| νενικήκαμεν , ἂν δ ' ἅ τινες κελεύουσι προαχθῆτε , δέδοιχ ' ὅπως μή τι καὶ παράλογον εἰπεῖν ἁρμόσῃ . | ||
| μόνον , ἀλλὰ μὴ μαθεῖν τῆς ὠφελείας τὴν φύσιν : δέδοιχ ' ὅπως : ἐπειδὴ μεσότης ἐστὶ καὶ ὑπερβολὴ καὶ |
| Ἄπολλον , ἀλλὰ σκαιὸν οὐ μετρίως λέγεις , μετὰ μαρτύρων ἀτυχεῖν , παρὸν λεληθέναι . δυσπαρακολούθητόν τι πρᾶγμ ' ἐστὶν | ||
| ζῆν , οὐ βούλεται . . . τὸ δ ' ἀτυχεῖν ἢ τὸ μὴ θεὸς δίδωσιν , οὐ τρόπου δ |
| . Καὶ μὴν ἴση νῷν ἐστιν ἡ ' ξαμαρτία . Θάρσει : σὺ μὲν ζῇς , ἡ δ ' ἐμὴ | ||
| Φῆ μέγα κωκύουσα : πάις δέ μιν ἀντίον ηὔδα : Θάρσει , μῆτερ ἐμεῖο , κακὴν δ ' ἀποπέμπεο φήμην |
| πεπρᾶσθαι . Ἐγώνγα καὐτός φαμι . Τίς δ ' οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο , φανερὰν ζαμίαν ; Ἀλλ | ||
| τοιούτων πλευρῶν λέγεται , οὕτω καὶ ὁ ἄφρων καὶ ὁ ἄνους οὐ κατὰ στέρησιν φρενῶν καὶ νοῦ , ἀλλὰ τοιούτων |
| τὸ αὐτὸ πάθος ὑπερβολή τε καὶ ἔνδεια , ὑπερβολὴ μὲν ἀναισχυντία , ἔνδεια δὲ κατάπληξις , εἴη ἂν καὶ μεσότης | ||
| καὶ φίλους . ἕπεσθαι δὲ δοκεῖ μάλιστα τῇ ἀχαριστίᾳ ἡ ἀναισχυντία : καὶ γὰρ αὕτη μεγίστη δοκεῖ εἶναι ἐπὶ πάντα |
| ἄδοξον , μέρη τοῦ συμφέροντος , εἰ δὲ βούλει τοῦ ἀσυμφόρου : καίτοι τί γένοιτ ' ἂν νεώτερον ἢ Μακεδὼν | ||
| δὲ ὠφελίμου , ἀπὸ τοῦ τοῖς ἐχθροῖς ἡδέος ἡμῖν δὲ ἀσυμφόρου , ἀπὸ τοῦ σφόδρα δεῖν ἐκείνων ἀντέχεσθαι ὑπὲρ ὧν |
| λέγει ἐν τῇ πρώτῃ : ” † καὶ † ἀπεμάχετο ἀρρωδέων ” . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ Ἰάδος διαλέκτου | ||
| τὴν τέχνην εἰ ἐπίσταιτο : ὁ δὲ οὐκ ὑπεδέκετο , ἀρρωδέων μὴ ἑωυτὸν ἐκφήνας τὸ παράπαν τῆς Ἑλλάδος ᾖ ἀπεστερημένος |
| . Οὐ πάνυ . Ἀλλ ' οὖν δὴ ὅμως γε μιμήσεται , οὐκ εἰδὼς περὶ ἑκάστου ὅπῃ πονηρὸν ἢ χρηστόν | ||
| σπουδῇ , εὐσχήμονά τινα ἔοικεν εὐωχίαν διηγεῖσθαι ἡμῖν , οἵαν μιμήσεται ἄν τις νοῦν ἔχων , μεταθεὶς τὰς ἡδονὰς ἀπὸ |
| , τὰ ἀκροστόλια . Ἀπολλόδωρος . : Ἀσαλής : ἡ ἄφροντις , ἡ μηδενὸς φροντίζουσα . Σάλη γὰρ ἡ φροντίς | ||
| ] ἕνεκα , τιμῆς . . ἀμέλει ] ἀργόν , ἄφροντις ἀφρόντιστος ἔσο , ἀφροντίστως ἔχε . , μὴ φρόντιζε |
| ; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . Χαλεπόν γ ' ἀκροατὴς ἀσύνετος καθήμενος : ὑπὸ γὰρ ἀνοίας οὐχ ἑαυτὸν μέμφεται . | ||
| εἰσιν αἱ ἐπισκέψεις καὶ αἱ δεύτεραι γνῶμαι : λογίζομαι : ἀσύνετος : οὐ γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον |
| κρειττόνων , εἰς κηδεμονίαν ἀνακαλουμένη πάλιν αὐτῶν τὴν εὐμένειαν καὶ ἀποτρέπουσα τὴν στέρησιν , παντελῶς ἂν εἴη καθαρὰ καὶ ἄτρεπτος | ||
| ἄξιον πολεμῆσαι . καὶ αὐτὸς κτἑ . : δημηγορία Ἀρχιδάμου ἀποτρέπουσα τοὺς Λακεδαιμονίους πολεμεῖν ὁρῶ : λείπει τὸ ἐμπείρους ἀπειρίᾳ |
| ἀλλ ' ἵνα μὴ πολλὰ τοιαῦτα λέγων πόρρω τοῦ καιροῦ γένωμαι , παρεὶς ἅπαν τὸ μέσον καὶ προσχρησάμενος καὶ πρὸς | ||
| ἀγωνίων θεῶν , λευκοστεφεῖς ἔχουσα νεοδρέπτους κλάδους ; ὡς μὴ γένωμαι δμωὶς Αἰγύπτου γένει . πότερα κατ ' ἔχθραν , |
| τρέσηις ἡμᾶς , Κρέον , ὥστ ' ἐς τυράννους ἄνδρας ἐξαμαρτάνειν . σὺ γὰρ τί μ ' ἠδίκηκας ; ἐξέδου | ||
