τοιοῦτον ἄρταμον κατ ' ἰχθύων , οὐκ Ἦλις , ἔνθα δελφάκων ἐγὼ κρέα κάλλιστ ' ὄπωπα πυρὸς ἀκμαῖς ἠνθισμένα .
τοῖσδε γενναίως πάλαι διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέλη , διερράχισται σεμνὰ δελφάκων κρέα , κατηλόηται γαστρὸς οὑν μέσῳ κύκλος , κατῃσίμωται
6908937 ὀπωπα
ἑαυταῖς . τὸ φῦλον ] οὐδέποτε τοιοῦτον γένος εἶδον . ὄπωπα ] [ καὶ ] οὐδέποτε , φησί , τοιοῦτον
δικαίοις αὐτὸς ἐπαντέλλει καὶ οὐχ ὁσίοισι φαείνει . Διπλόον εἶδος ὄπωπα παρεζομένων ὑπὸ δίσκον , καὶ διδύμη Φαέθοντα νεόσσυτον ἡνιοχεύει
6699090 ἐξωπτημενη
πάντα τἀκροκώλια , νενωγάλισται σεμνὸς ἀλλᾶντος τόμος , παρεντέτρωκται τευθὶς ἐξωπτημένη , παρεγκέκαπται κρανί ' ἐννέ ' ἢ δέκα .
πάντα τἀκροκώλια , ἐνωγάλισται σεμνὸς ἀλλᾶντος τόμος , παρεντέτρωκται τευθὶς ἐξωπτημένη , ὥστ ' ἐπεὶ βούλει τῶν λελειμμένων φαγεῖν ,
6694686 χηνισκων
' οὐ βαδίζεις ; τοῖς δὲ γενναίως πάλαι διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέλη , διερράχισται σεμνὰ δελφάκων κρέα , κατηλόηται γαστρὸς
' οὐ βαδίζεις ; τοῖς δὲ γενναίως πάλιν διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέλη , διεῤῥάχισται σεμνὰ δελφάκων κρέα , κατηλόηται γαστρὸς
6681090 ἐπακτος
ἄλλην τῆσδε βελτίω λαβεῖν : ᾗ πρῶτα μὲν λεὼς οὐκ ἐπακτὸς ἄλλοθεν , αὐτόχθονες δ ' ἔφυμεν : αἱ δ
πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ τετείχισται νάπᾳ : τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος , ἐπακτὸς ἐλθών ἐριβˈρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος , οὔτ ' ἄνεμος
6442316 ἀρηρως
ὠκεανοῖο , εἷς μὲν ἐὼν , πολλῇσι δ ' ἐπωνυμίῃσιν ἀρηρώς . Εἶτα ὑποκαταβαίνων οὕτως : ὠκεανὸς περιδέδρομε γαῖαν ἅπασαν
Ἀττικὸν ἄρηρα , ἡ μετοχὴ ἀρηρώς : οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς . Δωρικῇ τροπῇ ἄραρα καὶ ἄραρεν , οἷον :
6409485 χἀ
. ψυχρὸν ὕδωρ τουτεὶ καταλείβεται : ὧδε πεφύκει ποία , χἀ στιβὰς ἅδε , καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι . ἀλλ
οὐ θησῶ ποκα ἀμνόν , ἐπεὶ χαλεπὸς ὁ πατήρ μευ χἀ μάτηρ , τὰ δὲ μῆλα ποθέσπερα πάντ ' ἀριθμεῦντι
6375392 δευει
μάττει , πέττει , τίλλει , κόπτει , τέμνει , δεύει , χαίρει , παίζει , πηδᾷ , δειπνεῖ ,
, τάδε γίνεται ? ? [ ] ? [ : δεύει ? [ ] μάλ [ ' ] αὔτω τὼ
6332329 ἀγριος
καὶ σοί ; Ἔμοιγε . Οὐκοῦν ὅπου τύραννός ἐστιν ἄρχων ἄγριος καὶ ἀπαίδευτος , εἴ τις τούτου ἐν τῇ πόλει
] Κυδώνιον : Κρητικόν . μονιὸν δάκος : [ ὗς ἄγριος ὃς ἂν μὴ συναγελάζηται ] ? ? ἑτέροις .
6329174 καλυκεσσι
τοι ἐγών , Ἀμαρυλλὶ φίλα , κισσοῖο φυλάσσω , ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμοισι σελίνοις . ὤμοι ἐγών , τί πάθω
νηῶν : ὁππότε γαῖα βροτοῖσι φυτηκομέουσι γέγηθεν : ὁππότε καὶ καλύκεσσι καὶ ἄνθεσιν ἅμματα λύει : ἢ πάλιν ἐσχατίῃσιν ὀπωρινῇσι
6309063 ἀλλαντος
οὑν μέσῳ κύκλος , κατῃσίμωται πάντα τἀκροκώλια , νενωγάλισται σεμνὸς ἀλλᾶντος τόμος , παρεντέτρωκται τευθὶς ἐξωπτημένη , παρεκλέλαπται σταμνί '
, ὅτε τὸ ἔτνος ἥψουν τοῖς Κρονίοις δύο τόμους τοῦ ἀλλᾶντος ἐμβαλών . Οἶδα : τὸν σιμόν , τὸν βραχύν
6301550 ἐδητυν
, πλανῆται , πεπλανημένοι . εἰ : εἴ πως . ἐδητύν : βρῶσιν . Κοπτομένη : διεγειρομένη , πληττομένη ,
: ἰδιοπεποίηται αὕτη ἡ λέξις καὶ ἰδιάζει τῇ λέξει . ἐδητύν : τροφήν . Ἄψοῤῥον : ὀπισθόρμητον ἀπὸ τοῦ ἂψ
6257558 χαλικρητον
πηλοπλάστου σπέρματος θνητὴ γυνή . . . . . : χαλίκρητον : τὸν ἄκρατον , τὸν χαλῶντα τὰς φρένας .
φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε . . .
6253994 φοβημα
κρύος ] φόβος . κρύος ] λύπη , κίνδυνος , φόβημα . κρύος ] τρόμος . θ ἔτευξα τύμβῳ μέλος
συναστατοῦσιν . ἰδέσθαι : ἰδεῖν , θεαθῆναι . Δεῖμα : φόβημα , φόβον . φέρει : ἄγει . μοῦνον :
6248669 κιττος
ἄλλας , ἔστ ' ἂν ὁ χειμὼν μένῃ καὶ ὁ κιττὸς μὴ λείπῃ . Ὁ δὲ ἀπῄει , φιλήσας αὐτοὺς
ἁπαλὴ τὴν γένυν καὶ πυρσὴ τὰς κόμας , ἃς οὔτε κιττὸς ἤρεψεν οὔτε σμίλακος ἢ ἀμπέλου κλῆμα οὔτε αὐλὸς ἔσεισέ
6241769 κοὐτε
σῶν λόγων πεισθεὶς ὕπο . μαίνηι γὰρ ὡς ἄλγιστα , κοὔτε φαρμάκοις ἄκη λάβοις ἂν οὔτ ' ἄνευ τούτων νόσου
, ὅτ ' οὐδὲν ὢν τοῦ μηδὲν ἀντέστης ὕπερ , κοὔτε στρατηγοὺς οὔτε ναυάρχους μολεῖν ἡμᾶς Ἀχαιῶν οὔτε σοῦ διωμόσω
6218191 πηδαι
διά μου κεφαλῆς ἄισσους ' ὀδύναι κατά τ ' ἐγκέφαλον πηδᾶι σφάκελος : σχές , ἀπειρηκὸς σῶμ ' ἀναπαύσω .
σῶμα κουφισθῆι νόσου ἔμφρων δακρύει , ποτὲ δὲ δεμνίων ἄπο πηδᾶι δρομαῖος , πῶλος ὣς ὑπὸ ζυγοῦ . ἔδοξε δ
6206250 φερβειν
μείονα : ἐλάττω , ἐλάττονα , οὐδὲ πλῆθος ἐλάττονα . φέρβειν : ἐλπίζω τρέφειν τῆς γῆς . Ἀμφήριστος : ἰσοσύγκριτος
δέσποινα , κοσμήσας φέρω , ἔνθ ' οὔτε ποιμὴν ἀξιοῖ φέρβειν βοτὰ οὔτ ' ἦλθέ πω σίδηρος , ἀλλ '
6199303 τευθις
κατῃσίμωται πάντα τἀκροκώλια , νενωγάλισται σεμνὸς ἀλλᾶντος τόμος , παρεντέτρωκται τευθὶς ἐξωπτημένη , παρεκλέλαπται σταμνί ' ἐννέ ' ἢ δέκα
ὡς ἁπαλὰ καὶ μαλακὰ , οἷον πολύπους , σηπία , τευθὶς , ἀκαλήφη , καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον :
6181702 χητεϊ
δ ' ἵκελοι θήρεσσιν , ἀΐδριες ἠδ ' ἀδίδακτοι , χήτεϊ δαιμονίοιο νοήματος , οὔθ ' ὑπ ' ἀρωγὴν θεσπεσίην
οἳ δ ' ἴκελοι θήρεσσιν , ἀΐδριες ἠδ ' ἀδίδακτοι χήτεϊ δαιμονίοιο νοήματος , οὔθ ' ὑπ ' ἀρωγὴν θεσπεσίην
6170698 διαβολος
ἅμα γὰρ ἦλθεν , ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ὁ διάβολος ἐλάλει , καὶ ἠρξάμην νουθετεῖν αὐτὸν λέ - γουσα
καὶ ἐδόξασα τὸν θεὸν καὶ οὐκ ἐβλασφήμησα . Τότε ὁ διάβολος ἐγνωκώς μου τὴν καρδίαν κατεμηχανήσατό με : καὶ μετασχηματισθεὶς
6118702 πιειρα
μηδὲν πάσχῃ . Γυνὴ ἥτις παχέα παρὰ φύσιν ἐγένετο καὶ πίειρα καὶ φλέγμα - τος ἐπλήσθη , οὐ κυΐσκεται τούτου
ἀποδεῖν τετάρτη λέγεσθαι μοῖρα τῆς Εὐρώπης , εὔυδρός τε καὶ πίειρα καὶ καρποῖς δαψιλὴς καὶ κτήνεσιν ἀρίστη νέμεσθαι , σχίζεται
6112800 δροσοις
] κατ ' εἰρωνείαν . ἁ καλὰ ] Ἄρτεμις . δρόσοις ] ἤτοι τοῖς νεογνοῖς . ἀέπτοισι ] τοῖς μὴ
ὥσπερ καὶ φυτὸν ἐπαίρεται πρὸς αἰθέρα καὶ αὔξεται ταῖς χλωροποιοῖς δρόσοις . ἢ οὕτως : ὥσπερ δένδρον ὕδατι ποτιζόμενον εἰς
6093545 Ὁκου
ὅμοιαι τοῖσιν ὑγιαίνουσι γίγνωνται , ἀσφαλὲς τὸ σῶμα τρέφειν . Ὅκου λιμὸς , οὐ δεῖ πονέειν . Ὅκου ἂν τροφὴ
ὅ τι ἂν τουτέων γένηται , ἐγγὺς ὁ θάνατος . Ὅκου ἐν πυρετῷ μὴ διαλείποντι δύσπνοια γίνεται καὶ παραφροσύνη ,
6064511 θερευς
μεν ? νέφος [ ] πορσύνεται [ ] ! αι θέρευς [ ] ! ν κα ! [ † ἐπ
, κυλινδομένου περὶ κύκλον χειμῶνος κρυεροῖο καὶ εἴαρος ἀνθεμόεντος ἠδὲ θέρευς ἐρατοῖο πολυσταφύλοιό τ ' ὀπώρης . Αἳ δ '
6063403 μελπε
ἐυθρόνου Ἠριγενείης . Καὶ τὰ μὲν Ἀργείοισιν ἐπισταμένοισι καὶ αὐτοῖς μέλπε , καὶ ὡς ἐτέτυκτο πελώριος , ὥς τέ οἱ
χρὴ χοροῦ κατάστασιν . Ἅμα δὲ καὶ γένος Ὀλυμπίων θεῶν μέλπε καὶ γέραιρε φωνῇ πᾶσα χορομανεῖ τρόπῳ . Εἰ δέ
