δέ μιν στονόεντι κατ ' εὐρέος ἤλασεν ὤμου δεξιτεροῦ , σύτο δ ' αἷμα πολυσθενέος περ ἐόντος . Ἀλλ '
ἀρετῆς τοῦ ἵππου τοῦ Φερενίκου : ὅτε αὐτὸς ὁ Φερένικος σύτο , ἤγουν ἐσεύετο , ἔτρεχε , πλησίον τοῦ Ἀλφειοῦ
7796044 γλαφυρῳ
δὲ τῷ μεγαλοπρεπεῖ παρέκειτο ὁ ψυχρὸς χαρακτήρ , οὕτως τῷ γλαφυρῷ παράκειταί τις διημαρτημένος . ὀνομάζω δὲ αὐτὸν τῷ κοινῷ
ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον , στήσαμεν ἐν λιμένι γλαφυρῷ εὐεργέα νῆα ἄγχ ' ὕδατος γλυκεροῖο καὶ ἐξαπέβησαν ἑταῖροι
7783492 ξυναιμος
τῶν ἔνδον εἶ περισσά , οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος , οἵα Χρυσόθεμις ζώει καὶ Ἰφιάνασσα , κρυπτᾷ τ
πόλιν κείνην ἐρείψεις , ἀλλὰ πρόσθεν αἵματι πεσῇ μιανθεὶς χὠ ξύναιμος ἐξ ἴσου . Τοιάσδ ' Ἀρὰς σφῷν πρόσθε τ
7585380 μεδοντος
Ἰαπετιονίδῃ καὶ ἐλύσατο δυσφροσυνάων , οὐκ ἀέκητι Ζηνὸς Ὀλυμπίου ὕψι μέδοντος , ὄφρ ' Ἡρακλῆος Θηβαγενέος κλέος εἴη πλεῖον ἔτ
. . Υ . . Φόρκυνος θυγάτηρ , ἁλὸς ἀτρυγέτοιο μέδοντος , ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι Ποσειδάωνι μιγεῖσα . βασιλεύοντος .
7502291 θρονῳ
τὸ ἄγαλμα ὀρθὸν πεποίηται πηχυαῖον μάλιστα , Ἀπόλλωνος δὲ ἐν θρόνῳ κάθηται ποδῶν ἓξ οὐκ ἀποδέον μέγεθος . ἀνάκειται δὲ
γὰρ ὑπὸ Ἡφαίστου δεσμεύεται ἐν τῷ ὑπ ' αὐτοῦ κατασκευασθέντι θρόνῳ : ὅ τινες ἀγνοήσαντες γράφουσιν Ὑπὸ διός , καὶ
7459435 χρυσεῃσιν
θωῦμα μὲν καὶ ὁ πρόνηος μέγα παρέχεται θύρῃσί τε ἤσκηται χρυσέῃσιν : ἔνδοθεν δὲ ὁ νηὸς χρυσοῦ τε πολλοῦ ἀπολάμπεται
, καὶ “ ὠκέα Ἶρις , ” καὶ “ ὠκυπέτα χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε . ” ὠλέναι πήχεις : ἀφ '
7454491 δεδαεν
ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ ἀνὴρ ἴδρις , ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη τέχνην παντοίην , χαρίεντα δὲ ἔργα
: ὃς περὶ μὲν βύκταισι καὶ ἀργήεσσιν ἀέλλαις νῆα κατιθύνειν δέδαεν πολυμήτιδι τέχνῃ : Κάστορά θ ' ἱππόδαμον Πολυδεύκεά τ
7432129 ἐτεκ
σταθμῷ ἐν ἠερόεντι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο . ἡ δ ' ἔτεκ ' ἄλλο πέλωρον ἀμήχανον , οὐδὲν ἐοικὸς θνητοῖς ἀνθρώποις
, τά τ ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται . Στὺξ δ ' ἔτεκ ' Ὠκεανοῦ θυγάτηρ Πάλλαντι μιγεῖσα Ζῆλον καὶ Νίκην καλλίσφυρον
7429898 σπηϊ
ἐπ ' ἰχθύσι κῆρα φέρουσα . εὗρε δ ' ἐνὶ σπῆϊ γλαφυρῷ Θέτιν , ἀμφὶ δ ' ἄρ ' ἄλλαι
τε γναμπτάς θ ' ἕλικας κάλυκάς τε καὶ ὅρμους ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ : περὶ δὲ ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων ῥέεν
7428393 τρικλινῳ
Πάτερ , ἤθελα κἀγὼ ἀναπαῆναι μεθ ' ὑμῶν ἐν τῷ τρικλίνῳ τούτῳ , ἵνα ἀκούσω κἀγὼ τὰ διαλεγόμενα ὑμῶν :
Ἁβραὰμ ἔδωκεν δόξαν τῷ θεῷ . καὶ ἀνελθὼν ἐν τῷ τρικλίνῳ αὐτοῦ , ἀνέπεσεν : ἐλθὼν δὲ καὶ ὁ θάνατος
7418628 περικλυτος
τι σεῖο χατίζει . τὴν δ ' ἠμείβετ ' ἔπειτα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις : ἦ ῥά νύ μοι δεινή τε καὶ
κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς . Ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις , τῷ ἴκελον οἷόν ποτ ' ἐνὶ Κνωσῷ
7404204 καββαλε
δὲ μέγα σαρκὸς ἄραξε δούρατι νωμήσας , ἐπὶ δὲ χθονὶ κάββαλε μέσσῃ . τῷ δὲ Φόβος καὶ Δεῖμος ἐύτροχον ἅρμα
ὄζους . Πολλάκι δ ' Αἴαντος μεγάλου στιβαροὺς ὑπὸ μηροὺς κάββαλε Τυδείδης κρατερὰς χέρας , ἀλλά μιν οὔ τι ἂψ
7398315 Λαμπος
διχρόνῳ καταλήγοντι εἰς Μ ἢ Π βαρύνεται : ἵππος κάμπος Λάμπος . τὸ δὲ καρπός ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΠΟΣ
ἀναβεβηκυῖα δὲ ἐπὶ τὸ ἅρμα παῖς παρθένος : ὄνομα μὲν Λάμπος τῷ ἀνδρί , πατρὶς δὲ ἦν αὐτῷ νεωτάτη τῶν
7388424 Ἀλφεῳ
. τερπνᾶς δ ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας , Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον
ἀπὸ γὰρ τοῦ ποταμοῦ τὸ χωρίον ἀκουστέον . Παρ ' Ἀλφεῷ ] * . . . σημαίνει τὸ ὃ ἄρθρον
7376754 ἀσπασιος
ΤΙΟΣ προπαροξύνονται , εἰ μὴ κύρια εἴη καὶ τριβράχεα : ἀσπάσιος πρυμνήσιος Ἀτλάντιος θαλάττιος . τὸ δὲ πλησίος καὶ ἀντίος
? ? ? ? ? ? ἀνύδρου [ ] Λιβύας ἀσπάσιος ποσὶ ? λειμώνων τέρεν ' ἄνθεα [ ] τείρας
7366766 διακριδον
κέκρικα ἢ κέκλικα , ἀφ ' οὗ τὸ κριδόν καὶ διακριδόν , κλίνω κλιδόν καὶ παρακλιδόν . καὶ φαίνεται ὅτι
ἐμπελαδόν , τῷ σχέθω σχεδόν , τῷ κρίνω κριδόν καὶ διακριδόν , φαίνω φανδόν καὶ ἀναφανδόν , χαίνω χανδόν .
