ἑψηθεῖσαι αἱ βοτάναι χυλοῦνται , καὶ τῷ χυλῷ ὁ ἄρτος βρεχέσθω κεκομμένος καὶ σεσησμένος : τῇ δὲ ἑξῆς λειοῦται λιθάργυρος | ||
τὰ σώματα , ὁκόταν δὲ πονέῃ ὁ πιὼν , θερμῷ βρεχέσθω , ὑπαλειψάμενος πρότερον , νῆστις δὲ πινέτω : ἐσθιέτω |
ὅσον τε τριπήχεες χερσαῖοι , τῇσι σαύρῃσι ἐμφερέστατοι , καὶ στρουθοὶ κατάγαιοι καὶ ὄφιες μικροί , κέρας ἓν ἕκαστος ἔχοντες | ||
μυῶν δὲ πλῆθος ἀρουραίων , ὡς περὶ Ἰταλίαν , καὶ στρουθοὶ τὰ σπέρματα κατεσθίοντες , ὡς περὶ Μηδίαν , καὶ |
τε κελεύων . Ὅτι κατὰ τοὺς ὕπνους εἰς τὸ βάθος αὐλίζονται πάντες οἱ χυμοὶ , ἔστι γε καὶ ἐξ ἄλλων | ||
δὲ νοῦς : καθάπερ τὰ πρόβατα χειμῶνος ἐν τοῖς σταθμοῖς αὐλίζονται καὶ κατασκηνοῦσι καὶ ἀπαναπαύονται : ἀπὸ τούτου καὶ τὰ |
μετρίως , πάτος ὁ ἀπὸ παλαίστρας , σιδηρῖτις ἑκατέρα , σόγχος ὁ μηδέπω ξηρανθείς , στρατιώτης , τρίβολοι ἀμφότεροι , | ||
καταπλασσόμενα δὲ ὠφελεῖ στόμαχον ἐκκαιόμενον , πολύγονον , σέρις , σόγχος , σέλινον κηπαῖον , ἕλικες ἀμπέλου , ἀνδράχνη , |
ὕδωρ γράφειν . Λευκὴ ἡμέρα : ἤγουν ἀγαθή . Λευκὰς κορώνας : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Λευκὸς Ἑρμῆς : ἐπὶ | ||
κορὶ κορώνη λέγουσιν ἀγνοοῦντες . Γάμον δὲ δηλοῦντες , δύο κορώνας πάλιν ζωγραφοῦσι τοῦ λεχθέντος χάριν . Μονογενὲς δὲ δηλοῦντες |
χαμαιάκτη ξηραντικῆϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ καὶ μετρίωϲ διαφορητικῆϲ καὶ κολλητικῆϲ , πινόμεναι δὲ ἢ ἐϲθιόμεναι ὕδωρ ἄγουϲι διὰ γαϲτρόϲ . Ἅλεϲ | ||
ἰᾶται θεῖον ἄπυρον μετ ' ὄξους ἀνατριβόμενον , δαφνίδες τρεῖς πινόμεναι λεῖαι . σήσαμον λεῖον κατάπλασσε . κατάπλασσε ἑρπύλλῳ ἢ |
τὰ φύλλα , ἀναδενδρομαλάχη , μαστίχη Χία , τερεβινθίνη , κολοφωνία , ὀποπάναξ , ῥύπος ὁ ἀπ ' ἀνδριάντων , | ||
. συνεψῶνται τῷ ἐλαίῳ οἱ χυλοί , καὶ τότε ἐπιβάλλεται κολοφωνία , ὕστατος δ ' ὁ κηρὸς συνολμοκοπηθεὶς τῇ χαλβάνῃ |
, καὶ ταῦτα εἰς οὐλὴν ἄγει , οἷον σμύρνα , λιθάργυρος , καὶ εἰ καυθείη , ὄστρεον , πίτυος φλοιὸς | ||
συγκιρνᾶσθαι καὶ συνουσιοῦσθαι οὐ δύνανται . Τοιοῦτον δὲ καὶ ἡ λιθάργυρος καὶ ἡ καδμία καὶ τὸ ψιμύθιον , ἴδια ὄντα |
. ἀγγελεῖ : Λέξει . . ἄλφιτ ' : Ἤγουν ἄρτοι . . ἄλευρα . . ἐν τῷ θυ - | ||
δ ' οὖν . ἄρτοι ὀβελίαι , ἄρτοι κριβανῖται , ἄρτοι καχρυδίαι , ἄρτοι ἀπυρῖται . τῶν δ ' ἄρτων |
, τὴν χροιὴν δὲ ἐναλίγκιοι μήλοισιν : ἀπὸ δὲ τουτέων ὀχετοὶ σκαληνοειδέες ἄκρην κορυφὴν κύστιος κεῖνται . Κύστις δὲ νευρώδης | ||
ϲμικραὶ ἠθμοειδέεϲ ἐϲ τὴν τῶν οὔρων διήθηϲιν . ἐκπεφύκαϲι δὲ ὀχετοὶ νευρώδεεϲ , ὁκοῖόν τι αὐλοί , ἀφ ' ἑκατέρου |
. Σοφοκλῆς Ἔριδι : ἐγὼ δὲ πεινῶς ' αὖ πρὸς ἴτρια βλέπω . ΑΜΟΡΑΙ . τὰ μελιτώματα Φιλητᾶς ἐν Ἀτάκτοις | ||
γλεύκους καὶ σεμιδάλεως πέμματα καὶ λάγανα καὶ τὰ ῥύμματα ἅπερ ἴτρια προσαγορεύεται καὶ πᾶν ἄζυμον ἐκ πυροῦ πέμμα καὶ οἱ |
, κελεύων με γυναῖκα , ἐκ τῆς μοι παῖδές τε νεηνίαι εἰσὶ καὶ θυγατέρες , τῶν καὶ σὺ μίαν τῷ | ||
οὐ παρεγίνοντο ἐν ὥρῃ : ἐκκληιόμενοι δὲ τῇ ὥρῃ οἱ νεηνίαι ὑποδύντες αὐτοὶ ὑπὸ τὴν ζεύγλην εἷλκον τὴν ἅμαξαν , |
φάρμακα δ ' ἐπιτήδεια πίτυος φλοιὸς μετὰ κηρωτῆς , ἢ καδμεία μετ ' ἐλαίου , ἢ λιθάργυρος , ἢ ψιμύθιον | ||
