| ταῖς δυστυχίαις καὶ τῷ πένθει ἐκείροντο . Ὅμηρος αὐτοὺς πανταχοῦ καρηκομόωντας καλεῖ . ἀνάπαλιν δὲ Ἐπαμεινώνδας : ἡμετέραις βουλαῖς Σπάρτα | ||
| ὠμοτάριχον ἐῶν χαίρειν , Φοινίκιον ὄψον . αὐτὰρ ἐχίνους ῥῖψα καρηκομόωντας ἀκάνθαις : οἳ δὲ κυλινδόμενοι καναχὴν ἔχον ἐν ποσὶ |
| ὥς . ὄστρεά τ ' ἤνεικεν , Θέτιδος Νηρηίδος ὕδνα σόγκους δ ' οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ ' ὀνομήνω | ||
| δέ φησιν Ἡγήσανδρος τὸν Σεῦτλον ἐπικαλούμενον παραθέντος τινὸς αὐτῷ πλείους σόγκους ἐν δείπνῳ , ὁ Καπανεύς , ἔφη , ὁ |
| ψυχὴν ἐκάπυσσε . τῆλε δ ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα , ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ | ||
| καὶ στιγματίας παρέχουσιν . τὰς δὲ Διὸς βαλάνους καὶ ἀμύγδαλα σιγαλόεντα Παφλαγόνες παρέχουσι : τὰ γάρ τ ' ἀναθήματα δαιτός |
| , μαψιδίην δὲ οἴσει ἄλην τῇ καὶ τῇ ἀλυσκάζοντι κέλευθον ἀγχόθι δεσποσύνων μεγάρων καὶ ὁμήθεος οἴκου . εἰ δὲ τύχοι | ||
| ” . οὕτως οὖν αὐτὸς ἠπείγετο ἰδεῖν τὴν γαμετήν . ἀγχόθι δ ' αὐτῆς ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδές . ἱρὸν νυμφάων |
| ὃ δή σφεας ὁππότε δαλοῖς ὕδωρ αἰθομένοισιν ἐπιλλείβοντας ἴδοντο Μηδείης δμωαὶ Φαιηκίδες , οὐκέτ ' ἔπειτα ἰσχέμεν ἐν στήθεσσι γέλω | ||
| παύσαντο ποτοῦ δαιτός τ ' ἐρατεινῆς , δὴ τότε που δμωαὶ στόρεσαν θυμήρεα λέκτρα ἐν Πριάμοιο δόμοισι θρασύφρονι Πενθεσιλείῃ . |
| κανοῦν . οἱ δὲ ἐπὶ θορύβου τάττουσι τοῦτο παρὰ τὴν καναχήν , ἤγουν μετὰ ψόφου ἔγχεον . νυν ] δή | ||
| κανοῦν . οἱ δὲ ἐπὶ θορύβου τάττουσι τοῦτο παρὰ τὴν καναχήν , ἤγουν μετὰ ψόφου ἔγχεον . νυν ] δή |
| ἶφι δαμάσσας , ἢ νέκυν ἐν κονίῃσι βάλεν , γενύεσσιν ὀρούσας . ἔστι δέ τις κάπροιο φάτις πέρι λευκὸν ὀδόντα | ||
| οἱ ἐννεσίῃσι κραταιοῦ Τυδέος υἱὸς ἑσπομένου Ὀδυσῆος ὑπὲρ μέγα τεῖχος ὀρούσας Ἀλκαθόῳ στονόεντα φέρειν ἤμελλεν ὄλεθρον ἁρπάξας ἐθέλουσαν ἐύφρονα Τριτογένειαν |
| Μήδεια λιποῦς ' ἄπο πατρίδα γαῖαν . Ἤδη δ ' ἀμφίπολοι μὲν ὀπιπτεύουσαι ἄπωθεν σιγῇ ἀνιάζεσκον , ἐδεύετο δ ' | ||
| Ναυσικάα , θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο , πὰρ δὲ δύ ' ἀμφίπολοι , Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι , σταθμοῖϊν ἑκάτερθε : |
| ἐπὶ μητέρα αἶψα δ ' ἔπειτα [ ] καλὰς σείουσιν ἐθείρας [ ] ! τα περὶ χροῒ νύμφαι ἔχουσαι [ | ||
| ' Ὀλυμπίᾳ πύξ τε καὶ στάδιον κρατεῦσαν [ ] στεφάνοις ἐθείρας νεανίαι βρύοντες . Σὲ δὲ νῦν ἀναξιμόλπου Οὐρανίας ὕμνος |
| τοῦ νοστήσαιμι , ὡς πληθὺν δ ' οὐκ ἂν ἐγὼν ὀνομήνω . περιττεύει δὲ ὁ κέν σύνδεσμος . . . | ||
| τῷ πληθὺν δ ' οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ ' ὀνομήνω . . . . . τηλόθεν ἐξ ἀπίης : |
| νάσσατο νήσῳ , Πηλεὺς δ ' ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι ναῖε λιασθείς . ἄλλως . τί αἰδεῖται ὁ Πίνδαρος , καὶ | ||
| μέσου ἤματος ἀγρώσσοιεν , εὖτέ τις ἐν δρυμοῖσιν ὑπὸ σπήλυγγι λιασθείς , κάρφεα λεξάμενός τε καὶ ὠκύμορον φλόγα νήσας , |
| ' Ἅλυος ποταμοῖο : τῇ γάρ σφ ' ἐξαποβάντας ἀρέσσασθαι θυέεσσιν ἠνώγει Ἑκάτην , καὶ δὴ τὰ μὲν ὅσσα θυηλήν | ||
| ἀρήιος ὁρμαίνεσκεν , ὄφρα καθηραμένη πέρι λύματα λυγρὰ φόνοιο σμερδαλέας θυέεσσιν Ἐριννύας ἱλάσσηται , αἵ οἱ ἀδελφειῆς κεχολωμέναι αὐτίχ ' |
