολή , ἔλλειψις δὲ μικροπρέπεια , ὧν μεγαλοπρέπεια μεσότης ἐστί . οὐ τὸ μὴ
8145115 πικρια
καὶ ἐστεγνωμένοι : καὶ περὶ τὴν γλῶσσαν τραχύτης : καὶ πικρία στόματος : αὐτοί τε τοὺς ὀφθαλμοὺς ταυρηδὸν σχηματίζοντες ,
πρὸς θεοὺς τιμῆς . Ὀργή : θυμός : χόλος : πικρία : μῆνις : κότος : ἔρως : ἵμερος :
8141327 εὐφωνια
εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , εὐδικία ,
, ἀηδόνων , τῶν ἄλλων ὅσα φύσις μεμούσωκε , λογικῶν εὐφωνία , κιθαρῳδῶν κωμῳδίαν τραγῳδίαν τὴν ἄλλην ὑποκριτικὴν ἐπιδεικνυμένων .
8116556 εὐψυχια
Ὑποτέτακται δὲ τῇ ἀνδρείᾳ καρτερία : θαρραλεότης : μεγαλοψυχία : εὐψυχία : φιλοπονία . Καρτερία ἐστὶν ἐπιστήμη ἔμμονος τοῖς ὀρθῶς
Ἅιδου καταδίκοις προσόμοια . καίτοι τίς προθυμία λαμπροτέρα , τίς εὐψυχία φανερωτέρα τίνων Ἑλλήνων ἢ καθάπαξ εἰπεῖν ἀνθρώπων ἐξετάζοντι φανήσεται
8100514 βλακεια
γάρ ἐστιν ὁ μαλθακευόμενος ἐν ὑποκρίσει τὸ σῶμα : καὶ βλακεία ἡ μεθ ' ὑπεροψίας ὁμιλία . συντεταγμένως : Σπουδαίως
στοχαζόμενον τῆς σωματικῆς εὐμετρίας . ἐπιτεινομένη γὰρ καθαρειότης θρύψις καὶ βλακεία εὑρίσκεται , ἐπιτεινομένη δὲ λιτότης ἀκαθαρσία καὶ ῥύπος γίνεται
8091659 εὐμουσια
καὶ ἐνοχλοῦν σῶμά ἐστι , κινεῖ δ ' ἡμᾶς ἡ εὐμουσία ἐνοχλεῖ δ ' ἡ ἀμουσία . ἔτι πᾶν τὸ
καὶ διατρίβουσι περὶ παιδείαν , οὐδὲ αὐτὴ ἡ ἐν λόγοις εὐμουσία καὶ διατριβή , ἀλλ ' ἣν οἱ πολλοὶ ἀκύρως
8060492 ὑπερηφανια
ἁρπαγαί , ψευδομαρτυρίαι , ὑποκρίσεις , διπλοκαρδία , δόλος , ὑπερηφανία , κακία , αὐθάδεια , πλεονεξία , αἰσχρολογία ,
, τὸ πληγῆναι πολλάκις , εἰς δὲ τὴν τύχην αὐτὴν ὑπερηφανία , βαρύτης , μικρολογία . ἀδικώτατά μοι δοκοῦσιν ἐγκαλεῖν
8045165 εὐθυμια
καὶ ἆθλα τοῖς νικῶσι μεγαλοπρεπῶς ἐδίδου , καὶ ἦν πολλὴ εὐθυμία ἐν τῷ στρατεύματι . Τῷ δὲ Κύρῳ σχεδόν τι
δὲ οἱονεὶ ψυχαγωγία ἀπὸ ἀηδοῦς τινος ἐπὶ τὸ κρεῖττον , εὐθυμία δὲ ψυχῆς βραχεῖα χαρά , ἡδονὴ δὲ ψυχῆς ἀρέσκεια
8026997 εὐτεκνια
' ὀλίγα πιπράσκειν καὶ μικρά . κακοτεκνία : τοὐναντίον τῷ εὐτεκνία . σημαίνει τὸ κακοῖς καὶ πονηροῖς χρῆσθαι τέκνοις .
αἱ ἐνέργειαι . κοινῶς δὲ τῶν ἀγαθῶν μικτὰ μέν ἐστιν εὐτεκνία καὶ εὐγηρία , ἁπλοῦν δ ' ἐστὶν ἀγαθὸν ἐπιστήμη
8014186 εὐηθεια
δ ' οἴεσθαι ὅτι μόνοις ποτὲ τοῖς κατὰ διάνοιαν ἐπανέξουσιν εὐήθεια πολλή . οὗ χάριν ἀμφότερα τιθέασι , διὰ μὲν
ἀποτίκτειν πολλάκις ὠδῖσιν αὐταῖς ἐναποθνῄσκουσιν . ὅλως τοῦτ ' οὐκ εὐήθεια δεινὴ μήτραν ὑπολαμβάνειν γῆν ἐγκεκολπίσθαι πρὸς ἀνθρώπων σποράν ;
7999366 φενακισμος
. συνομαρτοῦσι δὲ αὐτῇ τῶν συνηθεστάτων πανουργία προπέτεια ἀπιστία κολακεία φενακισμὸς ἀπάτη ψευδολογία ψευδορκία ἀσέβεια ἀδικία ἀκολασία , ὧν ἐν
, καὶ σκέπη . Ἄλλως . φενακίσας , ἀπατήσας : φενακισμὸς γὰρ ἡ ἀπάτη . . ἄλλως δὲ κεφαλῆς τριχῶν
7990467 εὐτελεια
σχῆμα τοῦ λόγου . τῇ γὰρ ἀντιπαραθέσει τοῦ ἥττονος ἡ εὐτέλεια δείκνυται . καταγλωττισμάτων : εἶδος φιλημάτων περιεργότερον τὸ καταγλώττισμα
. Οἰκεῖαι δέ εἰσιν αὐτῆς : αὐστηρία : ἐγκράτεια : εὐτέλεια : λιτότης : κοσμιότης : εὐταξία : αὐτάρκεια .