6061643 πεπεδηται
τοῦ οὔτε : τὸ γάρ κε ἀντὶ τοῦ τε . πεπέδηται : δεδέσμηται . Γόμφοισιν : ἥλοις , καρφίοις :
κρατήσει . συνοχῇ : κρατήσει . πεπέδηνται : δεδέσμηνται . πεπέδηται : πέπηκται , ἢ δεδέσμηται . Ὡς δ '
6055702 Τιμοκριτος
ἄρτια , Λάκωνες , ἀντίτευχος , Ἀργεῖος , δάκνων , Τιμόκριτος , ἐλλείπων , πυαλίτης , ἐπίθετος , σφάλλων ,
ἄρτια , Λάκωνες , ἀντίτευχος , Ἀργεῖος , δάκνων , Τιμόκριτος , ἐλλείπων , πυαλίτης , ἐπίθετος , σφάλλων ,
6050367 πανδαματωρ
ἕλκος ἀκέσσεται . οἷσι δ ' ἀνάσσει , αὐτὸς ὁ πανδαμάτωρ βουληφόρος ἐστὶ βροτοῖσιν . αὐτὸς καὶ ποθέοντι τότε χραίσμησε
' ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει γνώμη τε φίλων , χὠ πανδαμάτωρ δαίμων ὃς ταῦτ ' ἐπέκρανεν . Χωρῶμεν δὴ πάντες
6049687 ὡραιος
καὶ πλέον θρήνου ἄπεστιν ἢ βίος τε εὐκλεὴς καὶ θάνατος ὡραῖος ; ἐγκωμίων δὲ τί ἀξιώτερον ἢ νῖκαί τε αἱ
περὶ τοῦ ἐπιθέτου κάλλους ἐν λόγῳ . Ὁ δὲ λεγόμενος ὡραῖος λόγος καὶ ἡ ἁβρότης οὐ τούτου τοῦ κάλλους ,
6049361 βοτα
γῆ ἀνεδίδου καὶ ἔφυε ζῷα παντοδαπά , θηρία τε καὶ βοτά , ἐν τούτῳ ἡ ἡμετέρα θηρίων μὲν ἀγρίων ἄγονος
? ? [ × – ˘˘εὐνάζει – × – ] βοτά ? [ × – ˘˘ – × – –
6017517 δευεται
ἄστυ . οὐ μὲν γάρ τι νόου γε καὶ αὐτὴ δεύεται ἐσθλοῦ , οἷσί τ ' ἐῢ φρονέῃσι , καὶ
: οὔτ ' ἀνέμοισι τινάσσεται , οὐδέ ποτ ' ὄμβρῳ δεύεται , οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται : ἀλλὰ μάλ ' αἰεὶ
6011185 ὑποχωρουντα
πρὸ τῆς τελείας πέψεως , τά τε ἐπιπολάζοντα καὶ δυσκόλως ὑποχωροῦντα καὶ ἐμπνευματοῦντα καὶ παρεμπλαστικὰ ἢ ἄλλως ἐγκαθίζοντα τοῖς σώμασιν
γῆν ἐν ἐρημίᾳ τοῦ κρείττονος φωτός ; τοῦτο δὲ ἄστρα ὑποχωροῦντα ἡλίῳ καὶ μηδὲν ἡγούμενα πάσχειν μηδὲ ἀπόλλυσθαι διὰ τὴν
6010412 Τροιη
δ ' ἄρ ' ἡ τὸ πάροιθε πανόλβιος ἐν πυρὶ Τροίη καίεται οὐδὲ θεῶν τις ἐελδομένοισιν ἄμυνε . Πάντα γὰρ
Κυθέρεια γάμων βασίλεια κελεύει . οὐ τρομέω Μενέλαον , ὅταν Τροίη με νοήσῃ . τοίην συνθείην καλλίσφυρος ἔννεπε νύμφη .
6006516 ἀηδον
χελιδὼν μακρὸν ἐξεπωτήθη , εὗρεν δ ' ἐρήμοις ἐγκαθημένην ὕλαις ἀηδόν ' ὀξύφωνον : ἡ δ ' ἀπεθρήνει τὸν Ἴτυν
εἶδον οὔτε κερκώπην , γύναι , οὐ κίτταν , οὐκ ἀηδόν ' , οὐ χελιδόνα , οὐ τρυγόν ' ,
6005004 ἁβρος
τὰς δὲ ἀναπαύσεις σεμνὰς ὁμοῦ καὶ ἀφελεῖς , ὡραῖος καὶ ἁβρὸς κατ ' ἀνάγκην ἡμῖν ὁ λόγος γίνεται : ὥστε
. ἀτὰρ εἰπέ μοι καὶ τόδε : τί δή ποτε ἁβρὸς οὕτω θεὸς ὢν καὶ γέρων ἐπιλεξάμενος τὸ ἀτερπέστατον ,
5995623 σκολυμος
. † διηχεῖ . † παρὰ τὸ ἡσιόδειον ἦμος δὲ σκόλυμός τ ' ἀνθεῖ καὶ ἠχέτα τέττιξ . ὁ δὲ
πολλοῖσί τ ' ἐπὶ ζυγὰ βουσὶ τίθησιν . Ἦμος δὲ σκόλυμός τ ' ἀνθεῖ καὶ ἠχέτα τέττιξ δενδρέῳ ἐφεζόμενος λιγυρὴν
5994904 ϲτυψιϲ
ἡ ξύνδοϲιϲ . ἐπὶ μὲν τῆϲ ἀραιώϲιοϲ τῶν φλεβῶν ἡ ϲτῦψιϲ ἀρκέει : διαρρεῖ γὰρ ὡϲ ὑδρεῖον νέον δευθὲν τῇϲι
γὰρ τῶν βρωμάτων τε καὶ τῶν πομάτων ψῦξιϲ τε καὶ ϲτῦψιϲ ἐϲ πύκνωϲιν ἄγει τὰ μέρεα : ἀτὰρ οὐδὲ διαβρώϲιεϲ
5978927 τιλλει
: πᾶς δὲ κατ ' οἴκους μάττει , πέττει , τίλλει , κόπτει , εὕει , χαίρει , παίζει ,
τρέχ ' , ὥς τις εἶπεν , ὃς καθήμενος πώγωνα τίλλει κουριῶν ὑπ ' ὠλέναις . Οὐκοῦν παλαίων ὡς θέλω
5972240 σεισων