| ἐφέστια λέκτρα γυναικῶν : τῇσιν ἀεὶ πᾶν ἦμαρ ὑπὸ γλαφυροῖσι μυχοῖσι κίχλαι ναιετάουσιν , ἀλίγκιαι ἀρτιγάμοισι νύμφαις , ἃς οὐκ | ||
| , ὧν ὕπο γαῖαν ναίουσιν Γαράμαντες ἀπείριτοι : ἐν δὲ μυχοῖσι βόσκοντ ' ἠπείροιο πανύστατοι Αἰθιοπῆες , αὐτῷ ἐπ ' |
| , σπεύδειν λισσομένη καί μιν πόδες οὐκέτ ' ὀπίσσω ἱεμένην φορέουσιν , ἔχει δ ' ἐπὶ πόντον ὀπωπάς : ὣς | ||
| . . Ἥμισυ δὲ Στεφάνοιο καὶ αὐτὴν ἔσχατον οὐρὴν Κενταύρου φορέουσιν ἀνερχόμεναι ἔτι Χηλαί . Τῆμος ἀποιχομένην κεφαλὴν μέτα δύεται |
| ὄψον . αὐτὰρ ἐχίνους ῥῖψα καρηκομόωντας ἀκάνθαις , οἱ δὲ κυλινδόμενοι καναχὴν ἔχον ἐν ποσὶ παίδων ἐν καθαρῷ , ὅθι | ||
| ὄψον . αὐτὰρ ἐχίνους ῥῖψα καρηκομόωντας ἀκάνθαις : οἳ δὲ κυλινδόμενοι καναχὴν ἔχον ἐν ποσὶ παίδων ἐν καθαρῷ , ὅθι |
| ὁδοῦ : παρὰ τὴν ἀτραπόν , ἥ ἐστιν ὁδός . ἀφραδίῃσι : γράφεται ἀτροπίῃσι . μαντοσύνας δεδαώς : ἀντὶ τοῦ | ||
| , ὠτειλαῖς δὲ περιπλήθουσα θαμειαῖς ὄλλυται αὐτοδάϊκτος , ὑπ ' ἀφραδίῃσι θανοῦσα . ὡς δ ' ὅτε θηροφόνων τις ἀνὴρ |
| περιπλεκόμεναι . σπείρῃσιν : πλοκάμοις . Παρθενικαί : παρθένοι . δηναιόν : μετὰ χρόνον , μακροχρόνιον . Ἀπήμονα : ὑγιῆ | ||
| περιπλεκόμεναι . σπείρῃσιν : πλοκάμοις . Παρθενικαί : παρθένοι . δηναιόν : μετὰ χρόνον , μακροχρόνιον . Ἀπήμονα : ὑγιῆ |
| Μάτρων ὁ παρῳδὸς ἐν τῷ Δείπνῳ : ὄστρεά τ ' ἤνεικεν , Θέτιδος Νηρηίδος ὕδνα . Δίφιλος δὲ δύσπεπτά φησιν | ||
| ταμίην ἐκέλευεν ἐνεῖκαι τά οἱ φρουρέειν ἔδωκεν : ὡς δὲ ἤνεικεν , λύσας τὴν σφρηγῖδα ὁ Κομβάβος τά τε ἐνεόντα |
| χαλέπα : ⌊ πάντα δὲ δίψαις ' ὐπὰ καύματος ⌋ ἄχει δ ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ ˘ ˘ – | ||
| ἐπὶ τῶν αἰχμῶν ἀπερείσαντες οἱ πλεῖστοι δυσφορούσας τὰς κεφαλὰς τῷ ἄχει . τὸν Ἀχιλλέα μὴ ἀπὸ τῆς κόμηςοἴχεται γὰρ τοῦτο |
| οἱ Χάριτές τε καὶ Ὧραι ποίησαν καὶ ἔβαψαν ἐν ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν , οἷα φοροῦς ' ὧραι , ἔν τε κρόκῳ | ||
| : δοτικὴ ἀντὶ αἰτιατικῆς , ὡς τὸ ἐπ ' ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν . . . . . ὡς δ ' ὅτε |
| ἐν φιλότητι τέκε Γραικὸν μενεχάρμην . . ἣ δ ' ὑποκυσαμένη Διὶ γείνατο τερπικεραύνωι υἷε δύω , Μάγνητα Μακηδόνα θ | ||
| δέ τοι μεθιᾶσιν ἐπήρατον ἐς φιλότητα : ἡ δ ' ὑποκυσαμένη πολυανθέα γείνατο παῖδα , νηδύϊ μὲν πόσιος γόνιμον θορὸν |
| ἄπιοι , μιμαίκυλα , συκάμινα , ἄμπελοι , μυρσίναι , δάφναι , κισσὸς , ἐλαίαι , κότινοι , ἀμυγδαλαὶ , | ||
| ἄλσος ἀμείβει , δένδρεσιν εὐθαλέεσσι κατάσκιον , ᾧ ἔνι πολλαί δάφναι τ ' ἠδὲ κράνειαι ἰδ ' εὐμήκεις πλατάνιστοι : |
| ἐγὼ ῥινούς τε βοῶν περίειμι ταμέσθαι ἀζαλέας , ἀνδρῶν τε παρηίδας αἵματι φύρσαι . ” Ὧς ἔφατ ' : αὐτὰρ | ||
| αἵ οἱ ἀτημελίῃ καταειμέναι ἠερέθοντο : αὐσταλέας δ ' ἔψηχε παρηίδας , αὐτὰρ ἀλοιφῇ νεκταρέῃ φαίδρυνε πέρι χρόα : δῦνε |
| τε τὸν ὅρκον , καὶ τότ ' ἐγὼ Κίρκης ἐπέβην περικαλλέος εὐνῆς . ἀμφίπολοι δ ' ἄρα τεῖος ἐνὶ μεγάροισι | ||
| ἕλκων . Ἠΐθεοι : νέοι , ἀΐσσοντες ἐπὶ θέαν . περικαλλέος : εὐμόρφου . Φρασσάμενοι : ἰδόντες . ἀποσταδόν : |
| καί οἱ ἐπειγομένη θαμινὰς ἐκέδασσε φάλαγγας αἵ οἱ ὑπὸ τρόπι κεῖντο μιᾶς σχοίνοιο ταθεῖσαι . Ἐν δ ' ἄρ ' | ||
| ' ἀλλοδαπῶν ἐπικούρων : τῶν οἳ μὲν θανάτῳ δεδμημένοι ὀκρυόεντι κεῖντο κατὰ πτολίεθρον ἐν αἵματι , τοὶ δ ' ἐφύπερθε |