| τὸ παρελθόν . τὸ οὖν αἴτιον τοῦ νῦν μὲν μὴ ἐξαμαρτάνειν , τότε δέ , αὐτοὶ ἤδη ἱκανοί ἐστε γιγνώσκειν |
| καρτερεῖν δυνάμενος , ὅθεν καὶ τὸ , Τέτλαθι . . Ὡι ΕΝΙ ΟΙΚΩι . Ἐνὶ ᾧ , τουτέστιν ἐν τῷ | ||
| καρτερεῖν δυνάμενος , ὅθεν καὶ τὸ , Τέτλαθι . . Ὡι ΕΝΙ ΟΙΚΩι . Ἐνὶ ᾧ , τουτέστιν ἐν τῷ |
| δ ' ἐποπίζεο μῆνιν , μή πώς τοι μετόπισθε κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ . ” ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κρατὺς Ἀργεϊφόντης : | ||
| γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα ἄνδρ ' ἀπαρέσσασθαι ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων |
| ' ἐ [ ἴσως ἰταμὸς εἶ : τότε λογισμόν [ εὔψυχος αρως [ ! ! ] ζῆς [ ὄνειδος αὕτη | ||
| θαρραλέος , εὐθαρσής , ἄφοβος , ἀδεής , ἀνέκπληκτος , εὔψυχος : τὸ δ ' ἴτης κοινὸν ἐφ ' ἑκατέρου |
| ἐγὼ ἐγγυῶμαι μὴ ἐπιλήσεσθαι , οὐχ ὅτι παίζει καί φησιν ἐπιλήσμων εἶναι . ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ ἐπιεικέστερα Σωκράτης λέγειν | ||
| οὖν ἄσχολος λέγειν . Πορνοκόπος καὶ πορνότριψ . Λίθαργος καὶ ἐπιλήσμων . Οἰκοδόμημα , οὐχὶ οἰκοδομή . Ὄναρ ἰδὼν ἢ |
| ἐν τῷ Περὶ Ἰάδος διαλέκτου . . . , : μιαρός : παρὰ τὸ † μίασμα καὶ † μιαίνω ῥῆμα | ||
| τὸ ὕστατον . τὴν δὲ ἐπίδειξιν ταύτην οὐχ ἅπαξ ὁ μιαρός , ἀλλὰ πολλάκις ποιῆσαι λέγεται , καὶ μάλιστα εἴ |
| εἴδωλα τῶν θεῶν παρακαλοῦσα καὶ δυσωποῦσα αὐτοὺς ἢ ἄλλο τι πράξω ; ἐπειδὴ τὸ πότερα δύο τινῶν ἔμφασιν ἔχειφαμὲν γὰρ | ||
| παθητικοῦ παρακειμένου βαρύνονται : ποιήσω ποίησις , γνώσω γνῶσις , πράξω πρᾶξις , πέφανσαι φάνσις , μεμίανσαι μίανσις . τὸ |
| : οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν , ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί . ἦ οὐκ ἀΐεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος | ||
| προσλαμβάνει , ταῦτα ἀφαιρέσει τοῦ τ δασύνεται , τόσοςὅσος , τηλίκος ἡλίκος : καὶ ἐπεὶ τούνεκα , οὕνεκα δασέως . |
| τὸν ἴδιόν τε καὶ οἰκεῖον εἰπεῖν λόγον . ὅτι δὲ εὐήθης ὁ λόγος οὗτος , δείκνυσιν ἐκ τοῦ λέγειν ἕκαστον | ||
| τῆς φύσεως τέχνη , καθάπερ ἀρχαία τις οὖσα καὶ σφόδρα εὐήθης , ἀχρεῖα καὶ περιττὰ προσθεῖσα τῷ σώματι . τί |
| γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ | ||
| ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις |
| ἔστ ' ἐκείνου τοῦ πονηροῦ κόμματος . Νὼ δ ' εἰσίωμεν , ἵνα προσεύξῃ τὸν θεόν . Ἆρ ' , | ||
| παρακεχώρηκε τῆς εἰς τὴν πόλιν ὁδοῦ . ἡμεῖς δὲ θαρροῦντες εἰσίωμεν [ μηδὲν φοβούμενοι εἴσω ] , ἐννοούμενοι ὅτι οὗτοι |
| ὦ ξυνασχαλᾷ ] συλλυπεῖται μόχθοις ] δυστυχίαις τάδε ] ἃ πάσχεις ἔχρῃζον ] ἤθελον ἠλγύνθην κέαρ ] ἐλυπήθην , ἔπαθον | ||
| πόλεμον δεύτερον . Ἆρα καὶ σύ , Χλόη , τοιαῦτα πάσχεις ; ἆρα μέμνησαι τοῦ πεδίου τοῦδε καὶ τῶν Νυμφῶν |
| τοσαύτης στρατιᾶς ὀλιγανθρωπίαν καὶ φαυλότητα ἐρυμάτων ἐβιάσατο : ἀλλ ' ἐνθυμοῦ τὸ μέγεθος τῆς πόλεως καὶ τὴν λαμπρότητα τῶν ἐν | ||
| εἰ μὴ παραυτίκα , ἀλλ ' ὕστερόν γε ἐπαινέσεται . ἐνθυμοῦ δέ , πόσους ἀπ ' αὐτοῦ μόνου τοῦ δυστυχεῖν |
| ἐπιλιπεῖν τἀδικεῖν , καὶ εἴπερ ζῆν ἀνάνδρως , ἐπιλιπεῖν τὸ ἀκολασταίνειν , καὶ εἰ θρασέως μέντοι καὶ πανούργως , ἔνδειαν | ||