τῇ συγκρίσει τοῦ χρώματος , ἔχων δὲ διαφύσεις λευκὰς ὡς καδμεία . καίεται δ ' οὕτως : βρέξας αὐτὸν καλλίστῳ |
ἡ ὁπλὴ τοῦ ἵππου ὥσπερ ὄνυξ ἐστίν : οἱ γὰρ βόες χηλὰς ἔχουσιν . μῶλυ φυτὸν ἀλεξιφάρμακον . οἱ μὲν | ||
πρόβατα αὐτῶν ὡς ἄρνες , καὶ οἱ ὄνοι καὶ αἱ βόες σχεδὸν ὅσον κριοί , καὶ οἱ ἵπποι αὐτῶν καὶ |
τοῖσδε τοῖς ζῴοις ἄρτοι τε οἱ μέγιστοι καὶ κριθαὶ καὶ ἰσχάδες καὶ ἀσταφίδες καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ μέλι χύδην | ||
καὶ Τρύφων . . . , . , . : ἰσχάδες : παρὰ τὸ ἴσχω , οὗ παράγωγον ἰσχνῶ , |
τι ἐπεπόνθει καὶ ὁ Νουμηνίου υἱός . Ἐξ ὀσφύος ἀλγήματος ἀναδρομαὶ ἐς καρδίην , πυρετώδεες , φρικώδεες , ἀνεμέουσαι ὑδατώδεα | ||
ἔτι τε ληθάργους καὶ δυσαισθησίας , ποιαί τινες συστάσεις καὶ ἀναδρομαὶ τῆς φλεγματώδους οὐσίας . συνεπιμίγνυνταί γε μὴν τὸ πλέον |
, τροφώδεις δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐκκρίσεις εὖ ἔχουσιν . σάλπαι αἱ πελάγιαι δριμεῖαι , εὔστομοι , δύσφθαρτοι , δυσδιαχώρητοι | ||
καλαμῆες σαῦρον κικλήσκουσι καὶ αἰολίην , ὀρφίσκον πιότατον κεφαλῇ . σάλπαι τ ' ἰσομήκεες ἰχθῦς , ἅς τε βόας πορκῆες |
ταῖς δυστυχίαις καὶ τῷ πένθει ἐκείροντο . Ὅμηρος αὐτοὺς πανταχοῦ καρηκομόωντας καλεῖ . ἀνάπαλιν δὲ Ἐπαμεινώνδας : ἡμετέραις βουλαῖς Σπάρτα | ||
ὠμοτάριχον ἐῶν χαίρειν , Φοινίκιον ὄψον . αὐτὰρ ἐχίνους ῥῖψα καρηκομόωντας ἀκάνθαις : οἳ δὲ κυλινδόμενοι καναχὴν ἔχον ἐν ποσὶ |
θανάσιμα . τὸ γοῦν κώνειον πιαίνει τοὺς ὄρτυγας καὶ ὁ ὑοσκύαμος τὰς ὗς , αἳ δὴ χαίρουσι καὶ σαλαμάνδρας ἐσθίουσαι | ||
στρύχνου τοῦ θαμνώδους τοῦ ὑπνωτικοῦ τῆς ῥίζης ὁ φλοιός , ὑοσκύαμος ὁ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ σπέρμα λευκὸν ἔχων |
ἄστυἡ διπλῆ ὅτι ἡ ὑπό ἀντὶ τῆς μετά , μετὰ δᾴδων : Ἀρχίλοχος ᾄδων ὑπ ' αὐλητῆρος . καὶ πρὸς | ||
: ὁ δὲ Σκιπίων ἱππέων ἴλας δέκα λαβὼν ἐπῆγε μετὰ δᾴδων ἡμμένων , προειπὼν διὰ τὴν νύκτα μὴ συμπλέκεσθαι , |
, ὅροι τῆς πατρίδος πυροί , κριθαί , ἄμπελοι , ἐλάαι , συκαῖ . Καλός γ ' ὦ ἄνδρες καὶ | ||
ἡλίου καῦσις . διαφθείρονται δ ' ἐνίοτε καὶ αἱ νέαι ἐλάαι διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς πολυκαρπίας . ἡ δὲ ψώρα |
λέγουσιν . Οἱ χόλικες μὴ λέγε , ἀλλ ' αἱ χόλικες θηλυκῶς . Ἐκτενῶς μὴ λέγε , ἀλλὰ δαψιλῶς . | ||
διαπλῦναι . χορδαί , φῦσκαι , πασταί , ζωμός , χόλικες ἐν δὲ Κλεωναῖς ὀξίδες εἰσίν . εἰκοβολοῦντες καὶ πλάττοντες |
καρποδοτείρηι : ἔλθετ ' ἐπ ' εὐφήμους τελετὰς ὁσίας νεομύστοις εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς . Κικλήσκω κούρην Καδμηίδα παμβασίλειαν | ||
τῇ πηγῇ : ὅπου τὸ καλλιπόταμον ὕδωρ τῆς Δίρκης τὰς εὐκάρπους χώρας ἐπιβαίνει : ἡ ὑγρασία : γᾶς : βοτανοτρόφους |
σησάμου σπέρμα , ἐρυσίμου σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις τῶν ἰχθύων | ||
δέ . τὰ δὲ μαλάκια καλούμενα , οἷον πολύποδες , τευθίδες , σηπίαι , οὔτε διαχωρεῖ , ἀλλὰ καὶ τὰς |
] συνίζησις . ἀεξιφύλλους ] αὔξουσι γὰρ ἐν ταῖς ἀκταῖς πόαι . ἡμέτερα + ὅρα τὴν σύνταξιν . ἀφεὶς τὴν | ||
ἀρχὰς πρὶν νομώδη τινὰ διάθεσιν συστῆναι . καὶ ψύχουσαι δὲ πόαι μετ ' ἀλφίτων λεπτῶν ἐμψύχουσιν ἱκανῶς , καὶ φοίνικες |