| τέκνα τέκωνται . κεῖνος γὰρ πάσης γλυκερώτερος Ἀμφιτρίτης κόλπος , ἀπειρεσίοισι καὶ εὐΰδροις ποταμοῖσιν ἀρδόμενος , μαλακαὶ δὲ πολυψάμαθοί τ | ||
| τ ' ἐξελάσει σταχύων γλάγος ἐκπίνοντας ἀτηρήν τε χάλαζαν , ἀπειρεσίοισι βελέμνοις ἀγρῷ τραῦμα φέρουσαν ἀμήχανον ἐξακέσασθαι . Βρωτήρων τ |
| Ἀρισταινέτου ῥίπτει ἐπὶ τὸν Ἕρμωνα , κἀκείνου μὲν ἅμαρτε , παραὶ δέ οἱ ἐτράπετ ' ἄλλῃ , διεῖλε δὲ τοῦ | ||
| δὲ θάμβος ἐποίησε καὶ σιωπήν , πάντες δ ' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι : καὶ εἴγε Μιθριδάτην ἔδει πρῶτον εἰπεῖν |
| ἐχούσας μέλιτος , ἀλλὰ καὶ μελαίνας καὶ ὑπολευκιζούσας καὶ ἑτέρας λευκοτέρας . Λίθος ὀνυχίτης . Οὗτος ἐν τῇ Ἰνδικῇ γίνεται | ||
| , ἃς ἐν χέρσῳ θρέψε Διὸς παῖς ἄσπετος ὄμβρος , λευκοτέρας χιόνος , ἔσθειν δ ' ἀμύλοισιν ὁμοίας : τάων |
| ἐκείνῳ τῷ ναῷ : χρύσειαι δ ' ἐξύπερθ ' αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες . οὗτος μὲν δὴ ταῦτα ἐς μίμησιν ἐμοὶ | ||
| ἰὼν ἐμνάσατο κοίτου . Ὄρνιχες τρίτον ἄρτι τὸν ἔσχατον ὄρθρον ἄειδον , Τειρεσίαν τόκα μάντιν ἀλαθέα πάντα λέγοντα Ἀλκμήνα καλέσασα |
| Ἀλεξάνδρῳ ἐτεκτήνατο νῆας καὶ ἑαυτῷ , αἳ πᾶσι κακὸν Τρώεσσι γένοντο , ὡς φυσικῆς τινος ἀκολουθίας νόμον θεμένης τοῦ πάντως | ||
| καὶ χέλυες μάλα πολλάκις ἀντιόωσαι θήρην λωβήσαντο καὶ ἀνδράσι πῆμα γένοντο . τάων δ ' ἔπλετο μόχθος ἑλεῖν ῥήϊστος ἁπάντων |
| . . . . , . αἱ δ ' ἄμοτον τανύοντο . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι ] ἐκ | ||
| νῆ ' ἔπι , κὰδ δ ' ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι τανύοντο ἐς πόδας ἀμφοτέρους . ἡ δ ' ἐς πέλαγος |
| ' οὐ μὰν δείσουσι λιλαιόμενοι μέγα χάρμης . Εἰσὶν γὰρ κρατεροί τε καὶ ὄβριμοι ἀνέρες ἄλλοι , Τυδείδης Αἴας τε | ||
| καλὸν σῶμα περισταδόν , ἠΰτε θηρός , τοῦδε δάσαντο κύνες κρατεροί : † πέλας αρκενα πρώτη . . . μετὰ |
| ] κακὸν ? ? ? ἕξειν [ ] . ἀτρεκέως Ἄιδης Τρώων ἀλόχοισι λοχεύει ? [ ] ? ? πή | ||
| ὀργίλως θυμουμένη . * ἄιδα : θανάσιμα , ἀπὸ τοῦ Ἄιδης τὸν θάνατον , τὸν Ἄιδην * προσμάξηται : φέρῃται |
| δίφροι πεπονήατο δηριόωντε : καὶ τοῦ μὲν προπάροιθε Πέλοψ ἴθυνε τινάσσων ἡνία , σὺν δέ οἱ ἔσκε παραιβάτις Ἱπποδάμεια : | ||
| κυμοθαλής , χαριδῶτα , τετράορον ἅρμα διώκων , εἰναλίοις ῥοίζοισι τινάσσων ἁλμυρὸν ὕδωρ , ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης βαθὺ χεῦμα |
| ἄγι ταῦτα [ ! ! ] ζάλεξαι , κἄμμ ' ἀπὺ τωδεκ [ ! ] δρα χάρισσαι : στείχομεν ] | ||
| ? ! [ [ ] ι ? γάρ μ ' ἀπὺ τὰς ἐ ! [ [ ὔμως ] δ ' |
| , ἅς τ ' αἰζηὸς ἄφαρ ψυχῆς ἀπαμέρσῃ κόψας αὐχενίους στιβαρῷ βουπλῆγι τένοντας : ὣς αἳ Τυδείδαο πέσον παλάμῃσι δαμεῖσαι | ||
| Ὄλυμπον κῆρ ἀχέων ὀδύνῃσι πεπαρμένος : αὐτὰρ ὀϊστὸς ὤμῳ ἔνι στιβαρῷ ἠλήλατο , κῆδε δὲ θυμόν . τῷ δ ' |
| Αἰγύπτοιο , Καυκάσου ἐγγὺς ἐόντες , ὃς Ὑρκάνιον περὶ πόντον οὔρεσιν ἠλιβάτοισιν ἀέξεται : ἔνθα τε Φᾶσις , Κιρκαίου κατὰ | ||
| κοίλης ἔντοσθε χαράδρης , τῶν δέ τε τηλόσε δοῦπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν : ὣς τῶν μισγομένων γένετο ἰαχή τε |
| καὶ ἡ Φρυγία . . . . τάων καὶ Βορέης ἠράσσατο : ἡ διπλῆ ὅτι ἐλλείπει τὸ τινῶν , τούτων | ||
| γείνατο δὲ ῥαδαλῇς ἐναλίγκιον ἀρκεύθοισι Βυβλίδα . τῆς ἤτοι ἀέκων ἠράσσατο Καῦνος . * * * * * * * |