| τὰ τῶν νεκρῶν . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς ἐθέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα μὴ τὴν ῥακίωσιν τοῦ σώματος ἐλέγχῃ |
| τοτὲ δὲ κώπαις προσκομιζόμενος . εἰ δέ τις ὑπολαμβάνει ὡς ἀφρόνως ἔπλει δώδεκα τριήρεις ἔχων ἐπὶ πολλὰς ναῦς κεκτημένους , | ||
| , τουτέστι καὶ τὸν Ἀπόλλωνα παρακούσας καὶ τῆς γυναικὸς ἡττηθεὶς ἀφρόνως , ἐγείνατο μὲν θάνατον αὑτῷ τὸν Οἰδίποδα . ποιεῖ |
| τέλος οὐδέν , τῇ δὲ κακόν , ἡ βλάβη καὶ ἀποστέρησις τῶν οἰκείων τοῦ κλεπτομένου . τὸ αὐτὸ δ ' | ||
| ἀπὸ τοῦ ῥηθέντος αἰόλλω καὶ ἀπαιόλη γίνεται ἡ ἀπάτη καὶ ἀποστέρησις . Αἰσχύλος : τέθνηκεν αἰσχρῶς χρημάτων ἀπαιόληι . . |
| ; Τῷ κυβερνήτῃ . Οὐκ ἄρα περὶ ἃ μὴ οἶσθα πλανᾷ , ἄνπερ εἰδῇς ὅτι οὐκ οἶσθα ; Οὐκ ἔοικα | ||
| ῥα Διωνύσου ἀριθμοπότας ἐπέκοπτε . τὸ δὲ καὶ τὰς ὄψεις πλανᾷ , ὡς ἔδειξεν Ἀνάχαρσις δι ' ὧν ἔδειξεν ὅτι |
| ἔοικε . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ εἰ γάρ τοι , βασίλεια , σιωπήσειαν | ||
| τε δοκοῖσι . τὸν δ ' ἐπικερτομέων προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ , Μελάνθιε |
| εὖ φρονοῦσιν . ἀλλ ' , οἶμαι , νῦν μὲν ἐπισκοτεῖ τούτοις τὸ κατορθοῦν : αἱ γὰρ εὐπραξίαι δειναὶ συγκρύψαι | ||
| νῦν μέν , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὸ κατορθοῦν αὐτὸν ἐπισκοτεῖ πᾶσι τοῖς τοιούτοις : αἱ γὰρ εὐπραξίαι δειναὶ συγκρύψαι |
| ἁμαρτωλὸν ἢ πλάνον . Ἄλη γὰρ ἡ πλάνη καὶ ἡ ἁμαρτία . Ἀλλὰ γὰρ ἀθυμοῦντες ἄνδρες οὔποτε τρόπαιον ἐστήσαντο . | ||
| σε ἐν τῷ σκηνώματί σου , οὐ γὰρ γέγονέ σοι ἁμαρτία . Ἀνάψυξον ἐν τῷ σκηνώματί σου ἐν τῇ παρθενικῇ |
| τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον | ||
| τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος : |
| δὲ αὐτῷ κόσκινον ὑποτιθέναι ; Ἀγαθοκλέους δὲ τοῦ Περιπατητικοῦ μέγα φρονοῦντος ὅτι μόνος αὐτός ἐστι καὶ πρῶτος τῶν διαλεκτικῶν , | ||
| ; χαρά μ ' ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη . εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμα σοῦ κατηγορεῖ . τί γὰρ τὸ πιστόν ; |
| δὲ κρεῖσσόν ἐστι μὴ δεδοικότα παθεῖν τὸ μέλλον δεινὸν ἢ δεδοικότα . πάσης μὲν ὠμότητος ἀνάπλεων φόνον , παντὸς δὲ | ||
| ὁ παιδαγωγός , οἷα πάσχειν ἀνάγκη ; ταῦτ ' οὖν δεδοικότα ἐπιθαρρεῖν οἷόν τ ' ἔτι ἐξ ὅλης ψυχῆς ἐπιστατεῖν |
| ἰδιώτης ἀναβάλλομαί φησιν : οἱ γὰρ ἐπὶ τούτου τάττοντες τὸ ἀναθέσθαι ἁμαρτάνουσιν . λέγουσι γὰρ ” ἀνατίθεμαι εἰσαῦθις τὸ πρᾶγμα | ||
| ? ἁλίσκωνται ? ? [ ἅμα , τὰς ] αἰτίας ἀναθέσθαι ? ? ? ? [ δεῖ ] τῶι ἀέρι |
| ὁλόκληρος ἀρετὴ φύεται . καὶ σὺ δ ' , ὦ Χαρίκλεις , μηδὲν ἀχθεσθῇς , εἰ ταῖς Ἀθήναις ἡ Κόρινθος | ||
| ἐκεχειροτόνησο καί σε χαλκῶν ἀνδριάντων ἐν ταῖς ἀγοραῖς , ὦ Χαρίκλεις , ἐτίμων . σχεδὸν γὰρ οὐδὲ αὐταὶ περὶ αὑτῶν |
| , ἄπελθε . ἄγροικος ] ἀπαίδευτος , ἀνόητος . . δυσμαθής ] ἀργός , δυσκίνητος , δυσκόλως ⌈ μανθάνειν . | ||
| παραλείψεις , ὡς ἐγᾦμαι . Τὸ ποῖον ; Εὐμαθὴς ἢ δυσμαθής . ἢ προσδοκᾷς ποτέ τινά τι ἱκανῶς ἂν στέρξαι |