Σειρῆσι φρυγεύς φησι θυΐα λήκυθος . ὁ δὲ φρυγεὺς καὶ σείσων καλεῖται : ὀνομαστέον δὲ καὶ τὸν ἄνδρα τὸν φρύττοντα
χοῦς , ἁμίς , λεκάνη , θυΐα , κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ ,
5972027 λιχνος
μόνον καλοκἀγαθίας καὶ σιτίων ἱερωτάτης κνίσσης : οὐ γὰρ ἀρνεῖται λίχνος ἐπιστήμης καὶ φρονήσεως εἶναι . μακάριοι μὲν οὖν οἷς
ἐπεὶ ἦ μάλα πάντες ἔασιν ἀλλήλοις φορβή τε φίλη καὶ λίχνος ὄλεθρος . ὣς οὐδὲν λιμοῖο κακώτερον οὐδὲ βαρείης γαστέρος
5970862 ἀμητες
; ναί . τοῦτ ' ἐκεῖν ' ἔστιν σαφῶς : ἄμητες , οἶνος ἡδύς , ᾠά , σησαμαῖ , μύρον
, ἀχράδες , κνῆκος , ἐλᾶαι , στέμφυλ ' , ἄμητες , πράσα , γήτειον , κρόμμυα , φυστή ,
5961878 ἀστεμφης
Σπαρτῶν ἀρά : × – ˘ – ] ! ἔδοξας ἀστεμφὴς κύων : × – ˘ – ] ος ἆθλος
τι καὶ μᾶλλον ὀνίνησιν . ἡ μὲν γὰρ οἶά τις ἀστεμφὴς δέσποινα καὶ ἀθώπευτος κελεύει καὶ διατάττει , ὁποίων τε
5960080 ἀμικτος
ὁ δ ' ἐναντίος σκαιός , ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων ,
πᾶσα ξηραντικὴν ἔχει δύναμιν , καὶ ὅταν ἀκριβῶς ᾖ πυρώδους ἄμικτος οὐσίας , ἀδηκτότατα ξηραίνει : συντελεῖ δ ' εἰς
5960039 κασσιτερος
, στίμμι , κοράλλιον , ὕαλος ἀργὴ , χαλκὸς , κασσίτερος , μόλυβδος , οἶνος οὐ πολὺς , ὡσεὶ δὲ
προσεχής , ὡς Διονύσιος ἐν Βασσαρικοῖς . ἐξ ἧς ὁ κασσίτερος . Κασσώπη , πόλις ἐν Μολοσσοῖς , ἐπώνυμος τῇ
5956834 εὐρως
ἀλεύροις ἐν τῷ ἐσθίεσθαι τοὺς καλάμους . εὐρῶτι παλύνεται : εὐρὼς κυρίως ἡ πρασινώδης ὁμίχλη . ἐπάξα : τὸ βʹ
[ – ] : μέλας δ ' ἐπερείεδετο ? [ εὐρὼς ] ὀφθαλμοῖς : Ἄιδόσδε [ δ ' ἀπήλυθε ]
5953430 πωλεσκετο
γυναικῶν ] θηλυτεράων . ἣ δ ' ἐπ ' Ἐνιπῆος πωλέσκετο ] καλὰ ῥέεθρα [ ] ! ν [ ]
κάκ ' ἐλέγχεα εἶδος ἀγητοί : ὄφρα μὲν ἐς πόλεμον πωλέσκετο δῖος Ἀχιλλεύς , οὐδέ ποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων
5939580 δαμαζεται
ἀελπέα ] ἀντὶ τοῦ ἀνελπίστως ἀελπέα ] ἀνωϊστί δάμναται ] δαμάζεται , φθείρεται ἄταις ] βλάβαις , κακοῖς οἷα ]
. δαμάζοι : τὰ γὰρ ἑψόμενα κρέα οἱονεὶ τῷ πυρὶ δαμάζεται : † ἤτοι ἑαυτῷ ἐφέλκοι ματαίως . * ἀμέτοχος
5936660 ποταμοισιν
πολλὴ γὰρ λιβάσιν παραέξεται ἀμφί τε χείλη ἔρσεται ἀγλαύροισιν ἀγαλλομένη ποταμοῖσιν . ἢ σύ γ ' ὑποστορέσαιο λύγον πολυανθέα κόψας
Τροίην εὐερκέα δῃώσαντο Ἀργεῖοι καὶ κτῆσιν ἀπείρονα ληίσσαντο , χειμάρροις ποταμοῖσιν ἐοικότες , οἵ τε φέρονται ἐξ ὀρέων καναχηδὸν ὀρινομένου
5931463 ἐννε
μυρεψικήν : ἀφορμῆς δὲ δέομαι , καὶ οἴσω δέ σοι ἐννέ ' ὀβολοὺς τῆς μνᾶς τόκους . ” πεισθεὶς δ
: Πρόσθε γὰρ Αἰήταο δόμων ποταμοῖό τ ' ἐρυμνοῦ , ἐννέ ' ἐπ ' ὀργυιῶν ἕρκος περιμήκετον ἄντην φρουρεῖται πύργοισι
5927868 ἀλφιτ
σφόδρ ' , οὐδὲ Κόρμος ἱμάτιον λαβεῖν , οὐ Νεῖλος ἄλφιτ ' , οὐ Κόρυδος ἀσύμβολος κινεῖν ὀδόντας . Ὁ
καὶ χορεύετε : οὐδεὶς γὰρ ὑμῖν εἰσιοῦσιν ἀγγελεῖ , ὡς ἄλφιτ ' οὐκ ἔνεστιν ἐν τῷ θυλάκῳ . Νὴ τὴν
5919338 τρωγουσιν
Κάρηνον : εἰς . Ἐνιπρίουσι : πρίζουσιν . Δαιτρεύουσι : τρώγουσιν , ἐσθίουσιν . Ἔχονται : κρατοῦνται . Ὑπερνεμέθονται :
, οὐδ ' ὄκου χώρης οἰ μῦς ὀμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν . κόσας , κόσας , Λαμπρίσκε , λίσσομαι ,
5915870 βυσαυχην