| ἐγγὺς ἕπονται : ἔξοχα δ ' , ὁππότε νῆα διαραισθεῖσαν ἀέλλαις , αἰνὰ Ποσειδάωνος ἀμειλίκτοιο τυχοῦσαν , δασσάμενον μέγα κῦμα | ||
| δ ' ἀπενόσφισαν αὐγάς . Αὐτὰρ ἐπεὶ ζαμενὴς Βορέης στροφάδεσσιν ἀέλλαις ἁρπάξας ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας Βιστονίης , |
| ἀγρολόφοισι : ἔξω ἐν ταῖς ὕλαι στῶντες . Ἐπισκυνίοισιν : ὀφρῦσιν . μεσόφρυα : μέτωπα . Χαροπαῖσι : εὐχαρίαις . | ||
| Τορόν : κυκλοτερές . πυρσωπόν : πύρινον . ἐπισκυνίοισιν : ὀφρῦσιν . δαφοινόν : μέλαν . Οὔατα : οὔτα . |
| : “ Τηλέμαχ ' , ἤδη μέν τοι ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι εἵατ ' ἐπήρετμοι , τὴν σὴν ποτιδέγμενοι ὁρμήν : ἀλλ | ||
| ἄλλαι νῆες ἐΰσσελμοι μένον ἁθρόαι , ἀμφὶ δ ' ἑταῖροι εἵατ ' ὀδυρόμενοι , ἡμέας ποτιδέγμενοι αἰεί , νῆα μὲν |
| ἴδοι : ἀττικῶς . πάροιθεν : ἐκτός . Γαμήλιος : παρθενική . αἴθεται : ἐκκαίεται , αὔξεται , ἐκπυροῦται , | ||
| : τὴν δ ' ὧδε προσεφώνεεν ἠύκερως βοῦς : θάρσει παρθενική : μὴ δείδιθι πόντιον οἶδμα . αὐτός τοι Ζεύς |
| κομίζων υἱός , ὅπως ἂν ἔχοιμεν ὀϊζύος ἀτρεκὲς ἄλκαρ . γηθόσυνοι δέχνυσθε βροτοί , πινυτοῖσιν ἐνίσπω , οἷς ἀγαθὴ κραδίη | ||
| ᾧ τε αὖ Κάλχα χωρὶς τοῦ ν . . χάρμῃ γηθόσυνοι : ἡ διπλῆ ὅτι ἐλλείπει ἡ ἐπί , ἵν |
| ὠκέωϲ ϲτενοχωρίῃ ἧπαρ , διάφραγμα , πνεύμων , καρδίη : τοὔνεκεν ἄπνοια ξυνεῖναι δοκέει καὶ ἀφωνίη . ἀτὰρ καὶ αἱ | ||
| καὶ γνῶναι βασιλῆα θεόν , τὸν πάντ ' ἐφορῶντα . τοὔνεκεν αἰσθομένοιο πυρὸς σέλας ἔρχετ ' ἐφ ' ὑμᾶς : |
| οὐκ ἴδον ὄμματα φωτός : ἵπποι γάρ με παρήϊξαν πρόσσω μεμαυῖαι . Ὣς φάτο , Πάτροκλος δὲ φίλῳ ἐπεπείθεθ ' | ||
| χάρμης , ἀλλ ' ἄρα νήιδες ἔργον ἐπ ' ἄτλητον μεμαυῖαι , ὄρνυσθ ' ἀφραδέως ; Οὐ γὰρ σθένος ἔσσεται |
| λευκήν * βῆσσαν : τὴν γῆν , γράφεται πέζαν * λασίοισιν : πυκνοῖς δασέσιν * φύλλοισι κατήρης : κατάσκιος , | ||
| Ὡς δ ' ὅταν αἰετὸν ὠκὺν ὑποπτώσσωσι λαγωοὶ θάμνοις ἐν λασίοισιν , ὅτ ' ἐγγύθεν ὀξὺ κεκληγὼς πωτᾶτ ' ἔνθα |
| μένος : αὐτὰρ ἔπειτα ὀστέα λευκὰ λέγοντο κασίγνητοί θ ' ἕταροί τε μυρόμενοι , θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν . | ||
| : αὐτὰρ ἐγὼ μετεφώνεον ἀχνύμενος κῆρ : ἄασάν μ ' ἕταροί τε κακοὶ πρὸς τοῖσί τε ὕπνος σχέτλιος . ἀλλ |
| ἐν ἀρχῇ δείξας δώδεκα πέπλους , δώδεκα δ ' ἁπλοΐδας χλαίνας , τά τε λοιπὰ τῶν κομισθέντων δώρων , ἀλλ | ||
| , ἢν δέῃ : καὶ ἐπὶ μὲν τὸν στύλον ἐπιστρῶσαι χλαίνας ἢ ἄλλο τι , ὃ μαλθακὸν μὲν ἔσται , |
| ἀρχοὶ δ ' αὖ δύο μοῦνοι Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων ἐν νόστῳ ἀπόλοντο : μάχῃ δέ τε καὶ σὺ παρῆσθα . εἷς | ||
| Τρώων μὲν ὑπεξέφυγον στονόεσσαν ἀϋτήν , ἐν νόστῳ δ ' ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός . αὐτὰρ ἐπεὶ ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδας |
| ' , ἐπεὶ βουλῇσι θεοῦ μεροπηΐδα μορφὴν ἀμφεβάλοντο Κρόνοιο καὶ ἀμφιέσαντο λέοντας , δώροισιν μετόπισθε Διὸς μέγα κοιρανέουσι θηρσὶν ὀρειαύλοις | ||
| τε δαφοινῶν : αὐτοὶ δ ' οἰὸς ἄωτα πρόπαν δέμας ἀμφιέσαντο , σφιγξάμενοι καθύπερθεν ἐπασσυτέροις τελαμῶσι : καὶ κόρυθες κρύπτουσι |
| τοὺς μὲν δὴ θήρεσσιν ἐοικότας , οἵ τ ' ἐν ὄρεσσι ποίμνῃς εἰροπόκοισι φόνον στονόεντα φέρουσι , τὴν δὲ πυρὸς | ||
| : τοὶ δ ' ἀίοντες ὑπέτρεσαν , εὖτ ' ἐν ὄρεσσι φθόγγον ἐριβρύχμοιο νεβροὶ τρομέωσι λέοντος δείλαιοι μέγα θῆρα πεφυζότες |
| ἔμβρυον τὸ ἐν τῇ γαστρὶ αὐξανόμενον . καί τε βρύει ἄνθεϊ λευκῷ , Ὅμηρος . ὁ δὲ νοῦς : ὦ | ||
| δέ τε πνοιαὶ δονέουσι παντοίων ἀνέμων , καί τε βρύει ἄνθεϊ λευκῷ : ἐλθὼν δ ' ἐξαπίνης ἄνεμος σὺν λαίλαπι |
| ' ἐφ ' ἱππήεσσιν ὄρουσαν ἱππῆες , πεζοῖσι δ ' ἐπέχραον ἔθνεα πεζῶν , ἅρμασι δ ' ἅρμαθ ' ἵκοντο | ||
| ὀδόντας ὧς Ζήτης Κάλαΐς τε μάλα σχεδὸν ἀίσσοντες τάων ἀκροτάτῃσιν ἐπέχραον ἤλιθα χερσίν . καί νύ κε δή σφ ' |
| ἦεν ἐπ ' αὐτῷ . ἓξ δὲ διὰ πτύχας ἦλθε δαΐζων χαλκὸς ἀτειρής , ἐν τῇ δ ' ἑβδομάτῃ ῥινῷ | ||
| γόον εἶναι χωρὶς δακρύων . θ δαΐφρων ] τὰς φρένας δαΐζων ὁ γόος . δαΐφρων ] διακόπτων τὰς φρένας . |
| ἅμ ' Ἀτρείδῃσιν ὑπὲρ πολέμοιο φέρωμαι . Καὶ σὺ μὲν ἔκτοσθε στῆσας νέας : αὐτὰρ ἔγωγε αὐτὸν ἀεικίσσας πληγῇς ὑπὸ | ||
| προπάροιθεν . μηδὲ σὺ δηθύνειν , μή τίς ς ' ἔκτοσθε νοήσας ἢ βάλῃ ἢ ἐλάσῃ : τὰ δέ σε |
| Τῷ Ἕλληνι , τῷ τέρενι : τὸν Ἕλληνα , τὸν τέρενα : ὦ Ἕλλην , ὦ τέρεν . Κανονίζεται ἐπὶ | ||
| μὲν σάκεος , ὁ δὲ φασγάνου ἀργυροήλου τώ οἱ ῥυσάσθην τέρενα χρόα . χώσατο δ ' Ἕκτωρ . ὅτι καὶ |
| ἐαγός , ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον , οἷά τε πολλὰ πνεῦμα Διωνύσοιο πρὸς Ὕβριος ἔκβαλεν ἀκτάς . ὅρκον δ ' οὔτ | ||
| τέταρτος ἐὼν φίλος αὐτίκα νυκτός , μᾶλα μὲν ἐν κόλποισι Διωνύσοιο φυλάσσων , κρατὶ δ ' ἔχων λεύκαν , Ἡρακλέος |
| Μήδει ' ἐνὶ στέρνοισιν ἀκαμπέα θυμὸν ἐνώμα : δρέψατο γὰρ παλάμῃσι λυγρῶν ἀποθρίσματα ῥιζῶν . Καὶ τότ ' ἐγὼ φόρμιγγος | ||
| . τὸν δὲ καὶ ἠΐθεοι τερενόχροες ἱμερτῇσιν αἰὲν ἐφορμήσουσι περιπτύσσειν παλάμῃσι , καὶ μαλακὴ χρύσειον ἐπὶ λέχος αἰὲν ἐρύσσει ἄλληκτον |
| μόσχους πίμπραται ὁππότε θῆρα νομαζόμενοι δατέονται , τούνεκα τὴν βούπρηστιν ἐπικλείουσι νομῆες . τῷ δὲ καὶ εὐκραδέος τριέτει ἐν νέκταρι | ||
| πρωτογόνου , στέργει δὲ περισφαραγεῦσα γάλακτι : τὴν ἤτοι μελίφυλλον ἐπικλείουσι βοτῆρες , οἱ δὲ μελίκταιναν : τῆς γὰρ περὶ |
| οὕτω “ καὶ αἰγανέας δολιχαύλους ” “ καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες τόξοισίν τε . ” ἀϊκῶς αἰκιστικῶς : “ ἑλκήσους ' | ||
| λαοὶ δὲ παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης δίσκοισιν τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες τόξοισίν θ ' : ἵπποι δὲ παρ ' ἅρμασιν οἷσιν |
| ' Ἄρηι : ὅτι προεληλυθυίας λέγει τῆς ἡμέρας ἤδη τὸ πανημέριοι ἐπὶ τοῦ ἀπολείποντος αὐτοῦ μέρους , καὶ οὐ πάντως | ||
| ἀεὶ τὴν ἄρκτον ἔχων λάμπουσαν ἕως ἂν ἐφεύρῃς . Ἧσθε πανημέριοι χορταζόμενοι γάλα λευκόν , [ πῦον δαινύμενοι , κἀμπιπλάμενοι |
| Δίκα καὶ ὁμότˈροφος Εἰρήνα , τάμι ' ἀνδράσι πλούτου , χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος : ἐθέλοντι δ ' ἀλέξειν Ὕβριν | ||
| μὲν τοῖχοι χάλκεαί [ θ ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν , χρύσεαι δ ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες . ἀλλά |
| δὲ μενέαιν ' ἀγορεῦσαι : τῇ καὶ παρθενικαὶ πίσυρες σχεδὸν ἑδριόωντο ἀδμῆτες , λευκῇσιν ἐπιχνοάουσαι ἐθείραις . στῆ δ ' | ||
| ἰλλομένοις ἐπὶ λαίφεσιν ἠδὲ καὶ ἱστῷ κεκλιμένῳ μάλα πάντες ἐπισχερὼ ἑδριόωντο . τοῖσιν δ ' Αἴσονος υἱὸς ἐυφρονέων μετέειπεν : |
| ὅς ῥά τε Κωρυκίην ὑπὸ δειράδα ναιετάεσκε πέτρην θ ' Ἡφαίστοιο περίφρονος ἥ τε βροτοῖσι θαῦμα πέλει : δὴ γάρ | ||