| θεῶν τε πνεῦμ ' ἔρως θ ' ὑμνῳδίας ὅστις δὲ πράσσει πολλὰ μὴ πράσσειν παρόν , μῶρος , παρὸν ζῆν | ||
| ἀπαιδεύτου ἔργον τὸ ἄλλοις ἐγκαλεῖν , ἐφ ' οἷς αὐτὸς πράσσει κακῶς : ἠργμένου παιδεύεσθαι τὸ ἑαυτῷ : πεπαιδευμένου τὸ |
| ἔργον . αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ Τηλέμαχ ' , ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν | ||
| τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος ἀπαμειβόμενος προσέειπε : “ Τηλέμαχ ' ὑψαγόρη , μένος ἄσχετε , ποῖον ἔειπες . |
| καὶ δὴ καὶ νῦν εὖ οἶδ ' ὅτι οὐκ ἐμοὶ χαλεπαίνεις , γιγνώσκεις γὰρ τοὺς αἰτίους , ἀλλὰ ἐκείνοις . | ||
| ἔχει ἀκολουθῆσαι ἢ τῷ φαινομένῳ ; οὐδενί . τί οὖν χαλεπαίνεις αὐτῇ , ὅτι πεπλάνηται ἡ ταλαίπωρος περὶ τῶν μεγίστων |
| δ ' , ἔφη , οὐ πείσας σοι χρῆσαι οὐχ ἡμάρτηκας ; ὁ δέ , Τί γὰρ ἥμαρτον ; εἶπεν | ||
| ; ὃ μόνον ἦν κατὰ τὸν τόπον ἁμάρτημα , τοῦτο ἡμάρτηκας . ἐπεί τοι τοῦτ ' αὐτὸ καὶ ἐγὼ Ῥούφῳ |
| Ἄργου γηγενοῦς : † ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται | ||
| τοῦ ἐμοῦ τάφου παρακαθημένην τὴν ἐμὴν ὁμόκοιτον γυναῖκα καὶ σύζυγον φοβοῦμαι μή τι κακὸν αὐτῇ ἐπιγέγονε . τὰς χοὰς δέ |
| σωφροσύνην ἢ ὑγίειαν , καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , | ||
| ἄλλον . Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι , ὅσον ὁ θεὸς εὐφραίνεται ἐπὶ τῷ δικαίῳ , τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ |
| ἀποδύων , ἁρπάζων , ἀφαιρούμενος , παρεισπράττων , ἰταμός , ἀναίσχυντος , ἀπηρυθριακώς , δυσχερής , ἀνήμερος , ἄγριος , | ||
| ἐρᾶν . καὶ ἐγὼ ἔσομαι τοίνυν ὁμοία τις αὐτῷ [ ἀναίσχυντος ] καὶ οὐκ ἀφήσω τὸν ἐμὸν Τίμαρχον . ἔρρωσο |
| ὁ καχεκτῶν τῷ σώματι , νοσεῖ δὲ ὁ κλινήρης . ἀρρωδεῖν καὶ ὀρρωδεῖν διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ διὰ τοῦ | ||
| διὰ τοῦτο εἴρηται τὸ φοβεῖσθαι ὀρρωδεῖν . λέγεται δὲ καὶ ἀρρωδεῖν . τοὺς θεοὺς ] οὐκ ἔχων δεῖξαι δύναμιν ὑπάρχουσαν |
| τῶν ἀνθρώπων ταῖς αἰωνίοις βλασφημίαις ἀποτρέπει τῆς ἐπὶ τὴν κακίαν ὁρ - μῆς . καθόλου δὲ διὰ τὴν ἐκ ταύτης | ||
| ὃς τοσούτων ἀνδρῶν κρατερὸν σθένος ἔσχεν ; ἦ θεὸς αὐτὸν ὁρ - μᾷ δίκας ἀδίκοισιν ὄφρα μήσεται : οὐ γὰρ |
| τὸν [ ] αἰῶνα πάντα φυλάττεσθαι τοῦτον [ ] οὗ κατεμαρτύρησεν [ - ] : ὡς ὑπάρχει [ ] γ | ||
| δὲ τῶν δικαστῶν κληθεὶς ὁ Φυλεὺς ὑπὸ Ἡρακλέους τοῦ πατρὸς κατεμαρτύρησεν , εἰπὼν ὁμολογῆσαι μισθὸν δώσειν αὐτῷ . ὀργισθεὶς δὲ |
| τὸν αὐτὸν καὶ ἄλλα μυρία ; Σὺ μέν , ὦ Πρώταρχε , εἴρηκας τὰ δεδημευμένα τῶν θαυμαστῶν περὶ τὸ ἓν | ||
| σαφέστερον δέομαι ἃ λέγεις ἀκοῦσαι . Σαφὲς μήν , ὦ Πρώταρχε , ἐστὶν ἐν τοῖς γράμ - μασιν ὃ λέγω |
| γένωμαι . τί γάρ με διαφθεῖραι γλίχῃ , τί δὲ σπεύδεις ἀπολέσαι με ἐς ἑστίασιν καὶ θοίνην παρακαλῶν ; πρῶτον | ||
| μεταχειρίσεως λέγων : εἰ μὲν οὖν ἠγνόεις παρ ' ἣν σπεύδεις , ἔδει καὶ διδάσκειν τυχόν : εἰ δὲ τὴν |
| γάρ ἐστιν ὁ μαλθακευόμενος ἐν ὑποκρίσει τὸ σῶμα : καὶ βλακεία ἡ μεθ ' ὑπεροψίας ὁμιλία . συντεταγμένως : Σπουδαίως | ||