7971895 εὐθηνια
. ὁ οἶνος φθινήσει ὑπὸ πάχνης : τῶν ξυλικῶν καρπῶν εὐθηνία . τοῖς μικροῖς ζώοις εὔθετον τὸ ἔτος , τοῖς
τοξότῃ οὔσης αὐτῆς , εὐετηρία καὶ πολυομβρία , καὶ σίτου εὐθηνία , καὶ εὐφροσύνη ἐν τοῖς ἀνθρώποις : θρεμμάτων δὲ
7959215 ἀνανδρια
γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ
ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις
7930077 εὐδικια
εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , εὐδικία , εὐπαιδία , εὐγαμία , εὐτεκνία , εὐγένεια ,
. πρόδικος προδικεῖν , προδικάσασθαι προδικασία ὡς Ἀντιφῶν . καὶ εὐδικία εὐθυδικία , καὶ αὐτοδικεῖν . καὶ ἐκδικάζεσθαι , καὶ
7909814 βαρυθυμια
. εἴδη δὲ αὐτῆς τρία : ἀκροχολία : πικρία : βαρυθυμία . ἔστι δὲ τοῦ ὀργίλου τὸ μὴ δύνασθαι φέρειν
ἀθυμία : ἄση : νέμεσις : δυσφορία : γόος : βαρυθυμία : κλαῦσις : φροντίς : οἶκτος . αʹ Ἔλεος
7900925 ψευδολογια
ἔφη . καὶ τὸ πρᾶγμα συκοφαντία , ἐπηρεασμός ἐπήρεια , ψευδολογία , ψευδομαρτυρία : Κρατῖνος δὲ καὶ ψευδομαρτύριον εἴρηκεν .
πολυτροπία , κακουργία , ῥᾳδιουργία , πονηρία , πανουργία , ψευδολογία , καπηλεία , πρᾶσις , μεταβολή , μισθαρνία μισθοφορία
7888439 εὐετηρια
, καὶ λοιμικὴ κατάστασις . ἐν τοξότῃ οὔσης αὐτῆς , εὐετηρία καὶ πολυομβρία , καὶ σίτου εὐθηνία , καὶ εὐφροσύνη
Ἐπίδοξα . ἀντὶ τοῦ προσδόκιμα . Εὐεστώ . εὐημερία , εὐετηρία , ἡ καλλίστη τῶν ἐτῶν διαγωγή . Διογενιανὸς ἄνευ
7859965 εὐτραπελια
καὶ ἀλύπως τοῖς συγγινομένοις . καλεῖται δὲ ἡ τοιαύτη ἀρετὴ εὐτραπελία καὶ ὁ ἔχων αὐτὴν εὐτράπελος , ἡ δ '
τῆς λέξεως σχήματι , εὐαρμοστία , εὐρυθμία , εὐήθεια , εὐτραπελία , εὐπραγία , εὐπρέπεια , εὐταξία , εὐτυχία ,
7827210 ἀδυνασια
μαλακία , ἀμβλύτης , βραδυτής , μελλησμός , ἀδυναμία , ἀδυνασία , ἀσθένεια , ἀργία , ἀρρωστία , ὄκνος ,
Ἀ . . . , ἀδυναμία ἐρεῖς ὡς Δημοσθένης καὶ ἀδυνασία ὡς Ἀ . καὶ Θουκυδίδης [ , . ,
7818097 ἐξαπατη
, κακοήθεια , πικρία , πειθώ , φενακισμός , ἀπάτη ἐξαπάτη , παροξυσμός , δεινολογία , οἰκτρολογία , ταπεινολογία .
βούλεται καταγωνίσασθαι ὑμᾶς . . . πάλαισμα δὲ καταγωνισμὸς καὶ ἐξαπάτη ἢ τέχνη , σχῆμα . . ἐμβαλεῖν ] ἐνέμεινε
7812956 εὐστομια
ἐπικτυπῇ ἡ φάρυγξ , τουτὶ γὰρ ἔοικε φθόγγῳ ἀμούσῳ , εὐστομία δέ , ἢν τὰ χείλη ἐνθέμενα τὴν τοῦ αὐλοῦ
, εὐλογία , ἐγκώμιον : βίαιον δὲ τὸ καλλιλογία καὶ εὐστομία : ἐπαινεῖν , εὐλογεῖν , εὐφημεῖν , ἐγκωμιάζειν ,
7809431 εὐαρμοστια
. ἀποσῴζοι δ ' ἂν τὸ ἐκ τούτων κοινὸν ἀγαθὸν εὐαρμοστία τις καὶ τῶν πολλῶν ὁμοφωνία μετὰ πειθοῦς συνῳδοῖσα .