τὸ δὲ ἄμυλον μετρίωϲ . καὶ οἱ λοβοὶ δέ εἰϲι παχύχυμοι καὶ θέρμοι καὶ τῆϲ φακῆϲ ἡ ϲὰρξ καὶ κύαμοι | ||
: ἄμυλον μετρίως . καὶ οἱ βολβοὶ δ ' εἰσὶ παχύχυμοι καὶ θέρμοι καὶ τῆς φακῆς ἡ οἷον σάρξ , |
πλέξιν φορμῶν καὶ σπυρίδων λευκοί τε καὶ ἐπιτήδειοι ὦσιν οἱ θαλλοί , χλωροὺς ἔτι ἀπὸ τῶν βαΐων ἐκτίλωμεν αὐτούς , | ||
πλέξιν φορμῶν καὶ σπυρίδων λευκοί τε καὶ ἐπιτήδειοι ὦσιν οἱ θαλλοί , χλωροὺς ἔτι ἀπὸ τῶν βαΐων ἐκτίλωμεν αὐτούς , |
Οὐκοῦν τὸ μετὰ τοῦτο σκεπτέον εἰ δόξῃ τε καὶ λόγῳ μείγνυται . Τί δή ; Μὴ μειγνυμένου μὲν αὐτοῦ τούτοις | ||
λίμνῃ ἐξ ἐναντίας : καὶ οὐδὲ τὸ τούτου ὕδωρ οὐδενὶ μείγνυται , ἀλλὰ καὶ οὗτος κύκλῳ περιελθὼν ἐμβάλλει εἰς τὸν |
σοφίης πέρι δηρισάντοιν , γνοίης χ ' ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι . τῆμος δ ' ἠέλιος μὲν ἐν αἰθέρι μώνυχας | ||
, ἔνθα μοι ἵπποι δώδεκα θήλειαι , ὑπὸ δ ' ἡμίονοι ταλαεργοὶ ἀδμῆτες : τῶν κέν τιν ' ἐλασσάμενος δαμασαίμην |
ἐν Σαμοθράικηι ἄνακτες , ὁμοῦ δὲ Διόσκοροι αὐτοί , πνοιαὶ ἀέναοι , ψυχοτρόφοι , ἀεροειδεῖς , οἵτε καὶ οὐράνιοι δίδυμοι | ||
τοῦ χοροῦ ᾠδὴ κώλων ιϚʹ , ὧν τὸ αʹ ” ἀέναοι Νεφέλαι “ δακτυλικὸν πενθημιμερές : τὸ βʹ ” ἀρθῶμεν |
σοὶ ναίους ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι καὶ ἔδμεναι , οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν ἴσως διὰ τὸ φαντασίαν τινὰ παρέχειν | ||
οἰκτίστῳ θανάτῳ : περὶ δ ' ἄλλοι ἑταῖροι νωλεμέως κτείνοντο σύες ὣς ἀργιόδοντες , οἵ ῥά τ ' ἐν ἀφνειοῦ |
ἀναιδής . ἐς μέν νυν θήρην ὁπλίζεο τοῖα γένεθλα αἰχμητῶν σκυλάκων , τοὶ κνώδαλα πάντα δίενται . χροιαὶ δ ' | ||
ἄῤῥητον . Ὁπλίζεο : ὅπλιζον . Αἰχμητῶν : πολεμητῶν . σκυλάκων : κυνῶν . κνώδαλα : πάντα τὰ θηρία . |
Σκύθαις ὕδωρ ἰδοὺ στυγητοῦ κρατὸς ἀγρία φόβη τομαῖος ἀχάλκευτα τρύπανα ἀρτύμασι ἐξωμμάτωται καὶ λελάμπρυνται κόρας , Ἀσκληπιοῦ παιῶνος εὐμενοῦς τυχών | ||
πλοκὰς ἐμβάλλοντας τὴν πόλιν . ὑπογλυκαίνων ] ἡδύσμασι χρώμενος καὶ ἀρτύμασι καὶ κολακείαις . Γ ῥηματίοις ] ἤγουν κολακείαις : |
εἰς α ποιεῖ τὴν αἰτιατικήν , ἔρωτες ἔρωτας . ὦ βότρυες . Ἑνικά . Ὁ βοῦς τοῦ βοός : τὰ | ||
οἰνῶδες , καὶ εὔχρηστον πρὸς ἀπάτην ἀῤῥώστων , καὶ οἱ βότρυες ἀκέραιοι φυλάττονται . Παραινοῦσί τινες οὐκ ἐκ τοῦ ἄνωθεν |
τὴν ἄφεσιν τῶν βελῶν θανατηφόρων ὄντων ὡς ἰοῦ γεμόντων . γομφίοι δὲ κυρίως οἱ μυλιαῖοι * ὀδόντες * καὶ οἱ | ||
βουλομένων τοὺς ὁμοίους . Ἄλλοισι μὲν γλῶσσα , ἄλλοισι δὲ γομφίοι : ἐπὶ τῶν λάλων καὶ φάγων . Ἀνδρὸς γέροντος |
τε τὸν πόρον ἐγχυματιστέον ἔλαιον ᾧ ἐναφήψηται γῆς ἔντερα ἢ ὄνοι οἱ ὑπὸ τὰς ὑδρίας ἢ ἀράχναι . ἐγχυματιστέον δ | ||
τῇ κυήσει νοσῆς βρέφος : κιλλαγκτὴρ ὁ ὀνελάτης : κίλλοι ὄνοι τὸ ἑρμὸς ἐκ τοῦ εἵρω γεγονὸς τοῦ τάσσω ἐν |
Ἅιδης × – ˘ – οἱ δ ' ἀμφινίσονται Νέδαν ἐσκληκότα ἐς μέσον συνῄεσαν εὔπλουτον κανοῦν θαλάμων ἄνασσα ἱππικὴ βάσις | ||
, τροχοκουράδες : αὐτὰρ ὕπερθεν ἵππων δαρτὰ πρόσωπ ' ἐφόρευν ἐσκληκότα καπνῶι . νηῦς δέ τις ὠκύπορος Σαμίη , συὸς |
Ῥυπτικὴν δὲ δύναμιν ἔχει μετρίαν πάνυ Σελινουσία τε γῆ καὶ Χία καὶ χωρὶς θάλψεως ἢ ψύξεως ἐπιφανοῦς . Ἡ δὲ | ||