| στοχαζόμενον τῆς σωματικῆς εὐμετρίας . ἐπιτεινομένη γὰρ καθαρειότης θρύψις καὶ βλακεία εὑρίσκεται , ἐπιτεινομένη δὲ λιτότης ἀκαθαρσία καὶ ῥύπος γίνεται |
| . Λέγω δ ' , ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ ' ὠνείδισας : σὺ καὶ δέδορκας κοὐ βλέπεις ἵν ' εἶ | ||
| πτωχὸς ὢν ἡμᾶς λέγειν , καὶ συκοφάντης εἴ τις ἦν ὠνείδισας ; Νὴ τὸν Ποσειδῶ , καὶ λέγει γ ' |
| ; Τίς δ ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν , τὸ πνεῖν δὲ δειπνεῖν , τὸ δὲ καθεύδειν | ||
| φησὶν τίς δ ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν , τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται ; καὶ |
| τὰ σπέρματα τῆς εἰρήνης ἀπορρίπτειν , ὁ μισόπολις , ὁ δημοβόρος , ἡ λύμη , τὸ φθοροποιὸν κακόν . λέγεται | ||
| σύστημα τῆς πόλεως , “ δήμῳ ἔνι Τρώων . ” δημοβόρος ὁ τὰ τοῦ δήμου κοινὰ κατεσθίων . δήνεα βουλεύματα |
| : ἐγὼ δ ' ἀέκων τῆς σῆς φιλότητος ἁμαρτών ὠνήμην ἕρδων οἷά τ ' ἐλεύθερος ὤν . Ἄνθρωποί ς ' | ||
| εἴη μακάρεσσι θεοῖς φίλα : νῦν δ ' ὁ μὲν ἕρδων ἐκφεύγει , τὸ κακὸν δ ' ἄλλος ἔπειτα φέρει |
| ἐκβάλλει . τῷ ἀποτυγχάνοντι κοινὸν ἔγκλημα ἡ ἄνοια καὶ ἡ ἀφροσύνη . ὁ νοῦς : πρῶτον μὲν τὸ πειρᾶσθαι ἀγῶνος | ||
| φρόνησις ὑγεία γάρ τις αὕτη διανοίας , τὸ δὲ φθεῖρον ἀφροσύνη νόσον ἀνίατον κατασκήπτουσα . τοῦτο δὲ „ νόμιμον αἰώνιον |
| ' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν , | ||
| βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι |
| πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπεν : “ ἦλθες , δῖ ' Εὔμαιε : τί δὴ κλέος ἔστ ' ἀνὰ ἄστυ ; | ||
| χέρηες . ” τὸν δὲ μέγ ' ὀχθήσας προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ ὤ μοι , ξεῖνε , τίη |
| τὸ μὲν ἐν τοῖς μαθήμασι ψεῦδος αὐτῷ μόνῳ βλαβερὸν τῷ ψευδομένῳ , τῳδὶ δὲ πρόσεστι καὶ ἡ κατ ' ἄλλου | ||
| τὸν ὀρθόν τε καὶ δίκαιον , ὅτι συνίσασι Μελήτῳ μὲν ψευδομένῳ , ἐμοὶ δὲ ἀληθεύοντι ; Εἶεν δή , ὦ |
| χρήσιμα εἶναι πρὸς τοῦτο . φαίνοιτο γὰρ ἂν ἡμῖν ἡ ἀμαθία πρὸς ἐπιστήμην χρήσιμος οὖσα , καὶ ἡ νόσος πρὸς | ||
| ὦμεν παλίμβουλοι καθεστήξει : ἔσται . ἀκινήτοις : ἀμεταθέτοις . ἀμαθία τε μετὰ σωφροσύνης . . . : τὴν μὲν |
| ὁ κίνδυνος , νικῶσι δὲ οὐ μέγα τὸ ἔργον οὐδὲ ἐπικερδές . ” εἶναι δ ' ἄλογον κινδυνεύειν ἐπὶ ὀλίγοις | ||
| λέγοντες . ὅμοιοι . τὸ λάθρα κατά τινος φέρεσθαι . ἐπικερδές . ὑπάρχει τῷ ποιοῦντι . Τί μάλα τοῦτο ] |
| ὀϲτρακοδέρμοιϲ . ἀϲφαλεϲτέρα τοίνυν ἐϲτὶν ἡ λεπτύνουϲα δίαιτα προφυλακῆϲ τῆϲ ὑγείαϲ ἕνεκα τῆϲ παχυνούϲηϲ μᾶλλον , ὀλιγότροφοϲ δὲ οὖϲα τόνον | ||
| τροφὰϲ ταύταϲ προϲιέτωϲαν . μέγιϲτον δὲ κακὸν εἰϲ τὴν τῆϲ ὑγείαϲ φυλακὴν ἡ παντελὴϲ ἀργία καθέϲτηκεν , ὥϲπερ γε ἡ |
| οἷ μ ' ἀτιμίας ἄγεις . Ἀτιμίας μὲν οὔ , προμηθίας δὲ σοῦ . Τῷ σῷ δικαίῳ δῆτ ' ἐπισπέσθαι | ||
| . Γ ἐκ προνοίας ] ἐξεπίτηδες . Γ προνοίας ] προμηθίας . Γ αὐτοῖσι τοῖς πόρπαξι : σὺν αὐταῖς ταῖς |
| τοὺς μὲν σαυτῷ ὁμοίους , τοὺς ἀνδρείους καὶ ἀνοήτους , ἀποκτενεῖς ῥᾳδίως : ὑπὸ δὲ ἀνδρὸς φρονίμου καὶ πολεμικοῦ ἀποθανῇ | ||
| τὸν ἀριθμὸν γενόμενον . Τάχα δὲ καὶ αὐτὸν τὸν ἀετὸν ἀποκτενεῖς καὶ οὐκέτι πολλοὺς ὑμῶν ἄρνας καὶ ἐρίφους ἁρπάσει . |
