μέμνηται αὐτῶν καὶ Καλλίμαχος : Χαλύβων ὡς ἀπόλοιτο γένος , γειόθεν ἀντέλλοντα κακὸν φυτὸν οἵ μιν ἔφηναν . σμυγερώτατοι :
τὴν παραγωγὴν γεγενῆσθαι . Ἔτι ἐπηπόρει , πῶς γεγόνοι τὸ γειόθεν , παραδεχόμενος ὡς ἀνάλογον τὸ γῆθεν : παρὰ γὰρ
5501043 ἀσημον
ζητεῖ καὶ ἡ διαστολὴ καὶ ἡ κόλουσις , οὐ μὴν ἄσημον γ ' ὁμοίως οὐδὲ χαλεπὸν καταμαθεῖν . Τὴν δ
ταλαίπωροι βροτοί . ἀεὶ φιλόμυρον πᾶν τὸ Σάρδεων γένος . ἄσημον ὡς ὅστις αὐτῆς τῆς ἀκμῆς τῶν σωμάτων ἐρᾷ ,
5053272 εὐωδεστερος
καὶ τὸ συγκριτικὸν εὐτυχέστερος , εὐγενέστερος ἐμμελέστερος ὑγιέστερος σαφέστερος πληρέστερος εὐωδέστερος ἐμβριθέστερος προγενέστερος . Καλλίμαχος * * * „ ἠὲ
: τῆς γῆς ὡς γλυκὺ ὄζει καπνός τ ' ἐξέρχεται εὐωδέστερος ; οἰκεῖ τις , ὡς ἔοικε , τῷ χάσματι
5039387 ἐφυλαξεν
ὡς εὑρὼν κριθὰς αὐτὸς μὲν οὐκ ἔφαγεν , αὐτῷ δὲ ἐφύλαξεν , ἐπεὶ καὶ ἡδέως αὐτοῦ τὸν ψόφον τῶν ὀδόντων
ἀλλὰ μὴν οὔτε ἔτρεψε τὸ α εἰς τὸ ο οὔτε ἐφύλαξεν αὐτὸ ἐκτεταμένον , οὐκ ἄρα ἐστὶν ἐξ αὐτοῦ ἡ
4994001 ἀπειληφεν
φαίνεσθαι . καὶ μὴν οὐδὲ τὰς ἐπιγιγνομένας μισθώσεις ὡς οὐκ ἀπείληφεν ἔστ ' εἰπεῖν αὐτῷ . οὐ γὰρ ἄν ποτ
. Ἡ μέντοι τοῦ ἔχειν κατηγορία τάξιν ἐσχάτην καὶ τελευταίαν ἀπείληφεν . ἐπεὶ γὰρ πᾶν τὸ ἐν ἑαυτῷ ὂν ἢ
4961017 διαῤῥεουσι
. . . οϚ γοʹ λϚ δʹ . Ποταμοὶ δὲ διαῤῥέουσι τὴν χώραν ἀπὸ τῶν εἰρημένων ὀρέων ἐκτρεπόμενοι , ἄλλοι
. . . πβ λε ∠ ʹ . Ποταμοὶ δὲ διαῤῥέουσι τὴν χώραν συμβάλλοντες τῷ Τίγριδι ποταμῷ , ὅ τε
4942103 καθιδρυμενον
ἦν . Τὸ δ ' ἐν Ἀλγιδῷ τῆς Αἰκανῶν χώρας καθιδρυμένον καὶ τὸ ἐν τῇ πόλει πλῆθος ἅπαν διὰ ταύτας
εἶναί φησι τοῦτο τὸ φῶς , ὡς ἐν τῷ νοητῷ καθιδρυμένον καὶ ἀληθίζον ὁμοῦ τὸ νοοῦν καὶ νοούμενον : ἀλλὰ
4936804 ΜαΜβ
μὲν τοῦ ΕΖ ἄξονος βάρος ἐξάψωμεν , ἐκ δὲ τοῦ ΜαΜβ τυμπάνου τὴν ἕλκουσαν δύναμιν τὰ δʹ τάλαντα , οὐδοπότερον
ΜαΜβ πρὸς τὸ ἀπὸ ϘΩ , τουτέστιν τὸ πεντεκαιδεκάκις ἀπὸ ΜαΜβ πρὸς τὸ πεντεκαιδεκάκις ἀπὸ ϘΩ . καὶ ἐπεὶ ἔχομεν
4919611 δρυινον
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου
4915243 κατασκευασθεν
ἀκουσίῳ , τὸ ἑκούσιον , εἰς τὴν τοῦ παντὸς συμπλήρωσιν κατασκευασθὲν ἀναδειχθῆναι . τοῦτο μὲν δὴ ταύτῃ λελέχθω . προσήκει
, ἴσως , φησίν , κατ ' ἀρχὰς ἐκ κισσίνου κατασκευασθὲν ξύλου . Νίκανδρος δὲ ὁ Κολοφώνιος ἐν τῷ πρώτῳ
4868312 Ἀχαϊκης
Ἰνδικαί . οἱ δὲ κύνες οἱ Ψυλλικοὶ καλούμενοι ἀπὸ πόλεως Ἀχαϊκῆς ἀρχαίας κέκληνται , ὥσπερ οἱ Ἐλυμαῖοι ἀπὸ ἔθνους μεταξὺ
ἐπάγει τῷ Μακεδόνι τὸ καταλελυκέναι Πελληναίων τὸν δῆμον , πόλεως Ἀχαϊκῆς μιᾶς τῶν ἐν Πελοποννήσῳ , Χαίρωνα δὲ τὸν παλαιστὴν
4859366 γεγονοι
“ οὐδὲν διαφέρει . ” πρὸς τὸν πυθόμενον τί πρότερον γεγόνοι , νὺξ ἢ ἡμέρα , “ ἡ νύξ ,
καὶ ἀφανισθῆναι , βουλόμενον τὴν περὶ αὑτοῦ φήμην βεβαιῶσαι ὅτι γεγόνοι θεός , ὕστερον δὲ γνωσθῆναι , ἀναρριπισθείσης αὐτοῦ μιᾶς
4839415 καταγραφει
μετ ' ὀλίγα μέμνηται Κυψέλων καὶ τοῦ Ἕβρου ποταμοῦ . καταγράφει δὲ καί τι σχῆμα παραλληλόγραμμον , ἐν ᾧ ἡ
: ἐπιληψίας γάρ ἐστιν , φασίν , ὡς ὁ Ἀριστοτέλης καταγράφει , φάρμακον . ὡσαύτως δ ' ἡ φώκη λέγεται
4832645 ἀπεικασεν
γάρ μοι συνῄει ὁ πατὴρ ὁ σός , τράγῳ ἑαυτὸν ἀπείκασεν , ὡς λάθοι , καὶ διὰ τοῦτο ὅμοιος ἀπέβης
δὲ αἱ μέν εἰσιν ἄρισται τῶν ἡμερῶν ἃς μητράσιν αὐτὸς ἀπείκασεν , αἱ δὲ φυλακτέαι αἷς τὰς μητρυιὰς ἐπεφήμισεν .