φύλλα , λάδανον , λινόζωστις , μαλάχη ἀγρία , μαστίχη Χία , μέλι , περσικῆς οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ φύλλα |
τὴν λέγουσαν κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν . Σωφρονέσταται ὀρνίθων αἱ φάτται ᾄδονται . ὁ γοῦν ἄρρην καὶ ὁ θῆλυς συνδυασθέντες | ||
ἀφθόνως μεταδιδόασι τῶν ἐκγόνων . ἔστι δ ' ἡ ματτύα φάτται , χῆνες , τρύγονες , κίχλαι , κόσσυφοι , |
τούτου οὖν φησιν ὅτι “ ἀηδίσομέν σε , ἐπεὶ καὶ αἶγες ἐκ τῆς κόπρου ἀηδίζονται ” . ἄλλως “ μινθώσομεν | ||
ἕκαστον ἐρωτῶντες , ἐρῶ καὶ τἄλλα ἅ ἐστιν ἡμῖν : αἶγες ὀκτὼ θήλειαι , βοῦς κολοβή , μοσχάριον ἐξ αὐτῆς |
μοι τροφὴν παρασχεῖν καὶ μῆλα καὶ κέγχροι καὶ κριθαὶ καὶ ὄροβοι καὶ τὰ εὐτελέστατα τῶν ὀσπρίων καὶ φηγὸς ὑπὸ τῇ | ||
ὅτε δεῖ πρός τι . Ἔτι δὲ καὶ κριθαὶ ἢ ὄροβοι : ἐν ὄξει κεκρημένῳ σμικρῷ ὀξύτερον , ἢ ὡς |
Φοίνικες οἱ αὐστηροί , μῆλα κυδώνια , ἐλαῖαι ἁλμάδες , σταφίδες αἱ αὐστηραί , ἡ ἐν τοῖς στεμφύλοις ἀποτιθεμένη σταφυλή | ||
παρασκευάζει τὰ ἕλκη καὶ φλεγμαίνειν . κάλλισται δὲ τούτοις εἰσὶ σταφίδες ἐσθιόμεναι καὶ ἀμύγδαλα καὶ στρόβιλοι μετὰ γλυκέος , εἰ |
παρὰ χεῦμα Βαφύρα : καὶ ἐν Ἀμβρακίῃ παμπληθέας ὄψει . σηπίαι Ἀβδήροις τε Μαρωνείῃ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . τοὺς | ||
σηπίαις : ἀπρόσλογος δὲ ἡ εἰκασία . λευκαὶ γὰρ αἱ σηπίαι . . ἐσταθευμέναις δὲ , ἐξ ἐπιπολῆς ὀπτηθείσαις . |
, ἀρτεμισία , νάρκισσος , ἀδίαντον , σιδήρου λεπίς , κυκλάμινος , αἷμα βοὸς καὶ τὸ τῶν ὑῶν ὁμοίως , | ||
δὲ δυνάμεως ὅσα δριμέα τέ ἐστι καὶ γεώδη πάντα , κυκλάμινος , ἀνεμῶναι πᾶσαι , σησαμοειδοῦς τοῦ λευκοῦ τὸ σπέρμα |
τεθυμιαμένα ἐγένοντο . Τότε δὲ καὶ τὰ πρόβατα τοῖς δασέσι μαλλοῖς ἐν τῇ βοσκῇ ἐβαρύνετο , αὐτόματοι δὲ τοῖς ὕδασι | ||
κατοικούμενοι τόποις , καλὰ ποίμνια βόσκοντες δαψιλῶς καὶ ἀφθόνως τοῖς μαλλοῖς καταβαρούμενα , τοσοῦτον ἐπὶ τὴν ἀνατολὴν τετραμμένοι μέχρι τῶν |
καὶ σπερματίαν ὠνόμαζον . τήθη , κογχύλια , ὄστρεα , πορφύραι , κήρυκες , κάραβος , ἀστακός , χῆμαι , | ||
ληφθέντα συνδιαφθείρει καὶ τὰ ἄλλα . Τὰ μικρὰ χημία , πορφύραι καὶ κήρυκες ὅσα τε ἄλλα τῶν ὀστρακοδέρμων σκληρὰν ἔχει |
βαρβαρικόν . βριμοῦσθαι : τὸ μετά τινος ἀπειλῆς ἐκφοβεῖν . βρόμος : κυρίως ἦχος ἐπὶ ἀνέμου καὶ ἐπὶ πυρός : | ||
μέχρι τοῦ νῦν ἐκ τῶν χασμάτων ἐκπίπτει πνεύματος μέγεθος καὶ βρόμος ἐξαίσιος : ἐκφυσᾶται δὲ καὶ ἅμμος καὶ λίθων διαπύρων |
ἐκ θαλάσσης ὄστρεα καὶ κτένες ἐχῖνοί τε καὶ πελωρίδες καὶ τελλῖναι σεύτλοις συνηψημέναι : καὶ γὰρ ἰδιαίτερον ὁ ζωμὸς αὐτῶν | ||
, εὔχυλοι , εὐστόμαχοι , καὶ μάλιστα αἱ μείζους . τελλῖναι γίνονται μὲν ἐν Κανώβῳ πολλαὶ καὶ ὑπὸ τὴν τοῦ |
ἐφ ' ᾧ ἦν ἄρτος , κρέας , τυρός , ἐλαῖαι , ἰσχάδες : καί φησιν ἔσθιε . καλῶς ληφθεὶς | ||
ἐλαίου θερμοῦ ὄντος τοῦ ἡλίου . εἰ δὲ μὴ ὦσιν ἐλαῖαι , ἁπαλοὺς κλάδους τῆς ἐλαίας κόψας , τὸ αὐτὸ |
μέσος τῆς χειρὸς δάκτυλος σφάκελος , φάκαι παρὰ Ῥωμαίοις αἱ δεσμαὶ , ἐξ οὗ καὶ φάκελος ὁ δεσμὸς τῶν χαρτίων | ||
μέσος τῆς χειρὸς δάκτυλος σφάκελος , φάκαι παρὰ Ῥωμαίοις αἱ δεσμαὶ , ἐξ οὗ καὶ φάκελος ὁ δεσμὸς τῶν χαρτίων |
' ὅτε τῷ ῥοφουμένῳ ὕδατι οἰνάνθη ἢ ἐμβρεχέσθωσαν τῷ ὕδατι ἕλικες ἀμπέλου ἢ ῥόας χυλοῦ βραχὺ ἐμβλητέον τῷ ποτῷ : | ||