| ἔστιν ὁ σκοπὸς τοῦ λόγου τοιοῦτος , ὅτι ὡς ὁ ὑγιαίνων ἢ εὐεκτῶν οὐκ ἂν δεηθῇ εἰδέναι ἰατρικὴν πρὸς τὸ | ||
| ὀλίγον ἔμπροσθεν . οὕτως ἀποκρινῇ ; Τίς γὰρ ἀποκρινόμενος ἄλλως ὑγιαίνων ἄν ποτε φανείη ; Σχεδὸν οὐδ ' ὁστισοῦν : |
| δύναται γάρ , Παλλὰς Ἀθηναίη : σὲ δ ' ὀδυρομένην ἐλεαίρει : ἣ νῦν με προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι . | ||
| . . ὅς σευ ἄνευθεν ἐὼν μέγα κήδεται ἠδ ' ἐλεαίρει : ἀστερίσκος ὅτι ἐνταῦθα ὑγιῶς λέγεται , ἐκεῖ δὲ |
| δὲ ἀνὴρ ἐν συνθέσει , κατὰ λόγον ἐπαινετὸν , ὁ θαρραλέος καὶ μὴ ψυχρὸς εἰς ἔργον . . θερμοῖς ] | ||
| Ὅμηρος αὔρας ἢ ἀνέμου παῖδα . ἀνύποπτος , ἄφοβος , θαρραλέος . μεμελετηκὼς καὶ πρὸς ἄναντες ἀναθεῖν καὶ πρὸς κάταντες |
| ὑπερπετῆ γιγνόμενα τὰ βέλη τοὺς ὑπηρετοῦντάς τε καὶ τοὺς διαπορευομένους βλάπτῃ καὶ τιτρώσκῃ . Ἧι δὲ ἂν τοῦ τείχους χελώνη | ||
| ζ οὐκ ἀποκαθίστασαι εἰς τὸν τόπον σου η ἑτέρῳ συναλλάξας βλάπτῃ θ ἔχεις ὠφέλειαν ἀπὸ τοῦ φίλου ι οὐ πιπράσκῃ |
| γε . Ἔτι μᾶλλο βοῦλις ; Ἀτταταῖ ἰατταταῖ : κακῶς ἀπόλοιο . Σῖγα , κακόδαιμον γέρον . Πέρ ' , | ||
| προχείρως χαριζόμενον καὶ ὑπηρετοῦντα ” κακὸς κακῶς ” εἶπεν „ ἀπόλοιο , ὅτι τὰς Χάριτας παρθένους οὔσας πόρνας ἐποίησας . |
| δύναμις περιγίγνεται διὰ τούτου , ἀλλ ' ἀπέχθεια μᾶλλον καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός : ὧν ἴσως οὐκ ἔδει φροντίζειν : | ||
| , δεινόν ἐστι θάνατος , δεινόν ἐστι φυγή , δεινὸν λοιδορία , δεινὸν πενία : φεύγετε ἄνδρες , πάρεισιν οἱ |
| τοῖς δαίμοσι διαλεκτικοὺς τρεῖς τῶν παρεγγεγραμμένων . καὶ μὴν φιλοσοφεῖν φιλολογεῖν τ ' ἀκηκοὼς ὑμᾶς ἐπιμελῶς καρτερεῖν θ ' αἱρουμένους | ||
| ἢ χρή , ὡς εἰ καὶ λέγοιμεν οὐ λείπει τὸ φιλολογεῖν . καὶ διὰ τῆς τοιαύτης συντάξεως ἄρα δέδεικται ὅτι |
| : ἁπαλὸν κακοπάθειαν ' . . . . ἀτάρβητος : ἄφοβος : παρὰ τὸ τάρβος . ἢ ἀθάρβητός τίς ἐστιν | ||
| τῶν ἀληθῶν , χρωμένους ὑποκινδύνοις βέλεσιν , ὅπως μὴ παντάπασιν ἄφοβος ἡ πρὸς ἀλλήλους γίγνηται παιδιά , δείματα δὲ παρέχῃ |
| ἔγωγε . Σκέψαι δὴ ὃ ἐγὼ ὑποπτεύω περὶ αὐτοῦ . ἐννοῶ γὰρ ὅτι πολλὰ οἱ Ἕλληνες ὀνόματα ἄλλως τε καὶ | ||
| Λακεδαίμονι , οἵα δὲ ἐν τῇ φυγῇ : τὰς παννυχίδας ἐννοῶ , τὰς συνθήκας ἐννοῶ . Ἔτι λέγοντος τοῦ Αἰγιαλέως |
| : ὅταν ὧν ἐδώκατέ τῳ πρότερόν τι , τοῦτ ' ἀφέλησθε , καὶ τὰς ὑπολοίπους ἀπίστους ποιήσετε πάσας δωρειάς . | ||
| ὑμῶν πατὴρ μέν , οὗ τὰς τοῦ γήρως ἐλπίδας μὴ ἀφέλησθε , ἀδελφοὶ δέ , οἳ διαζυγέντες ἐμοῦ ζῆν οὐκ |
| πόλις ἡ ἡμετέρα . φίλανδρον ] τὸ ὑπ ' ἀνδρῶν φιλούμενον . θ μενεῖ κτέανά τ ' ἐπιγόνοις : τοῦτό | ||
| ἣν ἀπέκτεινεν ; οὕτω γὰρ ἄν τις καὶ μισοῖ τὸ φιλούμενον καὶ φιλοῖ τὸ μισούμενον ; ἆρ ' οὖν οὐ |
| πορσυνῶ : σὺ δὲ ἀνὴρ καθ ' ἡμᾶς ἐσθλὸς ὢν ἐπίστασο . Ἀλλ ' ἤθελον μέν : εἰ δὲ μή | ||
| ἐκφέρει πρὸς ἕνα ἕκαστον , λέγουσα , ὦ φίλοι , ἐπίστασο ὅτι φιλεῖ καὶ εἴωθεν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὅστις ἔμπορος |
| οἷον εἴ τις ὢν ἐτῶν τριάκοντα δόξειε λέγειν αὐτῷ τινὰ ζήσεις ἔτη πεντήκοντα , οὗτος ζήσει λοιπὰ εἴκοσι , ἵνα | ||