4825972 φυλαττουσιν
, ἐπειδὴ μονόπτωτά εἰσιν , καὶ τὴν αὐτὴν φωνὴν πάντως φυλάττουσιν . Ἐπειδὴ οὖν ἐν τῇ Μηδείας γενικῇ μακρόν ἐστι
νόμους παρορᾷ , οἳ τοὺς οὐδὲν ἠδικηκότας παῖδας τῷ γένει φυλάττουσιν , καὶ τὴν φύσιν , ἣ τοὺς γεννήσαντας ἕλκει
4802110 ὑποχρυσον
Νεφέλη δὲ μαθοῦσα τοῦτο λαμβάνει παρ ' Ἑρμοῦ κριόπρωρον πλοῖον ὑπόχρυσον , ἐμβάλλει τε τοὺς παῖδας ἐν αὐτῷ πλεῖν καὶ
ἐὰν μὴ ἑταίρα ᾖ , μηδὲ τὸν ἄνδρα φορεῖν δακτύλιον ὑπόχρυσον μηδὲ ἱμάτιον ἰσομιλήσιον , ἐὰν μὴ ἑταιρεύηται ἢ μοιχεύηται
4795669 ὠλιγωρησθαι
, ὅτι καὶ τὸ αὐτός ὀξύνεται . Τὴν ἑαυτοῦ φασιν ὠλιγωρῆσθαι , καθὸ τὴν μὲν ἐν ἀρχῇ σύνθεσιν αἰτιατικῆς ἔχει
πάσχεις ; ὦ κακόδαιμον Ξανθία . Ἄλλοι δέ τινες ὑπέλαβον ὠλιγωρῆσθαι , ἐπεὶ ἐπὶ κλητικῆς ἐτέθη . δέον γάρ ,
4785644 ἀκαθαρτον
Ἀρχιλόχῳ καὶ ἐργάτις καὶ παχεῖα . Ἱππῶναξ δὲ βορβορόπιν καὶ ἀκάθαρτον ταύτην φησὶν ἀπὸ τοῦ βορβόρου καὶ ἀνασυρτόπολιν ἀπὸ τοῦ
προσώπῳ φερομένῳ , καὶ διὰ τὸ κακόχυμον αὐτὸ εἶναι καὶ ἀκάθαρτον οὐ τρέφεται , ἀλλ ' ἰσχναίνεται , ἢ ἐνδεὴς
4777579 προσελαβε
παῖδας λαβών , αὐτὸς ὢν ἀσεβὴς ἀσεβεῖς καὶ τοὺς παῖδας προσέλαβε , ὧν Μαίναλος , Θεσπρωτὸς σὺν Νυκτίμωι καὶ Καύκωνι
μόνον γέγονεν , ἀλλά τι καὶ τῶν συνδέσμων τῆς φύσεως προσέλαβε , καὶ οὐκ ὀλίγον γε τοῦτο : πολλαχόθι γὰρ
4766949 προσληψις
ὅτι τὸ μὲν συνημμένον τοῦ συλλογισμοῦ ἔρρωται , ἡ δὲ πρόσληψις οὐδαμῶς ὑγιῶς ἔχει : τὸ γὰρ λέγειν ὅτι αἱ
τὸ „ εἰ ἡμέρα ἐστί , φῶς ἐστι „ , πρόσληψις τὸ ” ἡμέρα δέ ἐστιν ” , ἐπιφορὰ δὲ
4738597 καστρον
ἱππέας . Ὄνομα δὲ τῆς φάλαγγος οἰκεῖον τῷ γράμματι , κάστρον κινούμενον κατὰ τετράγωνον σχῆμα τῆς τῶν στρατιωτῶν πορείας γινομένης
, οὖσάν ποτε Ῥωμαίων , καὶ ἄλλην ἐπὶ τὸ Ῥωμαϊκὸν κάστρον τὸ λεγόμενον Κιρκήσιον , κείμενον εἰς τὸ μέσον τῶν
4729389 ἠγνοηκασι
ἢ πῶς ὑπὲρ ἀρχῆς χρῆναι διαλέγεσθαι , εἰ τοῦτο πρῶτον ἠγνοήκασι , τὴν φύσιν αὐτῆς ; ἅπασα γὰρ δήπουθεν ἀρχὴ
δεξιὸς ποὺς καὶ τὸ δεξιὸν γόνυ τῷ Τοξότῃ ἀντικαταφέρεται . ἠγνοήκασι δὲ καὶ τὰ περὶ τὴν Ἀργώ : ἄρχεται γὰρ
4719851 εἰκαζεν
φυλακὴν καταλιπόντες ἐπὶ τοῖς ὄρεσι . καὶ ξυνέβη , ὅπως εἴκαζεν : οἱ μὲν γὰρ πολλοὶ αὐτῶν ἀπῆλθον , αἱ
τῇ Ἰταλικῇ , τοὺς δὲ ἄλλους , ὅπερ ὁ Καῖσαρ εἴκαζεν , ἔξω τάξεως ἐκέλευσε κατὰ φυλὰς ἐφεδρεύοντας , ὅταν
4717846 ἐναρμοζει
γὰρ συντάσσων πρότερος τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν δύναμιν εἰδὼς οὗτος ἐναρμόζει καὶ τὸ τέλος . πολλὰς οὖν αἱρέσεις ἐκτίθεται ἐξεπίτηδες
δὲ τὸ κοῖλον αὐτοῦ , καθ ' ὃ τὴν χεῖρα ἐναρμόζει , χειρολαβίς . ὅπου δ ' ἐμπέπηγεν ἡ ἐχέτλη
4709206 ἐχετλη
καὶ τὴν γῆν σχίζει . ὃ δὲ κρατεῖ ὁ ἀρῶν ἐχέτλη καλεῖται . τὸ δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον
δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον , εἰς ὃ ἡ ἐχέτλη καθίεται , ἀλύη : τὸ δὲ ξύλον τὸ ἀπὸ
4674746 βλαψωσιν
, καὶ ἤτοι τὸ ἕτερον τῶν φώτων ἢ καὶ ἀμφότεροι βλάψωσιν . ὁ δὲ τρόπος τῆς βλάβης , φησίν ,