] λόγῳ . . χθὼν ] ἡ γῆ . . ἕλικες ] συστροφαί . . στεροπῆς ] ἀστραπῆς . ζάπυροι |
: τῶν δ ' ἐκ θαλάσσης ὄστρεα , ἐχῖνοι , πελωρίδες , κτένια , τελλῖναι σεύτλοις συνηψημέναι , τάριχος παλαιός | ||
δ ' ἐκ θαλάσσης ὄστρεα καὶ κτένες ἐχῖνοί τε καὶ πελωρίδες καὶ τελλῖναι σεύτλοις συνηψημέναι : καὶ γὰρ ἰδιαίτερον ὁ |
, ὥς τ ' ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ μυρίαι ἑστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκὸν ἀζηχὲς μεμακυῖαι ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν , | ||
χεὶρ ἔξω ἢ αἱ δύο ἐκπίπτουσι τὰ δὲ σκέλη ἔνδοθεν ἑστήκασιν ἐπ ' ἀλλήλων . Τῶν δὲ λοιπῶν σχημάτων ἄμεινον |
Ἀφύας καλουμένας τὸν αὐτὸν τρόπον ἐκαλέσατε . ἑταιρῶν ἐπωνυμίαι αἱ ἀφύαι , περὶ ὧν ὁ προειρημένος Ἀπολλόδωρός φησι : Σταγόνιον | ||
θύρας ἑστῶσα ἐφθειρίζετο . . . . Ἑταιρῶν ἐπωνυμία αἱ ἀφύαι : περὶ ὧν ὁ προειρημένος Ἀπολλόδωρος φησίν : Σταγόνιον |
καταχυσματίοισι παντοδαποῖσιν εὐπρεπῆ , τεύτλοισί τ ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα . σχελίδες δ ' ὁλόκνημοι πλησίον τακερώταται ἐπὶ πινακίσκοις , καὶ | ||
ὀμείχματα ὀργάζειν οὐρανιζέτω πάλμυδος πεφρασμένος πρέψαι Σκάμανδρος στέμβω Στερνόφθαλμοι στόμις σχελίδες τραγέλαφος τρίσζωος ὑπερτερώτερος Φρύγες / Φρυγία φυξίμηλα χαλιμάδες χειμάμυνα |
αἵ τε πορφύραι , χῆμαι , λεπάδες , κτένες , πίνναι , καὶ πάντα ἁπλῶς τὰ ὀστρακόδερμα , ἐγχέλυες , | ||
τοῦ δὲ χειμῶνος εἰς τὰς ἐμβυθίους θαλάμους δύνειν εἰώθασιν αἱ πίνναι : θέρους δὲ τὰς μὲν νύκτας κεχήνασιν διανηχόμεναι , |
οὐκ ὀλίγος δὲ χρυσὸς διηρπάζετο , πολλαὶ δὲ καὶ πολυτελεῖς ἐσθῆτες , αἱ μὲν θαλασσίαις πορφύραις , αἱ δὲ χρυσοῖς | ||
ἐν Πέρσαις δὲ τοῖς οἴκοι καὶ νῦν ἔτι πολὺ καὶ ἐσθῆτες φαυλότεραι καὶ δίαιται εὐτελέστεραι : ὁρῶν δὴ τὸν κόσμον |
ὕδατι πίνειν . οἶνοι δ ' ἄριστοι οἱ λευκοὶ καὶ εὔοσμοι καὶ ὑπόλεπτοι , καὶ ὄψων ῥαφανὶς ὀλίγη καὶ τάριχος | ||
μήτε ἄγαν στρυφνὰ μήτε ἄγαν γλυκέα καὶ οἶνοι κιρροὶ καὶ εὔοσμοι , πενταετεῖς μάλιστα , ἁρμόττουσι καὶ τὸ μέτριον ποτόν |
' ὁ ὗς καὶ τὰ σαπρὰ χηνίδια καὶ σκώληκες καὶ ἀράχναι , τὰ μακροτάτω τῆς ἀνθρωπίνης συναναστροφῆς ἀπεληλασμένα . σὺ | ||
. . Ι . δύνανται δ ' , ἀφιέναι οἱ ἀράχναι τὸ ἀράχνιον εὐθὺς γενόμενοι , οὐκ ἔσωθεν ὡς ὂν |
δήγματι προσπεσόντες ἐξάπτονταί τε ἐς δίψος καὶ πιεῖν ἀναφλέγονται καὶ ἀμυστὶ σπῶσι καὶ τάχιστα ῥήγνυνται . καί φησι μὲν Σώστρατος | ||
τοῦ χάριτας ἀποδιδόναι , Σοφοκλῆς δὲ ἀντὶ τοῦ ἀπαλεξῆσαι . ἀμυστὶ πιεῖν : οὕτω Φερεκράτης ἐπιρρηματικῶς . λέγεται δὲ ἐπὶ |
δεῦρο . „ τοῦτο δ ' ἐστὶ τί ; ” κριθαί . ” τί οὖν , ἀπόπληκτε , περιπλοκὰς λέγεις | ||
διαρρήξας θείῃ πεδίοιο . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀκοσταί , αἱ κριθαί , παρὰ τὸ ἄκος ἐμποιεῖν τοῖς ὀστέοις , ἵν |
τοῦ αἵματος . Χλοῦνιν λέγει τὴν ἀκμαίαν ἀποκοπὴν παρὰ τὴν χλόην : ἢ ἐπεὶ χλούνης ὁ σῦς , οἱ κάπροι | ||
παμμεγέθη δύο , ἐν λοπάδι μεγάλῃ ταῦτα , λιτῶς προσάγω χλόην , κύμινον , ἅλας , ὕδωρ , ἔλαιον . |
' ἐνῆν τἀκεῖ γὰρ ἐν ταύτῃ καλά , ἰχθῦς , ἔριφοι , διέτρεχε τούτων σκορπίος , ὑπέφαινεν ᾠῶν ἡμίτομα τοὺς | ||