ἐν αὐτῇ κατὰ φύσιν γιγνομένας ἐπιθυμίας τε καὶ ἡδονάς : εὐαρμοστία καὶ εὐταξία ψυχῆς πρὸς τὰς κατὰ φύσιν ἡδονὰς καὶ
7777330 φρονασις
ταὶ δὲ σύνθετοι ἐκ τούτων . ἁγεμονικαὶ μὲν οἷον ἁ φρόνασις : ἑπητικαὶ δὲ οἷον ἀνδρεία καὶ σωφροσύνα , σύνθετοι
δὲ ψυχᾶς νόος , τᾶς δὲ περὶ τὸν βίον εὐδαιμοσύνας φρόνασις : οὐθὲν γὰρ ἅτερόν ἐστι φρόνασις , εἰ μὴ
7774692 εὐπραγια
τόν τε Πέρσην ἐς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων ἐτύφωσε τηλικούτων ἔργων εὐπραγία . ὡς δὲ ταῦτα τῷ Ἀλεξάνδρῳ ἐδηλώθη χαλεπῶς νοσοῦντι
καὶ ἐρώντων ἡδονὴ καὶ ὅλως ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ γιγνομένῳ εὐπραγία . γῆν ὅτε ἂν καταλίπῃ τύχη , τότε καὶ
7771581 μωρια
ἐστι φρόνησις ἀπηλλαγμένη πανουργίας καὶ οἷον ἁπλῆ τις οὖσα , μωρία δὲ ἐρημία φρενῶν . λαμβάνεται δὲ πολλάκις καὶ ἡ
οἱ ἐξ αὐτοῦ γεννώμενοι γνωρίζουσι τὸν πατέρα . τι - μωρία μὲν δὴ καὶ τοῖς ἀλόγοις ἐπ ' ἀνδροφονίᾳ παρὰ
7768617 πανουργια
μέν ἐστι κακία κεκριμμένη , κακοτροπία δὲ ποικίλη καὶ παντοδαπὴς πανουργία . κέλης καὶ ἐπακτροκέλης διαφέρει . κέλης μὲν γάρ
: πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία , οὐ σοφία φαίνεται . ὧν ἕνεκα πρῶτον καὶ
7767692 εὐμαθια
εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία ,
. Ἔστιν δέ γ ' , ἔφην , ἡ μὲν εὐμαθία ταχέως μανθάνειν , ἡ δὲ δυσμαθία ἡσυχῇ καὶ βραδέως
7750506 ἀναισθησια
ὁ θάνατός τινα ] # ἕξει καὶ ? [ παντελὴς ἀναισθησία ] ? [ εὐθὺς γενήσεται ] # , ἢ
ὁμολογοῦμεν : οὐ γὰρ ἐν τῷ χρώματι ἡ τοῦ τυφλοῦ ἀναισθησία , οὐδὲ γὰρ ἡ τυφλότης , ἀλλ ' ἐν
7744545 εὐπαιδευσια
ἡ παρὰ Ξενοφῶντι εὐποδία , καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδῃ εὐπαιδευσία , καὶ ἡ παρὰ Κριτίᾳ εὐξυνεσία , καὶ ἡ
ἀστύτριψ . καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδηι [ . ] εὐπαιδευσία καὶ ἡ παρὰ Κίαι εὐξυνεσία . . . οὐ
7713030 εὐορκια
τὴν παρέκβασιν ἰωμένη τοῦ θείου ὅρκου , ἡ δὲ βιωτικὴ εὐορκία ταῖς πολιτικαῖς ἀρεταῖς διασῴζεται . μόνοι γὰρ οἱ τὰς
ὀμνύναι . μέρος γὰρ οὐ μικρόν ἐστι τῆς εὐσεβείας ἡ εὐορκία . καὶ περὶ μὲν τοῦ πρώτου γένους τῶν κρειττόνων
7688552 εὐφυϊα
, οὕτω κἀνταῦθα ἡ φυσικὴ ἀρετὴ προϋπάρχει τῆς κυρίας , εὐφυΐα τις οὖσα καὶ αὐτὴ πρὸς ὑποδοχὴν τῆς κυρίως ἀρετῆς
εὐφυὴς εὐθιξίας , ἐπιμονῆς , μνήμης , ἐν οἷς ἡ εὐφυΐα : ὁ δὲ εὐμαθὴς ἀκροάσεως , ἡσυχίας , προσοχῆς
7685339 καρτερια
τᾶς ψυχᾶς , τόκα δὲ γίνεται καρτερία καὶ ἐγκράτεια , καρτερία μὲν ἐν τᾷ κατοχᾷ τῶν πόνων , ἐγκράτεια δὲ
ἔμοιγε φαίνεται : οὔτι πᾶσά γε , ὡς ἐγᾦμαι , καρτερία ἀνδρεία σοι φαίνεται . τεκμαίρομαι δὲ ἐνθένδε : σχεδὸν
7670721 κακηγορια
: βίαια δέ , οἷον πληγαὶ δεσμὸς θάνατος ἁρπαγὴ πήρωσις κακηγορία προπηλακισμός . συναλλάγματα δὲ καὶ τὰ τοιαῦτα λέγονται ,
τὸ ἐναντίον ψόγος , λοιδορία , βλασφημία , κακολογία , κακηγορία , κακισμός , διαβολή : ψέγειν , λοιδορεῖν ,
7669319 ἀπροφασιστος
ἔχουσα καὶ ἐρύθημα καὶ ἀλγηδόνα σύντονον . τερηδὼν ὀστῶν φθορὰ ἀπροφάσιστος , μάλιστα περὶ τὴν κεφαλήν . ἀχὼρ ἕλκος περὶ
ἀνὴρ παράσιτος τοῦτο ποιεῖ διὰ τέλους . ἐρᾷς , συνεραστὴς ἀπροφάσιστος γίγνεται . πράσσεις τι , πράξει συμπαρὼν ὅ τι
7664086 εὐκολια
ἂν μὲν οὖν σαφὲς καὶ ῥᾴδιον ἐπιδεικνύειν ἔχωμεν , καὶ εὐκολία προσῇ , οἷον ἐπιμνησθέντες διὰ ταχέων ἐπιδραμούμεθα καὶ πρὸς
δὲ ἡ ἀδυναμία ἤγουν δυσκολία καὶ ἡ δύναμις ἤγουν ἡ εὐκολία , ἤτοι ἐπιτηδειότητος προκοπή , ὑπὸ τὴν ποιότητα ἀνάγονται
7654314 πολυξυλος
πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος πολύυδρος , πολύξυλος , πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής ,
, καὶ ἐπίτασιν , ὡς ἐν τῷ ἄξυλος , ἡ πολύξυλος , καὶ ὁμοῦ , ὡς ἐν τῷ ἄλοχος ,
7647492 προσφιλεια
προσφίλεια ] ἀγάπη . προσφίλεια ] κατ ' εἰρωνείαν . προσφίλεια ] σχέσις , οἰκείωσις . θ προσφίλεια ] ἤγουν
. προσφίλεια ] οἰκείωσις : ἀπὸ τοῦ προσφιλὴς προσφίλεια . προσφίλεια ] ἡ φιλία , ἡ οἰκείωσις . προσφίλεια ]
7646493 κακοηθεια
κατεφρόνει ὁ Ἱπποκράτης τὰ νοσήματα , ἀλλ ' ὅτι ἡ κακοήθεια τοῦ νοσήματος ἐβιάζετο . πάντα γὰρ ἐποίησεν ὁ Ἱπποκράτης
. καὶ ὁ τῦφος δὲ καὶ ἡ μεγαλαυχία καὶ ἡ κακοήθεια καὶ τὸ βρενθύεσθαι καὶ λαρυγγίζειν ἀπέστω , καὶ τὸ
7635892 μικροψυχια
κατάφωροι γίνονται . ὅτι δὲ ἀντίκειται μᾶλλον τῇ μεγαλοψυχίᾳ ἡ μικροψυχία τῆς χαυνότητος καὶ δι ' ὅ , σαφῶς εἶπε
δικαιοσύνη , ἐλευθεριότης , ἀσωτία , ἀνελευθερία : μεγαλοψυχία , μικροψυχία , χαυνότης : μεγαλοπρέπεια , μικροπρέπεια , σαλακωνία .