καὶ ἐν τοῖς κάτω μέρεσι τοῦ Δέλτα * * . βυσαύχην : ὁ τὸν αὐχένα συνέλκων καὶ τοὺς ὤμους ἀνέλκων
ἀλάστωρ τ ' εἰσπέπαικε Πελοπιδῶν . ἄστυτος οἶκος , κοὔτε βυσαύχην θεᾶς Δηοῦς σύνοικος , γηγενὴς βολβός , φίλοις ἑφθὸς
5904419 ὑεται
Ἐν Αἰγύπτῳ δὲ καὶ Βαβυλῶνι καὶ Βάκτροις , ὅπου μὴ ὕεται ἡ χώρα ἢ σπανίως , αἱ δρόσοι τὸ ὅλον
προτέρᾳ δύο ἀποκτείναντα , Κτέατον καὶ Εὔρυτον . Οὔθ ' ὕεται οὔθ ' ἡλιοῦται : ἐπὶ τῶν ἔξω πάσης φροντίδος
5894515 ἀλεξεται
πρόπας στόλος , οὐδ ' ἔνι φροντίδος ἔγχος ᾧ τις ἀλέξεται : οὔτε γὰρ ἔκγονα κλυτᾶς χθονὸς αὔξεται οὔτε τόκοισιν
τῆς γῆς ἐχούσης βοτάνας * βοτεῖται : βόσκεται τὸ δὲ ἀλέξεται γράφεται καὶ ἀλεύεται : οὐδ ' ἀπαλεύεται καὶ ἰᾶται
5892342 κυλικεσσι
γηράσκεται οὐδὲ θανεῖται , ἔστ ' ἂν ὕδωρ οἴνῳ συμμιγνύμενον κυλίκεσσι παῖς διαπομπεύῃ , πρόποσιν ἐπιδέξια νωμῶν , παννυχίδας θ
μικρά , ἀλλ ' ἐν αὐταῖς ἀπνευστὶ πίνων . αὐταῖσι κυλίκεσσι : τουτέστιν ἡδέως πίνων καὶ ἀθρόως , οὐ διαιρῶν
5890854 νεποδεσσι
' ὑπὸ κεύθεσι λίμνης δύνεις , ὁπλίζῃ δὲ καὶ ἐν νεπόδεσσι κελαινοὺς ἀτράκτους , ὡς μή τι τεῆς ἀδίδακτον ἀνάγκης
εἰσδέξασθαι ἀναπνοὴν , οὔτ ' ἐκβαλεῖν . Καὶ γὰρ καὶ νεπόδεσσι : ἐνταῦθα γενόμενος μέμφομαι τὸν ποιητὴν κακῶς εἰρηκότα ὅτι
5888194 ἁδεα
ἄμμε βαρύνει . εἴαρι πάντα κύει , πάντ ' εἴαρος ἁδέα βλαστεῖ , χἀ νὺξ ἀνθρώποισιν ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς
ῥήματα φράσδεις : ὡς μαλακὸν τὸ γένειον ἔχεις , ὡς ἁδέα χαίταν . ] χείλεά τοι νοσέοντι , χέρες δέ
5888170 κυκνος
χρυσὸς Δανάῃ συνεγένετο , ταῦρος δὲ τὴν Εὐρώπην ἥρπασε , κύκνος δὲ γενόμενος Λήδαν ἐπόρνευσεν . Περὶ δὲ τῶν πεντήκοντα
οὐκ ἄλλο ἢ τοῦτο καὶ ὁ κύκνος οὐκ ἄλλο ἢ κύκνος νομίζεται καὶ πρὸ τοῦ σώματος κακίας ἐμπίπλασθαι τὴν ψυχὴν
5869890 τεθηλε
σχημάτων διώκει τὰ κινητικώτατα τῶν ὄχλων : καλλωπίζεται γὰρ καὶ τέθηλε τούτοις , ἃν ἄχρι τοῦ μὴ λυπῆσαι τὰς ἀκοὰς
ἐμάρανεν , ἀλλ ' ἀνθεῖ τοῦτο παρ ' ἡμῖν καὶ τέθηλε καὶ τὸ περὶ σοῦ τι λέγειν ἐν πανηγύρεως μέρει
5864829 ἐργοισιν
ἐκ δεπ ? [ ] καὶ δὴ ' πὶ τοῖς ἔργοισιν ? εἴχομεν [ ] ἐγὼ μὲν ὥσπερ [ ῥυσὸν
ὃ ἐποίεον ὑμῖν ὑπουργέων , ἀλλὰ καὶ ἐν ἄλλοισι μεγάλοισιν ἔργοισιν ἐτετάγμην . Καὶ τοῦτο ἐλάχιστον τῶν μελλόντων ῥηθήσεσθαι :
5861679 τερπεται
καὶ οὐχ ἕξει σύστασιν : ἡ γὰρ φύσις τὴν φύσιν τέρπεται , καὶ ἡ φύσις τὴν φύσιν νικᾷ . Αὐτῇ
ὕσω ὕεσθαι , ὅ ἐστι βρέχεσθαι : ἐπεὶ τοῖς ὕδασι τέρπεται , καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ , ὡς σῖτος ,
5855575 βοσκει
ὑγρὸν ἔχουσα μελάντερον ἔνδον ἀείρει σηπίη ἑρπύζουσα : κατακρύπτουσα δὲ βόσκει ἐνδόμυχον μέλαν ὅπλον , ὅθεν θηρήτορας ἄγρης ῥηϊδίως ὑπάλυξεν
τε καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι κῆτος , ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη . τῇ δ ' οὔ πώ ποτε
5855487 κοτινος
τὰ γὰρ ἆθλά οἱ κλεινὰ καὶ ἦν καὶ ἐδόκει , κότινος Ὀλυμπικὸς καὶ Ἰσθμικὴ πίτυς καὶ δάφνη Πυθική , καὶ
κάμινος : ἴκτινος : κύμινος : κυκλάμινος : κόφινος : κότινος : διὰ τοῦ ι γραφόμενα , εἰ καὶ μὴ
5854046 ἀχνασδημι
κεν Ἄφαιστον ἄγην βίαι . . . εἲς τὼν δυοκαιδέκων ἀχνάσδημι κάκως , οὔτε γὰρ οἰ φίλοι . . .