δὲ ἐχομένη ἡλικία , χίμαροι , τὰ δὲ νεώτατα , ἔριφοι : ὁ δὲ Ποιητὴς ἐν Ὀδυσσείᾳ τὰ μὲν τέλεια |
τε [ ἄνδρες ] . Νυμφίε , σεῖο γάμοι χαρίτων πλήθουσι χορείης , σωφροσύνης μετὰ κάλλους ? ἀεὶ μεθέπουσιν ἀρωγήν | ||
φησὶ χώραν Ἑλλάδα . λέγει δὲ τὰς Ἀθήνας . . πλήθουσι νεκρῶν : αἱ ἀκταὶ καὶ οἱ αἰγιαλοὶ τῆς Σαλαμῖνος |
τοῖς κυνηγετικοῖς , περὶ ὧν ἔμπροσθεν ἐπεμνήσθην , σημαίνει : ὁρμιαὶ δὲ καὶ ἄγκιστρα καὶ καθετῆρες καὶ οἱ λεγόμενοι δόλωνες | ||
, τοὶ κάλαμοι , τἄγκιστρα , τὰ φυκιόεντα δέλητα , ὁρμιαὶ κύρτοι τε καὶ ἐκ σχοίνων λαβύρινθοι , μήρινθοι κῶπαί |
. ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθάοντα , ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι | ||
τὰ ὀξέα καὶ τὰ ἄποια : καὶ ἄπιοι δὲ καὶ ῥοιαὶ ὁμοίως αἱ τοιαῦται ψύχουσιν . οἱ στύφοντες φοίνικες ψυχρὸν |
δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ ἦρος ” : ἦρος δὲ σταχύες ἐκφύονται ʃ ἤγουν , ὅτε ὁ στάχυς δημιουργεῖται καὶ | ||
δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ ἦρος ” : ἦρος δὲ σταχύες ἐκφύονται ʃ ἤγουν , ὅτε ὁ στάχυς δημιουργεῖται καὶ |
μικραί , ἀπὸ δὲ κεφαλῆς ἐπὶ τῇ ὀσφύι μικραὶ καὶ σιμαὶ , κέρατα οὐκ ἔχουσαι , ὀστᾶ δὲ μακρὰ καὶ | ||
ζωὸν ἐόντα κακαῖσιν ἀτασθαλίαισιν ἄνακτος , ὥς τέ νιν αἱ σιμαὶ λειμωνόθε φέρβον ἰοῖσαι κέδρον ἐς ἁδεῖαν μαλακοῖς ἄνθεσσι μέλισσαι |
: ἀμφὶ δὲ τόν γε κύνες τ ' ἄνδρές τε νομῆες πολλὰ μάλ ' ἰύζουσιν ἀπόπροθεν οὐδ ' ἐθέλουσιν ἀντίον | ||
πάντας ἰὼν θηεῖτο βοαύλους , ἥντινά οἱ κτεάνων κομιδὴν ἐτίθεντο νομῆες , σὺν δ ' υἱός τε βίη τε βαρύφρονος |
. εἶτ ' ἐφέροντο ἐν ἀγγείοις ψιττακοί , ταοί , μελεαγρίδες , φασιανοί . εἵποντο δὲ καὶ πρόβατα Αἰθιοπικά , | ||
ὡς καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες ἐν τῇ Περσίδι καὶ αἱ καλούμεναι μελεαγρίδες ἐν τῇ Αἰτωλίᾳ . διὸ καὶ Ἀντιφάνης ἐν τοῖς |
, ῥίνης τεμάχη , σχαδόνες , βότρυες , σῦκα , πλακοῦντες , μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , | ||
ἐστὶν οἶσθα σύ , γύναι : σκόροδα , τυρός , πλακοῦντες , πράγματα ἐλευθέρι ' , οὐ τάριχος , οὐδ |
ὑπακτικά . τὰ δὲ πετραῖα , κωβιοί , σκορπιοί , ψῆτται , τὰ ὅμοια ξηρὰν δίδωσι τροφήν , εὔογκα δ | ||
βάτραχοι , πέρκαι , συνόδοντες , ὄνοι , βατίδες , ψῆτται , γαλεός , κόκκυξ , θρίσσαι , νάρκαι , |
μᾶλλον δὲ τὰ ὀπτὰ καὶ ἔτι μᾶλλον τὰ τηγανιστά , φοίνικες , κάστανοι , βολβοί , γογγύλαι , κοκκύμηλα , | ||
ἀρνῶν σάρξ , τὸ τοῦ σησάμου σπέρμα , βολβοί , φοίνικες οἱ λιπαροί . Φοίνικες χλωροὶ χυμῶν ὠμῶν ἐμπιπλῶσι τοὺς |
πυκνοὺς καὶ μεγάλους , δηίων ἀνδρῶν ἀλεωρήν . Καὶ μαχόμενοι θνήσκουσι γενναίως οἵ τε ἡγεμόνες καὶ οἱ τούτοις ἑπόμενοι μὴ | ||
γένηται , οὐχ οἵη τέ ἐστι περιγενέσθαι ἡ γυνή : θνήσκουσι δὲ ἄλλαι ἄλλῳ χρόνῳ , ὅκως ἂν καὶ τὰ |
τὰ φύλλα , ἀλόη , ἀμόργη καὶ μᾶλλον ἑψηθεῖσα , ἀναγαλλίδες ἀμφότεραι , ἀρνόγλωσσον : βρόμος καὶ διαφορεῖ καταπλασσόμενος . | ||
βρυωνίας ῥίζα , ἀμύγδαλα ἐδώδιμα καὶ αὐτὸ τὸ δένδρον , ἀναγαλλίδες , ἀνεμῶναι πᾶσαι , ἀριστολοχία μακρά , ἀρνογλώσσου τὰ |
φησὶν οὕτως : Ἔστι δὲ ποτίβαζις , ἄρτος κρίθινος καὶ πύρινος ὀπτὸς , καὶ κυπαρίσσου στέφανος , καὶ οἶνος κεκραμένος | ||