7597594 ὀργιλοτης
προσθήκης . πᾶσα γὰρ ὑπερβάλλουσα κακία καὶ χαλεπότης , ἤτοι ὀργιλότης , καὶ δειλία , αἱ μὲν θηριώδεις εἰσίν ,
ἀοργησία . ἀμφοτέρων δὲ ἀντικειμένων τῇ μεσότητι μᾶλλον ἀντίκειται ἡ ὀργιλότης ἢ ἡ ἀοργησία : χεῖρον γὰρ κακόν ἐστιν ἡ
7582369 προπετεια
, ἅ , κἂν ἡσυχάζητε , ἑτέρων λεγόντων ἀκούσεσθε : προπέτεια τοίνυν ἐστὶ μετὰ ἀναισχυντίας , ὕβρις μετὰ βίας ,
ἐχθροὺς εὐφράνηις . Πᾶσιν ἄρεσκε . Καλὸν ἡσυχία . Ἐπισφαλὲς προπέτεια . Ἀεὶ αἱ μὲν ἡδοναὶ θνηταί , αἱ δὲ
7581031 ἀλιθος
πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄρριζος στύφουσά τε εὐτόνως καὶ ἄλιθος , ἔτι δ ' οὐ πεπιεσμένη βωληδὸν ἢ σχιδακηδόν
Μίλτος Σινωπικὴ κρατίστη ἡ πυκνὴ καὶ βαρεῖα , ἡπατίζουσα , ἄλιθος , ὁμόχρους , πολύχυτος ἐν τῇ ἀνέσει . συλλέγεται
7572473 γαστριμαργια
τραχυτής : ἔρις : προσπάθεια : φιληδονία : φιλοχρηματία : γαστριμαργία : οἰνοφλυγία : λαγνεία . αʹ Ὀργὴ μὲν οὖν
τὴν γλωσσαλγίαν φησὶν αἰσχίστην νόσον , ὅτι πορνεία μὲν καὶ γαστριμαργία καὶ τὰ λοιπὰ πάθη σὺν τῇ βλάβῃ ἔχουσί τι
7562783 ἀστομος
λευκὸν καὶ ἄβρομον ἀνίησιν . ὁ γρύλλος ὅμοιος ἐγχέλει , ἄστομος δέ . βῶξ ἑφθὸς εὔπεπτος , εὐανάδοτον ὑγρὸν ἀνιείς
? περικάθαρμα . ἀλλ ' αὐτὸς ἔρχεται καταδιαβαίνων καρνάρις , ἄστομος , δεινὸς ἄγροικος ! ! ! ! ! δ
7559104 εὐρυθμια
Χαρικλέους ἐμμανέστερον ἀνεβόησεν , Ἡράκλεις , ὅση μὲν τῶν μεταφρένων εὐρυθμία , πῶς δ ' ἀμφιλαφεῖς αἱ λαγόνες , ἀγκάλισμα
; Ναί . Εὐλογία ἄρα καὶ εὐαρμοστία καὶ εὐσχημοσύνη καὶ εὐρυθμία εὐηθείᾳ ἀκολουθεῖ , οὐχ ἣν ἄνοιαν οὖσαν ὑποκοριζόμενοι καλοῦμεν
7548675 σωφροσυνα
καὶ ὑποστατικὰ τῶν δεινῶν : τῶ δ ' ἐπιθυματικῶ ἁ σωφροσύνα : μετριότας γάρ ἐντι καὶ κατοχὰ ποθ ' ἁδονὰν
ἀφείης ἱμέρωι χρίσας ' ἄφυκτον οἰστόν . στέργοι δέ με σωφροσύνα , δώρημα κάλλιστον θεῶν : μηδέ ποτ ' ἀμφιλόγους
7544351 γενναιοτης
καὶ οὐ τιμωρητικός . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ μεγαλοψυχίᾳ ἁπλότης καὶ γενναιότης καὶ ἀλήθεια . [ Φρόνησίς ἐστιν ἐπιστήμη τοῦ ποῖα
εὔτολμος . καὶ τὰ ὀνόματα θάρρος θάρσος , ἀνδρεία , γενναιότης , ἀοκνία , ἄδεια καὶ ἀδεές , ῥώμη ,
7533655 ἐπιτιμησις
ἐπίληπτον φρίξας εἰς κόλπον πτύσαι . Ἔστι δὲ ἡ μεμψιμοιρία ἐπιτίμησις παρὰ τὸ προσῆκον τῶν δεδομένων , ὁ δὲ μεμψίμοιρος
λόγου δεῖ προηγεῖσθαι . Ἔστι δὲ ταῦτα : εἰρωνεία , ἐπιτίμησις , παράλειψις , διαπόρησις , ἀποστροφή , προδιόρθωσις ,
7532548 ῥωσις
τοῦ σώματος ἰσχὺς ὑποφθίνει , τοσοῦτον ἡ τῆς διανοίας αὔξεται ῥῶσις . Τίνα τοίνυν παρεισελθὼν ὁ νοῦς ἐξεπαίδευσε τὸν Τηλέμαχον
γὰρ πόνῳ πραΰνεται πόνος , καὶ ὑγεία , ἔτι δὲ ῥῶσις καὶ θρέψις γίνεται σωμάτων διὰ πόνων , τέχνας τε
7530118 ἐπιχαιρεκακια
πράττουσι : καὶ ὁ τοιοῦτος ἐπιχαιρέκακος καλεῖται καὶ ἡ ἔλλειψις ἐπιχαιρεκακία : τῆς δὲ μεσότητος νεμέσεως καλουμένης , ὁ ἔχων
κήλησις μὲν οὖν ἐστιν ἡδονὴ δι ' ὤτων κατακηλοῦσα : ἐπιχαιρεκακία δὲ ἡδονὴ ἐπ ' ἀλλοτρίοις κακοῖς : τέρψις δέ
7528792 φιληδονια
ἤδη τοὺς βίους , φιλαργυρία μὲν νόσημα μικροποιὸν ὄν , φιληδονία δ ' ἀγεννέστατον . οὐ δὴ ἔχω λογιζόμενος εὑρεῖν
τὰ κακά , φιλαργυρία τε καὶ φιλοδοξία καὶ φιλονεικία καὶ φιληδονία καὶ τἆλλα , ὁπόσα τούτοις ἐμφερῆ ἐστιν . ἕκαστος
7526562 ῥᾳδιουργος
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ
7519969 ἐπηρεασμος
' ἀπειλήν . ʃ τρία εἴδη ὀλιγωρίας , καταφρόνησις , ἐπηρεασμὸς καὶ ὕβρις . τούτων γὰρ καταφρονεῖ τις , ἃ
, μᾶλλον δὲ καὶ συνέδριον . ὢ τάλας ἐγώ , ἐπηρεασμὸς τὸ κακὸν εἶναί μοι δοκεῖ . οὐ τοῦ τυχόντος
7516599 σις
δὲ ἐκ τρίτου προσκατηγορουμένου ὑπῆρχον ρμδ . γίνονται οὖν ἅπασαι σις , ταύταις προστιθέμενοι οἱ τρεῖς τρόποι καὶ τριπλασιάζοντες ποιήσουσιν
προέκοπτεν . αὐτοῖς : τοῖς πολιορκοῦσιν . ἡ αἵρε - σις : σημείωσαι αἵρεσις ʃ ἡ πόρθησις . ἐνταῦθα :
7511553 πολυλογος
] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , ἐφευρετὴς λόγων ψευδῶν , πολύλογος , ἑτοιμολόγος . , λόγους ἐφευρίσκων εὑρίσκων καὶ ἀπολογίαν
. Κηφισοδήμῳ ] καὶ οὗτος Ἀθηναῖος , ῥήτωρ καὶ ξυνήγορος πολύλογος . κἀπεμορξάμην : ἔκλαυσα . ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος .
7509547 ἠρινη
ἦλθέ πω σίδηρος , ἀλλ ' ἀκήρατον μέλισσα λειμῶν ' ἠρινὴ διέρχεται , Αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις , ὅσοις
ὅσα τοῖς θερμοῖς ἀρδευόμενα βελτίω καθάπερ ἥ τε μηλέα ἡ ἠρινὴ καὶ ὁ μύρρινος : καὶ γὰρ οὕτως ἀπύρηνος ὥσπερ
7506148 μεταδιδομεν
δυνατὸν ἄδικον μὲν ἦμεν , μεταδιδόμεν δὲ ἰσότατος , ἢ μεταδιδόμεν μὲν ἰσότατος , μὴ κοινωνικὸν δὲ ἦμεν . ἐγκρατέα
παράπαν ἀπέχεσθαι τῷ δύναμιν ἰσχυρὰν ἔχειν , ἢ καττὸ σπάνιον μεταδιδόμεν τᾷ κράσει δείελον γαλακτῶδες . τὰ δὲ λουτρὰ μὴ
7504944 ἀνδρια
τῆς ψυχῆς τῷ λόγῳ ἐποχουμένη , μετ ' αὐτὴν ἡ ἀνδρία ὡς ἐν τῷ θυμοειδεῖ ἐποχουμένη , καὶ τετάρτη ἡ
πλείω κατατείνει τὸν λόγον : μάλιστα γὰρ περὶ ταῦτα ἡ ἀνδρία . Εἰπὼν ἃ δεῖ τὸν ἀνδρεῖον φοβεῖσθαι , λέγει
7491497 δυσπροσοδος
φῶς μᾶλλον κόσμον παρέχειν . ἔπειτα δὲ ὁ μὲν τῷ δυσπρόσοδος εἶναι ἐσεμνύνετο , ὁ δὲ τῷ πᾶσιν εὐπρόσοδος εἶναι
βέλτιον δὲ τὸ ἀπρόσρη - τοςτοῖς δ ' ἐφεξῆς δυσπρόσιτος δυσπρόσοδος , ἄμικτος δύσμικτος , δυσξύμβολος , δυσέντευκτος , σκυθρωπός
7491286 ἀφρακτος
καὶ βραχυτάτου καιροῦ μεταξὺ διελθόντος . Ἀλλ ' εἰ καὶ ἄφρακτος , φησίν , ἡ πόλις ἐτύγχανεν οὖσα , μεγάλη
ἱππικῆς ὁπλίσεως ἣ μὲν κατάφρακτος τυγχάνει οὖσα , ἣ δὲ ἄφρακτος . καὶ κατάφρακτος μὲν ἡ τούς τε ἵππους καὶ
7488748 Τεχνης
αʹ , Ἄλλη τέχνη αʹ βʹ , Μεθοδικὸν αʹ , Τέχνης τῆς Θεοδέκτου συναγωγὴ αʹ , Πραγματεία τέχνης ποιητικῆς αʹ
σημεῖον καὶ τεκμήριον διαφέρει . [ Ἀντιφῶν ] ἐν πρώτῳ Τέχνης : τὰ μὲν παροιχόμενα σημείοις [ ] πιστοῦσθαι ,
7482660 εὐλογια
εὐποτμία , εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία ,
καὶ μέγεθος τῶν καλῶν ἐπίδοσις . τρίτη δ ' ἐστὶν εὐλογία , ἧς ἄνευ βεβαιώσασθαι τὰς προτέρας χάριτας οὐκ ἔστι
7461031 κοσμιοτης
τὴν ψυχήν . , ; , . . κοσμιότης τάττουσα κοσμιότης καὶ σωφροσύνη οὐ μόνον εἰσὶν ἀπαλλαγαὶ καὶ ἀφαιρέσεις τῶν
ἀλήθεια θέμις ἁγιστεία εὐορκία δικαιοσύνη ἰσότης εὐσυνθεσία κοινωνία ἐχεθυμία σωφροσύνη κοσμιότης ἐγκράτεια πρᾳότης ὀλιγοδεΐα εὐκολία αἰδὼς ἀπραγμοσύνη ἀνδρεία γενναιότης εὐβουλία
7459437 Δυσεντεριη
κατὰ φλέβας ἐς κοιλίην ῥαγέντος τοῦ ὕδατος , λύσις . Δυσεντερίη ἀκαίρως ἐπιστᾶσα ἀπόστασιν ἐν πλευροῖσιν , ἢ σπλάγχνοισιν ,
, ἐπὶ φλογώδεσιν ἐξερύθροισι χρώμασι λυόμενα , ἐλπὶς ἐκμανῆναι . Δυσεντερίη σπληνώδεσι μὴ μακρὴ , χρήσιμον , μακρὴ δὲ ,
7454724 καθημερινη
ἡσυχία , πλουσίων ἐπιτήδευμα , [ πενήτων ἀδολεσχία ] , καθημερινὴ μελέτη . Αἰώνιος ὕπνος , ἀνάλυσις σώματος , ταλαιπωρούντων
] μείζονα χρημάτων αὐτοῖς εὐπορίαν ὑποτίθεται : ὁ γὰρ μισθὸς καθημερινὴ δόσις ἐστὶ χρημάτων , τὰ δὲ θεωρικὰ ταῖς ἱερομηνίαις
7451907 μανικη
τέκνον . . θυμοπληθὴς ] πλήρης θυμοῦ . δορίμαργος ] μανικὴ πρὸς πόλεμον . . κακοῦ ] τοῦ πολέμου .
, Ὅμηρος δέ : ποταμὸν ἁλιμυρήεντα λέγει . Φοιταλέη : μανικὴ , ὁρμητική . διέσσυται : ὁρμᾷ , διέρχεται ,
7451739 δυσοργητος
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης ,
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης ,
7449409 λεκτικος
μὲν δή τις ὁ πραγματικὸς Θεοπόμπου χαρακτήρ . ὁ δὲ λεκτικὸς Ἰσοκράτει μάλιστα ἔοικε : καθαρά τε γὰρ ἡ λέξις
καὶ ὁ μὲν πραγματικὸς τύπος αὐτῷ τοιοῦτος . ὁ δὲ λεκτικὸς πῇ μὲν ὅμοιος Ἡροδότου , πῇ δὲ ἐν -
7448105 ἐκμελης
προτεθύμηνται , οὐδὲν εἰρήκασιν . ὅτι δέ ἐστιν ἡ καταπύκνωσις ἐκμελὴς καὶ πάντα τρόπον ἄχρηστος , φανερὸν ἐπ ' αὐτῆς
. . , . ] [ Καὶ Θεοδόσιος ὁ βασιλεὺς ἐκμελὴς ἦν καὶ πάσῃ ῥᾳθυμίᾳ ἐκκείμενος . . ἐκμελές .
7444768 ὁσιοτης
τοῖς λόγοις ἐλέγετο ὑπὸ σοῦ ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης καὶ πάντα ταῦτα ὡς ἕν τι εἴη συλλήβδην ,
τὸ δὲ πρότερον αὖ ἐφάνη ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ὁσιότης σχεδόν τι ταὐτὸν ὄν . Ἴθι δή , ἦν
7436845 ἁπαλοσαρκος
ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος ἁπαλόσαρκος , ψαθυρός , γλυκύς , κοῦφος , εὔπεπτος ,
διὸ καὶ τὰ ἐντὸς χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς
7433238 ἀδοκιμος
ὁ γεγωνὼς λόγος : οὗτος δὲ ἢ ἀκριτόμυθός ἐστι καὶ ἀδόκιμος ἢ κεκριμένος καὶ δόκιμος : εἰς ἔννοιαν δ '
δόξα ἔπαινος : καὶ ἐμὲ ἀλᾶσθαι ἥτις ἔσωσά σε : ἀδόκιμος φαῦλος : σημεῖα γάρ ἐστι τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ
7432314 γοητεια
ἀλλοτρίοις κακοῖς : ἀσμενισμὸς δέ , ἡδονὴ ἐπὶ ἀπροσδοκήτοις : γοητεία δέ , ἡδονὴ δι ' ὄψεως κατ ' ἀπάτην
. . . γόης : Ἀττικώτερον τοῦ μάγος . καὶ γοητεία . γάργαλος : ὁ ἐρεθισμός . καὶ γαργαλισμός .