| , ἀλλὰ φυγαδείᾳ . τούτων γὰρ ἀσκήσας καταφρονεῖν μακαρίως μὲν ζήσεις , ἀνεκτῶς δὲ ἀποθανῇ : ἐκεῖνα δὲ ζηλῶν ζήσεις |
| Ναυσιμάχης μέν γ ' ἥττων ἐστὶν Χαρμῖνος : δῆλα δὲ τἄργα . Καὶ μὲν δὴ καὶ Κλεοφῶν χείρων πάντως δήπου | ||
| δέσποινα , πρὸς καιρὸν πονῶ ; Ὡς ἔστιν ἀνδρὸς τοῦδε τἄργα ταῦτά σοι . Καὶ πρὸς τί δυσλόγιστον ὧδ ' |
| Θούλης , ἐκτείνει πλέον ἢ δεῖ τὸ μῆκος , ἵνα ποιήσηι πλέον ἢ διπλάσιον τοῦ λεχθέντος πλάτους . φησὶ δ | ||
| ἐπιθυμίας ἐπίτασιν λαμβανούσης , φῆσαι δεῖν μὴ σπεύδειν πῶς ἄπορον ποιήσηι τὸν γείτονα , ἀλλὰ τοὐναντίον ὅπως πλούσιος ὑπάρχηι : |
| χρήματα . Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν . Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ . Διάλυε , μὴ σύγκρουε | ||
| μὲν ἀδικεῖν εἶναι τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων ἴδιον , τὸ δὲ ἐξαμαρτεῖν καὶ περὶ τὰς πράξεις ἀτυχεῖν οὐ μόνου εἶναι ἑαυτοῦ |
| Καῖσαρ αὐτὸν ἐπὶ τοῦ λασάνου ποιήσῃ : πῶς εὐθὺς λέγομεν φρονίμως μοι λελάληκεν Φηλικίων . ἤθελον αὐτὸν ἀποβληθῆναι τοῦ κοπρῶνος | ||
| ' ἀπὸ τῆς θεοῦ τῆς Ἀθηνᾶς , ἐπιστημόνως σε καὶ φρονίμως οὕτως διατιθέντα τοὺς λόγους . ἀναγαγών . τῇ ἀναλύσει |
| ἀπὸ τῆς ἔχθρας τῆς ἐσομένης φέρειν . ὅτι μὲν γὰρ δυσμενὴς ἐπὶ τούτοις ἐκεῖνος καὶ πάντα ἐπιβουλεύσει τρόπον καὶ συνεργῶν | ||
| ἐπιστολῆς εἰς Βαβυλῶνα ἡκούσης , ὑφ ' ἧς ἂν αὐτοῖς δυσμενὴς ἐπανῆκεν ἐκεῖνος , ψηφίζονται παρὰ συγγενῆ με γυναῖκα εἰσιόντα |
| καρτερεῖν , ὅταν ἴδωμεν τὰ οἰκεῖα πάσχοντα . τὸ δὲ παραστήσεται χειρώσεται . στικτέον δὲ ἐνταῦθα , ἵν ' ᾖ | ||
| ᾖ : ὑπομείνας καὶ ἐάσας τὴν πατρίδα αὐτοῦ κακῶς πάσχουσαν παραστήσεται ἐν τοσούτῳ Ὄλυνθον : καὶ εὐχερῶς ἐλθὼν εἰς τὴν |
| ε ἀποδημήσεις ἐξαπίνης καὶ πολὺ ὠφεληθήσῃ Ϛ προκόψεις ὅτε οὐκ ἐλπίζεις ἐπὶ τὸ κρεῖττον ζ κοινωνήσεις καὶ βλαβεὶς μεταμεληθήσῃ η | ||
| β ὁ συνεχόμενος ἀπολυθήσεται γ ἀπαλλαγήσῃ τῆς φίλης ὅτε οὐκ ἐλπίζεις δ γενήσῃ ἐπίσκοπος ὅτε οὐκ ἐλπίζεις ε καταληφθήση ἐπὶ |
| ἡμῶν τῷ δέρματι , παντάπασιν ἀσθενὲς ὑπάρχει . μὴ τοίνυν θαύμαζε , εἰ κάλαμοι ξηροὶ καὶ τρίχες εὐέκκαυτα μέν ἐστιν | ||
| καὶ ὅταν σου μᾶλλον γάλλοις καὶ κιναιδολόγοις μεταδιδῶσι , μὴ θαύμαζε : τιμᾷ γὰρ ἕκαστος τὸν πλησίον ἑαυτοῦ καὶ οὐ |
| εὐποτμία , εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , | ||
| καὶ μέγεθος τῶν καλῶν ἐπίδοσις . τρίτη δ ' ἐστὶν εὐλογία , ἧς ἄνευ βεβαιώσασθαι τὰς προτέρας χάριτας οὐκ ἔστι |
| νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν κἀξομοιοῦσθαι φύσιν . Ὦ παῖ , γένοιο πατρὸς εὐτυχέστερος , τὰ δ ' ἄλλ ' ὅμοιος | ||
| εἰ δέ μοι τὴν γυναῖκα ἄγοις , ἀντὶ πολλῶν ἂν γένοιο . ” Ταῦτα ἐγίνετο καὶ ὁ μὲν ἀπήλαυνε παραδοὺς |
| με : ὑπερβαλλόντως ἀπώλεσέ με . ὑπερβάλλει πάντα λόγον ἡ ἀτυχία : ἑαυτὸν λέγει δεικτικῶς : ὁ χρόνος με θεραπεύσει | ||
| ἀδίκως καὶ ἀθέως διαφθαρέντα ὑπ ' αὐτῶν . Ἥ τε ἀτυχία ἀδικεῖται ὑπ ' αὐτοῦ , ἣν προϊστάμενος τῆς κακουργίας |
| ' ἑνὸς μ γράφεται : ἄμαθος γὰρ λέγεται παρὰ τὸ ἀμαθὴς * καὶ * ἀμέτρητος εἶναι καὶ ἐν συγκοπῇ ἄμος | ||
| καὶ οὐκ εὐτελὴς ὤν , ἠλίθιος δὲ μᾶλλον , οἷον ἀμαθὴς καὶ ἀνόητος , ὃς εἰ παιδευθείη καλὸς ἂν εἴη |
| ὅτε τὸ δεύτερον ἁλεκτρυὼν ἐφθέγγετ ' . οἴμοι δείλαιος . Ἀντίλοχ ' , ἀποίμωξόν με τοῦ τριωβόλου τὸν ζῶντα μᾶλλον | ||
| ἔγειρεν . Ἀντίλοχον δ ' ὄτρυνε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος : Ἀντίλοχ ' οὔ τις σεῖο νεώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν , οὔτε |
| σφοδρῶς δὲ εἰλημμένος . ἴσως γάρ που τὸ πολυθρύλητον ἐκεῖνο ἀκήκοεν , ὅσῳ κρείττων ὀψιμαθὴς ἀμαθοῦς . τὸ μὲν οὖν | ||
| ἐνὶ πρώτοισι μάχεσθαι : ἡ διπλῆ ὅτι τὸν λόγον τοῦτον ἀκήκοεν κατὰ τὸ σιωπώμενον ὁ Ἀχιλλεύς . διό φησιν οὐ |
| μαλακία , ἀμβλύτης , βραδυτής , μελλησμός , ἀδυναμία , ἀδυνασία , ἀσθένεια , ἀργία , ἀρρωστία , ὄκνος , | ||
| Ἀ . . . , ἀδυναμία ἐρεῖς ὡς Δημοσθένης καὶ ἀδυνασία ὡς Ἀ . καὶ Θουκυδίδης [ , . , |
| εἰ διὰ σωτηρίαν τινὸς ψεύσαιτο . λέγει δὲ τὸν τοιοῦτον ἐπαινετὸν ἐπὶ τὸ ἔλαττον διὰ τὸ αὐτὸν μᾶλλον ἀποκλίνειν ἐπὶ | ||
| αἱρετὸν εἶναι , ἀρεστὸν γάρ , καὶ δοκιμαστόν , καὶ ἐπαινετὸν ὑπάρχειν : πᾶν δὲ κακὸν φευκτόν . Τὸ γὰρ |
| Γυμνοὺς μὴ ἐνοχλεῖν ξυμβουλεύοντα ἃ μὴ πείσεις . ” ” πείσομαι „ ἔφη „ καὶ ὁμολογείσθω ὁ μισθός . ” | ||
| μνῆμα τῆς Διὸς κόρης . ἀλλ ' ὦ τέκνον σοι πείσομαι : λέγεις γὰρ εὖ . ὡς εὐτυχοῦσά γ ' |
| δίκρουν ξύλον : οὔτ ' εὔρυθμος γάρ ἐστιν οὔτ ' ἀχρήματος . Ἀγορὰν ἰδεῖν εὔοψον εὐποροῦντι μὲν ἥδιστον , ἂν | ||
| ἐνειργάσατο τὴν ἑκούσιον αἵρεσιν . ἄναυδος γὰρ καὶ ἀκτήμων καὶ ἀχρήματος μόνος οὗτος βασιλεὺς ἡμῖν ἀνεγράφη , πρὸ τοῦ τυφλοῦ |
| ἀκτήμων ἀκτήμονος , Εὐκτήμων Εὐκτήμονος , τλήσω τλήμων τλήμονος , γνώσω γνώμων γνώμονος καὶ ἐν συνθέσει ἐπιγνώμων ἐπιγνώμονος , νοήσω | ||
| ἀγνοῶ , [ καὶ κατὰ συγκοπὴν γνῶ , ὁ μέλλων γνώσω καὶ προσθέσει τοῦ κ πρὸ τοῦ δευτέρου ω γνώσκω |
| ] ἐὰν δυνατόν μοι ποιῆσαι ὃ ζητεῖς . εἴσομαι ] γνώσομαι . εἴσομαι ] γνωρίσω . εἴσομαι ] εἰ κοῦφον | ||
| κατάλυσις ἥδε καθάπερ σχημάτων . Πῶς ἆρα τοὺς Μελανθίους τῷ γνώσομαι ; οὓς ἂν μάλιστα λευκοπρώκτους εἰσίδῃς . Τί δὴ |
| γνώσει δὲ τάδ ' ὡς ἔτυμ ' , οὐδὲ μάτην χαριτογλωσσεῖν ἔνι μοι . πάλιν τε εἰπόντος τοῦ Οὐλπιανοῦ : | ||
| μεγάλας ἀμυχὰς καταμύξαντες καὶ συγκύψαντες ἅπαντας γελῶσι . τὸ δὲ χαριτογλωσσεῖν Αἰσχύλος εἴρηκεν ἐν Προμηθεῖ δεσμώτῃ : γνώσει δὲ τάδ |
| εἰσπρᾶξαι , ἐκπρᾶξαι ἐκπράξασθαι , εἰσπράξασθαι . ἀπαίτησις , πρᾶξις εἴσπραξις . ὄνομα πρακτήρ . ἀποδοῦναι , ἀποτῖσαι ἐκτῖσαι , | ||
| ' ἀρχὴν μέν : οἷον , ἔντιμος : ἔνδοξος : εἴσπραξις : σύνδουλος : πρόλογος : πρόδρομος : πρόσφατον : |
| ' , ὦ οὗτος , σοί γε , κἂν θύλαξ γένῃ , οὐ προσελεύσομαι . ” ὁ λόγος δηλοῖ , | ||
| ἐσίγησεν . “ ἀλλὰ δέομαί σου , Διονύσιε , μὴ γένῃ τοῖς τυμβωρύχοις ὅμοιος μηδὲ ἀποστερήσῃς με πατρίδος καὶ συγγενῶν |
| εὖ τὰ δ ' ἔρ . . . οἷς λέγει αἴσχρ ' ἐστὶν αὐτοῦ , τὸ σοφὸν οὐκ αἰνῶ τόδε | ||
| οὐχὶ συγκλήισεις στόμα καὶ μὴ μεθήσεις αὖθις αἰσχίστους λόγους ; αἴσχρ ' , ἀλλ ' ἀμείνω τῶν καλῶν τάδ ' |