ἔγκαρπος , διὰ τὸ τρύγην ἔχειν : τρύγη δὲ ὁ πύρινος καρπός . διαπρύσιον διάτονον . διακριδόν ἐξ ἐπικρίσεως , |
. ἐστὶ δ ' ἡ ματτύα φάτται , χῆνες , τρυγόνες , κίχλαι , κόσσυφοι , λαγῴ , ἄρνες , | ||
λαγωοὶ καὶ ἔριφοι καὶ ἕτεροι ἄρτοι πεπονημένοι καὶ περιστεραὶ καὶ τρυγόνες πέρδικές τε καὶ ὅσον ἄλλο πτηνῶν πλῆθος ἦν . |
αἱ διὰ τῶν ἁλῶν συντιθέμεναι , καὶ τῶν ἄρτων οἱ πιτυρίαι , καὶ λαχάνων κράμβαι , καὶ ὅσα ὅμοια τούτοις | ||
εἰσί , τὰ ἐκ κριθῶν ἄλφιτα τούτοις ὁμοίως . ἄρτοι πιτυρίαι καὶ οἱ ῥυπαροὶ πάντες καὶ οἱ πλυτοί , ἄμυλον |
, μηλοπέπονες , σίκυες , κοκκύμηλα , συκόμορα , αἱ αὐστηραὶ καὶ ὀξώδεις σταφυλαί , αἱ αὐστηραὶ τῶν σταφίδων , | ||
περὶ τοὺς γάμους εὐσταθῶν . αἱ δὲ τέταρται δʹ Κρόνου αὐστηραὶ ἀνεύφραντοι ἀλλοιώδεις δύστεκνοι δυσάδελφοι ὠμαὶ φθαρτικαὶ κατάψυχροι ἀσύγκλωστοι βάσκανοι |
τούτῳ καὶ ἡ δειλία τῶν φύσει αἱρετῶν ἐστιν , ἐπεὶ ἔλαφοι καὶ λαγῲ καὶ ἄλλα πλείονα ζῷα φυσικῶς ἐπ ' | ||
τὸ τῶν ἐλάφων πάσχομεν : ὅτε φοβοῦνται καὶ φεύγουσιν αἱ ἔλαφοι τὰ πτερά , ποῦ τρέπονται καὶ πρὸς τίνα ἀναχωροῦσιν |
ψύχοντα καὶ ὑγραίνοντα φυλάσσεσθαι χρή , οἷά ἐστιν ἰχθύων μὲν ἐγχέλυες καὶ γλάνιες καὶ ἔλλοπες καὶ χρέμητες , καὶ ὅλως | ||
κτένες , πίνναι , καὶ πάντα ἁπλῶς τὰ ὀστρακόδερμα , ἐγχέλυες , κοχλίοι , ἐλάφεια κρέα , αἴγεια , βόεια |
τὸ μὲν γὰρ ὑπὸ Μέγητι εἴρηται , καὶ αἱ λοιπαὶ Ἐχινάδες οἵ τε ἐνοικοῦντες Ἐπειοί [ τε ] ἐξ Ἤλιδος | ||
Τὸ μὲν γὰρ ὑπὸ Μέγητι εἴρηται καὶ αἱ λοιπαὶ αἱ Ἐχινάδες , οἵ τε ἐνοικοῦντες Ἐπειοί τε ἐξ Ἤλιδος ἀφιγμένοι |
δ ' ἔγβαλλον ὀρείους πόδας ναός , στόματος δ ' ἐξήλλοντο μαρμαροφεγγεῖς παῖδες συγκρουόμενοι : κατάστερος δὲ πόντος ἐγ λιποπνόης | ||
' οἱ μὲν ἔκφρονες γιγνόμενοι ἔφευγον , οἱ δ ' ἐξήλλοντο , οἱ δ ' ἐνέπιπτον ἀλλήλοις . τοιαῦτα γὰρ |
τοῦτο γὰρ εὐπορίστως ἤνυσε . καὶ λάρδος ὁμοίως ταριχηρὰ ὡς βάλανοι προστιθέμενοι ὡς βʹ ἢ γʹ δεόντως ἐνεργοῦσι . τὴν | ||
ὅσα μέχρι τελέας πήξεως ἑψοῦσιν , φοίνικες , κάστανοι , βάλανοι , βολβοί , γογγύλαι , μύκητες , ἄρου ῥίζα |
τρυγηταί , τρυγήτριαι , καλαμητρίδες , ἀμοργεῖς , ἐλαιοκόμοι , ἀμαλλοδετῆρες , ὀχετηγοί , σκαφεῖς , σκαπανεῖς , λικμηταί , | ||
μετ ' ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε , ἄλλα δ ' ἀμαλλοδετῆρες ἐν ἐλλεδανοῖσι δέοντο . τρεῖς δ ' ἄρ ' |
, ἀμφίπολοι Πειθοῦς ἐν ἀφˈνειῷ Κορίνθῳ , αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκˈρη θυμιᾶτε , πολλάκι ματέρ ' ἐρώτων | ||
. . . . . . λιτ . αʹ λιβανωτίδος χλωρᾶς . . . . λιτ . αʹ δαφνίδων χλωρῶν |
ἀμύγδαλα πικρὰ ἔφηλιν ἀποκαθαίρει καὶ αἱ ῥίζαι τούτου τοῦ δένδρου ἑφθαὶ καταπλασσόμεναι . κόστος πρὸς ἐφήλεις ποιεῖ μεθ ' ὑγρομέλιτος | ||
σφαιρία σὺν ἀλφίτοις καὶ σταφὶς ἐκγιγαρτισμένη καὶ λειωθεῖσα καὶ ἰσχάδες ἑφθαὶ ἐν οἴνῳ κοπεῖσαι . Καὶ οἱ καρκῖνοι δ ' |
τὸ σπέρμα , σκόροδον , κρόμμυον , τῶν ταύρων αἱ χολαί , τῶν μύρων ἁπάντων τῶν παχυμερῶν τε ἅμα καὶ | ||
πάθος . κἂν μὲν οὖν μὴ πάνυ πονηραὶ αἱ ἐκκρινόμεναι χολαί εἰσιν , ὁποῖαι αἱ πρασώδεις καὶ αἱ ἰώδεις , |