+ , . Ἀχνάσδημι : ὡς παρ ' Ἀλκαίῳ : ἀχνάσδημι κακῶς , οὔτε γὰρ οἱ φίλοι . ἔστιν ἀχῶ
5852656 μεθυσος
, καὶ μεθύστρια παρὰ Θεοπόμπῳ τῷ κωμικῷ : ὁ γὰρ μέθυσος ἐπὶ ἀνδρῶν Μενάνδρῳ δεδόσθω . ἐπὶ δὲ τῶν μεθυόντων
πόλιν Σανάπην , ἔπειτα κατὰ φθορὰν Σινώπην . ἡ δὲ μέθυσος Ἀμαζὼν ἐκ ταύτης τῆς πόλεως παρεγένετο πρὸς Λυτίδαν ,
5849625 σισυμβρια
πρὸς τὸ εὐγλωττότερον . 〛 εἴδη φυταρίων . . . σισύμβρια : Φύλλα τινὰ οἷς στεφανοῦνται οἱ νυμφίοι . 〚
ἐν τοῖς στεφάνοις ἄνθη ῥόδα , ἴα , κρίνα , σισύμβρια , ἀνεμῶναι , ἕρπυλλος , κρόκος , ὑάκινθος ,
5844989 κορυναν
πέπλος ζωστῆρι πλακερῷ , ῥοικὰν δ ' ἔχεν ἀγριελαίω δεξιτερᾷ κορύναν . καί μ ' ἀτρέμας εἶπε σεσαρώς ὄμματι μειδιόωντι
: τοῦ λεγομένου ἀποθέρμου : χωρὶς μύλου γὰρ γίνεται . κορύναν : ῥόπαλον . εἴρηται παρὰ τὸ κάρα ἢ παρὰ
5839358 ὠμηστῃσι
κούφοισι μετ ' οἰωνοῖσιν ἄνακτες αἰετοὶ ἢ θήρεσσι μετ ' ὠμηστῇσι λέοντες , ὅσσον ἀριστεύουσιν ἐν ἑρπυστῆρσι δράκοντες , τόσσον
, ἥ τε κατ ' ἀγραύλοιο βοὸς κέρας ἐμμεμαυῖα ἔρχεται ὠμηστῇσι μετ ' ἰχθύσι πῆμα φέρουσα : ταῦτα πότερον φῶμεν
5826955 ὐπα
δ ' ὤρα χαλέπα : ⌊ πάντα δὲ δίψαις ' ὐπὰ καύματος ⌋ ἄχει δ ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ
βασίλευς [ ἄνδρων πλεῖστα νοησάμενος [ ἀλλὰ καὶ πολύιδρις ἔων ὐπὰ κᾶρι [ διννάεντ ? ' Ἀχέροντ ' ἐπέραισε ,
5824374 ἀλσεσιν
ἴδῃς , μὴ τοὺς μουσικοὺς μόνον , οἷς ἐνευστομεῖν τοῖς ἄλσεσιν ἔθος , ἀλλ ' ὅρα μοι καὶ τὸν κραγέτην
: εὐψυχέστερον γὰρ ὂν τὸ χωρίον καὶ μεγίστοις κατάσκιον δαφνηφόροις ἄλσεσιν σωτήριον εἶναι ἐδόκει , καὶ πρὸς τὴν τοῦ ἀέρος
5819785 πλεκταις
φησιν Ἡρωδιανός , παρατιθέμενος τὰ Σοφοκλέους ἐκ Ποιμένων “ κημοῖσι πλεκταῖς πορφύρας φέρει γένος . ” καὶ Αἰσχύλος ἐν Λυκούργῳ
κυανέαις δίναις τραφείς φλεβὸς τροπωτήρ , πουλύπους , ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις , τῆς τροχηλάτου κόρης πίμπλησι λοπάδος στερροσώματον κύτος
5817220 βαινων
Μιλησίου ἀρχιτέκτονος τοῦ οἰκοδομησαμένου τοῖς Ἀθηναίοις τὸν Πειραιᾶ . Ἴσα βαίνων Πυθοκλεῖ Δημοσθένης ἐν τῷ κατ ' Αἰσχίνου ἀντὶ τοῦ
αὐτοῦ φυλάξω ὡς λύκος , ἐπ ' ἄλλο καὶ ἄλλο βαίνων , τοῦ ἐχθροῦ ἄλλοτε ἄλλα πράγματα διαψηλαφῶν , ὥστε
5816201 χορευει
. Λύκος χανών : καὶ , ἡ λύκος περὶ φρέαρ χορεύει : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Λύκου πτερὸν ζητεῖς
παροφθεὶς , ἀλλ ' ἐπὶ ταῖς ὄχθαις ἔξω τῶν ποταμῶν χορεύει τὴν ἄπαυστον χορείαν , αἵματος καθαρὰ σώζων τὰ ὅπλα
5811200 ἀγρωστις
τὸ ἀγείρω , εἰς υ ἄγυρις . . . . ἄγρωστις : ἔστιν ἔδω , τὸ ἐσθίω , τὸ δεύτερον
συλλαβὰς , εἰ μὴ ἐπίθετα εἴη , προπαροξύνεται : βούβρωστις ἄγρωστις . ὀξύνεται τὸ Κεραστίς Λιγυστίς Λιβυστίς ὡς ἐπιθετικά .