7352856 καρηνῳ
κάρηνον τὸ κάρα , τοῦ καρήνου τοῦ κάρα , τῷ καρήνῳ τῷ κάρα , τὸ κάρηνον τὸ κάρα , ὦ
τοῦ μὲν ἐπ ' ὀμφαλίῳ , τῆς δ ' ἐσχατόωντι καρήνῳ . καὶ πάλιν ἐπὶ τοῦ Κριοῦ : δ '
7324336 Τοθι
. ἡ διὰ ψηφίσματος τοῖς νικῶσι γινομένη στήλη . . Τόθι , ἤγουν ὅπου , ἐν τῇ Ῥόδῳ δηλονότι ,
. . . . . . . . . . Τόθι κῶας ὄφις εἴρυτο δοκεύων Πεπτάμενον λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν
7316846 Μεδοντος
, καὶ οὐκ ἔφασκεν ὁ Νειλεὺς ἀνέξεσθαι βασιλευόμενος ὑπὸ τοῦ Μέδοντος , ὅτι ὁ Μέδων τὸν ἕτερον ἦν τῶν ποδῶν
Κόδρου : τοῦ υἱοῦ Μελάνθου τοῦ Μεσσηνίου , πατρὸς δὲ Μέδοντος καὶ Νείλεω . οὗτος ὁ Κόδρος Δωριέων ἐπιστρατευσάντων Ἀθηναίοις
7307117 ἀντλῳ
τοῦ ὕδατος , ἣν ἡ ἄμπωτις ἀνεξήρανε . Ὅμηρος : ἄντλῳ δ ' ἐνδούπησε πεσοῦσα . ἄντλον : τὸ πλῆθος
ὅ ἐστι πολέμους ἐπιστήσασα , τιθεῖς αὐτοῦ τὴν ὕβριν ἐν ἄντλῳ , τουτέστι βαπτίζεις αὐτοῦ τὴν ὕβριν . ἐν ἄντλῳ
7303790 ἐστεφε
βάλ ' αἰγίδα θυσσανόεσσαν , ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῖα θεάων χρύσεον , ἐκ δ ' αὐτοῦ δαῖε
θανάτου αἱρεῖται . γεωργός τις χρυσίον εὑρὼν ἐν γῇ σκάπτων ἔστεφε τὴν Γῆν καθ ' ἡμέραν ὡς εὐεργετηθεὶς παρ '
7290953 διφρῳ
τέχνῃ χρῆσθαι καλῶς ἀκόλαστον ἔσχε γλῶσσαν , εἶτ ' ἀκουσίῳ δίφρῳ περιπεσὼν δυναμένῳ λιμὸν ποιεῖν ἀπὸ τῆς τραπέζης ἐξαπίνης ἀπεστράφη
μὲν τῇ ἀρχῇ τῆς Κασσιεπείας ὁ ἀμαυρότερος τῶν ἐν τῷ δίφρῳ , καὶ τῆς Ἀνδρομέδας ὁ βορειότερος τῶν ἐν τῷ
7264306 κοτεων
αὔτως ἀαγὲς κρατερῇσιν ἐνεσκλήκει παλάμῃσιν . αὐτὰρ ὁ τοῖς ἄμοτον κοτέων Ἀφαρήιος Ἴδας κόψε παρ ' οὐρίαχον μεγάλῳ ξίφει :
ὡς ἴδ ' Ἀθηναίην μετὰ Τυδέος υἱὸν ἕπουσαν : τῇ κοτέων Τρώων κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον , ὦρσεν δὲ Θρῃκῶν βουληφόρον
7263468 ἀλκι
. ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐτῷ βαῖνε λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς , πρόσθε δέ οἱ δόρυ τ ' ἔσχε
οἴχεσθαι προλιπόνθ ' ἡμετέρην φιλίην νεβρὸν ὑπὲξ ἐλάφοιο λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς ποσσὶ καταιμάρψας αἵματος οὐκ ἔπιον . Οὐκ ἐθέλω
7261132 Φαεθοντι
ᾠκοδόμησεν . ἢ Ἀπολλωνίων τῶν ἀπολωλότων , ὡς ἐν τῷ Φαέθοντί [ . , ] φησιν : ὦ καλλιφεγγὲς Ἥλι
ᾠκοδόμησεν . ἢ Ἀπολλωνίων τῶν ἀπολωλότων , ὡς ἐν τῷ Φαέθοντί [ . , ] φησιν : ὦ καλλιφεγγὲς Ἥλι
7241521 χρυσεωι
, μαντείων δ ' ἐπέβας ζαθέων τρίποδί τ ' ἐν χρυσέωι θάσσεις , ἐν ἀψευδεῖ θρόνωι μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων
' οὑτωσὶ λέγει : – ˘ ˘ – τότε δὴ χρυσέωι ἐν δέπαϊ Ἠέλιον πόμπευεν ἀγακλυμένη Ἐρύθεια . καὶ Αἰσχύλος
7240972 Λοκρῳ
καὶ τὰς χαίτας ἐξηρμένος . καίτοι ποτὲ καὶ συνεμάχει τῷ Λοκρῷ κατὰ τὸ Ἴλιον , σωφρονοῦντι δὲ καὶ φειδομένῳ τῶν
: μιχθεὶς ὁ Ζεὺς Πρωτογενείᾳ καὶ ἔγκυον αὐτὴν ποιήσας δέδωκε Λοκρῷ . ἵνα μὴ καθέλοι μιν αἰών : ἵνα μὴ
7230815 αἰγλαν
ἀδελφῷ Ἰφικλεῖ διδύμῳ ὄντι ἐκφυγὼν τὴν ὠδῖνα . θαητὰν εἰς αἴγλαν : τὴν λαμπρὰν ἡμέραν καὶ θαυμαστήν . ἄλλως .