ὅπως μὴ διαβάντες ὡς βασιλέα τὴν ἐκείνου πόλιν τὸ μέρος βλάψωσιν . ὁ δὲ πεισθεὶς πορευομένους αὐτοὺς διὰ τῆς Θρᾴκης
4665467 ἐτυπωσε
εὐτελὴς ] φαῦλος . . ὤπασε ] ἱστόρησε . . ἐτύπωσε . . ἱέντα ] πέμποντα . . λιγνὺν ]
πρὸς ἑαυτόν , ὡς ἐνῆν ἀνθρώπινον νοῦν ἀνασπασθῇναι , καὶ ἐτύπωσε κατὰ τὰς ἐφικτὰς νοηθῆναι δυνάμεις . εἰς δὲ τὸ
4655964 ἱκοιμεθ
Πελοπόννησον [ Ἀχαιικὸν ] ” εἰ „ δέ κεν Ἄργος ἱκοίμεθ ' Ἀχαιικὸν ” ” ἢ οὐκ Ἄργεος ἦεν „
εὐήθως πάνυ . . . . εἰ δέ κεν Ἄργος ἱκοίμεθ ' Ἀχαιικόν : ἡ διπλῆ ὅτι τὴν Πελοπόννησον Ἀχαιικὸν
4645332 Ἐρετριων
δὲ Μένδη ἀφίσταται αὐτῶν , πόλις ἐν τῇ Παλλήνῃ , Ἐρετριῶν ἀποικία . καὶ αὐτοὺς ἐδέξατο ὁ Βρασίδας , οὐ
παρασκευῆς οἱ Ἀθηναῖοι ἀναγαγόμενοι καὶ ναυμαχήσαντες ὑπὲρ τοῦ λιμένος τῶν Ἐρετριῶν ὀλίγον μέν τινα χρόνον ὅμως καὶ ἀντέσχον , ἔπειτα
4625896 ἐπιζητουμεν
συμπτώμασιν , ἀλλ ' ἐπὶ τῷ προκαταρκτικῷ αἰτίῳ τηροῦμεν ; ἐπιζητοῦμεν δὲ τὰ συμπτώματα εἰς κατάληψιν τῶν προκαταρκτικῶν αἰτίων ,
ἐπιτεταμένην δὲ ἐν τῷ λευκότερος πρὸς ἕτερον πρόσωπον ὃ πάντως ἐπιζητοῦμεν . ᾧ λόγῳ καὶ τὸ ἐμέ ἐπιτεῖναν τὴν δεῖξιν
4624573 Παρα
οἱ δὲ τὸν ταῶ . 〛 πρῶτα μὲν ὥρας : Παρὰ τὰ Ἡσιόδου [ . ] φράζεσθαι δ ' εὖτ
καὶ λαβὼν τὰ χρήματα , κατεγήρασεν ἐν Ἀμαθοῦντι . : Παρὰ δὲ Πέρσαις τῷ βασιλεῖ ἐφίεται μεθύσκεσθαι μιᾷ ἡμέρᾳ ,
4598440 ἐδεικνυε
ποτέ : ἐγὼ δὲ Ὑπεράνθην ἰδεῖν οὐκέτι δυνήσομαι . Λέγων ἐδείκνυέ τε τὴν κόμην καὶ ἐπεδάκρυεν αὐτῇ . Ὡς δὲ
εἰ μὲν γὰρ εἶπεν , ὅτι ἐκεῖ δὲ τοιῶςδε , ἐδείκνυέ τινα ἀδιάφορον οὖσαν φύσιν , ἀλλὰ λέγων οὐκ ἄλλως
4586774 γλυκαζοντα
' ἡμερότητος εὐτελῶς εὐφράνῃς . Αἰσχρὸν τοῖς τῶν μελιττῶν δωρήμασι γλυκάζοντα τὴν κατάποσιν τὸ τῶν θεῶν δῶρον πικράζειν τὸν λόγον
γὰρ ἀποτεμὼν καὶ πέτρας πλήττων τῷ νάρθηκι παρεσκεύαζεν ἐκβλύζειν οἶνον γλυκάζοντα . Ξίφει τε κατατέμνων ἀρνοὺς ἔῤῥιπτε νεκροὺς κατὰ γῆς
4583658 ἐπονομαζουσι
κρήνη ἐν αὐταῖς Μυκήναις , ἀλλὰ καὶ ταύτην τοι Λαγγίαν ἐπονομάζουσι τὴν πηγήν , ἔνθα δὴ καὶ τὸ τῆς θήκης
τις ὤν . τὸν γὰρ κατὰ νοῦν ἐλαφρὸν , καῦρον ἐπονομάζουσι . βέλτιον δὲ διὰ τοῦ γ , γαῦρος ,
4573748 ἀνεδεξατο
' ἀίσσοντος ὑπέστη , κρᾶτα παρακλίνας , ὤμῳ δ ' ἀνεδέξατο πῆχυν . τυτθὸν δ ' ἄνδιχα τοῖο παρὲκ γόνυ
Κεμελετῶν ὑπὸ λῃστῶν καὶ δραπετῶν ᾠκισμένη τὸν πρὸς Ῥωμαίους πόλεμον ἀνεδέξατο , πρέσβεις δὲ ἐξαπέστειλε πρὸς Φόλουιον ὑπὲρ ἑκάστου τῶν
4572678 τμηθεντες
πῶς δὲ κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς , ἢ τίνι γόμφοι τμηθέντες πελέκει τοῦτ ' ἔκαμον τὸ κύτος , ἢ κορυφαῖς
, ἐπειδὴ μετὰ τὴν τομὴν εὐθέως ᾔσθοντο ναρκώδους διαθέσεως οἱ τμηθέντες ἐν τῷ μήκει τῆς χειρός , ἔν τε τῷ
4561662 Κορακησιον
Τραχειωτῶν ἀρξάμενοι . Πρῶτον τοίνυν ἐστὶ τῶν Κιλίκων φρούριον τὸ Κορακήσιον ἱδρυμένον ἐπὶ πέτρας ἀπορρῶγος , ᾧ ἐχρήσατο Διόδοτος ὁ
καὶ μετὰ ταῦθ ' οἱ ὅροι τῆς Παμφυλίας καὶ τὸ Κορακήσιον , ἀρχὴ τῆς τραχείας Κιλικίας . ὁ δὲ παράπλους
4555317 σκατος
πολλὴν ἀναισθησίαν σκατὰ ἤσθιον . ἑτερόκλιτος δέ ἐστιν ἡ “ σκατός ” γενικὴ ἀπὸ εὐθείας τῆς “ σκώρ ” .
καὶ ὕδος : εἰς ωρ μονοσύλλαβον τὸ σκώρ ἑτερόκλιτον τοῦ σκατός , ὅθεν ἐν τῇ συνηθείᾳ σκατά . Τὸ κρέας
4552690 ἀνηνεγκε
ταῦτ ' ἀπέδειξεν οὔτ ' αὐτὸς ἀποδόμενος εἰς τὸ δημόσιον ἀνήνεγκε τὸ ἀργύριον , ἀλλὰ διένειμε καὶ κατεχαρίσατο τοῖς ἑαυτοῦ
μὴ δῃώσωσι τὴν χώ - ραν , δεκαπέντε τάλαντα , ἀνήνεγκε τὸ ἀνάλωμα τοῖς Ἀθηναίοις οὕτω πως ἀπογράψας , Εἰς
4546119 φυλαξαν
Ῥόδιος ὁ ἀπὸ τῆς Ῥόδου : τὸ ἐρῳδιὸς τὴν γραφὴν φυλάξαν τὸν τόνον ἤμειψεν , ὀξύνεται γὰρ καὶ τὴν τρίτην
σημασίαν παρήμειψεν : τὸ ὦμος ἐπὶ τοῦ σώματος τὴν σημασίαν φυλάξαν καὶ τὴν γραφὴν , περὶ τὸν τόνον διενήνοχε :
4545902 μετρουμενου
ὑπό τινος ἑαυτοῦ μέρους , καθ ' ἕκαστον μέρος τοῦ μετρουμένου γινομένου τοῦ μετροῦντος , ὡς ὅταν δακτύλῳ πῆχυν μετρῶμεν
, ποιητικοῦ τε αὖ καὶ παθητικοῦ , καὶ μέτρου καὶ μετρουμένου ; Καὶ ἐπιστήμη καὶ αἴσθησις , ἡ μὲν πρὸς
4542637 ἐξηνεγκε
τούτω ] ἰστέον ὅτι ἐπειδὴ αὗται δέον εἰπεῖν , ἀρσενικῶς ἐξήνεγκε κατ ' Ἀττικὴν συνήθειαν , ἀντὶ τοῦ αὗται τούτω
οὐκ ἦν τι γνῶναι Πυθαγόρειον δόγμα : οὗτος δὲ μόνος ἐξήνεγκε τὰ διαβόητα τρία βιβλία , ἃ Πλάτων ἐπέστειλεν ἑκατὸν
4540830 φυλαξαντα
Ἐπειδὴ δὲ ἀνωτέρω τὸ κριτής καὶ ἀληθής ἐσημειωσάμεθα ὡς μὴ φυλάξαντα ἐν τῇ συνθέσει τὴν τάσιν τοῦ ἁπλοῦ , φημὶ
ὁ τεχνικὸς τὸ πῆχυς πήχεως καὶ πέλεκυς πελέκεως ὡς μὴ φυλάξαντα τὸ υ ἐπὶ τῆς γενικῆς . Καὶ λέγει ὁ
4540784 ὑπεραυχον
, καὶ τὸν εἰκότα ποιησάμενος λογισμὸν στέλλῃ τὸ τοῦ φρονήματος ὑπέραυχον ὕψος , τὴν ἐπίβουλον οἴησιν καθαιρῶν . εἰ γὰρ
νενόμισται : τὸ δὲ Αἰγυπτιακὸν ἐκ φύσεως καὶ διαφερόντως ἐστὶν ὑπέραυχον , ὁπότε μικρά τις αὐτὸ μόνον αὔρα καταπνεύσειεν εὐπραγίας
4533354 μαστῳ
γε τῆς μὲν μητρὸς οὕτως εἴχετο ὥσπερ οἱ πρὸς τῷ μαστῷ παῖδες , τὸν δὲ ἀδελφὸν ὡς παῖδα ἠσπάζετο ,
τῶν Ἠλείων τοὺς στρατηγούς , νήπιον παῖδα ἔχουσαν ἐπὶ τῷ μαστῷ , λέγειν ὡς τέκοι μὲν αὐτὴ τὸν παῖδα ,
4532482 κοιλοτερον
ἰδίαν ἀπέχθειαν ἐσχόλαζεν ὁ θυμός , καθάπερ ῥεῦμα πρὸς τὸ κοιλότερον , ἐπὶ μεῖζον ἀδίκημα ῥέπων . οὐκ οὖν ,
οἰκεῖον ῥεῖθρον ἐκτραπομένου δ ' εἰς τὸ ἕτερον ἐν ἀριστερᾷ κοιλότερον πολύ , καὶ οἷον καταρράξαντος , ὡς τὴν ἀπολειφθεῖσαν
4523327 ὑπεραιρον
ὄπισθεν δ ' ἀπὸ τῆς συνεχούσης ὀρεινῆς αὐχένι διεζευγμένον , ὑπεραῖρον καὶ δυσὶ σταδίοις τούτου πρὸς ὀρθίαν ἀνάβασιν . πρὸς
ζητεῖται τὸ ὅμοιον ἀνθρώπῳ , ἐπὶ δὲ τοῦ λόγου τὸ ὑπεραῖρον , ὡς ἔφην , τὰ ἀνθρώπινα . προσήκει δ
4517438 κτιζει
ἀπομάχων στρατιωτῶν , οἳ δὴ αὐτῷ καὶ βάκχοι ἦσαν , κτίζει τὴν πόλιν τήνδε μνημόσυνον τῆς αὑτοῦ πλάνης τε καὶ
ἀνέβη εἰς Ἄμμωνος καὶ | ἐν τῆι ἀναβάσει Παραιτόνιον | κτίζει πόλιν . κατὰ δὲ τὸν τρίτον | μάχη πάλιν
4503679 ἐκτεταμενων
ἀκροχειρίου τιθέτω καὶ τὴν ἐπείλησιν ἐγκύκλιον ἀγέτω κατὰ τῶν δακτύλων ἐκτεταμένων , εἶτα κατὰ τοῦ ἐπικαρπίου , πήχεώς τε καὶ
Ἄλπεσιν Ἄλβιον λέγεσθαι , ὡς ἂν μέχρι δεῦρο τῶν Ἄλπεων ἐκτεταμένων . Τῶν οὖν Λιγύων τῶν μὲν ὄντων Ἰγγαύνων τῶν
4498497 σωου
ἄργυρον , δαφνήεις δαφνήεντος δαφνῆς δαφνῆντος , ὁ σῶος τοῦ σώου ὁ σῶς τοῦ σῶ : οὕτως οὖν καὶ ὁ
λέξεως μετενηνεγμένον Βάρβαρον λέγεται . Σολοικισμὸς δὲ , ὅτι τοῦ σώου λόγου αἰκία : αἰκίζεται γὰρ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ λόγου
4490128 ἐλαττουμενου
ἀποτείνεσθαι , πολὺ καὶ αὐτοῦ ἐν πολλοῖς ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν ἐλαττουμένου . ἢ τάχα πρὸς Ἑλλάνικον καὶ Φίλιστον ἀφορᾶι τοὺς
ὅρια τῶν Αἰγυπτίων τῇ ὑγρασίᾳ λύων καὶ μιγνὺς ἀπώλλυεν . ἐλαττουμένου δὲ αὐτοῦ πάλιν καὶ ἀπο - βαίνοντος μάχη καὶ
4486706 Ἀρεταν
Σεσιώπηται . Χάρις ] Δόξα . Σοφίας ] Ποιήσεως . Ἀρετὰν ] Γνώμην . Φλέγεται ] Καταλάμπεται καὶ περιφανὴς γίνεται
ὕδωρ . ἁγνᾶν ἐπίσκοπε χερνίβων , ἐστί τις λόγος τὰν Ἀρετὰν ναίειν δυσαμβάτοις ' ἐπὶ πέτραις , † νῦν δέ
4483603 ᾠκοδομησαν
τοῦτο τὸ ἔπος ἐς τοὺς τεθνεῶτας ἔχειν νομίζοντες βουλευτήριον ἐνταῦθα ᾠκοδόμησαν , ἵνα σφίσιν ὁ τάφος τῶν ἡρώων ἐντὸς τοῦ
καὶ ἦλθον εἰς τόπον ἔρημον μακρόθεν τῆς Ἱερουσαλὴμ , καὶ ᾠκοδόμησαν ἑαυτοῖς πόλιν , καὶ ἐπωνόμασαν τὸ ὄνομα αὐτῆς Σαμάρειαν
4466815 ἀγκυλοχειλης
ὡς ἀνωτέρω εἰρήκαμεν , τουτέστιν ἀπὸ τοῦ χεῖλος ἀγκυλόχειλος καὶ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου . Εἰδέναι δὲ δεῖ , ὅτι πᾶσα γενικὴ
. Κρεῖττον οὖν ἐστιν εἰπεῖν καὶ ἀντιθεῖναι τοῖς λέγουσι τὸ ἀγκυλοχείλης παρὰ τὸ χηλή οὕτως : οἱ Βοιωτοὶ τότε τρέπουσι
4463189 μηκυνοντες
περὶ αὐτόν . ἐπεκτείνομεν δὲ τὰς ἐν τῷ μύθῳ προσωποποιΐας μηκύνοντες , καὶ ποταμὸν ἤ τι τῶν τοιούτων ἐκφράζοντες :
τοῖς φραγμοῖς κυρίως τοῖς ἠκανθωμένοις . αἱματοπώτης : οἱ Ἀττικοὶ μηκύνοντες τὸ ο προφέρουσι τὴν λέξιν , ὥσπερ καὶ τὸ
4460795 πληθυνω
ἀχόω : ὡς ἄνω ἀνέω : καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω . καὶ ἀχνύομαι
παράγωγον δεχύω , καὶ κατὰ Δωριέας δεχνύω . ὡς πλήθω πληθύνω : οὕτω δέχω δεχύνω : καὶ μεταθέσει τοῦ ν
4458597 ὑποθηται
, κἂν ὁποῖόν τις ἄλλο σχῆμα τῆς τῶν οὐρανίων φορᾶς ὑπόθηται πλὴν τοῦ σφαιροειδοῦς , ἀνίσους ἀνάγκη γίγνεσθαι τὰς ἀπὸ
φθόγγους ποιεῖν . πολὺ δὲ ἔτι πρότερον κἂν ταῦτά τις ὑπόθηται δυνατὰ καὶ ἔτι τὸ μῆκος τῶν χορδῶν ἴσον ,
4458480 Ἐνναιος
τῶν ἀνημέρως δεσποζόντων . Ὅτι Δαμόφιλός τις ἦν τὸ γένος Ἐνναῖος , τὴν οὐσίαν μεγαλόπλουτος , τὸν τρόπον ὑπερήφανος ,
ὁ τύπος τοῖς τὴν Σικελίαν οἰκοῦσιν : Ἱμεραῖος γὰρ καὶ Ἐνναῖος καὶ Καταναῖος φασίν . Ἀγάθυρσοι , ἔθνος ἐνδοτέρω τοῦ
4458432 ποταπην
καλεῖ , ἐπεὶ ὁ ἥλιος ἀνατέλλων τὴν ἡμέραν γεννᾷ . ποταπήν ; εἰρηναίαν καὶ εὐτυχῆ . . Παῖδα ἡλίου τὴν
: ἀντὶ μιᾶς συλλαβῆς . μερίσας . τῷ Διΐ . ποταπήν ; κατὰ πέντε γινομένην χρόνους . * πῶς .
4457307 Χελιδονιον
Κλεινίου . “ Τί σοι δοκεῖ ἡ ἐπιστολή , ὦ Χελιδόνιον ; Τὰ μὲν ἄλλα ἡ ἀπὸ Σκυθῶν ῥῆσις ,
χρόνος , αὐτὸν παρ ' ὑμῖν . Οὐκέτι , ὦ Χελιδόνιον : ὁ γὰρ διδάσκαλος αὐτὸν εἶρξε μηκέτι μοι προσιέναι
4455720 σωφρονησας
οὕτω δεινῶν ἀπηλλαγμένος ; σὺ δέ , ὅπερ ἀγνωμονέστατον , σωφρονήσας εὐθὺς ἐς δικαστήριον ἄγεις καὶ σεσωσμένος κολάζεις καὶ ἐπὶ
τῶν πρὸ τοῦ πράγματος : οἷον μαινόμενος ἀπέκτεινε τύραννον , σωφρονήσας αἰτεῖ τὸ γέρας , ἐνίσταταί τις αὐτῷ οὐ τοῦτό
4442311 ἠμειψεν
τε , τά τε ζώει τε καὶ ἕρπει , εὐνάζων ἤμειψεν ὑπὸ χρυσέαις πτερύγεσσιν . Ἷξε δ ' ὑπὸ στυφελῶν
εἰ μετανάστασιν ἐζήτει τὴν ἀπ ' αὐτῶν , τὸν ἐναντίον ἤμειψεν ἂν χῶρον : ἔδει γὰρ αὐτὸ πάντως καθ '
4439589 γεωδεσι
τὴν συνεχῆ φορὰν πάλιν εἰς τὸν κάτω χωρήσαντα τόπον τοῖς γεώδεσι συνάπτει . μεταβάλλει δὲ καὶ τὸ ὕδωρ εἰς ἀέρα
ἑαυτὸ βαστάζειν . γεννᾶται δὲ μάλιστα ἐν τοῖς καλαμοκοπίοις καὶ γεώδεσι τόποις . Κύπειρον , ἥν τινες ζέρναν καλοῦσι ,
4439157 Κλειτη
ὑστέραν οὐχὶ τὴν πόλιν κτίσασαν καὶ τὴν πόλιν ἠρείπωσαν . Κλειτή μία τῶν Ἀμαζόνων , ἥτις ἐλθοῦσα εἰς Ἰταλίαν ᾤκησεν
ὑστέραν οὐχὶ τὴν πόλιν κτίσασαν καὶ τὴν πόλιν ἠρείπωσαν . Κλειτή μία τῶν Ἀμαζόνων , ἥτις ἐλθοῦσα εἰς Ἰταλίαν ᾤκησεν
4433628 εἰδοποιει
παρ ' αὐτῆς προϊὸν ἀόριστον ποσὸν διαρθροῖ καὶ διαμορφοῖ καὶ εἰδοποιεῖ πάσας αὐτῆς τὰς προόδους ἐφεξῆς καὶ ἀπαραλείπτως τοῖς εἴδεσι
γυναικεῖον σπέρμα , ἀλλὰ καὶ ὡς εἶδος , καὶ ὅτι εἰδοποιεῖ καὶ τὸ γυναικεῖον σπέρμα . κατασκευάζουσιν ἀπὸ τριῶν ἐπιχειρη
4423132 χαριεισι
δύναται κανονισθῆναι ἐκ τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν . Τοῖς δὲ χαρίεισι φαμὲν τῷ λόγῳ τῆς εὐθείας , ὅτι πᾶσα εὐθεῖα
λέγεται τούτων ἡ δοτικὴ τῶν πληθυντικῶν , 〚 οἷον τοῖς χαρίεισι καὶ τοῖς χαρίεσιν 〛 , ὅτι πᾶσα δοτικὴ ἑνικῶν
4413684 ἐκδεχομενος
συγκατατίθεται , καὶ Αἰσχύλος ἐν Ψυχαγωγοῖς ἐμφαίνει , τὴν Περσεφόνην ἐκδεχόμενος Δαῖραν . . . Δ . : Δαῖρα :
* [ τοῦ ποταμοῦ ] ἐκ τῶν εὐωνύμων ἐπέστησεν , ἐκδεχόμενος τὴν καταφορὰν τοῦ ποταμοῦ , καταπραϋνοῦντας τὸ ῥεῖθρον ,
4410844 χωρημα
ψηλαφᾷ . εὐρύτερον : πλατύτερον . κύτος : πλάτος , χώρημα , τὴν θέσιν . ἀμφιβαλέσθαι : εἰς τὸ ,
οὖν ὁ χορὸς πλεονασμῷ τοῦ τ , χόρτος . τὸ χώρημα δύναται , καὶ ὁ χῶρος κατὰ συστολὴν , καὶ
4409058 πρεσβεως
. Ἐκκόψειέ γε κόραξ πατάξας , τόν γε σὸν τοῦ πρέσβεως . Ὁ βασιλέως Ὀφθαλμός . Ὦναξ Ἡράκλεις . Πρὸς
πρέσβις , ὥσπερ ὁ μάντις , καὶ ἡ γενικὴ τοῦ πρέσβεως ἀκολούθως , ὥσπερ τοῦ μάντεως . Ταῦτα μὲν ἐν
4405823 εἰσηγησαμενος
ἀλλὰ πᾶσιν ἄδεια ἐδόθη . ὁ δὲ τοῦτο τὸ πολίτευμα εἰσηγησάμενος ἦν Μάρκος Δοέλλιος ὁ δήμαρχος ἀχθομένων ἤδη τῶν πολιτῶν
δοκεῖ διαπραξάμενον . ταῦτα εἰρηκὼς κἀμὲ ποιεῖσθαι τὴν πρὸς αὐτὸν εἰσηγησάμενος ἔντευξιν περὶ ὧν πυνθάνεσθαι αὐτοῦ βουλόμεθα , ἀνεχώρει .
4405182 Ὠξου
θυγατέρα Ῥωξάνην , καὶ τὴν ἐν τῇ Σογδιανῇ τὴν τοῦ Ὤξου , οἱ δ ' Ἀριαμάζου φασί . τὴν μὲν
τὴν Ἀναριακῶν καὶ Μάρδων καὶ Ὑρκανῶν μέχρι τοῦ στόματος τοῦ Ὤξου ποταμοῦ τετρακισχιλίων καὶ ὀκτακοσίων : ἔνθεν δ ' ἐπὶ
4404780 καταλειψει
ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὐτή . ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ προσκολληθήσεται
γὰρ αὐτὸς τὰς ἑαυτοῦ ἁμαρτίας φέρων , οὐδενὶ οὐδὲν προστρόπαιον καταλείψει : ὁ δὲ καθαρὸς τῆς αἰτίας ὅδε ἐὰν διαφθαρῇ
4401089 ἐκληρονομησε
γένει προσέχειν τὸν νοῦν : οὐδεὶς γὰρ πώποτε ἐκποίητος γενόμενος ἐκληρονόμησε τοῦ οἴκου ὅθεν ἐξεποιήθη , ἐὰν μὴ ἐπανέλθῃ κατὰ
, Ἄρης Παρθένῳ , Σελήνη Λέοντι . τῷ μζʹ ἔτει ἐκληρονόμησε φίλον , ἐν δὲ τῷ αὐτῷ καὶ γυναικὸς ἐχωρίσθη
4395932 προτε
ἱερείων ἢ ἐμπύρων τι λαβόντες ἀποφέροιεν ὡς ὠφελῆσον , [ πρότε - ρον ἢ ] νοσήσουσιν ἢ ἀλγήσουσί τι μέρος
τὴν τοῦ ἑνὸς ἁπλότητα , ἐπεὶ πάμφορον οὖσαν καὶ ἔτι πρότε - ρον πανούσιον , διά τοι τοῦτο καὶ πάντροπον
4395227 προπτωσιν
. φασὶν δὲ ἔνιοι τὴν μὲν ἔχουσαν τὸ κυάνεον ἄνθος πρόπτωσιν δακτυλίου στέλλειν , τὴν δὲ φοινικοῦν ἐξερεθίζειν καταπλασθεῖσαν .
ἐπ ' ἀμφοτέρων λαβὼν τὸ ἁπαλὸν τὴν ἄνανδρον εἰς τοῦτο πρόπτωσιν ἐπιστομίζει : καί θ ' ἁπαλὸν γελάσαι καί τ
4393974 Συναπτει
. . . . . . ξβ κη ∠ ʹδʹ Συνάπτει δὲ ἀπὸ μὲν δυσμῶν τοῦ ποταμοῦ νομὸς Ὀξυρυγχίτης ,
ἀντιλαμβανομένων , ὧν ἡ χρεία πρὸς τοὺς βίους ἀναγκαιοτέρα . Συνάπτει δ ' ἡ τῶν Σαβαίων εὐδαιμονεστάτη , μεγίστου ἔθνους
4393110 ἀφαιρησεται
ἀναπτόμενοι . ἐὰν δὲ τῶν πτερύγων ἀποτέμῃ , τὸ κάλλος ἀφαιρήσεται : τὰ πτερὰ γὰρ αὐτῶν τὸ κάλλος ἐστίν ,
δίκην καταλύει καὶ τὸν νόμον τὸν πᾶσι κοινὸν καὶ συμφέροντα ἀφαιρήσεται , ἀδαμάντινον γενέσθαι , εἰ μέλλει συλήσειν ταῦτα παρὰ
4378690 Λαβδαλον
δευτέρῳ περὶ Καρίας . τὸ ἐθνικὸν Λαβαρεύς ὡς Παταρεύς . Λάβδαλον , ἄκρον τῶν Ἐπιπολῶν , Συρακουσῶν πλησίον . Θουκυδίδης
ὅπου πολιορκοῦντες . τὸν κύκλον : ἤτοι τὸν περὶ τὸ Λάβδαλον ἢ τὸν περὶ τὸ τεῖχος τῶν Συρακουσίων , ᾧ
4373510 κατεψυγμενον
λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον , ἡμίφωνον , ἀσελγέές , αἰνιγματῶδες , διφυές ,
ἔτους τὴν μάλιστα κατεψυγμένην , ἢ τὸν περὶ γῆν ἀέρα κατεψυγμένον . γίνεσθαι δὲ ἰσημερίας δύο καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν
4371051 ἐπεσκωπτον
τῇ μὲν ἀνδρείᾳ τοῦ Μαξιμίνου ἔχαιρον , τὸν δὲ Ἀλέξανδρον ἐπέσκωπτον ὡς ὑπὸ τῆς [ τε ] μητρὸς ἀρχόμενον ,
: ὅμοια . Βακτηρία καὶ σχῆμα καὶ τριβώνιον : τοῦτο ἐπέσκωπτον τοὺς Ἀθήνησι δικαστάς . Βάλλ ' εἰς ἔχοντα τὴν
4365182 ἐπιζητουσιν
ὁδοῦ . ἔπειτα τὴν τῶν ἀστέρων κοινωνίαν πρὸς ἕκαστον τόπον ἐπιζητοῦσιν : τῶν μὲν γὰρ ἀγαθοποιῶν μαρτυρούντων ἀγαθὰ καὶ εὐόδωσιν
εἰς τὴν ἀγοραίων ἀπιδὼν ἀπληστίαν . οἱ γὰρ τοιοῦτοι πολλαπλασίως ἐπιζητοῦσιν εὖ παθεῖν ὧν ἐποίησαν , ἀλλ ' οὐ τὸ
4364880 ἀγκυλοχειλου
ἀγκυλοχειλής ἀγκυλοχειλοῦς καὶ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλους ὤφειλεν εἶναι , ἀλλὰ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου φαμέν , ὥστε ἄρα οὐκ ἐγένετο οὕτως , ἀλλ
εἰρηνάρχου , Ἄραξος Ἀράξης Ἀράξου : οὕτω καὶ ἀγκυλόχειλος ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου : τὰ δὲ ὀξύτονα εἰς ους , κυκλοτερός κυκλοτερής
4362388 ἀποδειξουσιν
βέβαιος σαφὲς καταστήσουσι : ἀποδείξουσιν . τουτέστιν , εἰ τοιαῦτα ἀποδείξουσιν ἑαυτοὺς ζητοῦντας , ἐπιτυχεῖν εἶεν ἂν ἄξιοι , εἰ
ἂν βούλωνται . Ἀπορεῖ δέ τις , πῶς τὸ πρῶτον ἀποδείξουσιν ἐν τοῖς στοιχείοις θεώρημα . δεδόσθω γὰρ αὐτοῖς ἡ
4361522 ἐπιφοιτων
* * * ας ἑκατὸν κούφων λογχοφόρων , ὡς πᾶσαν ἐπιφοιτῶν τὴν φάλαγγα ὅπου τι ἐνδεὲς καταμανθάνοι , ἐκεῖνο ἰῷτο
εἰμι ταῦτα βουλόμενος ποιέειν : τετραμμένῳ γὰρ δὴ καὶ μετεγνωκότι ἐπιφοιτῶν ὄνειρον φαντάζεταί μοι , οὐδαμῶς συνέπαινον ἐὸν ποιέειν με
4360409 ἐσχηκεν
ἐπισκοτεῖ καὶ δυσγενείᾳ καὶ τρόπου πονηρίᾳ , καὶ πᾶσιν οἷς ἔσχηκεν ἄνθρωπος κακοῖς , τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι : τὰ δ
Λυκόφρων οὗτός φησι , παρὰ Τευτάρου Σκύθου βουκόλου τοῦ Ἀμφιτρύωνος ἔσχηκεν Ἡρακλῆς , ὅστις Τεύταρος καὶ τοξεύειν τοῦτον ἐδίδαξεν .
4356367 ὑποτεθεισων
μὲν ἐκ τῶν πλαγίων τετραγώνων συμπαγεισῶν , ἔνδοθεν δὲ στρογγύλων ὑποτεθεισῶν οὐ χαλεπῶς ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν προφέρονται διὰ τὸ μηδὲ
ποιοῦσιν αὐτὴν ἐλάχιστοι ἀριθμοὶ οἱ γʹ βʹ αʹ , μονάδων ὑποτεθεισῶν τῶν Α Β Γ . Ἔκκεινται δὲ τοῦ προχείρου
4353862 κεφαλιον
ἄρθρον , εἶτα καθιέναι τὴν ἀριστερὰν χεῖρα καὶ ἀπευθύναι τὸ κεφάλιον καὶ οὕτω κομίσασθαι τὸ ἔμβρυον . Εἰ δὲ ἀμφότεραι
δάκτυλον , τῇ δεξιᾷ δὲ πιέζων τὸ ἐπιγάστριον πειρᾶται τὸ κεφάλιον κατάγειν , οὐχ ὁρῶν ὡς ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ὁ
4351986 μεταποιει
. ἀλλὰ καὶ ὁ περίπατος ἐν τῷ ῥήματι γινόμενος αἰτιατικὴν μεταποιεῖ τὴν Ἀπολλώνιον , ὡς εἰ καὶ αὐτὸ τὸ δεῖ
τίνος προτερεῖ . τάξας γάρ , οὕτως αὐτὰ συνέχει καὶ μεταποιεῖ . διασεσάφηκε δ ' ἡμῖν αὐτὴν ἔννομον ἕνεκεν σημείου
4347416 ἀτονει
ἄλλα μόρια τοῦ σώματος , οὕτως καὶ ἡ μήτρα ἐνίοτε ἀτονεῖ . παρέπεται δὲ ταῖς τοιαῦτα πασχούσαις συνουσίας ἀποστροφή ,
ὕστερον δὲ παχέα : καὶ τοῦτο εἰκότως . ἐπειδὴ γὰρ ἀτονεῖ τὸ ἧπαρ , οὐκέτι τὴν οἰκείαν ἐνέργειαν ἀμέμπτως ἐπιτελεῖ
4334003 συναλιφῃ
λαμπάς , νείφω νιφάς . . , : δεῖν : συναλιφῇ τοῦ δέον δεῖν , ὡς πλέον πλεῖν . .