| Διονύσοιο δὲ δῶρον φάσκ ' ἔμεν , ἔργον δὲ περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο . ἡ δὲ ἱστορία τοιαύτη : Διόνυσος ὁ Διὸς |
| μὴ ἴδωμαι ὅμοιον τῷ πληθὺν δ ' οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ ' ὀνομήνω . . . . . τηλόθεν | ||
| δή μοι ταῦτα κατὰ μοῖραν καταλέξῃς , αὐτίκα καὶ πᾶσιν μυθήσομαι ἀνθρώποισιν ὡς ἄρα τοι πρόφρων θεὸς ὤπασε θέσπιν ἀοιδήν |
| [ φῦλα γυναικῶν ἥ οἱ γείνατο ] παῖδας ὁμὸν λέχος εἰσαναβᾶσα [ ! ! ! ! ! ! ! ] | ||
| σοι Σθενέβοια ? [ ] βοῶπις [ ] ὁμὸν λέχος εἰσαναβᾶσα κούρη Ἀφείδαντος μεγαλήτορος ] ? [ ] [ ] |
| δὲ λοιποί φασι τυφλωθῆναι αὐτὸν καὶ ἀλώμενον κατακρημνισθῆναι . καὶ Νύμφαν ἄκρηβος : Νύμφην τὴν Ξενίαν λέγει . ἄκρηβος δὲ | ||
| νύμφα : οὕτω καὶ νεωστὶ παρθένος γαμηθεῖσα λυπηθείη . καὶ Νύμφαν ἄκρηβος : ἱστοροῦσι γὰρ αὐτὸν ὑπό τινος ἀγαπηθῆναι Νύμφης |
| τέρενα χρόα Περμησσοῖο ἠ ' Ἵππου κρήνης ἠ ' Ὀλμειοῦ ζαθέοιο ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο , καλοὺς ἱμερόεντας , ἐπερρώσαντο | ||
| . Οἳ δ ' ὅτ ' ἔβαν ποτὶ τύμβον Ἀχιλλῆος ζαθέοιο , δὴ τότε οἱ φίλος υἱὸς ἐρυσσάμενος θοὸν ἆορ |
| διὰ χρυσῆν Ἀφροδίτην : Πηλεῖ δὲ δμηθεῖσα θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα γείνατ ' Ἀχιλλῆα ῥηξήνορα θυμολέοντα . Αἰνείαν δ ' ἄρ | ||
| δῖα ? [ δ ' ] Ὑπερμήστρη λαῶν ἀγὸν Ἀμφιάρηον γείνατ [ ] ' Ὀϊκλῆος θαλερὸν λέχος εἰσαναβᾶσα Ἄργει [ |
| δ ' ἤχθηρεν Ὄλυμπον . Ἄγχι δέ οἱ μάλα πολλὰ ποδώκεες ἔστενον ἵπποι , γαῖαν ἐπιστείβοντες ἀήθεα καὶ βασίλειαν ἀχνυμένην | ||
| ἀάσπετον ἄλγος ὀιζυρῶς ἐσάθρησα , κεῖνον ὅτ ' ἀμφὶ πόληα ποδώκεες εἴρυον ἵπποι ἀργαλέως Ἀχιλῆος , ὅ μ ' ἀνέρος |
| λαμπετόωντι ἐίκτην . ἐξ ἐνεργείας δὲ αἵματί οἱ δεύοντο κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι πλοχμοί θ ' , οἳ χρυσῷ τε καὶ | ||
| Ὀρχομενὸς παρὰ τὴν τῶν Χαρίτων ὄρχησιν , ὡς Εὐφορίων Ὀρχομενὸν Χαρίτεσσιν ἀφαρέσιν ὀρχηθέντα . ἐπορχούμενος . ὀρχήστρα , ὀρχηστρίς , |
| σιδήρῳ [ ] νειὸν [ ἐπεσπέρχοντο ] ? ? μεταλλεύοντες ἀρούρης , μαστίζων δ ' ἑκάτερθε συνωρίδος ἰσχία ταύρων γηπόνος | ||
| θεοῖς ἐθέλοιμι μάχεσθαι . εἰ δέ τίς ἐσσι βροτῶν οἳ ἀρούρης καρπὸν ἔδουσιν , ἆσσον ἴθ ' ὥς κεν θᾶσσον |
| θείοιο λαθοίμην ; . σὺ δ ' ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσιν ἐκρέμω . ἠλάστεον δὲ θεοὶ κατὰ μακρὸν Ὄλυμπον : | ||
| Ζεὺς δ ' ἔλαχ ' οὐρανὸν εὐρὺν ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσιν : γαῖα δ ' ἔτι ξυνὴ πάντων καὶ μακρὸς |
| ἀνδρείᾳ , ὡς καὶ Ὅμηρός φησι : τοὺς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα καὶ πολὺ καλλίους μετά γε κλυτὸν Ὠρίωνα | ||
| ' Ἀδˈράστοιο Λυγκεῖ τε φˈρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ : θρέψε δ ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος . ὁ δ ' ὄλβῳ |
| , εἰ μή οἱ Τρώων τις ἀνὰ κλόνον αἱματόεντα ἡνία δέξατο χερσὶ καὶ ἐξεσάωσεν ἄνακτα ἤδη τειρόμενον δηίων ὀλοῇσι χέρεσσιν | ||
| καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες : τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου |
| ὀρώρει . Ἀλλ ' οὐδ ' ὧς ἀμέλησε δεδουπότος ἀνδρὸς ἀγαυοῦ Νιρῆός θ ' ὃς κεῖτο παρ ' αὐτόθι , | ||
| ἄλλω δύο παῖδε Ποσειδάωνος ἵκοντο , ἤτοι ὁ μὲν πτολίεθρον ἀγαυοῦ Μιλήτοιο νοσφισθεὶς Ἐργῖνος , ὁ δ ' Ἰμβρασίης ἕδος |