τήνδ ' ἐμβαίνουσα κέλευθον ; τί φέγγος , τίν ' αἴγλαν ἐδίφρευε τόθ ' ἅλιος σελάνα τε κατ ' αἰθέρα
7214306 ὁλκῳ
' ἂν Κρόνος εἰς Ἀφροδίτην λαμπάζῃ , σελάεσσι φλογὸς βαρυβάμονος ὁλκῷ , Ἄρης δ ' αἰθαλόεις παρέῃ σὺν τοῖσι διωγμοῖς
βασανίζει . τίς οὖν ἡ βάσανος ; καθεῖναί τι δέλεαρ ὁλκῷ κεχρημένον δυνάμει , δόξαν ἢ πλοῦτον ἢ ὑγείαν σώματος
7210899 ἐπεβησετο
φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη . Σπερχόμενος δ ' ὃ γεραιὸς ἑοῦ ἐπεβήσετο δίφρου , ἐκ δ ' ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης
χαμᾶζε θορὼν ἔναρα βροτόεντα ἐν χείρεσς ' Ὀδυσῆϊ τίθει , ἐπεβήσετο δ ' ἵππων : μάστιξεν δ ' ἵππους ,
7208659 σπηλυγγι
μεσάτῳ μέσου ἤματος ἀγρώσσοιεν , εὖτέ τις ἐν δρυμοῖσιν ὑπὸ σπήλυγγι λιασθείς , κάρφεα λεξάμενός τε καὶ ὠκύμορον φλόγα νήσας
ἄνθεσιν εἴαρος ὥρῃ , οἵη δ ' αὖτε θέρευς γλυκερὴ σπήλυγγι χαμεύνη , οἵη δ ' ἐν σκοπέλοισιν ἐπακτήρεσσι πάσασθαι
7196705 πηληκα
, νηὸς ἀποπροθορών , ἄμυδις δ ' ἔχε παμφανόωσαν χαλκείην πήληκα , θοῶν ἔμπλειον ὀδόντων , καὶ ξίφος ἀμφ '
γὰρ νῦν ἐλθὼν δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι σταίη , ἔχων πήληκα καὶ ἀσπίδα καὶ δύο δοῦρε , τοῖος ἐὼν οἷόν
7193584 πλουτοιο
Ὅμηρος ” ὅς ῥ ' „ ἐν Ὕλῃ ναίεσκε μέγα πλούτοιο μεμηλώς , λίμνῃ κεκλιμένος ” Κηφισσίδι . ” οὐ
ἔρδει , πλαστογράφους τεύχων , λυμάντορας , ἠπεροπευτάς , ἀλλοτρίου πλούτοιο λιλαιομένους κτεάνων τε : πολλάκι καὶ κτεάνων πίστεις ,
7189760 Ἀμφιτρυωνιαδης
ἄντα ἰδὼν σχεδὸν ἐλθέμεν οὐδὲ μάχεσθαι : τοῖος ἄρ ' Ἀμφιτρυωνιάδης , ἀκόρητος ἀυτῆς , ἀντίος ἔστη Ἄρηος , ἐνὶ
. τῶν καὶ ὀδόντων μὲν καναχὴ πέλεν , εὖτε μάχοιτο Ἀμφιτρυωνιάδης : τὰ δ ' ἐδαίετο θαυματὰ ἔργα : στίγματα
7189306 θρονοισι
Πριαμίδαις ] : ὦ τάλαινα συμφορᾶς . ἁ δὲ χρυσέοις θρόνοισι Διὸς ὑπαγκάλισμα σεμνὸν Ἥρα τὸν ὠκύπουν ἔπεμψε Μαιάδος γόνον
Μέρφις . : πέμπτος δὲ Μάρδος ἦρξεν , αἰσχύνη πάτραι θρόνοισι τ ' ἀρχαίοισι : τὸν δὲ σὺν δόλωι Ἀρταφρένης
7188678 ἐγχειη
δ ' ἀσπίδα νύξεν ἐπάλμενος , οὐδὲ διὰ πρὸ ἤλυθεν ἐγχείη , στυφέλιξε δέ μιν μεμαῶτα . χώρησεν δ '
τοῦ Ἀχιλλέως , ἀλλὰ διὰ πρὸ Πηλιὰς ἤιξεν μελίη καὶ ἐγχείη δ ' ἄρ ' ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ .
7185392 κολποισιν
ὅς νιν ἔδοξε παρθένου ἣν ἀτίταλλεν ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσι Μηδείας κόλποισιν ἐν ἱμερτοῖσι συθῆναι ἀστέρα παμφανόωντα δι ' ἠερίοιο πορείης
, ἄμφω δ ' ἀείρας ἀπὸ μητέρος ὑψόθι γαίης , κόλποισιν θέτο θῆρα καὶ αὐτὸν θηροφονῆα . Εἰ δ '
7181672 συσχεθεισα
ἐγένοντο , οἱ δὲ σφόδρα ἐμπιστευθέντες προδόται . ἔλαφος δίψει συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγὴν τοῦ πιεῖν . πιοῦσα δὲ
οἳ τὴν ἀλήθειαν οὐκ εἰδότες ἀπατᾶν νομίζουσιν . ἔλαφος δίψῃ συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγήν . πιοῦσα δὲ ὡς ἐθεάσατο
7179334 λιασθεις
νάσσατο νήσῳ , Πηλεὺς δ ' ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι ναῖε λιασθείς . ἄλλως . τί αἰδεῖται ὁ Πίνδαρος , καὶ
μέσου ἤματος ἀγρώσσοιεν , εὖτέ τις ἐν δρυμοῖσιν ὑπὸ σπήλυγγι λιασθείς , κάρφεα λεξάμενός τε καὶ ὠκύμορον φλόγα νήσας ,
7178431 δαμασε
οὐδ ' ἐνόησεν ὅ μιν μάλα τῆλε λοετρῶν χερσὶν Ἀχιλλῆος δάμασε γλαυκῶπις Ἀθήνη . κωκυτοῦ δ ' ἤκουσε καὶ οἰμωγῆς
καθεζόμενον ἐπολέμησαν αὐτοὶ ὑπερήφανοι τῆς Μολιόνης οὗτοι . ὑπὸ Κλεωνᾶν δάμασε : Δωρικῶς : ὑπὸ Κλεωνῶν . ὄνομα πόλεως Ἀργολικῆς
7177972 χαλκειην
ὄρνιθας Στυμφαλίδος ἔσθενε λίμνης ὤσασθαι τόξοισι : ἀλλ ' ὅγε χαλκείην πλαταγὴν ἐνὶ χερσὶ τινάσσων δούπει ἐπὶ σκοπιῆς περιμήκεος ,
, εἵλετο δὲ κληῖδ ' εὐκαμπέα χειρὶ παχείῃ , καλὴν χαλκείην : κώπη δ ' ἐλέφαντος ἐπῆεν . βῆ δ
7176763 ἑπομενῳ
ιαʹ . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : ὁ ἐν τῷ ἑπομένῳ ὤμῳ τοῦ Ὠρίωνος κρύπτεται . Αἰγυπτίοις ἀνεμώδης κατάστασις .
ἄνθρωπον πᾶν ζῶον εἶναι ἢ πᾶν γελαστικόν . οὐ τῷ ἑπομένῳ οὖν δεῖ ἀλλὰ τῷ ὑποκειμένῳ συντάττειν τὸν προσδιορισμόν ,
7176449 ἀγκοινῃσιν
τοῦ λῶ τὸ θέλω : τὸ ἑνικὸν ἀντὶ πληθυντικοῦ . ἀγκοίνῃσιν : κοιλότησι , τροπικῶς , βαθυτάταις πέτραις , βαθυτάτοις
. ἔνι : ὑπάρχει . Μητρός : τῆς θαλάσσης . ἀγκοίνῃσιν : ἀγκάλαις , κόλποις , κοιλώμασιν . ἑλισσόμενοι :
7174652 Μακεδονικῳ
καί τι καὶ τοῖς γένεσι τῷ τε Ἑλληνικῷ καὶ τῷ Μακεδονικῷ φιλοτιμίας ἐνέπεσεν ἐς ἀλλήλους . καὶ ἐνταῦθα πίπτει Πτολεμαῖός
ἐχθίστη ἐστίν . ἀκούω δὲ Θεοφράστου λέγοντος καὶ ἐν τῷ Μακεδονικῷ Ὀλύμπῳ τοῖς λύκοις ἄβατα εἶναι . αἶγες δὲ ἄρα
7174210 Ἰφις
καὶ μὴν ὅδ ' αὐτὸς σὸς πατὴρ βαίνει πέλας γεραιὸς Ἶφις ἐς νεωτέρους λόγους , οὓς οὐ κατειδὼς πρόσθεν ἀλγήσει
ὡς παρ ' Αἰσχύλῳ , ὥσπερ ἀστράγαλος ἄστρις καὶ Ἰφιάνασσα Ἶφις καὶ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ Βαθυκλῆς Βάθυλλος ὑποκοριστικά . ταῦτα
7170656 τροπωτηρ
. τροποῦτο κώπην ] κώπην εὐήρετμον ἀμφὶ σκαλμὸν ἐδέσμευε . τροπωτὴρ δὲ ὁ λῶρος ὁ δεσμεύων τὴν κώπην πρὸς τῷ
τὴν προῖκα ἅμα τῷ νυμφίῳ φέρουσιν . ἐπικωπητήρ : ὁ τροπωτὴρ ἱμάς . ἐπὶ Λειψυδρίῳ μάχη : χωρίον ὑπὲρ τῆς
7161844 Ἀμφιλοχῳ
τῇ Μαγαρσίδι ἔθυσεν . ἔνθεν δὲ ἐς Μαλλὸν ἀφίκετο καὶ Ἀμφιλόχῳ ὅσα ἥρωι ἐνήγισε : καὶ στασιάζοντας καταλαβὼν τὴν στάσιν
Οἱ δὲ Πάμφυλοι οὗτοι εἰσὶ τῶν ἐκ Τροίης ἀποσκεδασθέντων ἅμα Ἀμφιλόχῳ καὶ Κάλχαντι . Λύκιοι δὲ παρείχοντο νέας πεντήκοντα ,
7156075 προσμεμηχανημενην
λέγει τὴν ὠμόσιτον , τὸ λαμπρὸν δέμας τὸ ἔκκρουστον , προσμεμηχανημένην ἐν γόμφοις ἐν τῷ σάκει τῷ κυκλωτῷ τῷ χαλκηλάτῳ
μετὰ μηχανῆς ἐζωγραφημένην . προσμεμηχανημένην ] μετὰ μηχανῆς κεκαρφωμένην . προσμεμηχανημένην ] μετὰ μηχανῆς κατεσκευασμένην καὶ προσηλωμένην . θΞ γόμφοις
7150509 παφλαζων
ἑτέρωθεν . πολλὴν δ ' αἱματόεσσαν ὑπεὶρ ἁλὸς ἔπτυσεν ἄχνην παφλάζων ὀδύνῃσιν , ὑποβρύχιον δὲ μέμυκε μαινομένου φύσημα , περιστένεται
, δερκόμενος χαροποῖσιν ὑπ ' ὄμμασιν αἰθόμενον πῦρ , θυμῷ παφλάζων ἴκελος δίοισι κεραυνοῖς . οὐ τοῖον Γάγγαο ῥόος πρόσθ
7148115 τοξικου
μανίας καὶ πλά - νης καὶ κακοπαθείας τῆς ἐκ τοῦ τοξικοῦ τοῦτον δυνήσεται τὸν ἄνθρωπον . Ἐπαλείφουσι δὲ τούτῳ μὲν
ἀποδέων τριπήχεος , οὐδέ τι ἀντέχει τοξευθὲν πρὸς Ἰνδοῦ ἀνδρὸς τοξικοῦ , οὔτε ἀσπὶς οὔτε θώρηξ οὔτε εἴ τι τὸ
7144089 ἐϋς
βίη Τεύκροιο ἄνακτος , ἂν δ ' ἄρα Μηριόνης θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος . κλήρους δ ' ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον
κρείων Ἀγαμέμνων , ἂν δ ' ἄρα Μηριόνης , θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος . τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς
7142861 Αἰγιῳ
βασιλέως , ὡς ἱστορεῖ Νίκανδρος ἐν ἕκτῳ Περιπετειῶν . ἐν Αἰγίῳ δὲ παιδὸς ἠράσθη χήν , ὡς Κλέαρχος ἱστορεῖ ἐν
λέγει τοῦτο . σὺν τοῖς Ὠλενίων δὲ φυγάσιν ἐφρουρεῖτο ἐν Αἰγίῳ ὁ παῖς . οὐκοῦν ὁ χὴν αὐτῷ δῶρα ἔφερε
7137874 οἰδανει
αὐτὸν ἐποίησεν , οὐ γὰρ αὐτὴ ἔλουσεν , νάρκησε Θ οἰδάνει Ι λελάχωσι Χ . . Θ . ἀρχὸν Ἁλιζώνων
Ἴδᾳ ἐχθρῷ ὄντι Ἀπόλλωνι . ζωρόν : τὸ ἄκρατον . οἰδάνει : ἐπαίρει , μετεωρίζει , θρασύνει : ἡ δὲ
7137361 εἰκως
ἄναξ Ἀπόλλων , μάντις ἀψευδὴς τὸ πρίν . ξένῳ γὰρ εἰκώς , παντελῆ σαγὴν ἔχων , ἥξω σὺν ἀνδρὶ τῷδ
, εἰσαγήοχεν Ἕλληνες . εἴξασιν Ἀττικοί , ἐοίκασιν Ἕλληνες . εἰκώς Ἀττικοί , ἐοικώς Ἕλληνες . ἐπιμέλου παροξυτόνως Ἀττικοί ,
7136903 στεφανωμ
' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει πλούτου στεφάνωμ ' ἀγέρωχον . νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν
Οὔ τις ] Οὐδείς . Δρέπει ] Καρποῦται . Πλούτου στεφάνωμ ' ] * Ὥσπερ ὁ στέφανος τιμὴ τῷ δεξαμένῳ
7132332 μεταδρομαδην
ὑδρηλοὺς ὠδῖνος ἐπαλγέος ἐμνήσαντο : καὶ τὰ μὲν ὅσσα κίχωσι μεταδρομάδην κατέδουσιν ὠά , τὰ δ ' ἐν δονάκεσσι καὶ
: δεινοτάτης . Μεταδρομάδην : μετὰ σπουδῆς . μετατροπάδην : μεταδρομάδην , μετὰ δρόμου , ἢ ἐπιτρέχουσαι . Σχοίνοισι :
7131048 ἐξεθορεν
, οὕνεκα δεύτερος ἦλθε , καὶ εἰ μάλα πολλάκι νύσσης ἐξέθορεν , μεγάλῳ περὶ κάρτεϊ καὶ ποσὶ θύων . Καὶ
θέμεθλα Πηλείδης οὔτησε , τὸ δ ' ἀντικρὺ μέλαν ἆορ ἐξέθορεν . Τοῦ δ ' αἶψα λύθη πολυήρατος αἰών :
7125652 Ἐννοσιγαιου
: ἐν δὲ πύλῃσι πέσον μεμαῶτες ἐρύσσαι ἔργον ἀπειρέσιον κρατερόφρονος Ἐννοσιγαίου . Τρῶες δ ' οὐ λήθοντο μάχης μάλα περ
τοιοῦτον . τέρας : σημεῖον . Ἐννοσιγαίῳ : ὑπὸ τοῦ Ἐννοσιγαίου : ἀντίπτωσις . Τίκτεσθαι : γίνεσθαι , γεννᾶσθαι .
7124922 παλαμῃσιν
, ἐρητύων ἀχέουσαν , σεῖον δ ' ἐγχείας εὐήκεας ἐν παλάμῃσιν φάσγανά τ ' ἐκ κολεῶν , οὐδὲ σχήσεσθαι ἀρωγῆς
τε καὶ αὐτοῦ . Ἄλλῳ δ ' αὖτε γεραιὸς ἐπισταμένῃς παλάμῃσιν ἀμφετίθει μελέεσσι κακῆς ἀλκτήρια χάρμης πολλὰ παρηγορέων φίλον υἱέα
7119929 εὐρυβιαν
κατὰ τὴν Ἐπίδαυρον , τὸν Ποσειδῶνα τὸν ἑαυτοῦ πάππον τὸν εὐρυβίαν , ἤγουν τὸν κατὰ πολὺ ἰσχυρόν , καὶ τὸν
ἔν θ ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον , ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν . ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνήρ
7114634 πευκαις
διάφορον τῆς νῦν τύχης καὶ τῆς πάλαι : τότε μὲν πεύκαις : ὑπὸ λαμπάδων ἀπὸ Πηλίου τμηθεισῶν . τότε μὲν
οἱ λεπτότατοι καὶ ἁπαλοὶ καὶ εὔθρυπτοι οἱ ἐπὶ πτελέαις καὶ πεύκαις γινόμενοι : ἀνοίκειοι δὲ οἱ μέλανες καὶ πελιοὶ καὶ
7113007 ποθωι
δὲ τοῦ Πύρρου συντεθνήσκει ἐξ ἀσιτίας καὶ λιμοῦ , τῶι πόθωι τῶι ἐκείνου . καὶ θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου
ἄν . ἐγὼ γὰρ ἄλλους εἰσορῶν τεκνουμένους παίδων ἐραστὴς ἦ πόθωι τ ' ἀπωλλύμην . εἰ δ ' ἐς τόδ
7108357 ἐντεσι
. Καί μιν ἐγὼν Αἴαντι δαΐφρονι πόλλ ' ἐπέτελλον , ἔντεσι δηρινθῆναι ἀμύμονος ἀμφ ' Ἀχιλῆος ἐσσυμένῳ , νίκης ἐπαρηγόνα
ὑπέρβατον δέ ἐστι . τὸ γὰρ ἑξῆς : χαλκείοις σὺν ἔντεσι περιδινηθέντες , ὅ ἐστι περιδραμόντες . τύμβῳ ἐν ἐκτερέιξαν
7100667 ὠκιστος
τοῦ θηρητῆρος , ὅς θ ' ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν : τῷ ἐϊκὼς ἤϊξεν , ἐπὶ στήθεσσι δὲ
ὀξύτητα . ὤκιστος ] ταχύτατος . ὤκιστος ] ταχέως . ὤκιστος ] ταχύς . ὤκιστος ] ταχύπτερος . ὤκιστος ]
7100125 ἡμενος
πρόσθεν δὲ τἀνδρὸς τοῦδε θαυμαστὸς λόχος εὕδει γυναικῶν ἐν θρόνοισιν ἥμενος . οὔτοι γυναῖκας , ἀλλὰ Γοργόνας λέγω , οὐδ
περ . ἀλλ ' ἤτοι μὲν ἐγὼ μενέω πτυχὶ Οὐλύμποιο ἥμενος , ἔνθ ' ὁρόων φρένα τέρψομαι : οἳ δὲ
7094468 ἐνηκεν
ἐν γούνεσσιν ἔθηκε , καί οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν , ἥ τε καὶ ἐργομένη μάλα περ χροὸς ἀνδρομέοιο
διαθρεῖν ἢ τύχας τὰς οἴκοθεν . δεινόν τι τέκνων φίλτρον ἐνῆκεν θεὸς ἀνθρώποις . ἀμολγὸν νύκτα ὁρῶ μὲν ἀνδρῶν τόνδε
7092408 πειθ
σύ γ ' , ἀλλ ' ἐμοὶ πιθοῦ . Μὴ πεῖθ ' ἃ μὴ δεῖ . Δυστάλαινά τἄρ ' ἐγώ
. πρόσπιπτε δ ' οἰκτρῶς τοῦδ ' Ὀδυσσέως γόνυ καὶ πεῖθ ' τὴν σὴν ὥστ ' ἐποικτῖραι τύχην . ὁρῶ
7089973 ἀντιθεου
ὑπεκφύγοι οὐδ ' ἀλέαιτο μνηστήρων , οἳ δῶμα κατ ' ἀντιθέου Ὀδυσῆος ἀνέρας ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανάασθε . ” ὣς εἰπὼν
Δι ' ἀγγελικῆς δυνάμεως Ἀζαζὴλ ποιεῖν : Ἔχων σε πρόδρομον ἀντιθέου πανουργίας . Καὶ ταῦτα μὲν ὁ θεόφιλος πρεσβύτης ;
7089793 Τενθρηδονος
ναύταις συνεκβράσουσι Βορραῖαι πνοαὶ τόν τ ' ἐκ Παλαύθρων ἔκγονον Τενθρηδόνος , Ἀμφρυσίων σκηπτοῦχον Εὐρυαμπίων , καὶ τὸν δυνάστην τοῦ
Πρόθοον λέγει . καὶ Ὅμηρος Μαγνήτων δ ' ἦρχε Πρόθοος Τενθρηδόνος υἱός ἄριστος ἐν τοῖς Ἕλλησιν . μετὰ γὰρ τὴν
7087669 Τοιον
. χατέουσα : χρῄζουσα . Οἷα : καὶ οὕτως . Τοῖον Ἄρκτος λιχμῶσα τοὺς ἑαυτῆς δακτύλους ἔκλεψεν ἐν χειμῶνι γαστρὸς
πόντος : ὣς τοῦ ἐπερχομένοιο κακὸν δέος ἄμπεχε Τρῶας . Τοῖον δ ' ἔκφατο μῦθον ἐποτρύνων ἑτάροισι : Κλῦτε ,
7086983 λυσιμελης
. Δισσαί τοι πόσιος κῆρες δειλοῖσι βροτοῖσιν , δίψα τε λυσιμελὴς καὶ μέθυσις χαλεπή : τούτων δ ' ἂν τὸ
δ ' ἠώς , ὕπνος ὅτε γλυκίων μέλιτος βλεφάροισιν ἐφίζων λυσιμελὴς πεδάᾳ μαλακῷ κατὰ φάεα δεσμῷ , εὖτε καὶ ἀτρεκέων
7086791 φλεξας
οὕτως : ὅστις Φιλοκτήτης ποταμοῦ παρ ' ὄχθαις τοῦ Δύρα φλέξας τὸν θρασὺν λυροκτύπον λέοντα ῥαιβῷ δράκοντι ἀφύκτων γομφίων χεῖρας
' ἑὰ τόξα τιταίνων ἀμφοτέραις πολίεσσιν ἕνα ξύνωσεν ὀιστόν ἠίθεον φλέξας καὶ παρθένον . οὔνομα δ ' αὐτῶν ἱμερόεις τε
7084972 ὀπαζω
, οὕτω καὶ ἕπω ὀπὸς ὀξύτονον . τούτου ῥῆμα παράγωγον ὀπάζω , ὡς γυμνὸς γυμνάζω , ἵππος ἱππάζω , μόνος
γυμνάζω , ἵππος ἱππάζω , μόνος μονάζω . οὕτω καὶ ὀπάζω ὀπαδός * * * ὄπις , ἡ ἐξόπισθεν ἑπομένη
7083891 γεντο
αὐτὴν ταύτην πανοπλίαν ἀνειληφέναι τὴν Ἀθηνᾶν . καὶ ὅτι τὸ γέντο ἐκ τῶν συμφραζομένων νοεῖται τεταγμένον ἀντὶ τοῦ ἔλαβεν .
κομόωντε , χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ , γέντο δ ' ἱμάσθλην χρυσείην εὔτυκτον , ἑοῦ δ '
7083825 κρυοεσσα
ἡλίου , ἢ ὅτι ἡ θεὸς τοιαύτῃ κέχρηται ἐσθῆτι . κρυόεσσα φρικτή : κρύος γὰρ τὸ ῥῖγος . κρῖ ὁ
. αἰδῶ : γράφεται ἀνδρῶν . Πᾶσιν : ὅλοις . κρυόεσσα : φρικτὴ , ἡ φοβερὰ , ἡ ἀλγεινὴ ,
7080769 ἐλλοπος
οὐ μακρὰν δὲ διέστηκεν ἡ νῆσος αὕτη τῆς Τυρσηνίας . ἔλλοπος δὲ τοῦ ἰχθύος τουτέστι τῆς τρυγόνος : τῷ γὰρ
. Ὁ δεύτερος δέ , τοῦ πεφασμένου κέλωρ ἐν ἀμφιβλήστροις ἔλλοπος μυνδοῦ δίκην , καταιθαλώσει γαῖαν ὀθνείαν , μολὼν χρησμοῖς
7078639 παλλων
τὴν δόκησιν ἄρνυται , ὃς εἷς μετ ' ἄλλων μυρίων πάλλων δόρυ , οὐδὲν πλέον δρῶν ἑνός , ἔχει πλείω
τὸ μέσον πάλλον : πένθος σημαίνει . Κρόταφος ὁ εὐώνυμος πάλλων : μάχην δηλοῖ . Κροτάφου τὸ δεξιὸν μέρος πάλλον
7077138 τεχναισι
χάριν . λιτανεύω , ἑκαβόλε , Μοισαίαις ἀνατιθεὶς [ ] τέχναισι [ ] ? ? χρηστήριονπωλοντι ! [ ! ]
πολεμίᾳ χερὶ προστραπών Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος : τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον
7076803 ἐπιγραβδην
ἐρύκακε δῶρα θεοῖο : τῷ δ ' ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς , σύτο δ ' αἷμα κελαινεφές
γάρ οἱ τότε καίριος ἔμπεσεν ἰός , ἀλλὰ παρέθρισε χειρὸς ἐπιγράβδην χρόα καλόν . Ἐξαῦτις δ ' ὅ γε τόξα
7076125 ἀκλαυτος
Ἰσαῖος , κλαυθμός : παρὰ δὲ Πλάτωνι καὶ κλαυθμονή . ἄκλαυτος δὲ παρ ' Ὁμήρῳ καὶ Σοφοκλεῖ . δακρύων ,
' ἐν πόντου σάλωι , πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος , ἄκλαυτος ἄταφος : νῦν δ ' ὑπὲρ μητρὸς φίλης Ἑκάβης
7073668 ἐτλα
δὲ ἄγνοια , φησί , τὰς φρένας ἀπολλύουσα συνήγαγεν . ἔτλα συναγαγεῖν ῥίζαν αἱματόεσσαν , ἤγουν συμμίξαι σπέρμα τῇ μητρί
ὑπέμεινε . ἔτλα ] ἐκαρτέρησε . ἔτλα ] σπεῖραι . ἔτλα ] μετὰ καρτερίας . ἔτλα ] + ἐτόλμησε ποιῆσαι
7072026 ἐμμενες
' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι ἁψάμενοι ἑκάτερθε , τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί : ὣς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν ἑλόντες
. . Ποσσὶν δ ' Ὠρίωνος ὑπ ' ἀμφοτέροισι Λαγωὸς ἐμμενὲς ἤματα πάντα διώκεται . , Ἡ δὲ Κυνὸς μεγάλοιο
7070787 βαβαξ
ὁ λάλος . Ἀρχίλοχος „ κατ ' οἶκον ἐστρωφᾶτο δυσμενὴς βάβαξ „ . ἐκ τοῦ βάζω βάξω βὰξ ὄνομα καὶ
γλαυκῷ κελαινὸν δόρπον ὤτρυνεν κυνὶ στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας βάβαξ , τῷ πᾶσαν ἅλμῃ πηλοποιοῦντι χθόνα , ὅταν κλύδωνας
7070562 τυχᾳ
τόξα αὐτὸν ἐντείνεσθαι χαρίτων , τὸ μὲν ἐπ ' εὐαίωνι τύχᾳ , τὸ δ ' ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς . )
Θαλία τε ἐρασίμολπε , ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα : Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν
7068136 Ἀγροικος
, ἡ κοινῶς ῥύμη . Ἄγροικος , ὁ ἀμαθής : Ἀγροῖκος , ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐλιζόμενος : Πλάτων δὲ
ὁ ἐν ἀγρῷ κατοικῶν . Ἄγροικος , ὁ ἀμαθής : Ἀγροῖκος , ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐλιζόμενος . Πλάτων δὲ
7063920 ταχυπους
Γαῖα δὲ τὰν μαντείων ἀφείλετο τιμὰν Φοῖβον φθόνωι θυγατρός . ταχύπους δ ' ἐς Ὄλυμπον ὁρμαθεὶς ἄναξ χέρα παιδνὸν ἕλιξεν
, ἀφροσύνᾳ πρόσω βιοτὰν τεκμαιρόμενοι . ὁ δ ' ἀμφιβάλλει ταχύπους κέλευθον ἕρπων σκοτίαν , ἄφνω δ ' ἄφαντος προσέβα
7059327 μινυθουσα
ὅσον ἐγγὺς ἄνασσα παρ ' ἴχνια πατρὸς ὁδεύει , τοσσάτιον μινύθουσα καλύπτεται : ὡς δ ' ἀποβαίνει , δίσκον ἀποστήσασα
ἤγαγεν ἀνέρ ' ἐς ἦμαρ . κρέσσων αὖ τούτοισι Σεληναίη μινύθουσα ἔσσεται , αὐξομένη δὲ χερειότερ ' ἔργα τελέσσει .
7058986 καλλισφυρου
[ Ἀγαμέμνονι ] καὶ Μενελάωι [ [ ] ς ? καλλισφύρου Ἀργειώνης [ [ ] ! ρα Περικλυμένωι [ [
θεόφιν μήστωρ ' ἀτάλαντον : οὐδ ' ὅτε περ Δανάης καλλισφύρου Ἀκρισιώνης , ἣ τέκε Περσῆα πάντων ἀριδείκετον ἀνδρῶν :
7054638 ἐμογησε
ἐόντας : ἀνεμνήσαντο δ ' ἀγαυῆς Αἴθρης , ὅσς ' ἐμόγησε δορυκτήτῳ ὑπ ' ἀνάγκῃ , ἄμφω ὁμῶς ἑκυρή τε
Λεώδοκος , οὓς τέκε Πηρώ Νηληίς , τῆς ἀμφὶ δύην ἐμόγησε βαρεῖαν Αἰολίδης σταθμοῖσιν ἐν Ἰφίκλοιο Μελάμπους . Οὐδὲ μὲν
7054604 Ἀιδας
ἀπεστάλη τοῦ Κερβέρου χάριν παρὰ τοῦ Εὐρυσθέως . οὐδ ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον : τῇ ῥάβδῳ κέχρηται καθάπερ ὅπλῳ
Ἀίδα δόμοισιν τὸν ἀνάλιον οἶκον οἰκετεύοις . ἴστω δ ' Ἀίδας ὁ μελαγχαίτας θεὸς ὅς τ ' ἐπὶ κώπαι πηδαλίωι
7051780 κλοιῳ
φρονητέον εἶναι ; πῶς , οἵγε ὥσπερ τοὺς δάκνοντας κύνας κλοιῷ δήσαντες παραδιδόασιν , οὕτω κἀκεῖνοι ὑμᾶς παραδόντες τῷ ἠδικημένῳ
' ᾧ ἐδέδετο πυρρός τις ἄνθρωπος καὶ μέγας ἁλύσει καὶ κλοιῷ : ἐρέσθαι οὖν τὸν περιάγοντα ὅστις ἔστιν , αὐτὸν
7051453 κατοπισθε
οἱ εἴξειε θυράων . ἀλλ ' ἄρα μιν φθῆ Τηλέμαχος κατόπισθε βαλὼν χαλκήρεϊ δουρὶ ὤμων μεσσηγύς , διὰ δὲ στήθεσφιν
χείματος ὥρῃ ὠχρήσῃ κατιών . Ἀτὰρ ὕδατος ἡμερινοῖο γινομένου , κατόπισθε περὶ νέφεα σκοπέεσθαι κὰδ δὴ δυομένου τετραμμένος ἠελίοιο :
7049413 μαιναδων
; ἀλλ ' αἰδώς μ ' ἔχει . οὐκέτι θεατὴς μαινάδων πρόθυμος εἶ ; στολὴν δὲ τίνα φὴις ἀμφὶ χρῶτ
πάθεα προσμένει τοκεῦσιν μεταῦθις ἐν χρόνῳ . οὐδὲ γὰρ βροτοσκόπων μαινάδων τῶνδ ' ἐφέρψει κότος τις ἐργμάτων : πάντ '
7047502 ἀεξων
τῆς Ὀδυσσείας : “ αἰγέην κυνέην κεφαλὴν ἔχε , πένθος ἀέξων . ” σημαίνει δὲ καὶ τὴν ἐξ αἰγείου δέρματος
' ἡνία φοινικόεντα ἵππων ὠκυπόδων : μέγα δὲ φρεσὶ θάρσος ἀέξων ἰθὺς ἔχειν θοὸν ἅρμα καὶ ὠκυπόδων σθένος ἵππων ,
7047478 κλυτοπωλος
σύγε μοι μνώοιο πολυκτεάνων ὑμεναίων : τεύξει γὰρ φαέθουσα Σεληναίη κλυτόπωλος τῆμος καὶ φιλίην μινυανθέα καὶ ταχύβουλον ἀστασίην , μίσει
. ” καὶ “ οἱ δὲ πληγῆς ἀΐοντες . ” κλυτόπωλος . ὁ μὲν Ἀπίων ἵππους ἀγαθούς , ὁ δὲ
7046649 θαητον
ἐμάν τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις , νέαισίν τε
ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλας δρυός , αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος , καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ '
7043782 κυβερνητηρα
παρὰ Νεῖλον ἔστησαν βορέαο κακὴν προφυγόντες ὁμοκλήν , ἦμος ἀποψύχοντα κυβερνητῆρα Κάνωβον Θώνιος ἐν ψαμάθοις ἀθρήσατο : τύψε γὰρ εὐνῇ
] ἐπιμάρτυρα πᾶσι φυλάσσεις [ ] [ Ζῆνα ] γιγαντοφόνοιο κυβερνητῆρα χορείης [ . ] [ Ζῆνα γὰρ ] αὐτὸν
7041464 ἀρσενι
καὶ πρεσβύτατοι γενεῆς ἢ δημογέροντες . Μὴ μὲν ἐπ ' ἄρσενι παιδὶ τρέφειν πλοκάμους ἐπὶ χαίτης . μὴ κορυφὴν πλέξηις
χρονιωτέρη τούτου εἵνεκεν ἐπὶ τῇ θηλείῃ γίνεται ἢ ἐπὶ τῷ ἄρσενι . Ἀναβήσομαι δὲ αὖθις ὀπίσω ὅθεν ἀπέλιπον . Ὁκόταν
7036444 ποικιλλουσα
σωφροσύνην αὐτῆς καταμηνύει : εὑρίσκεται γοῦν περὶ ἵστον ὑφαίνουσα καὶ ποικίλλουσα τὴν δίπλακα . διδάσκει δ ' ἡμᾶς Ὅμηρος δεῖν
δὲ ἀνιέρουν διὰ πενταετηρίδος ἐν τοῖς Παναθηναίοις : ἐν πέπλῳ ποικίλλουσα : ἐν κροκέῳ πέπλῳ : τῷ τῆς Ἀθηνᾶς κροκοειδεῖ
7036421 ἀρηγονα
δὲ καὶ νεφροῖσι δεθεὶς κάμνοντα σαώσει . Δεύτερον εὐχομένῳ τοι ἀρηγόνα λᾶαν ὀπάσσω , θεσπεσίοιο γάλακτος ἐνίπλεον , ἠΰτε μαζὸν
? ? ? ! ! ! [ ] [ ] ἀρηγόνα χεῖρα γενε [ ] [ ] ανουσαν ? [
7034350 βελεεσσιν
γέγραφεν , ἵν ' ᾖ τὸ πλῆρες Αἴαντ ' ὃς βελέεσσιν , οὐκ ἔστι τῆς καθ ' Ὅμηρον Ἰάδος τὰ
Ζηνόδοτος γράφει ἐνθάδε κοῦροι ὄλοντο δυώδεκα πάντες ἄριστοι οἷσιν ἐν βελέεσσιν . εἰσὶ δὲ οὔτε τῇ συνθέσει Ὁμηρικοί , οὔτε

Back