, ὄνομα ῥηματικὸν τρεερός , ὡς τήκω τακερός , καὶ συναλιφῇ τῶν δύο εε εἰς η τρηρός , μετὰ τοῦ
4329002 φαγεσαι
λυπεῖσθαι : φόβος , φοβερόν , φοβεῖσθαι . „ Καὶ φάγεσαι τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ : ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου
. ἔδοι ] μέλλεις φαγεῖν ; ἔδῃ ] φάγοις , φάγεσαι , φάγῃ . ζύγιοι μὲν ἐλέγοντο οἱ . .
4328805 δηναιος
σημαίνει τὸν ῥύπον . δὴν τὸ πολυχρόνιον καὶ ἐξ αὐτοῦ δηναιὸς καὶ δηναιά . πολυχρονίαν δὲ καὶ παλαιὰν τὴν θάλασσαν
τούτῳ κακῶς κείμενον νεκρὸς τὴν διάνοιαν ἔσται , εἰ καὶ δηναιὸς καὶ νωδὸς καὶ ἄφρων . πεφαντασμένος δὲ ἔσται τὴν
4328161 μεμετρημενως
εἰσαγαγὼν ἐπὶ πολὺ τὸν κόσμον ἀνήλιον εἴασεν . δεῖ οὖν μεμετρημένως τὰ τοιαῦτα ποιεῖσθαι . τοῦτο δέ φησιν ὁ Ὠκεανὸς
τόπῳ φυλάττοντα : οὐ γὰρ προεκκενῶσαι χρὴ πάντα , ἀλλὰ μεμετρημένως καὶ ἀρκούντως πρὸς τὴν χρείαν ἐπιμνησθῆναι τοῦ παρόντος κεφαλαίου
4327499 ἀλωμαι
. . . , : ἠλάσκουσαι : παρὰ τὸ ἀλῶ ἀλῶμαι , ἀλάσκω γίνεται παράγωγον , ὡς φῶ φάσκω :
δὲ ἐπὶ πάσης ψυχῆς . Ἠλάσκουσαι . παρὰ τὸ ἀλῶ ἀλῶμαι , ἀλάσκω γίνεται παράγωγον , ὡς φῶ φάσκω .
4326258 μηλοβοτον
κήρυκα ἔπεμπον ἄρνα ἐπιφερόμενον , ὃν ἠφίει ἔνδον ἐνδεικνύμενος , μηλόβοτον αὐτῶν τὴν οὐσίαν ἔσεσθαι καὶ τὴν πόλιν . Ἀρχὴ
ῥάκος . φησὶ δὲ Διοκλῆς πεῖσαι αὐτὸν Διογένην τὴν οὐσίαν μηλόβοτον ἀνεῖναι καὶ εἴ τι ἀργύριον εἴη , εἰς θάλατταν
4325323 ὑπερβεβλημενην
; τίς δ ' ἐναντιώσεται ; τί χρὴ λέγεσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα ; πῶς δ ' ἂν μᾶλλον ἐνδείξαιτό τις
, ὅτε τὴν πόλιν ᾠκίζομεν , ὡς εἰ μή τις ὑπερβεβλημένην φύσιν ἔχοι , οὔποτ ' ἂν γένοιτο ἀνὴρ ἀγαθός
4321172 δερματωδες
γὰρ στήμονες ἅτε στερεώτεροι ὄντες , ἐὰν ὦσι συνεχεῖς , δερματῶδες τὸ ὕφασμα ποιοῦσιν : ἡ δὲ κρόκη πλεῖον ἐγκαταμιγνυμένη
πυοποιῷ ἀγωγῇ θεραπεύειν . Ἡ λεγομένη νύμφη οἷον μυῶδες ἢ δερματῶδες ἐστὶ συγκριμάτιον κείμενον κατὰ τὴν ἄνωθεν τῶν πτερυγωμάτων συμβολὴν
4321158 θρασυτεραι
προσπίπτουσί τε καὶ γέλωτος , ὅσαι δ ' ἀπὸ ξανθῆς θρασύτεραι καὶ πικρότεραι . διὰ τοῦτο καὶ Ἱπποκράτης φησὶν ,
οὐδὲν ἐν ψάμμῳ τρώξιμον , ἐλθοῦσαι πρὸς τὴν ναῦν αἱ θρασύτεραι αὐτῶν τὴν λύγον τὴν χλωράν , ᾗ δέδετο ἡ
4321053 ὑστερει
τῶν ἄλλων ἀγάλλονται : ἡ δ ' οὐδεμιᾶς μὲν φιλοτιμίας ὑστερεῖ τῶν οἱστισινοῦν ὑπαρχόντων , τῶν δ ' ἑαυτῆς οὐδένα
ἀρξάμενοι , εἴτ ' ἀπὸ τῶν περὶ Μαραθῶνα ἔργων . ὑστερεῖ δὲ καὶ τὰ Μαραθώνια τῆς Βρούτου ταφῆς , εἰ
4320707 χειρομακτρον
, παῖ , ταχέως κατὰ χειρὸς ὕδωρ , παράπεμπε τὸ χειρόμακτρον . σημειωτέον δὲ ὅτι καὶ μετὰ τὸ δειπνῆσαι κατὰ
τάδε ὑμῖν ἀπόνιμμα οἷς χρὴ καὶ οἷς θέμις . ὅτι χειρόμακτρον καλεῖται ᾧ τὰς χεῖρας ἀπεμάττοντο ὠμολίνῳ , ὃ Φιλόξενος
4318903 παρασημον
μητέρα . διὰ δὲ τὸν κόχλον ἐν τῆι θαλάσσηι εὑρεῖν παράσημον ἔχει ἰχθύος οὐράν . . . : Περὶ τοῦ
κόρακας : διὸ καὶ ἐπὶ τῶν προξενιῶν τῶν ἀναγραφομένων τὸ παράσημον τῆς πόλεως , καθάπερ ἐστὶν ἔθιμον πᾶσι προσπαρατιθέναι ,

Back