5810552 ῥοχθοισι
] οὐρανοῦ εἰδόμενος ] ὁμοιωθείς , ὁμοιούμενος τοτέ ] ποτέ ῥόχθοισι ] ἤχοις , ψόφοις οἷος ] ὁποῖος ἤχος ὑποβρέμεται
καὶ χυλὸς ἅλις κύμβῃσι ῥοφηθείς , ὅσσα τε πετρήεντος ὑπὸ ῥόχθοισι θαλάσσης κνώδαλα φυκιόεντας ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς : ὧν τὰ
5805272 ἀτρομος
: τολμηρός : γράφεται ἄλκιμος . ἄλκιμος : ἰσχυρός . ἄτρομος : ἄφοβος . ἠδὲ σαόφρων : καὶ φρόνιμος ,
παλύνετο : δῦ δέ μιν ἀλκή σμερδαλέη ἄφατός τε καὶ ἄτρομος , αἱ δ ' ἑκάτερθεν χεῖρες ἐπερρώσαντο περὶ σθένεϊ
5802794 περκη
ἰχθύδια ὄντα , ἄβρωμα καὶ εὔφθαρτά ἐστιν , ἡ δὲ πέρκη τούτοις προσεοικυῖα κατὰ τόπους ὀλίγῳ διαλλάττει . οἱ δὲ
θαλαττίας ὕλης , καθάπερ ὁ Νειλαῖος κορακῖνος καὶ ἐν Ῥήνῳ πέρκη καὶ Τίβουρι λάβραξ , ὅς ἐστιν ἐπεστιγμένος . καὶ
5799467 χρυσιζων
τρεῖς . Λίθος χρυσόλιθος ὑγρός , διαυγής , διαφανής , χρυσίζων . Οὗτος φορούμενος κοσμίους ποιεῖ καὶ ἀγαθοὺς ταῖς γνώμαις
ἐδώδιμος , θαλάσσιος , γνωστός . Χρυσίτης λίθος ποικίλος ὡς χρυσίζων . Τῆς οὖν χρυσανθέμου τὸ ἄνθος ἐστὶ χρυσίζον ὡσεὶ
5788558 φερουσαις
διὰ πασῶν τῶν αἰσθήσεων ἐπὶ τὴν πανδεχῆ ψυχὴν τὰ ἡδέα φερούσαις . τοιουτονί τινα δόλιχον ἀπομηκύναντες λόγῳ νικᾶν τοὺς οὐκ
ἀλκίμων . ὁ δὲ πόρος νήσοις διείληπται καρπὸν μὲν οὐδένα φερούσαις ἥμερον , ἐκτρεφούσαις δ ' ὀρνέων ἴδια γένη καὶ
5786979 κερκωπην
. Σοῦ δ ' ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ ' εἶδον οὔτε κερκώπην , γύναι , οὐ κίτταν , οὐκ ἀνδόν '
πλὴν ἀλεύρου καὶ ῥοᾶς πρὸς θεῶν ἔραμαι τέττιγα φαγεῖν καὶ κερκώπην θηρευσαμένη καλάμῳ λεπτῷ . οὐχ ἑψητῶν λοπάς ἐστιν .
5773619 κιτταν
ὄρνεον ἡ κίττα , περίεργον δὲ καὶ εἰς ἐπιθυμίαν . κιττᾶν οὖν τὸ ἐπιθυμεῖν . ἀπὸ τῶν γυναικῶν τῶν ἐν
ἡ κίττα . ἐξ ἧς μετῆκται εἰς τὰς κυούσας τὸ κιττᾶν . οἱ κιττῶντες : ἤγουν ἐπιθυμοῦντες . ἀπὸ μεταφορᾶς
5770104 λασιος
ἐν τῇ ὕλῃ ὡς ἔχει : πολλὴ γάρ τις καὶ λάσιος ἐφαίνετο . δαίμων δέ τις , ὡς ἔοικεν ,
ἐκεῖνος ; εἶτα πῶς σύριγγα οὐκ ἔχεις οὐδὲ κέρατα οὐδὲ λάσιος εἶ τὰ σκέλη ; Μόνον γὰρ ἐκεῖνον ἡγῇ θεόν
5769284 ματτει
γὰρ τῇ μιᾷ χειρὶ τὴν ῥῖνα , τῇ δὲ ἑτέρᾳ μάττει . ζητεῖ οὖν τοὺς διαδεξομένους . ἀποπνιγέντα : συνέχει
μὲν γὰρ ὁ αὐτὸς κλίνην στρώννυσι , τράπεζαν κοσμεῖ , μάττει , ὄψα ἄλλοτε ἀλλοῖα ποιεῖ , ἀνάγκη οἶμαι τούτῳ
5767900 ἀποτος
φάρμακον . εἰς τὴν ἐμήν νυν ἔγχεον τὴν μείζονα . ἄποτος , ὦ Γλύκη . ὑδαρῆ ' νέχεέν σοι ;
. Πάνυ μὲν οὖν . Οὐκοῦν μόνος οὗτος ἐξ ἁπάντων ἄποτος ἔστω . Διὰ τί δή ; Χαλεπὴν οὕτως ὑφέξει
5767253 κεντει
πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν
ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν
5764683 εἰαρινοις
νόῳ πίσυνος Λίνδου ναέταν Κλεόβουλον ἀενάοις ποταμοῖς ἄνθεσί τ ' εἰαρινοῖς ἀελίου τε φλογὶ χρυσέας τε σελάνας καὶ θαλασσαίαισι δίνῃς
Λίνδου ναέταν Κλεόβουλον , ἀεναοῖς ποταμοῖς ' ἄνθεσι τ ' εἰαρινοῖς ἀελίου τε φλογὶ χρυσέας τε σελάνας καὶ θαλασσαίαισι δίναις
5764118 Ἁπανθ
τὰ τῆς μνήμης ἄξια ἐκ τοῦ νοῦ ῥᾳδίως ἐκφεύγει . Ἅπανθ ' ὅμοια καὶ Ῥοδῶπις ἡ καλή : σημαίνει ὅτι
ἀκούων ὅστις οὐκ ὀργίζεται , πονηρίας πλείστης τεκμήριον φέρει . Ἅπανθ ' ὅς ' ὀργιζόμενος ἄνθρωπος ποιεῖ , ταῦθ '
5764048 προπας