| ἀνέμοισι κεκλειμένη ἠδὲ χαλάζαις . τόσσοι μὲν φῶτες περὶ Κάσπια κύματ ' ἔασιν : φράζεο δ ' ἐκ Κόλχων καὶ | ||
| ' ἐρόεσσα καὶ Ἱππονόη ῥοδόπηχυς Κυμοδόκη θ ' , ἣ κύματ ' ἐν ἠεροειδέι πόντῳ πνοιάς τε ζαέων ἀνέμων σὺν |
| οὐ γὰρ ἔστι παρ ' αὐτοῖς . στυγερῷ ἐπὶ θυμὸν ἀέθλῳ : στυγερὸν εἶπε τὸν ἆθλον , ἐφ ' ᾧ | ||
| δ ' αὐτοῖς ἱππῆες ἔχον πόνον , ἀμφὶ δ ' ἀέθλῳ δῆριν ἔχον καὶ μόχθον : ἐυπλεκέων δ ' ἐπὶ |
| ἦν ὁδὸς ἐς λαύρην , σανίδες δ ' ἔχον εὖ ἀραρυῖαι : τὴν Ὀδυσεὺς φράζεσθαι ἀνώγει δῖον ὑφορβὸν ἑσταότ ' | ||
| θύραι , παρὰ τὸ ἐπικλίνεσθαι , καθό φησιν “ ἐϋκληῒς ἀραρυῖαι ” ταῖς κλεισὶν ἡρμοσμέναι . ἔνιοι δὲ κληῖδα τὸν |
| Ἠέλιον δ ' ἀκτῖσιν Ἄρης πυριλαμπέσι βάλλων , Μήνης ὁρμώσης μίγα Κύπριδι κοινὰ σὺν αὐτοῖς , θηλυτέρους , γονίμων μηδέων | ||
| δόμους ναίεσκε πόληος : ἅρμα δ ' ἐπὶ χρύσειον ἔβη μίγα θυγατέρεσσιν Αἰήτης : τὸν δ ' αἶψα δι ' |
| ἃς αὐτοὶ ἀγίνεον ἀντιπέρηθεν Θρηικίην δῃοῦντες : ἐπεὶ χόλος αἰνὸς ὄπαζε Κύπριδος , οὕνεκά μιν γεράων ἐπὶ δηρὸν ἄτισσαν . | ||
| φιλεῖ , στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν : τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο : ἄρχε δ ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα |
| ἕζετ ' ἔπειτ ' ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης , κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων : θηεῖτο δὲ κούρη . δή | ||
| ὅτε οὔτε χρυσός ἐστι γῆς οὐδαμόθι τοσοῦτος οὔτε χώρη οὕτω κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα , τὰ ἡμεῖς δεξάμενοι ἐθέλοιμεν |
| παιδὸς ἀμύμονος , ὅς οἱ ἔμελλε φθίσεσθ ' ἐν Τροίῃ ἐριβώλακι τηλόθι πάτρης . ἀγχοῦ δ ' ἱσταμένη προσέφη πόδας | ||
| ἔτευξε σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ ' ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ ἐριβώλακι τέκτονες ἄνδρες , οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ δῶμα |
| , ὡς τό : Ὃ μὲν οὔτι τόσον κακὸν ἔνδοθι μίμνον : καὶ ἀντὶ τοῦ ὅτι , ὡς τὸ : | ||
| ἀνάσσων μίμνεν ὑπὸ σκοπιὴν ὄρεος Χαλκωδονίοιο : οὐδ ' Ἀλόπῃ μίμνον πολυλήιοι Ἑρμείαο υἱέες εὖ δεδαῶτε δόλους , Ἔρυτος καὶ |
| ἰαχαῖς τε νύμφαν . ἴτ ' , ὦ καλλίπεπλοι Φρυγῶν κόραι , μέλπετ ' ἐμῶν γάμων τὸν πεπρωμένον εὐνᾶι πόσιν | ||
| νυκταλωπικοῦ πάθους , καί τι χαλεπὸν ἐγίνετο . αἱ γὰρ κόραι τῶν ὀφθαλμῶν ἐμειοῦντο πυκνούμεναι ὑπὸ τῆς ψύξεως , αὐτὸς |
| μογεῦσιν , ἐν δ ' ἀγορῇ κρίσιας καὶ νείκεα δηρὸν ὄπασσεν . Ζεὺς δ ' ὥρην ἐφέπων ἐρικυδέας ἄνδρας ἔθηκεν | ||
| δ ' ἰοῦσιν Ἀλκίνοος Μινύαις ξεινήια , πολλὰ δ ' ὄπασσεν Ἀρήτη , μετὰ δ ' αὖτε δυώδεκα δῶκεν ἕπεσθαι |
| σπέρμα λαβεῖν μαράθου , ὀξυτέρην τὸ τίθησιν ἐφ ' ἑρπηστῆρσιν ὀπωπήν πιαῖνον δειλοῖς ἄλγεα βουπελάταις . τῶν δ ' αὐτῶν | ||
| ἠμάλδυνε κέλευθα ἰχὼρ ἀχλυόεις , ἀνὰ δ ' ἔτραπε πᾶσαν ὀπωπήν : αἱ δὲ διὰ θολόεντος ἄφαρ φεύγουσι πόροιο ῥηϊδίως |
| νύκτα , ἤως προστάσσει τὰ σὰ , ἤως σύ . Ἀσωποῖο : ὄνομα ποταμοῦ . Βάζειν : λέγω , ἀείδειν | ||
| ' ἀφνειὸς ἔναιε Διωνύσοιο ἕκητι πατρὸς ἑοῦ , πηγῇσιν ἐφέστιος Ἀσωποῖο . τοῦ δὲ Φλίαντος Ἀραιθυρέαν εἶναι μητέρα , ἀλλ |
| τίνες οἴδ ' Ὠκεάνω γᾶς ἀπὺ πειράτων ἦλθον πανέλοπες ποικιλόδειροι τανυσίπτεροι ; πώνωμεν : τί τὰ λύχν ' ὀμμένομεν ; | ||