θαλάττῃ , οὔτε τέλειον ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδέν ἐστι , σήραγγες δὲ καὶ ἄμμος καὶ πηλὸς ἀμήχανος καὶ βόρβοροί εἰσιν | ||
τὸ ποτὲ μὲν αὔξει , ποτὲ δὲ λήγει σηρούμενον καθάπερ σήραγγες : καυλὸς δὲ ὡς ἐπίμηκες . τὸ δὲ περικαλύπτον |
δὲ τῶν κωμικῶν † ἀπίνθιον καλοῦσιν . καὶ ἔστιν ἤτοι ἀπίνθιον , ὃ οὐκ ἄν τις πίῃ διὰ πικρότητα , | ||
δὲ τῶν κωμικῶν † ἀπίνθιον αὐτὸ λέγουσι , καὶ ἔστιν ἀπίνθιον , ὃ οὐκ ἄν τις πίῃ διὰ τὴν πικρότητα |
ἀνδράχνη καὶ ψύλλιον ὅ τε ἀπὸ τῶν τελμάτων φακὸς καὶ κοτυληδὼν στρύχνον τε καὶ ὑοσκύαμος καὶ θριδακίνη καὶ γλαύκιον αἵ | ||
ἀνδράχνη καὶ ψύλλιον ὅ τε ἀπὸ τῶν τελμάτων φακὸς καὶ κοτυληδὼν στρύχνον τε καὶ ὑοσκύαμος καὶ θριδακίνη καὶ τεῦτλον καὶ |
φησίν . χἁ στιβάς : ὑποστρώσομεν καὶ στιβάδα πήχεως . στιβάς : στρωμνὴ ἐπὶ τῆς γῆς ἐκ φύλλων πῆχυν ἔχουσα | ||
ἐνὶ δρυμοῖσι τὸν ἀνέρα μύρεο , Κύπρι : οὐκ ἀγαθὰ στιβάς ἐστιν Ἀδώνιδι φυλλὰς ἐρήμα . λέκτρον ἔχοι , Κυθέρεια |
; ] καὶ νὴ Δί ' αἱ νῆτται : Ἡ νῆτται εἶδος ὀρνέου , ἔχον τὴν πτέρωσιν ἐκ φύσεως ὥσπερ | ||
οὐκ ἂν ἐργασαίατο ; ] καὶ νὴ Δί ' αἱ νῆτται : Ἡ νῆτται εἶδος ὀρνέου , ἔχον τὴν πτέρωσιν |
φακῆ οἱ γλυκεῖϲ φοίνικεϲ ϲταφίδεϲ αἱ γλυκεῖαι καὶ λιπαραί , γογγύλαι βολβοὶ τροφιμώτατοι καὶ μᾶλλον οἱ δίϲεφθοι . μέλι τὸ | ||
ἡ γογγύλη . γογγύλῃ παρείκασεν αὐτάς , ἐπειδὴ καὶ αἱ γογγύλαι στρογγύλαι παρ ' αὐτοῖς . λαχάνου εἶδος , ὃ |
ἔχων τὰ ἄρθρα διῃρημένα , ἐξ ὧν ἄρθρων αἱ τριχώδεις φυλλάδες πέφυκαν . ἐκ τοῦ δὲ εἶναι , αὐτὸ σαλπίγγιον | ||
που ταμίσοιο ποτὸν διεχεύατο θρόμβους , καὶ χλοεραὶ μίνθης ἄπο φυλλάδες ἠὲ μελίσσης ἠὲ καὶ ἐνστύφοντι ποτῷ μεμορυχμέναι ὄξευς . |
δὲ λεύκη ἀθληταῖς συμφέρει διὰ τὸν Ἡρακλέα . Πύξοι καὶ μυρρίναι καὶ ῥοδοδάφναι γυναῖκας ἑταιρικὰς καὶ οὐ πάνυ τι κοσμίας | ||
προσαγωγῆς καὶ πλῆθος καὶ θερμότητα . ἐν δὲ τῷ ὕδατι μυρρίναι τε ἡψήσθωσαν , καὶ δάφνη καὶ ἁπαλὴ σχῖνος τὰ |
καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , σαῦρος , τριχίας , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , | ||
δὲ δούλων πρόσωπα κωμικὰ πάππος , ἡγεμὼν θεράπων , κάτω τριχίας , θεράπων οὖλος , θεράπων Μαίσων , θεράπων Τέττιξ |
, φρύνος , λαγωὸς θαλάσσιος , ἕλειος ἄφωνος βάτραχος , βδέλλαι : σπέρματα δ ' ὑοσκύαμος , κώνειον , κόριον | ||
παρεμπλασσόντων , ὡς εἴρηται . Προσβάλλονται τοῖς πεπονθόσι τόποις αἱ βδέλλαι ἢ τοῖς σύνεγγυς ἀλιπέσιν : ἀποστρέφει γὰρ αὐτῶν τὴν |
οἶνος λεπτὸς καὶ λευκός : τὰ δὲ καταπλάσματα καὶ αἱ πυρίαι , ἐφ ' ὧν δριμύτης ἐστὶν αἰτία τῆς δυσεντερίας | ||
. Αἷϲ δὲ κέχηνε τὸ ϲτόμα , δίαιτα μὲν καὶ πυρίαι καὶ φάρμακα ξηρότερα καὶ ϲτύφοντα , κύτινοι ῥοῶν καὶ |
ἀντιγράφοις εὗρον τοῦ Ἀντιφάνους Μίνωος διὰ τοῦ ο γεγραμμένον : τρώγοντες μολόχης ῥίζαν . καὶ Ἐπίχαρμος : . . . | ||
: καὶ τοῖς . ὠμηστῆρσι : οἱ τὰ ὠμὰ πράγματα τρώγοντες . εὐκρέες : γράφεται εὐκραεῖς . Ἐλατῆρι : ἐλαυνοτῆρι |
, λάμιαι , αἰετοί , ὠὰ ἑφθά , ὀπτά , ταγηνιστά , πυροὶ ἑφθοί , ὁ καλούμενος τράγος . τὸ | ||
, καλλῶσον , σπλήν , πάντα σπλάγχνα ζῴων , ὠὰ ταγηνιστά , τυροὶ παλαιοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις |