Ὠκεανοῦ , φαρμακίς . δεδοικυῖα δὲ μὴ πρὸς τῶν ταύρων διαφθαρῇ , κρύφα τοῦ πατρὸς συνεργήσειν αὐτῷ πρὸς τὴν κατάζευξιν | ||
, ἴντυβοι , μαλάχη , κολοκύντη ἑφθή , ὅταν μὴ διαφθαρῇ . οἱ γλυκεῖς οἶνοι τῶν αὐστηρῶν πέττονται μᾶλλον : |
ὅτι ἐστὶ καὶ ἄλλῃ τινὶ Ῥοδάνης καλός . μή με κωλύσῃς μηδὲ θελήσῃς φόνου εἴργειν ἐν ἐρημίᾳ . οἶδας δὲ | ||
ἑτέρους . ἐμὲ δὲ προθυμούμενον ἀπελθεῖν εἰς τὸν Δία μηδαμῶς κωλύσῃς . θαρρῶ γὰρ ταύτην τὴν δωρεὰν , ἤτοι τὸ |
ῥίζαν ἀφεψοῦσι καὶ λούουσι τῷ ἀφεψήματι . Ἐὰν ἥλιος ἐγκαύσας βλάψῃ τὰ πρόβατα , καὶ πίπτῃ συνεχῶς καὶ μὴ ἐσθίῃ | ||
βόας , ἵνα μὴ τὸ πῦρ ἀντικειμένης τῆς πνοῆς [ βλάψῃ τοῦτον , ἀλλ ' ] ὄπισθεν φερομένης ὥσπερ συντρεχούσης |
πρῶτον τῶν καλῶν δικαιοκρισία : † ὅρα τὸ κέρδος μὴ τέκῃ σοι ζημίαν . } Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ | ||
οὐχ ὥσπερ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν , κἂν ἵππος βοὸς ἔκγονον τέκῃ , οὐ τοῦ τεκόντος δήπου ἔδει τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν |
δέ , ὅταν τι τουτέων ἔλασσον ἢ πλέον γίγνηται ἢ χωρισθῇ τῷ σώματι καὶ μὴ κεκρημένον ᾖ τοῖς ξύμπασιν [ | ||
συντόμῳ , ὅρος δέ ἐστιν ὄνομα ἐξηπλωμένον . ἵνα οὖν χωρισθῇ τὸ ὄνομα , πρόσκειται λόγος . καὶ εἰ ἄρα |
τὰ δὲ τοιαῦτα ὀλέθρια καὶ ἄλλως παιδίοισιν : καὶ αἷμα λύσειεν ἂν ῥαγὲν , μᾶλλον δὲ τοῖσι τελειοτέροισιν ἐπιφαίνεται . | ||
δεσμωτηρίῳ ῥίνην ἀποκρύψειεν , ὅπως μηδεὶς τῶν δεσμωτῶν λαβὼν ἔπειτα λύσειεν ἑαυτόν . τοὺς οὖν φιλοτίμους καὶ φιλοπόνους μόλις μέν |
τῷ στενωτέρῳ δυνάμεως δεῖν καὶ εἰς τὸ τῷ εὐρυτέρῳ ἵνα πληρωθῇ : καὶ γὰρ δὴ καὶ μᾶλλον ἐν τοῖς αὐλοῖς | ||
τρόπον ἔσται ἡ κυβέρνησις τῶν λοιπῶν ζῳδίων καθεξῆς ἕως οὗ πληρωθῇ ἡ ἑβδομὰς τοῦ ζῳδίου ἐκείνου . Ὁ δὲ εʹ |
ὁ γέρων ἔφη : ” ἵνα τὸν φόρτον τοῦτον ἄρας ἐπιθῇς μοι . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πᾶς | ||
βουλοίμην ἂν μὴ καταλῦσαι τὴν προθυμίαν , πρὶν ἂν τέλος ἐπιθῇς τοῖς ἐν χερσὶ τούτοις ἄξιον τοῦ μακροῦ χρόνου . |
διψᾷ , ζητεῖ πηγήν , καὶ ὡς πίνει τῇ δίψῃ φλεγομένη , τότε ὁ ἄρρην ἐπιβαίνει αὐτήν . ἀναγκαζομένη γὰρ | ||
αὐτός , ἣ δὲ τῷ πόθῳ τοῦ τέκνου τείρεται καὶ φλεγομένη οἰστρεῖται , καὶ βουλομένη λύσασα ἀπάγειν ἐμβάλλει τὰ κέρατα |
διὰ τὸ ἐπίπονον αὐτὰ γίγνεσθαι * * * ἐὰν δὲ μείνῃ ἐννέα μῆνας ἐν τῇ μήτρᾳ [ ποιεῖ ] , | ||
ἐπὶ προκαταρκτικῇ αἰτίᾳ γέγονε νεκρῶδες τὸ πρόσωπον . εἰ δὲ μείνῃ ὡσαύτως ἔχον , ἥ τε ἀγρυπνία καὶ ἡ γαστρόρροια |
. αὔλει [ μοι ] . Νεκρὸν ἐάν ποθ ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις , κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις : | ||
θεοῖς . . φίλους εὐσέβει . . ὃ ἂν μὴ ἴδηις , μὴ λέγε . . εἰδὼς σίγα . . |
δύναται ἔκ τινων σημείων , καὶ πρὶν ἢ τοὺς πολεμίους θεάσηται , κατανοῆσαι τὸ μέτρον τοῦ πλήθους αὐτῶν ἐκ τῆς | ||
ἐκ τῶν λεβήτων , ὧν οὐδεὶς γεύεται εἰ μὴ πρότερον θεάσηται τὸν βασιλέα εἰ ἥψατο τῶν παρακειμένων . ἐν δὲ |
, καλοῦντος αὐτοὺς τοῦ δελεάσματος , ἐσπίπτουσιν ἀθρόοι , καὶ περιλαβόντος αὐτοὺς τοῦ κύρτου οὐκ ἔστιν αὐτοῖς τὴν ὀπίσω οὐκέτι | ||
- μαχίᾳ . τοῦ δὲ Κασσίου πλήθει νεῶν τὰς πολεμίας περιλαβόντος , οἱ μὲν Ῥόδιοι περιπλεῖν ἔτι καὶ διεκπλεῖν οὐκ |
γὰρ καὶ βαρεῖα λίαν ἡ κακοπάθεια τῆς γυναικὸς , ὅταν τίκτῃ . ἔθηκαν : ἐποίησαν . Ἐξώλισθον ἀπ ' ἀγκίστροιο | ||
διὰ ψυχρότητα τῆς ἐν τῷ σώματι κράσεως . οὐκοῦν ὅταν τίκτῃ , οὔτε αὐτὸς νεοττιὰν ὑποπλέκει , οὔτε τιθηνεῖται τὰ |
' ἐπένθεσιν τοῦ η γεγονέναι , ὥσπερ καὶ τὸ βαιὸς ἠβαιός , μύω ἠμύω . σημαίνει δὲ κατὰ τὸ πρόχειρον | ||
ἥβην , ἡβαιός , λήγει , ἀφ ' οὗ παρώνυμον ἠβαιός , ὀξύνεται δὲ ὡς τὸ γηραιός δηναιός , ἵνα |
σκοτεινὸν λόγον καὶ τὸν ἁπλοῦν . Θνητός : ἀπὸ τοῦ θανῶ θνῶ θνήσω θνητός . ὀλίγος : ἀσθενής : ὀλίγος | ||
, καὶ θνῶν ἡ μετοχὴ ἀκολούθως : πλεονασμῷ τοῦ α θανῶ , ὁ μέλλων θανήσω , ῥηματικὸν ὄνομα θανητός , |
ἀμφὶ σεμνὸν εὐτρεπὴς ὅδε . καὶ μὴν ἑκοῦσά γ ' ἀσμένη τ ' ἐδέξατο πόλις πόνον τόνδ ' ὡς θέλοντά | ||
ἡ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἤθελεν , ὡς ἂν ἀσμένη με ἑωρακυῖα ἥκοντα διὰ χρόνου : ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ |
θρεπτικὴν ἡμῖν ἐδωρήσατο . ταύταις οὖν ταῖς τρισὶ δυνάμεσιν εἰ προσέλθῃ τις αἴσθησις , ποιεῖ τὸ ζῳόφυτον . ὅτι δὲ | ||
ἀλεπίστους ὀπτήσας μαλακοὺς χρηστῶς προσένεγκε δίχ ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοί ποτε τοὔψον τοῦτο ποιοῦντι μήτε Συρακόσιος μηθεὶς μήτ |
. κεμάδεσσι : ἐλάφοις . Αἵμῳ : ὄρος Θρᾴκης . κατᾶιξ δὲ ἡ λεγομένη καταιγίς . κατᾶιξ : λαῖλαψ . | ||
: ὄρος Θρᾴκης . κατᾶιξ δὲ ἡ λεγομένη καταιγίς . κατᾶιξ : λαῖλαψ . Μυσῷ : ἔστι γὰρ καὶ ἄλλος |
δηλοῖ . μὴ δὴ τοῦθ ' ὡς ἀδίκημ ' ἐμὸν θῇς , εἰ κρατῆσαι συνέβη Φιλίππῳ τῇ μάχῃ : ἐν | ||
τούτων δὲ ἕκαστος τῶν ποδῶν , ὡς ἂν τῇ τάξει θῇς , τὸ αὐτὸ μέτρον ἀποδώσει , οὕτως σὲ τὸν |
καὶ πόρεν ὄλβον ἀθέσφατον ἐνναέτῃσιν . ἔνθα τότ ' ἐστόρεσαν λέκτρον μέγα : τοῖο δ ' ὕπερθε χρύσεον αἰγλῆεν κῶας | ||
ὅμως . ἡγησάμην οὖν , εἰ παραζεύξειέ τις χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον , οὐκ ἂν εὐτεκνεῖν , ἐσθλοῖν δ ' ἀπ |
? [ ] ? ποιεῖν ? ? ? [ , ἐξυβρίζει ] [ ] [ , ] ευχευσ ? ? | ||
καὶ ἥμερα καὶ χρηστὰ ἐξαμελήσαντος γεωργοῦ , ἀπαγριοῦται εὐθὺς καὶ ἐξυβρίζει καὶ παραβλαστάνει τὰς κακίας , καθάπερ ἀκάνθας χαλεπάς τε |
. ἐν ταύτῃ δ ' ἦν γεγραμμένον ὅτι ἐὰν παραγενόμενος φθάσῃ τοὺς ἐπιβαλλομένους διατηρῆσαι Δαρείῳ τὴν Περσέπολιν , κύριος ἔσται | ||
ἰδίαν ἐρημίαν τῶν βοηθούντων . οἱ δὲ Καρχηδόνιοι φοβούμενοι μὴ φθάσῃ διαβὰς εἰς Λιβύην Γέλων , εὐθὺς ἐξέπεμψαν πρὸς αὐτὸν |
ἀνηέξητο καὶ εἰς στόμα χεῖλος ἐρείσας παιδοκόμωι πήχυνε φιλήματι μητρὸς ὀπώρην . ὃς δὲ πολυρραθάμιγγος ὀπιπεύων χύσιν ὄμβρου βαιὴν χεῖρα | ||
τῆϲ ἄλληϲ τροφῆϲ , ὁκοῖα ἐν ϲυγκοπῇ μοι λέλεκται : ὀπώρην ϲτύφουϲαν , οὖα , μέϲπιλα , μῆλα κυδώνια , |
κατέλαβε καί “ ὑμεῖς , ” ἔφη , “ μὲ κτείνατε μᾶλλον , οἱ ἐλεήσαντες , ἵνα τὸν μισθὸν ἀντὶ | ||
' ὡς ἐλευθέρα θάνω : ἤτοι ἄδετον , ἀδέσμευτον καταλείψαντες κτείνατε , ἵνα ὡς ἐλευθέρα ἀποθάνω . δουλείαν γὰρ ἡγεῖτο |
, μηδέποτε ἐπιδῷς τὴν φαντασίαν εἰς ἅπαν μηδὲ τὴν διάχυσιν ἐάσῃς προελθεῖν ἐφ ' ὅσον αὐτὴ θέλει , ἀλλ ' | ||
: εἰ δὲ εὔπνοιαν ποιῆσαι θέλεις τῇ κεφαλῇ , μὴ ἐάσῃς πολλὰς τρίχας : εἰ δὲ πλήττεταί σοι ἐκ τοῦ |
βαθὺ τῶν χιτωνίων ἅμα τῇ τοῦ ὑποδήματος σκέπῃ τὴν αἰσχρὰν καλύψῃ κνήμην : καὶ κτενίσας τὴν κόμην , δοὺς ὁράριον | ||
ἀήμεναι , ὄφρ ' ἀλεγεινὸν ὀρνυμένης ἁλὸς οἶδμα Καφηρέος ἄκρα καλύψῃ . Οἳ δὲ θοῶς ὤρνυντο πάρος βασιλῆος ἀκοῦσαι πᾶν |
πρὸς Ἀλέξανδρον , ἵνα μὴ πεσόντων Θηβαίων τὸν στέφανον Ἀλέξανδρος δέξηται , τῇ Βοιωτίᾳ καὶ τοῖς Ἕλλησιν ἅμα σύμπασι λυμηνάμενος | ||
καὶ Φιλίππου , ἵνα δῶι αὐτὸς μὲν Ἀθηναίοις Ἀμφίπολιν , δέξηται δὲ παρ ' αὐτῶν τὴν Πύδναν αὐτοῦ οὖσαν . |
Ὑστερικὴ πνίξ ἐστιν , ὅταν ἐξαίφνης πεσοῦσα ἡ γυνὴ μὴ ἀναπνέῃ , ἀλλὰ νομίζηται νεκρά : γίνεται δὲ ἐπὶ ἐποχῇ | ||
γνώμην καλῶς ἔχειν δηλοῖ . ὅταν δὲ ὑποβρύχῃ καὶ μέγα ἀναπνέῃ , ἀγριότητα καὶ οἰνοφλυγίαν κατηγορεῖ . οἱ δὲ ἀσθματίαι |
στασίμου ὕδατος , γίνονται καὶ ἐντεῦθεν νοσήματα : εἰ δὲ προσγένηται καὶ τοῖς πολλοῖς θνήσκειν , λοιμὸς τὸ πάθος ὀνομάζεται | ||
εἰρημένον λόγον : οὐ γὰρ ἐξέρχεται πρὶν ἤ οἱ ἑτέρη προσγένηται ἀπὸ τῆς κοιλίης ἀγαθή : τῇ γὰρ μέσῃ καὶ |
δοῦναι φίλοις . Μηδένα νομίζετ ' εὐτυχεῖν , πρὶν ἂν θάνῃ . Μὴ καταφρονήσῃς τοῦ πένητος εὐτυχῶν . Μακάριος , | ||
, ταῦτα μὲν ἀθανάτων ἐνὶ γούνασιν ἐστήρικται , ὅς κε θάνῃ κατὰ δῆριν ὑπέρβιον ἠὲ σαωθῇ . Ἡμεῖς δ ' |
οἰδέει πνεύματοϲ πρήϲει : ὑποχόνδρια ἀνεϲπαϲμένα : ϲφυγμοὶ ϲμικροί , πυκινοί , πιεζεύμενοι : ἰϲχνὰ ϲκέλεα : κἢν ὑπερταθῇ τάδε | ||
. ϲφυγμοὶ ὡϲ ἐπίπαν ϲμικροί , νωθροί , ἀδρανέεϲ , πυκινοί , ἴκελοι τῷ ψύχεϊ . λόγοϲ ὅτι τῶν τοιῶνδέ |
θρῖα , τῷ μέν τε ῥοιζηδὰ φιλαίματος ἐμπελάουσα ῥύμῃ ἅλις προὔτυψε ποτοῦ μέτα χήτεϊ βρώμης βδέλλα πάλαι λαπαρή τε καὶ | ||
ὁ ῥοῦς προσπελάσῃ καταποθεῖσαν , ἀθρόως προσφύεται ἀμέλγουσα τὸ αἷμα προὔτυψε ] προῆλθε προὔτυψε ] προπεσοῦσα ἐνέκυψε τῷ χείλει βρώμης |
οὔτε μὴν σκορπίου κέντρον ἀπερείσαντος . ἐπὰν δὲ ἄρα τούτων προσπελάσῃ τι ἅμα καὶ παραψαύσῃ τοῦ σώματος καὶ ἅμα τι | ||
οὔτε μὴν σκορπίου κέντρον ἀπερείσαντος . Ἐπὰν δὲ ἄρα τούτων προσπελάσῃ τι καὶ παραψαύσῃ τοῦ σώματος , καὶ ἅμα τι |
τι ὁ ἰητρὸς , καὶ κακῶς σχῇ , ἢ καὶ ἀπόληται , ὁ ἰητρὸς αἴτιος . Σχεδὸν δὲ ὅσα ἀνάγκας | ||
. ὑπέσχοντο γὰρ τοῖς ναυκλήροις δώσειν τὰς τιμάς , εἰ ἀπόληται τὰ πλοῖα ʃ ἀπέκλιναν ἐν τῷ λιμένι περὶ τὰς |
ὡς δ ' ὅταν ἀπροφάτως ἱστὸν νεός , εὖτε μάλιστα χειμερίη ὀλοοῖο δύσις πέλει Ὠρίωνος , ὑψόθεν ἐμπλήξασα θοὴ ἀνέμοιο | ||
δὲ πανίχνια σημήναντο . ναὶ μὴν ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς , οὕνεκα καὶ |
τῶν ἔνδον εἶ περισσά , οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος , οἵα Χρυσόθεμις ζώει καὶ Ἰφιάνασσα , κρυπτᾷ τ | ||
πόλιν κείνην ἐρείψεις , ἀλλὰ πρόσθεν αἵματι πεσῇ μιανθεὶς χὠ ξύναιμος ἐξ ἴσου . Τοιάσδ ' Ἀρὰς σφῷν πρόσθε τ |
ὁππότ ' ἴδῃσι πήματα πάσχοντας κεραὴ πόδας ὠκέα Μήνη . θηλυτέρη δ ' εἴ κεν πολυφάρμακον ἀμφιβεβῶσα καπνὸν ὑπὸ σπλάγχνοισιν | ||
ἐτελέσσατο θεσμούς . ἀλλ ' ὅτε δὴ μετόπισθε περιπλομένῃσι σελήναις θηλυτέρη τίκτει , τρίβον ἀνθρώπων ἀλεείνει , οὕνεκεν ἀτραπιτοὶ μερόπων |
ἰδίοις ; χωρίον ἦν κυάμων : ἵνα μὴ τούτους δὲ πατήσῃ , ἐξ Ἀκραγαντίνων κάτθαν ' ἐνὶ τριόδῳ . Καὶ | ||
ἰδίοις . χωρίον ἦν κυάμων : ἵνα μὴ τούτους δὲ πατήσῃ , ἐξ Ἀκραγαντίνων κάτθαν ' ἐνὶ τριόδῳ . Ἤκμαζε |
ἀρμένων . πολύνυμφον λέγει δὲ τὴν Ἑλένην . καὶ τὴν ἄνυμφον πόρτιν καὶ τὴν πολύανδρον δάμαλιν ἁρπάσας σὺ ὁ λύκος | ||
ἀνάκλητος Ἀνακτόριος Ἀναξιδώρα ἀνδραποδοκλόπος ἀναστρέφων ἀναψύχουσα ἀνόσητος ἀνούστερος , ἀνουστέρα ἄνυμφον ἀολλεῖς ἀπαιόλημα ἁπαλά ἀπάνθρωπος ἀπολωπίσαι ἀπόμορφα ἀποφανῶσαι Ἀργειφόντης ἀρραγῶς |
παῖς ὑπασπιστοῦ σέθεν . κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότωι . οὐκ ἄν γε λέξαιμ ' ἐπ ' ἀγαθοῖσί | ||
σθένος . εἶἑν : κομίζειν τοῦδε σῶμ ' ἔσω χρεὼν σκότωι τε δοῦναι , δμῶες , ὡς , ὅταν μόληι |
παραδραμόντος ζῶντα αὖθις ἀνεμεῖν . τῆς δὲ τρίγλης οὐκ ἂν γεύσαιντο οἱ αὐτοὶ μύσται , οὐδὲ μὴν ἡ τῆς Ἥρας | ||
χυλὸς δὲ ἐνστόμιος οὐκ ἂν ὄσφροιτο , οὐδ ' ἂν γεύσαιντο ῥῖνες , ὅ τ ' αὖ λόγος οὐδὲν ἂν |
με κρύψῃς ὅ τι πεπόνθαμεν κακόν . Βινητιῶμεν , ᾗ βράχιστον τοῦ λόγου . Ἰὼ Ζεῦ . Τί Ζῆν ' | ||
. ἀλλ ' αἰσχρὸν εἰπεῖν : Ἐξ Εὐριπίδου . ᾗ βράχιστον τοῦ λόγου : Ἀντὶ τοῦ ἵνα συντόμως εἴπω . |
οὐ δυνάμεθα ἀρκεῖσθαι τοῖς παροῦσιν , ὅταν καὶ τρυφῇ πολὺ διδῶμεν , καὶ τὸ ἐργάζεσθαι . . . . αί | ||
ἢ οὐ μακρᾷ πολιορκίᾳ αἱρήσειν . μόνον μὴ μέλλωμεν μηδὲ διδῶμεν αὐτῇ καιρὸν ἔτι βουλεύεσθαι καθ ' ἡμῶν , ἀλλὰ |
. Ἐκ τοῦ Θυέστου : Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἐκ τοῦ αὐτοῦ : Οὐκ ἔστιν οὐδὲν χωρὶς | ||
Θετταλικαὶ χλαμύδες πτερὰ εἶχον . Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Θρᾷκες ὅρκια οὐκ ἐπίστανται : ἐπὶ τῶν τοῖς |
ἁλῶι ἢ γῆι καλύπτων θάνατον ἀνταλλάξεται : ἐᾶν δ ' ἄκλαυτον , ἄταφον , οἰωνοῖς βοράν . σὺ δ ' | ||
, οὐδὲ δαῆναι ἐμὸν νόον : οὐδέ σέ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι , ἐπεί κ ' ἐῢ πάντα πύθηαι . |
, αἰσθήσει τε πολλῷ ὑστεροῦντες ἀργῶς καὶ ἀφυλάκτως ζῆτε . λοιδόρου δὲ καὶ παμφάγου τοῦ ζῴου πεφυκότος , ἔτι δὲ | ||
ὁμιλούντων αἰσθήσει τε πολλῶν ὑστεροῦντες ἀργῶς καὶ ἀφυλάκτως ζῶσιν , λοιδόρου δὲ καὶ παμφάγου τοῦ ζῴου πεφυκότος , ἔτι δὲ |
νῦν με τάχιστα διοτρεφές , ὄφρα καὶ ἤδη ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες : οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ | ||
εὐνὴν τράπεθ ' ἡμέας , ὄφρα καὶ ἤδη ὕπνῳ ὑπὸ γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες . ἡ δὲ προσποιουμένη Μέντωρ εἶναι Ἀθηνᾶ |
Ὁπλοσμίας ἤτοι τῆς Ἥρας ηὐτρεπισμένον καὶ ἑτοιμασθέντα ταῖς σφαγαῖς . θουρὰς ἡ ὁρμητικὴ πόρνη λέγεται ἡ κατωφερὴς ἀπὸ τοῦ θουρᾶσθαι | ||
φοιτάδος πλάνης τῶν κακῶν τε πημάτων , ὅταν ἡ θρασεῖα θουρὰς καὶ ὁρμητικὴ κύων ἤγουν ἡ γυνὴ Διομήδους Αἰγιάλεια οἰστρήσῃ |
τότε κυματ [ ] παρθένος οὐρανίη ? ? [ ] κώματι ? παντο ? ! ο ? [ ] ! | ||
Ἄρης , τραχεῖαν ἄνευθε λιπών ἐγχέων ἀκˈμάν , ἰαίνει καρδίαν κώματι , κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας ἀμφί τε |
. ἐπίκληρος μέν ἐστιν ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ κλήρῳ ὀρφανὴ καταλελειμμένη , μὴ ὄντος αὐτῇ ἀδελφοῦ : ἐπίπροικος δὲ ἡ | ||
ἀνδρῶν σύστημα : ἐπίκληρος δέ ἐστιν ἡ ἐπὶ κλήρῳ παντὶ καταλελειμμένη παῖς , ὀρφανὴ πατρὸς καὶ μητρός , ἀδελφῶν τε |
λεπτὴ τοῦ ἐγκεφάλου ἁπτομένη , οὐκ ἔτι ἡ αὐτὴ ἐπὴν τρωθῇ . Φλέβες δὲ περαίνουσι μὲν ἐς τὴν κορυφὴν διὰ | ||
ἤν τέ τι ἐμπέσῃ αὐτέῳ , καὶ ἢν αὐτὸς καταπεσὼν τρωθῇ , καὶ ὁκωσοῦν τρωθεὶς κατ ' ἀντίον γενομένου τοῦ |
ἔμπροσθεν , κἂν ἵππος βοὸς ἔκγονον τέκῃ , οὐ τοῦ τεκόντος δήπου ἔδει τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν , ἀλλὰ τοῦ γένους | ||
; τὸ λέγον ἡ ἑκάστου τῆς γενέσεως ἀρχὴ ἀπὸ τοῦ τεκόντος ἢ τῆς πατρίδος : πρῶτον γὰρ τοῦτο ἔγνωσται τῇ |
ἐκραγέντος , λύεται ὁ πόνος . Ὁκόσοισιν ἂν ὁ ἐγκέφαλος σεισθῇ ὑπό τινος προφάσιος , ἀνάγκη ἀφώνους γίνεσθαι παραχρῆμα . | ||
τῶν ἐναντίων τῆς τομῆς ἐπιγίνεται . Ὅσοισιν ἂν ὁ ἐγκέφαλος σεισθῇ , καὶ πονέσῃ πληγεῖσιν ἢ ἄλλως , πίπτουσι παραχρῆμα |
δὲ ἄγνοια , φησί , τὰς φρένας ἀπολλύουσα συνήγαγεν . ἔτλα συναγαγεῖν ῥίζαν αἱματόεσσαν , ἤγουν συμμίξαι σπέρμα τῇ μητρί | ||
ὑπέμεινε . ἔτλα ] ἐκαρτέρησε . ἔτλα ] σπεῖραι . ἔτλα ] μετὰ καρτερίας . ἔτλα ] + ἐτόλμησε ποιῆσαι |
πήχεώς γε τῷ θανάτῳ παρίσταται . } Ἐὰν πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς ποτέ , οὐδὲν ἐποίησας , ἂν λόγοις ὀνειδίσῃς . | ||
, προσδόκα καὶ μὴ φυγεῖν . ἐὰν ὁρῶν πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς , μᾶλλον ἀπέδυσας αὐτόν , ἂν ὀνειδίσῃς . ἀνὴρ |
πολύανδρον δάμαλιν ἁρπάσας σὺ ὁ λύκος ἤτοι ἅρπαξ δυοῖν πελειαῖν ὀρφανὴν καὶ ἔρημον οὖσαν τῆς γονῆς τῶν βʹ περιστερῶν ἤτοι | ||
οὐκ ἀναγκαία , ὡς ἐν τοῖς τοιούτοις ζητήμασιν : ἐπίτροπος ὀρφανὴν βιασάμενος κρίνεται μὲν κακῆς ἐπιτροπῆς , ἀξιοῖ δὲ δοῦναι |
, ἐκ παραλλήλου τὸ αὐτὸ , οὕτως . μογέουσα : βαρυνομένη , καὶ κακοπαθοῦσα . Καὶ ἀποκριδόν : κεχωρισμένως , | ||
τοῦ τένοντος τοῦ τραχήλου αὐτῆς , αὐτὴ δὲ τῷ πόνῳ βαρυνομένη περὶ αὐτὸν εἱλίσσεται , καὶ σφίγξασα αὐτὸν περὶ τὰ |
πολὺ γάλα ποιοῦσιν , ἐὰν δίκταμνον περὶ τὰς αὐτῶν γαστέρας περιάψῃς . Ἐὰν πελαργοῦ κοιλίαν λειώσας ὕδατι ἐγχυματίσῃς ἀπὸ κοχλιαρίου | ||
ὄνομα τοῦτο διὰ σμυρνομέλανος ” τιν βιβ ηλιθι “ καὶ περιάψῃς , ἀβλαβῶς συνουσιάσεις . Τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ νεφρὸν |
θέσφατα . χρῶνται δ ' αὐτοῖς , ὅταν ἡ βουλὴ ψηφίσηται , στάσεως καταλαβούσης τὴν πόλιν ἢ δυστυχίας τινὸς μεγάλης | ||
σαφῶς , πλὴν ἐάν τινας ὁ δῆμος ἢ ἡ βουλὴ ψηφίσηται : τούτους δ ' ἀναγορευέτω . τί οὖν , |
γὰρ θᾶττόν τε καὶ μᾶλλον πά - σχουσιν οἱ τοῦ πληγέντος τὴν ἀρχὴν ἔγγιον : τὸ δέ γε ὁρατὸν οὐ | ||
* ἐχθόμεναι : ἐχθραί μισηταί μισούμεναι * ἀνδρός : τοῦ πληγέντος ῥινοὶ δὲ πλαδόωσιν : ἀντὶ τοῦ δυσωδίαν πέμπουσιν αἱ |
ὁ χρυσός : κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει , βροτεᾶν † φρένα κράτιστον φρενῶν χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι * | ||
ὁ χρυσός , κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει , βροτεᾶν † φρένα κράτιστον φρενῶν . θυσάνῳ : τῷ μαλλῷ |
αἰτίαν τοῦτο σπουδάσειεν , ὃ δὲ ἔφη ἵνα μαθὼν αὐτὸ ἀποθάνω . λόγος ἔχει Ἄτλαντι φοιτήσαντα τὸν Ἡρακλέα σπουδάσαι τὰ | ||
θανάτου τὸ χρησιμεύειν τοῖς πράγμασιν : ἐγὼ δέ , ἐὰν ἀποθάνω νῦν , οὐ μόνον οὐκ ὠφελήσω , ἀλλὰ καὶ |
τόκου ῥόος λαμβάνῃ καὶ τὰ σιτία ἐν τῇ γαστρὶ μὴ ἐμμείνῃ , ἀσταφίδα μέλαιναν καὶ ῥοιῆς γλυκείης τὰ ἔνδον τρίψας | ||
σώματος παρὰ τὸ ἔθος : ὅ τι δ ' ἂν ἐμμείνῃ τῆς συντήξιος , οὐ μόνον τῷ κενωθέντι τοῦ σώματος |
: σπουδῇ τ ' ἐξήλασσαν , ἐπεί τ ' ἐκορέσσατο φορβῆς : ὣς τότ ' ἔπειτ ' Αἴαντα μέγαν Τελαμώνιον | ||
καὶ μεταθέσει τῶν δύο συμφώνων , βρέφος : τὸ δεόμενον φορβῆς . Βράγχος , παρὰ τὴν μίμησιν τῆς γινομένης αὐτῷ |
τῷ δακτυλίῳ , μὴ ἐάσῃς αὐτῷ μέγαν ὄνυχα , μὴ πλήξῃ , μὴ ἑλκώσῃ . εἰ δὲ σίδηρον ἀπὸ ἑλκῶν | ||
ποιεῖ , βλέπε μὴ εἰσελθοῦσα περὶ τὸ βάθος ἡ ψύξις πλήξῃ τὰ μόρια , καὶ μᾶλλον εἰ ἐτάκησαν ἀπὸ τῆς |
δύναται προσβιβάσαι τοὺς ἀκούοντας καὶ πεῖσαι . ρνθʹ Καλὸν γοῦν Τουτέστιν ὁ εἰδὼς τὴν διαιρετικὴν μέθοδον καὶ τὴν γνῶσιν τῶν | ||
Προμηθέως ἐνέβαλεν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἀρετὴν καὶ χάρματα . . Τουτέστιν ὁ μετὰ τοῦ προβεβουλεῦσθαι ποιῶν τι ὁμοῦ τε κατορθοῖ |
μόρῳ ἐχρήσατο ὁ παῖς . Ἅρπαγος μὲν δὴ τὸν ἰθὺν ἔφαινε λόγον , Ἀστυάγης δὲ κρύπτων τόν οἱ ἐνεῖχε χόλον | ||
δέ οἱ εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος , ὅς οἱ τὴν ἀληθείην ἔφαινε τῶν μελλόντων γενέσθαι κακῶν κατὰ τὸν παῖδα . Ἦσαν |
ἑλεπόλεσιν : ἀναγκαῖον δὲ καὶ τὴν χώραν εἰδέναι , εἰ ἀρετῶσα ἢ μή : περὶ γὰρ λυπρᾶς ἑκουσίους κινδύνους ὑπομένειν | ||
φιλομαθοῦς θιάσου [ ψυχὴ ] μήτηρ ὁμοῦ καὶ τροφός , ἀρετῶσα παιδεία , συντενοῦσι δὲ καὶ οἱ ἀμφοτέρων ἡμῶν ἔγγονοι |
τὰ μέλη ἐσθίειν ; . : Ὅμηρος κνίσσην μελδόμενος ἁπαλοτροφέος σιάλοιο : σίαλος ὁ εὐτραφὴς χοῖρος , παρὰ τὸ ἅλις | ||
λέβης ζεῖ ἔνδον , ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ κνίσην μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο . ἡ διπλῆ ὅτι οἶδεν ἕψησιν κρεῶν , χρωμένους |
' ᾖ : ἐπὶ στείραισι τοὺς ταύρους ἀφέντες , ἵνα τέκωσιν , ὥς τινες : στείρας δὲ εἶπε τὰς οὔπω | ||
γυναῖκες , μία αὐτῶν ἠγαπημένη καὶ μία μισουμένη , καὶ τέκωσιν αὐτῷ ἡ ἠγαπημένη καὶ ἡ μισουμένη καὶ γένηται ὁ |
καὶ τὸ πραχθὲν μαθοῦσα οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τῷ τῶν τέκνων ἠνιάθη θανάτῳ ὅσον ἐπὶ τῷ τῆς ἀμύνης ἀπόρῳ : χερσαία | ||
, . Ἀντίλοχος δὲ κατέστυγε μῦθον ἀκούσας : κατεστύγνασεν , ἠνιάθη . . τὸν μὲν δακρυχέοντα πόδες φέρον : ἡ |
νέμουσι : ἐκ δὲ τούτων ἕνα μάλιστα , ὅστις ἐπεὰν ἀποθάνῃ , πένθος μέγα παντὶ τῷ Μενδησίῳ νομῷ τίθεται . | ||
μέγας ” , ἴσον τι τούτῳ φησίν : ἕως ἂν ἀποθάνῃ ὁ πάντων κοινὸς ἀγχιστεύς , ᾧ μόνῳ καὶ τὰ |
γαμφηλῇσί θ ' αἱμάσσων δέμας , ἔγχωρα τίφη καὶ πέδον χραίνῃ φόνῳ , λευρᾶς βοώτης γατομῶν δι ' αὔλακος . | ||
κυνηγετικὸς † ἀετὸς ὁ χάρων ὁ αἰχμητὴς ἤγουν ὁ Ἀχιλεὺς χραίνῃ καὶ μιαίνῃ τὰ ἔγχωρα καὶ ἐντόπια τίφη καὶ ἄλση |
Ἔπεμψε δὲ καὶ εἰς Φρυγίαν παρὰ τὸν Δασκύλου παῖδα , Δάσκυλον καὶ αὐτὸν ὄνομα , ὅντινα ἡ μήτηρ ἐν γαστρὶ | ||
οὗτος Σαδυάττῃ τῷ βασιλεῖ ἐνέτυχεν ἀχθόμενος ἀτεκνίᾳ δοῦναί οἱ μεταπεμψαμένῳ Δάσκυλον ἐκ τοῦ Πόντου θέσθαι παῖδα , ὡς μὴ ἔρημος |
, καὶ μὴ μίσγηται ἡ γυνὴ τῷ ἀνδρὶ , καὶ κενωθῇ ἡ κοιλίη μᾶλλον τοῦ καιροῦ ὑπό τευ παθήματος , | ||
εἶτα διαιρεῖν τὴν φλέβα ὡς ἐπὶ φλεβοτομίας , καὶ ὅταν κενωθῇ τὸ ἐν αὐτῇ αἷμα , ἀποσφίγγοντας τοὺς βρόχους διακόπτειν |
ἐπὶ τῶν ζώων ὡς κατ ' ἀναλογίαν ἂν τὸ θῆλυ κρατήσῃ τοῦ ἄρρενος ἢ καὶ ἔτι μείζων ἐναλλαγὴ γένηται πρὸς | ||
οὐ γάρ τις αὐτῶν ψίσεται πύρνον γνάθῳ , πρὶν ἂν κρατήσῃ ναστὸν εὐστόχω λίθῳ ὑπὲρ τράφηκος σῆμα κείμενον σκοποῦ . |
καὶ ἄτλας , ὁ μὴ δυνάμενος τλῆναι : ἐξ αὐτοῦ ἀτάλλων , ὁ ἀπαθὴς καὶ μὴ κακοπαθῶν , . , | ||
' ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇ ἐτρέφετ ' ἀτάλλων , μέγα νήπιος , ᾧ ἐνὶ οἴκῳ : ἀλλ |
μήτηρ κινεῖ κραδίαν , κινεῖ δὲ χόλον . σπεύδετε θᾶσσον δώματος εἴσω καὶ μὴ πελάσητ ' ὄμματος ἐγγὺς μηδὲ προσέλθητ | ||
πύραν μεγίστην ἔγγυς τοῦ οἴκου κατασκευάσασα καὶ ἅψασα ἀπὸ τοῦ δώματος αὑτὴν εἰς τὴν πύραν ἔρριψεν . Ἄτοσσα . Ταύτην |
ἐφορᾷ , πέμπων πιστοὺς ἐπισκοπεῖται . καὶ οὓς μὲν ἂν αἰσθάνηται τῶν ἀρχόντων συνοικουμένην τε τὴν χώραν παρεχομένους καὶ ἐνεργὸν | ||
δίκαιον . οὕτως οὐδὲ τὸ δυνάμει αἰσθητικόν , ὅταν ἐνεργείᾳ αἰσθάνηται , πάσχειν κυρίως ἢ ἠλλοιῶσθαι λέγειν δεῖ . τὸ |
πανώλεις , ῥητέον οὕτω : μητρὸς σπείρας ἄρουραν , ῥίζαν αἱματόεσσαν , συνήγαγε νυμφίους πανώλεις , ἑαυτὸν δηλαδὴ καὶ τὴν | ||
. Σὺν δ ' ἔβαλον θήρεσσιν ἐοικότες ὠμοβόροισι δῆριν ἐς αἱματόεσσαν , ὁμοῦ δ ' ἔχον ἔντεα καλά , ἔγχεα |
διὰ τὸ εἶναι πτερωτάς . , , , : μηδὲν φοβηθῇς ] Ὁ ῥυθμὸς Ἀνακρεόντειός ἐστι κεκλασμένος πρὸς τὸ θρηνητικόν | ||
τοῦ δοκοῦντος ἐνθάδε θανάτου καταφρονήσῃς , ὅταν τὸν ὄντως θάνατον φοβηθῇς , ὃς φυλάσσεται τοῖς κατακριθησομένοις εἰς τὸ πῦρ τὸ |
πτωχικοῦ βακτηρίου . Τουτὶ λαβὼν ἄπελθε λαΐνων σταθμῶν . Ὦ θύμ ' , ὁρᾷς γὰρ ὡς ἀπωθοῦμαι δόμων , πολλῶν | ||
ὁρᾶν τινὰ δύνασθαι τὰ ἔνδον ὥσπερ ἀπὸ τῶν κιγκλίδων . θύμ ' ] θυμέ . γραμμὴ δ ' αὑτηΐ : |
τε καὶ κατὰ σκότος ἔρημος : αἴ κα δ ' ἐντύχω τοῖς περιπόλοις , τοῦθ ' οἷον ἀγαθὸν ἐπιλέγω τοῖς | ||
νεύματος ἀνηρτημένοι , ἀλλ ' ἤν που καὶ ὁδῷ βαδίζων ἐντύχω τινὶ αὐτῶν , ὥσπερ τινὰ στήλην παλαιοῦ νεκροῦ ὑπτίαν |
ἓν ἕκαστον πάντα δῷς , χαλκοῦ μέρος δωδέκατον οὐκ ἂν ἀπολάβοις . δίκαιος ὁ λόγος . ἀβάκιον , ψῆφον : | ||
ἓν ἕκαστον πάντα δῷς , χαλκοῦ μέρος δωδέκατον οὐκ ἂν ἀπολάβοις . δίκαιος ὁ λόγος . ἀβάκιον , ψῆφον : |
τὸ πῶμα , ἡ μηνοειδὴς ἐκκοπὴ τὸ προκείμενον τοῦ κοχλιάξονος παραδέξηται . ὁ δ ' Ἀριστίων οὐ συγκατατιθέμενος τῇ τοῦ | ||
τοῦ κερατοειδοῦς χιτῶνος , ὑμὴν λεπτότατός τε καὶ μετέωρος ἀρθεὶς παραδέξηται μεταξὺ αὐτοῦ ὑγρασίαν , ἢ καὶ ὑπὸ τὴν κτηδόνα |
ὑπὸ κύστις ὀρεχθεῖ , πᾶσα δέ οἱ νηδὺς διαπίμπραται ὡς ὁπόθ ' ὕδρωψ τυμπανόεις ἀνὰ μέσσον ἀφυσγετὸς ὀμφαλὸν ἵζει , | ||
Μῶν ὠδυνήθης ; Οὐ μὰ Δί ' ἀλλ ' ἐφρόντισα ὁπόθ ' Ἡράκλεια τἀν Διομείοις γίγνεται . Ἅνθρωπος ἱερός . |
σήσαμος , καὶ τὸ κά - ρυον , περιαιρεθέντων τῶν κελύφων , καὶ αὐτὰ δηλονότι ἐκπιεζόμενα . Τέως εἰδέναι χρὴ | ||
ἄρτι γυμνὸν ὀστράκων , ἀντὶ τοῦ ὠιῶν . τινὲς δὲ κελύφων . Συναγ . λέξ . χρησίμ . . , |
' „ ὅτι ἡμάρτομεν , κατελαλήσαμεν „ : ὅταν γὰρ ἁμάρτῃ καὶ ἀπαρτηθῇ ὁ νοῦς ἀρετῆς , αἰτιᾶται τὰ θεῖα | ||
αἱ δυνάμεις τοὺς ἄνδρας : καθόσον δ ' ἄν τις ἁμάρτῃ τοῦ καλοῦ , κατὰ τοσοῦτον αὐτοὺς ἐξήλεγξαν . Εἰ |
' οὐ θήν τοι ἀδευκέα μῆνιν ἀέξω , πρίν περ ἀνιηθείς : ἐπεὶ οὐ περὶ πώεσι μήλων οὐδὲ περὶ κτεάτεσσι | ||
αἰνῶς ἀμητῷ , μή οἱ κενεὸς καὶ ἀχύρμιος ἔλθῃ αὐχμῷ ἀνιηθείς . Χαίρει δέ που αἰπόλος ἀνὴρ αὐταῖς ὀρνίθεσσιν , |
ἀποθανεῖν μήτε ζῆν θέλων ἐξ ἅπαντος ἀλλ ' ὡς ἂν διδῶται , προσέρχηται αὐτῷ , τί κωλύει μὴ δεδοικότα προσέρχεσθαι | ||
τὰ πρόβατα : οὕτω καὶ ἐν τῷ βίῳ , ἐὰν διδῶται ἀντὶ βολβαρίου καὶ κοχλιδίου γυναικάριον καὶ παιδίον , οὐδὲν |
δέ μιν στονόεντι κατ ' εὐρέος ἤλασεν ὤμου δεξιτεροῦ , σύτο δ ' αἷμα πολυσθενέος περ ἐόντος . Ἀλλ ' | ||
ἀρετῆς τοῦ ἵππου τοῦ Φερενίκου : ὅτε αὐτὸς ὁ Φερένικος σύτο , ἤγουν ἐσεύετο , ἔτρεχε , πλησίον τοῦ Ἀλφειοῦ |
γίνεται , ὅταν ἢ τὸ μεῖζον καθαιρῆται ἢ τὸ ἔλαττον αὔξηται . οὐ καινοτομοῦμεν δέ , ἐν οἷς ἀνάγκη , | ||
δυνάμεώς τε καὶ φιλοτιμίας , ὡς ἐφ ' ὅσον ἂν αὔξηται τοῦτο καὶ τῆς καταγραφῆς λεπτομερεστέρας τε ἅμα καὶ σαφεστέρας |
τὸν δὲ φόβον κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει , τρομέει δ ' ὑπὸ φαίδιμα γυῖα . κατὰ τὸν αὐτὸν | ||
βέλος , τρομέει δέ σε κύμαθ ' ἁλὸς βυθίας , τρομέει βασιλεὺς ἐνέρων Ἀΐδας , ἐπιδεσμοχαρές , κατακλινοβατές , κωλυσιδρόμα |
κατὰ χθονὸς οὖδας ἐρείδων : ἄλλοτε δ ' ἀλλοίως ὑπὸ χείρεσι δηριόωντο . Λαοὶ δ ' ἔνθα καὶ ἔνθα μέγ | ||
φρεσὶ σῇσι δαείης : ὁππότε γάρ μιν πάγχυ κάμῃς ἐνὶ χείρεσι πάλλων , ἐξαπίνης ὄρσει νεογιλοῦ παιδὸς ἀϋτήν , μαίης |
θαάσσει , μή μιν κερτομέουσαι ἐπιστοβέωσι γυναῖκες τῇ ἰκέλη Μήδεια κινύρετο . τὴν δέ τις ἄφνω μυρομένην μεσσηγὺς ἐπιπρομολοῦς ' | ||
ὡς ἴδε φοίνιον αἷμα μαραινομένῳ περὶ μηρῷ , πάχεας ἀμπετάσασα κινύρετο , μεῖνον Ἄδωνι , δύσποτμε μεῖνον Ἄδωνι , πανύστατον |
. ὅστις δ ' ἂν κατά τινα ἐπιβουλὴν ἀνὴρ ἐκείνου γεύσηται τοῦ σαρκίου ἔρωτι καὶ μάλα γε ἀκρατεῖ συνέχεται καὶ | ||
ἐντυχίας οὔσης τίσιν ἀπαντήσει φυλάσσεται . τὸ γὰρ πρᾶγμα κἂν γεύσηται μόνον οὐ προσδεῖ διαβολῆς . Ἄλκιμος δέ φησι πάσας |
βακχευθείσης καὶ μανείσης πρὸς ἔρωτα δηλονότι σύφαρ καὶ γεραιὸς κόραξ θανεῖται σὺν ὅπλοις ἤτοι πολεμῶν πέλας τοῦ Νηρίτου τὸ πόντιον | ||
μῦθος ἀέξει . Ὤιμοι φοβοῦμαι τὸ προσέρπον : περίφαντος ἁνὴρ θανεῖται , παραπλήκτῳ χερὶ συγκατακτὰς κελαινοῖς ξίφεσιν βοτὰ καὶ βοτῆρας |
πᾶσαν ἵνα κρήνειεν , ὁ δ ' ἥμενος ἐν περιωπῇ τέρπετο κυδαλίμου θηεύμενος υἱέος ἔργα . αὐτὰρ ὁ θεσπεσίην φορέων | ||
ἵνα κρήνειεν , ὁ δ ' ἥμενος ἐν περιωπῆι / τέρπετο κυδαλίμου θηεύμενος υἱέος ἔργα . / αὐτὰρ ὁ θεσπεσίην |
τοῖς ἄλλοις δυσὶ ποσὶν οἰακίζει ἑαυτὸν , ἡνίκα δ ' αἴσθηται κακοῦ τινος παραυτὰ χαλᾷ τοὺς πόδας καὶ ἔνδοθεν τοῦ | ||
πρὸς τοὺς τοιούτους ἔχειν . καὶ διὰ τοῦτο ἄν τις αἴσθηται μόνον μέλλοντας αὐτοὺς τούτων τι ποιεῖν , ἀποκτενεῖν συνώμοσαν |
ποτ ' ἄνδρ ' ἀγακλειτὸν ἐπέμολεν πάθος οἰκτίσαι . Ἰὼ κελαινὰ λόγχα προμάχου δορός , ἃ τότε θοὰν νύμφαν ἄγαγες | ||
κινήσῃ προθέλυμνον ἁλὸς βυθὸν ἀτρυγέτοιο , κύματα δ ' ὦκα κελαινὰ πρὸς ἠιόνας βοόωντα φῦκος ἀποπτύωσιν ἐρευγομένοιο κλύδωνος , ἠχὴ |