| ' ἀκροτάτοις ἱζάνοισι ποικίλαι αἰολόδειροι πανέλοπες λαθιπορφυρίδες τε καὶ ἀλκυόνες τανυσίπτεροι . αἰεί μ ' ὦ φίλε θυμὲ τανύπτερος ὡς |
| ἄρκυλλοι τὰ τῶν ἄρκων γεννήματα . ἀλυσκάζουσαι : ἐκφεύγουσαι . ὁμοκλήν : ἀπειλήν : ὁμοκλὴ ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ καὶ τοῦ | ||
| . Τοὶ δ ' ὁρόωντες πάντες ὁμῶς ἑνὸς ἀνδρὸς ὑποτρομέεσκον ὁμοκλήν . Καὶ τότ ' ἀπ ' Ὠκεανοῖο κίεν χρυσήνιος |
| τοῖς μέγας , ὅς τε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδε , Ποσειδάωνος ὑποδμώς . καρῖδές θ ' , αἳ Ζηνὸς Ὀλυμπίου | ||
| Πρωτεὺς Αἰγύπτιος , ὅς τε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδε , Ποσειδάωνος ὑποδμώς : τὸν δέ τ ' ἐμόν φασιν πατέρ |
| ἐν κονίῃσι βάλεν , τοῦ δ ' ἆσσον ἰόντος δεξιτερῇ σκαιῆς ὑπὲρ ὀφρύος ἤλασε χειρί , δρύψε δέ οἱ βλέφαρον | ||
| πελάει . καὶ ὡς ἐπὶ τοῦ Περσέως : δέ οἱ σκαιῆς ἐπιγουνίδος ἤλιθα πᾶσαι Πληϊάδες φορέονται . καὶ πάλιν : |
| δουρὶ πόλιν πέρθαι Τρώων ἀγερώχων , οὐδ ' ὑπ ' Ἀχιλλῆος , ὅς περ σέο πολλὸν ἀμείνων . Ὣς φάτο | ||
| μέγ ' ἐγήθεεν , ἄλλοτε δ ' αὖτε ἄχνυτ ' Ἀχιλλῆος μεμνημένη : ἐν δέ οἱ ἦτορ ἀμφασίῃ βεβόλητο κατὰ |
| ἔκτοσθε πυλάων ἐσσεύοντο πανσυδίῃ νιφάδεσσιν ἐοικότες , αἵ τε φέρονται ταρφέες ἐκ νεφέων κρυερῇ ὑπὸ χείματος ὥρῃ : ὣς οἵ | ||
| ψυχέων ἐμάχοντο : τοὺς δ ' ἤδη ἐδάμασσε βιὸς καὶ ταρφέες ἰοί . τοῖς δ ' Ἀγέλεως μετέειπεν ἔπος πάντεσσι |
| , ὧν ἔτι καὶ νῦν σώματ ' ἀκηδέα κεῖται ἐνὶ μεγάροις ' Ὀδυσῆος : οὐ γάρ πω ἴσασι φίλοι κατὰ | ||
| οἴνοιο ἀσκὸν ἐνίπλειον κελέβειόν θ ' ὅττι φέριστον οἷσιν ἐνὶ μεγάροις κεῖται μέλιτος πεπληθός πᾶσιν δ ' ἡγεμόνεσσιν ἐποιχόμενοι κήρυκες |
| δὲ γυνὴ βώλοιο πέλειν ὀλίγης περ ἐούσης Παρθενικῇ ἰκέλη : μίχθη δέ οἱ ἐν φιλότητι Ἄσχετον ἱμερθείς : . . | ||
| ἀντίοι ἔγχε ' ἄειραν Τρῶες : τῶν δ ' ἄμυδις μίχθη μένος , ὦρτο δ ' ἀϋτή . καὶ τότ |
| : ἀμφὶ δὲ τόν γε κύνες τ ' ἄνδρές τε νομῆες πολλὰ μάλ ' ἰύζουσιν ἀπόπροθεν οὐδ ' ἐθέλουσιν ἀντίον | ||
| πάντας ἰὼν θηεῖτο βοαύλους , ἥντινά οἱ κτεάνων κομιδὴν ἐτίθεντο νομῆες , σὺν δ ' υἱός τε βίη τε βαρύφρονος |
| : μιξονόμου τε πατὴρ ἐρίφου καὶ σχέτλιος ἰχθὺς πλησίον ἠρείσαντο καρήατα : παῖδα δὲ νυκτὸς δεξάμενοι βλεφάροισι Διωνύσοιο ἄνακτος βουφόνον | ||
| Ἰόλαον , ἐπεὶ κρατερὰ φρονέοντε ἄμφω , ὃ μὲν τέμνεσκε καρήατα μαιμώωντα ἅρπῃ ὑπ ' ἀγκυλόδοντι θοῶς , ὃ δὲ |
| πανσυδίῃ κτείνωσιν , ἄχρις μέλαν αἷμα πιόντες σπλάγχνων ἐμπλήσωνται ἑὴν πολυχανδέα νηδύν : ὣς οἵ γ ' ἄμφω ὄλεσσαν ἀπειρέσιον | ||
| θ ' ὁρόωσα Νύχεια . ἤτοι ὁ κοῦρος ἐπεῖχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσόν βάψαι ἐπειγόμενος : ταὶ δ ' ἐν χερὶ |
| φάτο : τὸν δ ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε μέλαινα , ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἑλὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κὰκ κεφαλῆς , | ||
| . εἴσατο γάρ μοι ἔχων μακέλην εὐεργέα χερσί παῖς ἐμὸς ἀμφοτέρῃσι , βίη Ἡρακληείη , τῇ μεγάλην ἐλάχαινε , δεδεγμένος |
| Διόθεν δέ μιν οὔποτε δεύει ὄμβρος : ἅλις προχοῇσιν ἀνασταχύουσιν ἄρουραι . ἔνθεν δή τινά φασι πέριξ διὰ πᾶσαν ὁδεῦσαι | ||
| ' ἀνδράσιν ὄλβον ἔχευεν . τοὔνεκεν εἰσέτι νῦν λιβάνῳ κομόωσιν ἄρουραι , οὔρεα δὲ χρυσῷ , ποταμοὶ δ ' ἑτέρωθι |