κίθαρις ] ὕμνοισιν ἀναμέλπεται : ὁ δὲ [ τεχνιτῶν ] πρόπας ἑσμὸς Ἀθθίδα λαχὼν [ ] [ τὸν κιθαρίσει ]
πόποι , ἀνάριθμα γὰρ φέρω πήματα : νοσεῖ δέ μοι πρόπας στόλος , οὐδ ' ἔνι φροντίδος ἔγχος ᾧ τις
5762662 φυτηκομιῃσι
ἀμφιφορῆας οἴνου νηδυμίοιο , τὸν ἑνδεκάτῳ λυκάβαντι θλῖψε τις οἰνοπέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς : ὕδατι δ ' ἐγκέρασαν λαρὸν μέθυ καὶ
πλησιοθαλάττοις , τοῖς πλησίον αἰγιαλοῖς . φυτηκομίῃσι : γεωργίαις . φυτηκομίῃσι μεμηλώς : ἤως ἐργαζόμενος ταῖς ἐλαίαις : ἢ φυτηκομιῶν
5759972 σιζει
, χρωσθείς , ὁμοῦ τι πρὸς τέλος δρόμου περῶν , σίζει κεκραγώς , παῖς δ ' ἐφέστηκε ῥανῶν ὄξει ,
. εὐθὺς γὰρ κείνη καθάπερ τοὔλαιον ἅμ ' ἧπται καὶ σίζει . τὸν δ ' ἔλοπ ' ἔσθε μάλιστα Συρακούσαις
5752339 δρακαινις
θρίττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον , σηπία , ὀρφώς , κωβιός ,
θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον , σηπία , ὀρφώς , κάραβος ,
5750556 τετευχαται
καὶ εἰ μάλα πολλὰ κάμωσιν : οὐ γὰρ ἀβληχρὰ θεοῖσι τετεύχαται ἄφθιτα ἔργα . Οὐδέ τί που βρώμης ἐπιδευόμεθ '
δύναμίς γε παρείη : οὐ γὰρ ἔτ ' ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται , οὐδ ' ἔτι καλῶς οἶκος ἐμὸς διόλωλε :
5747968 ποντια
ψυχὴν ἔχοντα ] ἃς πῶς ποτ ' , ὦ δέσποινα ποντία Κύπρι , βινεῖν δύνανται , τῶν Δρακοντείων νόμων ὁπόταν
οὐ γάρ τις αὐτὸν οὔτε πυρφόρος θεοῦ κεραυνὸς ἐξέπραξεν οὔτε ποντία θύελλα κινηθεῖσα τῷ τότ ' ἐν χρόνῳ , ἀλλ
5746495 ἀτεραμων
. ἀτενὴς καὶ ἀτεράμων ἄνθρωπος : ταὐτὸν ὁ ἀτενής τῷ ἀτεράμων . τὸ μέντοι ἀτεράμων κυρίως ἐπὶ τῶν δυσεψήτων ὀσπρίων
μή τις ἐγγίγνηται τῶν πολιτῶν ἡμῖν οἷον κερασβόλος , ὃς ἀτεράμων εἰς τοσοῦτον φύσει γίγνοιτ ' ἂν ὥστε μὴ τήκεσθαι
5744883 ἑφθος
, χόνδρου , κάραβοι ὀπτοί , τευθίδες ὀπταί , κεστρεὺς ἑφθός , σηπίαι ἑφθαί , θυννίδες ἑφθαί , σχαδόνες ,
' ἐστί , τὸ περίκομμ ' ἀπόλλυται : ὁ γόγγρος ἑφθός , τὰ δ ' ἀκροκώλι ' οὐδέπω . Εἶτα
5744700 τιμιος
δ ' ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη : καίτοι καὶ γενεᾷ τίμιος , ὦ παῖ , παῖ , καὶ Ζηνὸς ταμιεύεσκε
καὶ συμμάχους , καὶ σὺν ὑμῖν μὲν ἂν οἶμαι εἶναι τίμιος ὅπου ἂν ὦ , ὑμῶν δὲ ἔρημος ὢν οὐκ
5744203 διαρκης
δ ' ἀρκεῖ πάντ ' , ἐὰν οἶνος παρῇ πίνειν διαρκής . ἀλλὰ μήν , νὴ τὼ θεώ , ἔσται
τοὺς κατὰ νόμον ἐπλήρου χρόνους : οὔτε πόα κτήνεσιν ἐφύετο διαρκής : τῶν τε ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα
5741535 μελισσα
δὴ κεκορημένοις Γόργως μὴ κίνη χέραδος μήτε μοι μέλι μήτε μέλισσα μνάσασθαί τινά φαιμι † καὶ ἕτερον † ἀμμέων ὀ
, γινόμενος ὁτὲ μὲν λέων ὁτὲ δὲ ὄφις ὁτὲ δὲ μέλισσα , ὑφ ' Ἡρακλέους μετὰ τῶν ἄλλων Νηλέως παίδων
5741377 γενετειραν
' , ὥσπερ ἔφυς αἰεὶ σώτειρα προπάντων . Νύκτα θεῶν γενέτειραν ἀείσομαι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν . κλῦθι , μάκαιρα θεά
' ἐσφάδᾳζεν οὐκ ἔχων ἀπαλλαγάς . Αἰθέρα καὶ Γαῖαν πάντων γενέτειραν ἀείδω . φθείρουσιν ἤδη χρήσθ ' ὁμιλίαι κακαί .
5737975 ἑλεειν
μητρὸς ἐμῆς ψυχὴν ἑλέειν κατατεθνηυίης . τρὶς μὲν ἐφωρμήθην , ἑλέειν τέ με θυμὸς ἀνώγει , τρὶς δέ μοι ἐκ
καρποφόροιο παρθενικῆς ἀφελόντας ἐλαίης : ἀμφὶ δὲ κόρσαις σφωϊτέραις πέπλους ἑλέειν οἶκόνδε κιόντας : μηδὲ μεταστρωφᾶσθαι , ἐπεί κ '

Back