7430370 κακουργια
ἀνθρώπων ὑπόκρισις . τοσαύτη δὲ αὐτῆς ἡ πρὸς τὴν μίμησιν κακουργία ὥστε καὶ μέχρις εὐνῆς ἔλθοις ἂν πολλάκις τοῖς ἴχνεσιν
τῇ πολλῇ πειρᾶται ἀντεκπλήττειν αὐτὸν καὶ ἀντιφοβεῖν . κροκοδείλου δὲ κακουργία ἐς ἀνθρώπου τε θήραν καὶ ζῴου ἑτέρου * *
7428417 δακνουσα
καὶ δάκνοντα . περὶ δὲ τῆς παροιμίας ἔπαιξε “ σαίνεις δάκνουσα καὶ κύων λαίθαργος εἶ . ” πολύιδριν : ὅτι
καὶ κολακεύων . ἔπαιξε δὲ παρὰ τὴν παροιμίαν “ σαίνεις δάκνουσα καὶ κύων λαίθαργος εἶ ” . ἐπὶ τῶν ὑποκρινομένων
7428224 ἀμελεια
. Φιλεῖ δὲ καὶ Θεὸς τὸν σοφῶς συζῶντα : ἡ ἀμέλεια κατὰ τὴν θεόπνευστον γραφήν : Ἀνὴρ κατοιόμενος καὶ καταφρονῶν
, ὁ δὲ ἀμελεῖ . ἢ ἔστιν ἄλλως πως γιγνομένη ἀμέλεια ; οὐ γάρ που ὅταν γε ἀδύνατον ᾖ τῶν
7426854 σιγηλος
Κρόνου καὶ Τιθωνοῦ παππεπίπαππος νενόμισται . ἀρρησία κάναστρα κορδακισμός κωδωνοφορῶν σιγηλός σταφυλήν ὦ ' τάν Ἅπερ ἐσθίει ταυτὶ τὰ πόνηρ
Τὰ διὰ τοῦ ΗΛΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἁπλᾶ ἔχοντα θηλυκὰ ὀξύνεται : σιγηλός μιμηλός ἀπατηλός ὑψηλός ὑδρηλός . Τὰ διὰ τοῦ ΙΛΟΣ
7414362 βροτειος
τριγενῆ μὴ ἐθνικὰ προπαροξύνεται , εἰ ἀπὸ βραχείας ἄρχοιτο : βρότειος τέλειος φλόγειος λύκειος βόειος . τὸ δὲ Ἐπειός κύριον
ἀφεγγής ] ἀθέατος θεόσσυτος ] ἐκ θεοῦ ὁρμηθεῖσα ἤγουν θεία βρότειος ] ἀνθρωπίνη κεκραμένη ] μεμιγμένη ἤγουν ἡρωϊκή ἵκετο ]
7409622 ἀπαλλαττηται
. Ἐὰν δέ γε οἶμαι μεμιασμένη καὶ ἀκάθαρτος τοῦ σώματος ἀπαλλάττηται , ἅτε τῷ σώματι ἀεὶ συνοῦσα καὶ τοῦτο θεραπεύουσα
πολίταις δικαιοσύνη μὲν ἐν ταῖς ψυχαῖς γίγνηται , ἀδικία δὲ ἀπαλλάττηται , καὶ ἄλλη δὲ ἀρετὴ ἐγγίγνηται , κακία δὲ
7404037 εὐχερεια
εὐμένεια , εὐμουσία , εὐτέλεια , εὐερμία , εὐκολία , εὐχέρεια , εὐωδία , καὶ ἡ παρὰ Ξενοφῶντι εὐποδία ,
τὴν ἐν Φιλίπποις νίκην ἔπος , καὶ ἔτι μᾶλλον ἡ εὐχέρεια ἡ ἐπιπολάζουσα παρὰ τοῖς Ταρσεῦσιν ὥστ ' ἀπαύστως σχεδιάζειν
7395616 ἐπαρσις
πᾶν τὸ ἐζυμωμένον ἐπαίρεται : χαρὰ δὲ ψυχῆς ἐστιν εὔλογος ἔπαρσις : ἐπ ' οὐδενὶ δὲ τῶν ὄντων μᾶλλον χαίρειν
: φυλακή . Εἰρχθῆναι : φυλακισθῆναι . Ὀφρῦς : ἡ ἔπαρσις . Ἄθρους : ὁμοῦ . Ἀάπτους : ἀπροσπελάστους .
7394188 ἀφροντιστος
συστολὴν ἀκή , . , . * . Ἀκηδής : ἀφρόντιστος , ἀνελεήμων , κηδεμόνα μὴ ἔχων , . ,
ἡ ὀξύτης τὴν ὀξύτητα . . . . ἀκηδής : ἀφρόντιστος , ἀνελεήμων , κηδεμόνα μὴ ἔχων : παρὰ τὸ
7390259 φενακη
κάρα . κρόταφος : ἀπὸ τοῦ κηρύσσειν τὸν τάφον . φενάκη : τὸ προκόμιον , οἷον τοῦ φαινομένου κρανίου τὸ
νᾶπυ ] δριμὺ καὶ ὀργίλον . φενακισμοῖσιν ] ἀπατήμασι . φενάκη γάρ ἐστι προσθετὴ κόμη . Γ φενακισμοῖσιν ] ἀπατήμασι
7385865 βαρυθυμος
τῷ γὰρ ἀνδρί μου χαλεπαίνει Διονύσιος : φύσει δέ ἐστι βαρύθυμος , ὥσπερ καὶ φιλάνθρωπος . οὐδεὶς ἂν ῥύσαιτο ἡμᾶς
Ἐκ δὴ τούτων μισοῦσα τὴν Στάτειραν ἡ Παρύσατις καὶ φύσει βαρύθυμος οὖσα καὶ βάρβαρος ἐν ὀργαῖς καὶ μνησικακίαις ἐπεβούλευεν αὐτὴν
7385208 Κακη
σκιαί : ἐπὶ τῶν φοβουμένων τὰ μὴ ἄξια φόβου . Κακὴ μὲν ὄψις , ἐν δὲ δειλαῖαι φρένες : Κατὰ
χρεώστην , ἐὰν δὲ ᾖ λειψίφως ἡ Σελήνη ἐναντίως . Κακὴ δὲ ἡ Σελήνη ἐν τοῖς συνδέσμοις ἢ ἐν τῷ
7377701 πολυμορφος
πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , πολυγενής , πολύμορφος , πολυανθής , πολυσχήμων . ἐκ δὲ τοῦ μισο
ὀνομάτων φύσις παντοδαπή , παρὰ δὲ τὰς τῶν ὀνομάτων ἁρμονίας πολύμορφος ὁ λόγος : ὥςτε πολλὴ ἀνάγκη καλὴν μὲν εἶναι
7377589 δυσμενεια
μισητία , ἔχθρα , ἀπέχθεια , πρόσκρουσμα , διαφορά , δυσμένεια , δύσνοια , κακόνοια , ἀλλοτρίωσις , ὑποψία .
τὰ πράγματα ἐκ τῶν πλείστων : δυσκολία , δυστροπία , δυσμένεια , δυσχέρεια , δυστραπελία , παλιντραπελία , παλιμβολία ,
7370089 ἀκονη
. ἐστὶ δὲ καὶ γένος λίθου φάγρος . ἡ γὰρ ἀκόνη κατὰ Κρῆτας φάγρος , ὥς φησι Σιμίας . χάνναι
. ὃ δοκῶ περὶ τῶν ἀνδρῶν , τοῦτό μοι ἡ ἀκόνη ἡ παροξύνουσα καὶ παρορμῶσα . δόξαν ἔχω ἕως ἔτικτεν
7361268 εὐταξια
ἔν τε μικροῖς καὶ μεγάλοις . παρέπεται δὲ τῇ σωφροσύνῃ εὐταξία : εὐκοσμία : αἰδώς : εὐλάβεια . Ἐγκράτεια δέ
οὐχ ἥκιστα δὲ κἀν ταῖς μελίσσαις : ἥ τε γὰρ εὐταξία καὶ πρὸς τὰς ἡγουμένας τῆς ἐν αὑταῖς πολιτείας εὐπείθεια
7359939 ἀδωρος
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά .
7353478 ἀδολος
ὅτ ' ἐστρατήγει τῆς πόλεως : τοῦτο δέ ἐστι τρόπος ἄδολος . . . Εἰ δὲ τοῦτον ἴδοις δικαστικῶν θρόνων
δοκιμάζεται δ ' ὕδατι διατριβόμενος τοῖς δακτύλοις : ὁ γὰρ ἄδολος ἀνίεται καὶ γαλακτοῦται . Πάνακες Ἀσκλήπιον καὶ Χειρώνειον ἀνίησιν
7350963 Αἰητινη
διὰ τοῦ ΙΝΗ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς ἐκτείνει τὸ Ι : Αἰητίνη θριδακίνη ἡρωΐνη . τὸ εἰλαπίνη Μολυβδίνη ὄνομα πόλεως συνέσταλται
φίνη : ἀριγίνη : ἐριγίνη : ἡρωΐνη : δωτίνη : Αἰητίνη : Ἀδρηστίνη Εὐηνίνη : Μενεκίνη ἡ πόλις : μελίνη
7350691 ἀρρωστια
ἐκνοσηλεῦσαι , νοσοκομῆσαι , νοσοτροφία . ἀρρωστεῖν , ἀρρώστημα , ἀρρωστία : ὑγίεια , ὑγιαίνειν , ὑγιής . δίαιτα ,
ἀπομιμούμενος κίνησιν . οὗτος ἕπεται μὲν ἀρτηριῶν μαλακότησι καὶ ἱκανῶς ἀρρωστία δυνάμεως . συμβαίνει δὲ ἐπὶ λαύραις κενώσεσιν , αἱμορραγίαις
7348710 ὀξυχολια
πολλῇ , ἔχον τὴν εὐθηνίαν ἐν ἑαυτῷ . ἐὰν δὲ ὀξυχολία τις προσέλθῃ , εὐθὺς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ,
πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ ἐκτρίβει αὐτό . εἶτα πάλιν ἡ ὀξυχολία ὅταν κολληθῇ τῷ ἀνθρώπῳ περὶ πράγματός τινος , καὶ
7345576 νωθεια
τὰ πράγματα ἀνασκησία , ἀμελετησία , ἀμέλεια , βλακεία , νώθεια , ἀθυμία , ῥᾳθυμία , ὀλιγωρία , ἀνανδρία ,
ὄκνος , ἔκλυσις , ἀθυμία , ῥᾳθυμία , ἀνανδρία , νώθεια , νωθρότης , ὀλιγωρία , ἀμέλεια , ὑπτιότης .
7341164 ῥητ
ἐτόλμησε γράφειν ἐν τῷ Περὶ βασιλείας . . π . ῥητ . . : ὅτι [ δὲ ] οὐδὲ τὴν
[ ] [ τριβὴ ] καὶ συνήθεια . π . ῥητ . . : [ Πρῶτον ] διομολογησώμεθα [ -

Back